[[ δαμ-ων ]]
{ …Η μεγαλοσύνη
στα Έθνη δεν μετριέται με το στρέμμα,
με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται
και με το αίμα…}
Η γενιά του Πολυτεχνείου μας φάντασε σαν τη γενιά που θα κάνει τις μεγάλες τομές στην ελληνική κοινωνία και τη μεγάλη αλλαγή. Το μεγάλο σύνθημα « Ψωμί- Παιδεία- Ελευθερία » έμεινε μόνο γραμμένο στους τοίχους. Οι αγώνες πολλών από τους πρωταγωνιστές για το διώξιμο της στρατοκρατίας εξαργυρώθηκαν με θέσεις στη διοίκηση του μεταπολιτευτικού κράτους, σε μια στρεβλή και φαύλη διοίκηση. Το όραμα για “ψωμί” υλοποιήθηκε με τον εύκολο κι αδιαφανή πλουτισμό. Το όραμα για “παιδεία” με τον εκβαρβαρισμό των ηθών και του τρόπου αντιμετώπισης των συνανθρώπων, με τον παραγκωνισμό των μορφωμένων και την ανάδειξη των ημιμαθών και των ξερόλων, ενώ το όραμα για “ελευθερία” κατάντησε οχλοκρατία και υπέρμετρη εγωκεντική αλαζονεία.
Αυτή την μικρή ανάλυση θα την βασίσω πάνω στους στίχους του βαθυστόχαστου ποιητή μας Κωστή Παλαμά.
Ο λαός είναι πάντα το μαλακό προζύμι, που περιμένει τον αρτοποιό- πολιτικό να το πλάσει. Ο επιδέξιος αρτοποιός θα το κάνει ωραίο καρβέλι ή φρατζόλα, ενώ ο άσχετος αρτοποιός μια κακοσχηματισμένη μάζα για τα σκουπίδια.
Ο λαός περίμενε τον εμπνευσμένο ηγέτη που θα τον ανασύρει από την μεταεμφυλιακή κακοδαιμονία, την χουντική κληρονομιά της εθνικής ήττας στην Κύπρο και θα του δώσει ένα ευρωπαϊκό βιοτικό επίπεδο, εκμεταλλευόμενος την είσοδο στην Ε.Ε.
Ο ποιητής περιγράφει το λαό με τους στίχους:
« Και για μούντζα ο λαός και για λιβάνι.
Ο λαός είναι τίποτε και είν' όλα,
είναι του εκδικητή το γιαταγάνι
κι είν’ η μαϊμού η ξεδιάντροπη, η μαργιόλα,
και η ρίζα και η κορφή, ο στερνός κι ο πρώτος,
κι εγώ κι εσύ, κι ο ανθός κι η καρμανιόλα,
κι ο αρχαίος Αθηναίος κι ο Οτεντότος.
Στο τραγούδι του αηδόνι αναστενάζει,
στο θυμό του της αστραπής ο κρότος. »
Λάβαμε βοήθεια για να δημιουργήσουμε τις αναγκαίες υποδομές, ώστε να αντιμετωπίσουμε τις νέες προκλήσεις και αγορές ισότιμα με τους άλλους εταίρους. Όμως σπαταλήσαμε τα πακέτα στήριξης με νοοτροπία νεόπλουτου. Εκλέξαμε πολιτικούς που επέτρεψαν ή καλλιέργησαν την δημόσια απάτη. Επιπλέον ανεχτήκαμε να καλλιεργηθεί ο ωχαδελφισμός και η ανοχή στη ρεμούλα, στη κλοπή του δημοσίου χρήματος, στον χρηματισμό των δημοσίων λειτουργών ή των γιατρών του ΕΣΥ, στην κλοπή του ΦΠΑ. Θεωρήθηκε δικαίωμά μας η φοροδιαφυγή ή η φοροκλοπή, το χτίσιμο αυθαίρετων, η μίζα σε κάθε αγορά και προμήθεια.
Η συνέχεια >>> εδώ…
Έτσι επιβεβαιώθηκε πως:
« Μα η Ελλάδα, μια και αγύριστη
πάει, και να την κλαίς! »
Οι γονιοί μας, μας παράδωσαν μια πατρίδα που φρόντισαν να την περιφρουρήσουν στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας, στα βουνά της χώρας με το αντάρτικο κατά των εισβολέων Γερμανών και την προτροπή να τη παραδώσουμε καλύτερη εμείς στα παιδιά μας. Ο ποιητής επαναλαμβάνει την προτροπή με τους στίχους:
« Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα,
και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτηνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρνεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας.
Κι αν αγαπάς τ’ ανθρωπινά κι όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής. Κι αν είναι
κ’ έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα
για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα,
Ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα,
π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νάρθει,
κι όλο συντρίμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
Φτάνει μια ιδέα να στο πει, μια ιδέα να στο προστάξει,
κορώνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα είν’ απάνου απ’ όλα. » (Απ’ τους “Βωμούς”, Οι Πατέρες )
Ο μεγάλος στοχαστής Νίκος Καζαντζάκης είχε πει:
«…Το πρώτο σου χρέος εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους.
- Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους.
- Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στον γυιό σου την μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει…..».
Η γενιά των βολεμένων και του εύκολου κέρδους ξέχασε τα τρία χρέη. Δεν ένιωσε τους προγόνους μέσα της. Δεν τη φώτισε η ορμή τους και δε συνέχισε το έργο τους. Και παραμέλησε το τρίτο χρέος. Δεν έμαθε τον τρόπο στους γιους της να την ξεπεράσει. Της έδωσε κακά παραδείγματα. Ποδοπάτησε τα αρχέτυπα και στη θέση τους ύψωσε πήλινα είδωλα. Κατέβασε τα πρότυπα, καταρράκωσε τις αξίες, μόλυνε τα ήθη. Πλανήθηκε από τον ψεύτικο κόσμο της τηλεόρασης και οραματίστηκε έναν χολυγουντιανό κόσμο, το απατηλό αμερικάνικο όνειρο. Έζησε ένα όνειρο, που στο τέλος κατέληξε στον εφιάλτη της πτώχευσης και του ΔΝΤ. Μόνοι μας χαλκεύσαμε τις αλυσίδες της νέας σκλαβιάς. Φτάσαμε στο έσχατο σημείο ευτελισμού να παρακαλάμε για δανεικά, ώστε να μπορέσουμε να ζήσουμε τις επόμενες μέρες:
« Μας ταπείνωσαν όλες οι ταπείνωσες˙
με την απόφαση την ήσυχη του ανέλπιδου
ρουφήσαμε όλους τους καημούς κι όλους τους τρόμους,
στη χώρα που όλες οι ζωές σα φυτρωμένες,
φτερό την κάμαμε τη ρίζα μας… »
Δώσαμε το δικαίωμα να λοιδορούν οι ξένοι κονδυλοφόροι το σύμβολο του πολιτισμού μας, τον Παρθενώνα, και να μας προτρέπουν να τον βγάλουμε στο σφυρί, για να μπορέσουμε να σωθούμε:
« Χώρα τρισκατάρατη, απ' τα ύψη
σε ποια βάθη, χώρα αμαρτωλή! »
Πριν φτάσουμε στην οικονομική χρεοκοπία, σαν έθνος είχαμε χρεοκοπήσει ιδεολογικά και ηθικά. Στην βουλή παρουσίαζαν το άσπρο μαύρο, κι αντίθετα. Μιλούσαν ξύλινη γλώσσα χρησιμοποιώντας γελοία επιχειρήματα. Είχαν ξεχάσει το πόθεν έσχες στις φορολογικές τους δηλώσεις και κρύβανε τις ατασθαλίες τους πίσω από το βουλευτικό άσυλο. Η παρανομία δεν ήταν χαρακτηριστικό μόνον των κομμάτων εξουσίας αλλά και των μικρών κομμάτων. Χρηματισμός των κομμάτων από τις πολυεθνικές και αδιαφάνεια στα έσοδα και έξοδά τους. Ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας σαν να ήσαν βακούφια του κυβερνώντος κόμματος. Οι νομοθετούντες ήσαν οι πρώτοι καταπατητές των νόμων. Ήρθαν σε συναλλαγές με ύποπτης ηθικής ανθρώπους των επιχειρήσεων, του τύπου, του χρηματιστηρίου και των τραπεζών. Κι εμείς βολευτήκαμε πίσω απ’ αυτούς- βίοι παράλληλοι- και φροντίσαμε να “κονομήσουμε” με κάθε τρόπο…
Δεν θα είχες, νέε, νέα, καθόλου άδικο αν εσύ ήσουν πίσω από τους στίχους:
« Κι' έκραζες βραχνά, - το κράξιμο σου
δεν μπορώ να τ' απολησμονήσω
κ' έκραζες: «Φωτιά! Να κάψω την Παράδεισο!»
κ' έκραζες: «Νερό! Την Κόλαση να σβύσω! »
Η γενιά του Πολυτεχνείου έκανε ολέθρια λάθη. Λάθη που θα πληρώσουν οι επόμενες γενιές σαν το προπατορικό αμάρτημα. Θα πληρώσουν για δικές μας αμαρτίες χωρίς να έχουν φταίξει. Μα, τούτη η γενιά είναι και η ελπίδα γιατί δεν είναι διαβρωμένη:
« Μεσ' στους γύρους των κύκλων τα πάντα
φεύγουν, έρχοντ' αλλάζουν, είν' ίδια
και μια μέρα θα φτάση
ραγισμού και σεισμού για τα πάντα
και, ω παιδιά μου, εσείς μόνο θα μένετε
ορθοί στύλοι, κρατώντας την πλάση! »
Αυτό που πρέπει να κάνει η γενιά μας είναι να δώσει την εντολή να γκρεμίσουν οι νιοί και οι νιές τον ψεύτικο κόσμο μας. Να ανασύρει από τα βιβλία το ποίημα: “Ο Γκρεμιστής”
« Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ' εγώ κι ο κτίστης,
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης•
του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης
και με το καριοφίλι μου και με τ' απελατίκι
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
Κάλλιο φυτρώστε, αγκριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, ποταμοί και κάλλιο ανοίχτε τάφοι,
και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε αίμα,
παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα.
Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ' αγρίμια
ξανάρχεται. Καλώς να ρθή. Γκρεμίζω την ασκήμια.
Είμ' ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το 'χει
το δείλιασμα κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε όχι
δεν του αποκρίνεται κανείς, και πάει κι όλο προσμένει
το λόγο που δεν έρχεται, και μια ντροπή το δένει
Μα τ ο τσεκούρι μοναχά στο χέρι όταν κρατήσω,
και το τσεκούρι μου ψυχή μ' ένα θυμό περίσσο.
Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό του δούλεψε τ' ατσάλι
και νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,
και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν' ανοίξω,
και μ' ένα Ναι να τιναχτώ, μ' ένα Όχι να βροντήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας όποιοι είστε
γκρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε! »
Θέλει και το γκρέμισμα θάρρος, θέλει νου και καρδιά! Μα αυτό που έχει σημασία είναι ο γκρεμιστής να γίνει αμέσως και κτίστης! Ό,τι εμείς παραλείψαμε να κάνουμε, να το κάνει η νέα γενιά.
Να ενεργήσει σαν τον Σίβα της Ινδουιστικής “Τριάδας” (*), τον καταστροφέα και δημιουργό.
Της ζητάμε συγνώμη γιατί οι άφρονες και κοντόθωροι της δώσαμε έναν κόσμο σαθρό και βρώμικο, που την σκλαβώσαμε στους ξένους τραπεζίτες γιατί κοιτάζαμε τη βολή μας και μας αποχαύνωσε ο καναπές, που δεν είχαμε το θάρρος να βάλουμε στήθος και γόνα να καταγγείλουμε τις ατασθαλίες, τις ρεμούλες, τις κλεψιές, που της στερήσαμε το δικαίωμα να κάνει όνειρα για το μέλλον γιατί την οδηγήσαμε ως πρόβατο επί σφαγή στο ΔΝΤ.
Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να σταθούμε πλάι της κι όταν δεχθεί πυρά από τις δυνάμεις της αντίδρασης, να βάλουμε το κορμί μας ασπίδα και να φάμε εμείς τις σφαίρες. Και οι δυο γενιές μαζί να πούμε:
« Κι αν πέσαμε σε πέσιμο πρωτάκουστο
και σε γκρεμό κατρακυλήσαμε
που πιο βαθύ καμμιά φυλή δεν είδε ως τώρα,
είναι γιατί με των καιρών το πλήρωμα
όμοια βαθύ έν' ανέβασμα μας μέλλεται
προς ύψη ουρανοφόρα. »
------------------------------------------------------------------------------------------------------- Οι ινδοϊστές έχουν τη Θεϊκή Τριάδα: Βράχμα-Βισνού-Σίβα. Βράχμα: Είναι ο Αυτοδημιούργητος Δημιουργός του Σύμπαντος, των Θεών, των δαιμόνων και όλων των πλασμάτων, με την δύναμη της σκέψης του. Ως Δημιουργός, ο Βράχμα είναι σκότος και φως μαζί.
Βισνού: Ο Προστάτης της Δημιουργίας, ο Βισνού, είναι η δεύτερη από τις 3 βασικές εκφράσεις του Υπέρτατου Πνεύματος της Δύναμης του Σύμπαντος. Αντιπροσωπεύει την Δύναμη του Υπέρτατου Πνεύματος, την γενναιοδωρία, την καλοσύνη και το έλεος.
Σίβα: Η τρίτη και σημαντικότερη έκφραση του Υπέρτατου Πνεύματος, είναι ο Σίβα ο Καταστροφέας... μα αυτό δεν σημαίνει κάτι αρνητικό. Αντίθετα, ο Σίβα αντιπροσωπεύει τον Αέναο Κύκλο και είναι αυτός που τον δημιουργεί: μετά την Δημιουργία, έρχεται η Καταστροφή... που όμως δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το βήμα πριν την Αναγέννηση. Έτσι, ο Σίβα αντιπροσωπεύει τόσο το τέλος όσο και την αρχή, καταστρέφοντας ώστε να δημιουργήσει ξανά.
{ …Η μεγαλοσύνη
στα Έθνη δεν μετριέται με το στρέμμα,
με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται
και με το αίμα…}
Η γενιά του Πολυτεχνείου μας φάντασε σαν τη γενιά που θα κάνει τις μεγάλες τομές στην ελληνική κοινωνία και τη μεγάλη αλλαγή. Το μεγάλο σύνθημα « Ψωμί- Παιδεία- Ελευθερία » έμεινε μόνο γραμμένο στους τοίχους. Οι αγώνες πολλών από τους πρωταγωνιστές για το διώξιμο της στρατοκρατίας εξαργυρώθηκαν με θέσεις στη διοίκηση του μεταπολιτευτικού κράτους, σε μια στρεβλή και φαύλη διοίκηση. Το όραμα για “ψωμί” υλοποιήθηκε με τον εύκολο κι αδιαφανή πλουτισμό. Το όραμα για “παιδεία” με τον εκβαρβαρισμό των ηθών και του τρόπου αντιμετώπισης των συνανθρώπων, με τον παραγκωνισμό των μορφωμένων και την ανάδειξη των ημιμαθών και των ξερόλων, ενώ το όραμα για “ελευθερία” κατάντησε οχλοκρατία και υπέρμετρη εγωκεντική αλαζονεία.
Αυτή την μικρή ανάλυση θα την βασίσω πάνω στους στίχους του βαθυστόχαστου ποιητή μας Κωστή Παλαμά.
Ο λαός είναι πάντα το μαλακό προζύμι, που περιμένει τον αρτοποιό- πολιτικό να το πλάσει. Ο επιδέξιος αρτοποιός θα το κάνει ωραίο καρβέλι ή φρατζόλα, ενώ ο άσχετος αρτοποιός μια κακοσχηματισμένη μάζα για τα σκουπίδια.
Ο λαός περίμενε τον εμπνευσμένο ηγέτη που θα τον ανασύρει από την μεταεμφυλιακή κακοδαιμονία, την χουντική κληρονομιά της εθνικής ήττας στην Κύπρο και θα του δώσει ένα ευρωπαϊκό βιοτικό επίπεδο, εκμεταλλευόμενος την είσοδο στην Ε.Ε.
Ο ποιητής περιγράφει το λαό με τους στίχους:
« Και για μούντζα ο λαός και για λιβάνι.
Ο λαός είναι τίποτε και είν' όλα,
είναι του εκδικητή το γιαταγάνι
κι είν’ η μαϊμού η ξεδιάντροπη, η μαργιόλα,
και η ρίζα και η κορφή, ο στερνός κι ο πρώτος,
κι εγώ κι εσύ, κι ο ανθός κι η καρμανιόλα,
κι ο αρχαίος Αθηναίος κι ο Οτεντότος.
Στο τραγούδι του αηδόνι αναστενάζει,
στο θυμό του της αστραπής ο κρότος. »
Λάβαμε βοήθεια για να δημιουργήσουμε τις αναγκαίες υποδομές, ώστε να αντιμετωπίσουμε τις νέες προκλήσεις και αγορές ισότιμα με τους άλλους εταίρους. Όμως σπαταλήσαμε τα πακέτα στήριξης με νοοτροπία νεόπλουτου. Εκλέξαμε πολιτικούς που επέτρεψαν ή καλλιέργησαν την δημόσια απάτη. Επιπλέον ανεχτήκαμε να καλλιεργηθεί ο ωχαδελφισμός και η ανοχή στη ρεμούλα, στη κλοπή του δημοσίου χρήματος, στον χρηματισμό των δημοσίων λειτουργών ή των γιατρών του ΕΣΥ, στην κλοπή του ΦΠΑ. Θεωρήθηκε δικαίωμά μας η φοροδιαφυγή ή η φοροκλοπή, το χτίσιμο αυθαίρετων, η μίζα σε κάθε αγορά και προμήθεια.
Η συνέχεια >>> εδώ…
Έτσι επιβεβαιώθηκε πως:
« Μα η Ελλάδα, μια και αγύριστη
πάει, και να την κλαίς! »
Οι γονιοί μας, μας παράδωσαν μια πατρίδα που φρόντισαν να την περιφρουρήσουν στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας, στα βουνά της χώρας με το αντάρτικο κατά των εισβολέων Γερμανών και την προτροπή να τη παραδώσουμε καλύτερη εμείς στα παιδιά μας. Ο ποιητής επαναλαμβάνει την προτροπή με τους στίχους:
« Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα,
και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτηνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρνεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας.
Κι αν αγαπάς τ’ ανθρωπινά κι όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής. Κι αν είναι
κ’ έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα
για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα,
Ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα,
π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νάρθει,
κι όλο συντρίμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
Φτάνει μια ιδέα να στο πει, μια ιδέα να στο προστάξει,
κορώνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα είν’ απάνου απ’ όλα. » (Απ’ τους “Βωμούς”, Οι Πατέρες )
Ο μεγάλος στοχαστής Νίκος Καζαντζάκης είχε πει:
«…Το πρώτο σου χρέος εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους.
- Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους.
- Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στον γυιό σου την μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει…..».
Η γενιά των βολεμένων και του εύκολου κέρδους ξέχασε τα τρία χρέη. Δεν ένιωσε τους προγόνους μέσα της. Δεν τη φώτισε η ορμή τους και δε συνέχισε το έργο τους. Και παραμέλησε το τρίτο χρέος. Δεν έμαθε τον τρόπο στους γιους της να την ξεπεράσει. Της έδωσε κακά παραδείγματα. Ποδοπάτησε τα αρχέτυπα και στη θέση τους ύψωσε πήλινα είδωλα. Κατέβασε τα πρότυπα, καταρράκωσε τις αξίες, μόλυνε τα ήθη. Πλανήθηκε από τον ψεύτικο κόσμο της τηλεόρασης και οραματίστηκε έναν χολυγουντιανό κόσμο, το απατηλό αμερικάνικο όνειρο. Έζησε ένα όνειρο, που στο τέλος κατέληξε στον εφιάλτη της πτώχευσης και του ΔΝΤ. Μόνοι μας χαλκεύσαμε τις αλυσίδες της νέας σκλαβιάς. Φτάσαμε στο έσχατο σημείο ευτελισμού να παρακαλάμε για δανεικά, ώστε να μπορέσουμε να ζήσουμε τις επόμενες μέρες:
« Μας ταπείνωσαν όλες οι ταπείνωσες˙
με την απόφαση την ήσυχη του ανέλπιδου
ρουφήσαμε όλους τους καημούς κι όλους τους τρόμους,
στη χώρα που όλες οι ζωές σα φυτρωμένες,
φτερό την κάμαμε τη ρίζα μας… »
Δώσαμε το δικαίωμα να λοιδορούν οι ξένοι κονδυλοφόροι το σύμβολο του πολιτισμού μας, τον Παρθενώνα, και να μας προτρέπουν να τον βγάλουμε στο σφυρί, για να μπορέσουμε να σωθούμε:
« Χώρα τρισκατάρατη, απ' τα ύψη
σε ποια βάθη, χώρα αμαρτωλή! »
Πριν φτάσουμε στην οικονομική χρεοκοπία, σαν έθνος είχαμε χρεοκοπήσει ιδεολογικά και ηθικά. Στην βουλή παρουσίαζαν το άσπρο μαύρο, κι αντίθετα. Μιλούσαν ξύλινη γλώσσα χρησιμοποιώντας γελοία επιχειρήματα. Είχαν ξεχάσει το πόθεν έσχες στις φορολογικές τους δηλώσεις και κρύβανε τις ατασθαλίες τους πίσω από το βουλευτικό άσυλο. Η παρανομία δεν ήταν χαρακτηριστικό μόνον των κομμάτων εξουσίας αλλά και των μικρών κομμάτων. Χρηματισμός των κομμάτων από τις πολυεθνικές και αδιαφάνεια στα έσοδα και έξοδά τους. Ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας σαν να ήσαν βακούφια του κυβερνώντος κόμματος. Οι νομοθετούντες ήσαν οι πρώτοι καταπατητές των νόμων. Ήρθαν σε συναλλαγές με ύποπτης ηθικής ανθρώπους των επιχειρήσεων, του τύπου, του χρηματιστηρίου και των τραπεζών. Κι εμείς βολευτήκαμε πίσω απ’ αυτούς- βίοι παράλληλοι- και φροντίσαμε να “κονομήσουμε” με κάθε τρόπο…
Δεν θα είχες, νέε, νέα, καθόλου άδικο αν εσύ ήσουν πίσω από τους στίχους:
« Κι' έκραζες βραχνά, - το κράξιμο σου
δεν μπορώ να τ' απολησμονήσω
κ' έκραζες: «Φωτιά! Να κάψω την Παράδεισο!»
κ' έκραζες: «Νερό! Την Κόλαση να σβύσω! »
Η γενιά του Πολυτεχνείου έκανε ολέθρια λάθη. Λάθη που θα πληρώσουν οι επόμενες γενιές σαν το προπατορικό αμάρτημα. Θα πληρώσουν για δικές μας αμαρτίες χωρίς να έχουν φταίξει. Μα, τούτη η γενιά είναι και η ελπίδα γιατί δεν είναι διαβρωμένη:
« Μεσ' στους γύρους των κύκλων τα πάντα
φεύγουν, έρχοντ' αλλάζουν, είν' ίδια
και μια μέρα θα φτάση
ραγισμού και σεισμού για τα πάντα
και, ω παιδιά μου, εσείς μόνο θα μένετε
ορθοί στύλοι, κρατώντας την πλάση! »
Αυτό που πρέπει να κάνει η γενιά μας είναι να δώσει την εντολή να γκρεμίσουν οι νιοί και οι νιές τον ψεύτικο κόσμο μας. Να ανασύρει από τα βιβλία το ποίημα: “Ο Γκρεμιστής”
« Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ' εγώ κι ο κτίστης,
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης•
του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης
και με το καριοφίλι μου και με τ' απελατίκι
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
Κάλλιο φυτρώστε, αγκριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, ποταμοί και κάλλιο ανοίχτε τάφοι,
και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε αίμα,
παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα.
Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ' αγρίμια
ξανάρχεται. Καλώς να ρθή. Γκρεμίζω την ασκήμια.
Είμ' ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το 'χει
το δείλιασμα κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε όχι
δεν του αποκρίνεται κανείς, και πάει κι όλο προσμένει
το λόγο που δεν έρχεται, και μια ντροπή το δένει
Μα τ ο τσεκούρι μοναχά στο χέρι όταν κρατήσω,
και το τσεκούρι μου ψυχή μ' ένα θυμό περίσσο.
Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό του δούλεψε τ' ατσάλι
και νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,
και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν' ανοίξω,
και μ' ένα Ναι να τιναχτώ, μ' ένα Όχι να βροντήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας όποιοι είστε
γκρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε! »
Θέλει και το γκρέμισμα θάρρος, θέλει νου και καρδιά! Μα αυτό που έχει σημασία είναι ο γκρεμιστής να γίνει αμέσως και κτίστης! Ό,τι εμείς παραλείψαμε να κάνουμε, να το κάνει η νέα γενιά.
Να ενεργήσει σαν τον Σίβα της Ινδουιστικής “Τριάδας” (*), τον καταστροφέα και δημιουργό.
Της ζητάμε συγνώμη γιατί οι άφρονες και κοντόθωροι της δώσαμε έναν κόσμο σαθρό και βρώμικο, που την σκλαβώσαμε στους ξένους τραπεζίτες γιατί κοιτάζαμε τη βολή μας και μας αποχαύνωσε ο καναπές, που δεν είχαμε το θάρρος να βάλουμε στήθος και γόνα να καταγγείλουμε τις ατασθαλίες, τις ρεμούλες, τις κλεψιές, που της στερήσαμε το δικαίωμα να κάνει όνειρα για το μέλλον γιατί την οδηγήσαμε ως πρόβατο επί σφαγή στο ΔΝΤ.
Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να σταθούμε πλάι της κι όταν δεχθεί πυρά από τις δυνάμεις της αντίδρασης, να βάλουμε το κορμί μας ασπίδα και να φάμε εμείς τις σφαίρες. Και οι δυο γενιές μαζί να πούμε:
« Κι αν πέσαμε σε πέσιμο πρωτάκουστο
και σε γκρεμό κατρακυλήσαμε
που πιο βαθύ καμμιά φυλή δεν είδε ως τώρα,
είναι γιατί με των καιρών το πλήρωμα
όμοια βαθύ έν' ανέβασμα μας μέλλεται
προς ύψη ουρανοφόρα. »
------------------------------------------------------------------------------------------------------- Οι ινδοϊστές έχουν τη Θεϊκή Τριάδα: Βράχμα-Βισνού-Σίβα. Βράχμα: Είναι ο Αυτοδημιούργητος Δημιουργός του Σύμπαντος, των Θεών, των δαιμόνων και όλων των πλασμάτων, με την δύναμη της σκέψης του. Ως Δημιουργός, ο Βράχμα είναι σκότος και φως μαζί.
Βισνού: Ο Προστάτης της Δημιουργίας, ο Βισνού, είναι η δεύτερη από τις 3 βασικές εκφράσεις του Υπέρτατου Πνεύματος της Δύναμης του Σύμπαντος. Αντιπροσωπεύει την Δύναμη του Υπέρτατου Πνεύματος, την γενναιοδωρία, την καλοσύνη και το έλεος.
Σίβα: Η τρίτη και σημαντικότερη έκφραση του Υπέρτατου Πνεύματος, είναι ο Σίβα ο Καταστροφέας... μα αυτό δεν σημαίνει κάτι αρνητικό. Αντίθετα, ο Σίβα αντιπροσωπεύει τον Αέναο Κύκλο και είναι αυτός που τον δημιουργεί: μετά την Δημιουργία, έρχεται η Καταστροφή... που όμως δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το βήμα πριν την Αναγέννηση. Έτσι, ο Σίβα αντιπροσωπεύει τόσο το τέλος όσο και την αρχή, καταστρέφοντας ώστε να δημιουργήσει ξανά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου