[[ δαμ-ων ]]
Ο Μύθος
Στο μεταξύ ο Πολυνείκης είχε πληροφορηθεί για το χρησμό, που η Πυθία από τους Δελφούς έδωσε για τη τύχη της Θήβας, πως δηλαδή στην αδελφοκτόνα διαμάχη θα επικρατούσε ‘κείνος που θα είχε με το μέρος του τον πατέρα του Οιδίποδα! Μεμιάς πήρε την απόφαση να πάει για να τον βρει και να τον πάρει μαζί του. Ο τυφλός πατέρας βρισκόταν εξόριστος στην Αθήνα. Για άλλους ήταν αυτοεξόριστος μετά τις φοβερές αποκαλύψεις για τον φόνο του πατέρα του Λάιου και τη αιμομιξία με την μητέρα του Ιοκάστη, ενώ άλλοι έλεγαν πως τον εξόρισαν οι πολίτες της Θήβας φοβούμενοι το μίασμα ή οι ίδιοι οι γιοι του. Έτσι πριν η στρατιά των Επτά φτάσει στη Θήβα, ο Πολυνείκης την άφησε να συνεχίσει την πορεία της κι εκείνος πήρε το δρόμο για την Αθήνα. Στο δρόμο σκεφτόταν πως αν κατάφερνε να πείσει τον γέροντα πατέρα να τον ακολουθήσει θα είχε την εγγύηση του Φοίβου για την επιτυχία της εκστρατείας, ενώ οι προφητείες του Αμφιάραου θα διαλύονταν σαν πομφόλυγες. Οι στρατιώτες τους θα αναθαρρούσαν και θα γινόντουσαν πιο αποφασιστικοί, ενώ οι αντίπαλοι θα δείλιαζαν μπροστά στην εκπλήρωση του χρησμού. Ο Ετεοκλής και οι υποστηριχτές του πιθανόν να έκαναν πίσω και τελικά να μην εναντιωνόντουσαν σε μια δύναμη που είχε την εύνοια του Απόλλωνα.
Κι ενώ αυτά σκεφτόταν καλπάζοντας με το αφρισμένο από το δρόμο άλογό του, πηγαίνοντας για την πόλη της Παλλάδας Αθηνάς, είχε κιόλας φτάσει ο κουνιάδος του Οιδίποδα Κρέοντας, σαν εκπρόσωπος του άλλου γιού, του Ετεοκλή, που με δόλο κατείχε το θρόνο της Θήβας. Μα λίγο πριν είχε έρθει και η τρυφερή Ισμήνη, φευγάτη κρυφά από το παλάτι της Θήβας, για να μηνύσει στον γέροντα πατέρα της όσα σχεδίαζαν στον βασιλικό οίκο. Του φανέρωσε πως τον ήθελαν πίσω στην πόλη, που με τόση φροντίδα, αγάπη και δικαιοσύνη βασίλεψε, όχι γιατί τον αγαπούσαν, για να τον αποκαταστήσουν και να τον τιμήσουν, αλλά μόνο και μόνο για να επαληθευτεί ο χρησμός. Σκόπευαν, μάλιστα, να τον κρατήσουν στα σύνορα της χώρας, χωρίς να αφήσουν να τον πλησιάσει κανένας απ’ αυτούς που ακόμη τον θυμόντουσαν με αγάπη και νοσταλγία, γιατί φοβόντουσαν το μίασμα, λόγω της πατροκτονίας και της αιμομιξίας.
Η συνέχεια >>> εδώ …
Σαν έμαθε τα δόλια σχέδια του κουνιάδου και του γιου του ο βασανισμένος γέροντας, φούντωσε από οργή και με έχθρα δέχθηκε τον Κρέοντα. Εφόσον ο γυναικάδελφος δεν κατόρθωσε να τον πείσει, χρησιμοποίησε βία, για να αναγκάσει τον Οιδίποδα να τον ακολουθήσει. Έπιασαν με τη κουστωδία του τις κόρες του γέροντα, την Αντιγόνη, που με περισσή αγάπη φρόντιζε τον ανήμπορο πατέρα, και την Ισμήνη, για να αναγκάσουν τον τυφλό γέροντα να γυρίσει στη Θήβα. Μα για καλή τους τύχη, άκουσε τη φασαρία ο Θησέας, που εμπόδισε τον Κρέοντα να γυρίσει τον Οιδίποδα με τη βία στη Θήβα.
Στο μεταξύ έφτασε κι ο Πολυνείκης στον ιερό χώρο των Ευμενίδων, στο ιερό άλσος του Κολωνού, όπου είχε βρει άσυλο ο Οιδίποδας και ζήτησε να δει τον πατέρα του. Χολωμένος ο γέροντας από το φέρσιμο του Κρέοντα, δεν ήθελε συνάντηση με άπονο γιο, που τον είχε παραμελήσει και προσβάλει. Ωστόσο, κάμφθηκε από τα παρακάλια της πολυαγαπημένης κόρης του Αντιγόνης, που με επιμονή του ζήτησε να τον ακούσει πρώτα και μετά να κρίνει. Μεταμελημένος ο διωγμένος γιος, ιστόρησε την αδικία από τον αδελφό του και τον παρακάλεσε να ενωθεί μαζί του για να πάρει το δίκιο του. Σε αντάλλαγμα θα τον αποκαθιστούσε στην πρώτη του δόξα και θα γινόταν στην υπόλοιπη ζωή το στήριγμα για τον τυφλό πατέρα. Ακούγοντας τα λόγια του γιου, ήρθαν οι θύμισες στο νου του Οιδίποδα για τη απονιά των γιων του, για τον εξαναγκασμό να πάρει τον κακοτράχαλο δρόμο της εξορίας, τυφλός και κατατρεγμένος, τον εμπαιγμό όσο ήταν στο παλάτι μετά την τύφλωσή του. Οργισμένος είπε στον Πολυνείκη πως κανένας από τους γιους δε θα είχε την υποστήριξή του. Πρόβλεψε πως ούτε αυτός που είχε την εξουσία θα την διατηρούσε, ούτε κι αυτός που κίνησε ενάντια στη πατρίδα του θα την κέρδιζε, γιατί ο ένας αδελφός θα έχυνε το αίμα του άλλου αδελφού. Βαριά κατάρα βγήκε από το στόμα του πατέρα, λέγοντας στον Πολυνείκη να μη σώσει να πάρει το θρόνο με εμφύλιο πόλεμο, μα και να μη γυρίσει πίσω στην οικογένειά του στο Άργος, αλλά να ποτίσει με το αίμα του την πόλη που πήγε καταλάβει, πέφτοντας από το σπαθί του αδελφού του.
Ψυχοπλακώθηκε ο Πολυνείκης από τα πικρόχολα λόγια του πατέρα και καβάλησε το άλογό του για να σμίξει με τη στρατιά. Του κάκου η Αντιγόνη, από φροντίδα κι αγάπη για τα αδέρφια της, τον ικέτεψε να γυρίσει με το στρατό στο Άργος, γιατί θα ήταν μάταιο κέρδος να καταστρέψει την αγαπημένη τους πατρίδα και να αφανίσει τους δικούς του ανθρώπους. Ήταν όμως αργά για τον πληγωμένο, από το φέρσιμο του αδελφού του, ανδρικό εγωισμό του Πολυνείκη.
Σαν πήραν οι θεοί τον Οιδίποδα κοντά τους, οι δυο αδελφές Αντιγόνη και Ισμήνη έτρεξαν στη Θήβα, μήπως μπορέσουν να αποτρέψουν την αλληλοσφαγή των αδελφών τους.
Η στρατιά αφού πέρασε τον Ισθμό, που ήταν κοντά στην Κόρινθο, προχώρησε, αφήνοντας πίσω της την Πελοπόννησο, στο δασωμένο πευκόφυτο Κιθαιρώνα, κι αφού πέρασε μέσα από τις κλεισούρες του έφτασε στον Ασωπό ποταμό, που κυλούσε τα καθάρια του νερά μέσα από ψηλόσωμες πυκνές ιτιές και πλατύφυλλες λεύκες, γονιμοποιώντας την εύφορη γη, που γεννούσε τα μεστά στάχυα στα σιτοχώραφα και τους άλλους καρπούς με τους οποίους τρέφονταν τόσο οι άνθρωποι όσο και τα ζωντανά, που ζεμένα στ’ αλέτρι και στις άμαξες τους βοηθούσαν στις αγροτικές δουλειές. Μετά προχώρησαν μέσα από τους χωματόλοφους με τ’ αμπέλια κι έφτασαν στη Θήβα την επτάπυλη. Έστησαν τα στρατόπεδά τους στα δύο ποτάμια της, για τις ανάγκες τους από νερό, που ήταν ο Ισμηνός στα βόρεια και η Δίρκη στα νότια. Οι μελλοντικοί Πελοποννήσιοι πολιορκητές θαύμασαν την θεία πόλη, που υψωνόταν μπροστά τους με τα πελώρια τείχη, τα οποία οι θεϊκοί Διόσκουροι Αμφίονας και Ζήθος έκτισαν με θαυμαστό τρόπο. Έβλεπαν τις πελώριες βαριές καστρόπορτες και τις πολεμίστρες, όπου αστραποβολούσαν τα χάλκινα κράνη των υπερασπιστών, που από μακριά φάνταζαν μικροσκοπικοί σαν ειδώλια. Μα και αυτοί, που έμελλε να είναι οι πολιορκημένοι, ψηλά από τα τείχη της Καδμείας, θαύμαζαν όλο αυτό το στρατό που απλωνόταν κάτωθέ τους. Ως τότε τα μάτια τους δεν είχαν αντικρίσει, μεγαλύτερη στρατιά, ούτε τόσο πολύ ιππικό. Τα άλογα χλιμίντριζαν ξεφυσώντας ανυπόμονα να ριχτούν στη μάχη, ενώ με τις οπλές των μπροστινών τους ποδαριών έσκαβαν το χώμα εκδηλώνοντας την αποφασιστικότητά τους. Οι πολεμιστές ετοίμαζαν τα όπλα τους κι ο κάμπος λαμποκοπούσε καθώς το φως του ήλιου καθρεφτιζόταν στις χάλκινες ασπίδες, που ήταν όρθιες, στηριγμένες στο χώμα, το διψασμένο για νεανικό αίμα.
Ο Καπανέας ήταν ο πιο έμπειρος από τους αρχηγούς στις πολιορκίες και στις τειχομαχίες, κι ανέλαβε να εξετάσει με κάθε προσοχή το τείχος σε όλες του τις λεπτομέρειες για να βρει τα ευάλωτα σημεία του. Το γύρισε περιμετρικά και με περισσή προσοχή παρατήρησε κάθε σημείο του. Διέκρινε πού είχε τις μεγαλύτερες αδυναμίες, γιατί και τα πιο περίτεχνα κι άφταστα τείχη, καμωμένα από ανθρώπινα χέρια, έχουν κάποια σημεία, που μπορείς να χτυπήσεις με περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας. Σαν όλα ετοιμάστηκαν για το μεγάλο γιουρούσι, οι πολέμαρχοι έκαναν σύναξη για να σχεδιάσουν τις λεπτομέρειες της επιχείρησης. Ύστερα, αφού έριξαν κλήρους, όρισαν ποια από τις επτά πύλες θα αναλάβει ο κάθε στρατηγός, ώστε με τα παλικάρια του να πάρει την ευθύνη της επιχείρησης για να την καταλάβει και να μπει στην πόλη. Αρχηγός όλης της στρατιάς ήταν ο Άδραστος. Πάνω στο άρμα του, περιδιάβαινε όλο το τείχος κι οδήγησε τα παλικάρια του σε μέρος που μπορούσε να ελέγχει όλα τα μέτωπα, έτοιμος να επέμβει, όπου ήταν περισσότερη ανάγκη, όπου πήρε θέση μάχης πάνοπλος, κρατώντας στο χέρι του τη βαριά ασπίδα του, το καύχημα του Άργους, με τις θαυμαστές αναπαραστάσεις, που έδειχναν τις εκατό έχιδνες και τους δράκοντες να κομματιάζουν τους εχθρούς του με τα δυνατά τους δόντια. Στον τρανοδύναμο Τυδέα έλαχε η Προιτίδα πύλη, προς την πλευρά που ήταν το ποτάμι Ισμηνός. Η πύλη πήρε το όνομα από τον Προίτο, έναν από τους γεννάρχες των Αιολέων. Εκεί πήρε θέση ο Τυδέας, που όσο μπόϊ του ‘λειπε τόση δύναμη και μάνητα είχε, διψασμένος για αίμα δίνοντας εντολές στους άνδρες του σαν λυσσασμένος δράκοντας. Στο χαλκοφτιαγμένο κράνος του ανέμιζαν τρία λοφία, ενώ στην ασπίδα του ήταν χαραγμένος ο ουρανός κατάφλογος με τ’ αστέρια του και καταμεσής, σαν κορώνα, το μάτι της νύχτας, το ολόγιομο φεγγάρι. Χάλκινα κουδούνια βρόνταγαν κάτω από την ασπίδα του σκορπώντας τον τρόμο κι αυτός έτρεχε ολούθε σαν ακράτητο άτι, που η ορμή του αφροκοπάει στα γκέμια γρικώντας το βουητό της πολεμικής σάλπιγκας.
Ο γιγαντόκορμος Καπανέας παρατάχτηκε στις Ηλεκτρίδες πύλες, που’ χαν πάρει το όνομά τους από την Ηλέκτρα, την πρώτη σύζυγο ή την αδελφή του γενάρχη της πόλης, του Κάδμου. Με περισσή έπαρση καυχιόταν πως θα κουρσέψει την πόλη, είτε το θέλει ο θεός είτε δεν το θέλει. Βροντοφώναζε, πως μήτε ο Δίας μπορούσε να τον εμποδίσει, κραδαίνοντας την πελώρια ασπίδα του, που ‘χε σκαλισμένο γυμνό άντρα βαστώντας διάφλογο πυρσό έτοιμο να πυρπολήσει την άτυχη πόλη και χαραγμένα με χρυσά γράμματα την απειλή « θα κατακάψω την πόλη».
Από το ανάστροφο κράνος με τους κλήρους έλαχαν οι Νήιστες πύλες στον Ετέοκλο. Με το περήφανο άλογό του, που ζητούσε να ορμήσει ολόισα στις καστρόπορτες, κυκλογύριζε στους ιππείς του δίνοντας τις εντολές του. Ο ήλιος έκανε, θαμπώνοντας τους αντίπαλους Θηβαίους που ‘βλεπαν από ψηλά από τις πολεμίστρες τους, να γυαλίζουν οι θώρακες των καβαλάρηδων και τα ιδρωμένα σώματα των αλόγων, που τα κούφια χαλινάρια τους σφύριζαν σαν φλογέρες με φοβερούς αχούς, καθώς η πυρωμένη ανάσα τους ξέσπαγε σ’ αυτά. Ο αρχηγός κράταγε χαλκόφτιαχτη ασπίδα, που τρανό σημάδι της είχε έναν φοβερό καστροκουρσευτή, που με σκάλα πάνω στου εχθρού τον πύργο σκαρφάλωνε για να τον κουρσέψει. Τα λόγια του πολεμιστή ήσαν χαραγμένα πάνω στην ασπίδα « μήτε ο Άρης μπορεί να με απωθήσει από τα τείχη».
Ο γίγαντας στο μπόι και τη θωριά Ιππομέδοντας χουγιάζοντας κύκλωσε την πύλη της Όγκας Αθηνάς, που ήταν κοντά στο ναό της θεάς. Βρισκόταν στη νοτιοδυτική πλευρά του τείχους, κοντά στο πάνω ρεύμα της Δίρκης. Μερικοί λένε πως ήταν η Ωγυγία. Που είχε πάρει το όνομά της από τον Ώγυγο, τον γενάρχη των Βοιωτών. Στριφογύριζε ο Ιππομέδοντας την τρανή σαν αλώνι ασπίδα του, σκορπώντας τον τρόμο στους εχθρούς. Επιδέξιος τεχνίτης είχε χαράξει πάνω της τον Τυφώνα να ξερνάει κορμοφάγες φλόγες και μαύρο αποπνικτικό καπνό από το φλογοβόλο του στόμα. Αλάλαζε με πολεμόχαρη μανία, έτοιμος να ορμήσει σαν μαινάδα προκαλώντας φόβο μόνο με την άγρια ματιά του.
Στον Αρκαδινό Παρθενοπαίο έλαχε η Βορραία πύλη. Ήταν η βορινή πύλη , προς τη μεριά του Αμφείου, του λόφου που στα χωμάτινα σπλάχνα του φιλοξενούσε τα σώματα των Θηβαίων Διογέννητων Αμφίονα και Ζήθου, των παιδιών της πανωραίας Αντιόπης, που ‘χαν χτίσει και τειχίσει τη Θήβα. Αν κι ήταν στην αυγή της νιότης του με το σγουρόμαλλο γένι του να ανθίζει στα τρυφερά του μάγουλα, η καρδιά του ήταν σκληρή σαν το ατσάλι των όπλων του και το τρυφερό του όνομα δεν ταίριαζε με το γιομάτο φονικές λάμψεις βλέμμα του. Αποφασισμένος να σκορπίσει το θάνατο έδινε τις διαταγές στους αξιωματικούς του κι ορμήνευε πώς να κάνουν το γιουρούσι. Στο ένα χέρι κρατούσε το δόρυ του και στο άλλο τη χαλκοδουλεμένη ασπίδα, του κορμιού του τη στρογγυλή σκέπη, που σφυρήλατη εικόνα είχε την ανθρωποφάγο Σφίγγα να κρατάει στα σουβλερά της νύχια ένα δύστυχο Θηβαίο ξέπνοο πολεμιστή.
Στον συνετό Αμφιάραο ο κλήρος έδωσε την Ομολωίδα πύλη, που την ονόμασαν έτσι οι Θηβαίοι από το βουνό Ομόλη της Θεσσαλίας, απ’ όπου ξεκίνησαν οι μακρινοί πρόγονοί τους, αυτοί που έζησαν σκόρπιοι εδώ πριν έρθει ο Κάδμος, ή όπως άλλοι έλεγαν γιατί ήταν αφιερωμένη στον Δία, που τον λάτρευαν με το επίθετο Ομολώιος. Εκεί βαριόθυμος ο γενναίος και σοφός μάντης παρέταξε τους άντρες του. Στη σύναξη των πολέμαρχων λόγια πικρόχολα είχε πει στον Πολυνείκη : « Θαρρείς πως αρέσει τάχα στους θεούς μια πράξη σαν τη δική σου, κι είναι ωραίο να την ιστορεί κανείς κατόπι στους απογόνους σου, πως ήρθες να κουρσέψεις την πατρίδα και τους θεούς της γης σου, φέρνοντας στρατό ξένο; Των μανάδων που θα θρηνούν τα βλαστάρια τους τα αδικοχαμένα, ποιά τιμωρία θα δώσει παρηγοριά; Και πως προσμένεις μετά να γίνει σύμμαχός σου ο πατρογονικός τόπος, που εσύ αφάνισες με το κοντάρι σου; Αυτό το χώμα θα πλουτίσω εγώ ο μάντης, κάνοντας το κορμί μου λίπασμα στη χώρα των εχθρών. Εμπρός, ας πάμε να πολεμήσουμε. Πιστεύω πως δεν θα έχω θάνατο ντροπιασμένο!» Αναθυμώντας τα λόγια του και με την εικόνα στα βάθη του μυαλού του των αγαπημένων του παιδιών, που άφησε στο Άργος, για να έρθει σε ξένη γη ν’ αφήσει τα κόκαλά του, έδωσε συμβουλές στους στρατιώτες του να πολεμήσουν μ’ αντρειωσύνη μα και σύνεση. Στο χέρι του κρατούσε γυαλιστερή ασπίδα, χωρίς κανένα σημάδι, γιατί με ανόητα σχέδια δεν ήθελε να ξεχωρίζει, παρά να είναι ο ίδιος ξέχωρος με τις βαθύγνωμες βουλές, που βλάσταναν από το νου του. Το καθαρό κι αστραποβόλο πρόσωπό του με τις θείες σκέψεις έλεγε πολύ περισσότερα από οποιοδήποτε έμβολο.
Τέλος ο Πολυνείκης ανέλαβε την Εβδόμη πύλη, που είχε πάρει το όνομά της από τον Απόλλωνα, τον οποίο τιμούσαν με το επίθετο εβδομαγέτης. Κάποιοι την έλεγαν και Υψίστη πύλη. Εκεί παρέταξε τους αρματωμένους στρατιώτες του ξεστομίζοντας κατάρες ενάντια στον αδελφό του, που τον εξόρισε, και φοβέρες πως θα γυρίσει τροπαιοφόρος στην πατρίδα κι αφού ανέβει στους ψηλούς της πύργους τραγουδώντας νικητήριο παιάνα, σε αγώνα θα καλέσει τον αδελφό του, που τον αδίκησε. Κι από την φοβερή μάχη, αν έβγαινε νικητής, με το ίδιο νόμισμα θα ξεπλήρωνε τον Ετεοκλή, στέλνοντάς τον κι αυτόν να δοκιμάσει τους πικρούς καρπούς της εξορίας, ή πλάι του θα ‘πεφτε νεκρός, αφού πρώτα το σπαθί του έμπηγε στο άκαρδο στήθος του αδελφού του. Με προσευχές καλούσε τους γενέθλιους θεούς της πατρικής χώρας να σταθούν βοηθοί κι επόπτες στη μεγάλη αναμέτρηση. Στο ‘να χέρι κρατούσε το βαρύ του δόρυ ενώ στο άλλο την καινούργια στρογγυλή ασπίδα του, που ξακουστός τεχνίτης είχε σφυρηλατήσει με περισσή τέχνη, σκαλίζοντας συμβολική εικόνα. Μπροστά έβλεπες να πηγαίνει σεβάσμια γυναίκα, η Δίκη, και πίσω ακολουθούσε μαλαματένιος πολεμιστής, που ήταν ο διωγμένος Πολυνείκης. Από κάτω ήταν χαραγμένα τα λόγια πού ‘λεγε η θεά : « Πίσω θα φέρω και θα αποκαταστήσω αυτό τον άντρα στο πατρικό παλάτι και την πόλη του».
Β΄. Σχόλια
● Έχουμε αναφέρει ότι ο Οιδίποδας είναι ο τιμημένος βασιλιάς της Θήβας που στην ακμή της ηλικίας του σκοτώθηκε για την πατρίδα του. Η εκδοχή που αναφέρθηκε παραπάνω σχετικά με τις συναντήσεις της Ισμήνης, του Κρέοντα, του Πολυνείκη και του Θησέα, δηλαδή η χρονική και χωρική προσαρμογή αυτών των προσώπων είναι ουσιαστικά επινοήσεις των τραγικών ποιητών για να δώσουν τον μύθο τους, τις σκηνοθετικές ανάγκες και την ηθική διδαχή.
Παρατηρείται μια έντονη προσπάθεια των Θηβαίων, Αργείων και Αθηναίων να οικειοποιηθούν τον Οιδίποδα. Μια μαγική δύναμη συνδέεται με το πρόσωπό του. Η προστατευτική του δύναμη κάνει τους Αθηναίους να παρουσιάζουν την εκδοχή ότι το σώμα του αναπαύεται στην Αττική γη.
● Στο μύθο της εκστρατείας των επτά έχουμε την προσαρμογή του αριθμού των πολιορκητών στρατηγών με τις πύλες της πόλης ή το αντίστροφο του αριθμού των πυλών της πόλης με τον αριθμό των στρατηγών. Ο αριθμός “επτά” είχε ιδιαίτερη, και μάλιστα ιερή, σημασία για τους αρχαίους Έλληνες. Η ιερότητα του αριθμού προσδίδει και ιερότητα στην πόλη της Θήβας, αναδεικνύοντας την σπουδαιότητα της πόλης.
Πιθανόν τείχιση της Καδμείας να μην ήταν απ’ αυτήν της Τίρυνθας και των Μυκηνών που είχαν μια κύρια πύλη και δύο δευτερεύουσες. Ο Παυσανίας στον 2ο μ.Χ. αιώνα αναφέρει ότι είδε τις επτά πύλες, αλλά περιγράφει μόνον τρεις.
Ο Ευριπίδης στις “Φοίνισσες” σκηνοθετικά χρησιμοποιεί τον Ετεοκλή να τοποθετεί από δύο αρχηγούς σε κάθε πύλη, γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως από τους επτά στρατηγούς ο Άδραστος είχε το γενικό πρόσταγμα και οι άλλοι έξι στρατηγοί παρατάχθηκαν απέναντι στις τρεις πύλες, ανά δύο σε καθεμιά. Οι Αισχύλος και Ευριπίδης δεν συμφωνούν ούτε στις ονομασίες των πυλών, ούτε στους πολιορκητές στρατηγούς για την καθεμιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου