[[ δαμ-ων ]]
Ο Roberto Calasso, στο βιβλίο του ‘‘ Οι γάμοι του Κάδμου και της Αρμονίας’’, αρχίζει πολύ γλαφυρά:
« Στην ακτή της Σιδώνας, ένας ταύρος προσπαθούσε να μιμηθεί το ερωτικό γουργούρισμα. Ήταν ο Δίας. Ένα ρίγος τον διαπέρασε, όπως τον τσιμπούσαν οι βοϊδόμυγες. Μόνο που αυτή τη φορά η ανατριχίλα ήταν γλυκιά. Ο Έρωτας του ανέβαζε στη ράχη τη νεαρή Ευρώπη. Ύστερα , ο άσπρος ταύρος ρίχτηκε στη θάλασσα, αλλά κράτησε το επιβλητικό του σώμα αρκετά έξω από το νερό για να μη βραχεί η νέα. Τον είδαν πολλοί. Ο Τρίτωνας αποκρίθηκε στο γαμήλιο μουγκάνισμα φυσώντας το κοχύλι του και στέλνοντας μαγευτικούς ήχους. Η Ευρώπη, τρέμοντας, είχε αρπάξει ένα από τα μακριά κέρατα του ταύρου για να κρατηθεί. Τους είδε και ο Βοριάς καθώς έσχιζαν τα κύματα. Πονηρός και ζηλιάρης, αναστέναξε βλέποντας τα άγουρα στήθη, που φανερώνονταν με το φύσημά του. Η Αθηνά, βλέποντας από ψηλά τον πατέρα της να έχει στη ράχη του μια γυναίκα, κοκκίνισε. Κι ένας Αχαιός ναύτης τους είδε και σάστισε. Μήπως ήταν η Θέτις, περίεργη να δει τον ουρανό; Ή μήπως ήταν η Νηηϊδα, ντυμένη για πρώτη φορά; Ή μήπως ο ορμητικός Ποσειδώνας είχε αρπάξει κάποια άλλη νέα; Η Ευρώπη, ωστόσο, δεν έβλεπε το τέλος εκείνου του ταξιδιού. Αλλά φανταζόταν ποια τύχη την περίμενε, όταν θα πατούσαν πάλι στη στεριά. Και φώναξε στους ανέμους και στη θάλασσα : - Πέστε στον πατέρα μου, ότι η Ευρώπη άφησε τη χώρα στη ράχη ενός ταύρου, του απαγωγέα μου, του ναύτη μου, του μελλοντικού, υποθέτω, συντρόφου της κλίνης μου. Δώστε, σας παρακαλώ, αυτό το περιδέραιο στη μητέρα μου …»
Η ήπειρος στην οποία ζούμε πήρε το όνομά της από την κόρη του Αγήνορα Ευρώπη. Η ονομασία Ευρωπαϊκή Ένωση, το νόμισμα ευρώ κ.λ.π. έχουν την ίδια προέλευση. Επιπλέον η Ευρώπη ήταν κι αδελφή του Κάδμου, του ιδρυτή της Καδμείας, όπως ονομάστηκε αρχικά, και μετέπειτα έγινε γνωστή σε όλον τον κόσμο ως Θήβα.
Σε αυτό το άρθρο θα θυμηθούμε τον μύθο της κόρης, που έκανε την καρδιά του Δία, του ρήγα θεών κι ανθρώπων, να σκιρτήσει. Στη συνέχεια θα κάνουμε λίγα σχόλια. Την επόμενη βδομάδα, σε άλλο άρθρο θα αποσυμβολίσουμε αυτόν τον μύθο. Αυτό είναι ένα ευχάριστο κι ευκολοανάγνωστο άρθρο. Στο επόμενο όμως θα κολυμπήσουμε στα βαθιά νερά…
Ο Μύθος: Η πεντάμορφη Ευρώπη προκαλεί τον έρωτα στον Δία
Κάποτε στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, κάτω από τα παράλια της Μ. Ασίας, που αργότερα ονομάστηκε Φοινίκη, ζούσε ο βασιλιάς Αγήνορας, που ήταν γιος της Λιβύης και του Ποσειδώνα. Ο Αγήνορας είχε έρθει από την Αίγυπτο. Παντρεύτηκε την Τηλέφασσα με την οποία απόκτησε τρεις γιους, τον Κάδμο, τον Φοίνικα και τον Κίλικα, και μια κόρη , την Ευρώπη. Η Ευρώπη καθώς μεγάλωσε έγινε πανέμορφη και ο Δίας σαγηνεύτηκε από την ομορφιά της, την ερωτεύτηκε και βάλθηκε να την αποκτήσει.
Τo βράδυ, που θα γεννούσε την ημέρα της απαγωγής, η πεντάμορφη κόρη, λίγο πριν το χάραμα, είδε ένα παράξενο όνειρο. Βρισκόταν, λέει, σε ένα μέρος, ανάμεσα σε δύο γυναίκες, που παρίσταναν δυο ηπείρους. Τη μια τη γνώριζε, ήταν η Ασία, η ήπειρος όπου κατοικούσε, μα η άλλη, της ήταν άγνωστη, κι είχε αποκάτω της στεριά χωρίς όνομα, οπού θάλασσα την χώριζε από την Ασία. Οι δυο γυναίκες πάλευαν μανιασμένα για το ποιά θα πάρει την Ευρώπη. Στο τέλος νίκησε η άγνωστη γυναίκα, με τη βοήθεια του Δία, που με τα στιβαρά της χέρια απόσπασε την κόρη από την Ασία, η οποία την είχε θρέψει κι αναστήσει. Ξύπνησε κατατρομαγμένη η Ευρώπη κι έμεινε πολλή ώρα καθισμένη στο παρθενικό κρεβάτι, ενώ η καρδιά της ξέφρενα χτυπούσε, μη μπορώντας να εξηγήσει το όνειρο. Μετά προσκύνησε τα αγάλματα των προγονικών θεών, παρακαλώντας να τη γλιτώσουν από τη μελλούμενη συμφορά.
Κι ενώ ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της, ήρθαν οι συντρόφισσες του γέλιου και του παιγνιδιού και πήγαν να μαζέψουν άνθη στο λιβάδι, κοντά στις εκβολές του ποταμού, που ΄χυνε τα νερά του στη σμαραγδένια θάλασσα. Ήταν ντυμένη με πορφυρά χρυσοΰφαντα ρούχα, που τόνιζαν την ομορφιά της. Εκεί τα κορίτσια μάζευαν κάθε λογής λουλούδια παιζογελώντας, μυρωδάτα ζουμπούλια, άσπρα σαν το χιόνι, μενεξεδιές βιολέτες, κόκκινους σαν το αίμα κρόκους, νάρκισσους στο χρώμα του ήλιου, που τα’ ριχναν στα καλαμένια καλάθια τους, τα στολισμένα με πολύχρωμες κορδέλες κι άνθη. Μα η βασιλοπούλα, που ξεχώριζε στην ομορφιά από τις συντρόφισσες, όπως η Αφροδίτη ανάμεσα στις Χάριτες, μάζευε με προσοχή μόνο ευωδιαστά τριαντάφυλλα, κόκκινα σαν τη φωτιά, που τα’ βαζε με τη σειρά στο χρυσό της καλάθι. Ήταν σμιλευμένο με μάλαμα κι ασήμι, καμωμένο πριν δυο γενιές από τον πρωτομάστορα Ήφαιστο για να το χαρίσει στη Λιβύη. Αυτή μετά το δώρισε στην κόρη της Τηλέφασα κι αυτή με τη σειρά της στην ακριβοθυγατέρα της Ευρώπη. Απεικόνιζε μια περιπλανώμενη αγελάδα, που κολυμπούσε σε μια θάλασσα από σμάλτο, που την παρακολουθούσαν από την ακτή όρθιοι δυο μυστηριώδεις άντρες. Φαινόταν κι ο βροντορίχτης Δίας, φτιαγμένος ολόχρυσος, να αγγίζει με το ένα χέρι του την μπρούτζινη αγελάδα. Στο βάθος μακριά ήταν ασημένιος ο Νείλος.
Η αγελάδα ήταν η προγιαγιά της Ευρώπης, η πανέμορφή κι αυτή Ιώ, που ο πατέρας των θεών μεταμόρφωσε σε αγελάδα, κι αφού περιπλανήθηκε πολύ, κατέληξε στην Αίγυπτο, όπου ένιωσε το τρυφερό άγγιγμα του Δία. Αντιλαλούσε το τραγούδι των κοριτσιών στο ανθισμένο λιβάδι και σκέπαζε το πάφλασμα του απαλού φλοίσβου, που’ σκαγε παιγνιδιάρικα στην ξανθή άμμο. Και σέρνοντας χορό με γέλια και χαρούμενα ξεφωνητά, γέμιζαν τα καλάθια τους.
Η συνέχεια >> εδώ …
Τότε ήταν, που αποφάσισε ο γιος του Κρόνου, ο βροντόλαλος Δίας, να την κάνει δικιά του. Για να μη την τρομάξει μεταμορφώθηκε σ’ έναν θαυμαστό ταύρο. Εμφανίστηκε στο λιβάδι ο ξανθός ταύρος, που το μαλαματένιο τρίχωμά του λαμπύριζε στο φως του ήλιου, με το ασημένιο, σαν στεφάνι, κύκλο στο μέτωπό του, που φωτοβολούσε σαν φεγγαρόφωτο. Τα χρυσά του κέρατα ανταύγιζαν καμπυλωτά, σαν μισοφέγγαρα, που παίζουν κρυφτό με τα σύννεφα. Ανέδιδε ένα άρωμα, πιότερο δυνατό κι απ’ αυτό των λουλουδιών. Ο πανώριος τούτος ταύρος λαφροπερπατώντας πλησίασε την κορασιά. Η Ευρώπη, θαμπωμένη από τη θωριά του ζώου, σταύρωσε τα χέρια της πάνω στο ανέγγιχτο στήθος της και θαύμαζε το σιγανό κι ανάλαφρο περπάτημά του, που ήταν σαν να μην άγγιζε τη γη. Οι συντρόφισσές της περιτριγύρισαν τον ταύρο και βάλθηκαν καλοσυνάτα να του χαϊδεύουν άλλες τον τρυφερό λαιμό, άλλες το συμπαθητικό μουσούδι, άλλες τη δυνατή ραχοκοκαλιά, κι άλλες τα τορνευτά καπούλια. Αυτός σίμωσε την Ευρώπη, της έγλυψε τρυφερά το λαιμό και μετά τα χέρια. Τα χνώτα του ευωδίαζαν αμβροσία κι ο αγέρας μοσχοβόλησε τριγύρω. Η κόρη χάϊδεψε με το απαλό κρινένιο της χέρι το μαλαματένιο τρίχωμα, σκούπισε με το μυροβόλο από μέντα μαντήλι της τους αφρούς από το στόμα του ταύρου, έσφιξε με τα δυο της χέρια το κεφάλι του στην αγκαλιά της και τον φίλησε στην ασημένια βούλα. Κείνος, γουργουρίζοντας από ηδονή κι αγαλλίαση, γονάτισε νωχελικά και ξάπλωσε στα πόδια της όμορφης, πιότερο κι από νεράϊδα, κορασιάς, πάνω στο απαλό χορτάρι. Mε το βλέμμα ήταν σαν να της ζητούσε να καθίσει στη ράχη του κι εκείνη γελώντας ανέμελα μπήκε στον πειρασμό και κάθισε στην φαρδιά του ράχη. Σαν είχε αυτό, που τόσο πολύ ποθούσε, πετάχτηκε μονομιάς ο ταύρος και βάλθηκε να τρέχει προς τη μεριά της θάλασσας. Μπήξανε τις φωνές τρομαγμένες οι κοπέλες, μα του κάκου, γιατί ο χρυσοκέρατος ταύρος-Δίας έσχιζε ήδη τα σμαραγδένια νερά της θάλασσας, που πάνω της καθρεφτιζόταν ο καταγάλανος ουρανός, κι έμοιαζε μ’ ένα πελώριο διαμάντι λαμπυρίζοντας στο φως του ήλιου. Πετούσε πάνω της, γοργός σαν άνεμος. Πανικόβλητη η Ευρώπη κοίταξε προς τη χρυσή ακτή, άπλωσε το χέρι της προς τις συντρόφισσες, ζητώντας βοήθεια, ενώ με το άλλο γαντζώθηκε στο κέρατο του ταύρου. Αυτός κολυμπούσε σαν δελφίνι και τα κύματα παραμέριζαν μπροστά του.
Από τα τρίσβαθα της θάλασσας βγήκαν οι Νηρηίδες, που χόρευαν και παιγνίδιζαν τριγύρω τους, ενώ Τρίτωνες
φυσούσαν σε μεγάλες κοχύλες σαν να’ παιζαν γαμήλια τραγούδια Ακόμα και ο θεός του πελάγου, ο Ποσειδώνας, πήγαινε μπροστά , περιτριγυρισμένος από τις θέαινες της θάλασσας, και καταλάγιαζε τα κύματα με την τρίαινά του ανοίγοντας δρόμο για να περάσει ο τρανός αδελφός του. Τα δελφίνια πηδούσαν στον αέρα κάνοντας τούμπες και μετά βουτούσαν στα νερά παίζοντας ερωτικά παιγνίδια.
Κι η Ευρώπη, κουλουριασμένη από τον φόβο στην ράχη του απαγωγέα της, κρατούσε με το’ να χέρι το χρυσοκέρατο και με το άλλο το πέπλο να μη βραχεί Αλλά οι σταγόνες του νερού στάλαζαν σαν διαμάντια από τις ξανθές τρίχες του θείου ταύρου χωρίς να τους βρέχουν. Το θαλασσινό αεράκι ανέμιζε χαϊδεύοντας τα κατσαρά, σαν τον έβενο μαλλιά της, που ανέμιζαν πάνω από τον ώμο της, στον οποίο φούσκωνε το πέπλο της σαν πορφυρένιο πανί. Ξελάργαινε το ακρογιάλι και σιγά- σιγά χάθηκε από τα υγραμένα από τα δάκρυα μάτια της, σαν να βυθίστηκε στο γαλανό ορίζοντα. Η γαμήλια πομπή κατέληξε στης Κρήτης τα δαντελωτά αφροστεφανωμένα ακρογιάλια. Και πού θα μπορούσε να πάει ο μέγιστος των θεών, παρά στον τόπο, που πιότερο είχε δικό του, εκεί όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε βυζαίνοντας το γάλα της Αμάλθειας;
Στην Κρήτη, μέσα στο “ Δικταίον άντρον” νυφικό κρεβάτι είχαν ετοιμάσει οι Ώρες , όπου ο ερωτευμένος πατέρας των θεών και των ανθρώπων έσμιξε με την πεντάμορφη θνητή. Ο τρανότερος των θεών, κατά τον “ιερό γάμο”, πρόσφερε στην αγαπημένη του τρία μοναδικά δώρα : έναν χάλκινο γίγαντα, τον Τάλω, που προστάτευε όχι μόνο τον έρωτά του, μα ολάκερη την Κρήτη, ένα χρυσό σκύλο, που κανένα θήραμα δεν μπορούσε να του ξεφύγει και μια φαρέτρα με βέλη, που ποτέ τους δεν αστοχούσαν.
Καρπός αυτού του θεϊκού έρωτα ήταν να γεννηθούν τρεις γιοι, ο Μίνωας, ο Ροδάμανθυς και ο Σαρπηδόνας. Η Ευρώπη παράμεινε σε όλη τη ζωή της στην Κρήτη και η φήμη των γιων, που ήσαν μεγαλοδύναμοι και σοφοί, απλώθηκε στον κόσμο όλον.
Κάποιοι όμως λένε πως ο Δίας ενώθηκε με την Ευρώπη στη δεντρόφυτη Γόρτυνα, κάτω από ένα χιλιόχρονο φουντωτό πλάτανο, που από τότε δεν έχασε ποτέ τη φυλλωσιά του.
Σχόλια :
● Στην Κρήτη τότε βασίλευε ο Αστέριος ή Αστερίων. Η καταγωγή του κράταγε από τον Δευκαλίωνα. Γιός του Δευκαλίωνα ήταν ο Έλληνας, που είχε γιο τον Δώρο κι αυτός τον Τέκταμο. Ο Τέκταμος παντρεύτηκε την κόρη του Κρηθέα, από την οποία απόχτησε τον Αστέριο, κι εγκαταστάθηκε στην Κρήτη. Αφού ο βροντορίχτης Δίας χάρηκε την αγάπη και την ομορφιά της βασιλοκόρης Ευρώπης, μετά την πάντρεψε με τον Αστέριο. Ο βασιλιάς Αστέριος σεβάστηκε το σμίξιμο της βασιλοκόρης με το νεφεληγερέτη Δία και δεν έκανε παιδιά από την Ευρώπη, ούτε όμως είχε κάνει νωρίτερα παιδιά. Έτσι υιοθέτησε τα παιδιά του βασιλοθεού Δία και τα αγάπησε σαν δικά του. Τα ανέθρεψε όπως τους άρμοζαν, σαν βασιλογιούς και συνάμα γιους του θεού και σαν γέρασε τους άφησε το βασίλειό του.
Όταν πέθανε η Ευρώπη, την τίμησαν θεοί κι άνθρωποι και προς τιμή της έδωσαν στην ήπειρο, που εγκαταστάθηκε, το όνομά της. Απ’ αυτήν, κι όχι από συνονόματή της, η ήπειρός μας λέγεται Ευρώπη. Τη λάτρεψαν δίνοντάς της το όνομα Ελλωτίς ή Ελλωτία και στη γιορτή για χάρη της, τα Ελλώτια, που ήταν χαράς γιορτή γιατί ανασταινόταν η φύση, έπλεκαν πάνω στο άγαλμά της στεφάνια γύρω από τους μηρούς της.
Ο Ηρόδοτος στη “Θεογονία” του αναφέρει τα ονόματα δύο ηπείρων, της Ευρώπης και της Ασίας, ως Ωκεανίδες:
« Και η Τηθύς γέννησε στον Ωκεανό τους στρωβιλώδεις ποταμούς,
το Νείλο, τον Αλφειό και τον Ηριδανό το βαθυδίνη…
Γέννησε και των Νυμφών το ιερό γένος, που πάνω στη γη ωριμάζουνε τους άντρες
μαζί με τον Απόλλωνα το βασιλιά και με τους ποταμούς.
Αυτόν τον κλήρο από το Δία έχουν,
η Πειθώ, η Αδμήτη, η Ιάνθη, η Ηλέκτρα,…
…η θελκτική Πετραίη, η Μενεσθώ, η Ευρώπη,…
…η Χρυσηίς, η Ασία, η ποθητή η Καλυψώ,…»
● Το όνομα της Ευρώπης, της πλατυμέτωπης, μας παραπέμπει στη Σελήνη. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ονόματα της μητέρας της Τηλέφασσας, που φέγγει από μακριά, της νύφης της Πασιφάης, που φέγγει σε όλους και της εγγονής της Φαίδρας. Όλες οι ηρωίδες του κρητικού μύθου, όπως η Αριάδνη και η Βριτόμαρτις ή Δίκτυννα έχουν ονόματα, που μας ανάγουν στον λατρευτικό κύκλο της Άρτεμης, δηλαδή αναφέρονται στη Σελήνη. Το λατρευτικό όνομα της Ευρώπης, Ελλωτίς ή Ελλωτία, που στα φοινικικά το εξηγούν ως παρθένος, συνδέεται με το σέλας και τη Σελήνη. Ας μη ξεχνάμε πως η Άρτεμη ήταν ορκισμένη παρθένα. Στους ορφικούς ύμνους διαβάζουμε:
« αρχόμεν’ ως ότε πατρός εφεζομένη γονάτεσσι,
παις έτι κουρίζουσα, τάδε προσέειπε γονήα.
Δος μοι παρθενίην αιώνιον, άππα, φυλάσσειν,
και πολυωνυμίην. ίνα μη μοι Φοίβος ερίζει. »
[ Μετάφρ.: Αρχίζουμε από τότε που, καθισμένη ( η Άρτεμη ) στα γόνατα του πατέρα της, ενώ ήταν ακόμη νεαρή κόρη, είπε στο πατέρα της αυτά τα λόγια. Δόσε μου, πατερούλη μου, την δύναμη να διαφυλάσσω αιώνια την παρθενιά μου και τα πολλά ονόματά μου, για να μη φιλονικεί ο Φοίβος μαζί μου. ] ( Ύμνος εις Άρτεμιν, στ. 4-7 )
Κάποιοι θεωρούν αυτά τα πρόσωπα με τα ονόματά τους πως είναι προσδιορισμένα από τη λατρεία της φοινικικής Αστάρτης, η οποία εξελίχθηκε στην ελληνική Άρτεμη. Έτσι η μεταφορά της Ευρώπης από την Σιδώνα στην Κρήτη, πάνω στη ράχη του ταύρου, πιθανόν, να υποδηλώνει το δρόμο που ακολούθησε η διάδοση της λατρείας της Αστάρτης. Ίσως να μην καθόλου τυχαίο ότι στα ιστορικά χρόνια λάτρευαν στη Σιδώνα την Ευρώπη- Αστάρτη, που είχε δικό της ναό.
Η σεληνιακή φυσιογνωμία της λατρείας της Ευρώπης ενισχύεται από τη σύνδεσή της με τον Αστέριο. Η ηρωίδα παντρεύτηκε τον Αστέριο ή Αστερίωνα, που ερμηνεύεται σαν κύριος του ουρανού. Έτσι η Σελήνη συνδέεται με τον ουράνιο χώρο, που είναι γεμάτος άστρα. Ο χιτώνας της, όπως εικονίζεται στις αρχαίες απεικονίσεις, είναι κεντημένος με χρυσαφένια αστέρια, συμβολίζοντας τον έναστρο ουρανό. Το ίδιο συμβαίνει και με την προγιαγιά της Ιώ, που είναι μια άλλη σεληνιακή θεά, που κι αυτήν αγάπησε ο Δίας, για την οποία ο έναστρος ουρανός πήρε τη μορφή του Άργου με τα μύρια μάτια, ώστε να παρακολουθεί από παντού την πανέμορφη ιέρεια κι ερωμένη του Δία.
Εκτός από γνωρίσματα θεάς της Σελήνης, έχει η Ευρώπη και γνωρίσματα θεάς της γης, όπως, εξάλλου, έχουν η Ιώ, η Δήμητρα, η Μήδεια κ.α. Το στεφάνωμα στους μηρούς, όπως έχουμε αναφέρει στο μύθο, είναι στοιχείο που ανάγει στη γονιμότητα. Άλλο ένα παρόμοιο στοιχείο είναι η αρπαγή της από τον ταυρόμορφο Δία και η ένωσή τους στο “Δικταίον άντρον”, όπου υπάρχει είσοδος για τον Κάτω Κόσμο. Στο “Δικταίον άντρον”, που είναι αρχαιότερος τόπος λατρείας στην Κρήτη από το “Ιδαίον άντρον”, ( γι’ αυτούς τους δύο ιερούς τόπους θ’ αναφερθούμε αργότερα ), πίστευαν πως γεννήθηκε ο Δίας και τον λάτρευαν αρχικά σαν γονιμοποιό δαίμονα κάνοντας μαγικές τελετουργίες για να πέσει βροχή. Μπορούμε να πούμε ότι η αρπαγή της Ευρώπης είναι ανάλογη με την αρπαγή της Περσεφόνης, οπότε ο Δίας γονιμοποιεί τη χθόνια θεά, όπως ο ουρανός με τη βροχή του γονιμοποιεί τη γη. Με τον ίδιο τρόπο, εξάλλου, γονιμοποίησε και τη Δανάη (*1). Επί πλέον ενεργεί και σαν Άδης (*2), “Ζευς χθόνιος” ή “Ζευς των κεκμηκότων” (= των τεθνεότων, π,χ. τας των κεκμηκότων ψυχάς ) παίρνοντας τη βλάστηση από τον Απάνω Κόσμο. Πάνω σ’ αυτή την ιδιότητα του Δία βασίζεται το μυθικό στοιχείο πως οι δύο από τους τρείς γιους της Ευρώπης, ο Μίνωας και ο Ροδάμανθυς, μαζί με τον Αιακό, αδελφό τους από άλλη μάνα, είναι οι κριτές του Κάτω Κόσμου, όπου δικάζουν τις ψυχές των νεκρών.
Άλλο στοιχείο, που μας παραπέμπει στο χθόνιο χαρακτήρα της θεάς Ελλωτίας ( Ευρώπης ) είναι η σύνδεση της ένωσής της με τον Δία κάτω από το πλατάνι, που ποτέ δεν χάνει τη φυλλωσιά του, στη Γόρτυνα, πλάϊ στον ποταμό Ληθαίο. Η αναφορά στο αγέραστο πλατάνι μπορούμε να πούμε ότι μας οδηγεί σε πανάρχαια δεντρολατρεία.
Στο μυθολογικό στοιχείο πως ο ταύρος- Δίας διέσχισε τη θάλασσα κι έφερε την Ευρώπη στην Κρήτη έχουμε το κοσμογονικό στοιχείο ότι οι στεριές αναδύονται από τον αρχέγονο ωκεανό. Για τους αρχαίους ο ταύρος που κουβαλά την κόρη στην ράχη του, δεν είναι τίποτε άλλο από τον ωκεανό που στην πλάτη του σηκώνει τη στεριά.( Εδώ ας αναλογιστούμε ότι όλες οι ήπειροι περιβάλλονται από ωκεανούς, στους οποίους φαντάζουν να επιπλέουν κι αυτοί να τις σηκώνουν ).
Οι ταύροι συνδέονται με τους μύθους της Κρήτης και τις τελετουργίες τους. Ο ταύρος έχει κεντρικό ρόλο στο μύθο του Μίνωα, του Δαίδαλου, της Πασιφάης, του Μινώταυρου, του Λαβύρινθου, της Αριάδνης, του Ανδρόγεου. Τον συναντάμε στα “ταυροκαθάψια” (*3) και στα ασημένια κρανία ταύρων, απ’ όπου οι Κρήτες μετελάμβαναν το αίμα του ζώου ή κρασί, το οποίο συμβόλιζε το αίμα του.
Τέλος, ο σύζυγος της Ευρώπης Αστέριος ή Αστερίων μας ανάγει και πάλι στο Δία, που λατρευόταν με το όνομα “Αστέριος Δίας”, και η ένταξή του στους απογόνους του Δευκαλίωνα έγινε αργότερα από τους Δωριείς της Κρήτης.
Η μυθολογική παράδοση συνδέει και την περιοχή της Θήβας με τον τόπο, όπου ο Δίας έφερε κι έκρυψε την αγαπημένη του Ευρώπη. Ο Παυσανίας περιγράφοντας το δρόμο, που οδηγούσε από τη Θήβα προς τη Χαλκίδα μας αναφέρει: «Επί ταύτη τη λεοφόρω χωρίον εστί Τευμησσός. Ευρώπην δε υπό Διός κρυφθήναί φασίν ενταύθα.» [ Μετάφρ.: Σ’ αυτό το δρόμο υπάρχει μια θέση Τευμησσός, όπου λένε πως ο Δίας είχε κρύψει την Ευρώπη.] Πολλές περιοχές, λοιπόν, ήθελαν να συνδεθεί το όνομά τους με την Ευρώπη. Επί πλέον όπου λάτρευαν ως θεότητα την Ευρώπη, συνέδεαν τη λατρευτική παράδοση με κάποια μυθική ιστορία.
● Από τη χαμένη τραγωδία του Αισχύλου “Κάρες” ή “Ευρώπη” διασώζεται ένα απόσπασμα, από το οποίο σας παραθέτουμε το ακόλουθο τμήμα:
« Kι απλώθηκε φιλόξενο στον Ταύρο
το φουντωτό λιβάδι. Έτσι απ’ το γέρο
γονιό μου μ’ έχει κλέψει ο Δίας, δίχως
κανέναν κόπο, μοναχά στην ίδια
μένοντας θέση. Ωστόσο γιατί τάχα
να λέω πολλά; Τα λίγα λόγια φτάνουν·
με το θεό σαν έσμιξα, τη χάρη
της παρθενιάς αντάλλαξα, γεννώντας
μ’ αυτόν παιδιά. Και τρεις φορές της γέννας
υπόφερα τους πόνους· μες στα σπλάχνα
τρανού πατέρα ανάθρεψα το σπέρμα
και το ‘φερα στο φως χωρίς ψεγάδι.
Γέννησα το ( μεγάλο ) Μίνωα πρώτα.
Κατόπι το Ροδάμανθη έχω κάνει,
που μόνο αυτός αθάνατος απ’ όλα
τα τέκνα μου είναι· κι όμως δεν τον βλέπουν
τα μάτια μου κι ας ζει· καμιά δε φέρνεις
στους δικούς σου χαρά, μακριά σαν είσαι.
Τρίτο παιδί μου αυτός που τόσες έγνοιες
μου δίνει τώρα, ο Σαρπηδόνας· του Άρη
πολεμικός τον συνεπαίρνει πόθος. » Μια από τις μορφές της αφηγηματικής ποίησης, αρκετά ελκυστική στους ελληνιστικούς χρόνους, ήταν το “επύλλιον”.
Επύλλιον: μικρό επικό ποίημα. Σαν φιλολογικό είδος καλλιεργήθηκε κυρίως κατά την αλεξανδρινή καθώς και στη ρωμαϊκή περίοδο. Έχουν, βασικά, αφηγηματικό χαρακτήρα με έντονες αποχρώσεις του ερωτικού στοιχείου. Κατά κανόνα, είχαν σαν θέμα τους έναν ήρωα ή μια ηρωίδα της μυθικής παράδοσης, αναπτύσσοντας μόνον ένα επεισόδιο της ζωής τους σε συνδυασμό με μία τρυφερή ιστορία αγάπης. Έφταναν σε έκταση τους 100 έως τους 600 στίχους, που ήσαν γραμμένοι σε δακτυλικό εξάμετρο. Θεωρείται ότι σαν ποιητικό σχήμα υπήρχε από τη μυκηναϊκή εποχή, όμως δεν είχε το περιεχόμενο των ελληνιστικών χρόνων. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι τα μεγάλα έπη, όπως τα ομηρικά, είναι συνθέσεις από επύλλια, που προϋπήρχαν, και πιθανόν μερικά μπορούν να διακριθούν σαν ενσωματώσεις στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια.
Σ’ αυτό το είδος ανήκει και η “Ευρώπη” του Συρακούσιου ποιητή Μόσχου. Σ’ αυτό το επύλλιο, ο ποιητής μέσα σε 166 δακτυλικούς εξάμετρους με αριστοτεχνικό τρόπο αφηγείται το μύθο της αρπαγής της Ευρώπης. Το ίδιο θέμα ήταν προσφιλές στους ποιητές και το πραγματεύτηκαν πριν τον Μόσχο κι άλλοι, όπως ο Ησίοδος, ο Σιμωνίδης και ο Βακχυλίδης. Επειδή ο ποιητικός λόγος πάντοτε θέλγει τις ευαίσθητες ψυχές, θα τον χρησιμοποιήσουμε πολλές φορές στα βιβλία μας. Έτσι παραθέτουμε το επύλλιο του Μόσχου σε μετάφραση:
« Ήρθαν λοιπόν στα λιβάδια εκείνες τα ολάνθιστα
κι η μια με το ένα κι η άλλη με το άλλο λουλούδι χαιρόταν.
Μυρωδάτο νάρκισσο η μια, η άλλη υάκινθο,
μενεξέδες η τρίτη και άλλη κόβει θυμάρι το εύοσμο,
πολλά τ’ ανθισμένα τα πέταλα που έβγαζε η γη
στ’ ανοιξιάτικα ετούτα λιβάδια.
Κι άλλα κορίτσια του ξανθού κρόκου τους εύδεις πλοκάμους
να δρέπουν παράβγαιναν και στη μέση η πριγκίπισσα
να διαλέγει τα λαμπρά ολοπόρφυρα ρόδα
και να αστράφτει
ωσάν τη θεά των αφρών Αφροδίτη στις Χάριτες μέσα.
Δεν της έμελλε ωστόσο με άνθη για πολύ την καρδιά να φαιδρύνει
και φυλαγμένη να έχει της παρθενίας τη ζώνη την άχραντη.
Γιατί ως τη βλέπει του Κρόνου ι γιος κι εταράχθη ευθύς η καρδιά του
νικημένος από τα αιφνίδια βέλη της Κύπριδος,
αυτή μονάχα μπορεί και δαμάζει τον Δία.
Να ξεφύγει τότε ζητά τη μεγάλη οργή και τη ζήλια της Ήρας
και της παρθένας θέλοντας τον ακάτεχο νου ν’ απατήσει
τη θεότητα αυτού αποκρύβει και το σώμα αλλάζοντας ταύρος εγίνη.
Ταύρος όχι σαν αυτόν που μέσα σε στάβλο εκτρέφεται
ή σαν εκείνον που αυλάκι ανοίγει το καμπύλο το άροτρο σύροντας.
Ούτε τέτοιος που βόσκει στα κοπάδια ανάμεσα,
ή σαν αυτόν που τραβά υποταγμένος πολύφορτη άμαξα.
Το σώμα εκείνου ολόκληρο ήταν σε χρώμα πυρόξανθο
μονάχα στη μέση του μετώπου να λάμπει κύκλος αργύρου
και τα μάτια να παίζουν λοξά, ιμερικά από πόθο αστράφτοντας.
Και τα κέρατα ίσα να ανατέλλουνε σύμμετρα απ’ το κεφάλι
σαν μισοφέγγαρα κερασφόρου σελήνης
που το στεφάνι της είναι μισό.
Ήρθε λοιπόν στο λιβάδι εκείνος.
Κι ως φανερώθηκε τις παρθένες καθόλου δεν φόβησε.
Αντίθετα όλες ο έρωτας κινεί να βρεθούνε κοντά του
να αγγίσουν τον εράσμιο ταύρο, η αθάνατη οσμή του
από μακριά ξεπερνούσε κι αυτή τη γλυκειά ευωδιά του λειμώνα.
Εκείνος εμπρός στην Ευρώπη την άμωμη στέκεται
της γλείφει τον τράχηλο και μαγεύει την κόρη.
Κι αυτή να χαϊδεύει αρχίζει τον ταύρο κι ήρεμα με τα χέρια
καθαρίζει τον πολύ τον αφρό απ’ το στόμα και του δίνει φιλί.
Μουσικά εμουγκάνισε τότε και θαρρούσες πως άκουγες
αυλό φρυγικό τον γλυκύτατο ήχο να παίζει.
Μετά στα πόδια της μπρος γονατίζει και την Ευρώπη κοιτάζοντας
με τον αυχένα στραμμένο σ’ αυτήν την πλατειά του ράχη της δείχνει.
Τότε εκείνη στις παρθένες τις φίλες
με τις βαθειές τις πλεξούδες γυρίζει και λέει:
«- Ελάτε, κορίτσια μου φίλες και συνομήλικες, στον ταύρο αυτό
να καθίσουμε επάνω και να χαρούμε. Αλήθεια, όλες εμάς
μπορεί να κρατήσει την πλάτη του στρώνοντας.
Τόσο ήρεμος είναι και πράος αυτός να τον βλέπεις,
τόσο μειλίχιος κι ούτε μοιάζει ποσώς με τους ταύρους τους άλλους.
Τον περιβάλλει ένα πνεύμα νοήμον, σαν άνθρωπος.
Του λείπει μονάχα η φωνή να μιλήσει ».
Έτσι είπε κι ολόγελη στην πλάτη του ταύρου εκάθησε
κι οι λοιπές ετοιμάζονταν. Όμως πήδημα τότε δίνει ο ταύρος
αυτήν που ποθούσε αρπάζοντας και γοργά στο πέλαγος φθάνει.
Στρέφεται τότε η Ευρώπη και τις καλές της φίλες φωνάζει
με απλωμένα τα χέρια. Αυτές να την φθάσουν αδύνατον.
Τις ακτές καβαλώντας ο ταύρος γοργά ετραβούσε μπροστά σαν δελφίνι
τα μεγάλα διαβαίνοντας κύματα με χηλές που δεν βρέχονταν.
Κι εγαλήνευε τότε η θάλασσα καθώς επερνούσε εκείνος.
Τα κήτη παιγνίδιζαν στα πόδια του Δία ολόγυρα
κι από την άβυσσο μέσα το δελφίνι χαρμόσυνο αναπηδούσε
στο κύμα επάνω.
Από τον πόντο αναδύθηκαν οι Νηρηίδες και όλες
στα θαλάσσια κήτη καβάλλα σε σειρές προχωρούσαν.
Κι ο ίδιος ο βροντερός Ποσειδώνας, ο που σείει τη γη,
ίσιωνε του πελάγου το κύμα ανοίγοντας δρόμο θαλάσσης
στον αδελφό του. Γύρω του συναγμένοι οι Τρίτωνες
του πόντου αυλητήρες βαρύφωνοι,
και στα μακριά τους κοχύλια εφυσούσαν γαμήλιο άσμα.
● Η Ευρώπη απόχτησε από το Δία τρεις γιους, όπως είδαμε, τον Μίνωα, τον Ροδάμανθυ και τον Σαρπηδόνα. Οι δύο πρώτοι, όταν πέθαναν, έγιναν οι κριτές των ψυχών στον κάτω κόσμο. Την παράδοση αυτή διασώζει ο Πλάτωνας στο βιβλίο του “Γοργίας”. O Σωκράτης απευθυνόμενος στον Καλλικλή, του λέει να μη θεωρήσει μύθο όσα θα του πει, γιατί κατά τη γνώμη του είναι αληθινή διήγηση.
Σαν πήραν από το γονιό τους Κρόνο την εξουσία, στα τρία τη μοιράσανε τα τρία αδέρφια, ο βροντορίχτης Δίας, ο κοσμοσείστης Ποσειδώνας κι ο αφέντης των ψυχών στον κάτω κόσμο ο Πλούτωνας (*4). Ο αιδιοκόφτης του γονιού του Κρόνος είχε θεσπίσει νόμο, που ακόμα επικρατούσε, κι όταν του πήραν την εξουσία οι γιοι- ρηγάδες των τριών κόσμων, όταν οι θνητοί πεθαίνουν, όποιου η ζωή ήταν σύμφωνη με του θείους και τους ανθρώπινους νόμους, ευτυχισμένος να κατοικεί στα νησιά των μακάρων μακριά από κάθε δυστυχία. Όποιος, όμως, τους θείους κι ανθρώπινους νόμους καταπατούσε, βαθιά να ρίχνεται στο Τάρταρο, στο ψυχοδεσμωτήριο, για να δικαστεί και τιμωρία να’ βρει. Κριτές ήσαν άνθρωποι ζωντανοί, που έκριναν όσους ήσαν στη τελευταία της ζωής του μέρα. Άνθρωποι με αδυναμίες οι κριτές, δεν ήσαν στην κρίση αμερόληπτοι, κι έτσι άδικοι άνθρωποι βρέθηκαν στων μακάρων τα νησιά και δίκαιοι στο Τάρταρο. Ο βασιλιάς του κόσμου των ψυχών κι οι επιμελητές του είδαν την αδικία και στο Δία κατέφυγαν για να μη λογιστούν υποστηριχτές της. Ο κοσμοβασιλιάς Δίας είπε:
« Αλλά εγώ, τέρμα θα βάλω σ’ αυτή την αδικία, αφού οι δίκες δεν γίνονται αμερόληπτα. Γιατί οι ετοιμοθάνατοι δικάζονται ντυμένοι και ζωντανοί. Κι όσοι πονηρές ψυχές έχουν την κρύβουν σε ωραία σώματα και ρούχα γεμάτα πλούτη, κουβαλώντας πολλούς μάρτυρες, που με μάλαμα εξαγόρασαν, να ψευτομαρτυρήσουν πως η ζωή τους ήταν σύμφωνη με τις επιταγές της δικαιοσύνης. Έτσι οι δικαστές θαμπώνονται από τα φτιασίδια, παρασύρονται κι άδικη κρίση, πολλές φορές, βγάζουν. Γι’ αυτό πρώτο μου μέλημα είναι να μη ξέρουν οι θνητοί πότε θα είναι του πεθαμού τους η μέρα, γιατί τώρα το γνωρίζουν. Παραγγέλνω, λοιπόν, στον Τιτανίδη Προμηθέα, να τους κάμει να μη γνωρίζουν πότε ο χάρος θα διαβεί του σπιτιού τους τη θύρα για να τους πάρει και στου Αχέροντα τη βάρκα να τους βάλει. Η κρίση θα γίνεται από κριτή γυμνό από σώμα, που θα κρίνει τη ψυχή, πεθαμένων πιά κι όχι ζωντανών, αποστερημένους από συγγενείς και φίλους, χωρίς στολίδια και πλούτη. Ο δικαστής θα είναι πεθαμένος, κι έτσι η κρίση του θα είναι δίκαια. Εγώ, πρωτύτερα από σας, είδα την αδικία, κι όρισα δικαστές τους γιους μου, τον Μίνωα και το Ροδάμανθυ, που η φύτρα της μάνας τους από την Ασία κρατάει, και τον Αιακό, με φύτρα απ’ την Ευρώπη. Όταν κι αυτοί αφήσουν του ήλιου το φως κι έρθουν στου κάτω κόσμου το βασίλειο, θα στέκονται στο λιβάδι που είναι το τρίστρατο, με τον ένα δρόμο να φέρνει από τον πάνω κόσμο και του άλλους δύο που οδηγούν ο ένας στα όμορφα και γαλήνια των μακάρων νησιά κι άλλος στο φοβερό Τάρταρο. Ο Ροδάμανθυς θα δικάζει τις ψυχές, που έχουν καταγωγή από την μυρωδάτη Ασία κι ο Αιακός από την ευγενική Ευρώπη. Κι αν αυτοί κάπου δυσκολίες βρουν κι έχουν στην κρίση τους ερωτήματα, θα έρχεται βοηθός ο Μίνωας (*5) που οριστική θα επιφέρει κρίση.»
Έτσι οι ψυχοδικαστές, αφού βγάλουν κρίση, ανάλογα με το βίο πάνω στη γη που έζησε ο θνητός, βάζουν σφραγίδα και οι ψυχές οδηγούνται στο τόπο που ταιριάζει στη καθεμιά.
Όταν ο Αθηναίος σοφός τελείωσε τη διήγηση, κατέληξε λέγοντας τα εξής:
« Εγώ μεν ουν, ώ Καλλίκλεις, υπό τούτων των λόγων πέπεισμαι, και σκοπώ όπως αποφανούμαι τω κριτή ως υγιεστάτην την ψυχήν. Χαίρειν ουν εάσας τας τιμάς τας των πολλών ανθρώπων, την αλήθειαν σκοπών πειράσομαι τω όντι ως αν δύνωμαι βέλτιστος ών και ζην και επειδάν αποθνήσκω αποθνήσκειν. » [ Μετάφρ.: Εγώ λοιπόν, Καλλικλή, έχω πειστεί απ’ αυτές τις διηγήσεις, και σκέφτομαι πως θα παρουσιάσω στον κριτή την ψυχή υγιεστάτη. Αφού αφήσω λοιπόν να πάνε στο καλό όσοι από τους πολλούς θεωρούνται ευτυχείς, αποβλέποντας στην αλήθεια, θα προσπαθήσω να περάσω το βίο μου όντας πραγματικά όσο μπορώ καλύτερος και τέτοιος να πεθάνω, όταν πεθάνω.]
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
(*1). Δανάη: Θυγατέρα του Ακρίσιου, βασιλιά του Άργους, και της Ευρυδίκης ή Αγανίππης. Το βασιλικό ζευγάρι δεν είχε απόκτήσει αρσενικά παιδιά και η κόρη τους ήταν πεντάμορφη. Όταν ο Αρκίσιος ρώτησε το μαντείο πώς θ’ αποχτούσε γιο, πήρε τον χρησμό ότι ο ίδιος δε θα έκανε γιο. Θα έκανε, όμως, γιο η κόρη του κι ο εγγονός του έμελλε να τον σκοτώσει. Φοβούμενος ο βασιλιάς την επαλήθευση του χρησμού, φυλάκισε τη Δανάη σ’ ένα υπόγειο, με τη ρητή εντολή να μη την πλησιάσει κανένας άντρας.
Ο Δίας, του οποίου ο “παντεπόπτης οφθαλμός” όλα τα βλέπει, είδε την ωραιότατη κόρη κι επόθησε τη σπάνια ομορφιά της. Λαχτάρησε τη νέα και για να μπορέσει να τη χαρεί μεταμορφώθηκε σε χρυσή βροχή, μπήκε από την οροφή της φυλακής, χύθηκε μέσα σ’ αυτήν κι έφτασε στην αγκαλιά της κόρης κι ενώθηκε μαζί της. Έτσι γεννήθηκε ο Περσέας. Σαν άκουσε ο Ακρίσιος από τη μεριά του μπουντρουμιού το κλάμα του μωρού ζήτησε επίμονα να μάθει τον άντρα, που παράκουσε την εντολή του. Μάταια η θυγατέρα του έλεγε για το θαυμαστό τρόπο που γεννήθηκε ο γιος της από τον βροντορίχτη Δία, αυτός δε την πίστευε. Για να την τιμωρήσει, την έκλεισε μαζί με το μωρό μέσα σε μια λάρνακα και τους έριξε στο πέλαγος. Τα κύματα τους έφεραν στη Σέριφο, όπου η λάρνακα μπλέχτηκε στα δίχτυα του Δίκτυ, που τους έσωσε κι ανέλαβε τη φιλοξενία τους και την ανατροφή του μικρού Περσέα.
(*2). Εδώ ας θυμηθούμε τον Ορφικό ύμνο:
« εις Ζευς, εις Αϊδης, εις Ήλιος, εις Διόνυσος.
εις θεός εν πάντεσσι, τι σοι δίχα ταύτ΄ αγορεύω. »
(*3). Ταυροκαθάψια: ( ταύρος + καθάπτομαι ). Τον όρο αυτό συναντούμε σε επιγραφές και σε σχολιαστές της αρχαιότητας και είναι συνώνυμος της ταυροπαιδιάς, δηλ. των αγωνισμάτων με ταύρους, που διεξάγονταν σε θρησκευτικές, συνήθως, γιορτές.Τα πολυάριθμα ευρήματα ανασκαφών, που μας δείχνουν την διεξαγωγή ταυροκαθαψίων κατά τη μινωική εποχή ( 3η και 2η π.χ. χιλιετία ) μας οδηγεί στο να θεωρήσουμε την Κρήτη ως πατρίδα των ταυροκαθαψίων στο χώρο της Μεσογείου.
(*4). Ο Όμηρος μας λέει γι’ αυτή τη μοιρασιά:
« Έτσι μ’ ορμή η γρήγορη η Ίριδα πετούσε. Πήγε κοντά και στάθηκε κι είπε στον κοσμοσείστη:
«- Γαλαζοχαίτη, αφέντη γης, ήρθα και έχω φέρει σε σένα μήνυμα του ασπιδοφόρου Δία…»
Ο κοσμοσείστης θύμωσε και προς εκείνην είπε: «- Ποπό, κι ας είναι δυνατός, με έπαρση μιλάει,
εμένα τον ισότιμο με βία θα κρατήσει. Τρεις γεννηθήκαμε αδερφοί από Κρόνο και Ρέα,
ο Δίας, εγώ κι ο Άδης, ο ρήγας των πεθαμένων. Στα τρία τα μοιράσαμε, πήρε ο καθένας κάτι.
Στην κλήρωση μου έτυχε στη θάλασσα να μένω πάντα, στον Άδη το ζοφερό σκοτάδι
Και στο Δία ο ουρανός με σύννεφα και αιθέρα. Μα ο ψηλός ο Όλυμπος κι η γη ανήκει σ’ όλους…»
( Ομήρου Ιλιάδα, ραψ. Ο’, αποσπάσματα στ. από 172 έως 193 )
(*5). Όταν ο Οδυσσέας κατέβηκε στον κάτω κόσμο, συνάντησε τον Μίνωα, για τον οποίο διηγείται:
« Είδα, λοιπόν, το Μίνωα, το λαμπρό γιο του Δία,
να έχει ένα χρυσό ραβδί και τους νεκρούς να κρίνει
καθιστός. Κι αυτοί καθιστοί ή όρθιοι ζητούσαν
το δίκιο τους στην πόρτα μπρος του παλατιού του Άδη. » ( Ομήρου Οδύσσεια, ραψ.Λ’, στ. 568-571 )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου