[[ Τάκης Μάρκου ]]
1ο μέρος
Ο Σταθάκος δεν ήταν πρώτος ξάδερφος, ήταν αδερφός. Τέσσερα παιδιά έκαναν οι γονιοί μου, αλλά ήμουν το μόνο αρσενικό. Έτσι αδερφό δεν είχα. Και σαν αδερφό είχα το Σταθάκο. Ήταν σαν να ήταν ο δίδυμος αδερφός μου, γιατί μόνο δεκαοχτώ μέρες είχαμε διαφορά στη γέννηση. Λες και οι πατεράδες μας είχαν βάλει κόντρα. Οι πατεράδες μας, αδέρφια ορφανά από τα μικράτα τους από τη μάνα, που πέθανε πάνω στη γέννα καθώς γένναγε το όγδοο εν ζωή παιδί της- γιατί γέννησε και κάποια άλλα, που πέθαναν, έτσι γινόταν παλιά. Σαν έγινε δεκατεσσάρων χρονών ο πατέρας μου χάθηκε κι ο παππούς, ο πατέρας τους δηλαδή. Ορφανά πάσχισαν να σταθούν όρθια και τα κατάφεραν. Μα η πάλη της ζωής, τους έκανε σκληρούς. Σκληροί φαίνονταν στην κρούστα της εμφάνισης προς τα έξω, γιατί στο βάθος ήσαν πολύ ευαίσθητοι.
Δεκαοχτώ μέρες, λοιπόν, μεγαλύτερος ο Σταθάκος, δεύτερος γιός του μπαρμπα-Χρήστου, κι εγώ το πρώτο παιδί, αν και ο πατέρας μου ήταν κατά δυο χρόνια μεγαλύτερος του μπάρμπα μου. Μα ο θείος ήταν ερωτιάρης κι ερωτεύτηκε τη θεία-Ντίνα. Δυο φοράδες, λένε, έσκασε πηγαίνοντας να την συναντήσει στην Τοπόλια, για να φτάσει γρήγορα μέσα από τα οργώματα της Κωπαΐδας. Καρπερή η θειά κι έτσι ο μπάρμπας αναγκάστηκε να μην περιμένει τη σειρά του, οπότε παντρεύτηκε πιο μπροστά από τον μεγαλύτερο. Γιατί παλιά ο καθείς έβαζε στεφάνι με τη σειρά του, πρώτα οι μεγαλύτεροι και υστερότερα οι μικρότεροι. Στην οικογένειά τους, όμως, δεν κράτησαν τη σειρά γιατί ο έρωτας είναι ζαβολιάρης. Έτυχε ο μικρότερος από τα αρσενικά αδέρφια- οχτώ ήσαν στο σύνολο, τέσσερα αρσενικά και τέσσερα θηλυκά- να παντρευτεί ακόμα πιο μπροστά, γιατί καθώς έφυγε μικρός στην Αθήνα για να μάθει τέχνη, ερωτεύτηκε κι αυτός την προσφυγοπούλα από τον Πόντο.
Η συνέχεια VagiaBlog…
Στο ίδιο σπίτι ήπιαμε το πρώτο μας γάλα με τον Σταθάκο, τρία δωμάτια σπίτι κι ένα υπόγειο, δίπλα στον πετρόμυλο, που το μοιράζονταν οι δύο οικογένειες. Μυλωνάδες οι πατεράδες μας δουλεύανε σκληρά ολημερίς στον μύλο και στο μαντάνι, που μαλάκωνε τις χοντρές βελέντζες και τις φλοκάτες, που ύφαιναν με μαλλί από τα πρόβατά τους παλιά στους αργαλειούς οι νοικοκυρές για της κρύες μέρες του χειμώνα. Μια μέρα που δούλευε στο μαντάνι ο μπαρμα-Χρήστος τραυματίστηκε στο δεξί χέρι από την τροχαλία. Κακή εκτίμηση από τους γιατρούς και το χέρι έπαθε γάγγραινα. Έτσι νέος ο μπάρμπας μου έχασε το δεξί του χέρι πάνω από τον αγκώνα. Εγώ τον θυμάμαι μονόχειρα. Δυνάμωσε το αριστερό χέρι και έκανε για τρία χέρια. Τόσο χεροδύναμος έγινε!
Σε διπλανά καθισματάκια μας είχαν βάλει- αυτά τα ψηλά τα ξύλινα με το καθικάκι αποκάτω- δίπλα στη ξυλόσομπα εκείνο το χειμώνα, ακόμη δεν περπατάγαμε, όταν- από τότε εγώ ζωηρός- καθώς έπαιζα έπεσα μαζί με το κάθισμα πάνω στη σόμπα και κάηκα στο πρόσωπο και στο δεξί μου χέρι. Έδωσα μια με το χέρι κι έσπρωξα το καυτό σίδερο κι έπεσα στο πλάι στο πάτωμα μαζί με το καρεκλάκι. Τα τσιριχτά μου από τον πόνο σίγουρα θα του τάραξαν την ησυχία.
Ήρθαν κι άλλα αδέρφια στον κόσμο και στις δύο οικογένειες και το σπίτι μίκρυνε καθώς μεγάλωναν οι οικογένειες. Ο πατέρας μου έχτισε δικό μας σπίτι στο διπλανό χτήμα, που είχε πάρει προίκα. Έτσι τα σπίτια μας απείχαν γύρω στα εκατό μέτρα. Μέχρι την πρώτη δημοτικού ήμασταν αχώριστοι. Μόνο ο ύπνος μας χώριζε. Με τη γαϊδούρα του μπαρμπα-Χρήστου πηγαίναμε συχνά να ψωνίσουμε στα μπακάλικα του χωριού, πότε στον Πατσιέ, άλλοτε στο θείο τον Τάκη τον Δραγώνα και μερικές φορές στον μπαρμπα-Κώστα τον Kρητικό, που τα είχε όλα, από εκλεκτή φέτα και λαδερή λακέρδα μέχρι λαδομπογιές και κοσκινόπροκες. Χρησιμοποιούσαμε τη γαϊδούρα σαν μεταφορικό μέσο γιατί το σπίτι μας ήταν στην άκρη του χωριού- καθώς έμπαινες στο χωριό, όταν ερχόσουν από το δρόμο της Θήβας. Από τον φούρνο της Γιωργούς παίρναμε τα μεγάλα ολοστρόγγυλα καρβέλια, ένα μόνο χώραγε στο μάλλινο ταγάρι, ή τις μακρόστενες χοντρές προπήρες (φρατζόλες)- ‘κείνες χώραγαν δυο στο ταγάρι. Γέμιζε το πλάι του σαμαριού με ταγάρια, στη μέση καθόταν ο Στάθης, ενώ δέναμε με την τριχιά την πινακωτή με τα μισάλια και κάπου στα καπούλια καθόμουν κι εγώ. Και η γέρικη γαϊδούρα πήγαινε αργά-αργά σαν να ήθελε μ’ ένα δρομολόγιο να γεμίσει ολόκληρη τη μέρα.
Άλλοτε ο Σταθάκος έπαιρνε τη φοράδα του μπαρμπα-Αντρέα του γείτονα και πηγαίναμε για τσάγκουλα στις μυγδαλιές πέρα στα αναχώματα των χωραφιών ή για σύκα στα ρέματα. Και παιγνίδι στην απλωσιά του μύλου, κρυφτό ή κυνηγητό. Ώσπου ήρθε ο καιρός να πάμε σχολείο. Εκεί βρήκαμε την ευκαιρία να πάρουμε πίσω τα διόδια, που μας είχε επιβάλει ο Νικολής. Ο Σταθάκος ήταν επιμελής μαθητής.
Μετά την πρώτη τάξη, κατά εποχές αποχωριζόμασταν γιατί ο πατέρας μου έφυγε από το μύλο, που τον παραχώρησε στον μεγάλο του αδελφό, ο οποίος επέστρεψε από την Αθήνα στο χωριό. Αυτός και ο μπαρμπα-Χρήστος μετατρέψανε τον πετρόμυλο σε κυλινδρόμυλο, σιγά- σιγά αγόρασαν κι ένα φορτηγό και άλεθαν τα στάρια σχεδόν του μεγαλύτερου μέρους του νομού μας. Ο πατέρας μου εργάστηκε σε μια μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία, που αναλάμβανε έργα σε όλη της Ελλάδα. Έτσι τις υπόλοιπες τάξεις του δημοτικού τις έβγαλα εδώ κι εκεί, από την Κυλλήνη της Ηλείας μέχρι τις Φέρες του Έβρου. Κάποιες φορές επιστρέψαμε στο χωριό για λίγους μήνες, όπου μετέφερα το γλωσσικό ιδίωμα του τόπου, όπου κατοικούσαμε. Γιατί εμείς τα παιδιά εύκολα αντιγράφουμε τον τρόπο ομιλίας των συμμαθητών μας, όταν βρεθούμε σ’ έναν τόπο. Ο Σταθάκος παραξενευόταν και προσπαθούσε να με επαναφέρει, λέγοντας: «Πώς μιλάς έτσι, ρε; Μίλα βαγαίικα».
Στους πρώτους μήνες της έχτης τάξης ήμασταν στο ίδιο θρανίο και είχαμε δάσκαλο τον κυρ- Βαγγέλη το Ζερκούλη. Μπορεί να είχαμε αριθμητική και να λύναμε προβλήματα τόκου και ανατοκισμού, αλλά όποτε βαριόταν ο Σταθάκος έριχνε την μπηχτή στο δάσκαλο: «Κύριε, δεν μας τελειώσατε την ιστορία που μας λέγατε, τότε που στον πόλεμο βρισκόσασταν μέσα στο δάσος απέναντι από τον εχθρό». Έτοιμος ήταν για ιστορίες ο συχωρεμένος ο κυρ- Βαγγέλης. Ξέχναγε κεφάλαια και επιτόκια στα μαθηματικά κι άρχιζε τις ιστορίες από τον πόλεμο. Από ‘κει πήδαγε στην επανάσταση του 1821 μέχρι που χτύπαγε το κουδούνι να σχολάσουμε. Τα Χριστούγεννα, όμως, η οικογένειά μου έφυγε για την Πτολεμαΐδα και έτσι έχασα την παιδική μου παρέα και τις ιστορίες του αξέχαστου κυρ- Βαγγέλη.
Σαν ήταν να πάμε στην πρώτη τάξη Γυμνασίου, τον Σεπτέμβρη γύρισα μόνος μου στο χωριό και φιλοξενήθηκα στην οικογένεια του Σταθάκου, μέχρι το Δεκέμβρη, όπου γύρισε η οικογένειά μου στα Βάγια. Πολλές φορές κοιμηθήκαμε στο ίδιο κρεβάτι ή στρωματσάδα με τον ξάδερφο, ενώ μαζί πηγαίναμε και γυρίζαμε στο Γυμνάσιο. Μαζί γράφαμε και διαβάζαμε και γενικά ετοιμάζαμε τα μαθήματά μας. Και επειδή εγώ ήμουν πιο γρήγορος και τα κατάφερνα περισσότερο, ο Σταθάκος άρχισε να στηρίζεται πάνω μου. Πολλές φορές βοηθούσαμε στον μύλο, πότε να πλένουμε στο ειδικό πλυντήριο τα στάρια, πότε να αλέθουμε και να ζυγίζουμε τα αλέσματα.
Τότε ήταν που έσπασε το χέρι του ο Σταθάκος. Ήταν διάλειμμα και είχαμε μαζευτεί αρκετά αγόρια στην άκρη του ανοιχτού προαύλιου, που κατέληγε σε ένα βαθύ ρέμα. Το ρέμα αυτό μπαζώθηκε αργότερα και είναι ο χώρος που γίνεται η λαϊκή αγορά. Όπως, λοιπόν, κάναμε τα αστεία μας, ο Νότης έσπρωξε τον Σταθάκο, αυτός έχασε την ισορροπία του και πιάστηκε πάνω μου. Με παρέσυρε κι εμένα και το μόνο που θυμάμαι είναι ότι αρχίσαμε να κουτρουβαλάμε στην πλαγιά του ρέματος. Μια εγώ από πάνω, μια από κάτω κι αντίστροφα ο Σταθάκος μια από κάτω και μια από πάνω. Όταν σταμάτησε το κουτρουβάλιασμα και βρεθήκαμε στην κοίτη ο Σταθάκος ήταν κατακίτρινος και πονούσε. Τον βοήθησα να σηκωθεί, να ανέβουμε την όχθη και να γυρίσουμε στο προαύλιο. Τινάξαμε όπως- όπως τα ρούχα μας από τα χώματα, αλλά ο Στάθης κρατούσε το χέρι του. Το είχε σπάσει! Ο Γυμνασιάρχης τον έστειλε στο σπίτι του κι εμένα μαζί να τον συνοδέψω. Φορτώθηκα τις δυο σάκες και πήραμε το δρόμο για τον μύλο. Στο δρόμο σκεφτόμασταν πώς να το πούμε στον μπαρμα-Χρήστο. Αφού αντέξαμε την έκρηξη του Βεζούβιου από τον θείο και το ξεμάλλιασμα και τα κλάματα τις θειάς, τα πράγματα μπήκαν στο ρυθμό τους. Ο Σταθάκος κατέληξε σε έναν πραχτικό του χωριού, που έφερε το σπασμένο χέρι στη θέση του και το επέδεσε. Κι όταν έδεσε το κόκκαλο, με στωικότητα ο ξάδερφος έκανε τις ασκήσεις πάνω στο κουζινοτράπεζο για να αποκατασταθεί και πάλι η κίνηση.
Το ίδιο καλοκαίρι ο μπαρμπα-Χρήστος αποφάσισε ένα εικοσαήμερο να παραθερίσουν στην παραλία Σαράντη. Εκεί οι ντόπιοι έφτιαχναν κατά μήκος της παραλίας καλαμένιες καλύβες, που τις νοίκιαζαν. Μια τέτοια καλύβα νοίκιασε ο θείος και μια Κυριακή πρωί, που το φορτηγό δεν βγήκε για να συγκεντρώσει αλέσματα, γέμισε με τα απολύτως απαραίτητα για την εξοχική διαμονή, επιβάτες την οικογένεια του Σταθάκου κι εμένα και ξεκίνησε. Ρητή η εντολή του πατέρα μου να επιστρέψω με το φορτηγό το απόγευμα, αφού θα είχα κάνει το μπάνιο μου. Πιο μπάνιο δηλαδή; Την θάλασσα για χρόνια δεν την είχα πλησιάσει και κολύμπι δεν ήξερα. Όπως η Εύα οδήγησε τον Αδάμ να μην υπακούσει στον Κύριο της Εδέμ και να φάει τον απαγορευμένο καρπό, έτσι και η θεία- Ντίνα με προέτρεψε σε αποστασία. Συμφώνησε και ο μπαρμα-Χρήστος κι έτσι έγινε η πρώτη μεγάλη παρακοή! Έμεινα μια βδομάδα στο Σαράντη. Μια βδομάδα παρέα όλη την ημέρα στη θάλασσα, που απείχε δυο μέτρα από την καλύβα. Με μια φουσκωμένη παλιοσαμπρέλα από τις ρόδες του φορτηγού μάθαμε να κολυμπάμε. Και το βράδυ, που μαζευόμασταν παρέες παραθεριστών και ξενυχτούσαμε με χωρατά και κρασί, αποκαμωμένοι κοιμόμασταν στο ίδιο στρώμα στρωματσάδα. Πέρασε γρήγορα η βδομάδα και την επόμενη Κυριακή, με το φορτηγό που ήρθε για να φέρει εφόδια στην οικογένεια του μπάρμπα μου, επέστρεψα με την ουρά στα σκέλια. Ευτυχώς, όμως, ο πατέρας μου δεν φέρθηκε σαν τον Γιαχβέ της ιστορίας του Αδάμ…
Στη συνέχεια ο πατέρας μου ανέλαβε το μερίδιο του μεγάλου αδερφού, που γέρασε πιά, στον κυλινδρόμυλο, οπότε πολλές ώρες βοηθούσαμε στη διαδικασία του αλέσματος, στο φόρτωμα του αλευριού και στο ξεφόρτωμα των σακιών με το στάρι είτε στο φορτηγό της επιχείρησης, είτε στα ζώα των πελατών. Κι εκεί συναγωνιζόμασταν με τον Σταθάκο ποιος θα σηκώσει το βαρύτερο τσουβάλι. Και ήσαν κάτι τρίρηγα σακιά που ήθελαν Άτλαντα! Αυτή την αποκοτιά την πληρώνουμε τώρα με κάποιους πόνους στη μέση και ρήξεις μηνίσκων ή οστικά οιδήματα, αλλά τα χρόνια δε γυρίζουν πίσω για να κάνουμε «κράτει». Εμείς ήμασταν στο «όρτσα τα πανιά, αμόλα τη τη νιότη σου και μην τηνε φοβάσαι…».
Το Γυμνάσιο, όταν πήγαμε στην πρώτη τάξη, ήταν παράρτημα του Γυμνασίου της Θήβας. Απόχτησε αυτοτέλεια όταν πήγαμε στη δεύτερη τάξη. Τότε μας ήρθε θεολόγος ο κ. Οικονόμου, που του βγάλαμε το παρατσούκλι Ψαρής, από το χρώμα των μαλλιών του. Στα Βάγια και θα ‘μενε χωρίς παρατσούκλι; Ο Ψαρής, λοιπόν, είχε μακρύ το χέρι του- τότε οι καθηγητές έριχναν κανένα χαστούκι, έτσι για το καλό. Και ο Σταθάκος, έχοντας φύτρο ζιζάνιου, είχε γευτεί το θείο χέρι- θεολόγος είπαμε- του Ψαρή. Μα πήρε το αίμα του πίσω. Ο θεολόγος τον έβαζε να κάθεται στο πρώτο θρανίο για το μάθημά του, αφού ήταν φασαριόζος. Μια μέρα έγινε σεισμός. Ο Ψαρής δεν τον κατάλαβε. «Κύριε, κουνιέστε, κάνει σεισμό» του είπε ο Σταθάκος. «Τι λες, ρε μούσμουλο;» του είπε ασυναίσθητα ο καθηγητής. Αμέσως, όμως, συνειδητοποίησε πως του μίλησε για σεισμό. «Σεισσσμόοοοςςςςςς!!!» κραύγασε ο Ψαρής και το ‘βαλε στα πόδια, οπότε ανοίγοντας την πόρτα πετάχτηκε σαν αστραπή στον δρόμο. Προς στιγμή τα χάσαμε από το αλλόκοτο φέρσιμο του καθηγητή μας και μετά γελώντας βγήκαμε κι εμείς. Μήνες γελάγαμε με τον Ψαρή, αναπαριστάνοντας το φευγιό του.
Ο Σταθάκος ήταν καλόβολος και τα πήγαινε καλά με τους εργάτες και τον οδηγό του φορτηγού του μύλου. Έτσι από μικρός έμαθε να οδηγεί. Θέλησε, λοιπόν, να κάνει τον δάσκαλο και σ’ εμένα. Θα ‘μασταν τότε στα δεκατέσσερα, μπορεί και δεκαπέντε χρονών. Αλλά σ’ ένα από τα μαθήματα μας έκανε τσακωτούς ο πατέρας μου. Ήταν Χριστούγεννα, θυμάμαι, και το βράδυ είχαμε μαζευτεί το σόι να ευχηθούμε στον πατέρα του Σταθάκου, που γιόρταζε. Αφού φάγαμε και ήπιαν οι μεγάλοι, άρχισαν τα τραγούδι. Το συνήθιζαν. Και είχαμε καλλίφωνους στην οικογένεια με πρώτους τον πατέρα μου, τη θειά την Ουρανία, αδερφή τους, και τον άντρα της, τον μπαρμπα-Τάκη τον Δραγώνα. Κολησιάτης ήταν το επίθετο, μα επειδή είχε εμπορικό, του κόλλησαν το παρατσούκλι «Δραγώνας» από το μεγάλο και ονομαστό εμπορικό κατάστημα της Αθήνας. Σχολαστικός με την καθαριότητα ο μπαρμπα-Τάκης, μας έστελνε πίσω στην είσοδο να σκουπίσουμε τα πόδια μας έτσι και μπαίναμε στο εσωτερικό με λάσπες στο μαγαζί του ή μας έκανε παρατήρηση έτσι και είχαμε μύξες στη μύτη μας. Καθώς ήσαν απασχολημένοι με το τραγούδι οι μεγάλοι, συνεννοηθήκαμε με τα μάτια με το Σταθάκο να βγούμε για οδήγηση. Πήρε κρυφά τα κλειδιά του αυτοκινήτου από τον μεγάλο αδερφό του σογιού, τον μπαρμπα-Λιάμη, είχε ένα OPEL μακρόστενο, και στα κλεφτά βγήκαμε στη μεγάλη αυλή του μύλου. Και πάνω που με είχε συνεπάρει η γλύκα του τιμονιού, πρόβαλε στο σκοτάδι ο πατέρας μου, που είχε καταλάβει τη ζαβολιά μας. Μας μάλωσε, πήρε τα κλειδιά και μας γύρισε στο γλέντι. Την επόμενη ημέρα, αφού μου εξήγησε τη βλακεία μας και τον κίνδυνο να τρακάρουμε μέσα στη νύχτα, με έβαλε να υποσχεθώ πως δεν θα ξαναπάρω ξένο αυτοκίνητο, πράγμα που τήρησα.
Με τα απομεινάδια των σταριών και των αλεύρων πάντα στον μύλο έτρεφαν τρία- τέσσερα γουρούνια. Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα γινόταν ολόκληρη τελετή με το σφάξιμο συνήθως των δύο γουρουνιών. Από το πρωί έβραζε το μεγάλο λεβέτι με το νερό πάνω στη σιδεροστιά, ενώ μας ξεκούφαιναν οι στριγκλιές των γουρουνιών που ήσαν για σφαγή. Εμείς περιμέναμε να πάρουμε την φούσκα (ουροδόχο κύστη) που την φουσκώναμε και την χρησιμοποιούσαμε για μπάλα. Αφού μας πέρναγε η φούρια για παιγνίδι, βοηθούσαμε στο γδάρσιμο και στο ξύρισμα του δέρματος. Κόβανε του γουρούνι σε κομμάτια και τα πιο παχιά μέρη τα βάζανε σε άλλο καζάνι για να κάνουν τσιγαρίδες και το παστό κρέας, που φυλάγαμε σε πήλινα πινιότια για τον χειμώνα. Και γινόντουσαν κάτι ξεγυρισμένες ομελέτες με τσιγαρίδες και σπιτικά αυγά από τις δεκάδες κότες που έβοσκαν ελεύθερες στα σπίτια μας, που μας μένουν αξέχαστες.
Επίσης είχαμε στον μύλο και πολλά περιστέρια, που τρέφονταν από τα σκορπισμένα στάρια και τα σκύβαλα. Η αδυναμία του Σταθάκου ήταν τα πιτσούνια.
Στο Σταθάκο είχε αδυναμία και ο πατέρας μου. Άντρας παλιάς κοπής, σε μένα δεν ξανοιγόταν να πει πονηρές κουβέντες ή σόκιν ανέκδοτα. Μα όταν ήταν και ο ξάδερφος άρχισε τις πιπεράτες ιστορίες του με το «Που λες, Στάθη….». Και ένα πρωινό έτριβε τα μάτια του ο Σταθάκος όταν ξύπνησε και είδε από το εσωτερικό παράθυρο που έβλεπε στο μύλο, να βρίσκομαι εκεί και ν’ αλέθω αντί να βρίσκομαι στο σπίτι μας και να ετοιμάζομαι για το σχολείο. Τι είχε γίνει; Ο πατέρας μου θέλησε να μου δώσει ένα μάθημα. Ήταν Κυριακή και το απόγευμα, αφού το πρωί πήγαμε με το σχολείο εκκλησία, βγήκαμε η παρέα την συνηθισμένη βόλτα μας. Είχαμε μεγαλώσει και πηγαίναμε στην πρώτη τάξη του Λυκείου. Λιγότερα παιδιά τώρα, γιατί στις εισαγωγικές εξετάσεις από το Γυμνάσιο για το Λύκειο, πολλά δεν τα κατάφεραν να περάσουν και στράφηκαν στην τέχνη. Το σούρωπο, λοιπόν, καταλήξαμε στο καφενείο του Ηρακλή του Χατζήνα, που είχε και τζουκ- μποξ. Ήπιαμε δυο ουζάκια με μεζέ χταποδάκι και το ρίξαμε στο χορό. Τότε είχαμε μάθει τον χασαποσέρβικο και το ζεϊμπέκικο. Είχαμε έρθει στο κέφι και μας έκαναν χάζι κάποιοι κάτοικοι του χωριού. Την άλλη μέρα, που ένας φίλος του πατέρα μου πήγε να αλέσει στον μύλο, περιέγραψε τις χορευτικές μας ικανότητες, με την παρατήρηση πως «το μήλο έπεσε κάτω από τη μηλιά». Γλετζές και κάπως άσωτος ο πατέρας μου στα νιάτα του, προτού παντρευτεί, μα δουλευταράς. Ολημερίς δούλευε στο μύλο και το βράδυ καβαλούσε τη βαριά δίκυκλη μηχανή του κι όπου γλέντι αυτός πρώτος. Είχε μάθει να παίζει μαντολίνο και ήταν περιζήτητος στις παρέες των γλετζέδων. Οι δυσκολίες της ζωής από την πρόωρη ορφάνια τον ανάγκασαν να μην βγάλει το τότε σχολαρχείο. Γι’ αυτό ήθελε να βγάλω το Λύκειο και να σπουδάσω, για να έχω μια καλύτερη και πιο ξεκούραστη ζωή από τη δική του. Θύμωσε από τα εφηβικά μου καμώματα και στις πέντε το πρωί με ξύπνησε να πάμε στον μύλο. Δεν έφερα αντίρρηση. Με κράτησε μέχρι τις εφτάμιση και μετά μου είπε: «Αν σου αρέσει αυτή η ζωή, να ξυπνάς από τις πέντε και να τραβάς τσουβάλια, συνέχισε. Διαφορετικά στρώσου να μάθεις γράμματα…». Καημό το είχαν οι γονιοί μου που δεν ολοκλήρωσαν το σχολείο. Μετά το πρωινό μάθημα ζωής, πήγα στο σπίτι, πλύθηκα από την σκόνη του μύλου και ετοιμάστηκα για το σχολείο. Το να μάθουμε γράμματα ήταν ένα κίνητρο για εμάς να ζήσουμε καλύτερα από τους γονείς μας!