Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

Παιδικές αναμνήσεις: Ο Νίκος ο Κατσάμπας

[[ Τάκης Μάρκου ]]

Άλλος ένας Νικολής υπήρξε στην παιδική μας παρέα. Ο Νίκος ο Κατσάμπας. Κατσάμπας το παρατσούκλι. Συνήθειο στο χωριό καθείς να έχει το παρατσούκλι του. Πιότερο γνωστός ήταν κάποιος με το παρατσούκλι, παρά με το επίθετο. Άντε τώρα να ρωτήσεις που κάθεται ο Αντώνης ο Ανδρέου. Κανείς δεν ήταν σε θέση να σου πει. Γιατί απλούστατα κανένας δεν τον ήξερε με το επίθετο. Άμα, όμως ρωτούσες για τον μπαρμπα- Αντώνη τον Κορδόνη, πενήντα νοματαίοι θα ήσαν πρόθυμοι να σου πουν, ή να σε πάρουν να σε πάνε στο σπιτικό του. Και μερικοί είχαν αστεία παρατσούκλια: ο Λουκάς ο Πρίτσης, ο Τάκης ο Κουφίνας, ο Βασίλης ο Κουφός, ο Νίκος ο Μπινιάρης, ο Μίστος ο Σαρδελογλείφτης, ο Λουκάς ο Πόρδας, ο Παναγιώτης ο Μάτσικας, ο Νότης ο Τσιάπης, η Σωτήρα η Γκατζούμπα, η Βαγγελιώ η Ντόσα κ.α., έχοντας πίσω από το παρατσούκλι μια ολόκληρη ιστορία.
Ο Νίκος ο Κατσάμπας ήταν πάντα γελαστός, έχοντας στο πρόσωπό του ένα πονηρό και σκανταλιάρικο χαμόγελο. Και ήταν σκανταλιάρης. Πέντε παιδιά κατωμαχαλίτες ήμασταν αχώριστοι: εγώ, ο Νικολής ο Τούρκος, ο Σταθάκος ο Μυλωνάς, ο Γιαννάκης ο Παλαιστής και ο Νίκος ο Κατσάμπας- όλοι με τα παρατσούκλια μας. Είμασταν οι κατωμαχαλίτες γιατί μέναμε στο μέρος του χωριού, που βρισκόταν κάτω από το δημοτικό σχολείο. Πολλές φορές συναντιόμασταν το πρωί στη δημοσιά, που οδηγούσε στο σχολείο και πηγαίναμε μαζί. Το χειμώνα στο ένα χέρι κρατούσαμε τη σάκκα και στο άλλο ένα ξύλο ελιάς ή κούτσουρο αμπελιού για τη ξυλόσομπα, να γλυκάνουμε λιγάκι το κρύο στη μεγάλη αίθουσα, όπου στα μεγάλα ξύλινα θρανία στοιβάζονταν τα κορμάκια μας, γύρω στα ογδόντα παιδιά στις πρώτες τάξεις, που όσο προχωρούσαμε ολοένα γινόταν μικρότερος ο αριθμός, γιατί αρκετά παιδιά έμεναν στην ίδια τάξη.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Πάντα στην επόμενη τάξη συναντούσαμε τα παιδιά που είχαν μείνει σ’ αυτήν, αλλά τούτα ήταν λιγότερα από τους συμμαθητές, που είχαμε χάσει. Στο σχόλασμα, όμως, φεύγαμε όλοι μαζί. Κι ενώ σχολάγαμε στις δύο το μεσημέρι, πολλές φορές κάναμε και μιά και δυό ώρες να φτάσουμε στο σπίτι, που δεν απείχε παρά ένα τέταρτο δρόμο το πιο μακρινό. Γιατί λέγαμε ιστορίες και γελάγαμε ή παίζαμε στο δρόμο. Σαν πεινάγαμε, δίναμε ραντεβού σε μια από τις πολλές αλάνες που ‘χε το χωριό, τρέχαμε βιαστικά να φάμε και μετά στ’ αλώνια για τόπι ή κλιτσ-κοπάν (τσιλίκι), γκρόπεζες ή πατίνι με παλιά ρουλεμάν. Ο Νικόλας ήταν καλός μπαλαδόρος. Έπαιζε δεξί εξτρέμ, με ίνδαλμα τον Μποτίνο. Ζωνόμασταν κάποιες μέρες το πατίνι στην πλάτη, πηγαίναμε ψηλά στο γήπεδο, και αφού παίρναμε φόρα και ήταν κατηφόρα κάναμε κόντρες μέχρι τη διασταύρωση. Σαν έπεφτε ο ήλιος και έπιανε το σούρωπο, αποχαιρετιόμασταν και πηγαίναμε στο σπίτι να διαβάσουμε.
Ο Νίκος δεν ήταν διαβαστερός. Πάντα αποζητούσε τη βοήθειά μας, όταν τον ρωτούσε ο δάσκαλος. Κάποιος έσκυβε από πίσω του, όταν σηκωνόταν όρθιος στο θρανίο, και κρυμμένος πίσω του, του ψιθύριζε την απάντηση. Κομπιαστά ο Νίκος άλλοτε την έπιανε και απαντούσε, άλλοτε, όμως, δεν την έπιανε κι έλεγε άλλα αντ’ άλλων, προκαλώντας τα γέλια μας. Θυμάμαι ο συχωρεμένος ο δάσκαλος ο κύριος Βαγγέλης ο Ζερκούλης του είχε βάλει να κλείνει το ρήμα «ποτίζω». Ο υποβολές από πίσω του άρχισε: «ποτίζω, ποτίζεις, ποτίζει…». Ο Νικόλας πάνω στη σαστιμάρα έπιασε τα μισά και απάντησε: «το ποτί, του ποτί, το ποτί, ω ποτί…». Γέλασε ο δάσκαλος και του είπε: «Νίκο, έχεις το χάρισμα να μετατρέπεις τα ρήματα σε ουσιαστικά, κι αυτά, παιδί μου, μισά».
Μετά το Δημοτικό πήγαμε στο Γυμνάσιο και στη συνέχεια στο Λύκειο. Ο Νικόλας ένιωσε το εφηβικό φούντωμα και γελούσαμε με τις φαντασιώσεις του. Ένα καλοκαίρι είχε μείνει μεταξεταστέος στα Αρχαία ελληνικά και στην Ιστορία. Ο πατέρας του ανέθεσε σε μια νεαρή και όμορφη φιλόλογο να τον προετοιμάσει για τις επαναληπτικές εξετάσεις του Σεπτέμβρη. Ο Νικόλας,- είπαμε πως ήταν σκανταλιάρης- αντί να προσέχει όσα του έλεγε και του έγραφε στο τετράδιο, είχε καρφωμένο το βλέμμα του στα όμορφα πόδια της καθηγήτριας και στα τορνευτά της στήθη. Έτσι μαζί με την δουλειά, που του ανέθετε για γραπτές ασκήσεις, όταν έφευγε από το σπίτι της, ο Νικόλας έπαιρνε κι άλλη πρόσθετη χειρονακτική δουλειά, που δεν την έκανε στο κουζινοτράπεζο, όπου έγραφε- δεν είχαμε την πολυτέλεια του ξύλινου γραφείου τότε, στο τραπέζι της κουζίνας γράφαμε και πολλές φορές τα τετράδια είχαν τη σφραγίδα τις κουζίνα, δηλαδή λεκέδες από λαδιές- αλλά την διεκπεραίωνε σε άλλο μέρος του σπιτιού, στο «μέρος» ή κάτω από τα σκεπάσματα στο κρεβάτι. Το αποτέλεσμα, βέβαια, ήταν πως η πανέμορφη φιλόλογος εκτός από τον εφηβικό ίστρο του διέγειρε και ένα ενδιαφέρον για τα μαθήματα, οπότε την πέρασε την τάξη.
Ο Φίλης ο Μπούζας ήταν ο πιο ευκατάστατος της μαθητικής παρέας. Χειριστής γκρέιντερ ο πατέρας του σε μεγάλα έργα, με δικό του μηχάνημα, και ιδιοκτήτης του μοναδικού βιβλιοπωλείου του χωριού η μάνα του, ο Φίλης είχε πολύ μεγαλύτερο χαρτζιλίκι από το πενιχρό δικό μας. Και δεν ήταν τσιγκούνης. Έξω καρδιά ήταν και ανοιχτοχέρης, οπότε πολλές φορές μας κερνούσε. «Από την καλή μας την καρδιά δε θα σε κάνουμε να νιώσεις άσχημα ότι είμαστε ακατάδεκτοι, θα δεχτούμε το κέρασμά σου» του έλεγε ο Νικόλας γελώντας. Είπαμε, πάντα το γέλιο στο πρόσωπό του.
Στη δεύτερη τάξη του Λυκείου ο Νικόλας ήταν ο ηθικός αυτουργός όλα τα αγόρια της τάξης να τιμωρηθούμε με τετραήμερη αποβολή, φεύγοντας από το σχολείο εκ περιτροπής, τρεις- τρεις. Ήταν η γιορτή μου τον Οκτώβρη και το βράδυ είχα βγάλει όλους τους συμμαθητές στο ζαχαροπλαστείο του χωριού, στον Πίνταρο, να τους κεράσω. Κι αφού φάγαμε την πάστα μας και καλαμπουρίζαμε, ο Νικόλας είχε την φαεινή ιδέα να ρεφενάρουμε, να παραγγείλουμε στην απέναντι ταβέρνα του Τζελέπη παϊδάκια και μετά να πάμε σ’ ένα άλλο καφενείο, στον Ταρανίνο, που είχε πατάρι, να τραβήξουμε τις κουρτίνες στο πατάρι, να φάμε, να πιούμε τις μπύρες μας και να χορέψουμε. Καλή η ιδέα του, και την βάλαμε σε εφαρμογή. Δεύτερη χρονιά της χούντας τότε, και οι μαθητές μετά τις 7.30΄ ήσαν υποχρεωμένοι να βρίσκονται στα σπίτια τους. Πιστέψαμε, επειδή την επόμενη ημέρα δεν είχαμε μαθήματα, θα γιορτάζαμε στο σχολείο την επέτειο του 1940, τα πράγματα θα ήσαν χαλαρά. Είδε την κίνησή μας ο τότε Λυκειάρχης- αυστηρός, εργένης και τραυματίας αξιωματικός του εμφυλίου- οπότε, αφού είχαμε έρθει στο κέφι και χορεύαμε τον χασαποσέρβικό μας, το Καραμπιμπερίμ θυμάμαι, έκανε ντου με δυο όργανα της χωροφυλακής και μας έπιασε στα πράσα. Την επόμενη ημέρα έγινε συνεδρίαση του συλλόγου των καθηγητών οπότε έπεσε το γιαταγάνι. Ο Νικολής ο Τούρκος κι εγώ καθαιρεθήκαμε από παραστάτες της σημαίας, δεν πήραμε αριστείο επίδοσης και οι δράστες του χορευτικού επεισοδίου- δηλαδή όλα τα αγόρια της Β΄ Λυκείου- πήραμε τετραήμερη αποβολή. Περισσότερο θυμόμαστε τις σκανδαλιές, παρά τους επαίνους από την σχολική μας επίδοση… Μπουμπούκια δηλαδή…
Πολλά χρόνια αργότερα, όταν έγινα κι εγώ Λυκειάρχης και είχα να αντιμετωπίσω τιμωρίες μαθητών μου, αναλογιζόμουν τις δέκα ημέρες αποβολής που είχα συγκεντρώσει για σημαντικές και ασήμαντες αφορμές, και με τη σκέψη του πόσο πειραχτήρι και ατίθασος ήμουν, φρόντιζα να είμαι επιεικής, ενώ πάντοτε συζητούσα και ανέλυα στους ταραξίες την πράξη τους.
Μερικούς μήνες αργότερα ο Νικόλας αρρώστησε με ηπατίτιδα κι έλειψε αρκετές μέρες. Γύρισε αδύναμος. Φροντίσαμε να είναι ελαφρύ το πρόγραμμά του και τον βοηθούσαμε στα μαθήματα. Η μητέρα του, για να δυναμώσει, του έφτιαχνε μπιφτέκια, κι αφού τα τύλιγε κατάλληλα, τα είχε ο Νικόλας στην μαθητική τσάντα του για να φάει στο διάλειμμα. Τον πήρε χαμπάρι ο Φίλης και καθημερινά του τσιμπούσε ένα- δυο μπιφτέκια. Είπαμε, έξω καρδιά ο Φίλης, έδινε και σ’ εμάς. Έτσι η κυρά- Μαριγούλα έφτιαχνε διπλάσια μπιφτέκια, για να φάει ο κανακάρης της και τα πειραχτήρια οι φίλοι του. Συχνά στο σχολείο ερχόταν ο μπαρμπα-Αριστείδης να ρωτήσει για την επίδοση του Νικόλα, μετά από το πρόβλημα υγείας του γιου του. Από ενδιαφέρον τον ρωτούσαμε τι του είπαν οι καθηγητές. Μια φορά μας είπε: «Ρε, μου είπαν πως είναι ζουλάπι ο κερατάς, αλλά δε διαβάζει». Και τότε άλλαξε το παρατσούκλι του Νικόλα. Αφήσαμε το Κατσάμπας και τον φωνάζαμε «ζουλάπι». Επειδή κυρίαρχη γλώσσα ήταν η καθαρεύουσα, πολλές φορές τον λέγαμε καθαρευουσιάνικα «ζούλαψ».
Ο Νίκος δεν κάλυψε τις αδυναμίες και έχασε τη χρονιά. Έτσι επανέλαβε την τάξη και τελείωσε το Λύκειο στη Θήβα, στο Λύκειο αρρένων. Χωρίσανε οι δρόμοι μας μετά. Εμείς φοιτητές στη Φυσικομαθηματική σχολή, ο Σταθάκος, κι ένα χρόνο αργότερα ο Νικόλας, στη σχολή Ικάρων. Ο Νικόλας εκπλήρωσε το όνειρο του πατέρα του, να τον δει με στρατιωτική στολή και ξιφάκι στο πλευρό. Ο Νίκος έγινε ιπτάμενος αξιωματικός της πολεμικής αεροπορίας!
Ήταν Γενάρης του 1976- είχα πάρει το πτυχίο μου σαν Φυσικός και υπηρετούσα στο Μ. Πεύκο στη Σχολή Πυροβολικού σαν υποψήφιος δόκιμος αξιωματικός. Είχαμε καθιερώσει να τηλεφωνώ κάθε βδομάδα στο σπίτι μου και οι δικοί μου να μην μου τηλεφωνούν. Στο καθιερωμένο βδομαδιάτικο τηλέφωνο έμαθα τα συνταραχτικά και δυσάρεστα νέα. Την προηγούμενη ημέρα είχαν με τιμές θάψει τον Νικόλα. Έμεινα στήλη άλατος. Σαν να με χτύπησε κεραυνός. Γέμισαν τα μάτια μου δάκρυα για τον απροσδόκητο θάνατο του παιδικού μου φίλου. Στην πρώτη μου έξοδο έμαθα λεπτομέρειες. Ο Νίκος πετούσε εκείνο το πρωινό στην περιοχή της Ελασσόνας, έχοντας σαν έδρα του τη Λάρισα. Το αεροπλάνο του έπαθε βλάβη. Είχε δύο επιλογές: να εγκαταλείψει το αεροπλάνο, το οποίο λόγω της τροχιάς του θα έπεφτε σε ένα χωριό προκαλώντας τον θάνατο σε κάποιους κατοίκους ή να προσπαθήσει να το κατευθύνει έξω από το χωριό, χωρίς να προλάβει να εγκαταλείψει το σκάφος του. Η γενναία του ψυχή επέλεξε το δεύτερο. Ο Νίκος θυσίασε τη ζωή του για να σώσει τους κατοίκους του χωριού. Ο Νικόλας δεν ήταν φιλοτομαριστής. Ήταν πραγματικό ζουλάπι…. Και γι’ αυτό έγινε ήρωας και παράδειγμα αυταπάρνησης…

Δεν υπάρχουν σχόλια: