Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

Ο θεός Ήλιος

[[ δαμ- ων ]]

B΄ μέρος
Ένας μεγάλος έρωτας του θεού υπήρξε η Ωκεανίδα Κλυτίη. Τότε η θεά Αφροδίτη για να πάρει εκδίκηση, που ο Ήλιος φανέρωσε στον κουτσοπόδαρο Ήφαιστο- τον νόμιμο άντρα της- τον παράνομο έρωτά της με τον Άρη, έκανε τον Ήλιο να ερωτευθεί την Λευκοθόη, την κόρη του Όρχαμου και της Ευρυνόμης. Την ερωτεύθηκε τόσο πολύ που αμελούσε τα καθήκοντά του. Κάθε μέρα καθυστερούσε στη διαδρομή του, πάνω στον ουρανό, για να κοιτάζει τη Λευκοθόη, την οποία πλησίαζε, παίρνοντας τη μορφή της μητέρας της. Θύμωσε η παραμελημένη Κλυτίη για τα καμώματα του Ήλιοι, και φανέρωσε το μυστικό στον πατέρα της ανυποψίαστης κόρης. Ο Όρχαμος τότε έπιασε και ζωντανή έθαψε την άμοιρη Λευκοθόη. Δεν μπόρεσε ο Θεός να σώσει την αγαπημένη του γιατί στη Μοίρα δεν μπορούν ούτε οι τρανότεροι θεοί να εναντιωθούν. Μόνο άλειψε το σώμα της με αμβροσία και είπε: «θα φτάσεις ως τον ουρανό». Το νεκρό σώμα άπλωσε ρίζες κι έγινε μυροφόρος θάμνος, που δίνει το λιβάνι. Σαν καίγεται το θυμίαμα φτάνει ψηλά στον ουρανό. Μια παραλλαγή του μύθου μας λέει πως η κόρη έγινε ο θάμνος δεντρολίβανο.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Μετά τον τραγικό χαμό της κόρης του Όρχαμου, η Κλυτίη δεν ξανακέρδισε την έρωτα του Ήλιου, παρά την καταφρόνια του. Έλιωνε από τον καημό κι ούτε έτρωγε, ούτε κι έπινε. Μετά από ασιτία εννέα ημερών, έβγαλε ρίζες και φύλλωμα και μεταμορφώθηκε σε ηλιοτρόπιο. Από τότε το πρόσωπό της- το άνθος του ηλιοτρόπιου- ακολουθεί την πορεία του μεγάλου έρωτά της, του Ήλιου.
Αυτήν την ωραία ιστορία θα παρακολουθήσουμε μέσα από τους στίχους του λατίνου ποιητή της αρχαιότητας, του Οβίδιου, όπως την εξιστορεί στις “Μεταμορφώσεις” του:
[[ Αγαπάς μόνη αυτή, και ούτε η Κλυμένη, ούτε η Ρόδος
σε κρατεί, ούτε της Αιαίας Κίρκης η πανωραία μάνα,
ούτε η Κλυτία, που, αν και ήταν σε καταφρόνια, μ’ εσέ μαζί
ζητούσε να κοιμάται, και πληγμένη εκείνον τον χρόνο ήταν βαριά.
Η Λευκοθόη σε έχει κάνει να λησμονήσεις εσύ πολλά·
Γέννησε τούτην η Ευρυνόμη, η πιο ωραία από το γένος
το ευωδιασμένο· όταν η κόρη μεγάλωσε όμως ξεπερνούσε
σ’ όψη τη μάνα, όσο η μάνα ξεπερνούσε όλες τις άλλες.
Ο Όρχαμος ήταν πατέρας τούτης σ’ Αχαιμενίδες πόλεις ρήγας·
έβδομος απαριθμείται τούτος από του Βήλου το αρχαίο γένος.
Τα άλογα του Ήλιου έχουν τις βοσκές κάτω από της Εσπερίας το κλίμα·
αντί για χλόη αμβροσία τρώγουν, που τα κουρασμένα μέλη
τρέφει από τον κόπο της καθεμιάς μέρας και για νέο μόχθο ανανεώνει.
Κι ενώ την ουράνια βοσκή τ’ άλογα πέρα εκεί καρπούνται
κι η νύχτα το ιδικό της μέρος κάνει, τότε μπαίνει ο θεός
στην ερωτική την κάμαρά της, αφού της Ευρυνόμης την όψη πήρε,
της μάνας· ανάμεσα σε δώδεκα δούλες βλέπει στο φως
τη Λευκοθέη, να στρίβει το αδράχτι και λεπτό νήμα να γνέθει.
Πολλά φιλιά της έδωσε, όπως η μάνα σ’ αγαπημένη κόρη, και ύστερα
στις δούλες είπε: « Ένα μυστικό στην κόρη μου έχω να πω, γι’ αυτό κοπέλες
αποσυρθείτε, να μη στερήσετε από τη μάνα το δικαίωνα
να λέει στη θυγατέρα της τα μυστικά της.»
Πείστηκαν εκείνες· κι ως χωρίς μαρτύρους έμεινε στη κάμαρη της κόρης,
της είπε ο θεός: «Είμαι εκείνος, όπου το μακρύ το έτος μετράω,
που όλα τα βλέπω, που από μένα η γη τα πάντα θωρεί, το μάτι
όλου του κόσμου· πίστεψε, πολύ μ’ αρέσεις.» Σαστίζει από φόβο εκείνη
και ως χαλαρώσαν τα δάχτυλά της, της έπεσαν ρόκα κι αδράχτι.
Σ’ αυτή ταίριαζε ο φόβος· εκείνος χωρίς να χάσει χρόνο
Την αληθινή του όψη πήρε και ση συνηθισμένη του λαμπρότητα·
Και η παρθένα, που από την αιφνίδια θεία θωριά του εξεπλάγη,
νικημένη από τη λάμψη του, εκούσια υποτάχθηκε στην ερωτική αγκάλη.
Ζήλεψε τότε η Κλυτία- γιατί σ’ εκείνη του Ήλιου ο έρωτας
ήταν μεγάλος- κι ερεθισμένη από της ερωμένης το θυμό
την απιστία σ’ όλους μαρτύρησε και στο γονιό της τη δυσφήμησε
καθώς το φανερώνει· εκείνος καθώς ήταν απηνής κι άγριος- παρ’ ότι
τον παρακαλούσε υψώνοντας τα δυο της χέρια στο φως τοη Ήλιου, του είπε
«εκείνος δική του μ’ έκανε χωρίς να θέλω»- τη ρίχνει μέσα στης γης τα βάθη
χωρίς να νιώσει λύπηση και πάνω στο κορμί της μάζεψε σωρό βαριάς άμμου.
Του Υπερίονα ο γιος τούτη με τις ακτίνες του σκορπά, και δρόμο δίνει,
απ’ όπου μπορείς στο φως να φέρεις το πρόσωπο απ’ το βάθος του τάφου.
Όμως, εσύ δεν ημπορούσες από το βάρος της άμμου το εξαντλημένο κεφάλι
να σηκώσεις, και άψυχο το σώμα σου κειτόταν, νύφη.
Ο ηνίοχος των φτερωτών αλόγων, λένε, οικτρότερο θέαμα από ‘κεινο
δεν είδε άλλο, μετά από τη φωτιά τη Φαεθόντεια.
Να ξαναφέρει στη ζωή εκείνος πασχίζει ζεσταίνοντας τα μέλη τα ψυχρά,
αν ημπορούσε, με τις δυνάμεις που ‘χουν οι ζωογόνες ακτίνες του·
κι επειδή σε τέτοιες πράξεις η μοίρα πάντα εναντιούται,
ράντισε τότε ο ίδιος σώμα και τόπο με μυρωμένο νέκταρ
και πριν πολύ θρηνήσει, είπε: «Στον αιθέρα όμως θ’ ανέβεις».
Και το ποτισμένο σώμα με το ουράνιο θεϊκό το νέκταρ, αμέσως
έλειωσε κι από τη γη τότε βρέχει με τη δική του ευωδία·
και μέσα στους βώλους άπλωσε ήσυχα ρίζες κι ένα βλαστάρι
υψώθηκε από λιβάνι κι η κορυφή του το χώμα σχίζει.
Δεν ξανάρθε ο φωτοπλάστης πλέον στην Κλυτία, αν και να συγχωρήσει
ο έρωτας τη λύπη ημπορούσε, καθώς και την αγγελία η λύπη,
κι έπαψε πλέον τον έρωτα που ‘χε για κείνη.
Από έρωτα φρενήρη για εκείνον έλιωνε η ίδια·
μακριά απ’ τις νύμφες κάθεται μέρα και νύχτα από τον αιθέρα κάτω
στο χώμα γυμνή κι άθλια, μ’ ακάλυπτη την κεφαλή και ξέπλεκα τα μαλλιά της,
χωρίς καθόλου ν’ αγγίξει φαγητό ή και νερό για εννιά μέρες·
την ασιτία έτρεφε με δάκρυα μόνο και με δροσούλα·
στη γη κάτω διόλου δεν εκινιόταν· εθώρει μόνο την όψη του θεού
που πορευόταν και προς εκείνον τούτη έστρεφε το πρόσωπό της.
Λένε πως στη γη ριζώσαν τα μέλη της, και η χλωρή ωχρή χλωμάδα της
πιάνοντας μέρος του χρώματός της το έχει άναιμη χλόη κάνει·
κόκκινο είναι ένα μέρος της, και όμοιο με ίο άνθος καλύπτει το πρόσωπό της·
εκείνη, αν κι από τις ρίζες της κρατιέται, προς τον δικό της
τον Ήλιο πάντα στρέφει με την ίδια αγάπη, αν κι αλλαγμένη σε φυτό. ]] (Οβίδιος, “Μεταμορφώσεις”, βιβλ. IV, 204 -270)
Άλλη αγαπημένη του θεού Ήλιου ήταν η Κλυμένη, θυγατέρα της Τηθύος και σύζυγος του μέροπα, που βασίλευε στη χώρα των Αιθιόπων. Καρπός αυτουνού του έρωτα ο Φαέθοντας, που σαν μεγάλωσε και αμφισβητούσαν τη θεία καταγωγή του, ζήτησε να οδηγήσει το άρμα του πατέρα του, για να του αποδείξει πως ήταν γιος του. Ο Ήλιος για να τον βεβαιώσει πως ήταν γιος του είχε ορκιστεί στα ιερά νερά της Στύγας, πως θα του έκανε ό,τι κι αν του ζητούσε. Έτσι δεσμευμένος με μεγάλο όρκο, δεν μπορούσε να μην τον τηρήσει. Τα θεία άλογα σαν κατάλαβαν πως ο αρματηλάτης δεν ήταν τ’ αφεντικό τους, ξέφυγαν από την καθορισμένη πορεία τους προκαλώντας πολλές καταστροφές στη γη. Έτσι αναγκάστηκε ο βασιλιάς του κόσμου, ο βροντόχαρος Δίας, να εξαπολύσει έναν κεραυνό και να σκοτώσει τον αδέξιο ηνίοχο, βυθίζοντας σε πένθος τον πατέρα του Ήλιο, ο οποίος ήταν η αιτία του θανάτου του. (Γι’ αυτόν τον μύθο αναφέρουμε εκτενώς στο παράρτημα… )
Μα πάνω απ’ όλες τις γυναίκες, ο Ήλιος φαίνεται ν’ αγάπησε πιο πολύ τη Ρόδο, που ‘ταν κόρη της Αμφιτρίτης ή της Αφροδίτης. Ο Πίνδαρος μας αναφέρει πως η Ρόδος ήταν θυγατέρα της Αφροδίτης:
[[ Τώρα κι εγώ κατέβηκα με φόρμιγγα και αυλούς
και με τον Διαγόρα αντάμα, τη θαλασσινή
της Αφροδίτης κόρη υμνώντας,
τη Ρόδο, του Ήλιου τη νύφη]] (Πίνδαρος, Ολυμπιόνικος, 7, 13-14)
Σύμφωνα με τη μυθολογία μας, όταν ο Δίας αποφάσισε να μοιράσει τη Γη στους Θεούς του Ολύμπου, μετά τη νίκη τους στη Γιγαντομαχία, ο Θεός Ήλιος έλειπε σε ένα από τα καθημερινά του ταξίδια που έκανε πάνω από τη Γη για να τη φωτίζει τη όλη. Έτσι, οι υπόλοιποι Θεοί του Ολύμπου, τον ξέχασαν και δεν του έβγαλαν κλήρο. Όταν γύρισε από το ταξίδι του και το αντιλήφθηκαν, ο Δίας θέλησε να ξανά κάνει από την αρχή τη μοιρασιά της Γης, για να μη μείνει αδικημένος ο Ήλιος. Εκείνος όμως δεν το επέτρεψε, διότι έβλεπε να αναδύεται από τα βάθη της θάλασσας ένα κομμάτι γης. Τότε ζήτησε από το Δία, η χώρα που θα αναδυόταν από τη θάλασσα, όταν εκείνος θα ανέτελλε το επόμενο πρωί θα ήταν δικιά του. Έτσι ο Δίας, κάλεσε τη Λάχεση να δώσει όρκο, πως αυτή η χώρα θα ήταν κλήρος του Θεού Ήλιου.
Πράγματι αναδύθηκε μέσα από τη θάλασσα ένα όμορφο νησί, το οποίο δόθηκε στο Θεό Ήλιο. Στο νησί αυτό, πήγε και κατοίκησε με την αγαπημένη του, την Νύμφη Ρόδο, και το νησί πήρε το όνομα της αγαπημένης του. Εκεί απόκτησαν εφτά σοφούς γιους: τον Όχιμο, τον Κέρκαφο, τον Μάκαρο, τον Ακτίονα, τον Τενάγη, τον Τριόπα, τον Κάνδαλο και μια κόρη, την Ηλεκτρυώνη.. Ένας από αυτούς, ο Κέρκαφος, έκανε τρεις άλλους γιους: τον Ιαλυσό, τον Κάμειρο και τον Λίνδο, στους οποίους μοίρασε το νησί σε τρία ίσα μέρη, όπου στη γη τους έχτισαν τις τρεις μεγάλες πόλεις στο νησί της Ρόδου, που πήραν και το όνομά τους.
Για όλα αυτά ο Πίνδαρος έχει γράψει:
[[ Κι όπως πολλές το ανιστορούν ανθρώπων
διηγήσεις, όταν ο Δίας
κι οι αθάνατοι μοιράζονταν τη γη,
ακόμα η Ρόδος δεν φαινόταν στο κύμα του πελάγου,
γιατ᾽ ήταν στ᾽ αρμυρά βάθη το νησί κρυμμένο.
Αλλά του Ηλίου που έλειπε λαχνό δεν όρισε κανείς,
κι έτσι άκληρο από μερίδιο γης αφήσαν
τον αγνό θεό.
Το θύμισε στον Δία που θέλησε
τη μοιρασιά να ξαναρχίσει. Όμως εκείνος τον εμπόδισε, γιατί
έβλεπε, όπως είπε, απ᾽ τον βυθό της
γκρίζας θάλασσας μια γη να ξεπροβάλλει
πολύβοσκη για τους ανθρώπους και φιλική για τα κοπάδια.

Πρόσταξ᾽ ευθύς τη Λάχεση τη χρυσομαντηλούσα
τα χέρια της να υψώσει και τον μέγα όρκο των θεών
να μην τον παραβεί
και με τον γιο του Κρόνου να κατανεύσει
πως, άμα αυτή η γη στον φωτεινό προβάλλει αιθέρα,
για πάντα πια δικό του γέρας
θα ᾽ναι. Και η ουσία των λόγων του
βγήκε αληθινή. Να, το νησί ξεπρόβαλε

μέσ᾽ απ᾽ το υγρό το κύμα,
και το ᾽χει πια ο πατέρας που γεννά τις αιχμηρές ακτίνες,
των πυρίπνοων ο αφέντης αλόγων.
Εκεί μια μέρα έσμιξε με τη Ρόδο και μαζί της γέννησε
εφτά γιους, που κληρονόμησαν τους πιο σοφούς
στοχασμούς μες στους ανθρώπους του παλιού καιρού.
Κι απ᾽ αυτούς ένας είχε γιο του τον Κάμειρο,
τον Ιάλυσο τον πρωτότοκο
και τον Λίνδο. Στα τρία μοιράστηκαν
την πατρική τη χώρα κι έχει ο καθείς ξεχωριστά το μερτικό
της γης του και οι πόλεις πήραν από κείνους τ᾽ όνομά τους.]] (Πίνδαρος, Ολυμπιόνικος, 7, 54-75)
Στη Ρόδο τιμούσαν τον θεό Ήλιο και πραγματοποιούσαν κάθε 4 χρόνια εντυπωσιακές γιορτές προς τιμήν του, στις οποίες συμπεριλάμβαναν αρματοδρομίες και αθλητικούς αγώνες. Κάθε χρόνο οι Ρόδιοι έριχναν στην θάλασσα ένα στολισμένο τέθριππο. Ο περίφημος Κολοσσός της Ρόδου, ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου, που δημιουργήθηκε το 284 π.Χ, ήταν η εικόνα του Θεού Ήλιου. Ο Πλίνιος αναφέρει πως ήταν 105 πόδια ψηλός και πως ένα από τα δάκτυλά του ήταν μεγαλύτερο. Κατέρρευσε μετά από σεισμό, 66 χρόνια μετά την ανέγερσή του.
Συναντάμε περιορισμένη άμεση λατρεία του Ήλιου στην Αρχαία Ελλάδα, αν και υπάρχουν ίχνη αρχαιότερων τελετών. Ο Πλάτωνας λέει πως οι πρώτοι Έλληνες υπάκουαν στον ανατέλλοντα και δύοντα Ήλιο. Ο Παυσανίας, στην "Περιήγησή" του, αναφέρει αρκετούς βωμούς αφιερωμένους στον Ήλιο, κυρίως σε απομονωμένες περιοχές. Αλλά το κέντρο της λατρείας του στην ηπειρωτική Ελλάδα, βρισκόταν στην Κόρινθο που ονομαζόταν και Ηλιούπολις. Στην αγορά της Κορίνθου υπήρχαν προπύλαια πάνω στα οποία υψώνονταν δύο άρματα επίχρυσα, με τον Φαέθοντα, τον γιό του Ήλιου πάνω στο ένα και τον ίδιο τον Ήλιο, στο άλλο (Παυσανίας, ΙΙ 3,2).
Στην Κρήτη, ο Ήλιος λατρεύτηκε με την μορφή ταύρου. Ο μύθος εξάλλου της Πασιφάης, της κόρης του Ήλιου, που ερωτεύεται έναν ταύρο, ανάγεται σε μια παλιά αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο ηλιακός Θεός με την μορφή ταύρου και η Θεά της Σελήνης με τη μορφή αγελάδας ενώθηκαν σε ιερό γάμο.
Βρίσκουμε στους "Νόμους" του Πλάτωνα τον Σωκράτη να προσεύχεται στον ανατέλλοντα Ήλιο.
Στη Θρινακία- κατ’ άλλους στην Τρινακρία- που όπως έλεγαν βρισκόταν κοντά στη Σικελία, βρίσκονταν τα κοπάδια του Ήλιου, τα οποία φύλαγαν οι Ηλιάδες κόρες, η Λαμπετίη και η Φαέθουσα, που τις είχε γεννήσει η η Νέαιρα, άλλη αγαπημένη του θεού. Η πρώτη κόρη φρόντιζε τα βόδια και η δεύτερη τα πρόβατα. Κάθε είδος είχε εφτά κοπάδια και σε κάθε κοπάδι υπήρχαν πενήντα ζώα. Σ’ αυτά τα κοπάδια έπρεπε να μείνει σταθερός ο αριθμός, μήτε να αυξηθεί, αλλά και μήτε να ελαττωθεί. ( 7x 50= 350, αναγόμαστε το έτος, που ημερολογιακά έπρεπε να είναι σταθερό). Όποιος τα πείραξε, τον περίμενε μεγάλη τιμωρία. Η Κίρκη συμβουλεύει τον Οδυσσέα να μην πειράξουν τα κοπάδια του πατέρα της, του Ήλιου:
[[ Στης Θρινακίας το νησί θα φθάσεις, όπου βόσκουν
βόδια του Ηλίου πάμπολλα και σαρκωμέν' αρνία·
βοδιών επτά κοπές, αρνιών επτά, κι έχει πενήντα
κάθε κοπή· και δεν γεννούν, αλλ' ούτε ολιγοστεύουν·
δυο νύμφες καλοπλέξουδες επιστατούν εκείνα,
Φαέθουσα και Λαμπετιά, και θυγατέρες είναι
του Ηλίου του Υπερίονα και της καλής Νεαίρας.
τες γέννησε και ανάστησεν η σεβαστή μητέρα,
και εις το νησί τες έβαλε να ζουν της Θρινακίας,
τα πατρικά τους πρόβατα και βόδια να φυλάγουν.
και αν δεν τα εγγίζεις κι εννοιασθείς για την επιστροφή σου,
τότε, και αν πάθετε πολλά, θα φθάστε εις την Ιθάκη·
αλλ' αν τα βλάψεις, όλεθρο προβλέπω εις το καράβι
και εις τους συντρόφους· και αν σωθείς μόνος εσύ, θα φθάσεις
αργά και κακώς έχοντας, και από συντρόφους έρμος». ]] (Όμηρος, Οδύσεια, μ΄, 127- 141)
Οι σύντροφοι του Οδυσσέα, όμως, παράκουσαν τις εντολές του, έσφαξαν από τα βόδια του και γι’ αυτό τιμωρήθηκαν. Δεν τους τιμώρησε ο ίδιος ο θεός. Αλλά παραπονέθηκε στον Δία και τον πνιγμό τους τον προκάλεσε ο συννεφοσυνάχτης Δίας. Μας αναφέρει ο Όμηρος:
[[ Κι έτρεξε ευτύς η Λαμπετώ, με το συρτό φουστάνι,
μαντατοφόρα γλήγορη, στον Ήλιο να μηνύσει
πως του 'σφαξαν τα βόδια του· κι ο Ήλιος θυμωμένος
τους αθανάτους φώναξε και τους παρακαλούσε·
«Δία πατέρα, κι οι λοιποί μακαριστοί κι αιώνιοι,
πλερώστε εσείς τους άσεβους συντρόφους του Δυσσέα,
που τα γελάδια μου 'σφαξαν, που με χαρά θωρούσα
στον ουρανό όταν πήγαινα τον αστροστολισμένο,
και πίσω πάλε όταν στη γης γυρνούσα απ' τα ουράνια.
Και των βοδιών την πλερωμή, που πρέπει, αν δε μου δώσουν
θα πάω στον Άδη να χωθώ και στους νεκρούς να φέγγω».
Κι ο Δίας τότε απάντησε ο συγνεφοσυνάχτης·
«Ήλιε μου, λάμπε στους θεούς και στους θνητούς στον κόσμο,
κι εγώ μ' αστροπελέκι μου - στο τάζω - φλογισμένο
να σπάσω το καράβι τους στη μέση του πελάγου».]] (Όμηρος, Οδύσεια, μ΄, 374- 387)
Ο Ήλιος είναι ο κατ' εξοχὴν θεός της όρασης. Και εξ αιτίας του φωτός που παρέχει ο Ήλιος είναι εφικτή η όραση. Σύμφωνα με τν Πλάτωνα, το κυριότερο όργανο του ανθρώπου είναι οι οφθαλμοί του, που ονομάζονται φωσφόροι. Το ανόθευτο πυρ της ψυχής είναι ομοειδές με το ηλιακό φως και ρέει από τους οφθαλμούς λείο και πυκνό. Καθώς το ρεύμα της όρασης ρέει προς τα έξω, συνενώνεται με το ομοειδές του ηλιακό φως, δημιουργώντας ένα ομογενές πεδίον, που είναι οικείο στην ευθεία των οφθαλμών.
Όλοι οι μύστες τον τίμησαν και κάποιοι έγραψαν θαυμάσιους ύμνους για τον Ήλιο:
[[ Εισάκουσέ με, βασιλέα του νοητικού πυρός, Τιτάνα με τα χρυσά ηνία, εισάκουσέ με,
χορηγέ του φωτός, βασιλέα, που ο ίδιος κρατάς το κλειδί της ζωογόνας πηγής και διοχετεύεις από ψηλά πλούσιο ρεύμα αρμονίας στους Κόσμους της ύλης.
Εισάκουσέ με. Γιατί εσύ, που βρίσκεσαι στην υπέρ του αιθέρος μεσαία έδρα και κατέχεις τον ολοφώτεινο δίσκο, την καρδιά του Κόσμου, γέμισες τα πάντα με τη δική σου πρόνοια που διεγείρει τον νου…
Ζωσμένοι οι πλανήτες με τους αιώνιους πυρσούς σου, στέλνουν με τους αδιάκοπους και ακούραστους χορούς τους ζωογόνες σταγόνες στα επιχθόνια. Κάτω από τις επαναλαμβανόμενες πορείες του άρματός σου αναβλάστησε ολόκληρη η πλάση σύμφωνα με την τάξη των Ωρών.
Ο ορυμαγδός των ιόντων συγκρούονταν μεταξύ τους σταμάτησε μόλις εμφανίστηκες από τον άρρητο γονιό σου. Μπροστά σου υποχώρησε ο ακλόνητος χορός των Μοιρών. Και ξανακλώθουν πάλι το νήμα της άφευκτης ανάγκης, όταν θελήσεις.
Γιατί ολόγυρα κυβερνάς, ολόγυρα βασιλεύεις με ισχύ. Από τη δική σου σειρά ξεπήδησε ο βασιλιάς του τραγουδιού που υπακούει στο θείο, ο Φοίβος. Ψάλλοντας θεόπνευστα τραγούδια με τη συνοδεία της κιθάρας ησυχάζει το μεγάλο κύμα της βαριόηχης πλάσης.
Από τον δικό σου σωτήριο θίασο ξεπήδησε ο γλοικόδωρος Παιάνας και επέβαλε στον πλατύ κόσμο τη δική του υγεία, γεμίζοντας τον με άφθαρτη αρμονία. Εσένα υμνούν ως ξακουστό πατέρα του Διονύσου.
Άλλοι πάλι στα τραγούδια σε εξυμνούν ως βακχικό Άττη στα απώτατα βάθη της ύλης και άλλοι ως όμορφο Άδωνη.
Φοβούνται την απειλή του γοργού μαστιγίου σου οι αγριόψυχοι δαίμονες που βλάπτουν τους ανθρώπους και μηχανεύονται κακά για τις δύστυχες ψυχές μας, προκειμένου για πάντα μέσα στον πάτο της βαριόηχης ζωής να υποφέρουν πεσμένες στα δεσμά του σώματος και έτσι να ξεχάσουν την ολοφώτεινη αυλή του υψηλού πατέρα.
Εσύ όμως, άριστε των θεών, στεφανωμένε με πυρ, όλβιε δαίμονα, εικόνα του θεού που γέννησε τα πάντα, ανυψωτή των ψυχών, εισάκουσέ με και καθάρισέ με για πάντα από κάθε αμαρτία.
Δέξου την πολυδακρισμένη ικεσία, σώσε με από τις ολέθριες κηλίδες, φύλαγε με μακριά από τις Ποινές καταπραΰνοντας το γρήγορο μάτι της Δικαιοσύνης που βλέπει τα πάντα.
Με σωτήρια βοήθειά σου ας χαρίζεις για πάντα στην ψυχή μου το αλεξίκακο αγνό φως, διαλύοντας τη φαρμακερή ομίχλη που καταστρέφει τους θνητούς.
Χάρισε ακόμα την ακεραιότητα και την υγεία με τα λαμπρά της δώρα στο σώμα μου και οδήγησέ με στη δόξα, ώστε σύμφωνα με τους θεσμούς των προγόνων να καλλιεργώ τα δώρα των ωριοπλόκαμων Μουσών.
Και δώσε μου, άναξ, αν θες, αδιατάρακτη ευτυχία για την λατρευτή ευσέβεια μου. Όλα μπορείς να τα κάνεις εύκολα.Γιατί έχεις ισχυρή και άπειρη δύναμη. Κι αν μας απειλεί κανένα κακό προερχόμενο από την άτρακτο της Μοίρας που περιστρέφεται ελικοειδώς κάτω από τα νήματα που κινούνται από τα άστρα, διώχνε το εσύ με τη μεγάλη φεγγοβολή σου. ]] (Πρόκλος, Ύμνος στον Ήλιο)
Αργότερα ο Ήλιος ταυτίστηκε με τον Απόλλωνα. Αυτό δεν είναι σωστό, γιατί υπάρχει μία σημαντική διάκριση μεταξύ τους. Ο Ήλιος είναι το «αισθητόν ον» και αποτελεί αντανάκλαση του νοητού θεού Απόλλωνα και των Ιδεών του επί του αισθητού πεδίου. Έτσι δεν είναι ορθό να θεωρούμε ότι ταυτίζονται, αλλ’ ότι ο Ήλιος προέρχεται από τον Απόλλωνα και πως αποτελεί μία από τις ελλόγιμες εκφράσεις του θεού. Συνεπώς ο Ήλιος είναι ο ορατός θεός ενώ ο Απόλλωνας είναι ο νοητός, ο οποίος είναι το αίτιο και αρχή του ορατού. Μεταφυσικά, η ύπαρξη του Ήλιου οφείλεται στον Απόλλωνα, ενώ η ύπαρξη του Απόλλωνα δεν οφείλεται στον Ήλιο, αλλά είναι αυθύπαρκτος και απορρέει από τον εαυτό του. Κλείνουμε αυτό το αφιέρωμα στον Ήλιο με το ακόλουθο απόσπασμα:
[[ ὅθεν οἱ μὲν πολλοὶ τῶν
προγενεστέρων ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν ἡγοῦντο θεὸν Ἀπόλλωνα
καὶ ἥλιον· οἱ δὲ τὴν καλὴν καὶ σοφὴν ἐπιστάμενοι
καὶ τιμῶντες ἀναλογίαν, ὅπερ σῶμα πρὸς ψυχὴν ὄψις δὲ
πρὸς νοῦν φῶς δὲ πρὸς ἀλήθειάν ἐστι, τοῦτο τὴν ἡλίου
δύναμιν εἴκαζον εἶναι πρὸς τὴν Ἀπόλλωνος φύσιν, ἔκγονον
ἐκείνου καὶ τόκον ὄντος ἀεὶ γιγνόμενον ἀεὶ τοῦτον
ἀποφαίνοντες. ἐξάπτει γὰρ καὶ προάγεται καὶ συνεξορμᾷ
τῆς αἰσθήσεως τὴν ὁρατικὴν δύναμιν οὗτος ὡς τῆς ψυχῆς
τὴν μαντικὴν ἐκεῖνος.]] (Πλούταρχος, Περί του μη χραν έμμετρα νυν την Πυθίαν, 42)


Δεν υπάρχουν σχόλια: