[[ δάμ-ων ]]
Α΄. Ο μύθος
Σαν είδαν οι Θηβαίοι τους Αργείους να αφήνουν τα τείχη και να απομακρύνονται από την περιμετρική τάφρο, ξεθάρρεψαν κι αφού άνοιξαν τις πύλες ξεχύθηκαν στο κατόπι με πεζούς, άρματα και ιππικό. Μα οι Δαναοί ήσαν εξοικειωμένοι στη μάχη σε ανοιχτό χώρο. Αφού ανασυντάχτηκαν, απέκρουσαν το κύμα της θηβαϊκής επίθεσης κι έγινε σκληρή μάχη με πολλές απώλειες κι από τις δύο πλευρές. Έβλεπες τα αιχμηρά δόρατα και τα μυτερά σπαθιά να τσακίζουν νεανικά κορμιά, πληγωμένα άλογα με αφρούς στο στόμα να κυλιούνται στο χώμα, να εκσφενδονίζονται εδώ κι εκεί άξονες και τροχοί από συντριμμένα άρματα. Καμιά παράταξη δεν είχε το πάνω χέρι κι ήταν αβέβαιη η κατάσταση. Βλέποντας την άδικη σφαγή ο Ετεοκλής πήρε την μεγάλη απόφαση και φώναξε στους μαχητές:
« - Άξιοι πολεμιστές των Δαναών, που είστε εδώ φερμένοι από μακριά, κι εσείς συμπατριώτες αγαπημένοι, απόγονοι του Κάδμου, μην ξεπουλάτε τη ζωή σας μήτε για χάρη του Πολυνείκη μα μήτε και για δική μου χάρη. Γιατί εγώ ο ίδιος μόνος θα πάρω αυτό τον κίνδυνο πάνω μου και θα μονομαχήσω με τον αδελφό μου. Κι αν τον σκοτώσω, μόνος αφέντης θα ζήσω μέσα στο παλάτι μου, αν πάλι νικηθώ, θα παραδώσω σ’ αυτόν τη βασιλεία. Όμως εσείς αφήστε τη μάχη. Τραβάτε για τον μακρινό σας τόπο, Αργείοι, μη χάσατε τη ζωή σας μακριά από τους δικούς σας. Κι εσύ, λαέ των Σπαρτών, μη θρηνήσεις άλλα θύματα, φτάνουν πια οι νεκροί, που είναι μπροστά σου σωριασμένοι»!
Σαν άκουσε τα λόγια του αδελφού του ο Πολυνείκης, τα βρήκε συνετά, βγήκε μπροστά από την παράταξή του και τα παίνεψε. Βοή επιδοκιμασίας ακούστηκε κι από τα δύο αντίπαλα μέρη, γιατί Θηβαίοι και Αργείοι έκριναν πως αυτή ήταν η σωστή λύση. Τα δυό αδέλφια συμφώνησαν να λύσουν τις διαφορές τους με τη μονομαχία, κι ορκίστηκαν μπροστά σε όλους να τηρήσουν τη συμφωνία.
Η μάνα των μονομάχων, Ιοκάστη, έμαθε τα νέα από αγγελιοφόρο, που ήρθε στο παλάτι, και χτυπώντας από απελπισιά τα γέρικα στήθη της κάλεσε την κόρη της Αντιγόνη να βγει από τον γυναικωνίτη και να την ακολουθήσει στον κάμπο, στο τόπο της μονομαχίας, σε μια ύστατη προσπάθεια να προλάβουν τον αλληλοσκοτωμό. Κι όταν η κόρη της είπε πως αισθάνεται ντροπή, που θα εμφανιστεί μπροστά σε τόσους άντρες, της απάντησε με σαρκασμό η μητέρα της:
« -Τόσες ντροπές έχουμε, σ’ αυτό θα σταθούμε τώρα; »
Έτσι τα δύο αδέλφια, Ετεοκλής και Πολυνείκης, ζώστηκαν και πάλι την πανοπλία και τα σπαθιά τους, κράτησαν γερά στο ένα χέρι το δόρυ και στο άλλο την ασπίδα. Τα πρωτοπαλίκαρα τους βοηθούσαν στην αρματωσιά και τους εμψύχωναν. Κι οι μάντεις, κι από τις δυο μεριές, έσφαζαν πρόβατα κάνοντας θυσίες στους θεούς, παρακαλώντας για τη νίκη του δικού τους μονομάχου, και προσπαθούσαν από τα σφάγια να δουν τα σημάδια προς τα πού θα γείρει η νίκη.
Στάθηκαν τα αδέλφια αρματωμένα με τα λαμπερά τους άρματα, αντικριστά το ένα στο άλλο, καταμεσής του κάμπου, κι η έχθρα τους φλόγιζε την καρδιά. Το ένα από τα δύο έπρεπε να πέσει σκοτωμένο από το χέρι του άλλου. Μα οι τρανές θεές της τύχης, οι αδυσώπητες μοίρες, αλλιώς είχαν κλώσει το πεπρωμένο των γιων του Οιδίποδα. Οι γδικήτριες Ευμενίδες δεν λησμόνησαν τις κατάρες του τυφλού πατέρα, μήτε τα ανομήματα του Λάιου, αλλά ούτε και το ανάθεμα του Πέλοπα. Απόλυτη σιωπή επικράτησε στους δύο στρατούς κι ολωνών τα μάτια με αγωνία καρφώθηκαν στους μονομάχους. Συμφώνησαν πρώτα να χτυπηθούν με τα δόρατα. Σαν λυσσασμένα λιοντάρια, που μάχονται για τη λεία, όρμησαν τα δύο αδέλφια, όταν ο σαλπιγκτής έδωσε το σύνθημα. Το πρώτο χτύπημα των κονταριών πάνω στις ασπίδες έφερε ρίγη στη ραχοκοκαλιά αυτών, που τους παρακολουθούσαν, η ορμή των μανιασμένων αδελφών τους προκάλεσε τρόμο. Ήσαν αδέλφια αυτά, που βγήκαν από την ίδια μήτρα κι ήπιαν γάλα από το ίδιο στήθος; Ή μην ήσαν αγρίμια της ζούγκλας, έτοιμα να ξεσχίσει τι ένα το άλλο;
Σαν αγριεμένοι κάπροι, με μάτια γιομάτα μίσος χτύπησαν τις χάλκινες ασπίδες τους κι κόλλησαν τα πρόσωπά τους, που από τα ρουθούνια έβγαιναν φλόγες εκδίκησης κι αφρός μανίας έσταζε από τα γένια τους. Χτυπιούνταν και παρακολουθούσαν τις κινήσεις ο ένας του άλλου, διαφεντεύοντας το σώμα τους με τις ασπίδες. Οι λόγχες καθώς χτυπούσαν πάνω στις ασπίδες, τις έκαναν και καμπάνιζαν, μα τα κοντάρια γλιστρούσαν πάνω σ’ αυτές, γιατί ο καθένας γνώριζε τα μυστικά της μάχης, οπότε στριφογύριζε και κοντοκαθόταν στην επίθεση του άλλου, ώστε το δόρυ να μη βρει στόχο. Σαν έβλεπε να προβάλει πίσω από της ασπίδα το πρόσωπο του αντίπαλου, κατά ‘κει κατεύθυνε το δόρυ, μα ο αντίπαλος με γρηγοράδα προφυλασσόταν, και το δόρυ σταματούσε πάνω της. Κι ήταν πιότερος ο ιδρώτας της αγωνίας των πολεμιστών, που θωρούσαν τη μάχη, παρά ο καματοφόρος ιδρώτας των αδελφών που μάχονταν.
Μα κάποια στιγμή, το πόδι του Ετεοκλή πάτησε σε γλιστερό χαλίκι, κι ως γλίστρησε, έμεινε ακάλυπτο για λίγο. Μονοστιγμής ο Πολυνείκης λόγχισε την κνήμη του αδελφού του. Αίμα ζεστό έτρεξε από την πληγή, κάνοντας τους Δαναούς να αλαλάξουν από τη χαρά της πρόσκαιρης νίκης. Όμως, ρίχνοντας το κοντάρι ο Πολυνείκης, άφησε ακάλυπτο τον ώμο κι ο Ετεοκλής σφίγγοντας τα δόντια από τον πόνο, εκεί κατεύθυνε το δόρυ του. Από τη δύναμη, τσάκισε το ξύλο του κονταριού πάνω στην πανοπλία, μα η λόγχη καρφώθηκε στα ριζά του χεριού. Ρυάκι το αίμα του Πολυνείκη ξεχύθηκε βάφοντας την πανοπλία, κι ήταν η σειρά των Θηβαίων να ξεφωνίσουν από χαρά. Κανένας από τους μονομάχους δεν κρατούσε κοντάρι. Τότε ο Ετεοκλής τράβηξε το καρφωμένο στο πόδι του δόρυ του αδελφού του και το τσάκισε πάνω σε μια κοτρώνα.
Σαν έμειναν χωρίς κοντάρια, τα ιδρωμένα τους δάχτυλα σφίχτηκαν στη σκαλιστή λαβή του σπαθιού τους. Τα έσυραν από τα θηκάρια, και όρμησαν ο ένας πάνω στον άλλο μεθυσμένοι από το αίμα. Ο σάλαγος της μάχης έγινε πιότερο δυνατός, καθώς κροτάλιζαν τα σπαθιά, όταν διασταυρώνονταν, ή χτυπούσαν πάνω στις χαλκοφτιαγμένες ασπίδες και γέμιζαν το χώρο με καμπανιστό ήχο, ή κι ακόμα όταν οι ασπίδες χτυπούσαν μεταξύ τους. Ήσαν κι οι δύο λαβωμένοι και χοντρές σταλαγματιές αίμα κυλούσε πάνω στις γυαλιστερές πανοπλίες. Καθώς ορμούσε ο Πολυνείκης, ο Ετεοκλής θυμήθηκε ένα τέχνασμα. Έκανε ένα βήμα πίσω με το αριστερό πόδι, στηρίχτηκε στο δεξί κι χαμήλωσε προστατεύοντας το σώμα με την ασπίδα του. Ο Πολυνείκης δεν το περίμενε, και όπως είχε ανασηκωμένη την ασπίδα του, ένιωσε το ξίφος του αδελφού του κα καρφώνεται στην κοιλιά του, στο μέρος του αφαλού, και να σφηνώνεται στους σπόνδυλους της ραχοκοκαλιάς. Κουλουριάστηκε από τον πόνο, έγειρε στο πλευρό και σωριάστηκε καταγής, ενώ το αίμα πετάχτηκε χόχλος από τη θανατερή λαβωματιά και του χάρου το μαύρο σκοτάδι του σκέπασε τα μάτια. Ο Ετεοκλής χοροπηδώντας από χαρά, βέβαιος για τη νίκη του, πέταξε θριαμβευτικά την ασπίδα κι έτρεξε να πάρει τα όπλα του νικημένου. Με θολά τα μάτια ο Πολυνείκης, ανασηκώθηκε λίγο, και με τη στερνή αναλαμπή της δύναμής του βάρεσε κατάστηθα τον αδελφό, τρυπώντας με σπαθί το συκώτι του Ετεοκλή. Βλέποντας τα γουρλωμένα μάτια αυτουνού, που τον είχε εξορίσει, πέταξε η ψυχή του στο ζοφερό βασίλειο του Άδη. Αυτοστιγμής έπεσε κι ο Ετεοκλής νεκρός δίπλα στο πτώμα του αδελφού του, σαν βελανιδιά πελεκημένη, και το αδελφικό αίμα ανακατώθηκε, ποτίζοντας τη γη. Κι η γη ήπιε το αίμα τους, η ίδια που τους το’ χε δώσει.
Με την ψυχή στο στόμα έφτασε η άμοιρη μάνα στον τόπο της αδελφοκτόνας μάχης, για να αποτρέψει τον αλληλοσκοτωμό, μα, ώ συμφορά, βρήκε τους αγαπημένους γιους να κείτονται στο χώμα, θλιβερά κουφάρια, θύματα μιας βαριάς κληρονομημένης μοίρας. Σπαραχτική κραυγή βγήκε από τα γέρικα στήθη, και τραβώντας τα κατάλευκα σαν χιόνι μαλλιά της ρίχτηκε θρηνώντας στα άψυχα σώματα των γιων. Έχωσε τα νύχια ματώνοντας τα στήθη που τους βύζαξε, και η θολή ματιά της έπεσε στο ματωμένο σπαθί, που πήρε τη ζωή του ενός γιου. Σκοτείνιασε ο νους της, και κοιτώντας με παράπονο τον ουρανό, οπού ήσαν οι θεοί, που τόσες συμφορές της έδωσαν, το έσπρωξε στο λαιμό της και ξεψύχησε αγκαλιάζοντας τα σώματα των πολυαγαπημένων γιων.
Σαστισμένοι παρακολούθησαν την απρόσμενη κατάληξη τόσο οι Θηβαίοι, όσο και οι Δαναοί. Σαν έπεσαν νεκρά τα αδελφοκτόνα παιδιά του Οιδίποδα, άρχισαν να λογομαχούν οι άλλοι αρχηγοί για το ποιος νίκησε. Οι μεν έλεγαν πως πρώτος έπεσε ο Πολυνείκης, κι έτσι η νίκη ήταν των Θηβαίων, ενώ οι άλλοι αντέλεγαν πως δεν υπάρχει νίκη, γιατί και οι δυο έπεσαν νεκροί. Τότε πήρε το λόγο ο Κρέοντας, ο επίτροπος της εξουσίας, μιας κι ο βασιλιάς της πόλης Ετεοκλής είχε πάρει το μονοπάτι, που οδηγεί στο ζοφερό Άδη. Είπε πως δεν είχε σημασία ποιανού ήταν η νίκη, μα πως η πατρίδα τους η Θήβα κινδύνευε από τον ξένο στρατό των Πελασγών από το Άργος και τις Μυκήνες, και γι’ αυτό όλοι μαζί να πέσουν καταπάνω στους εχθρούς και να πολεμήσουν με απόφαση να διώξουν τους επιδρομείς. Τούτα τα λόγια άγγιξαν τις καρδιές των πολεμιστών της Θήβας και μεμιάς, σαν μια γροθιά σφιχτοδεμένη, προτού οι άλλοι το καλοσκεφτούν, όρμησαν πάνω στους σαστισμένους αντίπαλους. Έτσι άρχισε μια φανατισμένη, άγρια και φονική μάχη, που γέμισε τον κάμπο άψυχα και λαβωμένα σώματα. Οι Αργείοι στο τέλος λύγισαν κι άρχισαν την υποχώρηση. Σ’ αυτή την τελευταία μάχη διακρίθηκαν οι γιοι του Αστακού. Ο Λεάδης σκότωσε τον Ετέοκλο, ο Ίσμαρος έριξε νεκρό τον Ιππομέδοντα και ο Μελάνιππος, ο πιο σπουδαίος γιος του Αστακού, κάρφωσε με το σπαθί του τον Μηκιστέα, τον αδελφό του Άδραστου. Μετά χτυπήθηκε με τον Τυδέα, τον πιο τρομερό από τους επτά πολέμαρχους των Δαναών, που τον συνάντησε ανατολικά από την Προιτίδα πύλη, στο δρόμο για τη Χαλκίδα. Ο καθένας τους ήταν ενσάρκωση του Άρη, και δεν ματάγινε τέτοια τιτάνια σύγκρουση. Τρανοδύναμοι κι οι δυο, πολεμούσαν σα λιοντάρια της άγριας σαβάνας. Κάποια στιγμή ο σπαθί του Μελάνιππου βρήκε την κοιλιά του Τυδέα και του’ σκισε τα σωθικά. Θανάσιμα χτυπημένος ο άγριος πολεμιστής από την Αιτωλία, έπεσε στα γόνατα ψυχοραγώντας. Σαν είδε τον προστατευόμενό της, που του’ χε υποσχεθεί την αθανασία, να κρατάει μεσ’ στα αίματα την κοιλιά του, η δίχως μάνα θεά, η Παλλάδα Αθηνά, έτρεξε στον Όλυμπο να ζητήσει απ’ τον πατέρα της το φάρμακο, για να τον κρατήσει στη ζωή.
Ο Αμφιάραος ήταν σιμά στον Τυδέα, και σαν τον είδε να θανατογονατίζει, μεμιάς βύθισε το δόρυ στο στέρνο του Μελάνιππου. Φτύνοντας το χώμα, που γεύτηκε πέφτοντας ο Τυδέας, αιμορραγώντας μα γεμάτος λύσσα για τον εχθρό του, ζήτησε από τον Αμφιάραο, σαν χάρη στη στερνή του ώρα, να κόψει το κεφάλι του αντίπαλου και να του το προσφέρει. Ο μάντης, αν και κάτεχε τη συνέχεια, επειδή δε συχωρούσε την υποκίνηση αυτής της σφαγής τόσων αθώων παλικαριών από τον άγριο Αιτωλό, αποκεφάλισε τον Μελάνιππο και έριξε το κεφάλι στον πνιγμένο από το αίμα του Τυδέα. Αυτός, μες στην παράφορη μάνητά του, άρπαξε, σαν πεινασμένο θηρίο, το κεφάλι, το τσάκισε και με ξέφρενη ευχαρίστηση ρούφηξε τα μυαλά του Θηβαίου ήρωα. ‘Κείνη τη στιγμή έφτασε και η θεά με το φάρμακο της αθανασίας, μα σαν αντίκρισε το αποτρόπαιο θέαμα, τον λυσσασμένο και μοβόρο προστατευόμενό της με περισσή αγαλίαση με το ανάστροφο του χεριού του να σκουπίζει τα λερωμένα χείλη του, ένιωσε φρίκη και τον παράτησε να πεθάνει. Αυτός, πριν αφήσει τη στερνή του πνοή, ζήτησε από την Αθηνά να χαρίσει την αθανασία στο γιο του Διομήδη, μιας κι αυτός στάθηκε ανάξιος.
Μπροστά στην ορμή των Θηβαίων, οι Αργείοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Βάλθηκε να φύγει κι ο Αμφιάραος, πάνω στο άρμα του, που το οδηγούσε ο έξοχος ηνίοχός του Βάτωνας, πρίγκιπας από την ίδια του τη γενιά, τους Μελαμποδίδες του Άργους. Τότε ένιωσε να τον καταδιώκει ο Περικλύμενος, ο γιος του Ποσειδώνα. Τη στιγμή, που τον έφτανε και σήκωνε, πίσω του, το κοντάρι να τον λογχίσει, o Δίας με το αστροπελέκι του άνοιξε ένα χάσμα στη γη, που κατάπιε τον Αμφιάραο μ’ όλο του το άρμα. Ο πατέρας των θεών αγαπούσε τόσο τον σοφό μάντη και καλόκαρδο αγωνιστή, που δε βάσταγε η καρδιά του να δει τον ήρωα πισώπλατα χτυπημένο. Αργότερα, οι κάτοικοι της περιοχής, έλεγαν πως στο μέρος, που η γη έκρυψε τον Αμφιάραο, άγιασε ο τόπος κι εκεί του ίδρυσαν μαντείο και τον τίμησαν σαν θεό της μαντικής.
Απ’ όλους τους Δαναούς πολέμαρχους μόνο ο Άδραστος σώθηκε, όπως είχε προφητέψει ο Αμφιάραος. Από τη μεγάλη και φοβερή στρατιά των Αργείων απέμειναν σπασμένα άρματα, κουρέλια από λάβαρα, τσακισμένα κοντάρια, κουφάρια αλόγων και πάρα πολλά πτώματα παλικαριών, βουτηγμένα στο αίμα, το σπάταλα χυμένο στη ξένη γη. Απ’ αυτή τη πανωλεθρία και συμφορά, o βασιλιάς του Άργους ήταν ο μόνος που επέζησε από τους αρχηγούς, που είχαν εκστρατεύσει κατά της επτάπυλης Θήβας. Όταν το άρμα του τσακίστηκε, καβάλησε το γοργό σαν τον άνεμο άλογό του, τον Αρείονα, για το οποίο έλεγαν πως το είχε γεννήσει κάποια νύμφη από το σπέρμα του Ποσειδώνα, ή η ίδια η Δήμητρα, που ζευγαρώθηκε κρυφά με τον Ποσειδώνα παίρνοντας τη μορφή μιας νύμφης.
Τελικά η νίκη ήταν με τους Καδμείους, που κι αυτοί όμως είχαν πολλές απώλειες. Από τότε επικράτησε η έκφραση “Καδμεία νίκη” για κάθε νίκη, που μοιάζει με ήττα.
Οι Θηβαίοι, τρελοί από την χαρά για τη μεγάλη νίκη, θάψανε με τιμές όλους τους νεκρούς τους, μα τους Αργείους πεσόντες, τους άφησαν άταφους. Μαζί μ’ αυτούς και τον Πολυνείκη, γιατί πήρε τα όπλα ενάντια στην πατρίδα του.
Ο Άδραστος κατάφερε να σωθεί και κατέφυγε στην Αθήνα. Οι Χαροκαμένες γυναίκες και τα παιδιά των ηρώων του Άργους, μαζί με τις μανάδες των σκοτωμένων, μάθανε πως αυτοί έμειναν άταφοι και βαριοθλιμένες πήγαν στην Αθήνα, όπου συνάντησαν τον βασιλιά τους Άδραστο κι όλοι μαζί ζήτησαν να συναντήσουν και να παρακαλέσουν τον βασιλιά Θησέα, να μεσολαβήσει για να παραδώσουν τις σωρούς των αγαπημένων πεσόντων οι Θηβαίοι ώστε να τις θάψουν. Λένε πως προσέπεσαν ικέτες στο ιερό της Δήμητρας, στην Ελευσίνα. Εκεί συνάντησαν την μητέρα του Θησέα, την Αίθρα, και την παρεκάλεσαν να πείσει το γιο της, τον ένδοξο και ξακουστό βασιλιά της Αθήνας, να ζητήσει από τους Θηβαίους την παράδοση των νεκρών. Ο Θησέας μόλις άκουσε το αίτημα δίστασε, μα τελικά πήρε την απόφαση να τους βοηθήσει, γιατί το να μείνουν άταφοι οι πολέμαρχοι με τους στρατιώτες τους ήταν ανήθικο, ήταν ύβρις. Τότε ήταν που έφτασε αποσταλμένος από τον Κρέοντα, τον βασιλιά πλέον της Θήβας, που του ζητούσε να αρνηθεί τη βοήθεια στις γυναίκες του Άργους και να διώξει τον Άδραστο από την Αττική.
Οργίστηκε ο βασιλιάς της Αθήνας απ’ αυτή την απαίτηση, κι επί κεφαλής σ’ ένα επίλεκτο σώμα από τα πιο άξια παλικάρια της Αθήνας κινήθηκε προς τη Θήβα. Σαν έφτασαν εκεί βρήκαν το θηβαϊκό στρατό, με αρχηγό τον Κρέοντα, παρατεταγμένο μπροστά από τα άταφα πτώματα, αποφασισμένο να μην αφήσει να τα πάρουν. Ο κήρυκας του Θησέα διαλάλησε στον καρπερό τον κάμπο, που πριν από μέρες έγινε το μεγάλο μακελειό, την επιθυμία των Αθηναίων : « -Ακούστε, Καδμείοι, εμείς εδώ δεν ήρθαμε σαν εχθροί, αλλά πιστοί στον άγραφο νόμο του θεού, να πάρουμε για να θάψουμε, καταπώς είναι πρέπον, τους νεκρούς».
Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Κρέοντας έδωσε την προσταγή για επίθεση, κι ακολούθησε σκληρή μάχη, όπου στο τέλος οι Θηβαίοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Συγκέντρωσαν οι Αθηναίοι τα πτώματα στις Ελευθερές, σε κάποια πλαγιά του Κιθαιρώνα, όπου άναψαν επτά μεγάλες φωτιές κι έκαψαν τα κουφάρια των στρατιωτών. Τις σωρούς των στρατηγών τις μετέφεραν στην Ελευσίνα, κι αφού απέδωσαν τις πρέπουσες τιμές τις έκαψαν, παρουσία των γυναικών και των παιδιών τους. Στον τόπο της πυράς έκαμε τιμητικό μνημείο.
Το σώμα όμως του Καπανέα, που ο ίδιος ο Δίας είχε κεραυνοβολήσει, το έβαλαν σε ξεχωριστή πυρά, γιατί ήταν ασέβεια να καεί με τα άλλα. Αφού έκαμαν μεγάλο σωρό από ξύλα, κι έβαλαν πάνω το σώμα του, άναψαν φωτιά, που άρχισε να κατατρώει το κουφάρι. Μη αντέχοντας να ζει χωρίς τον αγαπημένο της άντρα, η γυναίκα του, η πανώρια κόρη του Ίφη, η Ευάδνη, αφού είχε φορέσει βαρύτιμα νεκρικά ρούχα, ανέβηκε σ’ ένα βράχο, που ορθωνόταν πάνω από τη φωτιά, κι από ‘κει έπεσε στις φλόγες και κάηκε μαζί του. Έτσι πέθανε η Ευάδνη κι ο ίσκιος της κατέβηκε αντάμα με του άντρα της στο σκοτεινό του Άδη βασίλειο.
Ο Θησέας πρόσταξε κι έβαλαν τη στάχτη των νεκρών σε επτά δοχεία, κι ο ίδιος τα παρέδωσε στα χέρια των επτά μικρών αγοριών των μεγάλων εκείνων ηρώων. Τα παιδιά, κρατώντας τη στάχτη των γονιών τους, έδωσαν όρκο, πως μόλις μεγαλώσουν θα πάρουν εκδίκηση για το χαμό των πατεράδων τους, το χαμό των Επτά.
Β΄. Σχόλια
* Στο μέρος, που ξεψύχησε ο Τυδέας, βρέθηκε ο Μαίων, που ήταν ο αρχηγός των πενήντα Θηβαίων, οι οποίοι έστησαν ενέδρα στον Τυδέα, που τους είχε νικήσει σε μονομαχία, όταν πριν την εκστρατεία πήγε για να φιλιώσει τα αδέλφια Πολυνείκη και Ετεοκλή. Όλους τους εξόντωσε ο τρανοδύναμος Τυδέας εκτός από τον Μαίονα, στον οποίο χάρισε τη ζωή, για να διαλαλήσει στη Θήβα το μεγάλο κατόρθωμα του Αργείου αντιπρόσωπου. Ο Θηβαίος πολεμιστής, από ευγνωμοσύνη προς τον Τυδέα, που κάποτε του φέρθηκε μεγαλόψυχα, τον έθαψε με ευλάβεια στο μέρος, όπου το αίμα του σκοτωμένου πολέμαρχου πότισε το χώμα της θηβαϊκής γης. Έτσι ο τάφος του Τυδέα ήταν κοντά στον τάφο του μεγάλου του αντιπάλου, του Μελάνιππου.
* Όταν ο Άδραστος σώθηκε, φεύγοντας από τη Θήβα, γύρισε αμέσως στο Άργος, χωρίς να φροντίσει για την ταφή των πεσόντων. Αυτούς τους έθαψαν οι Αθηναίοι. Κάποιοι λένε όμως πως γύρισε στη Θήβα, όπου με τη συγκατάθεση του Κρέοντα πέτυχε να τους πάρει και να τους θάψει. Άλλοι λένε, επίσης, πως ο Κρέοντας αρνήθηκε να δώσει την άδεια κι ο Άδραστος αναγκάστηκε να συνεργαστεί κρυφά με τις κόρες του Οιδίποδα, την Αντιγόνη και την Ισμήνη, για να θάψουν στο πεδίο της μάχης τον Πολυνείκη και τους άλλους σκοτωμένους στη φοβερή μάχη.
Σχετικά με την επέμβαση του Θησέα για την ταφή, αναφέρονται δύο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, η εμπλοκή του ήταν με το δρόμο της διπλωματίας, ενώ κατά τη δεύτερη, έγινε με στρατιωτική επέμβαση στη Θήβα, όταν είδε πως οι μεσολαβητικές προσπάθειες δεν είχαν αποτέλεσμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου