Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Αγάπη, που δεν είναι αγάπη…

[[ δαμ- ων ]]

Υπάρχουν φορές που η αγάπη για τους δικούς μας ανθρώπους- ή γι’ αυτούς που έχουν κερδίσει την καρδιά μας- γίνεται βρόχος, έτοιμος να τους πνίξει. Και κάποιες φορές τους πνίγει. Γιατί η αγάπη μας γίνεται δυναστική. Τους αφαιρεί την ελευθερία. Τους πνίγει. Κι άλλοτε γίνεται παράνοια που φτάνει στον φόνο. Αυτό, όμως, λέγεται αγάπη; Τι είδους αγάπη είναι αυτή που σκοτώνει τα συναισθήματά και γίνεται τρέλα, ή ακόμη χειρότερα, αυτή που φτάνει στο σημείο να αφαιρέσει τη ζωή;
Σκίασε την ιερότητα των ημερών της μεγάλης βδομάδας η είδηση του ερωτικού δράματος της Σαλαμίνας όπου ο 35χρονος λιμενικός σκότωσε την 45χρονη οδοντοτεχνίτρια ερωμένη του και μετά αυτοκτόνησε. Ήσαν και οι δύο παντρεμένοι και μια φιλία συνέδεε τις δύο οικογένειες. Αυτό δεν τους εμπόδισε να δημιουργήσουν έναν παράνομο και συνάμα παράλογο δεσμό. Το αποτέλεσμα της αγάπης τους: οι δύο ερωτευμένοι βρέθηκαν στον τάφο και τα δύο παιδιά της δολοφονημένης γυναίκας έμειναν ορφανά, ενώ το παιδί που κυοφορούσε στην κοιλιά της η γυναίκα του αυτόχειρα νέου δεν θα γνωρίσει ποτέ τον πατέρα του. Επίσης πολύς πόνος στους οικείους και τους φίλους τους.
Η αγάπη που προκαλεί πόνο δεν είναι αγάπη. Η αγάπη μόνο χαρά πρέπει να φέρνει. Χαρά κι ευτυχία! Στην αρχαία Αίγυπτο υπήρχε η πίστη πως όταν πέθαιναν ο θεός Όσιρις θα τους έκανε δύο ερωτήσεις. Από τις απαντήσεις τους θα κρινόταν αν θα συνέχιζαν το ταξίδι τους στη μεταθανάτια ζωή. Η πρώτη ερώτηση ήταν : «Πρόσφερες χαρά ;». Κι η δεύτερη «Βρήκες χαρά ;» Από τη χαρά που πρόσφεραν, αλλά και που βρήκαν, θα καθοριζόταν η ασώματη ζωή της ψυχής. Γι’ αυτό η προσφορά της χαράς μέσα από την αγάπη γινόταν το ιερό καθήκον στην επίγεια ζωή κι ο μοναδικός δρόμος προς την αιώνια ευτυχία.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Το Σύμπαν λειτουργεί σαν ένας τεράστιος καθρέφτης. Ό,τι του δώσουμε θα μας επιστρέψει. Έτσι αν δώσουμε αγάπη, θα πάρουμε αγάπη. Δεν μπορεί κάποιος να σπείρει στον κήπο του σινάπια και να πάρει μήλα. Αν σπείρει σπόρο σιναπιού θα πάρει βλαστάρια από σινάπι. Επομένως αν δώσουμε αγάπη προς τους συνανθρώπους μας θα εισπράξουμε- κατά κανόνα- αγάπη. Αντίθετα αν μισούμε, θα λάβουμε μίσος. Και την αγάπη μπορούμε να την δώσουμε χωρίς τσιγκουνιά, γιατί την έχουμε μέσα μας. Είμαστε, αν θέλουμε, μια αστείρευτη πηγή αγάπης. Απλά ας σκεφτούμε ότι πλαστήκαμε «κατ’ εικόνα Θεού» κι ότι «ο Θεός αγάπη εστί». Έτσι μέσα μας είναι η πηγή κι εμείς μάταια την ψάχνουμε έξω!
Για την ανάλυσή μας θα χρησιμοποιήσουμε την ιστορία του Ευγένιου Τριβιζά με τίτλο “Ο ταξιδιώτης και η μαργαρίτα” :
[[ Μεσάνυχτα. Στον ουρανό τον ήσυχο, το βαθυσκότεινο, θαμποσβήνουν δειλά, αχνόφωτα τα αστέρια σ’ άπειρους μαγευτικούς συνδυασμούς, αμέτρητες εξωτικές, παραμυθένιοες ζωγραφιές. Αστέρια πολλά. Μυριάδες αστέρια. Φαναράκια χρυσαφιά, που, με τις τοσοδούλικες τους λάμψεις, ζωγραφίζουν στα μενεξεδένια βελούδα γαλέρες, γιρλάντες, άτια και κάστρα και θεριά παράξενα.
Εκεί ψηλά, στων αστεριών τον κόσμο που η χλωμόχρυση σελήνη βασιλεύει, πλανιόταν κάποτε συντροφικά τρία άστρα μικρά, αδέλφια αγαπημένα. Το πρώτο το ‘λεγαν Αυγερινό, τα’ άλλο Αστραφτερή και το τρίτο το τελευταίο, που ‘χε την πιο γλυκόθωρη λάμψη απ’ όλα τ’ άλλα αστέρια που το στερέωμα στολίζουν, το ‘λεγαν «Καμάρι τ’ Ουρανού».
Ανέμελα έπαιζαν κρυφτό στα πουπουλένια νέφη, κυνηγητό με τις φεγγαραχτίδες, που γλιστρούσαν γοργά, γνέφανε γελαστά, χάνονταν και ξέφευγαν στ’ απλόχωρα ουράνια χαρωπές.
Ώσπου κουράστηκε κάποια νυχτιά το Καμάρι τ’ Ουρανού με τ’ αδέλφια του αντάμα. Απόκαμε να παίξει. Βαρέθηκε να θαυμάζει το φεγγάρι εκστατικά. Πεθύμησε σ’ άλλους κόσμους, κόσμους πρωτόγνωρους, αλαργινούς, να ταξιδέψει. Δεν το χώραγε ο ουρανός, άχαρος και πληχτικός του φαινότανε ο γαλαξίας.
- Μη φεύγεις! παρακάλεσε η Αστραφτερή.
- Μη μας αφήνεις! κλάφτηκε ο Αυγερινός.
Μα το ‘χε πάρει απόφαση το Καμάρι τ’ Ουρανού. Υπόσχεση τους έδωσε πως θα γυρνούσε σίγουρα, προτού η ροδόλουστη αυγούλα ξεπροβάλει, και, μ’ ένα σάλτο ανάλαφρο, αποχαιρέτησε τους συντρόφους του και τις ουράνιες στράτες.
Άρχισε να γλιστρά γοργά στο διάφανο διάστημα, νιώθοντας έναν ίλιγγο μεθυστικό, ίλιγγο που τ’ ανατρίχιαζε, του έκοβε την ανάσα.
Ένα τράνταγμα, μια μαρμαρυγή, κι έπεσε το Καμάρι τ’ Ουρανού στη Γή!
Όταν συνήλθε απ’ την παραζάλη, έφερε το βλέμμα γύρωθε του. Είχε βυθιστεί σ’ ένα λιβάδι άγνωστο και σκοτεινό, κι η αχνή του ανάσα φανέρωνε μια ύπαρξη μαγευτική, εκεί κοντά του. Πλάι του ακριβώς, στην άκρη μίσχου λεπτού, φύτρωνε ένας ήλιος τοσοδούλης, στεφανωμένος πάλλευκες αχτίδες.
- Ποιος είσαι; μίλησε η μαργαρίτα πρώτη.
- Ένας ταξιδιώτης από το γαλαξία. Εσύ;
- Λουλούδι. Δεν έχεις ξαναδεί;
- Όχι. Από πού έπεσες εδώ;
- Δεν έπεσα. Εδώ έτυχε ν’ αναστηθώ, εδώ, σ’ ένα λιβάδι μυστικό, να ρουφώ από τη γή πικρούς χυμούς και να προσμένω…
Δε χόρταινε να την κοιτά, να θαυμάζει το φλουράτο κεφαλάκι με τα χαριτωμένα πέταλα, τον ντελικάτο μίσχο της τον τρυφερό.
Απόμειναν για λίγο σιωπηλοί. Μόνο τ’ αργοθρόισμα ακουγόταν.
Ύστερα, σιγανή άκουσε τη φωνή της:
-Έψαχνες να με βρείς;
-Έτσι θαρρώ!
Είχε σκύψει πλάι του. Πολύ κοντά του. Ένιωσε το άρωμα της. Ένα της πέταλο άγγιξε μια χρυσαφιά του ακτίδα. Ρίγησαν. Μια άλικη σπίθα έλαμψε ανάμεσα τους, κι η ψυχή του ξενιτεμένου αστεριού πλημμύρισε λατρεία τρυφερή για την μαργαρίτα την χλωμή, που ‘γερνε πλάι του σιγοτρέμοντας, απ’ τη φεγγοβολιά του θαμπωμένη.
Κι εκείνη η κρυσταλλένια νύχτα ήταν μεγάλη, ατέλειωτη, μ’ ώρες μεθυστικές, αμέτρητες, στιγμές μαγευτικές, ολόδικες τους. Το βαθυσκότεινο λιβάδι κοιμόταν απέραντο, ανασαλεύοντας νωχελικά στη μυρωμένη αύρα.
Ξάφνου, μια σκιά πέρασε σαν αστραπή απ’ το λιβάδι, και προτού καλά καλά φανεί, την κατάπιε πάλι το σκοτάδι. Το αστέρι ένιωσε μια σαΐτα να κεντά τ’ ασημένια του τα φυλλοκάρδια, και την ίδια τη στιγμή ζήλια μαρτυρική στην ψυχή του να φουντώνει!
Όσο ένιωθε την καλή του αγγελικά να το θωρεί, αμφιβολία βασανιστική το τυραννούσε, ζήλια για κάθε χορτάρι του απέραντου αγρού, για κάθε κρυφή της μαργαρίτας σκέψη… Βαθιά την αγαπούσε. Κι εκείνη το ίδιο άραγε; Αν καμωνόταν; Αν κάποιο άλλο αστέρι πρόσμενε; Αν πεταλούδες πλουμιστές ονειρευόταν; Αν ταξίδευε κι αυτή στα όνειρά της; Πως θα σιγουρευόταν; Πως θα μάθαινε τα μυστικά της; Πως;
Τέτοια συλλογιζόταν, όταν τράβηξε με δύναμη ένα πέταλο χιονάτο.
- Μ’ αγαπά, μουρμούρισε όπως τ’ άφηνε να πέσει.
Έπειτα, δισταχτικά τράβηξε ακόμα ένα.
- Δεν μ’ αγαπά, ψέλλισε βραχνά.
- Μη! στέναξε η μαργαρίτα τρέμοντας από πόνο γλυκό, παράπονο, απορία.
Μα μες στη μέθη του τα’ αστέρι, πως θα μάθαινε, όπου να ‘ναι την αλήθεια, δεν έδωσε στο μαρτύριο της σημασία.
- Μ’ αγαπά: γέλαγε τρισευτυχισμένο.
- Δε μ’ αγαπά! θρηνούσε σκυθρωπό.
Κι ασυλλόγιστα μαδούσε ολοένα τα πέταλα της τα χιονάτα, ένα ένα.
- Γιατί; ψιθύριζε τ’ άδολο ανθάκι λαβωμένο.
Μα τ’ αστέρι δεν την άκουγε, στον οίστρο του παραδομένο.
- Μ’ αγαπά!
- Δε μ’ αγαπά!
Πονούσε η μαργαρίτα. Πονούσε πολύ. Με κάθε πέταλο απαλό έφευγε και μια πνοή. Ώσπου τράβηξε το στερνό της πέταλο τ’ αστέρι.
- Μ’ αγαπά! φώναξε χαρούμενο.
Κι ο αντίλαλος του γύρισε θλιμμένος πίσω.
Σταμάτησε, σκέφτηκε. Είδε την μαργαρίτα να σκιρτά όλο παράπονο, να ξεψυχά εκεί, στης λάμψης του την αχνόφωτη αγκαλιά. Έγειρε αργά αργά, άγγιξε τη χλόη. Της αύρας η πνοή πήρε τα πέταλα, τα σκόρπισε τριγύρω.
Ύστερα, τίποτ’ άλλο πια. Μόνο σκοτάδι. Κι ολόγυρα, σκούρα, πυκνά χορτάρια απειλητικά.
Τότε μόνο ένιωσε τι της είχε κάνει. Τρεμόπαιξε για μια στιγμή, στέναξε κι έπαψε ν’ ανασαίνει χρυσαφένιο φως.
Άδικα πρόσμενε ο Αυγερινός. Άδικα τ’ αναζητούσε η Αστραφτερή.. γιατί δε γύρισε το Καμάρι τ’ Ουρανού, όπως είχε υποσχεθεί;
Την άλλη μέρα, όταν ροδόλουστη η αυγή απ’ της ανατολής τ’ ασημογάλαζα ξεπρόβαλε τα τούλια, σ’ απλόχωρο λιβάδι λιόχαδο, πνιγμένα μες στη δροσερή του αγκάλη, βρήκε μια μαδημένη μαργαρίτα κι ένα σβησμένο αστέρι βυθισμένα…]]
Το “Καμάρι τ’ Ουρανού” αγάπησε τη μαργαρίτα. Μα η αγάπη του ήταν μέσα στην αμφιβολία. Αμφιβολία και ζήλια. Ο θανατηφόρος συνδυασμός. Όποτε στην αγάπη εμφιλοχωρεί η αμφιβολία, παύει να είναι αγάπη. Γίνεται αρρώστια της ψυχής. Το αστέρι αμφέβαλε για την αγάπη της μαργαρίτας του. Γι’ αυτό ήθελε επιβεβαίωση. Και μάλιστα θυσιαστική. Άρχισε, λοιπόν, να την μαδάει. Κάθε πέταλο κι ένα ερώτημα. Το ένα θετικό, το άλλο αρνητικό. Κι έφτασε στην επιβεβαίωση. Το αγαπούσε! Μόνο που η επιβεβαίωση έγινε η αιτία του θανάτου της αγαπημένης του. Αγάπη, λοιπόν, που οδήγησε στο θάνατο. Πόσες φορές, όταν αφήνουμε να μας φάει τα σωθικά η ζήλια κι η αμφιβολία, η αγάπη μας μαραίνεται και πεθαίνει; Γιατί κι αν αποφύγουμε τον σωματικό θάνατο, πεθαίνει αυτό το υπέροχο συναίσθημα. Το έχει κάνει διάτρητο το σαράκι της αμφιβολίας. Το έχει φάει το σκουλήκι της ζήλιας. Σαν δίκοπο μαχαίρι τεμαχίζει την αγάπη και την διαλύει. Κι έτσι καταλήγουμε να κάνουμε πράξη τους στίχους του τραγουδιού:
«Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι
κάποτε μου ‘δινες, μόνο τη χαρά
μα τώρα πνίγεις τη χαρά στο δάκρυ
δε βρίσκω άκρη, δε βρίσκω γιατρειά.»
Για να μην αφήσουμε χώρο, όπου θα φυτρώσουν τα ζιζάνια της ζήλιας και της αμφιβολίας, ο Λιβανέζος ποιητής και διανοούμενος Χαλίλ Γκιμπράν γράφει:
«Αφήστε όμως να υπάρχουν αποστάσεις στην ένωσή σας. Κι αφήστε τους ανέμους του ουρανού να χορεύουν ανάμεσα σας. Αγαπάτε ο ένας τον άλλο , αλλά μην κάνετε δεσμά από την αγάπη: Αφήστε την αγάπη να είναι σα μια κινούμενη θάλασσα ανάμεσα στις ακτές των ψυχών σας.
Να στέκεστε μαζί ,κι ωστόσο όχι πολύ κοντά: Γιατί οι κολόνες του Ναού στέκονται χώρια ,και η βελανιδιά και το κυπαρίσσι δε φυτρώνουν το ένα στη σκιά του άλλου.»
Όταν αγαπάς δεν γίνεσαι μέγγενη, που σφίγγεις τον σύντροφό σου για να τον συνθλίψεις. Του αφήνεις χώρο να κινηθεί. Δεν περιορίζεις την ελευθερία του. Αντίθετα αναγνωρίζεις την ελευθερία του άλλου και τον ενθαρρύνεις να την διατηρήσει. Και είσαι διακριτικός με τη ζωή του όταν δεν βρίσκεσαι πλάι σου. Προ πάντων, όμως, δεν αφήνεις να πέσει η σκιά των αμφιβολιών, που θα κάνει να χαθεί ο ήλιος της φωτεινής παρουσίας της ευτυχίας, την οποία νιώθεις λόγω της αγάπης σου. Την ευτυχία την προσφέρεις χωρίς φειδώ, χωρίς περιορισμούς. Και θα νιώσεις να επιστρέφει πολλαπλασιασμένη σ’ εσένα. Για την επιστροφή της ευτυχίας ο Λιούις Μαν έχει πει : «Η ευτυχία είναι ένα άρωμα. Δεν μπορείς ν’ αλείψεις μ’ αυτό τους άλλους, χωρίς να πάρεις κι εσύ μερικές σταγόνες».
Αφήνοντας τις αμφιβολίες να φωλιάσουν μέσα μας, σκοτώνουμε την αγάπη. Ο αξέχαστος Αντώνης Βαρδής τραγουδούσε:
«Αμφιβολίες την αγάπη μας σκοτώνουν
αμφιβολίες μας πληγώνουν ξαφνικά
μέρα και νύχτα μας βασανίζουν
αμφιβολίες μας χωρίζουν τελικά.»
Η αγάπη, για να είναι πραγματική πρέπει να χαρακτηρίζεται από ωριμότητα. Η επιπόλαια αγάπη ακολουθεί την αρχή: «αγαπώ επειδή με αγαπούν». Η ώριμη αγάπη, αντίθετα ακολουθεί την αρχή «με αγαπούν επειδή αγαπώ». Η ανώριμη αγάπη λέει: «σ’ αγαπώ επειδή σε χρειάζομαι». Η ώριμη αγάπη λέει: «Σε χρειάζομαι επειδή σ’ αγαπώ». Μπροστά στην αγάπη εξαφανίζεται το «εγώ» κι εμφανίζεται το «εμείς». Όπου υπάρχει το «εγώ» δεν μπορεί να υπάρξει αγάπη. Την εκτοπίζει, της αφαιρεί το έδαφος, όπου πρέπει να ριζώσει. Το «εγώ» είναι η απουσία της αγάπης. Όσο περισσότερο «εγώ» υπάρχει μέσα μας, τόσο περισσότερο χάνεται η πιθανότητα να γεννηθεί πραγματική κι άδολη αγάπη. Κι όταν το «εγώ» μας έχει καταλάβει το “είναι μας”, τότε η αγάπη είναι σαν τον σπόρο που πέφτει σε πετρώδες έδαφος. Και να φυτρώσει για λίγο, μαραίνεται και πεθαίνει.
Ο Osho έχει πει: «Μόνο δυο φωνές είναι δυνατόν να υπάρχουν μέσα σου – μα δεν υπάρχει καμία φωνή της αγάπης μέσα στον άνθρωπο που είναι γεμάτος από τη φωνή του εγώ. Και δεν υπάρχει καμία φωνή του εγώ μέσα στον άνθρωπο που είναι γεμάτος από την φωνή της αγάπης. Αυτά τα δύο δεν μπορούν ποτέ να βρεθούν μαζί. Είναι ανέφικτο! Είναι ανέφικτο, όπως είναι ανέφικτο να υπάρχουν μαζί, το φως και το σκοτάδι.»
Θα μπορούσαμε να πούμε πως η αγάπη και ο εγωισμός μοιάζουν με τον ήλιο και το φεγγάρι. Όταν ανατέλλει το ένα, δύει το άλλο.
Στον κήπο της καρδιάς μας αν ξεριζώσουμε ή αν καταφέρουμε να κλαδέψουμε σημαντικά το «εγώ», η αγάπη μπορεί να φυτρώσει και να θεριέψει. Οι δύο «έσονται εις σάρκαν μίαν», χωρίς να κάνουν δεσμά, ο ένας για τον άλλον. Σέβονται την προσωπικότητα του συντρόφου κι εξαφανίζουν τον εγωισμό. Η σχέση διέπεται από ειλικρίνεια. Δεν χωρούν ψέματα και μπαγαποντιές. Κυρίως, όμως, είμαστε γενναιόδωροι προς το πρόσωπο, που έκανε την καρδιά μας να σκιρτήσει. Ποτέ δεν το φέρνουμε στο σημείο να νιώθει έλλειμμα αγάπης και να ψιθυρίζει το τραγούδι:
«Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω
κι ως την άλλη μου ζωή θα σε λατρεύω.»
Ας χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα των μαθηματικών: Ο άνθρωπος είναι σαν το αριθμητικό κλάσμα, όπου αριθμητής είναι ο αληθινός εαυτός του και παρανομαστής η εικόνα που έχει για τον εαυτό του. Όσο μεγαλώνει ο παρανομαστής, τόσο μικραίνει η αξία του κλάσματος. Κι όσο ο παρανομαστής τείνει προς το άπειρο, τόσο το κλάσμα τείνει προς το μηδέν. Αν έχουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας- μας δημιουργηθεί δηλαδή αυτή η ψευδαίσθηση- τότε σχηματίζεται η απατηλή εικόνα του «εγώ», με το οποίο ταυτιζόμαστε και γινόμαστε εγωιστές. Έτσι χάνουμε την επαφή με τον αληθινό μας εαυτό και ταυτιζόμαστε με την απατηλή εικόνα μας. Η αγάπη μπορεί να συνυπάρξει μόνο με τον αληθινό εαυτό, ενώ μπροστά στην απατηλή εικόνα εξαφανίζεται. Κι αν νομίζουμε τότε ότι αγαπούμε, απλά είναι μια αυταπάτη. Γίνεται αγάπη δυναστική. Αγάπη που οδηγεί σε καταστροφή, όπως του 35άρη λιμενικού από τη Σαλαμίνα. Όμως, μια τέτοια αγάπη, δεν είναι αγάπη. Είναι ψυχοφθόρο πάθος.
Η πραγματική αγάπη φέρνει ευτυχία και χαρά. Τα δύο άτομα ταυτίζονται και ταυτόχρονα ο ένας σέβεται την ελευθερία του άλλου. Και στην κορύφωση ο ένας θυσιάζεται για τον άλλο, όπως στον μύθο της Άλκηστης που θέλησε να πεθάνει στη θέση του αγαπημένου της Άδμητου, του βασιλιά των Φερών. Όποιος αγαπάει πραγματικά τον σύντροφο της ζωής του, αγαπάει και τους άλλους ανθρώπους. Η αγάπη του γίνεται πιο πλατιά. Κι εκτός από το αγαπημένο του πρόσωπο, αγκαλιάζει όλη την ανθρωπότητα, ξανοίγεται προς τη ζωή, προς τη φύση, προς το σύμπαν. Θεωρεί τον εαυτό του μέρος μιας μεγάλης ολότητας. Ο έρωτάς του γίνεται θείος κι είναι έτοιμος να δώσει τον εαυτό του για κάθε τι το ανώτερο, κάθε τι που ανεβάζει τον άνθρωπο και τον φέρνει στον Ουρανό. Σε μια τέτοια αγάπη πρέπει να τείνουμε.
Η εγωιστική αγάπη δεν είναι αγάπη. Είναι πάθος που φθείρει την ψυχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: