Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Μια πέτρα μας κάνει να στοχαστούμε…

[[ δαμ- ων ]]

Δεν χρειάζεται να έχουμε μπροστά μας δύσκολες φιλοσοφικές έννοιες με βαθύ νόημα για να στοχαστούμε. Μπορούμε να στοχαστούμε για απλά πράγματα, που θα μας προσθέσουν γνώση. Τονίζουμε τη λέξη γνώση κι όχι πληροφόρηση. Γιατί άλλο γνώση κι άλλο πληροφόρηση. Η πρώτη έχει μεγάλο ειδικό βάρος, ενώ η δεύτερη είναι σαν τον αφρό. Γρήγορα χάνεται. Η γνώση απαιτεί κόπο και διανοητική προσπάθεια, ενώ η πληροφορία προσλαμβάνεται παθητικά, χωρίς απαιτήσεις. Ο Μπονχόφερ Ντίτριχ έχει γράψει: «Η κατανόηση της πραγματικότητας δεν είναι η γνώση του εμφανούς. Είναι η αντίληψη της ουσιαστικής φύσης των πραγμάτων. Ο καλύτερα πληροφορημένος δεν είναι αναγκαστικά και ο πιο σοφός. Διότι υπάρχει ο κίνδυνος, λόγω αυτής ακριβώς της υπερπληροφόρησης, να χάσει την ουσία. Όμως από την άλλη, η γνώση μιας φαινομενικά ασήμαντης λεπτομέρειας πολύ συχνά βοηθάει να δούμε το βάθος των πραγμάτων. Έτσι ο σοφός αναζητά την καλύτερη δυνατή γνώση των γεγονότων, χωρίς ποτέ να εξαρτάται μόνο απ' αυτήν. Σοφία είναι η αναγνώριση του σημαντικού στα γεγονότα.»
Οι παππούδες μας δεν είχαν μεγάλη πληροφόρηση, αφού ακόμη και το ραδιόφωνο ήταν σπάνιο. Μα η ζωή τους έκανε σοφούς. Γιατί στοχάζονταν για απλά πράγματα. Το μεγάλωμα ενός ζώου, η αξιοποίηση του άλογου στις γεωργικές δουλειές, η καλλιέργεια του σταριού, το μάζεμα του καρπού της ελιάς, ο τρύγος, τους έκαναν να μάθουν μέσα από την εμπειρία, να στοχαστούν και ν’ αποκτήσουν βιωματική γνώση. Κι αυτή τη γνώση την έδιναν στους νεώτερους. Τα αντικείμενα του στοχασμού τους ήσαν απλά.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Κι εμείς θα στοχαστούμε παίρνοντας σαν αφορμή μια ταπεινή πέτρα.
Θα ξεκινήσουμε το στοχασμό μας με μια όμορφη ιστορία της Γεωργίας Χρήστου με τίτλο “Το όνειρο της πέτρας”, που αναφέρεται σε μια μοναχική πέτρα:
[[ Κάποτε, υπήρχε μια μεγάλη πέτρα, στην άκρη του δρόμου, που ένωνε δυο πόλεις. Οι ταξιδιώτες συνήθιζαν να κάθονται επάνω της και να ξεκουράζονται, κάθε φορά που πέρναγαν από εκεί. Η πέτρα ζήλευε τους ανθρώπους που μπορούσαν να μετακινούνται από εδώ και από εκεί, όποτε το ήθελαν και συχνά παραπονιόταν για τη δική της άχαρη ζωή, που την ανάγκαζε να βρίσκεται ακίνητη σε εκείνο το μέρος, χωρίς να κάνει τίποτα.
Εκείνη διψούσε για περιπέτεια, για εμπειρίες. Το μεγάλο όνειρό της ήταν να ταξιδέψει και να γνωρίσει τον κόσμο. Έτσι κι εκείνη την ημέρα, που ένας γυρολόγος κάθισε επάνω της για να ξεκουραστεί, η πέτρα μας ένιωσε ζήλεια για το γυρολόγο, που διέσχιζε όλη τη χώρα, πουλώντας την πραμάτεια του.
Αφού ήπιε νερό και έφαγε λίγο από το ψωμί του, ο γυρολόγος άρχισε να μονολογεί:
-Ααχχ!!! Πόσο δύσκολη και κουραστική είναι η ζωή μου! Η οικογένειά μου με χρειάζεται κοντά της κι εγώ, είμαι αναγκασμένος να περιδιαβαίνω όλη τη χώρα, για να πουλώ τις πραμάτειες μου, για να ζω την οικογένειά μου. Περπατώ όλη μέρα, με λίγες στιγμές ξεκούρασης και λίγο ύπνο, για να προλαβαίνω να βρίσκομαι στον προορισμό μου πριν νυχτώσει.
Ο άνθρωπος κοίταξε την πέτρα και χαμογέλασε.
-Εσύ, είσαι πολύ τυχερή! Ζεις στο μέρος σου, δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι πώς θα τα βγάλεις πέρα, δεν σου λείπει η οικογένειά σου και όλοι οι άνθρωποι σε ευγνωμονούν για το καλό που τους κάνεις!
Η πέτρα έμεινε άναυδη! Στράφηκε προς τον άνθρωπο και τον ρώτησε απορημένη:
-Μα τι είναι αυτά που λες; Εγώ είμαι μια ασήμαντη πέτρα! Το μόνο που μπορώ να κάνω σε ολόκληρη τη ζωή μου είναι να ονειρεύομαι. Δεν έχω καμιά άλλη δυνατότητα!
-Αυτή την εντύπωση έχεις για τον εαυτό σου; της αντιγύρισε ο άνθρωπος.
-Μάθε λοιπόν, ότι αυτό που μπορείς να κάνεις εσύ σε όλη τη ζωή σου, δηλαδή να ονειρεύεσαι, οι άνθρωποι δεν το κάνουν πια. Εγκλωβισμένοι μέσα στα προβλήματα και στο μόχθο τους για τη ζωή, έχουν ξεχάσει αυτή την υπέροχη εμπειρία του ονειρέματος. Προφασίστηκαν ότι δεν έχουν χρόνο για αυτό και έχασαν έτσι τη μαγεία της ζωής!
Θέλεις να σου πω και για ποιο λόγο είσαι ευλογημένη;
-Ναι, ναι, βέβαια, απάντησε όλο έξαψη η πέτρα.
-Εσύ, κάθεσαι εδώ, σε αυτό το μέρος μόνιμα και οι άνθρωποι που έρχονται σε εσένα για να αναπαυτούν, σε γεμίζουν με ένα σωρό ευλογίες και ευχαριστίες που υπάρχεις, ευγνωμονούν το Θεό που φροντίζει για αυτούς. Είσαι η πιο δημοφιλής και αγαπητή παρουσία σε αυτό το δρόμο. Και όσο για το νόημα της ζωής σου, σκέψου το έργο που κάνεις! Αμέτρητοι οι ταξιδιώτες που αναπαύτηκαν επάνω σου, χρόνια και χρόνια!
Η πέτρα παρέμεινε σιωπηλή. Το έργο, οι ταξιδιώτες και η ευγνωμοσύνη τους, η δυστυχία των ανθρώπων να μην ονειρεύονται πια, μα τότε…..
Ο γυρολόγος σηκώθηκε και αφού ευχαρίστησε την πέτρα για την ανάπαυση που του πρόσφερε, τράβηξε το δρόμο του. Η πέτρα έμεινε μόνη. Όμως δεν ήταν πλέον η ίδια πέτρα. Μια ευτυχία την κατέκλυζε. Η ζωή της είχε πια ένα μεγάλο νόημα. Πρόσφερε. Πρόσφερε στους ταξιδιώτες, πρόσφερε στην Ύπαρξη, το δικό της δώρο. Πόσες πολλές ιστορίες ανθρώπων θα είχε να Του πει, όταν θα συναντούσε κάποτε το Θεό της.
Στην άκρη του δρόμου που ένωνε τις δύο πόλεις, μια λαμπερή πέτρα προσκαλούσε τους ταξιδιώτες να ξαποστάσουν. Όλοι τη γνώριζαν και όλοι την ευχαριστούσαν. Και μέρα με τη μέρα η πέτρα γινόταν όλο και πιο λαμπερή… ]]
Πόσες φορές, σαν την πέτρα, πιάσαμε τον εαυτό μας να μην είναι ευχαριστημένος με όσα έχει, με την οικονομική του, την εργασιακή και την οικογενειακή του κατάσταση; Να μακαρίζουμε τους άλλους για τη δήθεν ωραία ζωή τους; Που να γνωρίζαμε, όμως, την δυστυχία, που κρύβεται πίσω από την φαινομενικά ιδανική ζωή τους. Στο παρελθόν σίγουρα πολλοί ζήλεψαν τα πλούτη και τη ζωή που έκανε ο Αριστοτέλης Ωνάσης- αυτός ο Έλληνας κροίσος, ο οποίος δέσποζε τον 20ο αιώνα στις οικονομικές και τις κοσμικές στήλες των εφημερίδων και περιοδικών. Στις στιγμές της απελπισίας του, σίγουρα, θα ήθελε να ανταλλάξει όλα τα πλούτη του με τη ζωή του γιού του Αλέξανδρου, που χάθηκε πρόωρα, και την ευτυχία της κόρης του Χριστίνας, που αν και πλούσια, ζούσε μέσα στη δυστυχία και την αβεβαιότητα. Αντίθετα, πολλοί μεροκαματιάρηδες υπάλληλοί του ζούσαν περισσότερο ευτυχισμένοι και χαρούμενοι.
Μακαρίζουμε τους ανθρώπους- όπως έκανε η πέτρα στο γυρολόγο- οι οποίοι κάνουν πολλά ταξίδια. Πόσο τυχεροί είναι, σκεφτόμαστε, που γνωρίζουν τόσα πολλά μέρη και τους διαφορετικούς τρόπους ζωής των κατοίκων τους. Αρκετοί από τους φαινομενικά τυχερούς με τα ταξίδια γεμίζουν την άδεια ζωή τους. Κι άλλοι, πάλι, ταξιδεύοντας, ξεφεύγουν από τα προβλήματα, που τους ψυχοπλακώνουν. Τα ταξίδια είναι μια διέξοδος. Το υπνωτικό για να μη σκέφτονται. Το άλλοθι για να αποφύγουν την αντιμετώπιση της σκληρής πραγματικότητας. Δεν είναι διασκέδαση. Θα θέλαμε, λοιπόν, να βρισκόμασταν στη θέση τους και να εθελοτυφλούμε; Να γίνουμε λιποτάκτες της ζωής και να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας;
Ας συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε. Να διατηρήσουμε αυτό το προσόν. Και το ονείρεμα να γίνει με ένταση. Η σκέψη μας δημιουργεί ένα ισχυρό ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, που έλκει αιθερική ύλη και δημιουργεί σκεπτομορφές. Όσο πιο δυνατή η δύναμη του ονείρου, τόσο ισχυρότερη η σκέψη και στιβαρότερη είναι η σκεπτομορφή μας. Με τον τρόπο αυτό ενεργοποιούνται οι συμπαντικές δυνάμεις για να υλοποιηθεί όνειρό μας, η επιθυμία μας.
Ξεχάσαμε να ονειρευόμαστε. Γιατί στα όνειρα δημιουργούμε έναν καλύτερο, έναν ιδανικότερο, έναν πνευματικότερο κόσμο. Εγκλωβιστήκαμε στις υλικές απολαύσεις. Κι αν ονειρευόμαστε, τα όνειρά μας είναι γύρω από το να περάσουμε καλά, καταπώς το εννοεί η ξανθιά με το ανύπαρκτο εγκεφαλικό περιεχόμενο, αλλά πλούσιο σε σιλικόνη και μπρούτζινο σε χρώμα κορμί στην παραλία της Μυκόνου! Να έχουμε παραδάκι με ουρά χωρίς να ιδρώσουμε, το αστραφτερότερο αυτοκίνητο, την ωραιότερη συνοδό (ή το αντίστροφο αν ανήκουμε στο αντίθετο φύλο- υπάρχουν φυσικά και οι εξαιρέσεις σήμερα χωρίς αιδώ)- την μεγαλύτερη έπαυλη- αλλά και στο κότερο δεν θα λέγαμε όχι. Τα όνειρα για ένα καλύτερο κόσμο, πιο ηθικό, πιο δίκαιο, πιο αξιοκρατικό τα απωθούμε. Δεν ανήκουν στον κόσμο του συνειδητού! Ο χρόνος περνάει πολύ γρήγορα, τα γεγονότα εξελίσσονται με ραγδαίους ρυθμούς κι εμείς γινόμαστε απλοί παρατηρητές. Περιθωριοποιηθήκαμε στη ζωή και χάσαμε τη μαγεία της. Ζούμε χωρίς να ζούμε. Γιατί η ζωή είναι απλά καθημερινά πράγματα κι εμείς θελήσαμε να την κάνουμε περίπλοκη.
Κι όμως η απλή ζωή είναι ευλογημένη. Στην απλότητα κρύβεται η πεμπτουσία της. Να αναθεωρήσουμε τον προσανατολισμό μας είναι η επιτακτική ανάγκη και να αναζητήσουμε την ποιότητα αποφεύγοντας την ποσότητα. Ο Πλούταρχος μας λέει χαρακτηριστικά: «Η αξία της ζωής μετριέται με την ωραιότητά της και όχι με το μήκος της.» Κι ο σοφός Σωκράτης μας συμβουλεύει: «Πρόσεχε τη στειρότητα μιας πολυάσχολης ζωής.» Ο Ιησούς στην αδερφή του Λάζαρου, τη Μάρθα, που ασχολούνταν με πολλά- με αποτέλεσμα να πελαγώσει- είχε πει: «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκάς, ι΄, 41-42). Για να μη πελαγοδρομούμε, διαλέγουμε τα λίγα κι αναγκαία, και αφήνουμε στην άκρη τα περιττά.
Προ πάντων, όμως, να μη θεωρούμε ασήμαντο τον εαυτό μας. Κανένας μας δεν είναι ασήμαντος! Όλοι μας είμαστε σημαντικοί, γιατί όλοι μας είμαστε παιδιά του επουράνιου Πατέρα και φέρουμε μέσα μας το Πνεύμα Του. Το Πνεύμα που κατέβηκε στην ύλη και αποζητάει, σε ένα γιγάντιο αγώνα, μέσα από τον μαχόμενο άνθρωπο, να γυρίσει στην πηγή Του. Δε βιάζεται. Μονάχα ο άνθρωπος νιώθοντας την εφήμερη ζωή του, βιάζεται. Και βιάζεται γιατί ταυτίζεται με το εφήμερο, το θνητό σώμα. Ξεχνάει πως δεν είναι το σώμα του, αλλά είναι το αιώνιο ενοικούν σ’ αυτόν πνεύμα. Μπορεί το πνεύμα να βρίσκεται σε ληθαργική κατάσταση, μα βρίσκεται μέσα μας, έτοιμο να αφυπνιστεί μόλις εμείς το θελήσουμε και γοργά να μας οδηγήσει στην πηγή Του.
Κι ούτε πρέπει να απορρίπτουμε τους συνανθρώπους μας. Πολλές φορές, ανθρώπους που απορρίπτουμε, ο Θεός τους έχει σημαντικούς: «Λίθον, ὅν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας» (Ψαλμός 117, 22). Κανείς μας δε γνωρίζει το Κοσμικό Σχέδιο του Θεού. Σε ορισμένους ανθρώπους έχει ορίσει ειδικό ρόλο- όπως στην ασήμαντη πέτρα να ξαποσταίνουν οι διαβάτες- που πολλές φορές φαίνεται παράξενος σε εμάς. Αυτούς τους ανθρώπους συνήθως τους απορρίπτουμε γιατί δεν μοιάζουν στο πλήθος. Πόσο δίκιο έχουμε; Και πόσο γνωρίζουμε το θείο σχέδιο; Δεν έχει δίκιο ο απόστολος των εθνών λέγοντας: «εν ω και εκληρώθημεν προορισθέντες κατά πρόθεσιν του τα πάντα ενεργούντος κατά την βουλήν του θελήματος αυτού» (Απ. Παύλος, Προς Εφεσίους, α΄, 11) ; Κατά συνέπεια, δίκαια έγραψε ο Σοφοκλής στην τραγωδία “Φιλοκτήτης”: «Ανθρώποισι τας μεν εκ θεών τύχας δοθείσας έστ’ αναγκαίον φέρειν.» (Οι άνθρωποι πρέπει να υπομένουν τις τύχες που τους έδωσαν οι θεοί).
Γιατί η ατυχία να παραμένει στην άκρη του δρόμου η πέτρα της ιστορίας μας, ήταν στην πραγματικότητα μια μεγάλη τύχη γι’ αυτήν. Εισέπραττε τις ευλογίες και την ευγνωμοσύνη των ταξιδιωτών, οι οποίοι στρέφονταν και προς το Θεό εκφράζοντας τις ευχαριστίες τους για την ύπαρξη της πέτρας σ’ αυτήν την τοποθεσία. Ήταν- αν και πίστευε πως ήταν ασήμαντη- η πιο δημοφιλής και αγαπητή παρουσία στο δρόμο των ταξιδευτών. Αμέτρητοι υπήρξαν οι ταξιδιώτες που αναπαύτηκαν πάνω της, χρόνια και χρόνια. Κι αφού ανανέωσαν τις δυνάμεις τους συνέχισαν το ταξίδι τους για να φτάσουν στον προορισμό τους. Ίσως φάνταζε για την ίδια την πέτρα ασήμαντη η προσφορά της σε όλους αυτούς τους ταξιδευτές. Γι’ αυτούς, όμως, ήταν τόσο σημαντική, που την ευλογούσαν. Κι από τις πολλές ευλογίες, έλαμψε!
Σήμερα ακούσαμε μια συγκινητική αναζήτηση. Κάποιος μαθηματικός αναζητούσε τον δάσκαλό του! Ήθελε να του εκφράσει τις ευχαριστίες του για όσα του είχε μάθει στο Δημοτικό, μα προπάντων για τον τρόπο ζωής. Ο ασήμαντος για το μεγάλο πλήθος δασκαλάκος, είχε γίνει το πρότυπο ζωής και διδασκαλίας στον νέο επιστήμονα. Κι όχι μόνο στον καθηγητή. Πιστεύουμε και σε πολλούς άλλους μαθητές του.
Θα συνεχίσουμε με μια άλλη ιστορία της Σάσας Βούλγαρη με τίτλο “Στην πέτρα μέσα”:
[[ Ούτε λίγο ούτε πολύ, πού τον έχανες πού τον έβρισκες, περπατούσε μονάχος και τριγύριζε στις ερημιές κι έψαχνε και καμιά φορά σιγομουρμούριζε ή σιγοτραγουδούσε. Οι περισσότεροι –αυτοί που δεν τον ήξεραν– τον πέρναγαν για αργό στο μυαλό, και μάλιστα έλεγαν κι ακόμα χειρότερα όταν δεν ήταν μπροστά. Τόσα ήξεραν… Αλλά όσοι ήταν από τον τόπο και γνώριζαν τις παλιές ιστορίες, τον υπερασπίζονταν. Και ήταν και κάτι γριούλες, που κανείς δεν ήξερε ακριβώς την ηλικία τους, που μουρμούριζαν κάτι παλιές ιστορίες για ένα νεραϊδόσογο και πως τα μάτια του είχαν το χρώμα της προγιαγιάς… Πού να βγάλεις άκρη με όλα τούτα.
Αλλά εκείνος δεν ενδιαφερόταν για όλα τούτα. Πηγαινοερχόταν στη δουλειά του –εργάτης σε ένα μεγάλο τυπογραφείο ήταν– στην πόλη και δεν ασχολιόταν με όσα έλεγαν γι’ αυτόν. Άλλωστε, τα είχε συνηθίσει όλα αυτά. Κανέναν δεν ενοχλούσε και κανένας δεν μπορούσε να τον ενοχλήσει. Έτρωγε μια φορά το βράδυ στο μεγάλο καφενείο του χωριού –τα μεσημέρια τσιμπούσε συνήθως σε ένα μαγερειό κοντά στη δουλειά του– και στον ελεύθερο χρόνο του φρόντιζε το μικρό περιβόλι του έξω από το σπίτι του που ήταν το τελευταίο στο χωριό… είχε πάντα τα δικά του λαχανικά και τα έφερνε συχνά στον καφετζή σαν αντάλλαγμα για κάποιο από τα φαγητά που έτρωγε.
Δεν είχε ανάγκη πολλά… Και δεν είχε παντρευτεί, παρόλο που κόντεψε κάποτε… Ατυχία είπανε… η νύφη τελικά επέλεξε άλλον υποψήφιο.
Πάντως, όταν είχε καλό καιρό, έπαιρνε ένα μπαστούνι, που μόνος του είχε σκαλίσει από τη βέργα μιας οξιάς, όχι για να στηρίζεται, αφού ήταν πολύ νέος ακόμα, αλλά ποιος ξέρει… ίσως για να διώχνει κανένα σκυλί… και ξεμάκραινε. Ανέβαινε προς τα πάνω, προς το παλιό ξωκλήσι του Αϊ-Λια που άνοιγε πια μοναχά μια φορά τον χρόνο, όταν γιόρταζε, εκεί πήγαινε και καθόταν κι αγνάντευε ή περπατούσε. Περπατούσε… περπατούσε…. κι έψαχνε. Σαν τι να έψαχνε τάχατες;
Στο σπίτι του, που ήταν και μικρό και παλιό, τα βιβλία είχαν την τιμητική τους. Παντού βιβλία. Σε ράφια, σε βιβλιοθήκες, στα πατώματα. Τι είχαν μέσα αυτά τα βιβλία κανείς δεν το γνώριζε, αφού σπάνια κάποιος τον επισκεπτόταν, εκτός από μερικές φορές το καλοκαίρι. Τότε κάθονταν έξω, στην αυλή, κάτω από τη μεγάλη κληματαριά.
Ένα βράδυ, μεσοκαλόκαιρο ήταν, είχε φεγγάρι στη γέμιση, και τα ζώα ήταν λίγο ανήσυχα, ακούστηκε ένα παράξενο τραγούδι και ο ήχος μιας φλογέρας. Όσοι έτυχε να το ακούσουν συζητούσαν μετά με δέος για την ομορφιά αυτού του ακούσματος. Δεν ήξεραν τι ήταν. Ούτε είχαν ακούσει ποτέ κάτι παρόμοιο για να μπορούν να συγκρίνουν και να καταλάβουν. Αλλά όλοι ήταν σίγουροι από πού προερχόταν η μουσική: ήταν από το δικό του το σπίτι. Κι ας έστεκε σκοτεινό εκείνο το βράδυ.
Δεν τους εξήγησε ποτέ, δεν απάντησε σε καμιά από τις ερωτήσεις, χωρίς να τους αποφεύγει ή να θυμώνει που τον κούραζαν με τέτοιον τρόπο… Αλλά δεν απάντησε ποτέ και σε κανέναν τι ήταν αυτό που ακούστηκε εκείνο το βράδυ και αν προερχόταν πραγματικά από το σπίτι του.
Ύστερα από αυτό οι επισκέψεις του στο βουνό πύκνωσαν. Δεν τον ενδιέφερε πια αν είχε βροχή, αν είχε χιόνι. Μόνο χανόταν με τις ώρες, τριγυρίζοντας και ψάχνοντας… ποιος ξέρει τι.
Στο χωριό είπαν πως είχε παρανοήσει και στο πέρασμά του σιγομουρμούριζαν όλοι. Το καημένο το παλικάρι. Το ’φαγε η μοναξιά…
Ύστερα, μια μέρα, κουβάλησε από το βουνό στο σπίτι του μια πέτρα. Μια πέτρα μεγάλη ίσα με ένα κεφάλι αλόγου και την ακούμπησε έξω από την πόρτα του πάνω σε έναν παλιό πάγκο. Από κει και πέρα πήρε να σκαλίζει. Σκάλιζε και χτύπαγε και σμίλευε την πέτρα ακούραστα… ξεχνούσε να φάει, να πιει, να πάει από το καφενείο… χάθηκε. Μια μέρα ξέχασε να πάει ακόμα και στη δουλειά του. Όταν τον ρωτούσαν τι φτιάχνει με την πέτρα έλεγε μουρμουριστά κι ακατάληπτα σχεδόν: «Είναι κρυμμένο… είναι η ψυχή της πέτρας… είναι η ψυχή… κρυμμένο… η δική μου… στην πέτρα μέσα…»
Κι έτσι τον παράτησαν στην ησυχία του.
Κι έφτασε μια μέρα που κάποιοι τον θυμήθηκαν και τον αναζήτησαν γιατί είχε μέρες να φανεί. Κι όταν έφτασαν μέχρι το σπίτι του, τον βρήκαν να κάθεται στην αυλή του με το κεφάλι ακουμπισμένο μες στα χέρια του, επάνω στον πάγκο, τα εργαλεία σκόρπια, σαν να κοιμόταν… μα δεν κοιμόταν… τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα. Μα δεν έβλεπαν. Το στόμα του χαμογελούσε, μα σαν του μίλησαν δεν απάντησε… Μόνο σήκωσε λίγο το βλέμμα, έκανε μια κίνηση αδιόρατη με το χέρι του κι έδειξε.
Πάνω στον πάγκο η πέτρα είχε αποκαλύψει το μυστικό της, την ψυχή της…
Ένα πέτρινο γεράκι με ορθάνοιχτα φτερά.
Νεραϊδόπαρμα… είπαν οι γριές. Και τον άφησαν ήσυχο. ]]
Όλοι οι άνθρωποι δεν εκπέμπουν στο ίδιο μήκος κύματος. Υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων- πολύ μικρή- που το μήκος κύματος διαφέρει αισθητά απ’ αυτό του μεγάλου πλήθος. Ο όχλος τους λέει “πυροβολημένους”. Οι παλιότεροι τους έλεγαν νεραϊδοπαρμένους. Αυτοί έχουν μια αλλιώτικη άποψη για τη ζωή. Και ενεργούν με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο. Μα γίνονται οι δαχτυλοδεικτούμενοι, τα πρόσωπα του κουτσομπολιού της μικρής κοινωνίας, όπου ζουν. Κι όμως, αυτοί οι αλλόκοτοι για εμάς, είναι μικροί δημιουργοί. Τολμούν να μιμηθούν τον μεγάλο Δημιουργό, γιατί νιώθουν πως δεν είναι ο Κύριος, αλλά ο Πατέρας! Δεν τρομάζουν στην ιδέα Του. Αισθάνονται μόνο πως Αυτός κι αυτοί είναι Ένα και θέλουν να γίνουν ομοίωσή Του! Αυτοί φτιάχνουν κάτι αριστουργήματα, που εκστασιάζεσαι! Και λες «βρε, δεν του το ‘χα»! Είναι τα πετεινάρια, που αναγκάζουν τον ήλιο ν’ ανατέλλει κάθε πρωινό. Γι’ αυτούς ο Ν. Καζαντζάκης έγραψε: «Γεια σου μωρέ άνθρωπε, δίποδο μαδημένο πετειναράκι!... Είναι αλήθεια ,και μην ακούς, αν δε λαλήσεις εσύ το πρωί, ήλιος δε βγαίνει...». Αυτοί που έχουν την αποκοτιά να φτάσουν όπου δεν μπορούν, όπως μας λέει ο ίδιος συγγραφέας στο έργο του Αναφορά στον Γκρέκο:
[[ Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ’ μου μιαν προσταγή. Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου, δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά, ως τις ρίζες του μυαλού μου περιχύθηκε η φλόγα. -Φτάσε όπου μπορείς παιδί μου... Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σα να ‘βγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης. Έφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε. -Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ’ μου μιαν πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή. Κι ολομεμιάς, ως να τα πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεγμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε: -Φτάσε όπου ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ παιδί μου !... ]]
Πήραν την προσταγή από τον πρόγονο, που ζει μέσα τους- θες από το θείο μέρος του εαυτού τους(;)- και ξεπέρασαν τα όρια. Ξεπέρασαν τον άνθρωπο! Έκαναν πράξη ό,τι σκεφτόταν ο παπα-Γάνναρος στους “Αδερφοφάδες” του Ν. Καζαντζάκη:
[[«Μπορεί το λοιπόν ο άνθρωπος να ξεπεράσει τον άνθρωπο;» αναρωτιόταν ο παπα-Γιάνναρος. «Μπορεί, μπορεί», αποκρίνουνταν ο ίδιος, «μα μονάχα για μια ώρα, για δυο ώρες, μπορεί και για μια μέρα ολάκερη, μα φτάνει - αυτό θα πει Πυρκαγιά Θεού που οι απλοί άνθρωποι το λένε Παράδεισο».]] Αυτοί οι νεραϊδοπαρμένοι ζουν τον Παράδεισό τους, αλλά εμείς οι χοϊκοί θαρρούμε πως ζουν την κόλασή τους. Αντιλαμβάνονται πως όλα έχουν ψυχή και επιζητούν την ψυχή πίσω από τις μορφές. Βλέπουν πίσω από την παροδικότητα την αιωνιότητα. Διακρίνουν τη διάχυτη ομορφιά μέσα σ’ όλη τη φύση. Κυρίως, όμως, τη σέβονται.
Η πέτρα έχει ψυχή! Το κάθε άτομο της πέτρας έχει ψυχή. Η ψυχή σκηνώνει σε κάθε μορφή, σε κάθε βασίλειο. Από το μικροσκοπικό άτομο, μέχρι τον άπειρο για τη δική μας νόηση γαλαξία. Κι αυτή η ψυχή πασχίζει να ανυψωθεί για ν’ ανέβει στο ανώτερο βασίλειο, μέχρι να φτάσει στο Θεό. Σκαλοπάτι- σκαλοπάτι μέσα στην αιωνιότητα κάνει τις υπερβάσεις. Σιγά- σιγά, χωρίς να βιάζεται. Και ρουφάει τις εμπειρίες μέσα από κάθε μορφή, που περνάει. Και την εμπειρία την κάνει βιωματική γνώση! Αυτή είναι η γνώση του Δημιουργού για την κτίση, όταν ο Λόγος έφερε σε ύπαρξη τη σκέψη Του. Γιατί η ψυχή, που εμψυχώνει το κάθε τι και περνά από την εμπειρία του ατόμου, στην εμπειρία του μορίου, για να μεταπηδήσει σ’ αυτήν του κύτταρου και μετά στα βασίλεια της φύσης είναι ένα μέρος Του. Είναι ο πανταχού παρών Θεός. Ο Θεός που εκδηλώνεται στην ασήμαντη πέτρα αλλά και στο πολύτιμο διαμάντι. Ο Θεός μέσα στο ταπεινό χορτάρι και στην υπερήφανη βελανιδιά Στο φίδι που σέρνεται στη γη και στον αητό που πετάει περήφανα στον ουρανό. Ο Θεός μέσα στον καθημερινό άνθρωπο της βιοπάλης και στον νεραϊδοπαρμένο. Τον νεραϊδοπαρμένο, όμως, που μπορεί να δει την ψυχή μέσα στην πέτρα, όπως ο νέος της ιστορίας μας, και να της δώσει τη μορφή του γερακιού!
Όσοι ασχολούνται με τις εναλλακτικές θεραπείες χρησιμοποιούν τον όρο “η πέτρα της ψυχής”. Η πέτρα της ψυχής είναι μια πέτρα η οποία συνοδεύει την ψυχή στη Γήινη ζωή της. Τη βοηθάει, την ενδυναμώνει και την συνδέει με τη μητέρα Γη μέσω θεϊκής δύναμης. Αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν μια πηγή ενέργειας. Γεμίζει όπως μια μπαταρία, στο φως του ήλιου, ή με την ενέργεια των Αμέθυστων της Γης ή με την ενέργεια Reiki. Γεμίζοντας με την κοσμική ενέργεια (πράνα) μπορεί να βοηθήσει ένα αποφορτισμένο άτομο να γίνει γρηγορότερα δραστήριο. Το πιθανότερο είναι γιατί συντονίζεται η πέτρα της ψυχής με τη δική μας ψυχή.
Θα κλείσουμε τον μικρό στοχασμό μας με αφορμή την πέτρα, με ένα απόσπασμα από το ποίημα “Ερωτικός Λόγος” του Γιώργου Σεφέρη:
«Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;
Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά
τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.»

Δεν υπάρχουν σχόλια: