Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2019

Ένας μύθος με πολιτικές προεκτάσεις: Ο μύθος του Προμηθέα και του Επιμηθέα

[[ δαμ- ων ]]

Σαν λαός έχουμε χάσει την επαφή με τις ρίζες μας και γι’ αυτό δεν μπορούμε να έχουμε πρωτοτυπία στις ιδέες και αποφασιστικότητα στις ενέργειές μας. Πλέουμε στην τρικυμισμένη εποχή μας σαν ανερμάτιστο καράβι, γιατί ο πιθηκισμός του δυτικού σαθρού τρόπου ζωής μας διέβρωσε. Δεχόμαστε καθημερινά εθνικά χαστούκια απ’ όλες τις μεριές. Μας λένε τα ξένα κέντρα κατάμουτρα πως μας θυσίασαν για να σωθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες και οικονομίες ή πως έκαναν λανθασμένες εκτιμήσεις και μας επέβαλαν δυσβάσταχτα οικονομικά μέτρα και κανένας πολιτικός δεν το χρησιμοποιεί για την μείωση του εθνικού χρέους και την ελάφρωση των μέτρων.
Αντίθετα μας έχουν φλομώσει στα ψέματα χωρίς να ντρέπονται και μας επιβάλλουν φόρους και νόμους άδικους από κάθε άποψη. Λείπει από αυτή την χώρα η ντροπή και η δικαιοσύνη!
Αυτές τις δύο αρετές τις είχαμε σαν γνώμονα μέχρι την μεταπολίτευση. Δεν παρανομούσαμε γιατί ντρεπόμασταν. Δεν αδικούσαμε για να μην θιγεί η τιμή μας. Τι έγιναν η αιδώς και η δικαιοσύνη; Πώς μπορούμε χωρίς αυτές; Ας ανατρέξουμε στην αρχαία παράδοση να δούμε τι ιδέα είχαν γι’ αυτές τις δύο έννοιες οι πρόγονοί μας.
Όταν στο αρχικό στάδιο της δημιουργίας του ανθρώπινου είδους οι άνθρωποι ήσαν αδύναμοι, ο Δίας ανέθεσε στο γιο του Ερμή να τους φέρει ως κοσμήματα του γένους την αιδώ και τη δικαιοσύνη. Ο Πλάτωνας στο έργο του “Πρωταγόρας” αναφέρει πώς οι θεοί έπλασαν τα ζώα και ανέθεσαν στα αδέρφια Προμηθέα και Επιμηθέα να τα προικίσουν με ικανότητες και χαρακτηριστικά για να μπορέσουν να επιβιώσουν.

Η συνέχεια >>> vagiablog…

Ζήτησε ο Επιμηθέας να κάνει τη διανομή, αλλά διένειμε όλες τις ικανότητες επιβίωσης χωρίς να φροντίσει να κρατήσει κάποια για τους ανθρώπους. Έτσι ανάγκασε τον αδερφό του Προμηθέα- από αγάπη για τους ανθρώπους- να κλέψει από τους θεούς τη φωτιά και την γνώση της τέχνης, ώστε οι άνθρωποι να φτιάξουν ρούχα, μέσα προφύλαξης από τις αντίξοες συνθήκες, όπλα και εργαλεία. Ας παρακολουθήσουμε την πλατωνική διήγηση:
[[ Ήταν ένας καιρός που υπήρχαν θεοί, αλλά δεν υπήρχαν ζώα καμιάς ράτσας πάνω στη γη. Και όταν ήρθε η ώρα που όρισε και γι᾽ αυτά η μοίρα να ᾽ρθουν στον κόσμο, τα πλάθουν οι θεοί μέσα στα έγκατα της γης, από ένα μείγμα που έκαναν από χώμα και φωτιά και απ᾽ ό,τι μπορεί να ενωθεί με χώμα και φωτιά. Λοιπόν, την ώρα που ήταν να τ᾽ ανεβάσουν στο φως του ήλιου, έδωσαν εντολή στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα φροντίσουν και να τους μοιράσουν αξιοσύνες, τέτοιες που να ταιριάζουν στο καθένα τους. Τότε ο Επιμηθέας ζητά από τον Προμηθέα τη χάρη, μόνος του να κάμει τη μοιρασιά: «Κάνω εγώ τη μοιρασιά, του είπε, κι εσύ έρχεσαι μετά και κάνεις επιθεώρηση». Μ᾽ αυτά τον πείθει, και κάνει αυτός τη μοιρασιά. Αρχίζει λοιπόν αυτός τη μοιρασιά, και σε μερικά έδινε δύναμη, όχι όμως και ταχύτητα, ενώ τα πιο αδύνατα τα εφόδιαζε με ταχύτητα· σ᾽ άλλα έδινε οπλισμό, για όσα όμως άφηνε χωρίς αρματωσιά σοφιζόταν κάποια άλλη ικανότητα, για να κρατιούνται στη ζωή. Δηλαδή αυτά που τα έκλεισε μέσα σε μικρό σώμα, τους χάριζε φτερωτή φυγή ή υπόγεια κατοικία· όσα πάλι τα προίκιζε με μεγάλο σώμα, σ᾽ αυτό το ίδιο εμπιστεύτηκε να τα διαφεντεύει· και τις άλλες χάρες τις μοίραζε κρατώντας αυτό το δίκαιο μέτρο. Και αν τα σοφιζόταν όλ᾽ αυτά, ήταν γιατί είχε την έγνοια μήπως καμιά ράτσα αφανιστεί από το πρόσωπο της γης. Ύστερα, αφού τα εφοδίασε μ᾽ όσα χρειάζονταν, για να μην αφανίσουν το ένα το άλλο, σοφιζόταν τρόπους να τα προστατέψει από τις αλλαγές του καιρού —που είναι στο χέρι του Δία— ντύνοντάς τα με πυκνό τρίχωμα και χοντρές προβιές, που να μπορούν να τα φυλάξουν από το κρύο, να μπορούν κι από τη ζέστη· κι όταν ήταν να πάνε για ύπνο, φρόντισε πάλι το καθένα τους να έχει σκεπάσματα ταιριαστά και δοσμένα από τη φύση· και τα παπούτσωσε άλλα με οπλές, άλλα με δέρματα χοντρά και χωρίς αίμα. Νοιάστηκε ακόμη το καθένα τους να βρίσκει διαφορετική τροφή, άλλο χόρτα της γης, άλλο καρπούς δέντρων κι άλλο ρίζες· μάλιστα σε μερικά έδωσε για τροφή τη σάρκα άλλων ζώων· τα ᾽φερε έτσι, ώστε αυτά τα τελευταία να γεννούν από ένα δυο, τα θύματά τους όμως να γεννοβολούν πολλά μικρά — αυτό τον τρόπο βρήκε για να σωθεί η ράτσα τους. Που λες, ο Επιμηθέας βέβαια δεν ήταν και πολύ σοφός· έτσι δεν πήρε είδηση πως ξόδεψε όλες τις χάρες στα άλογα ζώα· του έμενε ωστόσο αφρόντιστη ακόμα η ράτσα των ανθρώπων — και δεν ήξερε τί να κάνει. Την ώρα που εκείνος καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα, έρχεται ο Προμηθέας, για να επιθεωρήσει τη μοιρασιά. Και βλέπει τα άλλα ζώα εφοδιασμένα με όλα κι όπως τους ταίριαζε, τον άνθρωπο όμως γυμνό και ξυπόλυτο, δίχως σκεπάσματα και αρματωσιά· είχε φτάσει κιόλας η μέρα που όρισε η μοίρα να βγει κι ο άνθρωπος από τη γη στο φως του ήλιου. Τότε, καθώς έζωνε τον Προμηθέα η δυσκολία, ποιό τρόπο να βρει, για να κρατηθεί ο άνθρωπος στη ζωή, του ήρθε στο νου να κλέψει του Ηφαίστου και της Αθηνάς την τεχνική γνώση μαζί και τη φωτιά —γιατί δίχως φωτιά η τέχνη αυτή δεν μπορεί να γίνει κτήμα κανενός ούτε να του σταθεί χρήσιμη— και έτσι την κάνει δώρο στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος λοιπόν μ᾽ αυτό τον τρόπο πήρε στα χέρια του την τέχνη που τον βοηθά για να ζήσει, αλλά του έλειπε η άλλη τέχνη, η πολιτική· γιατί αυτή βρισκόταν δίπλα στο θρόνο του Δία. Όμως ο Προμηθέας δεν είχε πια καιρό να μπει στην ακρόπολη του Δία — ας μην ξεχνάμε ότι ο Δίας είχε φοβερούς καστροφύλακες. Μπήκε όμως κρυφά στο συνεταιρικό εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου, που μέσα εκεί δούλευαν —με τί μεράκι!— τις τέχνες τους. Κλέβει λοιπόν και του Ηφαίστου την τέχνη, που δουλεύει με τη φωτιά, και τις υπόλοιπες τέχνες, που είναι της Αθηνάς, και τις δίνει στον άνθρωπο. Και έτσι ο άνθρωπος απόχτησε εφόδια για να ζήσει, ο Προμηθέας όμως, όπως λεν, εξαιτίας του Επιμηθέα σε λίγο δικάστηκε για κλοπή.
Λοιπόν, μια και ο άνθρωπος πήρε κι αυτός μερίδιο από τον κλήρο των θεών, πρώτα πρώτα αυτός μόνο απ᾽ όλα τα ζωντανά, σαν συγγενής των θεών βέβαια, πίστεψε σε θεούς και άρχισε να χτίζει βωμούς και αγάλματα των θεών· κατόπι, με την αξιοσύνη του γρήγορα σχημάτισε γλώσσα και λέξεις, συνταιριάζοντας τις συλλαβές, και βρήκε και κατοικίες και ρούχα και υποδήματα και στρώματα και τις τροφές που δίνει η γη. Μ᾽ αυτά λοιπόν τα εφόδια οι άνθρωποι τον πρώτο καιρό ζούσαν σκόρπιοι, πολιτείες όμως δεν υπήρχαν. Έτσι, τους αφάνιζαν τα θηρία, γιατί σ᾽ όλα τα σημεία ήταν πιο δυνατά απ᾽ αυτούς.]] (Πλάτωνας, “Πρωταγόρας”, 320 D- 322B)
Οι θεοί για να μην αφανίσουν τα θηρία, που ήσαν πιο δυνατά, τους ανθρώπους, τους καθοδήγησαν να συγκεντρωθούν σε πόλεις και να οργανωθούν σε κοινωνίες. Επειδή δεν είχαν ακόμη αναπτύξει την πολιτική για την εύνομη τάξη και την απόδοση δικαιοσύνης, ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων, ο Δίας, ανέθεσε στον Ερμή να τους μοιράσει την αιδώ (ντροπή) και την δικαιοσύνη. Η αιδώς σαν αίσθημα ντροπής, συστολή, συναίσθηση ντροπής και τιμής, σαν κοσμιότητα, σεβασμός στους άλλους και σέβας προς τον ίδιο τον εαυτό, και η δικαιοσύνη σαν επικράτηση κι απόδοση του δικαίου ήσαν οι βασικές αρετές για την ορθή λειτουργία της οργανωμένης πολιτείας. Ο άγγελος του Δία προβληματίστηκε για τον τρόπο κατανομής, αν θα έπαιρναν όλοι ίσα μερίδια ή άνισα. Η εντολή που έλαβε ήταν ρητή: «Ἐπὶ πάντας, καὶ πάντες μετεχόντων». Σε όλους και σε ίσα μερίδια!
Θα ανατρέξουμε και πάλι στο πλατωνικό κείμενο:
[[ Για την εξασφάλιση της τροφής τους οι τεχνικές τους ικανότητες παρείχαν αρκετή βοήθεια· ήταν όμως ανεπαρκείς στον πόλεμο με τα θηρία. Γιατί δεν είχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, μέρος της οποίας είναι η πολεμική. Επιδίωκαν λοιπόν να συγκεντρωθούν και να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους χτίζοντας πόλεις. Όταν όμως συγκεντρώνονταν όλοι μαζί, αδικούσαν ο ένας τον άλλον, επειδή δεν κατείχαν την πολιτική τέχνη· σκόρπιζαν έτσι, πάλι, και αφανίζονταν. Ο Δίας, λοιπόν, επειδή φοβήθηκε για το γένος μας, μήπως εξαφανιστεί όλο, στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη, για να αποτελούν κοσμήματα για τις πόλεις και τους θεσμούς που στερεώνουν τη φιλία. Ρωτάει λοιπόν ο Ερμής το Δία με ποιον τρόπο θα δώσει τη δικαιοσύνη και την αιδώ στους ανθρώπους: «να μοιράσω και αυτές όπως μοιράζουν τις τέχνες;» Τις έχουν μοιράσει με τον εξής τρόπο: ένας που κατέχει την ιατρική τέχνη, είναι αρκετός για πολλούς συμπολίτες του, το ίδιο και οι άλλοι δημιουργοί. Τη δικαιοσύνη λοιπόν και την αιδώ, έτσι να τις τοποθετήσω ανάμεσα στους ανθρώπους ή να τις μοιράσω σε όλους; Σε όλους, είπε ο Δίας, και όλοι να έχουν μερίδιο. Γιατί δε θα υπήρχαν πόλεις, αν συμμετείχαν λίγοι σ’ αυτές, όπως στις άλλες τέχνες. Και, βέβαια, να θέσεις εκ μέρους μου νόμο, εκείνον που δεν μπορεί να συμμετέχει στην αιδώ και τη δικαιοσύνη να τον σκοτώνουν ως αρρώστια της πόλης.]] (Πλάτωνας, “Πρωταγόρας”, 322Β- D)
Ο Δίας διέταξε να μοιράσει ο γιος του αυτά τα δύο κοσμήματα για τον άνθρωπο, την αιδώ και τη δικαιοσύνη να την μοιράσει κατά τον ίδιο τρόπο, ισόποσα, σε όλους τους ανθρώπους. Είναι δύο ηθικές ιδιότητες, που έχουν σχέση με την εξύψωση του ανθρώπου, ώστε να φτάσει στην ένωση με το θείο, με τον πατέρα και δημιουργό. Και επιπλέον έθεσε σαν νόμο, όποιος θνητός δεν χρησιμοποιεί αυτά τα βασικά και χαρακτηριστικά ανθρώπινα κοσμήματα να θεωρείται μίασμα της πόλης. Κι όχι μόνο να θεωρείται αρρώστια για την πόλη , αλλά επιπλέον να θανατώνεται ως πολύ επιζήμιος: : «Και νόμον γε θες παρ’ εμού τον μη δυνάμενον αιδούς και δίκης μετέχειν κτείνειν ως νόσον πόλεως».
Το παραπάνω απόσπασμα από τον Πλάτωνα σχολίασε το νεοπλατωνικός Πρόκλος:
[[… στέλνει ο Ζευς στους ανθρώπους τον Ερμή ως αγγελιοφόρο φέρνοντας τη φρόνηση και την αιδώ και γενικά την πολιτική επιστήμη, και τον διατάζει να παραδώσει το ίδιο σε όλους αυτή την αρετή και σε όλους να μοιράσει τη γνώση των δίκαιων, των ωραίων και των αγαθών, αλλά όχι διαιρεμένα, όπως ακριβώς τις διάφορες τέχνες τις μοιράστηκαν και διαφορετικοί άνθρωποι και άλλοι από τους ανθρώπους είναι ειδικοί σε αυτές, ενώ άλλοι είναι ανίδεοι είτε από όλες τις τέχνες είτε από μερικές.
Με όλ’ αυτά, όπως είναι φανερό απ’ όσα έχουν γραφεί, ο Πλάτωνας αποδίδει πρωταρχικά στον Δία το υπόδειγμα της πολιτικής επιστήμης, και την πρόοδό της και τη μετάδοσή της μέχρι και στις ψυχές την αποδίδει στη σειρά του Ερμή, καθώς αυτή προωθεί τη συμμετοχή και προσφέρει την παρουσία της μέσα μας ουσιώδη και κοινή σε όλες τις ψυχές· γιατί το «να μοιράσει σε όλους» σημαίνει να τοποθετήσει μέσα στην ψυχή και μάλιστα στην ουσία της την επιστήμη.]] (Πρόκλος, “Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας”, Ε΄, 88- 89)
Οι πρόγονοί μας μας έδωσαν την μεγάλη συμβουλή: Όποιος χάσει την αιδώ και τη δικαιοσύνη να θεωρείται αρρώστια για την κοινωνία, για την πολιτεία! Τι τα κάνουμε τα άρρωστα δέντρα και τα άρρωστα ζώα για να μην προσβληθούν και τα υπόλοιπα; Τα μεν δέντρα τα ξεριζώνουμε ή τα κόβουμε και τα καίμε, τα δε ζώα τα θανατώνουμε. Αυτό δεν κάναμε με τις ελιές και τις τρελές αγελάδες; Αυτό πρέπει να κάνουμε και με τους πολιτικούς. Αυτοί κι αν έχασαν την αιδώ και τη δικαιοσύνη! Έχουν καταντήσει το συνώνυμο της ανηθικότητας και της αδικίας των Ελλήνων. Βάζουν το συμφέρον των ξένων αφεντικών τους πάνω από το εθνικό συμφέρον. Τους λαθροεισβολείς πάνω από τους συμπατριώτες μας. Δίνουν συσσίτια και κατοικία στους λαθροεισβολείς, που τους βάφτισαν μετανάστες πολέμου, όταν οι συμπατριώτες μας τρέφονται από τους κάδους απορριμμάτων και κοιμούνται στους δρόμους. Βγάζουν στους πλειστηριασμούς τα σπίτια των Ελλήνων πολιτών για λίγα χιλιάρικα- όταν οι πολίτες δεν φταίνε γιατί ο κακός χειρισμός των οικονομικών της χώρας από τους πολιτικούς τους οδήγησε στην ανεργία ή στη μεγάλη μείωση των μισθών- ενώ οι ίδιοι και τα κόμματά τους χρωστούν εκατομμύρια. Κάνουν περικοπές στις συντάξεις, στις δαπάνες για την υγεία και την παιδεία, ενώ οι ίδιοι αυξάνουν τις αποταμιεύσεις τους ιλιγγιωδώς. Μιλάνε δήθεν για εθνική αξιοπρέπεια και παραχωρούν την Μακεδονία, τη Θράκη, τα νησιά μας, το Αιγαίο.
Αυτούς τους ηθικά, ψυχικά και νοητικά άρρωστους πρέπει να τους ξεριζώσουμε από τη βουλή. Η εντολή του Δία είναι αυστηρή: και να θανατωθούν! Αλλά στην πατρίδα μας έχει καταργηθεί η θανατική ποινή…, οπότε ας βρουν τον πολιτικό και τον οικονομικό θάνατο. Πρέπει αυτά τα “μιάσματα” του έθνους να εξαφανιστούν από το πολιτικό «γίγνεσθαι». Μόνον έτσι θα ξαναγυρίσει η αιδώς και η δικαιοσύνη, μόνο τότε θα επανέλθει η ελπίδα σ’ αυτό τον τόπο…  

Σάββατο 18 Μαΐου 2019

Ο Αλέξης και το εκλεκτό ακροατήριό του στην ομιλία της Λαμίας


“Ούτις

Καθόμουν στο γραφείο μου και διάβαζα το μυθιστόρημα “Γινάτι” του Γιάννη Καλπούζου, κι όπως ήμουν απορροφημένος στην εξιστόρηση της υπόθεσης του μυθιστορήματος, καρνάσια μου, εισέβαλε σαν αναρχικός της ομάδας Ρουβίκωνα στο γραφείο η Αγλαΐα, το στεφάνι μου ντε. «Αγησίλαε τα είδες τα ρεζιλίκια του σύντροφου Αλέξη;» με ρώτησε. «Όχι, ζουζουνίτσα μου» της απάντησα. «Δεν είδα ειδήσεις κι ούτε μπήκα στο διαδίκτυο να διαβάσω τα νέα». Πότε- πότε της αμολάω κανένα γλυκανάλατο, όπως σήμερα το “ζουζουνίτσα μου” για να της ανεβάζω το ηθικό, καθότι, ρε καρντάσια, περάσαμε και οι δυο την έχτη δεκαετία και πάμε προς τα τρίτα -ηντα μας.
«Αγησίλαε, μια πλατεία γύφτους, Πακιστανούς και Αφγανούς γέμισαν για να τους μιλήσει ο αριστερός γυρολόγος στα κότερα, που κρέμασε την αριστερή ιδεολογία στα μανταλάκια. Μπαλαμό γιοκ. Κι αν βρεις λευκόσαρκους είναι είτε σωματοφύλακες και αστυνομικοί, είτε όλη η κυβέρνηση που μετακόμισε στη Λαμία για να κάνει μπούγιο και να φάει κοψίδια μετά την ομιλία και αγνό γιαούρτι με γλυκό κερασάκι από πάνω.»

Έβαλα, το λοιπόν, το σελιδοδείχτη στη σελίδα που διάβαζα, κι άφησα στην άκρη το μυθιστόρημα. Άνοιξα το λάπτοπ με περιέργεια να δω φωτογραφίες και να μάθω τα νέα από την ομιλία του πρωθυπουργού στην πρωτεύουσα της Στερεάς. Και έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Σαν χάνος έχασκα. Πω- πω ξεπεσμός, ρε π@ύστη μου. Ο Αλέξης ο μνημονιοσκίστης να υπερασπίζεται τον τίτλο του σαν αγράβατος πρωθυπουργός μπροστά σε ακροατήριο μελαμψών, που έσειαν τα λάβαρα του ΣΥΡΙΖΑ και φώναζαν «Αλέξη προχώρα, είμαστε μαζί σου, μα τη Παναήα.». «Αλέξη παλιατζή, που όλα τα πουλάς κι ανθρώπους αγοράζεις, είσαι ένας από εμάς, γ@μώ τη μάνα μας.» Και χοροπηδούσαν σαν να βρισκόντουσαν σε γύφτικο γλέντι. Κι άλλη ομάδα παραπέρα Πακιστανών να ουρλιάζει «Αλέκση, είσαι ο Αλλάχ μας, μας έδωσες πατρίδα. Οι εχθροί σου είναι κι εχθροί του Αλλάχ. Αλλάχ ακμπάρ.»
Τι ξεπεσμός ήταν αυτός, καρντάσια μου! Μια πανελλαδική γυφτοσύναξη στη Λαμία- μεταφερόμενοι και με το αναγκαίο χαρτζιλίκι από τα χρήματα της αφαίμαξης του λαού που μοιράστηκαν πρόσφατα τα κόμματα- γύφτοι με “αυθόρμητη” επιστράτευση από τη Λαμία και τις γύρω περιοχές, αλλά κι από το Πυρί της Θήβας, από Καρδίτσα κι από Ξάνθη ακόμα- για να δείξει ο αριστερός Αλέξης πως έχει λαϊκή στήριξη. Μη βιαστείτε οι κουλτουριάρηδες να με πείτε ρατσιστή, που τους λέω γύφτους κι όχι ρομά, γιατί κι εσείς αν είχατε δεχτεί επίθεση με πέτρες στη γέφυρα των στεναγμών της Θήβας και σας είχαν ρημάξει το αμάξι με μεγάλη ζημιά, σκατόγυφτους θα τους λέγατε. Γιατί οι πράξεις χαρακτηρίζουν μια φυλή κι όχι το όνομα. Όταν η νοοτροπία και η πραχτική δεν αλλάξουν, δεν μπορεί να τους αλλάξει η μετωνυμία.
Μπροστά σ’ αυτούς τους μελαμψούς γυρολόγους ο Αλέξης θυμήθηκε τον Άρη Βελουχιώτη και χαρακτήρισε “ανατριχιαστικά επίκαιρα” τα λόγια του Άρη, τα οποία λένε: «Χρόνια και χρόνια απάτης και ρεμούλας μας κράτησαν μακριά από την ευτυχία και τον πολιτισμό και μας ρίξανε μέσα στην εξαθλίωση, την πείνα, την κακομοιριά και τη δυστυχία. Έτσι η Ελλάδα που υπήρξε κάποτε η πηγή των φώτων και του πολιτισμού, κατάντησε να βρίσκεται στο πιο χαμηλό επίπεδο οικονομικής, κοινωνικής και εκπολιτιστικής ανάπτυξης, όχι μόνο έναντι των λαών της Ευρώπης, αλλά και των Βαλκανίων».
Ο αγράμματος Αλέξης, γιατί όταν έπρεπε να μελετήσει το είχε ρίξει στις καταλήψεις και στις μπύρες με Καρανίκα και τα λοιπά μπουμπούκια που μας ρημάζουν τη ζωή- αυτά που ποτέ δεν ίδρωσαν για το ψωμάκι εφόσον είναι της ιδεολογίας πως η καριέρα είναι χολέρα- δεν γνωρίζει ούτε την αφίσα του Άρη. Κάποιοι, που του γράφουν τους λόγους, βρήκαν κάπου τα λόγια του Άρη, που περιγράφει την εποχή της πρωθυπουργίας του Τσίπρα, κι αυτός τα διάβασε μπροστά στο εκλεκτό κοινό του. Και σιγά που τα κατάλαβαν. Αλλά ο πρωθυπουργός μίλησε μπροστά στους ομοίους του. Γιατί αυτός έχει σαν σύνθημα το «με κότερο, χαβιάρι και Βελουχιώτη Άρη...», και το ακροατήριό του «σίδερα παίρνει ο παλιατζή και πουλάει πρέζα γιαλατζί». Και χάρηκε ιδιαίτερα ο πρωθυπουργός από τον παλμό των αυθόρμητων οπαδών του- εδώ επαληθεύτηκε η παροιμία «είδε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του»- που έκανε ειδική αναφορά στους Ρομά. Αυτό που δεν ξέρουμε είναι αν ζήλεψε τον Γλέτσο στο σίριαλ “Ψίθυροι καρδιάς”, που έκλεψε την καρδιά της γυφτοπούλας.
Τελικά, καρντάσια μου, αυτή η έρμη χώρα μπορεί να έχει ελπίδα; Την εποχή που οι Τούρκοι κάνουν γιουρούσια στην υφαλοκρηπίδα μας και στα ενεργειακά μας οικόπεδα, οι δικοί μας επιδίδονται σε μια ακατάσχετη μπουρδολογία για τις εντυπώσεις των ποσοστών στις εκλογές με μεταφερόμενους κλακαδόρους. Ο Τσίπρας ζήλεψε τη δόξα του Αντρέα με το αμίμητο «Τσοβόλα, δώστα όλα» και σκορπάει το δήθεν πλασματικό πλεόνασμα. Το πλεόνασμα που προέκυψε από την υπερφορολόγηση των μη εχόντων και τα χρέη του κράτους προς όσους οφείλει και δεν τους πληρώνει, από τις απλήρωτες συντάξεις και τα αφάπαξ χιλιάδων συμπατριωτών μας. Και ρίχνει στάχτη στα μάτια του κόσμου μιλώντας για 13η σύνταξη. ‘Όταν μετά από 40 χρόνια εργασίας και κρατήσεων για σύνταξη σου δίνουν τα μισά από όσα δικαιούσαι και όταν σου ρίχνουν στα μούτρα σαν 13η σύνταξη 240 Ε, ενώ δίνουν τους κόσμου τις παροχές και τα επιδόματα στους γύφτους και τους λαθροεισβολείς, που δεν πλήρωσαν δεκάρα, προφανώς κι αυτοί θα αποτελούν το ακροατήριο των Πινόκιο της πολιτικής. Γιατί δεν είναι πολιτικός απατεώνας μόνον ο Αλέξης. Είναι όλοι όσοι βρίσκονται σήμερα στο ελληνικό κοινοβούλιο και στο ευρωκοινοβούλιο. Και κανένας τους δεν αξίζει τη ψήφο μας! Ας τους ψηφίσουν οι Ρομά και οι λαθροεισβολείς, στους οποίους έδωσαν την ιθαγένεια και τους πολιτογράφησαν ως Έλληνες πολίτες- γιατί η ιθαγένεια δεν παρέχεται για ψηφοθηρία. Κάποιος που μπαίνει χωρίς άδεια σε μια χώρα, κρυφά και χωρίς έλεγχο παραβιάζοντας τα σύνορα της χώρας δεν είναι μετανάστης πολέμου, είναι λαθροεισβολέας. Τελεία και παύλα!
Ο Αλέξης απόδειξε πως είναι λίγος, χωρίς παιδεία, μεγάλος ψεύτης και ασυνεπής. Του δώσαμε ένα μεγάλο ΟΧΙ στο δημοψήφισμα και το μετέτρεψε σε ΝΑΙ. Μας ξεγέλασε με το σύνθημα πως θα σκίσει τα μνημόνια και μας επέβαλε τρίτο και χειρότερο. Οι ερασιτεχνισμοί του και ο κούφιος λεονταρισμός μας έφερε επιπρόσθετο χρέος πάνω από 100 δισεκατομμύρια Ε μόνο στον πρώτο χρόνο της διακυβέρνησης από την αριστερά. Μα το χειρότερο είναι πως απόδειξε πως δεν έχει καμιά σχέση με την αριστερή – την υποτιθέμενη φιλολαϊκή ιδεολογία. Η διακυβέρνηση έγινε με καπιταλιστική και φασιστική νοοτροπία- βλέπε νοοτροπία Πολάκη. Αλλά, κυρίως δεν συγχωρούμε το πούλημα της Μακεδονίας, της Θράκης, της Β. Ηπείρου και του Αιγαίου.
Στη Λαμία φάνηκε, καρντάσια μου, η γύμνια του Αλέξη. Ας ψηφίσουν το ψηφοδέλτιό του οι γύφτοι και οι λαθροεισβολείς. Οι ιθαγενείς Έλληνες ψηφίζουν εκείνους που έχουν σαν σύνθημα «πρώτα η Ελλάδα». Δεν μπορείς να ψηφίζεις εκείνους που στο ευρωκοινοβούλιο παίρνουν ανθελληνική θέση! Και πρόσφατα Έλληνες ευρωβουλευτές ψήφισαν κατά της πατρίδας τους… Δυστυχώς ανήκαν και σε άλλα κόμματα. Σε όλους αυτούς δεν δίνουμε σταυρούς αλλά τους ρίχνουμε φάσκελα.


Τρίτη 14 Μαΐου 2019

Η απληστία των ελαχίστων είναι η αιτία της δυστυχίας των πολλών


[[ δαμ- ων ]]

2ο μέρος
Συνεχίζουμε με ένα Αραβικό παραμύθι για την απληστία:
[[ Ένας ράφτης φτωχός και λίγο περίεργος που προκαλούσε έκπληξη στους ανθρώπους με τη συμπεριφορά του. Αλλά αυτό που τους παραξένευε πιο πολύ ήταν ο τρόπος που δούλευε. Ανάμεσα σε δύο βελονιές άφηνε το μαγαζάκι του, πήγαινε στο τζαμί και ανέβαινε στο μιναρέ να κοιτάξει προσεκτικά στον ουρανό σαν κάτι να ’ψαχνε. Ύστερα κατέβαινε, γύριζε πίσω στο μαγαζάκι του να περάσει άλλη μια βελονιά και ξαναπήγαινε στο μιναρέ. Αυτό γινόταν όλη μέρα.
Γιατί άραγε; Ποια είναι η ιστορία του;
Λένε λοιπόν πως πολύ παλιά ο φτωχός ραφτάκος ζούσε μόνος του χωρίς γυναίκα και χωρίς παιδιά. Περνούσε τις μέρες του καθιστός να ράβει κελεμπίες και καφτάνια. Όταν κουραζόταν έπεφτε να κοιμηθεί για να ξυπνήσει με την αυγή, να καλέσει τους ανθρώπους για προσευχή, και ζητούσε απ’ τον Αλλάχ να του δώσει μια σύζυγο κι ένα ευτυχισμένο σπίτι.
Μια μέρα λοιπόν κι ενώ ο ράφτης δεν είχε ακόμη τελειώσει το κάλεσμα στην προσευχή, ένας μεγάλος αετός χαμήλωσε δίπλα του. Τον σήκωσε με τα γαμψά του νύχια ψηλά και πέταξαν μαζί.
Πέρασαν ερήμους, πέρασαν θάλασσες. Κάποια στιγμή ο αετός χαμήλωσε κι ακούμπησε το φτωχό ραφτάκο στην άκρη μιας μακρινής πόλης.
Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν. Κανένας φτωχός και κανένας ζητιάνος δεν γύριζαν στους δρόμους της. Τα πρόσωπα των ανθρώπων ήταν φωτεινά και τα ρούχα τους καθαρά με ζωηρά χρώματα. Ακόμα και στην καρδιά του «σουκ», της αγοράς, δεν άκουγες φασαρία ούτε έβλεπες τσακωμό. Οι άνθρωποι αγόραζαν και πουλούσαν ειρηνικά επαναλαμβάνοντας τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν μία ή περισσότερες φορές, έπαιρναν αυτό που ήθελαν κι έφευγαν ευτυχισμένοι και χαμογελαστοί.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Η έκπληξη του έγινε μεγαλύτερη στην παράξενη πόλη όταν στάθηκε μπροστά στο μαγαζάκι ενός ράφτη και είδε τον ιδιοκτήτη του ικανοποιημένο, ευτυχισμένο και καθόλου κουρασμένο να φτιάχνει τις κελεμπίες και τα καφτάνια του. Χαιρετάει και λέει στο αφεντικό του μαγαζιού: «Κι εγώ ράφτης είμαι όπως κι εσύ. Ήρθα στην πόλη σας από χώρα μακρινή. Μήπως έχεις δουλειά για μένα; Γιατί θέλω πολύ να ζήσω σ’ αυτή την ευτυχισμένη πόλη».
Και το αφεντικό τού απαντάει: «Κάθισε και βοήθα με. Η πληρωμή σου θα είναι πενήντα ασαλάτου-αλαζάιν κάθε βδομάδα».
Έτσι έμαθε ο ράφτης μας από τον ιδιοκτήτη του ραφτάδικου πως οι άνθρωποι της πόλης Ασαλάτου Αλαζάιν δεν γνωρίζουν τα χρήματα. Πουλάνε, αγοράζουν και δουλεύουν μόνο με τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν. Κάθισε λοιπόν και δούλεψε στο ραφτάδικο και έμεινε έκπληκτος όταν το αφεντικό του άρχισε να του διηγείται τις συνήθειες της περίεργης αυτής πόλης. Όλα τα πράγματα εδώ γίνονται με το ασαλάτου-αλαζάιν, μέχρι και οι γάμοι. Κάθε Πέμπτη βγαίνουν τα κορίτσια της πόλης βόλτα στην παραλία. Κουβαλάνε όλες τους μια στάμνα με νερό και αν κάποιος θέλει να πάρει μια απ’ αυτές για γυναίκα του, δεν έχει παρά να της ζητήσει να πιει νερό από τη στάμνα της, προφέροντας τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν. Αν εκείνη συμφωνήσει, τότε γίνεται γυναίκα του.
Περίμενε ο ράφτης ως την Πέμπτη και κατά το απόγευμα πάει στην παραλία. Μια από τις όμορφες κοπέλες συμφωνεί να τον ξεδιψάσει απ’ τη στάμνα της, γίνεται γυναίκα του και αρχίζει τη ζωή της μαζί του στο όμορφο σπίτι που αγόρασαν οι δυο τους πληρώνοντας μερικά ασαλάτου-αλαζάιν. Κάθε μέρα που περνούσε, όταν τελείωνε την δουλειά του αγόραζε με τα ασαλάτου αλαζάιν ό,τι επιθυμούσε από την αγορά και βιαζόταν να γυρίσει στη γυναίκα του και στο ευτυχισμένο του σπίτι.
Μια μέρα όμως πηγαίνοντας ο ράφτης στην αγορά βλέπει ένα τεράστιο ψάρι. Δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του ψάρι όμοιο μ’ αυτό. Θέλοντας πολύ να το αποκτήσει λέει στον εαυτό του: «Μ’ αυτό το ψάρι θα φάμε μέχρι να σκάσουμε! Πόσο νόστιμο φαίνεται να είναι το κάτασπρο κρέας του! Η γυναίκα μου θα μου το μαγειρέψει με χίλιους τρόπους!»
Μπαίνει ο ράφτης στο σπίτι του κουβαλώντας το τεράστιο ψάρι του. Τρομάζει η γυναίκα του που τον βλέπει και του λέει: «Τι είναι αυτό που κουβαλάς στα χέρια σου; Σε τύφλωσε η απληστία! Το ψάρι αυτό είναι για να χορτάσουν δέκα άνθρωποι ενώ εμείς είμαστε μόνο δύο! Πήρες απ’ την αγορά πολύ περισσότερα απ’ όσα χρειαζόσουν. Από δω κι εμπρός δεν έχεις πια δικαίωμα να ζεις στην πόλη του Ασαλάτου αλαζάιν».
Ήρθε ο αετός, πήρε το ράφτη στα φτερά του και πέταξαν μακριά. Πέρασαν ερήμους, πέρασαν θάλασσες. Ύστερα τον εναπόθεσε μπροστά στο παλιό του μαγαζάκι κι ο φτωχός ράφτης πέρασε την υπόλοιπη ζωή του αναπολώντας τις όμορφες μέρες που έζησε στην πόλη του Ασαλάτου Αλαζάιν. Γύρισε πίσω στα καφτάνια και στις κελεμπίες του, μόνο που ανάμεσα σε δύο βελονιές, ανέβαινε στο μιναρέ και κοίταζε προσεχτικά τον ουρανό με την ελπίδα μήπως ξαναγυρίσει ο αετός και ξαναπετάξουν μαζί για άλλη μια φορά στη χώρα του Ασαλάτου-αλαζάιν…
Αλλά ο αετός δε γύρισε ποτέ! ]]
Μια απλοϊκή πράξη απληστίας τίναξε την ευτυχία του ραφτάκου στον αέρα! Κι ενώ μετάνιωσε για την πράξη του, η ευτυχία δεν ξαναγύρισε στη ζωή του. Στην απληστία των ανθρώπων αναφέρεται ο Νομπελίστας ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης, νιώθοντας τον πόνο του Β΄ παγκόσμιου πολέμου, στο ποίημά του “Τελευταίος Σταθμός”:
[[ Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη·
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι·
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.

Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.

Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις τη καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη τη Συρία·
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής που ’σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα ’λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους·
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο·
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν·
σαν έρθει ο θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι·
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύουνται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τί θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να ’θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες·
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας· «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.]]
Ο Αλβέρτος Αϊνστάιν είχε πει: «Τρεις δυνάμεις κινούν τον κόσμο. Η ανοησία, ο φόβος και η απληστία». Θα κάνουμε μια ανασκόπηση σε όσα έχουν καταγραφεί στην πορεία της ανθρωπότητας, για να δούμε πόσα πέρασε εξαιτίας της απληστίας. Αν πάρουμε βιβλικά το θέμα, θεωρώντας πως η ανθρωπότητα ξεκίνησε από την βιβλική Εδέμ, όπου ζούσε ο Αδάμ και η Εύα, τότε η πρώτη πράξη απληστίας σημειώθηκε στον λεγόμενο Παράδεισο από το ζεύγος των πρωτοπλάστων. Γιατί ενώ είχε παραχωρηθεί από τον Κύριο του Παραδείσου το δικαίωμα σ’ αυτούς να φάνε απ’ όλους τους καρπούς των δένδρων, εκτός από το Δένδρο της Γνώσης του καλού και του κακού, η απληστία τους οδήγησε, με προτροπή του Πειρασμού, να φάνε τον απαγορευμένο καρπό. Μα τι άλλο είναι η απληστία, από τον πειρασμό να επιθυμήσουμε αυτό που δεν μας ανήκει; Κι έτσι η απληστία των πρωτοπλάστων μας φόρτωσε αιώνια το προπατορικό αμάρτημα, κατά την επικρατούσα θρησκευτική αντίληψη. Από τον 6ο αιώνα ο Πάπας Γρηγόριος ο Α΄ συμπεριέλαβε την απληστία στα επτά λεγόμενα θανάσιμα αμαρτήματα της καθολικής εκκλησίας. Αυτά είναι: η αλαζονεία, η ζηλοφθονία, η οργή, η οκνηρία, η απληστία, η λαιμαργία και η λαγνεία.
Απ’ αυτά ίσως το πλέον ηδονικό και καταστροφικό είναι η απληστία, τόσο για μεμονωμένα πρόσωπα, όπως δυστυχώς οι πολιτικοί- ας θυμηθούμε εδώ τον ξεπεσμό του Άκη Τσοχατζόπουλου και τα δεινά που περνάμε τώρα και όσα χειρότερα θα περάσουμε στο μέλλον από την αλαζονεία και την απληστία του Αλέξη Τσίπρα και της κυβέρνησής του- όσο και για έθνη, όπως οι αυτοκρατορίες που καταρρέουν και οι πόλεμοι που προκαλούνται από τα κατακτητικά έθνη- όπως την δυστυχία που έχουν προκαλέσει σε ολόκληρο τον πλανήτη οι ΗΠΑ από τα τέλη του Β΄ παγκόσμιου πολέμου και μετά. Και δυστυχώς ο καπιταλισμός και η Παγκοσμιοποίηση καλλιεργούν και υποθάλπουν την απληστία.
Είναι γεγονός πως όσο πιο άδειος είναι συναισθηματικά και πνευματικά ο άνθρωπος, όσο περισσότερο τους λείπει η παιδεία, τόσο περισσότερο ο φθόνος, η αλαζονεία και η απληστία τον διακατέχουν. Η απληστία καθιστά τον άνθρωπο σαν τον μεταξοσκώληκα. Όσο περισσότερο τυλίγεται στο κουκούλι του, τόσο αδυνατεί να ξεφύγει από αυτό. Συνηθισμένη πραχτική του άπληστου είναι να κατασκευάζει εχθρούς. Η απληστία των ΗΠΑ κατασκεύασε εχθρούς στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Γιουγκοσλαβία, στη Λιβύη, στη Συρία, για να δικαιολογήσουν τις επιδρομές τους σ’ αυτά τα κράτη.
Η απληστία μας θυμίζει το χιλιοτρύπητο πιθάρι των Δαναΐδων, που αναφέρεται στην μυθολογία μας. Όσο νερό (=χρήμα) κι αν του ρίξεις δεν γεμίζει. Δεν υπάρχει κορεσμός στην απληστία. Ενώ συναισθηματικά μας θυμίζει τον μύθο του Ερυσίχθονα από τη Θεσσαλία, που καταβρόχθισε τα πάντα, μέχρι που έφαγε και τις ίδιες τις σάρκες του πεθαίνοντας στο τέλος. Έτσι και ο άπληστος συναισθηματικά κατατρώγει οτιδήποτε καλό έχει μέσα του για να καταντήσει ένα απάνθρωπο αιμοδιψές θηρίο. Η επιθυμία και η βούληση μέσα του αποτελούν ένα δίζυγο γονιδιακό ζεύγος, έναν συνδυασμό της τιμωρίας των θεών προς τις Δαναΐδες και τον Σίσυφο. Επιθυμία σημαίνει την έκφραση της εντός μου εσωτερικής θερμής ανάγκης, ενώ η βούληση παραπέμπει στο «θέλω και μπορώ». Στον άπληστο πρωταρχική θέση κατέχει η επιθυμία και η βούληση έπεται. Επιθυμία και βούληση είναι δυο αρχέτυπα, είναι η τάση και η θέση της ζωή του, που συμβολίζονται από τις Δαναΐδες και τον Σίσυφο. Οι Δαναΐδες είχαν τιμωρηθεί από τους θεούς να κουβαλούν νερό με τα λαγίνια τους για να γεμίσουν ένα χιλιοτρύπητο πιθάρι, το οποίο ποτέ δεν γέμιζε, γιατί όσο νερό κι αν δεχόταν, το έχανε από τις τρύπες του. Ο Σίσυφος κυλούσε ένα σφαιρικό λίθο μέχρι την κορυφή ενός βουνού, αλλά όταν έφτανε στην κορυφή, ο λίθος κυλούσε πάλι στους πρόποδες κι αυτό επαναλαμβανόταν αέναα. Η απληστία, λοιπόν, είναι η βούληση σε μια διαρκή προσπάθεια από τον Σίσυφο του επιθυμητού των Δαναΐδων να γεμίσουν με πλούτη το ακόρεστο πιθάρι τους! Απληστία είναι η συνεχής προσπάθεια για κορεσμό του ακόρεστου.
Κάποιοι καταλαβαίνουν έγκαιρα το πάθος της απληστίας, μετανιώνουν γι’ αυτό και επανορθώνουν, όπως συνέβη με τον Μίδα. Ας δούμε τον σχετικό μύθο:
Ο Μίδας αιχμαλώτισε σε κάποιο κήπο έναν από τους συντρόφους του Διόνυσου, τον γέρο Σειληνό, για να γνωρίσει την σοφία του. Ο Μίδας φέρθηκε πολύ καλά στον αιχμάλωτό του, στον οποίο πρόσφερε πλουσιοπάροχη φιλοξενία. Μη μπορώντας να αποχωριστεί τον γέρο- Σειληνό ο Διόνυσος πήγε και βρήκε τον βασιλιά και για αντάλλαγμα της ελευθερίας του αλλά και για να τον ανταμείψει για την καλή του συμπεριφορά προς τον προστατευόμενό του θέλησε να του πραγματοποιήσει μια επιθυμία. Ο Μίδας τότε του ζήτησε να αποκτήσει την δύναμη να μετατρέπει σε χρυσάφι κάθε τι που θα άγγιζε. Ο Διόνυσος ικανοποίησε την επιθυμία και πραγματικά ό,τι έπιανε με τα χέρια ο βασιλιάς γινόταν χρυσάφι. Τρελός από την χαρά του τριγυρνούσε στο παλάτι, στους κήπους και τα έκανε όλα χρυσαφένια. Δίψασε όμως και θέλησε να πιει νερό, αλλά μόλις άγγισε την κούπα με το δροσερό νερό, που θα’ σβηνε τη δίψα του, τα μετέτρεψε σε χρυσό. Αργότερα η πείνα του’ σφιξε το στομάχι. Οι υπηρέτες του έφεραν εκλεκτά εδέσματα. Σαν τα άγγιξε έγιναν κι αυτά χρυσός. Αφού, λοιπόν, κινδύνευε να πεθάνει από δίψα και πείνα, παρακάλεσε τον θεό να τον απαλλάξει απ’ αυτό το θανάσιμο χάρισμα. Τότε ο Διόνυσος του έδωσε την εντολή να πάει να λουστεί στον Πακτωλό ποταμό. Μετά το λούσιμο, ο ποταμός απόκτησε την ιδιότητα να δίνει ψήγματα χρυσού.
Στη φύση υπάρχει θέση για όλα τα όντα. Η φύση οικονομεί για όλα τα όντα που φιλοξενεί. Οικονομία (=οίκος + νέμω, δηλ. μοιράζω κατ’ αναλογίαν) στη φύση σημαίνει ότι η φύση νέμει, μοιράζει τα αναγκαία για κάθε οργανισμό στον οίκο της. Επομένως, η απληστία είναι μια αντινομία στους νόμους της φύσης, γιατί κάποια όντα της, κάποιοι άνθρωποι επιζητούν πολλά περισσότερα απ’ αυτά που τους είναι απαραίτητα. Απ’ αυτή την παραβίαση του νόμου της ορθής νομής των αγαθών της φύσης, απ’ αυτήν την διατάραξη της ισορροπίας, ξεκινούν όλα τα δεινά της ανθρωπότητας, όλος ο ανθρώπινος πόνος και η δυστυχία. Γιατί η απληστία νεκρώνει την σκέψη που λέει πως γυμνοί ήρθαμε στη ζωή και στη γη και γυμνοί, δηλαδή χωρίς να πάρουμε τίποτα μαζί μας, θα φύγουμε απ’ αυτήν:
«καθὼς ἐξῆλθεν ἀπὸ γαστρὸς μητρὸς αὐτοῦ γυμνός, ἐπιστρέψει τοῦ πορευθῆναι ὡς ἥκει, καὶ οὐδὲν οὐ λήψεται ἐν μόχθῳ αὐτοῦ, ἵνα πορευθῇ ἐν χειρὶ αὐτοῦ. καί γε τοῦτο πονηρὰ ἀῤῥωστία· ὥσπερ γὰρ παρεγένετο, οὕτως καὶ ἀπελεύσεται, καὶ τίς ἡ περισσεία αὐτοῦ, ᾗ μοχθεῖ εἰς ἄνεμον; καί γε πᾶσαι αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ἐν σκότει καὶ ἐν πένθει καὶ θυμῷ πολλῷ καὶ ἀῤῥωστίᾳ καὶ χόλῳ.» (Εκκλησιαστής, ε΄, 14- 16)
[ Μετ.: Κάθε άνθρωπος βγήκε γυμνός από την κοιλιά της μητρός του. Έτσι και γυμνός, όπως ήλθε, θα επιστρέψει εις την γην. Τίποτε από τους κόπους του δεν θα πάρει εις τα χέρια του, όταν πορευθεί στον τάφον του. Τούτο δέ, η ιδιοτελής συγκέντρωση μεγάλου πλούτου, είναι φοβερά αρρώστια, μεγάλη συμφορά. Διότι όπως γυμνός ήρθε ο άνθρωπος στον κόσμον, έτσι και γυμνός θα απέλθει από αυτόν. Ποιά λοιπόν η ωφέλειά του από τα αγαθά των κόπων του, τα οποία διασκόρπισε ο άνεμος; Όλες οι ημέρες της ζωής του αχόρταστου πλουσίου είναι βυθισμένος στο σκότος, εις την λύπη εξ αιτίας του πλούτου του. Διέρχεται αυτές με ταραχή και οδύνη και πικρία.]
Ο αντίθετος ανθρώπινος τύπος του άπληστου είναι ο «πληστός», ο ολοκληρωμένος, ο πλήρης. Είναι ο τύπος που έχει αξιολογήσει τις ανάγκες του και έχει οριοθετήσει τη ζωή του και γι’ αυτό είναι ευτυχισμένος. Γιατί ικανοποιείται με τα αναγκαία, οπότε διοχετεύει τον χρόνο του σε ανιδιοτελείς ενέργειες κι όχι στον συνεχή κι ακόρεστο πλουτισμό.
Για να ξεφύγουμε από τα πλοκάμια της απληστίας των ελαχίστων, αυτών που είναι οι επικυρίαρχοι του πλανήτη μας, χρειαζόμαστε μια παγκόσμια σεισάχθεια. Έτσι θα αποφευχθεί μια παγκόσμια πολυαίμακτη αναταραχή, μια επανάσταση των νέων δουλοπάροικων, ώστε να μην επαληθευτεί η φράση που αποδίδεται στον Αριστ. Ωνάση: «Θα ’ρθει μέρα, που η απληστία της ιδιοκτησίας, του πλούτου και της έπαρσης θα αποθηκευτεί στις τράπεζες, στις πολυεθνικές και σε τόσο λίγους, που οι πολλοί μη κατέχοντες θα ξεσπάσουν σαν θεομηνία που θα κάνει τη ζωή των ολίγων κατεχόντων κόλαση…».
Η σεισάχθεια, που αναφέραμε παραπάνω, μπορεί να απαιτηθεί έντονα, όταν εκλέξουμε φωτεινά μυαλά ως ηγέτες μας στην χώρα που ζούμε, οι οποίοι θα αντισταθούν και δεν θα συμπαραταχθούν ως μαριονέτες της Νέας Τάξης. Όταν ξεφύγουμε από τον όχλο, από τα κατευθυνόμενα πρόβατα, και δούμε με τα μάτια του πραγματικού πολίτη. Του πολίτη που έχει εννοήσει πως δεν έχω να κερδίσω μακροπρόθεσμα αν εγώ βολευτώ τώρα, αλλά η χώρα πάει χειρότερα. Του πολίτη που καταλαβαίνει πως αν η χώρα ευημερεί, θα ευημερήσει κι ο ίδιος. Του πολίτη που σκέφτεται σαν μια μονάδα ενός κοινωνικού συνόλου κι όχι με ιδιοτέλεια. Ο πλανήτης μας δεν είναι ιδιοκτησία κανενός επικυρίαρχου. Είναι ο προσωρινός τόπος φιλοξενίας όλων, όσων βλέπουμε το φως του ήλιου. Όλοι έχουμε δικαίωμα στη ζωή με αξιοπρέπεια γιατί ο ήλιος, η πηγή της ζωής, ανατέλλει για όλους χωρίς να κάνει διακρίσεις



Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

Η απληστία των ελαχίστων είναι η αιτία της δυστυχίας των πολλών

[[ δαμ- ων ]]

1ο μέρος
Τον 19ο αιώνα ο Λέων Τολστόι σε ένα διήγημά του αναρωτιόταν: «πόση γη χρειάζεται ο άνθρωπος;» και σε αυτό αναφερόταν στην ανθρώπινη απληστία. Σήμερα, βλέποντας τη ζοφερή κατάσταση που επικρατεί στις περισσότερες χώρες του πλανήτη, ο καθένας μας αναρωτιέται «πόσα χρήματα, ή πόσα αγαθά χρειάζεται για να ζήσει ο άνθρωπος;». Έμμεσα την απάντηση την έχει δώσει Μαχάτμα Γκάντι λέγοντας: «Η γη παράγει αρκετά για να ικανοποιήσει τις ανάγκες κάθε ανθρώπου, όχι όμως την απληστία του»! Γιατί δεν αρκούμαστε σε όσα χρειαζόμαστε για να ζήσουμε με αξιοπρέπεια, αλλά γινόμαστε άπληστοι και θέλουμε όλο και περισσότερα για να ικανοποιήσουμε τις πιο ζωώδεις επιθυμίες μας. Επιθυμίες που δεν μας αναβαθμίζουν ως ανθρώπους, που δεν μας προάγουν πνευματικά, αλλά αντίθετα, μας υποβαθμίζουν σε αιμοδιψή θηρία. Έτσι ο άνθρωπος αντί ν’ αποκτήσει την ελευθερία που θα έπρεπε να του προσφέρει ο τεχνολογικός μας πολιτισμός, κατάντησε να γίνει σκλάβος της απληστίας λίγων οικογενειών που είναι οι επικυρίαρχοι του πλανήτη πίσω από την λεγόμενη Νέα Τάξη Πραγμάτων. Είναι αυτή, η οποία μεθοδικά αφαιρεί όλα τα εργατικά δικαιώματα και τις συνταγματικές και εθνικές ελευθερίες, επιβάλλοντας την Παγκόσμια Δικτατορία, που διακαώς επιθυμεί.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Αφορμή για την εξέταση του θέματος της απληστίας μας δίνει το διήγημα του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα Λ. Τοστόι με τίτλο “Πόση γη χρειάζεται ο άνθρωπος”, που δίνουμε στη συνέχεια περιληπτικά:
[[ Η τύχη το έφερε και συνάντησε ο Παχόμ έναν άλλο αγρότη που ήρθε πάνω από τον Βόλγα καθώς επίσης κι έναν πλανόδιο έμπορο που ταξίδευε από μέρος σε μέρος. Από αυτούς, λοιπόν, ο Παχόμ έμαθε για τις απέραντες εκτάσεις γης που μπορούσε να τις αποκτήσει ο καθένας για «ένα κομμάτι ψωμί» όπως λέμε, από κάποιους που έμεναν πολύ μακριά, και ήταν νομάδες, είχαν ζώα και μετακινούνταν από μέρος σε μέρος. Αυτούς τους έλεγαν «Μπασκίρς.»
Μια και δυο λοιπόν ο Παχόμ ξεκίνησε, ταξίδεψε και έφτασε σε εκείνη την μακρινή γη. Το έδαφος ήταν παρθένο και απαλό σαν την παλάμη του ανθρώπου και μαύρη όπως ο σπόρος της παπαρούνας, και το χορτάρι έφτανε ψηλά ως το στήθος.
«Και ποια είναι η τιμή;» ρώτησε ο Παχόμ.
«Η τιμή μας είναι πάντοτε η ίδια: χίλια ρούβλια την ημέρα» του απάντησαν
Ο Παχόμ δεν καταλάβαινε.
«Την ημέρα; Τι είδους τιμή είναι αυτή; Πόση έκταση είναι αυτό;»
«Δεν ξέρουμε να το υπολογίσουμε» είπε ο αρχηγός τους.
«Το πουλάμε με την ημέρα. Όσο μπορείς να περπατήσεις σε μια μέρα, όσο σε πηγαίνουν τα πόδια σου και αντέχεις για μια μέρα να πηγαίνεις, είναι δικό σου, και η τιμή είναι πάντα χίλια ρούβλια.»
Ο Παχόμ έχασε τη μιλιά του από την έκπληξη.
«Ναι,» είπε, «αλλά σε μια μέρα μπορώ να προλάβω να περπατήσω και να καλύψω ένα τεράστιο μέρος από γη.»
Ο αρχηγός τους γέλασε.
«Θα είναι όλο δικό σου!» του είπε. «Αλλά υπάρχει ένας όρος. Θα πρέπει την ίδια μέρα να επιστρέψεις στο μέρος από το οποίο ξεκίνησες. Αν δεν επιστρέψεις στο μέρος από όπου ξεκίνησες, τα λεφτά σου είναι χαμένα».
Εκείνο το βράδυ ο Παχόμ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Όμως πριν χαράξει αποκοιμήθηκε και άρχισε να ονειρεύεται. Ονειρευόταν πως ήταν σε μια δικιά του σκηνή και πως άκουσε να γελούν απ’ έξω. Τόλμησε και βγήκε έξω και είδε τον αρχηγό των Μπασκίρς να κάθεται έξω από την σκηνή και να κρατά την κοιλιά του από τα γέλια και να κυλίεται γύρω-γύρω γελώντας. Καθώς πλησίασε πιο κοντά κατάλαβε πως δεν ήταν ο αρχηγός των Μπασκίρ αλλά εκείνος ο πλανόδιος έμπορος που είχε συναντήσει στην δική του γη, και σαν είδε ακόμη πιο καλά κατάλαβε πως ήταν ο αγρότης που είχε βρει, που είχε έρθει πάνω από τον Βόλγα. Αλλά τελικά δεν ήταν ούτε αυτός, ήταν ο διάβολος ο ίδιος με κέρατα και πόδια ζώου, με οπλές που τα κτυπούσε κάτω ελαφρά. Μπροστά από τον διάβολο ήταν ξαπλωμένος ένας ξυπόλυτος άνδρας που φορούσε μόνο παντελόνι και πουκάμισο.
Και καθώς ονειρευόταν ο Παχόμ, πήγε πιο κοντά να δει τι άνθρωπος ήταν αυτός, και διαπίστωσε πως ήταν νεκρός και πως ήταν… ο εαυτός του!
Τρομοκρατημένος ο Παχόμ πετάχτηκε επάνω. «Τι μπορεί να ονειρεύεται ο άνθρωπος!» σκέφτηκε.
Ο Παχόμ έφτασε στην πεδιάδα εκείνη που είχαν συμφωνήσει καθώς ο ουρανός άρχιζε να κοκκινίζει. Έβαλε τα χίλια ρούβλια στο γούνινο καπέλο του αρχηγού που το είχε βάλει στο χώμα, και ξεκίνησε. Το βήμα του δεν ήταν ούτε αργό, ούτε γρήγορο. Όσο όμως περπατούσε στην γη έκανε πιο μεγάλα βήματα γιατί η γη σε κάθε βήμα που έκανε φαίνονταν και πιο ωραία. Μάλιστα σε μια προσπάθεια να συμπεριλάβει μέσα ένα πολύ ωραίο λιβάδι, πήγε πολύ μακριά πριν να βάλει το σημάδι που είχε μαζί του, και να αρχίσει να γυρίζει πίσω. Έτσι κύλησε η μέρα και τώρα βιαζόταν και περπατούσε πραγματικά γρήγορα κάτω από τον καυτό ήλιο που όμως είχε αρχίσει να δύει.
Κατακουρασμένος αφού έκανε κύκλο τέτοια μεγάλη έκταση ο Παχόμ γύριζε πίσω στο λοφάκι από όπου είχε ξεκινήσει περπατώντας με δυσκολία, σέρνοντας τα πόδια του. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε σαν των παλιών σιδεράδων το φυσερό, η καρδιά του χτυπούσε σαν σφυρί, τα πόδια του άρχιζαν σιγά-σιγά να τον εγκαταλείπουν. Σε λίγο έβλεπε ο Παχόμ τον λόφο και τους Μπασκίρς να του φωνάζουν.
Και ο Τολστόι κλείνει την ιστορία:
Ο Παχόμ κοίταξε τον ήλιο που είχε αγγίξει την γη. Η μια πλευρά του είχε ήδη χαθεί. Με όση δύναμη του απέμενε βιάστηκε τόσο πολύ που έγερνε το κορμί του μπρος τα εμπρός ίσα-ίσα που τα πόδια του ακολουθούσαν ώστε να μην πέσει. Με το που άγγιξε τον λοφίσκο ξαφνικά σκοτείνιασε. Κοίταξε ψηλά, ο ήλιος είχε ήδη δύσει! Φώναξε με αγωνία: «όλος μου ο κόπος πήγε χαμένος,» και ενώ σκεφτόταν να σταματήσει άκουσε τους Μπασκίρς να του φωνάζουν και θυμήθηκε πως αν και για αυτόν που ήταν χαμηλά ο ήλιος είχε δύσει, για αυτούς όμως που ήταν στην κορυφή ο ήλιος ακόμη φαινόταν. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ανέβηκε πάνω στον λόφο. Εκεί ήταν ακόμη φως.
Και καθώς έφτασε στην κορυφή είδε τον σκούφο. Δίπλα από αυτόν καθόταν ο αρχηγός γελώντας και έχοντας τα χέρια στη μέση του. Πάλι ο Παχόμ θυμήθηκε το όνειρό του και έβγαλε μια κραυγή. Τα πόδια του τον εγκατέλειψαν, έπεσε μπροστά και άρπαξε το καπέλο (με τα ρούβλια) στα χέρια του…-πέθανε από την υπερβολική προσπάθεια.
Ο υπηρέτης του σήκωσε μια αξίνα και έσκαψε ένα λάκκο μακρύ αρκετά για να χωράει τον Παχόμ και τον έθαψε εκεί. Έξι πόδια, όσο από το κεφάλι στις πατούσες του, τόσο του έλειπε για να φτάσει στον στόχο του. ]]
Η απληστία του αγρότη Παχόμ, τον οδήγησε στον θάνατο. Η επιθυμία για πλούτο αντί να του φέρει καλύτερη τύχη, τον έκανε να πουλήσει τους κόπους της μέχρι τότε ζωής του και να τους αποθέσει σε ένα ταφόλακκο λίγο πριν τον στόχο του. Γιατί αν ήταν ολιγαρκής θα κέρδιζε τη γη, που θα τον έκανε πλούσιο. Μα για λίγα παραπάνω τετραγωνικά μέτρα γης αντίκρισε τον θάνατο αντί για την ευτυχία! «Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ», έλεγαν οι σοφοί πρόγονοί μας.
Στον “Εκκλησιαστή” διαβάζουμε: «Ἀγαπῶν ἀργύριον οὐ πλησθήσεται ἀργυρίου· καὶ τίς ἠγάπησεν ἐν πλήθει αὐτῶν γένημα; καί γε τοῦτο ματαιότης. ἐν πλήθει ἀγαθωσύνης ἐπληθύνθησαν ἔσθοντες αὐτήν· καὶ τί ἀνδρεία τῷ παρ᾿ αὐτῆς ὅτι ἀλλ᾿ ἢ τοῦ ὁρᾶν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ; γλυκὺς ὕπνος τοῦ δούλου εἰ ὀλίγον καὶ εἰ πολὺ φάγεται· καὶ τῷ ἐμπλησθέντι τοῦ πλουτῆσαι οὐκ ἔστιν ἀφίων αὐτὸν τοῦ ὑπνῶσαι.» (Εκκλησιαστής, ε΄, 9-11)
[Μετ.: Εκείνος που αγαπά με πάθος τα χρήματα, δεν θα χορτάσει ποτέ από χρήματα. Και ποίον κέρδος αποκόμισε κανείς από τα πολλά πλούτη και τους τόκους αυτών; Και αυτό το χρήμα είναι ματαιότης. Όπου υπάρχουν πολλά υλικά αγαθά, εκεί θα υπάρχουν και πολλοί, οι οποίοι θα τα κατατρώγουν. Και κατά τι θα ωφελείται ο κύριος των αγαθών αυτών; Θα βλέπει μόνον με τα μάτια του τους άλλους, να απολαμβάνουν τα ιδικά του αγαθά. Ο ύπνος του δούλου είναι γλυκύς και αναπαυτικός, εάν φάγει είτε ολίγον είτε πολύ. Εκείνος όμως ο οποίος έχει γεμίσει από πλήθος υλικών αγαθών, δεν δύναται εξ αιτίας των φροντίδων του πλούτου, να εύρη γλυκύν ύπνον.]
Η λέξη “απληστία” ετυμολογικά σχηματίζεται από: α- στερητ. + θ. πλη- του πίμπλημι "γεμίζω, πληρώ" (αόρ. έ-πλησα) και έχει τη σημασία της ακόρεστης επιθυμίας. Άπληστος, επομένως, είναι ο πλεονέκτης, ο ακόρεστος, ο ανεκπλήρωτος από την επιθυμία. Η απληστία είναι σχεδόν ταυτόσημη έννοια με την πλεονεξία (= πλέον+ έχω, μελ. έξω, η τάση ή η ροπή ή η προσπάθεια να αποκτήσει κάποιος περισσότερα από όσα δικαιούται, επομένως η αρπακτική διάθεση). Ο Ιησούς μας συμβούλεψε: «ὁρᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας· ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ.» (Λουκάς, ιβ΄, 15)
Ο Μέγας Βασίλειος έχει πει για τον πλεονέκτη: «Τον πλεονέκτη τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει. Είναι χειρότερος και από τη φωτιά. Θέλει συνεχώς τα πάντα για τον εαυτό του. Δε νοιάζεται να απολαύσει αυτά που μάζεψε, αλλά σπαταλάει τον εαυτό του με την επιθυμία να κατακτήσει όλο και περισσότερα. Κατόπιν ξαγρυπνάει και είναι όλο μέριμνες και φροντίδες. Όσο λοιπόν αυξάνει ο πλούτος, τόσο βαρύτερη γίνεται η μέριμνα για τη ζωή του.»
Ο Χριστός για την πλεονεξία είπε την παραβολή του άφρονα πλουσίου: « Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. (Λουκάς, ιβ΄, 16- 21)
[ Μετ.: Είπε δε προς αυτούς και την εξής παραβολήν· «κάποιου πλουσίου ανθρώπου εσημείωσαν εξαιρετικήν ευφορίαν τα χωράφια του. Και αυτός έπεσε αμέσως εις αγωνιώδην συλλογήν και μέριμναν, λέγων· Τι να κάμω, διότι δεν έχω που να συγκεντρώσω και αποθηκεύσω τους καρπούς των χωραφιών μου; Και ύστερα από μεγάλην σκέψη είπε· τούτο θα κάμω· Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα οικοδομήσω άλλες μεγαλύτερες, και θα συγκεντρώσω εκεί όλα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου. Και θα πω εις την ψυχήν μου· Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά αποθηκευμένα για έτη πολλά· απόλαυσε τη ζωή, αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου.
Αφού δε ετοίμασε όλα και πριν προλάβει τίποτε από αυτά να απολαύσει, του είπεν ο Θεός· ανόητε από την κακία σου άνθρωπε και απερίσκεπτε, αυτήν την νύκτα, που πίστεψες ότι θα αρχίσει η απολαυστική ζωή σου, απαιτούν να πάρουν από σε χωρίς αναβολήν την ψυχήν σου· αυτά δε που έχεις ετοιμάσει, εις ποίον τώρα ανήκουν;
Έτσι παθαίνει και αυτό το τέλος έχει εκείνος, που εγωϊστικά θησαυρίζει δια τον ευατόν του και δεν προσπαθεί να αποκτήσει τον πλούτον των καλών έργων, εις τα οποία ευχαριστείται ο Θεός.»]
Η απληστία είναι ψυχική αρρώστια που νεκρώνει την καρδιά και την ψυχή του ανθρώπου και δυστυχώς έχει μολύνει ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας κατά ένα μικρό μέρος, ενώ τους ηγέτες και τους επικυρίαρχους τους έχει μολύνει παντελώς. Ο άπληστος κατέχεται από ακόρεστη επιθυμία. Η επιθυμία, όμως, αποτελεί οντολογικό γνώρισμα στον άνθρωπο, δηλαδή θεμελιώδη όρο και προϋπόθεση της ανθρώπινης φύσης. Πρώτος ο Πλάτωνας διέκρινε στην ανθρώπινη ψυχή τρία μέρη: το λογιστικό, το θυμοειδές και το επιθυμητικό. Θεωρούσε σαν αρετή του λογιστικού τη φρόνηση ή τη σοφία, σαν αρετή του θυμοειδούς την ανδρεία και σαν αρετή του επιθυμητικού τη σωφροσύνη. Τέταρτη, τέλος, αρετή, ανώτερη από τις τρεις προηγούμενες και με αντικείμενο την εναρμόνιση των τριών μερών της ψυχής, θεωρούσε τη δικαιοσύνη. Κάθε, επομένως, προσπάθεια αποφυγής ή παράκαμψης των αρετών της ψυχής, διαστρέφει και εγκλωβίζει τον άνθρωπο στις ανεξάντλητες ορέξεις των επιθυμιών του.
Όλοι οι άνθρωποι έχουν επιθυμίες και κανένας άνθρωπος χωρίς αυτές δεν μπορεί να ζήσει. Πολλοί από εμάς επιθυμούν να έχουν άφθονα αγαθά. Άλλοι επιθυμούν να έχουν άφθονα χρήματα. Άλλοι επιδιώκουν να καταλάβουν προσοδοφόρες θέσεις και υψηλά αξιώματα. Κάποιοι επιθυμούν να γίνουν ενάρετοι και να ζήσουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Και άλλοι επιθυμούν να σπάσουν κάθε ηθικό φραγμό και να ζήσουν ικανοποιώντας τις ορμές και τα πάθη τους. Αρκετοί πάλι επιθυμούν να γίνουν καλοί οικογενειάρχες και άλλοι απομακρύνονται από την οικογενειακή στέγη, σπάζουν κάθε οικογενειακό δεσμό και ζουν βίο ακατάστατο και άσωτο. Κάποιοι επιθυμούν να κάνουν καλή χρήση του χρόνου και άλλοι να σπαταλούν άσκοπα το χρόνο τους σε διάφορες εκδηλώσεις. Υπάρχουν άνθρωποι που επιθυμούν να ζουν με τον ιδρώτα του προσώπου τους και άλλοι να ρουφούν το αίμα των άλλων ανθρώπων. Τις επιθυμίες των ανθρώπων μπορούμε να τις χωρίσουμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Σε καλές επιθυμίες και σε κακές επιθυμίες. Όταν μία μας επιθυμία είναι σύμφωνη με τον αιώνιο ηθικό νόμο, τότε η επιθυμία αυτή είναι καλή. Όταν η επιθυμία μας αντιστρατεύεται στον αιώνιο ηθικό νόμο, τότε η επιθυμία αυτή είναι κακή επιθυμία.
Ο Ν. Βέκσιν είπε κάτι πολύ φιλοσοφημένο: «Μπορείς πολύ εύκολα ν' αποκτήσεις πέντε αρετές: την καλοσύνη, την μεγαλοψυχία, την γενναιοδωρία, την εντιμότητα, ακόμα και την σοφία, αν υπερνικάς μέσα σου μόνο ένα ελάττωμα: την απληστία.» Η απληστία είναι ένα πολύ βαρύ ελάττωμα, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην υπερβολή, στην αδικία και στην χωρίς ηθικούς φραγμούς απόκτηση υλικών αγαθών. Ο άπληστος δεν μπορεί να ελέγξει τις επιθυμίες του, τις ορέξεις του, τις βουλιμίες του, δεν μπορεί ακόμη να ελέγξει τις προσδοκίες του, το μέγεθος των δυνατοτήτων του, τις φαντασιώσεις του, με αποτέλεσμα να υπερβαίνει πάντοτε τα όριά του και αυτή η υπέρβαση να τον οδηγεί σε καταστροφικά αποτελέσματα. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η απληστία είναι μια ξέφρενη κούρσα προς το πουθενά, είναι ένα φορτηγό με χαλασμένα φρένα σ’ έναν ατελείωτο κατήφορο. Είναι μια ακόρεστη επιθυμία για περισσότερα απ’ όσα χρειαζόμαστε, για περισσότερα από το πιο πολύ που έχουμε, για περισσότερο από το υπερβολικά πολύ που έχουμε, γιατί η απληστία δεν τελειώνει ποτέ, δεν ολοκληρώνεται ποτέ, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με τίποτε. Έτσι, ο άπληστος συνεχώς προσπαθεί να ξεπεράσει την επιθυμία του, δίνοντάς της περισσότερα, ενώ εκείνη του ζητάει ακόμη κι ακόμη πιο πολλά. Το αποτέλεσμα είναι μια συνεχής υπερβολή. Μια υπερβολή χωρίς όρια, χωρίς φραγμούς φυσικούς ή ηθικούς, που σιγά-σιγά εξαφανίζει και τα ελάχιστα συνειδησιακά απομεινάρια του ανθρώπου.
Προφανώς και δεν έχουν ίχνη συνείδησης οι Ρότσιλντ, οι οποίοι κατά τους οικονομολόγους έχουν συγκεντρώσει 500 τρισεκατομμύρια περιουσία. Η περιουσία τους είναι βουτηγμένη σε αίμα, γιατί για το κέρδος δημιουργούν πολέμους ή φροντίζουν να εξαφανίζουν όσους τους αντιστέκονται. Είναι άνευ ηθικής υπόστασης ο Σόρρος με τις εγκληματικές και κατευθυνόμενες μετακινήσεις των μεταναστών από τις χώρες της Αφρικής και της Ασίας στην Ευρώπη για την αλλοίωση του πληθυσμού και του πολιτισμού της. Κανένας νουνεχής άνθρωπος δεν μπορεί να εξηγήσει τι θα κάνουν οι 27 οικονομικά μεγάλες οικογένειες του πλανήτη τον πλούτο τους, όταν έχουν συγκεντρώσει τα ¾ του παγκόσμιου πλούτου, ενώ υπάρχουν άνθρωποι- και κυρίως μικρά παιδιά- που πεθαίνουν από την πείνα και της έλλειψη καθαρού νερού, όταν υπάρχουν άστεγοι, άνεργοι και δυστυχισμένοι, που δημιούργησε η οικονομική κρίση, την οποία προκάλεσαν επίτηδες οι οικονομικά ισχυροί για να καταστήσουν δουλοπάροικους δισεκατομμύρια συνανθρώπων τους, τους οποίους δεν αντιμετωπίζουν ως «πλησίον» τους, αλλά ως δούλους. Και δεν είναι τυχαίο που όλες αυτές οι οικογένειες των οικονομικά ισχυρών, που επιθυμούν την Νέα Τάξη πραγμάτων, είναι Εβραϊκής καταγωγής.
Η ίδια η θρησκεία τους, ο ίδιος ο Θεός τους, ο σκληρός Ιαχβέ, πλασμένος και δοσμένος στα ιερά τους βιβλία κατά την δική τους εικόνα, τους παροτρύνει να κατακυριεύσουν τη γη, να σφάξουν τους ανθρώπους, τα ζώα, να κάψουν, να καταστρέψουν. Διαβάζουμε στο ιερό τους βιβλίο, τη Π. Διαθήκη:
«Ἐὰν δὲ εἰσάγῃ σε Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὴν γῆν, εἰς ἣν εἰσπορεύῃ ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν, καὶ ἐξάρῃ ἔθνη μεγάλα ἀπὸ προσώπου σου, τὸν Χετταῖον καὶ Γεργεσσαῖον καὶ Ἀμοῤῥαῖον καὶ Χαναναῖον καὶ Φερεζαῖον καὶ Εὐαῖον καὶ Ἰεβουσαῖον, ἑπτὰ ἔθνη πολλὰ καὶ ἰσχυρότερα ὑμῶν, καὶ παραδώσει αὐτοὺς Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὰς χεῖράς σου καὶ πατάξεις αὐτούς, ἀφανισμῷ ἀφανιεῖς αὐτούς, οὐ διαθήσῃ πρὸς αὐτοὺς διαθήκην, οὐδὲ μὴ ἐλεήσητε αὐτούς, οὐδὲ μὴ γαμβρεύσητε πρὸς αὐτούς· τὴν θυγατέρα σου οὐ δώσεις τῷ υἱῷ αὐτοῦ, καὶ τὴν θυγατέρα αὐτοῦ οὐ λήψῃ τῷ υἱῷ σου· ἀποστήσει γὰρ τὸν υἱόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ λατρεύσει θεοῖς ἑτέροις, καὶ ὀργισθήσεται θυμῷ Κύριος εἰς ὑμᾶς καὶ ἐξολοθρεύσει σε τὸ τάχος. ἀλλ᾿ οὕτω ποιήσετε αὐτοῖς· τοὺς βωμοὺς αὐτῶν καθελεῖτε καὶ τὰς στήλας αὐτῶν συντρίψετε καὶ τὰ ἄλση αὐτῶν ἐκκόψετε καὶ τὰ γλυπτὰ τῶν θεῶν αὐτῶν κατακαύσετε πυρί· ὅτι λαὸς ἅγιος εἶ Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου, καὶ σὲ προείλετο Κύριος ὁ Θεός σου εἶναι αὐτῷ λαὸν περιούσιον παρὰ πάντα τὰ ἔθνη, ὅσα ἐπὶ προσώπου τῆς γῆς. οὐχ ὅτι πολυπληθεῖτε παρὰ πάντα τὰ ἔθνη, προείλετο Κύριος ὑμᾶς καὶ ἐξελέξατο Κύριος ὑμᾶς, ὑμεῖς γάρ ἐστε ὀλιγοστοὶ παρὰ πάντα τὰ ἔθνη, ἀλλὰ παρὰ τὸ ἀγαπᾶν Κύριον ὑμᾶς καὶ διατηρῶν τὸν ὅρκον, ὃν ὤμοσε τοῖς πατράσιν ὑμῶν, ἐξήγαγεν ὑμᾶς Κύριος ἐν χειρὶ κραταιᾷ καὶ βραχίονι ὑψηλῷ καὶ ἐλυτρώσατό σε Κύριος ἐξ οἴκου δουλείας, ἐκ χειρὸς Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου.» (Δευτερονόμιο, ζ΄, 1-7)
[ Μετ.: Όταν δε Κύριος ο Θεός σου σε εισαγάγει εις την χώραν, προς την οποίαν τώρα πορεύεσαι, δια να την κληρονομήσεις ως ιδικήν σου, και εκβάλει από εμπρός σου έθνη μεγάλα, τους Χετταίους, τους Γεργεσαίους, τους Αμορραίους, τους Χαναναίους, τους Φερεζαίους, τους Ευαίους και τους Ιεβουσαίους, επτά έθνη πολυαριθμότερα και ισχυρότερα από σας και θα παραδώσει αυτούς Κύριος ο Θεός σου εις τα χέρια σου, θα κτυπήσεις αυτούς, θα τους εξαφανίσεις τελείως, δεν θα συνάψεις καμίαν συνθήκην μαζί τους και δεν θα τους λυπηθείτε καθόλου. Δεν θα έλθετε εις γάμους μαζί των. Ούτε την θυγατέρα σου θα δώσεις ως σύζυγον στον υιόν κάποιου από αυτούς, ούτε την θυγατέρα εκείνου θα πάρεις ως νύμφην δια τον υιόν σου. Διότι η αλλοεθνής νύμφη θα απομακρύνει τον υιόν σου από εμέ και θα λατρεύσει αυτός άλλους θεούς, οπότε θα οργισθεί πολύ ο Κύριος εναντίον σας και θα σε εξολοθρεύσει το ταχύτερον.
Αλλά και αυτά ακόμη θα πράξεις εναντίον των ειδωλολατρών αλλοεθνών· Θα κρημνίσετε τους βωμούς των, θα συντρίψετε τας ειδωλολατρικάς των στήλας, θα κατακάψετε τα ιερά δάση των και θα κάψετε εις την φωτιά τα ξυλόγλυπτα αγάλματά των. Διότι συ εν αντιθέσει προς εκείνους είσαι λαός άγιος, αφιερωμένος στον Κύριον και Θεόν σου. Κύριος ο Θεός σου σε εξέλεξεν ανάμεσα από όλα τα άλλα έθνη της γης να είσαι ιδική του εκλεκτή περιουσία. Σας εξέλεξε δε ο Κύριος ανάμεσα από όλα τα άλλα έθνη, όχι διότι είσθε πολυάριθμοι, τουναντίον είσθε ολιγάριθμοι εν συγκρίσει προς όλα τα αλλά έθνη, αλλά διότι σας αγαπά ο Κύριος και διότι τηρεί τον όρκον, τον οποίον έδωσεν στους προπάτοράς σας. Ο Κύριος σας έβγαλεν ελευθέρους με την παντοδύναμον αυτού δεξιάν και την ακατανίκητον δύναμή του και σας απάλλαξε από την χώραν της δουλείας, από τα χέρια του Φαραώ, του βασιλέως της Αιγύπτου.]
Η σκληρότητα κατά προτροπή, αλλά και με την αμέριστη βοήθεια του Ιαχβέ, δεν δείχνει έλεος ούτε στα παιδιά, ούτε στους αιχμαλώτους: «καὶ ἐξῆλθε Σηὼν βασιλεὺς Ἐσεβὼν εἰς συνάντησιν ἡμῖν, αὐτὸς καὶ πᾶς ὁ λαὸς αὐτοῦ, εἰς πόλεμον εἰς Ἰασσά. καὶ παρέδωκεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν πρὸ προσώπου ἡμῶν, καὶ ἐπατάξαμεν αὐτὸν καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ· καὶ ἐκρατήσαμεν πασῶν τῶν πόλεων αὐτοῦ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ ἐξωλοθρεύσαμεν πᾶσαν πόλιν ἑξῆς, καὶ τὰς γυναῖκας αὐτῶν καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν, οὐ κατελίπομεν ζωγρείαν· πλὴν τὰ κτήνη ἐπρονομεύσαμεν καὶ τὰ σκῦλα τῶν πόλεων ἐλάβομεν.»
(Δευτερονόμιον, β΄, 32- 35)
[ Μετ.: Ο Σηών, ο βασιλεύς της Εσεβών, εξήλθε να πολεμήσει εναντίον μας αυτός και ο λαός του, εις την πόλιν Ιασσά. Όμως Κύριος ο Θεός ημών παρέδοσε αυτόν εις τα χέρια μας, και ημείς κτυπήσαμε μέχρις αφανισμού αυτόν και τους υιούς του και όλον τον λαόν του. Καταλάβαμε και κρατήσαμε υπό την εξουσίαν μας όλες τας πόλεις αυτού, καταστρέψαμε κάθε πόλη την μίαν μετά την άλλην, θανατώσαμε τις γυναίκες και τα τέκνα αυτών, δεν αφήσαμε αιχμαλώτους ζωντανούς. Μόνον τα ζώα τους κρατήσαμε δια τον εαυτόν μας και τα λάφυρα των πόλεων πήραμε.]
Στο άλλο ιερό τους βιβλίο, το Ταλμούδ, που συμπληρώνει την Ιερή Γραφή τους, και είναι γραμμένο από τους ραβίνους τους, φαίνεται το μίσος τους προς τους αλλοεθνείς και ιδίως προς τους Χριστιανούς. Θα αναφέρουμε τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα: «Οι Εβραίοι είναι ανθρώπινα όντα, αλλά τα έθνη του κόσμου δεν είναι ανθρώπινα όντα, αλλά κτήνη.» (Baba Mecia, 114,6). Κτήνη είμαστε για τους Εβραίους, πλασμένοι να είμαστε δούλοι τους και να τους υπηρετούμε, γιατί αυτοί είναι ο περιούσιος λαός του Γιαχβέ τους! Το βλέπουμε με σαφήνεια στο επόμενο απόσπασμα: «Ο Ιαχωβά εδημιούργησε τους μη Εβραίους εις απνθρώπινο σχήμα δια να μην εξυπηρετούνται οι Εβραίοι υπό κτηνών. Επομένως οι μη Εβραίοι είναι υποχρεωμένοι να υπηρετούν νυχθημερόν τους Εβραίους.» (Midrasch Talpioth, σελ. 255-L). Το Ταλμούδ παρέχει το δικαίωμα στους Εβραίους να κλέβουν τους άλλους λαούς γιατί είναι χειρότεροι από τα σκυλιά, όπως διαβάζουμε στο επόμενο απόσπασμα: «Απαγορεύεται αυστηρώς εις τους Εβραίους να κλέβουν τους αδελφούς τους και ήδη θεωρείται κλοπή, εάν λάβουν και το εν έκτον της αξίας του εμπορεύματος επιπλέον. Οιοσδήποτε όστις έχει κλέψει δι’ απάτης τον αδελφόν του οφείλει να επιστρέψει το κλαπέν ποσό. Φυσικά αυτό ισχύει μόνον δια τους Εβραίους, διότι αυτοί έχουν το δικαίωμα να κλέβουν ένα γκόι (αλλόθρησκο) και δεν έχουν το δικαίωμα να του επιστρέψουν τα όσα κατά την συνδιαλλαγή έκλεψαν. Διότι η Βίβλος λέγει «εσύ δεν θα κλέψεις από τον πλησίον σου αδελφόν», αλλά οι μη Εβραίοι δεν είναι αδελφοί μας, αλλά είναι χειρότεροι και από τους σκύλους.» (Aruch Choszen Hahiszpat 227).
Ο Ιαχβέ των Εβραίων επικυρίαρχων δεν έχει καμία σχέση με τον Θεό της Αγάπης, που μας έδωσε ο Χριστός, ο οποίος μας προτρέπει: «ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μὴ ἔχοντι, καὶ ὁ ἔχων βρώματα ὁμοίως ποιείτω.» (Λουκάς, γ΄, 11) και «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.» Δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ των εθνών και των ανθρώπων: «οὐκ ἔνι ᾿Ιουδαῖος οὐδὲ ῞Ελλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ». (Παύλος, επιστ. προς Γαλάτας, γ΄, 28)
Η απληστία των ανθρώπων που προέρχονται από το έθνος των Εβραίων ευθύνεται για τους δύο παγκόσμιους πολέμους και για όλους τους τελευταίους τοπικούς πολέμους, για την πείνα και την δυστυχία σε πολλές χώρες καθώς και για την παγκόσμια οικονομική κρίση. Ακόμη και η δική μας οικονομική κρίση σχεδιάστηκε στα γραφεία του Ρότσιλντ και του Σόρος. Όλοι οι πολιτικοί μας έχουν δώσει «γην και ύδωρ» σ’ αυτούς. Σ’ αυτούς έχουν πουλήσει την ψυχή τους για κάποια εκατομμύρια θεωρώντας εμάς, τον απλό λαό, μια αναλώσιμη μάζα άνευ αξίας. Όλα τα θλιβερά φαινόμενα που παρακολουθούμε στην πολιτική ζωή με εξαγορά προσώπων, με μετακινήσεις από τη μια παράταξη στην άλλη, με τις μίζες και την ηθική εξαθλίωση, έχουν αφετηρία την ανθρώπινη απληστία.
Το αποτέλεσμα της απληστίας είναι η φυσική καταστροφή του ανθρώπου, που θα έλθει αργά ή γρήγορα, αφού βέβαια προηγηθεί η ψυχική και πνευματική του νέκρωση, η οποία αναπτύσσεται ανάλογα με το μέγεθος της απληστίας και της υπερβολής. Η κατανόηση αυτού του ελαττώματος και η πρόωρη συγκράτησή του είναι μια πράξη ύψιστης σωτηρίας για τον άνθρωπο, που θα τον οδηγήσει στην αρετή της εγκράτειας, της ισορροπίας και κατ’ επέκταση της ευτυχίας, αφού τα αγαθά της ψυχικής γαλήνης και της πνευματικής ολοκλήρωσης δεν έρχονται με την προσθήκη όλο και περισσότερων υλικών αγαθών, αλλά με την αφαίρεση όλο και περισσότερων άχρηστων επιθυμιών.

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Παιδικές αναμνήσεις: Ο Γιαννάκης ο Παλαιστής


[[ Τάκης Μάρκου ]]

Ο Γιαννάκης ήταν ο πιο αδύνατος, ο πιο λιανός, της παρέας μας. Αεικίνητος, δεν μπορούσε να σταθεί σ’ ένα μέρος. Κι αφού ήταν κουρδισμένος να κινείται συνέχεια, που να βάλει ξύγκι ή κρέας πάνω του. Πετσί και κόκκαλο. Σπάνια γελούσε. Αντίθετα ο Νίκος ο Κατσάμπας, ο γείτονάς του ήταν συνέχεια με το γέλιο στο πρόσωπο. Ένας δρόμος χώριζε τα σπίτια τους και συνέχεια κάθονταν στο ίδιο θρανίο. Ο Νίκος χαμογελαστός και καλαμπουρτζής, ο Γιαννάκης αγέλαστος και σοβαρός, ο Νίκος αραχτός και χαλαρός λες και ήταν Θεσσαλονικιός, ο Γιαννάκης αεικίνητος σαν να είχε βάλει μπαταρίες Ντούρασελ- μπαταρίες που βγήκαν αρκετά χρόνια αργότερα. Ο Νίκος δεν γούσταρε τις φασαρίες, ο Γιαννάκης ήταν φασαριόζος και τσαντίλας. Αν και αντίθετοι χαρακτήρες, τα γειτονάκια ήσαν αχώριστα. Ακόμη κι όταν μάλωναν, μπορεί για κάποιες μέρες να μην μιλούσαν, αλλά πάντα μαζί. Ποτέ δεν σκέφτηκαν ν’ αλλάξουν θρανίο ή παρέα επειδή είχαν τσακωθεί.
Εμείς τους γνωρίσαμε στην πρώτη τάξη του Δημοτικού, όταν γίναμε συμμαθητές. Οι πιο μεγάλοι για να κάνουν χάζι έβαζαν εμάς τους μικρότερους να παλεύουμε. Το άναμμα του φυτιλιού γινόταν απλά με έναν λόγο: « Αυτός είπε ότι “σε μπορεί”»! Η φράση «σε μπορεί» σήμαινε ότι είσαι το χεριού του και σε νικάει. Η αμφισβήτηση της παλικαριάς μας ήταν προσβολή και έπρεπε στο πεδίο της μάχης ν’ αποδείξουμε πως ήμασταν δυνατότεροι. Παλεύαμε λοιπόν- «βάζαμε μέση» το λέγαμε- για ν’ αποδείξουμε ότι «δεν μας μπορούσε». Η πάλη ήταν μια σύνθεση από ελληνορωμαϊκή πάλη με λαβές και τρικλοποδιές και μποξ με γροθιές και κλωτσιές.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Θα ‘χαμε κλείσει ένα μήνα στο σχολείο, οπότε ήρθε ο ξάδερφός μου ο Θοδωρής, του μπαρμπα-Βασίλη του Κουφού, σ’ ένα διάλειμμα και μου έβαλε τη φυτιλιά: «Ο Γιαννάκης είπε ότι σε μπορεί».
Ο μπαρμπα- Βασίλης ήταν παντρεμένος με την αδερφή της μάνας μου. Χαρακτηριστικός τύπος γλετζέ και καλαμπουρτζή ανθρώπου. Ήταν μια παρέα, αυτός, ο μπαρμπα-Λιάμης ο Χατζήνας, ο μπαρμπα-Νίκος ο Φρλάκος, ο μπαρμπα-Γιάννης ο Κουφίνας που έπαιζε και το ντούλι, που όταν άρχιζαν να πίνουν και να χωρατεύουν δεν είχαν τελειωμό. Μπορεί να ξεκινούσαν- το χειμώνα που δεν είχαν αγροτικές δουλειές- με ούζο στο καφενείο του μπαρμπα-Λιάμη, συνέχιζαν με κρασί στην ταβέρνα του Καλόγρια, μετά πήγαιναν να δοκιμάσουν το κρασί στο γειτονικό Ρημόκαστρο, από ‘κει πετάγονταν στο Μαυρομάτι, κι αφού έπιναν τον καφέ τους στον Κριμπά, μετά δυο- τρεις μέρες γύριζαν στο χωριό να κοιμηθούν. Και το τραγούδι και τα χωρατά ασταμάτητα!
Ο ξάδερφος, λοιπόν, άναψε το φυτίλι του καυγά. Πήγα και βρήκα το Γιαννάκη. «Ρε, είπες εσύ πως με μπορείς;» τον ρώτησα. «Ναι, ρε, το είπα», μου απάντησε. Αρχίσαμε τότε να σπρωχνόμαστε και μετά τον έπιασα από την μέση για να τον ρίξω κάτω. Νόμισα πως έτσι που ήταν αδύνατος θα τον έριχνα με τη μια. Αλλά πού; Είχε ανοίξει τα πόδια του- κάτι κανιά πελώρια- και δεν έπεφτε. Έτσι άρχισε το πάλεμα. Έπεσαν μερικές κοφτές, λίγες κλωτσιές, πήγαινα να του κάνω κάποια λαβή, αλλά ξεγλιστρούσε. Κι εκεί που είχαμε αναψοκοκκινίσει χτύπησε το κουδούνι χωρίς νικητή. Ισοπαλία, λοιπόν! Είπαμε να συνεχίσουμε στο σχόλασμα. Πού όρεξη για μάθημα. Και οι δυο σκεφτόμασταν τον δεύτερο γύρο της πάλης.
Με το που χτύπησε το κουδούνι πετάχτηκα έξω από την αίθουσα έτοιμος να του δώσω να καταλάβει ότι ο νικητής είμαι εγώ. Σαν απομακρυνθήκαμε λίγο από το σχολείο, άρχισε ο δεύτερος γύρος του καυγά. Μαζεύτηκε γύρω η μαρίδα και άλλοι τάχτηκαν μ’ εμένα κι άλλοι με τον Γιαννάκη. Άρχισαν να αλαλάζουν και να μας παροτρύνουν «ρίξ’ του» ή «βάλε τρικλοποδιά και ξάπλωσέ τον». Κι όπως ήμασταν πιασμένοι, νιώσαμε δυο γερά χέρια να μας χωρίζουν. Ήταν ο δάσκαλός μας, ο κυρ-Γιώργος ο Αγγελής. «Τα καλά παιδιά δεν μαλώνουν», μας είπε, «και ιδίως οι συμμαθητές, που πρέπει να είναι σαν αδέλφια». Κοκκινίσαμε από ντροπή και κοιτάζαμε κάτω στο χώμα. Δεν είχαμε το θάρρος, εμείς οι πρώην παλικαράδες, να τον κοιτάξουμε στα μάτια. «Εμπρός, δώστε τα χέρια και μετά πηγαίνετε στα σπίτια σας» μας είπε ο δάσκαλος. Δώσαμε δειλά τα χέρια. «Φίλοι;» μας ρώτησε ο κύριος Γιώργος. «Φίλοι!» απαντήσαμε εμείς. Κι έτσι γίναμε φίλοι με τον Γιαννάκη. Μπορεί μ’ εμένα να μην ξαναμάλωσε, αλλά είπαμε ότι ήταν καυγατζής κι έτσι του κολλήσαμε το παρατσούκλι «Παλαιστής»!
Αφού τελειώσαμε την πρώτη τάξη άρχισε η νομαδική ζωή της οικογένειάς μου για πέντε χρόνια, όπου δεν στέριωσα να βγάλω μια τάξη σ’ ένα μέρος, αλλά άλλαζα δύο και τρία σχολεία τη χρονιά. Ο πατέρας μου έπιασε δουλειά σαν μηχανικός πετρελαιομηχανοκίνητων σκαπτικών μηχανημάτων ή μεταφορικών σε μια μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία. «Μάθε δουλειά κι άσε την κι όταν πεινάσεις πιάσε την», λέει η σοφή παροιμία. Λίγο στην παλιά πετρελαιομηχανή του πετρόμυλου, λίγο στην παλιομπουλντόζα που πήρε συνεταιρικά με τον μπατζανάκη του για να οργώνουν τα ρουμάνια της αττικοβοιωτίας και να τα κάνουν καλλιεργήσιμες εκτάσεις, πήρε το κολάι του μουτζούρη, δηλαδή του μηχανικού στις μηχανές που κινούνταν με πετρέλαιο. Έτσι όπου εργοτάξιο που υποστήριζε μπουλντόζες, γερανούς, γκρέιντερ, φορτηγά αυτοκίνητα, φορτωτές και τορναμπούλ για τα έργα, ο πατέρας μου αρχιτεχνίτης. Γυρίσαμε πάλι στο χωριό για λίγους μήνες προς το τέλος της τρίτης τάξης.
Μια μέρα στο σχολείο καθώς παίζαμε στο διάλειμμα κυνηγητό, έτρεξα στο πίσω μέρος του σχολείου για να μη με πιάσουν. Και τι να δω; Δυο μεγαλύτερα παιδιά είχαν βάλει κάτω τον Γιαννάκη και τον κλωτσούσαν. Παράτησα στη μέση το παιγνίδι κι όρμησα. «Ρε, το φιλαράκι μου, ρε;» είπα και σκαρφάλωσα στην πλάτη τους, όπως ήσαν σκυμμένοι και τον χτυπούσαν. Δεν με ένοιαζε που ήταν μεγαλύτεροι. Κι άλλες φορές τα είχα βάλει με μεγαλύτερους. Πρώτα απ’ όλα είχα έναν ξάδερφο, τον αδερφό του Σταθάκου, που ήταν δυο χρόνους μεγαλύτερος. Αρκετές φορές ήρθαμε στα χέρια και τον έστρωξα (έτρεψα σε φυγή). Έτσι, λοιπόν, άτρομος άρχισα να χτυπάω τους μαντράχαλους που είχαν βάλει κάτω το φιλαράκι μου. Τα ‘χασαν αυτοί με την επίθεση, βρήκε την ευκαιρία ο Γιαννάκης και σηκώθηκε και δύο εναντίο δύο πλέον τους κανονίσαμε. Σημασία δεν έχει η ηλικία, αλλά να το λέει η ψυχή σου και να θέλεις να νικήσεις.
Τον ρώτησα μετά γιατί τα έβαλε με δύο και μου απάντησε πως τον έβρισαν και τον είπαν «μαλάκα». Επομένως, με το δίκιο του να θέλει να σβήσει την προσβολή! Αυτή την εποχή ήταν προσβολή να σε αποκαλέσει κάποιος «μαλάκα». Η λέξη αυτή ήταν προσβλητική, δεν ήταν τίτλος τιμής, όπως είναι σήμερα, που την χρησιμοποιούν κατά κόρον αρσενικοί, θηλυκά και γκέι. Δυστυχώς έχουμε κι αυτή την τιμητική κατηγορία ανθρώπων στις μέρες μας, τους πισωγλέντηδες, τους ξεφωνημένους που θέλουν να μας επιβληθούν. Ένα άλλος προσβλητικός χαρακτηρισμός ήταν να σε πει ο άλλος «φλώρο» ή «πούστη». Γινόταν μακελειό! Γιατί ζούσαμε σε μια ηρωική εποχή, έχοντας γαλουχηθεί με τα κατορθώματα των ηρώων και να βάζουμε πάνω απ’ όλα την τιμή μας. Μύγα δε σηκώναμε στο σπαθί μας. Με το αίμα μας υπερασπιζόμασταν το όνομά μας!
Το γεγονός, πως πρόστρεξα για βοήθεια, δεν το ξέχασε ο Γιαννάκης ο Παλαιστής και πάντοτε με σεβόταν κι άκουγε το λόγο μου. Γιατί είχαμε και μπέσα τότε, δεν ήμασταν φιλοτομαριστές. Πάντα με θεωρούσε έναν πολύ καλό φίλο. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν είχα παντρευτεί, η μητέρα του απαντήθηκε με τη γυναίκα μου. Χωρίς να ξέρει την παιδική φιλία μας με τον Γιαννάκη η γυναίκα μου είπε ένα ξερό «καλημέρα» και συνέχισε το δρόμο της. Η γριά- Βασίλω της φώναξε να σταματήσει και της είπε: «Καλέ, να μη μου λες μόνο μια καλημέρα. Ο άντρας σου με τον γιό μου ήταν πολύ καλοί φίλοι στο σχολείο. Δεν είμαστε ξένες!».
Όταν παίζαμε την μακριά γαϊδούρα, τον Γιαννάκη τον βάζαμε πρώτον γιατί ήταν ισχνός. Μετά καθόμασταν οι πιο ψωμωμένοι για να κρατάμε το βάρος των περισσότερων παιδιών. Στο τόπι που παίζαμε στ’ αλώνια ο Γιαννάκης έπαιζε μεσοεπιθετικός- κάτι σαν τον σημερινό Φορτούνη. Εγώ συνήθως έπαιρνα τη θέση του σεντερ-μπακ. Μια μέρα που παίζαμε χαλαρά, με πέρασε δυο φορές και έβαλε δυο γκολ, οπότε άρχισε το δούλεμα. Από εκείνη την ημέρα πείσμωσα κι όταν παίζαμε αντίπαλοι δεν τον άφησα να με ξαναπεράσει. Τότε τα σκορ ήσαν 12- 8, άλλοτε 7-5. Ακόμη οι Ιταλοί δεν είχαν καθιερώσει το κατενάτσιο, που χάθηκε η ουσία του ποδοσφαίρου και η γλύκα του να κυνηγάς το γκόλ στην σκοπιμότητα του αποτελέσματος, κι έτσι το ποδόσφαιρό μας ήταν επιθετικό. Μπόλικα γκόλ και το πανηγυρίζαμε. Τις περισσότερες φορές, όμως, όταν παίζαμε πανωμαχαλίτες και κατωμαχαλίτες, ή Βαγαίοι με Κασνεσαίους ήμασταν συμπαίχτες. «Έι, φίλε, βράχος πίσω, να μην περάσει ούτε κουνούπι», μου έλεγε.
Σαν μαθητής ήταν μέτριος, αλλά στην μυθολογία και στην ιστορία ήταν αξεπέραστος. Τον μάγευαν τα κατορθώματα του Ηρακλή, του Θησέα, του Ιάσονα, η παλικαριά του Αχιλλέα και του Αίαντα, ο ηρωισμός του Αλέξανδρου. Μα όταν πήγαμε στο γυμνάσιο περισσότερο τον έθελγαν οι παλικαριές των κακών στα κινηματογραφικά έργα. Κάθε Κυριακή στον κινηματογράφο της Γιωργίας του Κωστή. Η κυρα- Γιωργία πίσω από το στενό ταμείο της κι ο Κωστής να ελέγχει στην είσοδο τα εισιτήρια και τους τζαμπατζήδες να μην τρυπώνουν στη ζούλα. Ακόμη κι όταν στους μαθητές απαγορευόταν κάποια εποχή ο κινηματογράφος, ο Γιαννάκης έβρισκε τον τρόπο να μην χάνει έργο. Αντί να ταυτίζεται με τον καλό ήρωα λ.χ. τον Νίκο Κούρκουλο, ο Παλαιστής ταυτιζόταν με τον κακό, λ.χ. τον Κώστα Καζάκο. Κι επαναλάμβανε κάποιες ατάκες, όπως «Πρόσεχε, φίλε, εγώ θυμάμαι σαν καμήλα» ή «Θα σε περιμένω στο μπαρ ο Μαύρος Γάτος». Αργότερα στα σπαγγέτι γουέστερν ενώ εμάς μας άρεσε ο Κλιντ Ίστγουντ, που ήταν ο παλικαράς, του Γιαννάκη του άρεσε ο Λη Βαν Κλιφ ή Ζαν Μαρία Βολοντέ, που ήσαν οι κακοί της υπόθεσης.
Κάπου στα δεκαπέντε του άρχισε να καπνίζει. Στην πρώτη τάξη του Λυκείου, όταν πηγαίναμε βόλτα προς το γήπεδο, μας ζητούσε να φτάνουμε σχεδόν μέχρι το Κασκαβέλι, για να μην τον δουν. Κι όταν την Κυριακή γυρίζαμε στο γήπεδο να δούμε την ομάδα του χωριού μας, τον Παμβαγιακό, πολλές φορές μας άφηνε και πήγαινε πιο πάνω προς τις ελιές για να καπνίσει. Εμείς γελάγαμε με τον μπαρμπα_Λιάμη τον Χατζήνα που φώναζε «Πανούση, σκίσου σαν τρίφυλλη κουρελού, μανάρι μου» ή «Απόστολε, πάρ’ τους τα σώβρακα, παιχταρά μου» κι ο Γιαννάκης απολάμβανε τα τσιγάρα του.
Στην ίδια τάξη προσέξαμε πως δεν έβλεπε καλά στον πίνακα κι αντέγραφε από τον διπλανό του. Πολλές φορές έσμιγε τα μάτια σαν γκαβός για να δει μακριά. Το είπαμε στον πατέρα του, τον μπαρμπα-Μήστο, γιατί ο ίδιος δεν ήθελε να μαθευτεί, κι έτσι ο Γιαννάκης ήταν ο πρώτος της παρέας που φόρεσε γυαλιά μυωπίας. Μα ντρεπόταν και τα φορούσε μονάχα όταν ήταν να δει όσα έγραφαν οι καθηγητές και οι συμμαθητές μας στον πίνακα. Μετά ένα χρόνο ακολούθησα κι εγώ. Κάποιο βράδυ, που δεν φώτιζε καλά η λάμπα του ηλεκτρικού, μιμήθηκα τον Γιαννάκη στο σμίξιμο των ματιών. Με είδε ο πατέρας μου. Έγραψε κάποια γράμματα κι αριθμούς στο πίσω μέρος του πακέτου των τσιγάρων του με το στυλό, στάθηκε δυο μέτρα μακριά και ζήτησε να του τα διαβάσω. Άλλα μπόρεσα να τα διακρίνω κι άλλα όχι. Μέσα στη βδομάδα καταλήξαμε στον οφθαλμίατρο κι από τότε, πενήντα και βάλε χρόνια, είμαι διοπτροφόρος.
Στην αναφορά μου στον Νίκο τον Κατσάμπα περιέγραψα την αιτία της ομαδικής μας τετραήμερης αποβολής όλων των αγοριών στη δεύτερη τάξη Λυκείου. Σαν, λοιπόν, ο Λυκειάρχης πήγε να μας κάνει τσακωτούς όταν χορεύαμε στο καφενείο του Ταρανίνου, δυο- τρεις προσπάθησαν να διαφύγουν από την πίσω πόρτα. Ο Γιαννάκης αν και πήδησε εκείνο το βράδυ από στέγες, ταράτσες και ρούγες για να μην γίνει τσακωτός, δεν απόφυγε την τιμωρία. Έτσι γεύτηκε κι εκείνος το πικρό ποτήρι εκείνης της εφηβικής απερισκεψίας.
Ο Ιησούς ο Κατσακούτσιας δεν ήταν συμμαθητής μας, ήταν μεγαλύτερος. Έγινε συμμαθητής μας στο Λύκειο γιατί είχε χάσει τάξη. Ήταν ιδιόρρυθμος τύπος. Κάποια βροχερή μέρα του χειμώνα, που αναγκαστικά μείναμε στην τάξη στα διαλείμματα- μιας και το σχολείο δεν είχε στεγασμένο διάδρομο- έτυχε να λογοφέρουν. Κι ενώ τίποτα δεν προμήνυε πως θα ξεσπάσει θύελλα, ξαφνικά έγιναν μπαρούτι και ο Ιησούς και ο Γιαννάκης. Μάλλον ο Ιησούς έκανε μια χειρονομία που τσάντισε τον Παλαιστή. Καθόμουν στο θρανίο με τον Νικολή και λέγαμε ανέκδοτα. Εγώ και ο Σταθάκος είχαμε τα πρωτεία στα ανέκδοτα και τα αστεία, ιδίως τα πιπεράτα στιχάκια. Ξάφνου αντιλαμβάνομαι τον Γιαννάκη να κάνει ένα σάλτο πάνω από το θρανίο για να χτυπήσει τον Ιησού. Όπως πέρασε πάνω από το θρανίο μου, τον έπιασα από τον αστράγαλο και τον προσγείωσα. Είχε γίνει κίτρινος σαν φλουρί κι έτρεμε από τα νεύρα του. Με τα χίλια ζόρι τον καλμάραμε γιατί αν γινόταν φασαρία θα έπαιρνε κι άλλη αποβολή.
Στη δεύτερη και την τρίτη τάξη του Λυκείου έγινε μανιώδης καπνιστής. Με το που χτυπούσε το κουδούνι για διάλειμμα πεταγόταν πρώτος από την αίθουσα και πήγαινε στη νότια γωνία του αφύλακτου προαύλιου, που ήσαν κάτι χαλάσματα, για να μην γίνει αντιληπτός από τους καθηγητές και κάπνιζε αρειμανίως. Κι όταν μπαίναμε για μάθημα, γύριζε σαν κύριος.
Ήταν η εποχή που κλέβαμε τα μπιφτέκια από την τσάντα του Κατσάμπα. Κι όπως ο Φίλης ο Μπούζας μας έδινε το αντίδωρο, μια μέσα ο Γιαννάκης του κοπάνισε το χέρι κι έφυγε προς την πλευρά του το μπιφτέκι. Μα όπως ήταν γκαβούλιακας- είπαμε τα γυαλιά τα απεχθανόταν όπως ο διάολος το λιβάνι- είδε στο πάτωμα μια αδιόρατη μαύρη μάζα. «Ρε τι είν’ αυτό;» έκανε και με το παπούτσι του έλιωσε τον μπίφτεκα και τον έκανε πάλι κιμά. Τον λιώσαμε στα φάσκελα και στις κλωτσιές κάτω από το θρανίο για τον μεζέ που μας χαράμισε. Αν δεν έλιωνε το μπιφτέκι θα το παίρναμε, θα το καθαρίζαμε λίγο και θα του δίναμε να καταλάβει. Τότε ελάχιστα πράματα πήγαιναν στα σκουπίδια. Σαν έπεφτε φαγώσιμο κάτω, λίγο το καθαρίζαμε και το τρώγαμε. Δεν υπήρχε η πολυτέλεια να πεταχτεί. Εδώ βλέπαμε να πηγαίνει το ποντίκι- και τα σπίτια είχαν αρκετά κατοικίδια ζώα, δηλαδή ποντίκια- στο ράφι που ήταν το καρβέλι με το ψωμί, έτρωγε το μερίδιό του, και μετά το καθαρίζαμε με το σουγιά και τρώγαμε το υπόλοιπο. Και φυσικά δεν παθαίναμε τίποτα!
Το μεγάλο γέλιο έπεσε το καλοκαίρι που περάσαμε «περιοδεύων» για τη στρατολογία. Τσίτσιδοι μια ολόκληρη μέρα για να μας εξετάσουν οι γιατροί. Δυο μέρες κρατούσε η διαδικασία. Την πρώτη μέρα ιατρικές εξετάσεις και τη δεύτερη τεστ για την κατάταξη στα όπλα. Όλοι της ηλικίας μας από το χωριό- ακόμη κι αυτοί που είχαν παρατήσει το σχολείο και είχαν πάει στην Αθήνα να μάθουν τέχνη ή δούλευαν σαν μαθητευόμενα μαστορόπουλα- μαζεμένοι στο μεγάλο Γυμνάσιο της Θήβας. Κι εκεί γελάγαμε με τα προσόντα του καθενός. Όλων τα μάτια καρφωμένα σε ό,τι υπήρχε ανάμεσα στα σκέλια. Κάποιοι σεμνότυφοι έβαζαν το χέρι μπροστά. «Ε, τα χέρια κάτω. Τίποτα δεν κρύβουμε!» τους πειράζαμε. Κοκαλιάρης ο Γιαννάκης. Ο μηρός του όσο ο δικός μας πήχυς, το μπράτσο του όσο ο δικό μας καρπός. Στα αντρικά προσόντα, όμως, σωστός. Κι αυτή ήταν η τελευταία ομαδική συνάντηση σαν συμμαθητές.
Μετά απ’ αυτό το καλοκαίρι δεν τον είδα πολλές φορές. Αν και οι υπόλοιποι βλεπόμασταν στις γιορτές, αυτός σπάνια ερχόταν στο χωριό. Τον είδα τρεις- τέσσερις φορές όλο κι όλο κι αυτό στις εκλογές, όπου ήταν αναγκασμένος να έρθει να ψηφίσει. Την μία φορά καθίσαμε στο καφενείο του Γκίκα για καφέ και τα είπαμε για λίγο.
Πριν λίγα χρόνια, ένα πρωινό, κι ενώ ήμουν στο γραφείο μου σαν Λυκειάρχης, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον Νικολή, που με πληροφόρησε πως ο παιδικός μας φίλος πέθανε και θα γινόταν η κηδεία του το μεσημέρι, όπου θα έφερναν τη σωρό του στην εκκλησία από την Αθήνα. Έτσι παραβρεθήκαμε στο ξόδι του ο Νικολής κι εγώ. Μετά τον Νίκο τον Κατσάμπα έφυγε για τον άλλον κόσμο και ο γείτονάς του ο Γιαννάκης ο Παλαιστής. Εκεί πλέον βρίσκονται οι δύο κολλητοί μας της παιδικής παρέας περιμένοντας να πάμε και οι υπόλοιποι- αφού κανένας μας δεν θα μείνει σ’ αυτόν τον κόσμο παντοτινά. Όταν τους συναντήσουμε, δεν ξέρω πω θα είμαστε: θα είμαστε σαν παιδιά για ξαναπαίξουμε γκρόπιζες, κλιτς κοπάν και τόπι, ή πιο μεγάλοι για να παίξουμε ξερή; Κανείς δεν γύρισε από τον άλλο κόσμο για να μας πει κι έτσι θα υπάρχει το αιώνιο ερώτημα… Το μόνο που μου μένει σήμερα- που είναι η γιορτή Αϊ-Γιαννιού- είναι να θυμηθώ τις αξέχαστε μέρες, που ζήσαμε με το Γιαννάκη τον Παλαιστή, γράφοντας αυτές τις αράδες, έτσι, αντί για μνημόσυνο, και να ευχηθώ να είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει…

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

Παιδικές αναμνήσεις: Ο Σταθάκος

[[ Τάκης Μάρκου ]]

2ο μέρος
Στον μύλο υπήρχε ένα δίκανο. Ο Σταθάκος το έπαιρνε και το χάϊδευε, το καθάριζε, το γυάλιζε και του καλάρεσε να γίνει κυνηγός. Άρχισε να κάνει παρέα με κάποιους κυνηγούς του χωριού, και μας έλεγε καθημερινά τις ιστορίες που άκουγε από τα κυνήγια τους. Έτσι είπε ο Τσιβιδέλης, αυτά είπε ο Μπουρδούκης, τόσους λαγούς σκότωσε ο Λουκάς ο Κουκούλας. Άρχισε να μας μιλάει για κυνηγόσκυλα που κυνηγούν λαγούς, για πουλόσκυλα, για γκέκες κλπ. Το έδωσαν και κάποια σκυλιά, αλλά η θείτσα Ντίνα του έβαλε τις φωνές. Μας κουβάλησε μια μέρα ένα κοντοπόδαρο σκυλί, του οποίου σερνόταν η κοιλιά στη γη. Το ονόμασε Λάικα, από το σκυλί που έστειλαν οι Σοβιετικοί στο διάστημα. «Ρε», του λέγαμε, «αυτό το σκυλί φρενάρει με την κοιλιά. Τι πουλιά θα κυνηγήσει;» Πήγε κάποιες φορές για κυνήγι κρυφά από τον πατέρα του, αλλά του πέρασε γρήγορα η καψούρα του κυνηγού.
Είχαμε έναν πρώτο ξάδερφο αεροπόρο της πολεμικής αεροπορίας, τον Γιαννάκη. Όποτε του δινόταν η ευκαιρία, πετούσε πάνω από το χωριό για να χαιρετήσει τη μάνα του, τη θεία τη Γαρούφω, όπως την έλεγε, γιατί της είχε αδυναμία. Έκανε βουτιά με το αεροπλάνο προς τη στέγη του σπιτιού του και μετά το σήκωνε και το βίδωνε στον αέρα, λες και ήταν ένα παιγνίδι. Κάποιες φορές έκανε κατακόρυφη ανακύκλωση και πολλά άλλα κόλπα, που τρέλαιναν τον Σταθάκο. Έτσι νωρίς πήρε την απόφαση να γίνει κι αυτός πιλότος. Τρέλα με το αεροπλάνο! Βρισκόμασταν στην αίθουσα και πέρναγε αεροπλάνο; ο Στάθης πεταγόταν στο παράθυρο ή έξω στο μπαλκόνι να το χαζέψει. Μάταια του φώναζε η καθηγήτρια ή ο καθηγητής να ηρεμήσει. Κι αυτό συνεχίστηκε σε όλες τις τάξεις του Λυκείου, μέχρι που πραγματοποιήθηκε η λόξα του.

Η συνέχεια >>> VAGIABlog…

Στη δεύτερη τάξη του Λυκείου απόχτησε κι άλλο χόμπυ. Μαζί με τον Φίλη τον Μπούζα μπουκώνανε την ξυλόσομπα, αυτή κάπνιζε, ντουμάνιαζε η τάξη κι εμείς κάναμε πως δεν αντέχαμε τον καπνό- πήγαινε σύννεφο ο προσποιητός βήχας- οπότε βρίσκαμε την ευκαιρία και την κοπανάγαμε τις δύο τελευταίες ώρες.
Στο Λύκειο κατέβασε τις στροφές στα μαθήματα. Να τεμπέλιασε; Να ήταν η εφηβεία; Εκείνος ξέρει. Έτσι συχνά- πυκνά ζητούσε τη βοήθειά μου στις εργασίες. Αυξήθηκε η βοήθειά του προς τον πατέρα του στον μύλο και η διάθεσή του για διάβασμα έγινε αντιστρόφως ανάλογη. Από τα γυμνασιακά χρόνια είχε καλλιεργήσει και βελτιώσει την αντιγραφή στα πρόχειρα διαγωνίσματα. Το βιβλίο του μαθήματος, στο οποίο εξεταζόμασταν, ανοιχτό στον πάτο του θρανίου κι αυτός αετίσιο μάτι. Πάντα απορούσα με την επιδεξιότητα να γυρίζει τις σελίδες με το πόδι και να βρίσκει τις σελίδες με τις απαντήσεις. Σαν ζογκλέρ, βρε παιδί μου!
Το απογευματάκι ντυμένος στην τρίχα, περιποιημένο το μαλλί, πήγαινε την τακτική του βόλτα. Όταν επέστρεφε, περνούσε από το σπίτι μου τη νύχτα, πίσω από τα κουφωμένα ξύλινα πατζούρια τον περίμεναν τα τετράδιά μου, που τα έπαιρνε κι έκανε αντιγραφή στα θετικά μαθήματα και στα αρχαία ελληνικά ή τα λατινικά. Στα νέα ελληνικά και στην έκθεση έκανε τις κατάλληλες παραλλαγές και την άλλη μέρα κύριος από άποψη εργασιών. Με ζάλιζε με τη γκρίνια της η συχωρεμένη η μάνα μου, πως έτσι αντιγράφοντας έτοιμη δουλειά, του κάνω κακό, αλλά ήξερα πως θα τα καταφέρει στη σχολή Ικάρων, ακόμη και με αντιγραφή. Το κουσούρι του αντιγραφέα το συνέχισε, πράγματι και σαν σπουδαστής στην Ικάρων.
Οι νεανικές τρέλες εντάθηκαν. Στην μαθητική παρέα μας στην πρώτη τάξη του Λυκείου προστέθηκαν δυο κορίτσια, που ήρθαν από την Αθήνα, γιατί ο πατέρας τους πήρε μετάθεση στον σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού- σταθμαρχίνες τις βγάλαμε. Νοστιμούλες και ο εφηβικός οίστρος έσπρωξε ένα βράδυ τον Σταθάκο με τέσσερα- πέντε άλλα παιδιά, να πάρει στη ζούλα το φορτηγό του κυλινδρόμυλου για να τις επισκεφθούν, γιατί ο σταθμός απείχε γύρω στα πέντε χιλιόμετρα από το χωριό μας. Κόλλησε, όμως στις λάσπες το φορτηγό- δυο μέρες είχε, που έβρεχε ασταμάτητα- οπότε οι κοπέλες έχασαν τους απρόσκλητους επισκέπτες. Αναγκάστηκαν κάποιοι απ’ αυτούς να περπατήσουν με τα πόδια για να έρθουν πίσω, να αναζητήσουν κάποιον με τρακτέρ, που έσπευσε να τραβήξει το αυτοκίνητο και να το βγάλει από τις λάσπες. Έτσι γύρισαν άπραγοι οι κολλητοί μας και το επόμενο πρωί, σαν μάθαμε το πάθημά τους, έγιναν το αντικείμενο για να κάνουμε καζούρα.
Δεν ενδιαφερόταν ο Σταθάκος για κάποια από τις δύο σταθμαρχίνες. Άλλος ήταν καψούρης, αλλά του έμεινε η καψούρα. Ο ξάδερφος είχε καψουρευτεί άλλην, από το χωριό, κι όταν πήγαινε να την συναντήσει εγώ περνούσα την αγωνία του. Γιατί το ‘χε συνήθειο να έρχεται να δανείζεται το ρολόι μου για να είναι ακριβής στην ώρα του. Μου είχε αγοράσει ο πατέρας μου τότε ένα καλό λαθραίο ρολόι χειρός από τον Τσάρλεστον, ένα Βαγαίο, κάτοικο Βελγίου, που έκανε λαθρεμπόριο με κάθε είδους πράγματα που έφερνε από το Βέλγιο. Είχε φέρει, λοιπόν, ένα ρολόι Rover, και έκανα πλάκα στους φίλους λέγοντας: «Ξεκίνησα από ρολόι Rover για να πάρω οσονούπω και κούρσα Rover». Τα αυτοκίνητα αυτής της μάρκας ήσαν πολύ καλά τη δεκαετία 1960- 70, που αναφερόμαστε. Πάνω στο καλαμπούρι πέταγα και κάποιες λέξεις που σκοτώνανε γιατί ήμουν πολύ καλός χρήστης της γλώσσας. Μπορεί να ακολούθησα τις θετικές επιστήμες, αλλά άνετα θα μπορούσα να βρεθώ και στη Νομική, για να πραγματοποιήσω την επιθυμία του φιλόλογού μας του κ. Πάγκαλου, που επέμενε να γίνω δικαστικός. Με κέρδισε, όπως, η επιθυμία του φυσικού μας του κ. Θεοδωρόπουλου- του είχαμε κολλήσει το παρατσούκλι Μπούτσικος.
Αγωνία, λοιπόν, στα ραντεβουδάκια του ξάδερφου μήπως τον κάνουν τσακωτό οι δικοί της και τον κάνουν τουλομοτύρι στο ξύλο. Στα θέματα ηθικής τότε μπορούσαν να γίνουν και εγκλήματα. Ποιος είχε την όρεξη του μπαρμπα-Χρήστου να τον ακούει να μου ψέλνει τον εξάψαλμο- κατέβαζε όλους τους αγίους επί γης- που έκανα πλάτες στον ομορφονιό του. Βλέπεις, όταν κάποιος κάνει νεανικές τρέλες είναι καλά- και είπαμε δυο φοράδες έσκασε ο μπαρμπα-Χρήστος για χατίρι της θειας-Ντίνας- αλλά όταν στα κάνουν τα παιδιά σου βγάζεις καντήλες. Από την άλλη, αν έτρωγε την μανέλα του ο ερωτιάρης ξάδερφος, μπορεί να του έσπαγαν και το ρολόι μου. Ε όχι, άλλοι να χουφτώνουν κι άλλοι να πληρώνουν! Τελικά τη γλύτωσε το ρολόι και μ’ έβγαλε τόσο στα φοιτητικά χρόνια, όσο και στο στρατό. Γερό ρολόι, αλλά δεν αξιώθηκα να πάρω ίδιας μάρκας αυτοκίνητο.
Στην τελευταία τάξη του Λυκείου είχαμε κατασταλάξει για την μελλοντική μας πορεία, εγώ στη Φυσικομαθηματική σχολή, ο Σταθάκος στην στρατιωτική σχολή Ικάρων, ο Νικολής στο Πολυτεχνείο- αλλά η ζωή δεν του έκανε το χατίρι και βρέθηκε κι αυτός στη Φυσικομαθηματική. Έτσι επικεντρωθήκαμε στα θετικά μαθήματα. Σχεδόν αυτοδίδακτοι, γιατί φροντιστήριο προετοιμασίας για εισαγωγικές εξετάσεις δεν υπήρχε. Είχαμε, όμως, γνώσεις και καλές βάσεις στα θεωρητικά μαθήματα, οπότε τα βγάζαμε πέρα ικανοποιητικά στα Αρχαία και στα Λατινικά- το σχολείο μας ήταν κλασικών σπουδών. Κάναμε τις ζαβολιές μας, πήραμε κάτι μικροαποβολές- μονοήμερες ή διήμερες και φτάσαμε στον Μάρτη. Θα παίζαμε το τελευταίο θεατρικό έργο σαν μαθητές, με τίτλο «Ο χορός του Ζαλόγγου». Κάναμε την πλάκα μας στην καθηγήτρια των αγγλικών, μια νεαρή, την κ. Λεπιδάκη. Όσο κι αν μας συμπαθούσε ο Λυκειάρχης και μαθηματικός μας, ο κ. Κάβουρας, μας τιμώρησε με μονοήμερη αποβολή. Αντί να πάμε στα σπίτια μας, θα ήμασταν πέντε- έξι αγόρια, πήραμε, λοιπόν, το λεωφορείο και βρεθήκαμε στο γειτονικό χωρίο, τις Θεσπιές, όπου σε ένα καφενείο ήπιαμε τα ουζάκια μας και στη συνέχεια επιστρέψαμε στο χωριό μας. Είπαμε στο οδηγό του λεωφορείου να κάνει στάση μπροστά στο σχολείο, όπου κάναμε αισθητή την παρουσία μας με τον σχετικό χαβαλέ και καταλήξαμε σε ένα τσαγκαράδικο, ένα από τα στέκια μας. Ο Λυκειάρχης έστειλε έναν μαθητή της μικρότερης τάξης να μας φωνάξει να επιστρέψουμε στο σχολείο για να κάνουμε πρόβα στο θεατρικό, γιατί εγώ και ο Νικολής ήμασταν οι πρωταγωνιστές, αλλά και τα υπόλοιπα παιδιά είχαν μικρότερους ρόλους. Είπαμε στον μαθητή να του πει πως αν μας ήθελε να μην μας είχε αποβάλει. Δεν μπορούσε η αγγλικού να ήταν πάνω από τις Σουλιώτισσες! Εφ’ όσον, λοιπόν, βρισκόμασταν σε αποβολή δεν θα επιστρέφαμε- εφηβική επανάσταση ή εφηβικοί τσαμπουκάδες; Τις υπόλοιπες μέρες τα δώσαμε όλα στις πρόβες και βγήκε μια πολύ πετυχημένη παράσταση.
Κι ενώ με την καθηγήτρια των Αρχαίων και των Νέων Ελληνικών τα πηγαίναμε πολύ καλά, είχαμε κόντρα με την καθηγήτρια των Λατινικών. Αυτή σημάδεψε τις τελευταίες σχολικές μας μέρες. Ο Σταθάκος στις γραπτές εξετάσεις καθόταν μια θέση πίσω από μένα, εφόσον καθόμασταν με αλφαβητική σειρά. Εξπέρ στην αντιγραφή, λίγο πλάγια να έκανα εγώ, έβλεπε τα πάντα με το αετίσιο μάτι του. Στα Λατινικά ήταν κουμπούρας. Έτσι κι έχανε το μάθημα και παραπεμπόταν για επανεξέταση τον Σεπτέμβρη, έχανε τις εξετάσεις στη Σχολή Ικάρων. Αγωνία, λοιπόν, ο ξάδερφος και οι ελπίδες του πάνω μου. Αρχίσαμε να γράφουμε. Έκανα λίγο πλάγια την κόλλα και ο Σταθάκος επί το έργον… Η καθηγήτρια, όμως, των Λατινικών, του την είχε στημένη. Όρμησε να του μονογράψει την κόλλα και εκεί έγινε η μεγάλη φάση. Κοντραριστήκαμε άγρια στα λόγια- μέχρι κομπλεξική την αποκάλεσα- τσαλάκωσα το γραπτό μου και της το πέταξα προκαλώντας την να μηδενίσει κι εμένα. Ο Σταθάκος την είπε χαιρέκακη και πως θα ευχαριστιόταν να μην δώσει εξετάσεις. Με την επέμβαση της άλλης καθηγήτριας, έληξε το επεισόδιο. Άπλωσε την τσαλακωμένη κόλλα μου και μου ζήτησε να συνεχίσω, ενώ στον Στάθη σημείωσε μέχρι το σημείο που είχε γράψει και του είπε να γράψει από ‘κει και πέρα μονάχος του. Αφού τελείωσε η εξέταση, το θέμα έφτασε στον σύλλογο των καθηγητών, επιμένοντας η καθηγήτρια των Λατινικών, να μας δοθεί απολυτήριο με τον χαρακτηρισμό της διαγωγής σε «Κοσμία». Μας έσωσε ο Λυκειάρχης που μας συμπαθούσε ιδιαίτερα γιατί γνώριζε τον χαρακτήρα μας, ο οποίος υποστήριξε πως δεν τιμούσε το σχολείο να στείλει σε ανώτατες σχολές δύο μαθητές του με μειωμένη τη διαγωγή. Τελικά πήραμε απολυτήριο έχοντας στο μάθημα των Λατινικών ο Σταθάκος την βάση κι εγώ τρεις μονάδες πάνω από τη βάση.
Εδώ θα κάνω μια παρένθεση. Μερικά χρόνια αργότερα, ένας συμπατριώτης μας- που παρίστανε τον αριστερό αλλά είχε καπιταλιστική ιδεολογία για το φτηνό σαρκίο του και απασχόλησε τον τύπο και την τηλεόραση για την εκμετάλλευση της παρούσας πολιτικής κατάστασης για να κάνει δώρο στον εαυτό του της τάξης εκατοντάδων χιλιάδων σε περίοδο οικονομικής κρίσης, όταν κάποιοι αυτοκτονούσαν από απόγνωση- σε μια συζήτηση μου είπε πως στα μάτια του φαντάζαμε- αυτός ήταν λίγα χρόνια μικρότερος- σαν ατίθασοι κι αλήτες. Αγαπητέ μου, εμείς τα αλητάκια υπηρετήσαμε την πατρίδα μας και δεν πήραμε παρά μόνο τους μισθούς μας. Δεν ήρθαμε αλεξιπτωτιστές μόλις ανέλαβε η αριστερή κυβέρνηση για να πάρουμε σε μια νύχτα, όσα βγάλαμε σε ιδρώτα δε όλη μας τη ζωή! Αμολήσαμε τη νιότη μας και ζήσαμε την ανεμελιά μας. Με την αλητεία μας δεν βλάψαμε τους συνανθρώπους μας, όπως εσύ με την πολιτική αγυρτεία σου! Κλείνει η παρένθεση.
Δώσαμε εξετάσεις και περάσαμε με την πρώτη φορά, κάνοντας φροντιστήριο λίγων ημερών εκείνο το καλοκαίρι, κι έτσι αποχωριστήκαμε, μετά από δεκαοχτώ χρόνια. Βρισκόμασταν στις διακοπές των γιορτών και λίγο το καλοκαίρι. Βρεθήκαμε για τα καλά όταν τοποθετήθηκα σαν έφεδρος αξιωματικός σε στρατιωτική μονάδα του Βόλου. Ο Σταθάκος υπηρετούσε με μια μοίρα της πολεμικής αεροπορίας στο αεροδρόμιο της Αγχιάλου, στη Μαγνησία. Στο Βόλο πήγα τον Μάρτιο του 1976 υπηρετώντας στη μοίρα του πυροβολικού που υποστήριζε τους πεζοναύτες. Δυο νέοι αξιωματικοί τοποθετηθήκαμε σ’ αυτή τη μονάδα. Σαν μαθητές της Σχολής Πυροβολικού ήμασταν στον ίδιο θάλαμο- εκείνος Μαθηματικός- κι όταν μάθαμε την τοποθέτηση στον Βόλο συμφωνήσαμε να συγκατοικήσουμε. Πρώτος έφτασα εγώ- ο άλλος, Μάρκος στο μικρό του όνομα- παρέμεινε είκοσι μέρες επιπλέον στη σχολή για να πάρει την ειδικότητα του τοπογράφου. Έτσι μέχρι να έρθει και να βρούμε διαμέρισμα, φιλοξενήθηκα από τον Σταθάκο. Μοιραστήκαμε την γκαρσονιέρα του, όπως στα παιδικά μας χρόνια το κοινό μας στρώμα. Μου έδειξε τα κατατόπια του νέου τόπου, όπου θα περνούσα τους επόμενους δεκαεπτά μήνες και συχνά- πυκνά κάναμε παρέα κι όταν στη συνέχεια εγκαταστάθηκα σε δικό μου διαμέρισμα. Με πήγε σε όλα τα χωριά του Πηλίου, αλλά και τα παραθαλάσσια γύρω από τον Βόλο.
Μια φορά συμμετείχαμε στην ίδια αποβατική άσκηση στην Σκύρο. Εγώ σαν σύνδεσμος πυροβολικού με τα τρία τάγματα των πεζοναυτών καθόριζα τα πυρά της μοίρας μου, με βάση τις υποδείξεις των ταγματαρχών τους και ο Σταθάκος με άλλα αεροπλάνα έκανε εικονικούς βομβαρδισμούς. Ο ξάδερφος ήταν ένας από τους καλύτερους πιλότους της Πολεμ. Αεροπορίας, προκαλώντας τον θαυμασμό και τον σεβασμό σε πολλές σειρές αεροπόρων. Και διακρινόταν από τους άλλους με τον τρόπο που έκανε τις εφορμήσεις του. Το διασκεδάσαμε δεόντων και είχαμε σύντομη επαφή διαμέσου ασυρμάτου.
Μετά ο ξάδερφος πήρε μετάθεση λίγων μηνών στη Θεσσαλονίκη. Ανέλαβα να βγάζω την κοπελιά του βόλτα και στάθηκα η αφορμή να διατηρήσουν το δεσμό τους, που κατέληξε στο γάμο τους. Έτσι έγινα η αιτία να χάσει την ελευθερία του και να χορέψει τον χορό του Ησαΐα. Λίγο πριν πάρω μετάθεση από τον Βόλο επέστρεψε ο Σταθάκος στην μονάδα του στην Αγχίαλο και μου δόθηκε η ευκαιρία να ανταποδώσω την φιλοξενία μέχρι να εγκατασταθεί στο νέο του διαμέρισμα, που συνέπεσε να είναι στη ίδια πολυκατοικία, που έμενα εγώ. Κι όταν πήρα την μετάθεση για το Μ. Πεύκο με φιλοξένησε το τελευταίο βράδυ στης παραμονής μου στο Βόλο στο διαμέρισμά του. Μα ήταν ένα μοιραίο βράδυ. Αυτό το βράδυ από βραχυκύκλωμα πήρε φωτιά ο κυλινδρόμυλος στο χωριό και καταστράφηκε εντελώς. Τα δυσάρεστα νέα μας τα είπε η κοπελιά του στις πέντε το πρωί, όταν μας ξύπνησε για να μας ειδοποιήσει, επειδή μόλις είχε εγκατασταθεί ο ξάδερφος στο νέο του διαμέρισμα και το ΟΤΕ δεν είχε κάνει την τηλεφωνική σύνδεση. Ο μύλος, ο τόπος τόσων κοινών δράσεων και αναμνήσεων δεν υπήρχε πλέον! Με βαριά καρδιά αποχαιρετηθήκαμε το πρωί και αναχώρησα για την Αθήνα.
Λίγα χρόνια αργότερα, κι αφού είχε παντρευτεί, ένα απόγευμα Μ. Παρασκευής πίναμε τον καφέ μας στο ζαχαροπλαστείο του Θανάση, το «Αθηναϊκόν», οπότε κάθισε απέναντί μας μια μικρή παρέα από κοπέλες. Μια από αυτές ήταν ιδιαίτερα όμορφη και είχε εντυπωσιακά ωραία μάτια. Κέντρισε το ενδιαφέρον του ξάδερφου και ζήτησε να μάθει ποια ήταν. Αυτή η κοπέλα, δυο μήνες πιο μπροστά είχε προκαλέσει και το δικό μου ενδιαφέρον. Που είπα, λοιπόν, ποια ήταν κι εκεί του ζήτησα να στοιχηματίσει πως μέχρι το καλοκαίρι θα την είχα φέρει στο σόι μας. Από αυτό το στοίχημα βρέθηκα κι εγώ παντρεμένος!
Έτσι, λοιπόν, πορευτήκαμε στη ζωή με τον ξάδερφο τον Σταθάκο. Και τώρα παππούδες- και οι δυο με δύο εγγόνια ο καθένας μας- όποτε βρισκόμαστε αναθυμόμαστε τα παλιά…