Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

Ο Σταθάκος

[[ Τάκης Μάρκου ]]

1ο μέρος
Ο Σταθάκος δεν ήταν πρώτος ξάδερφος, ήταν αδερφός. Τέσσερα παιδιά έκαναν οι γονιοί μου, αλλά ήμουν το μόνο αρσενικό. Έτσι αδερφό δεν είχα. Και σαν αδερφό είχα το Σταθάκο. Ήταν σαν να ήταν ο δίδυμος αδερφός μου, γιατί μόνο δεκαοχτώ μέρες είχαμε διαφορά στη γέννηση. Λες και οι πατεράδες μας είχαν βάλει κόντρα. Οι πατεράδες μας, αδέρφια ορφανά από τα μικράτα τους από τη μάνα, που πέθανε πάνω στη γέννα καθώς γένναγε το όγδοο εν ζωή παιδί της- γιατί γέννησε και κάποια άλλα, που πέθαναν, έτσι γινόταν παλιά. Σαν έγινε δεκατεσσάρων χρονών ο πατέρας μου χάθηκε κι ο παππούς, ο πατέρας τους δηλαδή. Ορφανά πάσχισαν να σταθούν όρθια και τα κατάφεραν. Μα η πάλη της ζωής, τους έκανε σκληρούς. Σκληροί φαίνονταν στην κρούστα της εμφάνισης προς τα έξω, γιατί στο βάθος ήσαν πολύ ευαίσθητοι.
Δεκαοχτώ μέρες, λοιπόν, μεγαλύτερος ο Σταθάκος, δεύτερος γιός του μπαρμπα-Χρήστου, κι εγώ το πρώτο παιδί, αν και ο πατέρας μου ήταν κατά δυο χρόνια μεγαλύτερος του μπάρμπα μου. Μα ο θείος ήταν ερωτιάρης κι ερωτεύτηκε τη θεία-Ντίνα. Δυο φοράδες, λένε, έσκασε πηγαίνοντας να την συναντήσει στην Τοπόλια, για να φτάσει γρήγορα μέσα από τα οργώματα της Κωπαΐδας. Καρπερή η θειά κι έτσι ο μπάρμπας αναγκάστηκε να μην περιμένει τη σειρά του, οπότε παντρεύτηκε πιο μπροστά από τον μεγαλύτερο. Γιατί παλιά ο καθείς έβαζε στεφάνι με τη σειρά του, πρώτα οι μεγαλύτεροι και υστερότερα οι μικρότεροι. Στην οικογένειά τους, όμως, δεν κράτησαν τη σειρά γιατί ο έρωτας είναι ζαβολιάρης. Έτυχε ο μικρότερος από τα αρσενικά αδέρφια- οχτώ ήσαν στο σύνολο, τέσσερα αρσενικά και τέσσερα θηλυκά- να παντρευτεί ακόμα πιο μπροστά, γιατί καθώς έφυγε μικρός στην Αθήνα για να μάθει τέχνη, ερωτεύτηκε κι αυτός την προσφυγοπούλα από τον Πόντο.

Η συνέχεια VagiaBlog…

Στο ίδιο σπίτι ήπιαμε το πρώτο μας γάλα με τον Σταθάκο, τρία δωμάτια σπίτι κι ένα υπόγειο, δίπλα στον πετρόμυλο, που το μοιράζονταν οι δύο οικογένειες. Μυλωνάδες οι πατεράδες μας δουλεύανε σκληρά ολημερίς στον μύλο και στο μαντάνι, που μαλάκωνε τις χοντρές βελέντζες και τις φλοκάτες, που ύφαιναν με μαλλί από τα πρόβατά τους παλιά στους αργαλειούς οι νοικοκυρές για της κρύες μέρες του χειμώνα. Μια μέρα που δούλευε στο μαντάνι ο μπαρμα-Χρήστος τραυματίστηκε στο δεξί χέρι από την τροχαλία. Κακή εκτίμηση από τους γιατρούς και το χέρι έπαθε γάγγραινα. Έτσι νέος ο μπάρμπας μου έχασε το δεξί του χέρι πάνω από τον αγκώνα. Εγώ τον θυμάμαι μονόχειρα. Δυνάμωσε το αριστερό χέρι και έκανε για τρία χέρια. Τόσο χεροδύναμος έγινε!
Σε διπλανά καθισματάκια μας είχαν βάλει- αυτά τα ψηλά τα ξύλινα με το καθικάκι αποκάτω- δίπλα στη ξυλόσομπα εκείνο το χειμώνα, ακόμη δεν περπατάγαμε, όταν- από τότε εγώ ζωηρός- καθώς έπαιζα έπεσα μαζί με το κάθισμα πάνω στη σόμπα και κάηκα στο πρόσωπο και στο δεξί μου χέρι. Έδωσα μια με το χέρι κι έσπρωξα το καυτό σίδερο κι έπεσα στο πλάι στο πάτωμα μαζί με το καρεκλάκι. Τα τσιριχτά μου από τον πόνο σίγουρα θα του τάραξαν την ησυχία.
Ήρθαν κι άλλα αδέρφια στον κόσμο και στις δύο οικογένειες και το σπίτι μίκρυνε καθώς μεγάλωναν οι οικογένειες. Ο πατέρας μου έχτισε δικό μας σπίτι στο διπλανό χτήμα, που είχε πάρει προίκα. Έτσι τα σπίτια μας απείχαν γύρω στα εκατό μέτρα. Μέχρι την πρώτη δημοτικού ήμασταν αχώριστοι. Μόνο ο ύπνος μας χώριζε. Με τη γαϊδούρα του μπαρμπα-Χρήστου πηγαίναμε συχνά να ψωνίσουμε στα μπακάλικα του χωριού, πότε στον Πατσιέ, άλλοτε στο θείο τον Τάκη τον Δραγώνα και μερικές φορές στον μπαρμπα-Κώστα τον Kρητικό, που τα είχε όλα, από εκλεκτή φέτα και λαδερή λακέρδα μέχρι λαδομπογιές και κοσκινόπροκες. Χρησιμοποιούσαμε τη γαϊδούρα σαν μεταφορικό μέσο γιατί το σπίτι μας ήταν στην άκρη του χωριού- καθώς έμπαινες στο χωριό, όταν ερχόσουν από το δρόμο της Θήβας. Από τον φούρνο της Γιωργούς παίρναμε τα μεγάλα ολοστρόγγυλα καρβέλια, ένα μόνο χώραγε στο μάλλινο ταγάρι, ή τις μακρόστενες χοντρές προπήρες (φρατζόλες)- ‘κείνες χώραγαν δυο στο ταγάρι. Γέμιζε το πλάι του σαμαριού με ταγάρια, στη μέση καθόταν ο Στάθης, ενώ δέναμε με την τριχιά την πινακωτή με τα μισάλια και κάπου στα καπούλια καθόμουν κι εγώ. Και η γέρικη γαϊδούρα πήγαινε αργά-αργά σαν να ήθελε μ’ ένα δρομολόγιο να γεμίσει ολόκληρη τη μέρα.
Άλλοτε ο Σταθάκος έπαιρνε τη φοράδα του μπαρμπα-Αντρέα του γείτονα και πηγαίναμε για τσάγκουλα στις μυγδαλιές πέρα στα αναχώματα των χωραφιών ή για σύκα στα ρέματα. Και παιγνίδι στην απλωσιά του μύλου, κρυφτό ή κυνηγητό. Ώσπου ήρθε ο καιρός να πάμε σχολείο. Εκεί βρήκαμε την ευκαιρία να πάρουμε πίσω τα διόδια, που μας είχε επιβάλει ο Νικολής. Ο Σταθάκος ήταν επιμελής μαθητής.
Μετά την πρώτη τάξη, κατά εποχές αποχωριζόμασταν γιατί ο πατέρας μου έφυγε από το μύλο, που τον παραχώρησε στον μεγάλο του αδελφό, ο οποίος επέστρεψε από την Αθήνα στο χωριό. Αυτός και ο μπαρμπα-Χρήστος μετατρέψανε τον πετρόμυλο σε κυλινδρόμυλο, σιγά- σιγά αγόρασαν κι ένα φορτηγό και άλεθαν τα στάρια σχεδόν του μεγαλύτερου μέρους του νομού μας. Ο πατέρας μου εργάστηκε σε μια μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία, που αναλάμβανε έργα σε όλη της Ελλάδα. Έτσι τις υπόλοιπες τάξεις του δημοτικού τις έβγαλα εδώ κι εκεί, από την Κυλλήνη της Ηλείας μέχρι τις Φέρες του Έβρου. Κάποιες φορές επιστρέψαμε στο χωριό για λίγους μήνες, όπου μετέφερα το γλωσσικό ιδίωμα του τόπου, όπου κατοικούσαμε. Γιατί εμείς τα παιδιά εύκολα αντιγράφουμε τον τρόπο ομιλίας των συμμαθητών μας, όταν βρεθούμε σ’ έναν τόπο. Ο Σταθάκος παραξενευόταν και προσπαθούσε να με επαναφέρει, λέγοντας: «Πώς μιλάς έτσι, ρε; Μίλα βαγαίικα».
Στους πρώτους μήνες της έχτης τάξης ήμασταν στο ίδιο θρανίο και είχαμε δάσκαλο τον κυρ- Βαγγέλη το Ζερκούλη. Μπορεί να είχαμε αριθμητική και να λύναμε προβλήματα τόκου και ανατοκισμού, αλλά όποτε βαριόταν ο Σταθάκος έριχνε την μπηχτή στο δάσκαλο: «Κύριε, δεν μας τελειώσατε την ιστορία που μας λέγατε, τότε που στον πόλεμο βρισκόσασταν μέσα στο δάσος απέναντι από τον εχθρό». Έτοιμος ήταν για ιστορίες ο συχωρεμένος ο κυρ- Βαγγέλης. Ξέχναγε κεφάλαια και επιτόκια στα μαθηματικά κι άρχιζε τις ιστορίες από τον πόλεμο. Από ‘κει πήδαγε στην επανάσταση του 1821 μέχρι που χτύπαγε το κουδούνι να σχολάσουμε. Τα Χριστούγεννα, όμως, η οικογένειά μου έφυγε για την Πτολεμαΐδα και έτσι έχασα την παιδική μου παρέα και τις ιστορίες του αξέχαστου κυρ- Βαγγέλη.
Σαν ήταν να πάμε στην πρώτη τάξη Γυμνασίου, τον Σεπτέμβρη γύρισα μόνος μου στο χωριό και φιλοξενήθηκα στην οικογένεια του Σταθάκου, μέχρι το Δεκέμβρη, όπου γύρισε η οικογένειά μου στα Βάγια. Πολλές φορές κοιμηθήκαμε στο ίδιο κρεβάτι ή στρωματσάδα με τον ξάδερφο, ενώ μαζί πηγαίναμε και γυρίζαμε στο Γυμνάσιο. Μαζί γράφαμε και διαβάζαμε και γενικά ετοιμάζαμε τα μαθήματά μας. Και επειδή εγώ ήμουν πιο γρήγορος και τα κατάφερνα περισσότερο, ο Σταθάκος άρχισε να στηρίζεται πάνω μου. Πολλές φορές βοηθούσαμε στον μύλο, πότε να πλένουμε στο ειδικό πλυντήριο τα στάρια, πότε να αλέθουμε και να ζυγίζουμε τα αλέσματα.
Τότε ήταν που έσπασε το χέρι του ο Σταθάκος. Ήταν διάλειμμα και είχαμε μαζευτεί αρκετά αγόρια στην άκρη του ανοιχτού προαύλιου, που κατέληγε σε ένα βαθύ ρέμα. Το ρέμα αυτό μπαζώθηκε αργότερα και είναι ο χώρος που γίνεται η λαϊκή αγορά. Όπως, λοιπόν, κάναμε τα αστεία μας, ο Νότης έσπρωξε τον Σταθάκο, αυτός έχασε την ισορροπία του και πιάστηκε πάνω μου. Με παρέσυρε κι εμένα και το μόνο που θυμάμαι είναι ότι αρχίσαμε να κουτρουβαλάμε στην πλαγιά του ρέματος. Μια εγώ από πάνω, μια από κάτω κι αντίστροφα ο Σταθάκος μια από κάτω και μια από πάνω. Όταν σταμάτησε το κουτρουβάλιασμα και βρεθήκαμε στην κοίτη ο Σταθάκος ήταν κατακίτρινος και πονούσε. Τον βοήθησα να σηκωθεί, να ανέβουμε την όχθη και να γυρίσουμε στο προαύλιο. Τινάξαμε όπως- όπως τα ρούχα μας από τα χώματα, αλλά ο Στάθης κρατούσε το χέρι του. Το είχε σπάσει! Ο Γυμνασιάρχης τον έστειλε στο σπίτι του κι εμένα μαζί να τον συνοδέψω. Φορτώθηκα τις δυο σάκες και πήραμε το δρόμο για τον μύλο. Στο δρόμο σκεφτόμασταν πώς να το πούμε στον μπαρμα-Χρήστο. Αφού αντέξαμε την έκρηξη του Βεζούβιου από τον θείο και το ξεμάλλιασμα και τα κλάματα τις θειάς, τα πράγματα μπήκαν στο ρυθμό τους. Ο Σταθάκος κατέληξε σε έναν πραχτικό του χωριού, που έφερε το σπασμένο χέρι στη θέση του και το επέδεσε. Κι όταν έδεσε το κόκκαλο, με στωικότητα ο ξάδερφος έκανε τις ασκήσεις πάνω στο κουζινοτράπεζο για να αποκατασταθεί και πάλι η κίνηση.
Το ίδιο καλοκαίρι ο μπαρμπα-Χρήστος αποφάσισε ένα εικοσαήμερο να παραθερίσουν στην παραλία Σαράντη. Εκεί οι ντόπιοι έφτιαχναν κατά μήκος της παραλίας καλαμένιες καλύβες, που τις νοίκιαζαν. Μια τέτοια καλύβα νοίκιασε ο θείος και μια Κυριακή πρωί, που το φορτηγό δεν βγήκε για να συγκεντρώσει αλέσματα, γέμισε με τα απολύτως απαραίτητα για την εξοχική διαμονή, επιβάτες την οικογένεια του Σταθάκου κι εμένα και ξεκίνησε. Ρητή η εντολή του πατέρα μου να επιστρέψω με το φορτηγό το απόγευμα, αφού θα είχα κάνει το μπάνιο μου. Πιο μπάνιο δηλαδή; Την θάλασσα για χρόνια δεν την είχα πλησιάσει και κολύμπι δεν ήξερα. Όπως η Εύα οδήγησε τον Αδάμ να μην υπακούσει στον Κύριο της Εδέμ και να φάει τον απαγορευμένο καρπό, έτσι και η θεία- Ντίνα με προέτρεψε σε αποστασία. Συμφώνησε και ο μπαρμα-Χρήστος κι έτσι έγινε η πρώτη μεγάλη παρακοή! Έμεινα μια βδομάδα στο Σαράντη. Μια βδομάδα παρέα όλη την ημέρα στη θάλασσα, που απείχε δυο μέτρα από την καλύβα. Με μια φουσκωμένη παλιοσαμπρέλα από τις ρόδες του φορτηγού μάθαμε να κολυμπάμε. Και το βράδυ, που μαζευόμασταν παρέες παραθεριστών και ξενυχτούσαμε με χωρατά και κρασί, αποκαμωμένοι κοιμόμασταν στο ίδιο στρώμα στρωματσάδα. Πέρασε γρήγορα η βδομάδα και την επόμενη Κυριακή, με το φορτηγό που ήρθε για να φέρει εφόδια στην οικογένεια του μπάρμπα μου, επέστρεψα με την ουρά στα σκέλια. Ευτυχώς, όμως, ο πατέρας μου δεν φέρθηκε σαν τον Γιαχβέ της ιστορίας του Αδάμ…
Στη συνέχεια ο πατέρας μου ανέλαβε το μερίδιο του μεγάλου αδερφού, που γέρασε πιά, στον κυλινδρόμυλο, οπότε πολλές ώρες βοηθούσαμε στη διαδικασία του αλέσματος, στο φόρτωμα του αλευριού και στο ξεφόρτωμα των σακιών με το στάρι είτε στο φορτηγό της επιχείρησης, είτε στα ζώα των πελατών. Κι εκεί συναγωνιζόμασταν με τον Σταθάκο ποιος θα σηκώσει το βαρύτερο τσουβάλι. Και ήσαν κάτι τρίρηγα σακιά που ήθελαν Άτλαντα! Αυτή την αποκοτιά την πληρώνουμε τώρα με κάποιους πόνους στη μέση και ρήξεις μηνίσκων ή οστικά οιδήματα, αλλά τα χρόνια δε γυρίζουν πίσω για να κάνουμε «κράτει». Εμείς ήμασταν στο «όρτσα τα πανιά, αμόλα τη τη νιότη σου και μην τηνε φοβάσαι…».
Το Γυμνάσιο, όταν πήγαμε στην πρώτη τάξη, ήταν παράρτημα του Γυμνασίου της Θήβας. Απόχτησε αυτοτέλεια όταν πήγαμε στη δεύτερη τάξη. Τότε μας ήρθε θεολόγος ο κ. Οικονόμου, που του βγάλαμε το παρατσούκλι Ψαρής, από το χρώμα των μαλλιών του. Στα Βάγια και θα ‘μενε χωρίς παρατσούκλι; Ο Ψαρής, λοιπόν, είχε μακρύ το χέρι του- τότε οι καθηγητές έριχναν κανένα χαστούκι, έτσι για το καλό. Και ο Σταθάκος, έχοντας φύτρο ζιζάνιου, είχε γευτεί το θείο χέρι- θεολόγος είπαμε- του Ψαρή. Μα πήρε το αίμα του πίσω. Ο θεολόγος τον έβαζε να κάθεται στο πρώτο θρανίο για το μάθημά του, αφού ήταν φασαριόζος. Μια μέρα έγινε σεισμός. Ο Ψαρής δεν τον κατάλαβε. «Κύριε, κουνιέστε, κάνει σεισμό» του είπε ο Σταθάκος. «Τι λες, ρε μούσμουλο;» του είπε ασυναίσθητα ο καθηγητής. Αμέσως, όμως, συνειδητοποίησε πως του μίλησε για σεισμό. «Σεισσσμόοοοςςςςςς!!!» κραύγασε ο Ψαρής και το ‘βαλε στα πόδια, οπότε ανοίγοντας την πόρτα πετάχτηκε σαν αστραπή στον δρόμο. Προς στιγμή τα χάσαμε από το αλλόκοτο φέρσιμο του καθηγητή μας και μετά γελώντας βγήκαμε κι εμείς. Μήνες γελάγαμε με τον Ψαρή, αναπαριστάνοντας το φευγιό του.
Ο Σταθάκος ήταν καλόβολος και τα πήγαινε καλά με τους εργάτες και τον οδηγό του φορτηγού του μύλου. Έτσι από μικρός έμαθε να οδηγεί. Θέλησε, λοιπόν, να κάνει τον δάσκαλο και σ’ εμένα. Θα ‘μασταν τότε στα δεκατέσσερα, μπορεί και δεκαπέντε χρονών. Αλλά σ’ ένα από τα μαθήματα μας έκανε τσακωτούς ο πατέρας μου. Ήταν Χριστούγεννα, θυμάμαι, και το βράδυ είχαμε μαζευτεί το σόι να ευχηθούμε στον πατέρα του Σταθάκου, που γιόρταζε. Αφού φάγαμε και ήπιαν οι μεγάλοι, άρχισαν τα τραγούδι. Το συνήθιζαν. Και είχαμε καλλίφωνους στην οικογένεια με πρώτους τον πατέρα μου, τη θειά την Ουρανία, αδερφή τους, και τον άντρα της, τον μπαρμπα-Τάκη τον Δραγώνα. Κολησιάτης ήταν το επίθετο, μα επειδή είχε εμπορικό, του κόλλησαν το παρατσούκλι «Δραγώνας» από το μεγάλο και ονομαστό εμπορικό κατάστημα της Αθήνας. Σχολαστικός με την καθαριότητα ο μπαρμπα-Τάκης, μας έστελνε πίσω στην είσοδο να σκουπίσουμε τα πόδια μας έτσι και μπαίναμε στο εσωτερικό με λάσπες στο μαγαζί του ή μας έκανε παρατήρηση έτσι και είχαμε μύξες στη μύτη μας. Καθώς ήσαν απασχολημένοι με το τραγούδι οι μεγάλοι, συνεννοηθήκαμε με τα μάτια με το Σταθάκο να βγούμε για οδήγηση. Πήρε κρυφά τα κλειδιά του αυτοκινήτου από τον μεγάλο αδερφό του σογιού, τον μπαρμπα-Λιάμη, είχε ένα OPEL μακρόστενο, και στα κλεφτά βγήκαμε στη μεγάλη αυλή του μύλου. Και πάνω που με είχε συνεπάρει η γλύκα του τιμονιού, πρόβαλε στο σκοτάδι ο πατέρας μου, που είχε καταλάβει τη ζαβολιά μας. Μας μάλωσε, πήρε τα κλειδιά και μας γύρισε στο γλέντι. Την επόμενη ημέρα, αφού μου εξήγησε τη βλακεία μας και τον κίνδυνο να τρακάρουμε μέσα στη νύχτα, με έβαλε να υποσχεθώ πως δεν θα ξαναπάρω ξένο αυτοκίνητο, πράγμα που τήρησα.
Με τα απομεινάδια των σταριών και των αλεύρων πάντα στον μύλο έτρεφαν τρία- τέσσερα γουρούνια. Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα γινόταν ολόκληρη τελετή με το σφάξιμο συνήθως των δύο γουρουνιών. Από το πρωί έβραζε το μεγάλο λεβέτι με το νερό πάνω στη σιδεροστιά, ενώ μας ξεκούφαιναν οι στριγκλιές των γουρουνιών που ήσαν για σφαγή. Εμείς περιμέναμε να πάρουμε την φούσκα (ουροδόχο κύστη) που την φουσκώναμε και την χρησιμοποιούσαμε για μπάλα. Αφού μας πέρναγε η φούρια για παιγνίδι, βοηθούσαμε στο γδάρσιμο και στο ξύρισμα του δέρματος. Κόβανε του γουρούνι σε κομμάτια και τα πιο παχιά μέρη τα βάζανε σε άλλο καζάνι για να κάνουν τσιγαρίδες και το παστό κρέας, που φυλάγαμε σε πήλινα πινιότια για τον χειμώνα. Και γινόντουσαν κάτι ξεγυρισμένες ομελέτες με τσιγαρίδες και σπιτικά αυγά από τις δεκάδες κότες που έβοσκαν ελεύθερες στα σπίτια μας, που μας μένουν αξέχαστες.
Επίσης είχαμε στον μύλο και πολλά περιστέρια, που τρέφονταν από τα σκορπισμένα στάρια και τα σκύβαλα. Η αδυναμία του Σταθάκου ήταν τα πιτσούνια.
Στο Σταθάκο είχε αδυναμία και ο πατέρας μου. Άντρας παλιάς κοπής, σε μένα δεν ξανοιγόταν να πει πονηρές κουβέντες ή σόκιν ανέκδοτα. Μα όταν ήταν και ο ξάδερφος άρχισε τις πιπεράτες ιστορίες του με το «Που λες, Στάθη….». Και ένα πρωινό έτριβε τα μάτια του ο Σταθάκος όταν ξύπνησε και είδε από το εσωτερικό παράθυρο που έβλεπε στο μύλο, να βρίσκομαι εκεί και ν’ αλέθω αντί να βρίσκομαι στο σπίτι μας και να ετοιμάζομαι για το σχολείο. Τι είχε γίνει; Ο πατέρας μου θέλησε να μου δώσει ένα μάθημα. Ήταν Κυριακή και το απόγευμα, αφού το πρωί πήγαμε με το σχολείο εκκλησία, βγήκαμε η παρέα την συνηθισμένη βόλτα μας. Είχαμε μεγαλώσει και πηγαίναμε στην πρώτη τάξη του Λυκείου. Λιγότερα παιδιά τώρα, γιατί στις εισαγωγικές εξετάσεις από το Γυμνάσιο για το Λύκειο, πολλά δεν τα κατάφεραν να περάσουν και στράφηκαν στην τέχνη. Το σούρωπο, λοιπόν, καταλήξαμε στο καφενείο του Ηρακλή του Χατζήνα, που είχε και τζουκ- μποξ. Ήπιαμε δυο ουζάκια με μεζέ χταποδάκι και το ρίξαμε στο χορό. Τότε είχαμε μάθει τον χασαποσέρβικο και το ζεϊμπέκικο. Είχαμε έρθει στο κέφι και μας έκαναν χάζι κάποιοι κάτοικοι του χωριού. Την άλλη μέρα, που ένας φίλος του πατέρα μου πήγε να αλέσει στον μύλο, περιέγραψε τις χορευτικές μας ικανότητες, με την παρατήρηση πως «το μήλο έπεσε κάτω από τη μηλιά». Γλετζές και κάπως άσωτος ο πατέρας μου στα νιάτα του, προτού παντρευτεί, μα δουλευταράς. Ολημερίς δούλευε στο μύλο και το βράδυ καβαλούσε τη βαριά δίκυκλη μηχανή του κι όπου γλέντι αυτός πρώτος. Είχε μάθει να παίζει μαντολίνο και ήταν περιζήτητος στις παρέες των γλετζέδων. Οι δυσκολίες της ζωής από την πρόωρη ορφάνια τον ανάγκασαν να μην βγάλει το τότε σχολαρχείο. Γι’ αυτό ήθελε να βγάλω το Λύκειο και να σπουδάσω, για να έχω μια καλύτερη και πιο ξεκούραστη ζωή από τη δική του. Θύμωσε από τα εφηβικά μου καμώματα και στις πέντε το πρωί με ξύπνησε να πάμε στον μύλο. Δεν έφερα αντίρρηση. Με κράτησε μέχρι τις εφτάμιση και μετά μου είπε: «Αν σου αρέσει αυτή η ζωή, να ξυπνάς από τις πέντε και να τραβάς τσουβάλια, συνέχισε. Διαφορετικά στρώσου να μάθεις γράμματα…». Καημό το είχαν οι γονιοί μου που δεν ολοκλήρωσαν το σχολείο. Μετά το πρωινό μάθημα ζωής, πήγα στο σπίτι, πλύθηκα από την σκόνη του μύλου και ετοιμάστηκα για το σχολείο. Το να μάθουμε γράμματα ήταν ένα κίνητρο για εμάς να ζήσουμε καλύτερα από τους γονείς μας!

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

Παιδικές αναμνήσεις: Ο Νίκος ο Κατσάμπας

[[ Τάκης Μάρκου ]]

Άλλος ένας Νικολής υπήρξε στην παιδική μας παρέα. Ο Νίκος ο Κατσάμπας. Κατσάμπας το παρατσούκλι. Συνήθειο στο χωριό καθείς να έχει το παρατσούκλι του. Πιότερο γνωστός ήταν κάποιος με το παρατσούκλι, παρά με το επίθετο. Άντε τώρα να ρωτήσεις που κάθεται ο Αντώνης ο Ανδρέου. Κανείς δεν ήταν σε θέση να σου πει. Γιατί απλούστατα κανένας δεν τον ήξερε με το επίθετο. Άμα, όμως ρωτούσες για τον μπαρμπα- Αντώνη τον Κορδόνη, πενήντα νοματαίοι θα ήσαν πρόθυμοι να σου πουν, ή να σε πάρουν να σε πάνε στο σπιτικό του. Και μερικοί είχαν αστεία παρατσούκλια: ο Λουκάς ο Πρίτσης, ο Τάκης ο Κουφίνας, ο Βασίλης ο Κουφός, ο Νίκος ο Μπινιάρης, ο Μίστος ο Σαρδελογλείφτης, ο Λουκάς ο Πόρδας, ο Παναγιώτης ο Μάτσικας, ο Νότης ο Τσιάπης, η Σωτήρα η Γκατζούμπα, η Βαγγελιώ η Ντόσα κ.α., έχοντας πίσω από το παρατσούκλι μια ολόκληρη ιστορία.
Ο Νίκος ο Κατσάμπας ήταν πάντα γελαστός, έχοντας στο πρόσωπό του ένα πονηρό και σκανταλιάρικο χαμόγελο. Και ήταν σκανταλιάρης. Πέντε παιδιά κατωμαχαλίτες ήμασταν αχώριστοι: εγώ, ο Νικολής ο Τούρκος, ο Σταθάκος ο Μυλωνάς, ο Γιαννάκης ο Παλαιστής και ο Νίκος ο Κατσάμπας- όλοι με τα παρατσούκλια μας. Είμασταν οι κατωμαχαλίτες γιατί μέναμε στο μέρος του χωριού, που βρισκόταν κάτω από το δημοτικό σχολείο. Πολλές φορές συναντιόμασταν το πρωί στη δημοσιά, που οδηγούσε στο σχολείο και πηγαίναμε μαζί. Το χειμώνα στο ένα χέρι κρατούσαμε τη σάκκα και στο άλλο ένα ξύλο ελιάς ή κούτσουρο αμπελιού για τη ξυλόσομπα, να γλυκάνουμε λιγάκι το κρύο στη μεγάλη αίθουσα, όπου στα μεγάλα ξύλινα θρανία στοιβάζονταν τα κορμάκια μας, γύρω στα ογδόντα παιδιά στις πρώτες τάξεις, που όσο προχωρούσαμε ολοένα γινόταν μικρότερος ο αριθμός, γιατί αρκετά παιδιά έμεναν στην ίδια τάξη.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Πάντα στην επόμενη τάξη συναντούσαμε τα παιδιά που είχαν μείνει σ’ αυτήν, αλλά τούτα ήταν λιγότερα από τους συμμαθητές, που είχαμε χάσει. Στο σχόλασμα, όμως, φεύγαμε όλοι μαζί. Κι ενώ σχολάγαμε στις δύο το μεσημέρι, πολλές φορές κάναμε και μιά και δυό ώρες να φτάσουμε στο σπίτι, που δεν απείχε παρά ένα τέταρτο δρόμο το πιο μακρινό. Γιατί λέγαμε ιστορίες και γελάγαμε ή παίζαμε στο δρόμο. Σαν πεινάγαμε, δίναμε ραντεβού σε μια από τις πολλές αλάνες που ‘χε το χωριό, τρέχαμε βιαστικά να φάμε και μετά στ’ αλώνια για τόπι ή κλιτσ-κοπάν (τσιλίκι), γκρόπεζες ή πατίνι με παλιά ρουλεμάν. Ο Νικόλας ήταν καλός μπαλαδόρος. Έπαιζε δεξί εξτρέμ, με ίνδαλμα τον Μποτίνο. Ζωνόμασταν κάποιες μέρες το πατίνι στην πλάτη, πηγαίναμε ψηλά στο γήπεδο, και αφού παίρναμε φόρα και ήταν κατηφόρα κάναμε κόντρες μέχρι τη διασταύρωση. Σαν έπεφτε ο ήλιος και έπιανε το σούρωπο, αποχαιρετιόμασταν και πηγαίναμε στο σπίτι να διαβάσουμε.
Ο Νίκος δεν ήταν διαβαστερός. Πάντα αποζητούσε τη βοήθειά μας, όταν τον ρωτούσε ο δάσκαλος. Κάποιος έσκυβε από πίσω του, όταν σηκωνόταν όρθιος στο θρανίο, και κρυμμένος πίσω του, του ψιθύριζε την απάντηση. Κομπιαστά ο Νίκος άλλοτε την έπιανε και απαντούσε, άλλοτε, όμως, δεν την έπιανε κι έλεγε άλλα αντ’ άλλων, προκαλώντας τα γέλια μας. Θυμάμαι ο συχωρεμένος ο δάσκαλος ο κύριος Βαγγέλης ο Ζερκούλης του είχε βάλει να κλείνει το ρήμα «ποτίζω». Ο υποβολές από πίσω του άρχισε: «ποτίζω, ποτίζεις, ποτίζει…». Ο Νικόλας πάνω στη σαστιμάρα έπιασε τα μισά και απάντησε: «το ποτί, του ποτί, το ποτί, ω ποτί…». Γέλασε ο δάσκαλος και του είπε: «Νίκο, έχεις το χάρισμα να μετατρέπεις τα ρήματα σε ουσιαστικά, κι αυτά, παιδί μου, μισά».
Μετά το Δημοτικό πήγαμε στο Γυμνάσιο και στη συνέχεια στο Λύκειο. Ο Νικόλας ένιωσε το εφηβικό φούντωμα και γελούσαμε με τις φαντασιώσεις του. Ένα καλοκαίρι είχε μείνει μεταξεταστέος στα Αρχαία ελληνικά και στην Ιστορία. Ο πατέρας του ανέθεσε σε μια νεαρή και όμορφη φιλόλογο να τον προετοιμάσει για τις επαναληπτικές εξετάσεις του Σεπτέμβρη. Ο Νικόλας,- είπαμε πως ήταν σκανταλιάρης- αντί να προσέχει όσα του έλεγε και του έγραφε στο τετράδιο, είχε καρφωμένο το βλέμμα του στα όμορφα πόδια της καθηγήτριας και στα τορνευτά της στήθη. Έτσι μαζί με την δουλειά, που του ανέθετε για γραπτές ασκήσεις, όταν έφευγε από το σπίτι της, ο Νικόλας έπαιρνε κι άλλη πρόσθετη χειρονακτική δουλειά, που δεν την έκανε στο κουζινοτράπεζο, όπου έγραφε- δεν είχαμε την πολυτέλεια του ξύλινου γραφείου τότε, στο τραπέζι της κουζίνας γράφαμε και πολλές φορές τα τετράδια είχαν τη σφραγίδα τις κουζίνα, δηλαδή λεκέδες από λαδιές- αλλά την διεκπεραίωνε σε άλλο μέρος του σπιτιού, στο «μέρος» ή κάτω από τα σκεπάσματα στο κρεβάτι. Το αποτέλεσμα, βέβαια, ήταν πως η πανέμορφη φιλόλογος εκτός από τον εφηβικό ίστρο του διέγειρε και ένα ενδιαφέρον για τα μαθήματα, οπότε την πέρασε την τάξη.
Ο Φίλης ο Μπούζας ήταν ο πιο ευκατάστατος της μαθητικής παρέας. Χειριστής γκρέιντερ ο πατέρας του σε μεγάλα έργα, με δικό του μηχάνημα, και ιδιοκτήτης του μοναδικού βιβλιοπωλείου του χωριού η μάνα του, ο Φίλης είχε πολύ μεγαλύτερο χαρτζιλίκι από το πενιχρό δικό μας. Και δεν ήταν τσιγκούνης. Έξω καρδιά ήταν και ανοιχτοχέρης, οπότε πολλές φορές μας κερνούσε. «Από την καλή μας την καρδιά δε θα σε κάνουμε να νιώσεις άσχημα ότι είμαστε ακατάδεκτοι, θα δεχτούμε το κέρασμά σου» του έλεγε ο Νικόλας γελώντας. Είπαμε, πάντα το γέλιο στο πρόσωπό του.
Στη δεύτερη τάξη του Λυκείου ο Νικόλας ήταν ο ηθικός αυτουργός όλα τα αγόρια της τάξης να τιμωρηθούμε με τετραήμερη αποβολή, φεύγοντας από το σχολείο εκ περιτροπής, τρεις- τρεις. Ήταν η γιορτή μου τον Οκτώβρη και το βράδυ είχα βγάλει όλους τους συμμαθητές στο ζαχαροπλαστείο του χωριού, στον Πίνταρο, να τους κεράσω. Κι αφού φάγαμε την πάστα μας και καλαμπουρίζαμε, ο Νικόλας είχε την φαεινή ιδέα να ρεφενάρουμε, να παραγγείλουμε στην απέναντι ταβέρνα του Τζελέπη παϊδάκια και μετά να πάμε σ’ ένα άλλο καφενείο, στον Ταρανίνο, που είχε πατάρι, να τραβήξουμε τις κουρτίνες στο πατάρι, να φάμε, να πιούμε τις μπύρες μας και να χορέψουμε. Καλή η ιδέα του, και την βάλαμε σε εφαρμογή. Δεύτερη χρονιά της χούντας τότε, και οι μαθητές μετά τις 7.30΄ ήσαν υποχρεωμένοι να βρίσκονται στα σπίτια τους. Πιστέψαμε, επειδή την επόμενη ημέρα δεν είχαμε μαθήματα, θα γιορτάζαμε στο σχολείο την επέτειο του 1940, τα πράγματα θα ήσαν χαλαρά. Είδε την κίνησή μας ο τότε Λυκειάρχης- αυστηρός, εργένης και τραυματίας αξιωματικός του εμφυλίου- οπότε, αφού είχαμε έρθει στο κέφι και χορεύαμε τον χασαποσέρβικό μας, το Καραμπιμπερίμ θυμάμαι, έκανε ντου με δυο όργανα της χωροφυλακής και μας έπιασε στα πράσα. Την επόμενη ημέρα έγινε συνεδρίαση του συλλόγου των καθηγητών οπότε έπεσε το γιαταγάνι. Ο Νικολής ο Τούρκος κι εγώ καθαιρεθήκαμε από παραστάτες της σημαίας, δεν πήραμε αριστείο επίδοσης και οι δράστες του χορευτικού επεισοδίου- δηλαδή όλα τα αγόρια της Β΄ Λυκείου- πήραμε τετραήμερη αποβολή. Περισσότερο θυμόμαστε τις σκανδαλιές, παρά τους επαίνους από την σχολική μας επίδοση… Μπουμπούκια δηλαδή…
Πολλά χρόνια αργότερα, όταν έγινα κι εγώ Λυκειάρχης και είχα να αντιμετωπίσω τιμωρίες μαθητών μου, αναλογιζόμουν τις δέκα ημέρες αποβολής που είχα συγκεντρώσει για σημαντικές και ασήμαντες αφορμές, και με τη σκέψη του πόσο πειραχτήρι και ατίθασος ήμουν, φρόντιζα να είμαι επιεικής, ενώ πάντοτε συζητούσα και ανέλυα στους ταραξίες την πράξη τους.
Μερικούς μήνες αργότερα ο Νικόλας αρρώστησε με ηπατίτιδα κι έλειψε αρκετές μέρες. Γύρισε αδύναμος. Φροντίσαμε να είναι ελαφρύ το πρόγραμμά του και τον βοηθούσαμε στα μαθήματα. Η μητέρα του, για να δυναμώσει, του έφτιαχνε μπιφτέκια, κι αφού τα τύλιγε κατάλληλα, τα είχε ο Νικόλας στην μαθητική τσάντα του για να φάει στο διάλειμμα. Τον πήρε χαμπάρι ο Φίλης και καθημερινά του τσιμπούσε ένα- δυο μπιφτέκια. Είπαμε, έξω καρδιά ο Φίλης, έδινε και σ’ εμάς. Έτσι η κυρά- Μαριγούλα έφτιαχνε διπλάσια μπιφτέκια, για να φάει ο κανακάρης της και τα πειραχτήρια οι φίλοι του. Συχνά στο σχολείο ερχόταν ο μπαρμπα-Αριστείδης να ρωτήσει για την επίδοση του Νικόλα, μετά από το πρόβλημα υγείας του γιου του. Από ενδιαφέρον τον ρωτούσαμε τι του είπαν οι καθηγητές. Μια φορά μας είπε: «Ρε, μου είπαν πως είναι ζουλάπι ο κερατάς, αλλά δε διαβάζει». Και τότε άλλαξε το παρατσούκλι του Νικόλα. Αφήσαμε το Κατσάμπας και τον φωνάζαμε «ζουλάπι». Επειδή κυρίαρχη γλώσσα ήταν η καθαρεύουσα, πολλές φορές τον λέγαμε καθαρευουσιάνικα «ζούλαψ».
Ο Νίκος δεν κάλυψε τις αδυναμίες και έχασε τη χρονιά. Έτσι επανέλαβε την τάξη και τελείωσε το Λύκειο στη Θήβα, στο Λύκειο αρρένων. Χωρίσανε οι δρόμοι μας μετά. Εμείς φοιτητές στη Φυσικομαθηματική σχολή, ο Σταθάκος, κι ένα χρόνο αργότερα ο Νικόλας, στη σχολή Ικάρων. Ο Νικόλας εκπλήρωσε το όνειρο του πατέρα του, να τον δει με στρατιωτική στολή και ξιφάκι στο πλευρό. Ο Νίκος έγινε ιπτάμενος αξιωματικός της πολεμικής αεροπορίας!
Ήταν Γενάρης του 1976- είχα πάρει το πτυχίο μου σαν Φυσικός και υπηρετούσα στο Μ. Πεύκο στη Σχολή Πυροβολικού σαν υποψήφιος δόκιμος αξιωματικός. Είχαμε καθιερώσει να τηλεφωνώ κάθε βδομάδα στο σπίτι μου και οι δικοί μου να μην μου τηλεφωνούν. Στο καθιερωμένο βδομαδιάτικο τηλέφωνο έμαθα τα συνταραχτικά και δυσάρεστα νέα. Την προηγούμενη ημέρα είχαν με τιμές θάψει τον Νικόλα. Έμεινα στήλη άλατος. Σαν να με χτύπησε κεραυνός. Γέμισαν τα μάτια μου δάκρυα για τον απροσδόκητο θάνατο του παιδικού μου φίλου. Στην πρώτη μου έξοδο έμαθα λεπτομέρειες. Ο Νίκος πετούσε εκείνο το πρωινό στην περιοχή της Ελασσόνας, έχοντας σαν έδρα του τη Λάρισα. Το αεροπλάνο του έπαθε βλάβη. Είχε δύο επιλογές: να εγκαταλείψει το αεροπλάνο, το οποίο λόγω της τροχιάς του θα έπεφτε σε ένα χωριό προκαλώντας τον θάνατο σε κάποιους κατοίκους ή να προσπαθήσει να το κατευθύνει έξω από το χωριό, χωρίς να προλάβει να εγκαταλείψει το σκάφος του. Η γενναία του ψυχή επέλεξε το δεύτερο. Ο Νίκος θυσίασε τη ζωή του για να σώσει τους κατοίκους του χωριού. Ο Νικόλας δεν ήταν φιλοτομαριστής. Ήταν πραγματικό ζουλάπι…. Και γι’ αυτό έγινε ήρωας και παράδειγμα αυταπάρνησης…

Παιδικές αναμνήσεις: Ο Νικολής

[[ Τάκης Μάρκου ]]

«Νικολή, Νικολή,
τ’ άλογό σου δεν μπορεί,
δώσ’ του στάρι και κριθάρι
για να γίνει παλικάρι…»
τραγουδούσαμε περιπαιχτικά με τις ψιλές φωνούλες μας, εξάχρονα τότε παιδιά ο ξάδερφος o Σταθάκος κι εγώ, σαν περνούσαμε με τη γαϊδούρα από το σπίτι του Νικολή. Ο Νικολής ήταν ένα συνομήλικο ψηλόλιγνο παιδί, ένας ψηλολέλεκας, που έμενε λίγο πιο ψηλά από το δικό μας σπίτι, στη δημοσιά που οδηγούσε στο κέντρο του χωριού μας. Κεφαλοχώρι ήταν ο τόπος μας, στην πλαγιά ενός λόφου, κατάφυτου μ’ ελιές. Στα ριζά του λόφου άρχιζε η απλωσιά του κάμπου. Την άνοιξη ήταν καταπράσινος, ενώ το καλοκαίρι χρύσιζε από τα στάρια και τα κριθάρια πριν τον θερισμό και μετά τον θερισμό από τις καλαμιές των σιτηρών. Λιγοστά τα πηγάδια, λιγοστά και τα περιβόλια. Βλέπεις τα πηγάδια γίνονταν σκαφτά και ήταν δύσκολο να φτιαχτούν. Έτσι το χρυσαφί εδώ κι εκεί διεμβολιζόταν από το πράσινο των περιβολιών με τις πατάτες, τα κρεμμύδια, τα πεπόνια και τα καρπούζια.
Η γαϊδούρα ήταν ένα γέρικο ζωντανό, που μας υπέμενε υπομονετικά- έδειχνε τη λεγόμενη γαϊδουρίσια υπομονή της- και πρόθυμα μας πήγαινε όπου την οδηγούσαμε. Ιδιοκτησία της οικογένειας του ξάδερφου, γιατί το σπιτικό μου δεν είχε άλλο τετράποδο από ένα παιγνιδιάρικο σκυλί, την Ίρμα. Τι συνήθεια κι αυτή να δίνουμε ξενικά ονόματα στα σκυλιά μας: Τζακ, Ίρμα, Αζόρ! Γέρικη η γαϊδούρα και μέχρι να αλλάξει ποδάρι έπιανε αράχνη τ’ άλλο. Έτσι κάναμε κι εμείς υπομονή- είχαμε πάρει από τη δική της, φαίνεται- αφού ήμασταν σίγουροι πως στο τέλος θα φτάναμε στον προορισμό μας.

Η συνέχεια>>> Vagia Blog…

Ο ξάδερφος καθόταν στο σαμάρι- αναμφισβήτητος ιδιοκτήτης που ήξερε τα χούγια του ζωντανού- κι εγώ στα καπούλια. Και στο πλάι κρέμονταν τα ταγάρια για να βάζουμε όσα είχαμε παραγγελιά να μεταφέρουμε, ψώνια από το μπακάλικο ή μεγάλα καρβέλια ψωμιού από τον ξύλινο φούρνο της Γιωργούς.
Διασκεδάζαμε να πειράζουμε τον Νικολή όταν τον συναντούσαμε να παίζει έξω από το σπίτι του. Κι εκείνος θύμωνε, κι έλεγε πεισματικά: «Α, ρε μύλο, θα μου το πληρώσετε!». Μπορεί να μην ήξερε τότε τα ονόματά μας γιατί δεν μέναμε στον ίδιο μαχαλά, μα ήξερε πως είχαμε πετρόμυλο, όπου όλο το χωριό έφερνε τα γεννήματα για άλεσμα. Οι γονείς μας δούλευαν ολημερίς στον πετρόμυλο, από τα χαράματα μέχρι που έπεφτε το σκοτάδι. Μια γέρικη μηχανή, που δούλευε με πετρέλαιο, γύριζε το μεγάλο και φαρδύ λουρί, που έδινε κίνηση στις δυο πέτρινους μεγάλους δίσκους, που έκαναν τους σπόρους του σταριού αλεύρι και πίτουρα. Έξι μέρες γύριζαν οι μυλόπετρες και την Κυριακή ξεκουράζονταν. Θυμάμαι το συχωρεμένο τον πατέρα μου να φορά τα ειδικά προστατευτικά γυαλιά και με το ματσακόνι να τις σκαλίζει για να τις κάνει και πάλι τραχιές, έτοιμες για το άλεσμα. Ήταν μια τελετουργία κάθε Κυριακή, που δεν δούλευε ο μύλος. Κι όταν πλησιάζαμε να δούμε την τέχνη που έβαζε πάνω στην πέτρα, πεταγόντουσαν κομμάτια της σκληρής πέτρας και μας έκαναν πότε- πότε να πονάμε σαν έπεφταν στο κορμί μας.
Μια μέρα που περνούσαμε μπροστά από το σπίτι του Νικολή, τον είδαμε να μας περιμένει αγέρωχος και στο χέρι να κρατάει μια κοτρώνα. «Νικολή, Νικολή…» κι εκεί μας κόπηκε η λαλιά, γιατί ξεφύτρωσαν από διάφορες γωνιές ένα στούρμο παιδιά, άλλα μεγαλύτερα κι άλλα μικρότερα από εμάς. Άλλα κρατούσαν πέτρες στο χέρι κι άλλα τις είχαν στις σφεντόνες. Μαζί τους ήταν κι ένας κρεμανταλάς, αρκετά μεγαλύτερος από εμάς. Έπιασε ο Νικολής το καπίστρι της γαϊδούρας και είπε πως για να μας αφήσει να περάσουμε έπρεπε να πληρώσουμε. Θέλαμε, δε θέλαμε, του δώσαμε από ένα πενηνταράκι. Σάματις είχαμε και περισσότερα; Αυτό ήταν το χαρτζιλίκι της βδομάδας, που δεν το είχαμε φάει σε καραμέλες. Στις τσέπες άλλα χρήματα δεν είχαμε γιατί στο μπακάλικο βερεσέ ψωνίζαμε και ο μπακάλης τα έγραφε στο τεφτέρι.
Από τότε δεν ξαναπειράξαμε το Νικολή. Το θέλαμε το πενηνταράκι μας ή τη δραχμή μας. Δεν θέλαμε να καθιερώσουμε διόδια. Πέρασαν λίγοι μήνες από ‘κείνη τη μέρα και το Σεπτέμβρη πήγαμε πρωτάκια στο σχολειό. Το παλιό πέτρινο σχολείο, αυτό το δίπατο καμάρι του χωριού. Στραβάδια και λίγο χαμένα μπήκαμε την πρώτη μέρα στην τάξη. Δασκάλα μας η κυρά- Βασιλική η Σοφιανού. Αυστηρή δασκάλα, παλιάς κοπής. Σ’ αυτήν έμαθε γράμματα και η μάνα μου, αλλά και πολλοί γονείς άλλων συμμαθητών. Φώναζε τα ονόματά μας και μας έβαζε να καθίσουμε στο θρανίο, που μας υπόδειχνε. «Έλα, Χριστέ και Παναγιά!». Στο θρανίο καθίσαμε ο Κωστάκης, εγώ και ο Νικολής. Στο μπροστινό μας θρανίο ο ξάδερφος και άλλα δύο παιδιά. Σαν καθίσαμε, είπα μέσα από τα δόντια μου ψιθυριστά στο Νικολή:
«Αν δε μου δώσεις πίσω το πενηνταράκι, θα το πώς στην κυρία».
Κοκκίνισε ο Νικολής και είπε ξέπνοα:
«Μη με μαρτυρήσεις, ρε μαρτυριάρη, και θα σου δώσω μια δραχμή!»
Άλατις, και δωροδοκία ο Νικολής! Κι αφού τον βρήκα μπόσικο, του την έριξα:
«Θα δώσεις, όμως, και στο ξάδερφό μου».
Ο Νικολής ήταν ένοχος για δύο αδικήματα. Είπαμε ότι η κυρία Βασιλική είχε τη φήμη πολύ αυστηρής δασκάλας. Χρησιμοποιούσε όλα τα μέσα για να μάθουν οι μαθητές της γράμματα. Αρβανιτοχώρι το χωριό μας. Οι παππούδες μας σπάνια μιλούσαν τη γλώσσα μας, τα ελληνικά. Περισσότερο μιλούσαν αρβανίτικα και οι πιο πολλοί ήσαν εντελώς αγράμματοι. Οι γονείς μας ήξεραν λίγα γράμματα. Οι περισσότεροι λόγω κατοχής άφησαν τα γράμματα στη μέση. Κι εκεινών, οι γονείς τους ήθελαν εργατικά χέρια κι έτσι σπάνια έπαιρναν απολυτήριο δημοτικού. Κι αφού έχασε μια γενιά η δασκάλα, είχε βάλει στόχο να μην χαθεί και άλλη. Να μάθει ανάγνωση, γραφή και αριθμητική η νεότερη γενιά, η δική μας η γενιά! Και χρησιμοποιούσε κάθε «παιδευτικό τέχνασμα»: πότε με τη βέργα, πότε έκανε πως έβαζε φωτιά, πότε μουτζούρωνε τους μαθητές. Ο Νικολής δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
«Καλά, θα δώσω μια δραχμή και τον ξάδερφό σου», μου είπε.
Έτσι πήραμε πίσω, και με τόκο μάλιστα, τα χρήματα που μας είχε σουφρώσει ο Νικολής…
Με τον Νικολή γίναμε οι καλύτεροι φίλοι. Αχώριστοι από τότε. Μαζί ματώναμε τα γόνατα παίζοντας τόπι στ’ αλώνια. Τις περισσότερες φορές δεν είχαμε λαστιχένιο τόπι και κάναμε με παλιοκουρέλια, που τα δέναμε με σπάγκο σε σχήμα μπάλας. Κι αν δεν βρίσκαμε κλωστή, παίρναμε σύρμα από τους φράχτες. Άντε τότε να δώσεις κεφαλιά! Σου ‘μενε η στάμπα από το σύρμα στο κούτελο καμιά βδομάδα.
Μαζί σπάζαμε τα μολύβια αρχικά και αργότερα τις πένες με το μελάνι στον κοντυλοφόρο και τα στυλό στα τετράδια. Και η κυρά- Βασιλική μας έβαλε σε μια καλή σειρά. Ογδόντα δυο παιδιά τότε στην πρώτη τάξη. Κι όλα σε μια αίθουσα! Αλλά δεν μας τελείωσε τη τάξη γιατί συνταξιοδοτήθηκε. Στα μισά της πρώτης τάξης μας πήρε ο κυρ- Γιώργης ο Αγγελής. Ισάξιος δάσκαλος της κυρά- Βασιλικής. Αυτός μας έδωσε το πρώτο «ενδεικτικό». Θυμάμαι μας καλούσε στην έδρα έναν- έναν, ξεκινώντας από το πρώτο θρανίο. «Γιώργος, πήρες οχτώ», «Γιάννη, πήρες πέντε», «Μαρία, πήρες εννέα», «Πόπη, πήρες έξι»…
Σαν έφτασε στο δικό μας θρανίο, πρώτον φώναξε τον Νικολή. «Νίκος, μπράβο, πήρες δέκα». Μετά ήρθε η σειρά μου. «Τάκης, δεν υστέρησες, αλλά πήρες οχτώ» είπε και γέλασε. Μου κόπηκαν τα γόνατα. Μα γιατί; Αφού ήμουν το ίδιο καλός με το Νικολή. Γελώντας ο κύριος- Γιώργος μου έδωσε το ενδεικτικό. Το πήρα με τρεμάμενο χέρι και τότε είδα ένα «Άριστα, δέκα». Πέρασε το χέρι του στους ώμους μου και είπε:
«Δεν πιστεύω να νόμισες πως πήρες οχτώ».
Ε, βρε δάσκαλε, παίζουν με την αγωνία που έχουν τα πρωτάκια;
Περασμένες αναμνήσεις…, αποτυπωμένες ανεξίτηλα στη μνήμη. Πολύτιμη γνώση ζωής…
Συναγωνισμός με το Νικολή- ευγενή άμιλλα μας το έμαθαν οι δάσκαλοι- κι έτσι πορευτήκαμε στα επόμενα χρόνια, πρώτα στο Δημοτικό, μετά στο Γυμνάσιο και αργότερα στο Λύκειο. Το ίδιο καλοί στα θεωρητικά μαθήματα, το ίδιο καλοί και στα θετικά. Μαζί στις ίδιες σχολικές παραστάσεις, μαζί και στις κοπάνες, γιατί ήμασταν και διαολάκια. Πήραμε και κάποιες αποβολές, έτσι για παράσημο. Κι ενώ κάναμε δοκιμαστική παρέλαση και ήμασταν παραστάτες της σημαίας τη μια μέρα, την επόμενη βρεθήκαμε στις πίσω γραμμές, φορτωμένοι με μια τετραήμερη αποβολή και τους επαίνους επίδοσης σχισμένους και πεταμένους στο διπλανό ρέμα.
Ε και; η ζωή τραβάει το δρόμο της…
Τον Ιούνιο, που έρχονταν οι γραφτές εξετάσεις- διαγωνισμούς τους λέγαμε- κάναμε τους φροντιστές στους άλλους. Μαζευόμασταν οι συμμαθητές σ’ ένα σπίτι και εναλλάξ, πότε ο Νικολής, πότε εγώ, τους δείχναμε SOS θέματα στην Άλγεβρα, τη Γεωμετρία, τη Τριγωνομετρία, τη Φυσική και τη Χημεία γιατί εμείς οι δυο είχαμε φάει με το κουταλάκι τον Τόγκα στα τρία μαθήματα των Μαθηματικών, τον Περιστεράκη στη Φυσική και τον Μανωλκίδη στη Χημεία. Αυτές τις πέντε- έξι ασκήσεις διαβάστε, τους λέγαμε, κι έπεφταν τις περισσότερες φορές και τα τρία θέματα προβλημάτων. Λίγο πειραχτήρια, απλώναμε κάπως το χεράκι μας στο γόνατο ή στο μπούτι της συμμαθήτριας που καθόταν δίπλα μας, καθώς λύναμε την άσκηση- η εφηβεία γαρ και το αίμα έβραζε.
Πέρασαν τα μαθητικά χρόνια και βρεθήκαμε στα έδρανα των αμφιθεάτρων στις θετικές επιστήμες, σε διαφορετικές ειδικότητες. Αργότερα βρεθήκαμε μέσα σε αίθουσες διδασκαλίας στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση- μια χρονιά έτυχε να συνυπηρετήσουμε στο ίδιο Λύκειο.
Και τώρα, απόμαχοι της εκπαίδευσης, θυμόμαστε τα παλιά…

Τρίτη 5 Ιουνίου 2018

Οι ψυχανώμαλοι γκαγκάδες επικρίνουν τα εθνίκια του Μεγαλέξαντρου

“Ούτις”

Πρωί- πρωί σηκώθηκα, καρντάσια μου, και πότισα τον κήπο. Τριανταφυλλιές και γαρυφαλλιές, βασιλικά και αρμπαρόριζες, γλαδιόλες και αμαρυλλίδες. Κι ο κήπος μέσα στο άρωμα και τη δροσιά! Κι αφού τέλειωσα το πότισμα, απολάμβανα έναν ελληνικό μερακλήδικο στη βεράντα, μ’ ένα μουστοκούλουρο, έτσι για τη λιγούρα. Πάνω που απολάμβανα την τελευταία ρουφηξιά, εισβάλει σαν κομάντο η Αγλαΐα- το στεφάνι μου, ντε- και έξαλλη μου λέει:
«Αγησίλαε, άκουσες τι είπε το αμόρφωτο κι αλαζονικό %&$#@; Και το έχουμε στο στρατηγικό σχεδιασμό, το σούργελο.»
«Αγνοώ για τι θέμα μου μιλάς, κορίτσι μου» της απάντησα. Αν και περάσαμε τα εξήντα και ντουγρού πάμε προς τα εβδομήντα, μερικές φορές για να την καλμάρω της πετάω κανένα γλυκανάλατο κομπλιμέντο.
«Γι’ αυτόν τον "κύριο" Καρανίκα, σου μιλάω, αγορίνα μου.» Να το, το λεκτικό φαίρ πλέι, οπότε Αγησίλαος- Αγλαΐα 1-1!
«Τι έκανε πάλι, ο μάγειρας; Άφησε άπλυτο τον τέντζερη και τον άρχισε στα μπινελίκια ο μαγαζάτορας;» της το γύρισα.
«Όχι, βρε γεροξεκούτη» Νάτο το φάουλ από τα αποδυτήρια. Γεροξεκούτης εγώ, που τα μαλλιά μου αντί να ασπρίσουν προτίμησαν να σύρουν το χορό του Ζαλόγγου και έτσι αυτοκτόνησαν αντί να ατιμωθούν, έχοντας απομείνει το 20% , αλλά μαύρα κορακάτα; Και πάνω που πήγα ν’ ανοίξω σο στόμα, μου ‘μεινε ο λόγος στο λαρύγγι γιατί συμπλήρωσε: « Βγήκε ο μαλ@κοπίτουρας και όλους εμάς, που αντιδρούμε στο να πάρουν τα Σκόπια το όνομα της Μακεδονίας μας, μας αποκάλεσε αμόρφωτα εθνίκια που επικαλούμαστε τον Μέγα Αλέξανδρο, ενώ μας χαρακτήρισε φασίστες, ρατσιστές και εθνικιστές που τα βάζουμε άδικα με την γείτονα χώρα.»

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

«Αγλαΐτσα μου, μανάρι μου, μην ασχολείσαι με τον τύπο. Ή θα δοκίμασε την ποιότητα της κάναβης που θέλει να πουλιέται ελεύθερα, λες κι αυτό είναι το μείζον πρόβλημα της παραπαίουσας κοινωνίας μας, ή θα ήπιε μερικά σφηνάκια παραπάνω στα ντράγκ σόου που συχνάζει με τις κολλητές του τις τρανσέξουαλ» της απάντησα. «Επειδή έχω μεσάνυχτα περί του θέματος, θα πληροφορηθώ τα σχετικά από το ίντερνετ και θα το συζητήσουμε αργότερα αυτό που μου αναφέρεις».
Αρπάζω, το λοιπόν, καρντάσια μου, το τάμπλετ και ναααα το δάχτυλο να ψάχνει την είδηση πάνω στην οθόνη. Καθότι το χειρίζομαι καλά το εργαλείο της τεχνολογίας. Δεν κράτησε πολύ το ψάξιμο, και ιδού να φιγουράρει σαν γύφτικο σκεπάρνι ο Νικόλας ο τεντζεροξύστης- που εκτίμησε τα προσόντα του ο πρωθυπουργός μας και τον έκανε στρατηγικό συμβουλάτορα της κυβερνητικής ασχετοσύνης- να είναι στριμωγμένος ανάμεσα στα τίγκα στη σιλικόνη τεχνητά βυζιά δύο τρανσέξουαλ, από αυτές που αγαπήσαν σφόδρα οι ψυχανώμαλοι της κυβερνώσας συμπαράταξης και θέλουν ντε και καλά να μας πείσουν πως είναι αυτοί οι φυσιολογικοί και ο κανόνας της κοινωνίας., ενώ εμείς που επιθυμούμε οι αρσενικοί να πάμε με τα θηλυκά άδικα νομίζουμε πως είμαστε κανονικοί, αφού κατά την προοδευτική αντίληψη του μοντερνισμού είμαστε το λάθος της φύσης. Και όσα εξιστόρησε η Αγλαΐα, ήσαν πέρα ως πέρα αληθινά. Βγήκε ο χρυσοπληρωμένος τενεκές- χαρακτηρισμός που χρησιμοποίησε η πρώην συντρόφισσα στους κοινούς αριστερούς αγώνες για την κοινωνία, η Ζωή Κωνσταντοπούλου- ο αμόρφωτος και τεμπέλης- εφόσον η καριέρα είναι χολέρα όπως καμαρώνει- ο αρνητής στράτευσης και συνεπώς χωρίς εθνική συνείδηση, ο στόκος και φελλός, που επιπλέει γιατί ήταν τσιράκι του Αλέξη, να μιλήσει για αμόρφωτα εθνίκια, όσους δεν ξεπουλούν το όνομα της Μακεδονίας και συνακόλουθα την ίδια τη Μακεδονία! Και από πάνω μας δίνει μαθήματα ρεαλιστικής πολιτικής, ενώ μας ρίχνει τη λάσπη του φασίστα, του εθνικιστή και του ρατσιστή.
Ναι, καρντάσια μου. Ο Νικόλας ο Καρανίκας, η κυρά Τασία, ο Μπαλαούρας, ο Κουρουμπλής, ο Ντζιμάνης, ο Μπγιάλας, η Γαϊτάνη και όλα τα μπουμπούκια του κυβερνητικού συνασπισμού, αλλά και της αντιπολίτευσης, όλοι οι ξεπουλημένοι και αρνητές του έθνους, θα μας ρίξουν πολλή λάσπη, θα μας πουν πολλά ψέματα προκειμένου να εκτελέσουν την εντολή του αφεντικού τους, που δεν είναι η φωνή λαού, αλλά το συμφέρον των Αμερικανογερμαναράδων, ή πιο ωμά του Ρότσιλντ και των παραφυάδων του. Να παραχωρήσουν τώρα το όνομα και σε λίγο της γη της Μακεδονίας στους Σλάβους της Βαρντάρσκα. Να παραδώσουν τη Θράκη, κάποια νησιά και το μισό Αιγαίο στους Τούρκους. Να δώσουν την Ήπειρο στους Αλβανούς. Οι απάτριδες σύγχρονοι Εφιάλτες το απέδειξαν ψηφίζοντας τα μνημόνια της υποτέλειας με τα πλαστά στοιχεία των οικονομικών δεικτών και όλα τα ψέματα που μας είπαν για να καθίσουν στις πολυθρόνες της εξουσίας διαδεχόμενοι οι μεν τους δε και έχοντας ως όφελος τα τριάκοντα αργύρια της προδοσίας.
Και ‘κει που ήμουν απορροφημένος σ’ αυτές τις σκέψεις, ακούω πίσω μου τη φωνή της Αγλαΐας: «Τα βρήκες, Αγησίλαε;»
«Τα βρήκα, κοκόνα μου» της απάντησα. «Με τσάντισε αυτός ο χλεμίτζουρας, που το μόνο του προσόν είναι να τον ερωτεύονται οι τραβεστί! Ο αμόρφωτος μπαχαλάκης των Εξαρχείων με τη νοοτροπία του όλα τα σπάζω, όλα τα ισοπεδώνω γιατί δεν έχω θέσεις και ιδέες και θέλω να κάνω αισθητή την παρουσία μου- έστω και με καλυμμένο το πρόσωπο- ο αναιδής και άξεστος που από κομπλεξισμό έχτιζε με τους όμοιούς του τις πόρτες των γραφείων των καθηγητών στα πανεπιστήμια εγκλωβίζοντάς τους μέσα για τον χαβαλέ του, ο κατά συνείδηση τεμπελχανάς που η κουλτούρα σταματάει στα μπούτια και στα στήθη της Μενεγάκη, δεν μπορεί να χλευάζει όλους αυτούς που αγωνιούν για το μέλλον της πατρίδας τους. Δεν το επιτρέπει η συνείδησή μου.»
«Ναι, Αγησίλαέ μου. Πήραν πολύ θάρρος οι γκαγκάδες και πρέπει να τους στραπατσάρουμε τη μούρη. Και θα το κάνουμε πηγαίνοντας στο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία!»
«Έτσι μπράβο, κορίτσι μου. Ετοίμασε τις σημαίες μας. Δικαίωμα να την βρίσκουν με τρανσέξουαλ έχουν. Δικαίωμα να κάνουν χρήση κάναβης έχουν. Δικαίωμα να πηγαίνουν στα ντράγκ σόου και στις συγκεντρώσεις των κίναιδων έχουν. Δεν τους αναγνωρίζουμε, όμως, το δικαίωμα να παραχωρούν την ιστορία μας και την πατρίδα μας. Οι μπαχαλάκηδες των Εξαρχείων έκαναν αρκετά μπάχαλο την οικονομία, την κοινωνία και τη χώρα μας. Στο θέμα της παραχώρησης του ονόματος της Μακεδονίας θα τους πούμε: ΟΧΙ! Το Μακεδονικό θα γίνει ο τάφος τους!».
«Πάμε, Αγησίλαε, να μην τους επιτρέψουμε να παίρνουν αποφάσεις διαγράφοντας ιστορία χιλιάδων χρόνων, κι ας μας πουν φασίστες.»
«Πάμε, Αγλαΐα μου, κι ας μας πουν εθνικιστές και ρατσιστές. Μέσα μας τρέχει αίμα ελληνικό. Εμάς δε μας μαγάρισε ακόμη ο διεθνισμός του Σόρρος και του Ρότσιλντ….»


Παρασκευή 18 Μαΐου 2018

Φρύνη, η ονομαστή εταίρα από τις Θεσπιές

[[ δαμ- ων ]]

Οι αρχαίες Θεσπιές δεν είναι γνωστές μόνο για τη συμμετοχή των επτακοσίων μαχητών, υπό την αρχηγία του Δημόφιλου, στη μάχη των Θερμοπυλών με του τριακόσιους Σπαρτιάτες του Λεωνίδα, είναι γνωστές και σαν τόπος καταγωγής της περίφημης εταίρας της αρχαιότητας Φρύνης. Το πραγματικό της όνομα ήταν Μνησαρέτη- δηλαδή αυτή που θυμάται την αρετή- και γεννήθηκε το 371 ή το 365 π.Χ. Υπολογίζεται ότι πέθανε γύρω στα 310 π.Χ. Πατέρας της ήταν ο Επικλής, που ήταν πάμφτωχος. Για να βοηθήσει οικονομικά την πολύ φτωχή οικογένειά της, από μικρή μάζευε κάπαρη στην εξοχή και την πουλούσε.
Μικρή ακόμα βρέθηκε στην Αθήνα. Πώς έγινε αυτό και πως η παιδούλα εξελίχθηκε σε εταίρα; Η Θήβα επιτέθηκε στις Θεσπιές, τις οποίες κατέλαβαν γιατί ήσαν ισχυρότεροι οι Θηβαίοι. Πήραν μαζί τους πολλά παιδιά καθώς γύριζαν στην πόλη τους, ανάμεσά τους και την Φρύνη. Αυτή, όμως, τους ξέφυγε και κατέφυγε στην Αθήνα. Επισκέφθηκε από τις πρώτες ημέρες την Αγορά των Αθηνών και το ναό της Αφροδίτης. Από τους πρώτους ανθρώπους που γνώρισε στην Αθήνα ήταν η εταίρα Παμφίλη, όπου έμεινε για δύο χρόνια μαζί της. Στη συνέχεια έζησε μόνη της πουλώντας κάπαρη, όπως ήξερε από την πατρίδα της. Στην αγορά γνώρισε τον Καρίωνα, ο οποίος της έμαθε την τέχνη της αρωματοποιίας. Δεν εξάσκησε, όμως, το επάγγελμα γιατί στο μεταξύ η Παμφίλη την εμπιστεύτηκε στη Μήστρα. Αυτή την μύησε στα μυστικά της εταίρας, και της άλλαξε το όνομα από Μνησαρέτη σε Φρύνη, εξαιτίας της διάφανης, κάπως ωχρού χρώματος, και απαλής επιδερμίδας της- που παρέπεμπε στον φρύνο (είδος βάτραχου).

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Ήταν εξαιρετικά όμορφη και είχε πολύ μεγάλη επιτυχία στους κύκλους των πλούσιων πολιτών. Ξεκίνησε σαν αυλήτρια και πολύ σύντομα απόχτησε μεγάλη φήμη και πολλά χρήματα, καθώς την καλούσαν στα σπουδαιότερα συμπόσια της εποχής της, όπου συνδέθηκε με τους σημαντικότερους άντρες της Αθήνας. Έγινε ονομαστή γιατί ζητούσε πολύ μεγάλη αμοιβή. Ο κωμικός ποιητής Μάχων αναφέρει πως για μια νύχτα ζητούσε μια μνα (ισοδυναμούσε με 100 δραχμές). Αναφέρεται, μάλιστα πως καθόριζε την αμοιβή της ανάλογα με το πώς αισθανόταν για τον εκάστοτε πελάτη της. Αν τον έβρισκε αντιπαθητικό του ζητούσε υπέρογκο ποσό. Πρόσφερε, όμως, δωρεάν τον εαυτό της στον φιλόσοφο τον Διογένη τον Σινωπέα, γιατί τον θαύμαζε για το τετραπέρατο μυαλό του.
Δεν διακρίθηκε μόνο για την ομορφιά της, αλλά και για το σπινθηροβόλο πνεύμα και τον ετοιμόλογο χαρακτήρα της. Ο Δημοσθένης την συμπαθούσε πολύ και ήταν γενναιόδωρος μαζί της, ξεχωρίζοντάς την από τις άλλες εταίρες και της έπλεκε το εγκώμιο. Εγκαταστάθηκε στην συνοικία του Κολλυτού, κοντά στο σπίτι του Πλάτωνα, και εξελίχθηκε στην «επιφανεστάτη όλων των εταίρων» και στην ηλικία των είκοσι χρόνων της ήταν η πλουσιότερη εταίρα της Αθήνας. Υπήρξε φίλη του περίφημου γλύπτη Πραξιτέλη, του ονομαστού ζωγράφου Απελλή, του Υπερείδη, του Ξενοκράτη κι άλλων επιφανών αντρών της εποχής της. Ποτέ της δεν είχε φτωχό εραστή, όντας ακριβή εταίρα.
Γνωστότερος εραστής της ήταν ο μεγάλος γλύπτης Πραξιτέλης. Γνωρίστηκαν στο δρόμο, όπου οι καλλιτέχνες παρουσίαζαν τα καινούργια έργα τους. Εκεί ο γλύπτης είχε εκθέσει έναν μπρούτζινο Σάτυρο κι ένα άγαλμα του Απόλλωνα, όταν πέρασε η Φρύνη, που τον εντυπωσίασε με την ομορφιά της. Της ζήτησε, λοιπόν, να την χρησιμοποιήσει σαν μοντέλο γιατί σ’ αυτήν έβλεπε το πρότυπο για να φτιάξει άγαλμα της θεάς Αφροδίτης.
Δεν ήταν μόνο μια πανέμορφη εταίρα, αλλά ήταν και καλλιεργημένη και έξυπνη και αυτό το αποδεικνύουν μερικές εύστοχες απαντήσεις που έδωσε σε επίδοξους εραστές της, οι οποίες δείχνουν την ετοιμότητά της. Ο Μάχων γράφει ότι κάποτε ο Μοίριχος ζήτησε από τη Φρύνη να του δοθεί κι εκείνη απαίτησε μία μνα, δηλαδή εκατό δραχμές. Κι όταν εκείνος σχολίασε ότι την προηγούμενη μέρα είχε πάει μ’ έναν ξένο για δύο χρυσούς στατήρες, δηλαδή σαράντα αργυρές δραχμές, εκείνη του απάντησε: «Περίμενε λοιπόν κι εσύ μέχρι να μου ξαναέρθει ερωτικό πάθος (έως ου βινητιάσω) και θα σου πάρω τόσα». Ο Αθήναιος αναφέρει πως στην πραγματικότητα η Φρύνη ήταν ακόμα πιο όμορφη στα αθέατα σημεία του σώματός της. Κανένας δεν μπορούσε να δει γυμνό το σώμα της γιατί φορούσε πάντα μία εσθήτα που το κάλυπτε καλά και επίσης δε σύχναζε ποτέ στα δημόσια λουτρά. Την μοναδική φορά που δημόσια έδειξε το γυμνό της σώμα ήταν στην Ελευσίνα, σε μια γιορτή προς τιμή του Ποσειδώνα, την πρώτη ημέρα του Ανθεστηρίωνα, όπου συμμετείχε μεγάλο πλήθος κόσμου.
Σαν έφτασε η γιορτή στο αποκορύφωμά της, η Φρύνη, που ποτέ δεν έλυσε τα πλούσια μαλλιά της και ποτέ δεν έδειξε γυμνό το όμορφο σώμα της, πέταξε το φόρεμά της, έλυσε τα μαλλιά της και μπήκε ολόγυμνη στη θάλασσα. Ο ενθουσιασμός του πλήθους μπροστά στη θεία ομορφιά της ήταν μεγάλος και επηρέασε τη θρησκευτικότητα της στιγμής. Λέγεται πως τότε ο Πραξιτέλης και ο Απελλής εμπνεύστηκαν, o πρώτος να την
κάνει άγαλμα της Αφροδίτης και ο δεύτερος να τη ζωγραφίσει ως «Αναδυομένη Αφροδίτη». Άλλοι αναφέρουν πως o Πραξιτέλης δεν εμπνεύστηκε την «Αφροδίτη της Κνίδου» τότε στην Ελευσίνα, αλλά μετά τη γνωριμία
τους. Το άγαλμά του o Πραξιτέλης το φιλοτέχνησε χρησιμοποιώντας μάρμαρο της Πάρου και, σαν το τελείωσε, ο Αθηναίος ζωγράφος Νικίας το κάλυψε με χρωματισμένο στιλβωτικό υλικό. Πριν σταλεί το άγαλμα στην Κνίδο, το εξέθεσε και αυτό στην οδό Τριπόδων, γιατί εκεί γνώρισε για πρώτη φορά τη Φρύνη. Αυτή η έκθεσή του εξασφάλισε στη Φρύνη πλήθος θαυμαστών.
Ανάμεσα στον Πραξιτέλη και την Φρύνη δημιουργήθηκε μεγάλος ερωτικός δεσμός. Η Φρύνη ομολογούσε πως μόνο με τον Πραξιτέλη ένιωσε τον έρωτα. Έγινε η μούσα του γλύπτη και με πρότυπο εκείνη, έφτιαξε 3 αγάλματα. Το πρώτο το αγόρασαν οι Κνίδιοι και ήταν η Αφροδίτη της Κνίδου. Το δεύτερο ήταν από πεντελικό μάρμαρο και ο Πραξιτέλης το δώρισε στη γενέτειρα της Φρύνης, στις Θεσπιές. Το τρίτο ήταν ολόχρυσο και στήθηκε στους Δελφούς. Η Φρύνη, παρά τον έρωτά της, δεν έχανε ευκαιρία να αποκομίσει δώρα απ’ τον Πραξιτέλη. Κάποια στιγμή της είπε, ότι θα της έδινε ότι του ζητούσε. Εκείνη ήθελε το μεγαλύτερο αριστούργημά του. Τότε ο Πραξιτέλης της απάντησε, ότι δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ανάμεσα στα έργα του, ίσως για να αποφύγει να της δώσει το αγαπημένο του. Η πανούργα Φρύνη δεν τον πίστεψε. Έβαλε έναν υπηρέτη του Πραξιτέλη να φωνάξει μες στη μέση της νύχτας, ότι είχε πάρει φωτιά το εργαστήριο του γλύπτη. Ο Πραξιτέλης έντρομος, ζήτησε να βγάλουν έξω το άγαλμα του Έρωτα. Η Φρύνη, που ήταν ξαπλωμένη δίπλα του, χαμογέλασε πονηρά και τον ενημέρωσε ότι το εργαστήριο δεν κινδύνευε. Εκείνη είχε στήσει όλο το σχέδιο, για να μάθει ποιο ήταν το αγαπημένο του έργο. «Τον Έρωτα θα μου δώσεις», του είπε και ο Πραξιτέλης δεν μπόρεσε να αρνηθεί.
Χώρισαν, όμως, νωρίς, γιατί αυτή ήθελε να επιδοθεί αποκλειστικά στον εταιρισμό, από τον οποίο κέρδιζε πολλά χρήματα. Ο Πραξιτέλης το άγαλμα της Αφροδίτης το πούλησε στους Κνιδίους, γι’ αυτό και ονομάστηκε «Κνιδία Αφροδίτη». Οι Κνίδιοι τοποθέτησαν το άγαλμα σε ναό, που τον ανήγειραν μόνο για το άγαλμα μέσα σε ένα άλσος. Ήταν υπέροχο. Ο Πραξιτέλης την εμφανίζει μέτριου αναστήματος, καλλίγραμμη τελείως γυμνή, με το χέρι της να σκεπάζει την ήβη της και με το άλλο να τοποθετεί το ένδυμά της πάνω σε υδρία, έτοιμη να λουστεί, να υπομειδιά και να έχει χαρούμενη ματιά. Όταν ο Νικομήδης, ο βασιλιάς της Βιθυνίας, πρόσφερε πολλά χρήματα για να αγοράσει το άγαλμα, αν και οι Κνίδιοι ήταν χρεωμένοι και με τα χρήματα θα ξεχρέωναν το δημόσιο χρέος τους, αρνήθηκαν να πουλήσουν την Αφροδίτη τους. Το άγαλμα έμεινε εκεί, ως τις αρχές του 5ου μ. Χ αιώνα. Τότε το πήρε ο Θεοδόσιος και από την Κνίδο, το πήγε στην Κωνσταντινούπολη και το τοποθέτησε σε ένα από τα μουσεία της. Λένε πως καταστράφηκε από πυρκαγιά. Από αναπαραστάσεις ρωμαϊκών νομισμάτων της Κνίδου έβγαλαν αντίγραφο του αγάλματος.
Η Φρύνη είχε συγκεντρώσει τόσα πλούτη, που προσφέρθηκε να χτίσει ξανά τα τείχη της Θήβας, τα οποία είχε καταστρέψει ο Μέγας Αλέξανδρος το 336 π.Χ. Ο Καλλίστρατος μας αφηγείται πως το μόνο που ζήτησε σαν αντάλλαγμα, ήταν να τοποθετήσουν σ’ αυτά μία επιγραφή, που θα έλεγε: «Καταστράφηκαν από τον Αλέξανδρο, επισκευάστηκαν από τη Φρύνη την εταίρα». Οι Θηβαίοι απέρριψαν την πρότασή της, από φόβο μήπως προσβάλουν τον Αλέξανδρο.
Κάποτε έβαλε στοίχημα η εταίρα πως κανείς άντρας δεν μπορούσε να αντισταθεί στα κάλλη της. Διάλεξε για επιβεβαίωση τον φιλόσοφο Ξενοκράτη, μαθητή του Πλάτωνα και δάσκαλο του Δημοσθένη. Πήγε στο σπίτι του και του ζήτησε να διανυκτερεύσει εκεί, με τη δικαιολογία ότι την κυνηγούσαν ληστές. Ο Ξενοκράτης τη φιλοξένησε. Τη νύχτα, η Φρύνη μπήκε κρυφά στο δωμάτιο του Ξενοκράτη και ξάπλωσε δίπλα του. Ο φιλόσοφος δεν ενέδωσε στον πειρασμό. Της ζήτησε να επιστρέψει στο δωμάτιό της και η Φρύνη υπάκουσε, απογοητευμένη. Την επόμενη μέρα, όταν γνωστοποιήθηκε η αποτυχία της, η Φρύνη προσπάθησε να δικαιολογηθεί λέγοντας: «Στοιχημάτισα να νικήσω άνθρωπο, όχι άγαλμα».
Η Φρύνη «έγραψε ιστορία» με τη δίκη της. Όλα τα ξεκίνησε ο Ευθίας. Κάποια εποχή, λοιπόν, την προσέγγισε ερωτικά ο ρήτορας Ευθίας. Η Φρύνη απέρριψε όλες του τις προτάσεις, γιατί τον θεωρούσε πολύ άσχημο και αγενή. Ο Ευθίας θίχτηκε και αποφάσισε να τιμωρήσει την αυθάδη εταίρα. Την κατηγόρησε ότι προσπαθούσε να εισάγει στην Αθήνα μία θρησκεία απ’ τη Θράκη, που θα έβλαπτε τα ήθη των νεαρών κοριτσιών. Αυτή ήταν ίσως η πιο συνηθισμένη κατηγορία στην αρχαία Αθήνα. «Ηδίκησεν Φρύνη Θεοίς,
ησέβησεν ιερά τε και άσια προσβαλούσα τα Άστεως και δήμον ητίμασεν». Το ίδιο το τροπάρι στην Αθήνα. Τα ίδια έκαναν στον Φειδία: «αδικεί Φειδίας, ιεροσυλίαν και ασέβειαν διαπράπων τη πόλει». Τα ίδια έκαναν και στο Σωκράτη: «αδικεί Σωκράτης ους η πόλις νομίζει θεούς, ου νομίζων».
Ο Ευθίας έσυρε τη Φρύνη στο δικαστήριο, όπου την εκπροσώπησε ο πρώην εραστής της, Υπερείδης, ο γιος του Γλαύκιππου, που υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα, του Ισοκράτη και του Λυκούργου. Παρά το ανυπόστατο της κατηγορίας του Ευθία, η δίκη δεν εξελισσόταν με αίσιο τρόπο για την εταίρα. Οι δικαστές φαίνονταν να έχουν πειστεί απ’ το κατηγορητήριο και πίστευαν ότι ο Υπερείδης ήταν επηρεασμένος απ’ τη σχέση του με τη Φρύνη. Λίγο πριν παρθεί η τελική απόφαση, ο Υπερείδης τράβηξε την εταίρα στο κέντρο του δικαστηρίου, για να μπορούν να την δουν όλοι. Χωρίς να πει κουβέντα, έσκισε τα ρούχα της και αποκάλυψε στον κόσμο, το εκθαμβωτικά όμορφο κορμί της. Οι δικαστές τα έχασαν. Νόμισαν ότι έβλεπαν μπροστά τους την ίδια τη θεά Αφροδίτη. Οι φήμες για το απαράμιλλο κάλλος της εταίρας αποδείχθηκαν αληθινές. Την εποχή εκείνη, ο κόσμος πίστευε ότι η σωματική ομορφιά είχε σχέση με το ήθος και την εύνοια των θεών. Όταν οι δικαστές αντίκρισαν την τελειότητα της Φρύνης, πείστηκαν ότι αν καταδίκαζαν αυτή τη γυναίκα, καταδίκαζαν την αγαπημένη των θεών. Η εταίρα αθωώθηκε και η φήμη ότι ήταν η επίγεια θεά Αφροδίτη εξαπλώθηκε.
Σχετικά με αυτή τη δίκη ο Αλκίφρων διέσωσε δύο επιστολές της εταίρας Βακχίδας. Η πρώτη απευθύνεται στον Υπερείδη και η δεύτερη στην ίδια τη Φρύνη. Η επιστολή της προς Υπερείδη αναφέρει: «Όλες μαζί οι εταίρες της πόλης και κάθε μία χωριστά, σου οφείλουμε ευγνωμοσύνη καθώς και η Φρύνη. Διότι μπορεί το κατηγορητήριο του παμπόνηρου Ευθία να στράφηκε μόνον κατά της Φρύνης αλλά ο κίνδυνος μας αφορούσε όλες. Εμείς είτε ζητάμε χρήματα από τους εραστές μας είτε όχι, πάντοτε κάποιοι θα βρεθούν να μας κατηγορήσουνε ως ασεβείς. Θα ήταν κατά τη γνώμη τους προτιμότερο να σταματήσουμε τον βίο αυτό και να μην έχουμε ούτε φίλους. Τώρα όμως κανείς δεν πρέπει να κατηγορεί το επάγγελμά μας επειδή βρέθηκε ο δόλιος Ευθίας και τα προκάλεσε όλα αυτά αλλά να επαινούμε οι πάντες τον δίκαιο Υπερείδη. Πολλά αγαθά ας αποκτήσεις αφού έσωσες χρηστή εταίρα, κι εμείς θα σ’ ανταμείψουμε για λογαριασμό της. Εάν μάλιστα καθίσεις και γράψεις τον λόγο που εκφώνησες υπέρ της Φρύνης, τότε θα πρέπει να σου στήσουμε όλες οι εταίρες χρυσό ανδριάντα σε όποιο μέρος της Ελλάδας εσύ μας υποδείξεις.»
Και η δεύτερη επιστολή της προς τη Φρύνη αναφέρει: «Δεν στεναχωρήθηκα τόσο για τον κίνδυνο που διέτρεξες όσο χάρηκα διότι απαλλάχθηκες από πονηρό εραστή και βρήκες να ερωτευθείς τον χρηστό Υπερείδη. Διότι η δίκη έγινε και για την ευτυχία σου, εφόσον από αυτήν έγινες διάσημη, όχι μόνον στην Αθήνα, αλλά και σε όλη την Ελλάδα. Ο Ευθίας θα τιμωρηθεί όπως του πρέπει αφού θα σε στερηθεί. Τον οδήγησε η έμφυτη αμάθεια να υπερβεί το μέτρο της ερωτικής ζηλοτυπίας. Σίγουρα τώρα σε ποθεί περισσότερο από τον Υπερείδη και δεν σε έχει. Ο Υπερείδης δίκαια υπερηφανεύεται για τη συνηγορία του, ενώ ο Ευθίας πρόθυμα θα σου προσφέρει παρακλήσεις και χρυσό. Πρόσεχε φίλη μου, για χάρη της αξιοπρέπειάς μας, μην παραλείψεις τίποτα απ’ όσα οφείλεις. Ούτε τον Υπερείδη να παραγκωνίσεις, που σου χάρισε την ελευθερία και τη ζωή, ούτε στις ικεσίες του Ευθία να υποκύψεις, ούτε και να πιστέψεις όσους λένε, ότι εάν δεν γύμνωσες το στήθος σου δεν θα πετύχαινε ποτέ την αθώωση σου ο ρήτορας. Και αυτό διότι μόνον η συνηγορία εκείνου βρήκε την κατάλληλη στιγμή για την υπέροχη χειρονομία και την αξιέπαινη πράξη.»
Η Φρύνη δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν μπορούσε να ανήκει σε κανέναν άντρα. Ούτε καν στον μεγαλύτερό της έρωτα, τον Πραξιτέλη. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε πολλά για το τέλος της ζωής της. Παρά μόνο ότι μέχρι τα γεράματά της, παρέμεινε εταίρα, προκλητική και ακατανίκητα γοητευτική…


Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

Ο θεός Ήλιος

[[ δαμ- ων ]]

B΄ μέρος
Ένας μεγάλος έρωτας του θεού υπήρξε η Ωκεανίδα Κλυτίη. Τότε η θεά Αφροδίτη για να πάρει εκδίκηση, που ο Ήλιος φανέρωσε στον κουτσοπόδαρο Ήφαιστο- τον νόμιμο άντρα της- τον παράνομο έρωτά της με τον Άρη, έκανε τον Ήλιο να ερωτευθεί την Λευκοθόη, την κόρη του Όρχαμου και της Ευρυνόμης. Την ερωτεύθηκε τόσο πολύ που αμελούσε τα καθήκοντά του. Κάθε μέρα καθυστερούσε στη διαδρομή του, πάνω στον ουρανό, για να κοιτάζει τη Λευκοθόη, την οποία πλησίαζε, παίρνοντας τη μορφή της μητέρας της. Θύμωσε η παραμελημένη Κλυτίη για τα καμώματα του Ήλιοι, και φανέρωσε το μυστικό στον πατέρα της ανυποψίαστης κόρης. Ο Όρχαμος τότε έπιασε και ζωντανή έθαψε την άμοιρη Λευκοθόη. Δεν μπόρεσε ο Θεός να σώσει την αγαπημένη του γιατί στη Μοίρα δεν μπορούν ούτε οι τρανότεροι θεοί να εναντιωθούν. Μόνο άλειψε το σώμα της με αμβροσία και είπε: «θα φτάσεις ως τον ουρανό». Το νεκρό σώμα άπλωσε ρίζες κι έγινε μυροφόρος θάμνος, που δίνει το λιβάνι. Σαν καίγεται το θυμίαμα φτάνει ψηλά στον ουρανό. Μια παραλλαγή του μύθου μας λέει πως η κόρη έγινε ο θάμνος δεντρολίβανο.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Μετά τον τραγικό χαμό της κόρης του Όρχαμου, η Κλυτίη δεν ξανακέρδισε την έρωτα του Ήλιου, παρά την καταφρόνια του. Έλιωνε από τον καημό κι ούτε έτρωγε, ούτε κι έπινε. Μετά από ασιτία εννέα ημερών, έβγαλε ρίζες και φύλλωμα και μεταμορφώθηκε σε ηλιοτρόπιο. Από τότε το πρόσωπό της- το άνθος του ηλιοτρόπιου- ακολουθεί την πορεία του μεγάλου έρωτά της, του Ήλιου.
Αυτήν την ωραία ιστορία θα παρακολουθήσουμε μέσα από τους στίχους του λατίνου ποιητή της αρχαιότητας, του Οβίδιου, όπως την εξιστορεί στις “Μεταμορφώσεις” του:
[[ Αγαπάς μόνη αυτή, και ούτε η Κλυμένη, ούτε η Ρόδος
σε κρατεί, ούτε της Αιαίας Κίρκης η πανωραία μάνα,
ούτε η Κλυτία, που, αν και ήταν σε καταφρόνια, μ’ εσέ μαζί
ζητούσε να κοιμάται, και πληγμένη εκείνον τον χρόνο ήταν βαριά.
Η Λευκοθόη σε έχει κάνει να λησμονήσεις εσύ πολλά·
Γέννησε τούτην η Ευρυνόμη, η πιο ωραία από το γένος
το ευωδιασμένο· όταν η κόρη μεγάλωσε όμως ξεπερνούσε
σ’ όψη τη μάνα, όσο η μάνα ξεπερνούσε όλες τις άλλες.
Ο Όρχαμος ήταν πατέρας τούτης σ’ Αχαιμενίδες πόλεις ρήγας·
έβδομος απαριθμείται τούτος από του Βήλου το αρχαίο γένος.
Τα άλογα του Ήλιου έχουν τις βοσκές κάτω από της Εσπερίας το κλίμα·
αντί για χλόη αμβροσία τρώγουν, που τα κουρασμένα μέλη
τρέφει από τον κόπο της καθεμιάς μέρας και για νέο μόχθο ανανεώνει.
Κι ενώ την ουράνια βοσκή τ’ άλογα πέρα εκεί καρπούνται
κι η νύχτα το ιδικό της μέρος κάνει, τότε μπαίνει ο θεός
στην ερωτική την κάμαρά της, αφού της Ευρυνόμης την όψη πήρε,
της μάνας· ανάμεσα σε δώδεκα δούλες βλέπει στο φως
τη Λευκοθέη, να στρίβει το αδράχτι και λεπτό νήμα να γνέθει.
Πολλά φιλιά της έδωσε, όπως η μάνα σ’ αγαπημένη κόρη, και ύστερα
στις δούλες είπε: « Ένα μυστικό στην κόρη μου έχω να πω, γι’ αυτό κοπέλες
αποσυρθείτε, να μη στερήσετε από τη μάνα το δικαίωνα
να λέει στη θυγατέρα της τα μυστικά της.»
Πείστηκαν εκείνες· κι ως χωρίς μαρτύρους έμεινε στη κάμαρη της κόρης,
της είπε ο θεός: «Είμαι εκείνος, όπου το μακρύ το έτος μετράω,
που όλα τα βλέπω, που από μένα η γη τα πάντα θωρεί, το μάτι
όλου του κόσμου· πίστεψε, πολύ μ’ αρέσεις.» Σαστίζει από φόβο εκείνη
και ως χαλαρώσαν τα δάχτυλά της, της έπεσαν ρόκα κι αδράχτι.
Σ’ αυτή ταίριαζε ο φόβος· εκείνος χωρίς να χάσει χρόνο
Την αληθινή του όψη πήρε και ση συνηθισμένη του λαμπρότητα·
Και η παρθένα, που από την αιφνίδια θεία θωριά του εξεπλάγη,
νικημένη από τη λάμψη του, εκούσια υποτάχθηκε στην ερωτική αγκάλη.
Ζήλεψε τότε η Κλυτία- γιατί σ’ εκείνη του Ήλιου ο έρωτας
ήταν μεγάλος- κι ερεθισμένη από της ερωμένης το θυμό
την απιστία σ’ όλους μαρτύρησε και στο γονιό της τη δυσφήμησε
καθώς το φανερώνει· εκείνος καθώς ήταν απηνής κι άγριος- παρ’ ότι
τον παρακαλούσε υψώνοντας τα δυο της χέρια στο φως τοη Ήλιου, του είπε
«εκείνος δική του μ’ έκανε χωρίς να θέλω»- τη ρίχνει μέσα στης γης τα βάθη
χωρίς να νιώσει λύπηση και πάνω στο κορμί της μάζεψε σωρό βαριάς άμμου.
Του Υπερίονα ο γιος τούτη με τις ακτίνες του σκορπά, και δρόμο δίνει,
απ’ όπου μπορείς στο φως να φέρεις το πρόσωπο απ’ το βάθος του τάφου.
Όμως, εσύ δεν ημπορούσες από το βάρος της άμμου το εξαντλημένο κεφάλι
να σηκώσεις, και άψυχο το σώμα σου κειτόταν, νύφη.
Ο ηνίοχος των φτερωτών αλόγων, λένε, οικτρότερο θέαμα από ‘κεινο
δεν είδε άλλο, μετά από τη φωτιά τη Φαεθόντεια.
Να ξαναφέρει στη ζωή εκείνος πασχίζει ζεσταίνοντας τα μέλη τα ψυχρά,
αν ημπορούσε, με τις δυνάμεις που ‘χουν οι ζωογόνες ακτίνες του·
κι επειδή σε τέτοιες πράξεις η μοίρα πάντα εναντιούται,
ράντισε τότε ο ίδιος σώμα και τόπο με μυρωμένο νέκταρ
και πριν πολύ θρηνήσει, είπε: «Στον αιθέρα όμως θ’ ανέβεις».
Και το ποτισμένο σώμα με το ουράνιο θεϊκό το νέκταρ, αμέσως
έλειωσε κι από τη γη τότε βρέχει με τη δική του ευωδία·
και μέσα στους βώλους άπλωσε ήσυχα ρίζες κι ένα βλαστάρι
υψώθηκε από λιβάνι κι η κορυφή του το χώμα σχίζει.
Δεν ξανάρθε ο φωτοπλάστης πλέον στην Κλυτία, αν και να συγχωρήσει
ο έρωτας τη λύπη ημπορούσε, καθώς και την αγγελία η λύπη,
κι έπαψε πλέον τον έρωτα που ‘χε για κείνη.
Από έρωτα φρενήρη για εκείνον έλιωνε η ίδια·
μακριά απ’ τις νύμφες κάθεται μέρα και νύχτα από τον αιθέρα κάτω
στο χώμα γυμνή κι άθλια, μ’ ακάλυπτη την κεφαλή και ξέπλεκα τα μαλλιά της,
χωρίς καθόλου ν’ αγγίξει φαγητό ή και νερό για εννιά μέρες·
την ασιτία έτρεφε με δάκρυα μόνο και με δροσούλα·
στη γη κάτω διόλου δεν εκινιόταν· εθώρει μόνο την όψη του θεού
που πορευόταν και προς εκείνον τούτη έστρεφε το πρόσωπό της.
Λένε πως στη γη ριζώσαν τα μέλη της, και η χλωρή ωχρή χλωμάδα της
πιάνοντας μέρος του χρώματός της το έχει άναιμη χλόη κάνει·
κόκκινο είναι ένα μέρος της, και όμοιο με ίο άνθος καλύπτει το πρόσωπό της·
εκείνη, αν κι από τις ρίζες της κρατιέται, προς τον δικό της
τον Ήλιο πάντα στρέφει με την ίδια αγάπη, αν κι αλλαγμένη σε φυτό. ]] (Οβίδιος, “Μεταμορφώσεις”, βιβλ. IV, 204 -270)
Άλλη αγαπημένη του θεού Ήλιου ήταν η Κλυμένη, θυγατέρα της Τηθύος και σύζυγος του μέροπα, που βασίλευε στη χώρα των Αιθιόπων. Καρπός αυτουνού του έρωτα ο Φαέθοντας, που σαν μεγάλωσε και αμφισβητούσαν τη θεία καταγωγή του, ζήτησε να οδηγήσει το άρμα του πατέρα του, για να του αποδείξει πως ήταν γιος του. Ο Ήλιος για να τον βεβαιώσει πως ήταν γιος του είχε ορκιστεί στα ιερά νερά της Στύγας, πως θα του έκανε ό,τι κι αν του ζητούσε. Έτσι δεσμευμένος με μεγάλο όρκο, δεν μπορούσε να μην τον τηρήσει. Τα θεία άλογα σαν κατάλαβαν πως ο αρματηλάτης δεν ήταν τ’ αφεντικό τους, ξέφυγαν από την καθορισμένη πορεία τους προκαλώντας πολλές καταστροφές στη γη. Έτσι αναγκάστηκε ο βασιλιάς του κόσμου, ο βροντόχαρος Δίας, να εξαπολύσει έναν κεραυνό και να σκοτώσει τον αδέξιο ηνίοχο, βυθίζοντας σε πένθος τον πατέρα του Ήλιο, ο οποίος ήταν η αιτία του θανάτου του. (Γι’ αυτόν τον μύθο αναφέρουμε εκτενώς στο παράρτημα… )
Μα πάνω απ’ όλες τις γυναίκες, ο Ήλιος φαίνεται ν’ αγάπησε πιο πολύ τη Ρόδο, που ‘ταν κόρη της Αμφιτρίτης ή της Αφροδίτης. Ο Πίνδαρος μας αναφέρει πως η Ρόδος ήταν θυγατέρα της Αφροδίτης:
[[ Τώρα κι εγώ κατέβηκα με φόρμιγγα και αυλούς
και με τον Διαγόρα αντάμα, τη θαλασσινή
της Αφροδίτης κόρη υμνώντας,
τη Ρόδο, του Ήλιου τη νύφη]] (Πίνδαρος, Ολυμπιόνικος, 7, 13-14)
Σύμφωνα με τη μυθολογία μας, όταν ο Δίας αποφάσισε να μοιράσει τη Γη στους Θεούς του Ολύμπου, μετά τη νίκη τους στη Γιγαντομαχία, ο Θεός Ήλιος έλειπε σε ένα από τα καθημερινά του ταξίδια που έκανε πάνω από τη Γη για να τη φωτίζει τη όλη. Έτσι, οι υπόλοιποι Θεοί του Ολύμπου, τον ξέχασαν και δεν του έβγαλαν κλήρο. Όταν γύρισε από το ταξίδι του και το αντιλήφθηκαν, ο Δίας θέλησε να ξανά κάνει από την αρχή τη μοιρασιά της Γης, για να μη μείνει αδικημένος ο Ήλιος. Εκείνος όμως δεν το επέτρεψε, διότι έβλεπε να αναδύεται από τα βάθη της θάλασσας ένα κομμάτι γης. Τότε ζήτησε από το Δία, η χώρα που θα αναδυόταν από τη θάλασσα, όταν εκείνος θα ανέτελλε το επόμενο πρωί θα ήταν δικιά του. Έτσι ο Δίας, κάλεσε τη Λάχεση να δώσει όρκο, πως αυτή η χώρα θα ήταν κλήρος του Θεού Ήλιου.
Πράγματι αναδύθηκε μέσα από τη θάλασσα ένα όμορφο νησί, το οποίο δόθηκε στο Θεό Ήλιο. Στο νησί αυτό, πήγε και κατοίκησε με την αγαπημένη του, την Νύμφη Ρόδο, και το νησί πήρε το όνομα της αγαπημένης του. Εκεί απόκτησαν εφτά σοφούς γιους: τον Όχιμο, τον Κέρκαφο, τον Μάκαρο, τον Ακτίονα, τον Τενάγη, τον Τριόπα, τον Κάνδαλο και μια κόρη, την Ηλεκτρυώνη.. Ένας από αυτούς, ο Κέρκαφος, έκανε τρεις άλλους γιους: τον Ιαλυσό, τον Κάμειρο και τον Λίνδο, στους οποίους μοίρασε το νησί σε τρία ίσα μέρη, όπου στη γη τους έχτισαν τις τρεις μεγάλες πόλεις στο νησί της Ρόδου, που πήραν και το όνομά τους.
Για όλα αυτά ο Πίνδαρος έχει γράψει:
[[ Κι όπως πολλές το ανιστορούν ανθρώπων
διηγήσεις, όταν ο Δίας
κι οι αθάνατοι μοιράζονταν τη γη,
ακόμα η Ρόδος δεν φαινόταν στο κύμα του πελάγου,
γιατ᾽ ήταν στ᾽ αρμυρά βάθη το νησί κρυμμένο.
Αλλά του Ηλίου που έλειπε λαχνό δεν όρισε κανείς,
κι έτσι άκληρο από μερίδιο γης αφήσαν
τον αγνό θεό.
Το θύμισε στον Δία που θέλησε
τη μοιρασιά να ξαναρχίσει. Όμως εκείνος τον εμπόδισε, γιατί
έβλεπε, όπως είπε, απ᾽ τον βυθό της
γκρίζας θάλασσας μια γη να ξεπροβάλλει
πολύβοσκη για τους ανθρώπους και φιλική για τα κοπάδια.

Πρόσταξ᾽ ευθύς τη Λάχεση τη χρυσομαντηλούσα
τα χέρια της να υψώσει και τον μέγα όρκο των θεών
να μην τον παραβεί
και με τον γιο του Κρόνου να κατανεύσει
πως, άμα αυτή η γη στον φωτεινό προβάλλει αιθέρα,
για πάντα πια δικό του γέρας
θα ᾽ναι. Και η ουσία των λόγων του
βγήκε αληθινή. Να, το νησί ξεπρόβαλε

μέσ᾽ απ᾽ το υγρό το κύμα,
και το ᾽χει πια ο πατέρας που γεννά τις αιχμηρές ακτίνες,
των πυρίπνοων ο αφέντης αλόγων.
Εκεί μια μέρα έσμιξε με τη Ρόδο και μαζί της γέννησε
εφτά γιους, που κληρονόμησαν τους πιο σοφούς
στοχασμούς μες στους ανθρώπους του παλιού καιρού.
Κι απ᾽ αυτούς ένας είχε γιο του τον Κάμειρο,
τον Ιάλυσο τον πρωτότοκο
και τον Λίνδο. Στα τρία μοιράστηκαν
την πατρική τη χώρα κι έχει ο καθείς ξεχωριστά το μερτικό
της γης του και οι πόλεις πήραν από κείνους τ᾽ όνομά τους.]] (Πίνδαρος, Ολυμπιόνικος, 7, 54-75)
Στη Ρόδο τιμούσαν τον θεό Ήλιο και πραγματοποιούσαν κάθε 4 χρόνια εντυπωσιακές γιορτές προς τιμήν του, στις οποίες συμπεριλάμβαναν αρματοδρομίες και αθλητικούς αγώνες. Κάθε χρόνο οι Ρόδιοι έριχναν στην θάλασσα ένα στολισμένο τέθριππο. Ο περίφημος Κολοσσός της Ρόδου, ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου, που δημιουργήθηκε το 284 π.Χ, ήταν η εικόνα του Θεού Ήλιου. Ο Πλίνιος αναφέρει πως ήταν 105 πόδια ψηλός και πως ένα από τα δάκτυλά του ήταν μεγαλύτερο. Κατέρρευσε μετά από σεισμό, 66 χρόνια μετά την ανέγερσή του.
Συναντάμε περιορισμένη άμεση λατρεία του Ήλιου στην Αρχαία Ελλάδα, αν και υπάρχουν ίχνη αρχαιότερων τελετών. Ο Πλάτωνας λέει πως οι πρώτοι Έλληνες υπάκουαν στον ανατέλλοντα και δύοντα Ήλιο. Ο Παυσανίας, στην "Περιήγησή" του, αναφέρει αρκετούς βωμούς αφιερωμένους στον Ήλιο, κυρίως σε απομονωμένες περιοχές. Αλλά το κέντρο της λατρείας του στην ηπειρωτική Ελλάδα, βρισκόταν στην Κόρινθο που ονομαζόταν και Ηλιούπολις. Στην αγορά της Κορίνθου υπήρχαν προπύλαια πάνω στα οποία υψώνονταν δύο άρματα επίχρυσα, με τον Φαέθοντα, τον γιό του Ήλιου πάνω στο ένα και τον ίδιο τον Ήλιο, στο άλλο (Παυσανίας, ΙΙ 3,2).
Στην Κρήτη, ο Ήλιος λατρεύτηκε με την μορφή ταύρου. Ο μύθος εξάλλου της Πασιφάης, της κόρης του Ήλιου, που ερωτεύεται έναν ταύρο, ανάγεται σε μια παλιά αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο ηλιακός Θεός με την μορφή ταύρου και η Θεά της Σελήνης με τη μορφή αγελάδας ενώθηκαν σε ιερό γάμο.
Βρίσκουμε στους "Νόμους" του Πλάτωνα τον Σωκράτη να προσεύχεται στον ανατέλλοντα Ήλιο.
Στη Θρινακία- κατ’ άλλους στην Τρινακρία- που όπως έλεγαν βρισκόταν κοντά στη Σικελία, βρίσκονταν τα κοπάδια του Ήλιου, τα οποία φύλαγαν οι Ηλιάδες κόρες, η Λαμπετίη και η Φαέθουσα, που τις είχε γεννήσει η η Νέαιρα, άλλη αγαπημένη του θεού. Η πρώτη κόρη φρόντιζε τα βόδια και η δεύτερη τα πρόβατα. Κάθε είδος είχε εφτά κοπάδια και σε κάθε κοπάδι υπήρχαν πενήντα ζώα. Σ’ αυτά τα κοπάδια έπρεπε να μείνει σταθερός ο αριθμός, μήτε να αυξηθεί, αλλά και μήτε να ελαττωθεί. ( 7x 50= 350, αναγόμαστε το έτος, που ημερολογιακά έπρεπε να είναι σταθερό). Όποιος τα πείραξε, τον περίμενε μεγάλη τιμωρία. Η Κίρκη συμβουλεύει τον Οδυσσέα να μην πειράξουν τα κοπάδια του πατέρα της, του Ήλιου:
[[ Στης Θρινακίας το νησί θα φθάσεις, όπου βόσκουν
βόδια του Ηλίου πάμπολλα και σαρκωμέν' αρνία·
βοδιών επτά κοπές, αρνιών επτά, κι έχει πενήντα
κάθε κοπή· και δεν γεννούν, αλλ' ούτε ολιγοστεύουν·
δυο νύμφες καλοπλέξουδες επιστατούν εκείνα,
Φαέθουσα και Λαμπετιά, και θυγατέρες είναι
του Ηλίου του Υπερίονα και της καλής Νεαίρας.
τες γέννησε και ανάστησεν η σεβαστή μητέρα,
και εις το νησί τες έβαλε να ζουν της Θρινακίας,
τα πατρικά τους πρόβατα και βόδια να φυλάγουν.
και αν δεν τα εγγίζεις κι εννοιασθείς για την επιστροφή σου,
τότε, και αν πάθετε πολλά, θα φθάστε εις την Ιθάκη·
αλλ' αν τα βλάψεις, όλεθρο προβλέπω εις το καράβι
και εις τους συντρόφους· και αν σωθείς μόνος εσύ, θα φθάσεις
αργά και κακώς έχοντας, και από συντρόφους έρμος». ]] (Όμηρος, Οδύσεια, μ΄, 127- 141)
Οι σύντροφοι του Οδυσσέα, όμως, παράκουσαν τις εντολές του, έσφαξαν από τα βόδια του και γι’ αυτό τιμωρήθηκαν. Δεν τους τιμώρησε ο ίδιος ο θεός. Αλλά παραπονέθηκε στον Δία και τον πνιγμό τους τον προκάλεσε ο συννεφοσυνάχτης Δίας. Μας αναφέρει ο Όμηρος:
[[ Κι έτρεξε ευτύς η Λαμπετώ, με το συρτό φουστάνι,
μαντατοφόρα γλήγορη, στον Ήλιο να μηνύσει
πως του 'σφαξαν τα βόδια του· κι ο Ήλιος θυμωμένος
τους αθανάτους φώναξε και τους παρακαλούσε·
«Δία πατέρα, κι οι λοιποί μακαριστοί κι αιώνιοι,
πλερώστε εσείς τους άσεβους συντρόφους του Δυσσέα,
που τα γελάδια μου 'σφαξαν, που με χαρά θωρούσα
στον ουρανό όταν πήγαινα τον αστροστολισμένο,
και πίσω πάλε όταν στη γης γυρνούσα απ' τα ουράνια.
Και των βοδιών την πλερωμή, που πρέπει, αν δε μου δώσουν
θα πάω στον Άδη να χωθώ και στους νεκρούς να φέγγω».
Κι ο Δίας τότε απάντησε ο συγνεφοσυνάχτης·
«Ήλιε μου, λάμπε στους θεούς και στους θνητούς στον κόσμο,
κι εγώ μ' αστροπελέκι μου - στο τάζω - φλογισμένο
να σπάσω το καράβι τους στη μέση του πελάγου».]] (Όμηρος, Οδύσεια, μ΄, 374- 387)
Ο Ήλιος είναι ο κατ' εξοχὴν θεός της όρασης. Και εξ αιτίας του φωτός που παρέχει ο Ήλιος είναι εφικτή η όραση. Σύμφωνα με τν Πλάτωνα, το κυριότερο όργανο του ανθρώπου είναι οι οφθαλμοί του, που ονομάζονται φωσφόροι. Το ανόθευτο πυρ της ψυχής είναι ομοειδές με το ηλιακό φως και ρέει από τους οφθαλμούς λείο και πυκνό. Καθώς το ρεύμα της όρασης ρέει προς τα έξω, συνενώνεται με το ομοειδές του ηλιακό φως, δημιουργώντας ένα ομογενές πεδίον, που είναι οικείο στην ευθεία των οφθαλμών.
Όλοι οι μύστες τον τίμησαν και κάποιοι έγραψαν θαυμάσιους ύμνους για τον Ήλιο:
[[ Εισάκουσέ με, βασιλέα του νοητικού πυρός, Τιτάνα με τα χρυσά ηνία, εισάκουσέ με,
χορηγέ του φωτός, βασιλέα, που ο ίδιος κρατάς το κλειδί της ζωογόνας πηγής και διοχετεύεις από ψηλά πλούσιο ρεύμα αρμονίας στους Κόσμους της ύλης.
Εισάκουσέ με. Γιατί εσύ, που βρίσκεσαι στην υπέρ του αιθέρος μεσαία έδρα και κατέχεις τον ολοφώτεινο δίσκο, την καρδιά του Κόσμου, γέμισες τα πάντα με τη δική σου πρόνοια που διεγείρει τον νου…
Ζωσμένοι οι πλανήτες με τους αιώνιους πυρσούς σου, στέλνουν με τους αδιάκοπους και ακούραστους χορούς τους ζωογόνες σταγόνες στα επιχθόνια. Κάτω από τις επαναλαμβανόμενες πορείες του άρματός σου αναβλάστησε ολόκληρη η πλάση σύμφωνα με την τάξη των Ωρών.
Ο ορυμαγδός των ιόντων συγκρούονταν μεταξύ τους σταμάτησε μόλις εμφανίστηκες από τον άρρητο γονιό σου. Μπροστά σου υποχώρησε ο ακλόνητος χορός των Μοιρών. Και ξανακλώθουν πάλι το νήμα της άφευκτης ανάγκης, όταν θελήσεις.
Γιατί ολόγυρα κυβερνάς, ολόγυρα βασιλεύεις με ισχύ. Από τη δική σου σειρά ξεπήδησε ο βασιλιάς του τραγουδιού που υπακούει στο θείο, ο Φοίβος. Ψάλλοντας θεόπνευστα τραγούδια με τη συνοδεία της κιθάρας ησυχάζει το μεγάλο κύμα της βαριόηχης πλάσης.
Από τον δικό σου σωτήριο θίασο ξεπήδησε ο γλοικόδωρος Παιάνας και επέβαλε στον πλατύ κόσμο τη δική του υγεία, γεμίζοντας τον με άφθαρτη αρμονία. Εσένα υμνούν ως ξακουστό πατέρα του Διονύσου.
Άλλοι πάλι στα τραγούδια σε εξυμνούν ως βακχικό Άττη στα απώτατα βάθη της ύλης και άλλοι ως όμορφο Άδωνη.
Φοβούνται την απειλή του γοργού μαστιγίου σου οι αγριόψυχοι δαίμονες που βλάπτουν τους ανθρώπους και μηχανεύονται κακά για τις δύστυχες ψυχές μας, προκειμένου για πάντα μέσα στον πάτο της βαριόηχης ζωής να υποφέρουν πεσμένες στα δεσμά του σώματος και έτσι να ξεχάσουν την ολοφώτεινη αυλή του υψηλού πατέρα.
Εσύ όμως, άριστε των θεών, στεφανωμένε με πυρ, όλβιε δαίμονα, εικόνα του θεού που γέννησε τα πάντα, ανυψωτή των ψυχών, εισάκουσέ με και καθάρισέ με για πάντα από κάθε αμαρτία.
Δέξου την πολυδακρισμένη ικεσία, σώσε με από τις ολέθριες κηλίδες, φύλαγε με μακριά από τις Ποινές καταπραΰνοντας το γρήγορο μάτι της Δικαιοσύνης που βλέπει τα πάντα.
Με σωτήρια βοήθειά σου ας χαρίζεις για πάντα στην ψυχή μου το αλεξίκακο αγνό φως, διαλύοντας τη φαρμακερή ομίχλη που καταστρέφει τους θνητούς.
Χάρισε ακόμα την ακεραιότητα και την υγεία με τα λαμπρά της δώρα στο σώμα μου και οδήγησέ με στη δόξα, ώστε σύμφωνα με τους θεσμούς των προγόνων να καλλιεργώ τα δώρα των ωριοπλόκαμων Μουσών.
Και δώσε μου, άναξ, αν θες, αδιατάρακτη ευτυχία για την λατρευτή ευσέβεια μου. Όλα μπορείς να τα κάνεις εύκολα.Γιατί έχεις ισχυρή και άπειρη δύναμη. Κι αν μας απειλεί κανένα κακό προερχόμενο από την άτρακτο της Μοίρας που περιστρέφεται ελικοειδώς κάτω από τα νήματα που κινούνται από τα άστρα, διώχνε το εσύ με τη μεγάλη φεγγοβολή σου. ]] (Πρόκλος, Ύμνος στον Ήλιο)
Αργότερα ο Ήλιος ταυτίστηκε με τον Απόλλωνα. Αυτό δεν είναι σωστό, γιατί υπάρχει μία σημαντική διάκριση μεταξύ τους. Ο Ήλιος είναι το «αισθητόν ον» και αποτελεί αντανάκλαση του νοητού θεού Απόλλωνα και των Ιδεών του επί του αισθητού πεδίου. Έτσι δεν είναι ορθό να θεωρούμε ότι ταυτίζονται, αλλ’ ότι ο Ήλιος προέρχεται από τον Απόλλωνα και πως αποτελεί μία από τις ελλόγιμες εκφράσεις του θεού. Συνεπώς ο Ήλιος είναι ο ορατός θεός ενώ ο Απόλλωνας είναι ο νοητός, ο οποίος είναι το αίτιο και αρχή του ορατού. Μεταφυσικά, η ύπαρξη του Ήλιου οφείλεται στον Απόλλωνα, ενώ η ύπαρξη του Απόλλωνα δεν οφείλεται στον Ήλιο, αλλά είναι αυθύπαρκτος και απορρέει από τον εαυτό του. Κλείνουμε αυτό το αφιέρωμα στον Ήλιο με το ακόλουθο απόσπασμα:
[[ ὅθεν οἱ μὲν πολλοὶ τῶν
προγενεστέρων ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν ἡγοῦντο θεὸν Ἀπόλλωνα
καὶ ἥλιον· οἱ δὲ τὴν καλὴν καὶ σοφὴν ἐπιστάμενοι
καὶ τιμῶντες ἀναλογίαν, ὅπερ σῶμα πρὸς ψυχὴν ὄψις δὲ
πρὸς νοῦν φῶς δὲ πρὸς ἀλήθειάν ἐστι, τοῦτο τὴν ἡλίου
δύναμιν εἴκαζον εἶναι πρὸς τὴν Ἀπόλλωνος φύσιν, ἔκγονον
ἐκείνου καὶ τόκον ὄντος ἀεὶ γιγνόμενον ἀεὶ τοῦτον
ἀποφαίνοντες. ἐξάπτει γὰρ καὶ προάγεται καὶ συνεξορμᾷ
τῆς αἰσθήσεως τὴν ὁρατικὴν δύναμιν οὗτος ὡς τῆς ψυχῆς
τὴν μαντικὴν ἐκεῖνος.]] (Πλούταρχος, Περί του μη χραν έμμετρα νυν την Πυθίαν, 42)


Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018

" Απειλείται η εθνική μας ακεραιότητα "

Για την παραχώρηση του ονόματος Μακεδονία, απο την κυβέρνηση, στη ΠΓΔτΜ

Οι καιροί ου μενετοί.
Όταν φοβάσαι να πεις ότι αγαπάς την πατρίδα σου κι όταν -ακόμα χειρότερα την ξεπουλάς- αυτό είναι ραγιαδισμός.
Όταν δεν φοβάσαι να πεις ότι την αγαπάς και έχεις το θάρρος να το βροντοφωνάξεις, αυτό δεν είναι εθνικισμός, είναι πατριωτισμός!
Και η Ελλάδα σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, έχει ανάγκη από πατριώτες!

το άρθρο >> CNN

Ο θεός Ήλιος

[[ δαμ- ων ]]

Α΄ μέρος
Ο καθορισμός του έτους, οι αλλαγή των εποχών, ακόμη και οι μεγάλες θρησκευτικές γιορτές συνδέονται με την κίνηση του Ήλιου. Έτσι θ’ αρχίσουμε τις εφετινές δημοσιεύσεις μας με ένα μικρό αφιέρωμα στον Ήλιο. Τον Ήλιο όπως τον αντιλαμβάνονταν οι πρόγονοί μας σαν θεότητα.
Ένας από τους πιο σεβάσμιους θεούς στην αρχαιότητα ήταν ο Ήλιος. Ο Ήλιος κατά την “Θεογονία” του Ησίοδου, ήταν γιος του Τιτάνα Υπερίωνα και της Τιτανίδας Θείας. Τούτοι ήσαν παιδιά του Ουρανού και της Γης. Αδέλφια, λοιπόν και σύζυγοι ο Υπερίωνας και η Θεία είχαν την ευτυχία να γίνουν οι γονείς του «μεγάλου και υπέρλαμπρου» Ήλιου, της «λαμπερής» Σελήνης και της Ηώς ή Αυγής.
Ο Βοιωτός ποιητής γράφει:
[[ Κι η Θεία τον Ήλιο το μεγάλο γέννησε και τη λαμπρή Σελήνη
και την Ηώ που δίνει φως σε όλους όσους κατοικούν πάνω στη γη
και στους αθάνατους θεούς που τον πλατύ τον ουρανό κατέχουν.
Τους γέννησε αφού υποτάχθηκε στον έρωτα του Υπερίονα.]] (Ησίοδος, Θεογονία, 371- 374)
Σε έναν Ομηρικό ύμνο, έχουμε την πληροφορία πως μητέρα του Ήλιου ήταν η Ευρυφάεσσα, όπου, όμως, δεν αφήνεται το περιθώριο να εννοήσουμε ότι πρόκειται για διαφορετικό πρόσωπο, γιατί την ονομάζει όμαιμη του Υπερίωνα και ότι γέννησε ακριβώς τα ίδια παιδιά:
[[ Πάλι, παιδί του Δία, Μούσα Καλλιόπη, άρχισε να εξυμνείς
τον ήλιο που ακτινοβολεί που η Ευρυφάεσσα, βοϊδομάτη
γέννησε για το παιδί της Γαίας και του Ουρανού μ’ αστέρια.
Γιατί ο Υπερίωνας πήρε την ξακουστή Ευρυφάεσσα, την όμαιμη
που του γέννησε ωραιότατα παιδιά και την Ηώ
με ροδόχροους βραχίονες και τη Σελήνη με την όμορφη κόμη
και τον ακαταπόνητο Ήλιο, παρόμοιο με τους αθάνατους,
που φωτίζει τους θνητούς και τους αθάνατους θεούς
ανεβασμένος στους ίππους του. Βέβαια φρικαλέοι οι οφθαλμοί
διακρίνουν απ’ τη χρυσή περικεφαλαία του. Και λαμπερές ακτίνες
απ’ αυτόν γυαλίζουν φωτεινές στους κροτάφους κι η λαμπρή
χαίτη τους απ’ το χαριτωμένο κεφάλι εκτείνεται στην όψη
την περίοπτη. Και λάμπει γύρω απ’ την επιδερμίδα του όμορφο
ένδυμα λεπτοδουλεμένο μα το φύσημα του ανέμου. Κάτω οι αρσενικοί
ίπποι. Συνεπώς, αφού έστησε το άρμα του με το χρυσό ζυγό κι άλογα
[εκεί αναπαύεται στην άκρη τ’ ουρανού έως ότου αμέσως]
κατευθύνεται θαυμάσιος μέσω του ορίζοντα προς τον Ωκεανό.
Χαίρε, βασιλιά, πρότασσε την ευχαρίστησή μας με μια ζωή ευμενή.
Αφού μάλιστα αρχίσω από σένα, θα εγκωμιάσω το γένος
των προικισμένων με φωνή θνητών
ημιθέων που οι θεοί έδειξαν τα έργα τους στους θνητούς. ]] (Ομηρικοί Ύμνοι, Εις Ήλιον)
Σε ακόμη πιο παλιά παράδοση ο Ήλιος και ο Υπερίωνας ταυτίζονται, και δεν είναι γιος και πατέρας. Αυτή μας μεταφέρει ο Όμηρος στην “Ιλιάδα” και στην “Οδύσσεια”, όπως λ.χ.:
[[ δυο νύμφες καλοπλέξουδες επιστατούν εκείνα,
Φαέθουσα και Λαμπετιά, και θυγατέρες είναι
του Ηλίου του Υπερίονα και της καλής Νεαίρας ]]
Οι πρόγονοί μας φαντάστηκαν τον Ήλιο, ή καλύτερα τον ηλιακό δίσκο σαν ένα μάτι του ουρανού, που από ψηλά επιτηρεί κάθε μορφή ζωής πάνω στη γη. Άλλοτε τον φαντάζονταν σαν ένα ολόκληρο πρόσωπο, με πλούσια χρυσόξανθα μαλλιά, ή με ένα στεφάνι ή με ένα στέμμα, που ήσαν οι ακτίνες του. Αφού αυτό το πρόσωπο ήταν αναγκασμένο καθημερινά να κάνει το μεγάλο ταξίδι του στον ουρανό για να ακτινοβολεί και να θερμαίνει, φαντάζονταν τον ημεροδρόμο με φτερά.
Αργότερα ο ακούραστος ημεροδρόμος έγινε ένας ηνίοχος και πολεμιστής, πάνω σε ένα λαμπρό άρμα, που το ‘σερναν φτερωτά άλογα. Ο Ήλιος φορούσε χιτώνα από φως και στο κεφάλι φορούσε αστραφτερή περικεφαλαία. Στο χέρι του κρατούσε τόξο και εκτόξευε τα βέλη του, που ήσαν οι ηλιαχτίδες. Αυτό το όμορφο και λαμπρό παλικάρι μαχόταν με τα δαιμονικά του σκοταδιού, της ομίχλης και της συννεφιάς και πάντα ήταν αυτός ο νικητής! Το άρμα του ήταν από φωτιά και το ‘σερναν δυο ή τέσσερα άλογα. Τους έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες διάφορα ονόματα: Ερυθραίος (κόκκινος)- Ξάνθος (ξανθός)- Πυρόεις (πύρινος)- Φλέγων (φλογερός)- Στεροπή (αστραπή)- Βροντή- Λάμπος (λάμψη)- Φαέθων (φωτεινός)- Αίθων (λαμπρός)- Αιθίοψ (μαύρος)- Ηώος (αυγινός)- Ακταίων (μετέωρος)- Χρόνος- Φιλόγαιος (φίλος της γης). Κάποια απ’ αυτά τα άλογα είχε χαρίσει τον γιο του Αιήτη, και στην εγγονή του Μήδεια. Ακόμη και στον Ηρακλή είχε χαρίσει. Τα άλογα του Ήλιου ήσαν αθάνατα και καθημερινά τα τάιζε μ’ ένα μαγικό βοτάνι, που μόνο στα νησιά των Μακάρων φύτρωνε την εποχή της Άνοιξης, κι ήταν παρόμοιο με την αμβροσία.
Κάθε πρωί, για να κάνει την ημερήσια διαδρομή του στον ουρανό, ο Ήλιος σηκώνεται από τη μια μεριά του μεγάλου Ωκεανού, αφήνει πίσω του την χώρα του, την Αία, υψώνεται πάνω από την Ερυθρά θάλασσα και των Αιθιόπων τη χώρα, όπου περνά τον περισσότερο χρόνο τον χειμώνα, και κατευθύνεται προς του ουρανού το κέντρο, πάνω απ’ όλες τις χώρες, στις οποίες χαρίζει θερμότητα και φως. Μετά αρχίζει να κατηφορίζει προς τα βουνά για να καταλήξει στην άλλη άκρη του Ωκεανού, την Ερύθεια, όπου βρίσκονται και τα ιερά του κοπάδια με τα κατακόκκινα βόδια. Στο ξεκίνημα και στην επιστροφή του έχει την βοήθεια των Ωρών και των Νηρηίδων. Αυτές τον χαιρετούν και τον παραστέκουν. Κάθε πρωί η Θέτιδα του ανοίγει την πόρτα του αμαξοστάσιου, ενώ το βράδυ ο Ποσειδώνας τον περιμένει στην άκρη του Ωκεανού, όπου ο Φωσφόρος παίρνει τα κουρασμένα από τον ουράνιο δρόμο άλογα για να τα καθαρίσει από τον ιδρώτα, να τα ταΐσει και να τα ξεκουράσει.
Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του “Ίων”, περιγράφει την ανατολή του Ήλιου:
[[ Να, το λαμπρό τετράλογο άρμα·
ο ήλιος που τη γη φωτίζει κιόλας
και τα’ άστρα που, διωγμένα από τη φλόγα
του αιθέρα, μες στη νύχτα
φεύγουν την ιερή.
Του Παρνασσού τα κορφοβούνια
τ’ απάτητα, λαμποκοπώντας
το δίσκο τον ολόφωτο υποδέχονται
για χάρη των θνητών. ]] (Ευριπίδης, Ίων, 82-88)
ενώ ο Στησίχορος περιγράφει την δύση του Ήλιου, όπου σαν καλός οικογενειάρχης επιστρέφει στο σπίτι του::
[[ Κι ο Ήλιος εκατέβαινε σε χρυσαφένιο τάσι,
ο γιός του Υπερίωνα, τον Ωκεανό περνώντας,
να φτάσει μέσα στης νυχτός της ιερής τα βάθη
στη μάνα, στη γυναίκα, στ’ αγαπητά παιδιά του. ]]
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται κι ο τραγικός μας ποιητής Αισχύλος:
[[ το ιερό της θάλασσας της κόκκινης το ρέμα,
τον πορφυρένιο το βυθό, την παντοτρόφο λίμνη
των Αιθιόπων τη λαμπρή, στου ωκεανού την άκρη,
όπου τ’ αθάνατο κορμί ο παντεπόπτης Ήλιος
και των ατιών τον κάματο πάντα σ’ αυτό τον τόπο
χύνοντας απ’ το μαλακό θερμό νερό αναπαύει. ]]
Πριν να ξεφύγουν από το γεωκεντρικό σύστημα οι πρόγονοί μας, έπρεπε να δικαιολογήσουν πως από τη δύση, το επόμενο πρωινό ο Ήλιος βρίσκεται πάλι στην ανατολή. Ο Μίμνερμος περιγράφει, λοιπόν, ένα χρυσό φτερωτό κρεβάτι που κατά τη διάρκεια της νύχτας μεταφέρει τον κοιμισμένο θεό στην αφετηρία του:
[[ Κι αυτόν, μέσ’ απ’ τα κύματα το ζηλευτό κρεβάτι,
το πλουμιστό, στου Ήφαιστου τα χέρια δουλεμένο,
κι από χρυσάφι ακριβό και με φτερά αποκάτω,
πάνω στην άκρη του νερού γλυκά αποκοιμισμένον,
στων Αιθιόπων απ’ τη γη των Εσπερίδων,
όπου το άρμα το ταχύ και τ’ άλογά του στέκουν,
ευθύς ως η Αυγή θα ‘ρθει, του πρωινού η κόρη·
κι ο γιος του Υπερίωνα σ’ άρμα άλλο ανεβαίνει. ]]
Ο Στησίχορος αναφέρεται σε ένα χρυσαφένιο τάσι, που ταξιδεύει στον Ωκεανό, σαν να ήταν σχεδία, κάνοντας τον αντίστροφο δρόμο από το άρμα, δηλαδή από τη δύση στην ανατολή. Είναι το ίδιο τάσι που ο Ήλιος δάνεισε στον Ηρακλή για να φτάσει στη μακρινή Ερύθεια, να πάρει τα βόδια του Γηρυόνη. Η μυθολογική μας παράδοση αναφέρει πως καθώς βάδιζε ο Θηβαίος ήρωας, θύμωσε από το κάμα του Ήλιου, και όντας κουρασμένος και διψασμένος σήκωσε το τόξο του κατά του Ήλιου κι άρχισε να του ρίχνει βέλη. Ο θεός θαύμασε την τόλμη του Ηρακλή και προθυμοποιήθηκε να του δανείσει το χρυσαφένιο τάσι του για να τον μεταφέρει στον προορισμό του και να τον βοηθήσει μετά στην επιστροφή.
Από τη θέση του Ήλιου στον ουρανό, μπορούσε να βλέπει τα πάντα. Καμία ανθρώπινη πράξη δεν του ξέφευγε. Ακόμη και οι πράξεις των θεών δεν ήταν κρυφές από τον παντεπόπτη οφθαλμό του. Είδε τον παγαπόντη Άρη, όταν πήγε στο κρεβάτι της Αφροδίτης, και το φανέρωσε στον άντρα της τον Ήφαιστο. Γράφει, λοιπόν ο Όμηρος:
[[ ο Άρης πώς την εύμορφην αγάπησε Αφροδίτη,
όταν πρωτόσμιξαν κρυφά στου Ηφαίστου τον κοιτώνα.
πολλά 'δωσε και ατίμασε το νυμφικά κρεβάτι
του Ηφαίστου· κι ήλθε μηνυτής και αμέσως το 'πε κείνου,
ο Ήλιος, που στον έρωτα τους είδε αγκαλιασμένους. ]] (Όμηρος, Οδύσεια, κ΄, 267- 271)
Ο Ήλιος είδε την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα και το φανέρωσε στην μάνα της, τη Δήμητρα, που την έψαχνε. Στον Ομηρικό ύμνο περιγράφεται πως η απελπισμένη μάνα συνάντησε την Εκάτη, κι αυτή της είπε πως άκουσε μεν φωνές, αλλά δεν είδε τον άρπαγα. Μα ό Ήλιος, που όλα τα βλέπει, δεν μπορεί, σίγουρα θα τον είδε:
[[Και φτάσανε στον Ήλιο τον φρουρό θεών και ανθρώπων,
μπροστά στους ίππους στάθηκαν και η πάνσεπτη θεά τον ρώτησε,
Ήλιε, σεβάσου εμένα τη θεά, αν κάποτε εγώ
με λόγο ή μ’ έργο επράϋνα την καρδιά και την ψυχή σου.
Την κόρη αυτή τη γέννησα γλυκό φυντάνι με θωριά καμαρωτή
Άκουσα τον παντέρημο αιθέρα τη γοερή κραυγή της,
σαν να την εξανάγκαζαν, αλλ’ όμως με τα μάτια μου δεν είδα.
Όμως εσύ τον πόντο, κι όλη τη στεριά και τον αιθέρα
από ψηλά με τις αχτίδες που εποπτεύεις,
πες μου στ’ αλήθεια αν έχεις δει κάπου το προσφιλές μου τέκνο
που κάποιος μακριά μου αθέλητα της άρπαξε και πάει
κάποιος απ’ τους θεούς ή απ’ τους θνητούς ανθρώπους.
Έτσι, είπε, και σ΄ αυτήν ο γιός του Υπερίωνος αποκρίθη,
Της καλλίκομης Ρέας θυγατέρα ω Δήμητρα άνασσα
Θα μάθεις, γιατί σέβομαι πολύ και συμπονώ
Την βαριολυπημένη εσέ για το καλλίσφυρο παιδί σου, άλλος κανείς
απ’ τους αθάνατους δεν είναι ο αίτιος πάρεξ ο νεφεληγερέτης Ζευς,
που την παρέδωσε στον αδερφό του Άδη θαλερή του ομόκλινη
να του είναι, αυτός μες στ’ ομιχλώδες σκότος
αφού την άρπαξε την πήγαινε με τ’ άλογα ενώ εκείνη δυνατά ξεφώνιζε.
Αλλά θεά πάψε τον μέγα θρήνο, ούτε σου πρέπει
Ανώφελα έτσι να εξοργίζεσαι, μήτε για σένα ανάξιος
είναι ο γαμπρός μες στους αθάνατους ο άρχων των νεκρών ο Αϊδωνεύς
ο αδερφός και ομόσπορός σου, του έλαχε η τιμή
πρώτη φορά όταν έγινε η μοιρασιά στα τρία,
σε κείνους που μαζί τους κατοικεί του έλαχε ναναι ο άρχοντας τους.
Σαν μίλησε έτσι τ’ άλογα του κάλεσε κι αυτά στην πρoσταγή του
γοργόσυραν πλατύφτερα το ευκίνητο άρμα ως όρνεα ]] (Ομηρικός Ύμνος, Εις Δήμητρα, 62- 90)
Αφού ο Ήλιος γνώριζε τα πάντα, στις δύσκολες στιγμές τους οι άνθρωποι επικαλούνταν την μαρτυρία του κι ορκίζονταν στο όνομά του. Όσοι είχαν κάνει κακό, έτρεμαν την εκδίκησή του. Έτσι, ο μεγάλος ήρωας του Τρωικού πολέμου ο Αίας ο Τελαμώνιος, λίγο πριν την αυτοκτονία του ζήτησε από τον Ήλιο να σταθεί λίγο πάνω από το σπιτικό του στη Σαλαμίνα και να τους μαρτυρήσει το πόσο είχε αδικηθεί. Η Κασσάνδρα με δάκρυα στα μάτια ζητάει από τον Ήλιο να εκδικηθεί τους Αχαιούς για την αδικία τους. Ο Ορέστης, εκδικούμενος τον θάνατο του πατέρα του Αγαμέμνονα από την γυναίκα του Κλυταιμήστρα και τον εραστή της Αίγισθο, καθώς σκότωνε τη μητέρα του για το ανόσιο φονικό, κάλεσε μάρτυρα τον Ήλιο, που με αποτροπιασμό είχε γυρίσει αλλού το πρόσωπό του.
Εκτός από θεός του φωτός και της ακτινοβολίας, ο Ήλιος ήταν προστάτης των όρκων. Οι αρχαίοι Έλληνες πολύ ορκιζόντουσαν, και ο Ήλιος που γνώριζε τα πάντα- «Ουδέν κρυπτόν υπό τον Ήλιον»- ήταν ο καλύτερος εγγυητής του όρκου τους. Ο Προμηθέας στην ομώνυμη τραγωδία του Αισχύλου, δεμένος στον βράχο με τις αλυσίδες, καλεί τον «παντεπόπτη κύκλο του Ήλιου» να έλθει μάρτυρας στους όρκους του. Στον “Οιδίποδα Επί Κολονώ” του Σοφοκλή, ο Κρέοντας οδηγεί έξω από το σπίτι τον γαμπρό του Οιδίποδα, ώστε «ο Ήλιος να μή δεί ένα τέτοιο άθλιο πλάσμα». Η Μήδεια στο έργο του Ευριπίδη, κάνει τον Αιγέα να ορκιστεί στην Γη και τον Ήλιο, πως θα την προστατέψει. Στα “Αργοναυτικά” του Απολλώνιου του Ρόδιου, η Μήδεια ορκίζεται στον Ήλιο και την Εκάτη.
Για επισφράγιση του όρκου πολλές φορές θυσίαζαν στον Ήλιο και μαζί στον βασιλιά των θεών, τον Δία.
[[ Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:
«Εχάρηκα όπως άκουσα τον λόγον σου, Οδυσσέα,
τα είπες όλα ορθότατα και όπως τα θέλ’ η τάξις.
Αυτά θα ομώσω πρόθυμος, ως και η ψυχή μου θέλει.
Ουδέ θα γίνω επίορκος εμπρός των αθανάτων.
Και απ’ την ορμήν ας κρατηθεί της μάχης ο Πηλείδης
και όλοι εδώ μείνετε μαζί, όσο τα δώρα να’λθουν
απ’ την σκηνήν και κάμωμε των όρκων την θυσίαν.
Και εις σε τον ίδιον τούτο εγώ να κάμεις παραγγέλλω.
Διάλεξε των Παναχαιών τα πρώτα παλικάρια,
τα δώρα όσα ετάξαμεν εχθές στον Αχιλλέα
απ’ την σκηνήν μου φέρετε, και αντάμα τες γυναίκες.
Κι έτοιμον ο Ταλθύβιος απ’ το στρατόπεδόν μας
χοίρον ας έχει να σφαγεί στον Ήλιον και στον Δία.».]] (Όμηρος, Ιλιάδα, Ν΄, 184-197)
Ή αλλού:
[[ Πρόβατο φέρτε ολόασπρο και προβατίνα μαύρη,
του Ήλιου και της Γης, κι' εμείς ένα άλλο (να θυσιάσουμε) για το Δία.]]
Θεωρώντας οι πρόγονοί μας τον Ήλιο «παντεπόπτη», πίστευαν πως είναι ο ακηλίδωτος, ο αγνός θεός, το μάτι της δικαιοσύνης. Δεν ήταν μόνον η ζωογόνος δύναμη και δίνει και παίρνει τη ζωή, αλλά και η δύναμη που καθαρίζει ηθικά, που ενεργεί ιαματικά και σαν γιατρός είναι υπεύθυνη για την όραση. Αναγνώριζαν στον Ήλιο την ιδιότητα του σωτήρα της ανθρώπινης ζωής και της ευτυχίας, τον επόπτη και ρυθμιστή της τάξης στον ανθρώπινο βίο. Έτσι, τον θεωρούσαν πατέρα του Χρόνου και των Εποχών.
Δίκαια, λοιπόν τον υμνούσαν με πολλούς ύμνους, όπως ο παρακάτω:
[[ Άκουσε, μακάριε, πού έχεις μάτι αιώνιον και βλέπει τα πάντα· συ ό Τιτάν πού λάμπεις ωσάν χρυσός, πού βαδίζεις υψηλά, και είσαι το επουράνιον φώς. Σύ είσαι αφ’ εαυτού γεννημένος, ακαταπόνητος, των ζώων γλυκύ θέαμα και είσαι της μεν αυγής ο δεξιός γεννήτωρ της δε νυκτός ο αριστερός· συνενώνεις τις εποχές χορεύοντας (κινούμενος κυκλικώς) με τέσσερα πόδια (ό δημιουργός των τεσσάρων εποχών του έτους), είσαι ταχύς, ορμητικός, πύρινος, με χαρωπόν βλέμμα, διφρηλάτης. και διέρχεσαι την όδόν του απέραντου ρόμβου με περιστροφικάς κινήσεις· καθοδηγείς τους ευσεβείς ανθρώπους εις τας καλάς πράξεις και εις τους ασεβείς επιδεικνύεις δυσμένειαν· συ έχεις χρυσήν λύραν και διανύεις τον άρμονικόν δρόμον του κόσμου, επισημαίνεις τα καλά έργα, συ είσαι ό νέος που τρέφεις τάς έποχάς. Είσαι ο κυρίαρχος του κόσμου, ό αυλητής, διατρέχεις δια του πυρός και περιστρέφεσαι κυκλικώς, φέρεις το φως εμφανίζεσαι με ποικίλες μορφές, φέρεις την ζωήν, είσαι καρποφόρος, ώ Παιάν αειθαλής, αμόλυντος, πατήρ του χρόνου.
Αθάνατε Ζευ, καθαρός και λαμπερός σε όλους, είσαι το κυκλικώς περιφερόμενον μάτι
του κόσμου, πού σβήνει και λάμπει με ωραίες φωτεινές ακτίνες· δεικνύεις την δικαιοσύνη,
αγαπάς το νερό. είσαι ό δεσπότης (ό κύριος) του κόσμου, ο φύλαξ της αληθείας,
ο αιώνιος υπέρτατος, ό βοηθός εις όλους, είσαι ό οφθαλμός της δικαιοσύνης,
το φως της ζωής· ώ συ, πού οδηγείς τους ίππους, και κατευθύνεις με λιγυρό
μαστίγιο τέθριππον (με τέσσερα άλογα) άρμα, άκουσε τους λόγους μου και φανέρωσε
εις τους μεμυημένους γλυκεία και ευχάριστη ζωή. ]] (Ορφικός Ύμνος)
Στη Γιγαντομαχία ο Ήλιος τάχτηκε με τους Ολύμπιους θεούς. Σε κάποια φάση πήρε πάνω στο άρμα του τον καταβεβλημένο από την άγρια μάχη Ήφαιστο. Αυτό ο κουτσοπόδαρος τεχνίτης θεός ποτέ δεν το ξέχασε και του ‘φτιαξε νέο περίτεχνο άρμα, καθώς και λαμπρό παλάτι για να ξεκουράζεται. Το ίδιο έκανε και στον Αιήτη, τον γιο του Ήλιου.
Στη διάρκεια της Γιγαντομαχίας ο Δίας έδωσε εντολή στον Ήλιο να καθυστερήσει την εμφάνισή του στον ουρανό, για προφτάσει ο Ηρακλής να βρει το μαγικό βοτάνι, που θα τον έκανε άτρωτο απέναντι στους Γίγαντες. Μια ακόμη φορά ξέφυγε από το καθιερωμένο ωράριό του. Τότε ήταν η ρήγισσα Ήρα, που του ‘δωσε την εντολή να βασιλέψει νωρίτερα για να τερματιστεί η μάχη ανάμεσα σε Αχαιούς και Τρώες. Ακόμη μια φορά ο ρήγας Δίας του ζήτησε να ξεφύγει από την καθιερωμένη ανατολή του. Τότε ο βασιλοθεός επιθυμούσε να κερδίσει κάποιο στοίχημα ο Ατρέας και να πάρει το θρόνο από τον Θυέστη, τον αδερφό του.
Ως γυναίκα του Ήλιου κάποιοι αναφέρουν τη Σελήνη, ενώ κάποιοι άλλοι την Ωκεανίδα Πέρση ή Περσηίδα. Με την Περσηίδα απόκτησε τον Αιήτη, τον πατέρα της Μήδειας, και τη μάγισσα Κίρκη. Άλλοι, πάλι, λένε πως με την Περσηίδα απόκτησε μόνο γιούς, τον Πέρση και τον Αιήτη.
Στην οδύσσεια του Ομήρου διαβάζουμε να λέει ο Οδυσσέας:
[[Στης Αίας πάμε το νησί που κατοικούσε η Κίρκη,
θεά μεγάλη, φοβερή, που σα θνητή λαλούσε,
κι ήταν ομόσπλαχνη αδελφή του δολοπλέχτη Αιήτη.
Είχαν το θνητοφωτιστή πατέρα τους τον Ήλιο,
κι είχαν την Πέρση μάνα τους, του Ωκεανού την κόρη.]] (Όμηρος, Οδύσεια, κ΄, 135- 139)