Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Παιδικές αναμνήσεις: Ο Γιαννάκης ο Παλαιστής


[[ Τάκης Μάρκου ]]

Ο Γιαννάκης ήταν ο πιο αδύνατος, ο πιο λιανός, της παρέας μας. Αεικίνητος, δεν μπορούσε να σταθεί σ’ ένα μέρος. Κι αφού ήταν κουρδισμένος να κινείται συνέχεια, που να βάλει ξύγκι ή κρέας πάνω του. Πετσί και κόκκαλο. Σπάνια γελούσε. Αντίθετα ο Νίκος ο Κατσάμπας, ο γείτονάς του ήταν συνέχεια με το γέλιο στο πρόσωπο. Ένας δρόμος χώριζε τα σπίτια τους και συνέχεια κάθονταν στο ίδιο θρανίο. Ο Νίκος χαμογελαστός και καλαμπουρτζής, ο Γιαννάκης αγέλαστος και σοβαρός, ο Νίκος αραχτός και χαλαρός λες και ήταν Θεσσαλονικιός, ο Γιαννάκης αεικίνητος σαν να είχε βάλει μπαταρίες Ντούρασελ- μπαταρίες που βγήκαν αρκετά χρόνια αργότερα. Ο Νίκος δεν γούσταρε τις φασαρίες, ο Γιαννάκης ήταν φασαριόζος και τσαντίλας. Αν και αντίθετοι χαρακτήρες, τα γειτονάκια ήσαν αχώριστα. Ακόμη κι όταν μάλωναν, μπορεί για κάποιες μέρες να μην μιλούσαν, αλλά πάντα μαζί. Ποτέ δεν σκέφτηκαν ν’ αλλάξουν θρανίο ή παρέα επειδή είχαν τσακωθεί.
Εμείς τους γνωρίσαμε στην πρώτη τάξη του Δημοτικού, όταν γίναμε συμμαθητές. Οι πιο μεγάλοι για να κάνουν χάζι έβαζαν εμάς τους μικρότερους να παλεύουμε. Το άναμμα του φυτιλιού γινόταν απλά με έναν λόγο: « Αυτός είπε ότι “σε μπορεί”»! Η φράση «σε μπορεί» σήμαινε ότι είσαι το χεριού του και σε νικάει. Η αμφισβήτηση της παλικαριάς μας ήταν προσβολή και έπρεπε στο πεδίο της μάχης ν’ αποδείξουμε πως ήμασταν δυνατότεροι. Παλεύαμε λοιπόν- «βάζαμε μέση» το λέγαμε- για ν’ αποδείξουμε ότι «δεν μας μπορούσε». Η πάλη ήταν μια σύνθεση από ελληνορωμαϊκή πάλη με λαβές και τρικλοποδιές και μποξ με γροθιές και κλωτσιές.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Θα ‘χαμε κλείσει ένα μήνα στο σχολείο, οπότε ήρθε ο ξάδερφός μου ο Θοδωρής, του μπαρμπα-Βασίλη του Κουφού, σ’ ένα διάλειμμα και μου έβαλε τη φυτιλιά: «Ο Γιαννάκης είπε ότι σε μπορεί».
Ο μπαρμπα- Βασίλης ήταν παντρεμένος με την αδερφή της μάνας μου. Χαρακτηριστικός τύπος γλετζέ και καλαμπουρτζή ανθρώπου. Ήταν μια παρέα, αυτός, ο μπαρμπα-Λιάμης ο Χατζήνας, ο μπαρμπα-Νίκος ο Φρλάκος, ο μπαρμπα-Γιάννης ο Κουφίνας που έπαιζε και το ντούλι, που όταν άρχιζαν να πίνουν και να χωρατεύουν δεν είχαν τελειωμό. Μπορεί να ξεκινούσαν- το χειμώνα που δεν είχαν αγροτικές δουλειές- με ούζο στο καφενείο του μπαρμπα-Λιάμη, συνέχιζαν με κρασί στην ταβέρνα του Καλόγρια, μετά πήγαιναν να δοκιμάσουν το κρασί στο γειτονικό Ρημόκαστρο, από ‘κει πετάγονταν στο Μαυρομάτι, κι αφού έπιναν τον καφέ τους στον Κριμπά, μετά δυο- τρεις μέρες γύριζαν στο χωριό να κοιμηθούν. Και το τραγούδι και τα χωρατά ασταμάτητα!
Ο ξάδερφος, λοιπόν, άναψε το φυτίλι του καυγά. Πήγα και βρήκα το Γιαννάκη. «Ρε, είπες εσύ πως με μπορείς;» τον ρώτησα. «Ναι, ρε, το είπα», μου απάντησε. Αρχίσαμε τότε να σπρωχνόμαστε και μετά τον έπιασα από την μέση για να τον ρίξω κάτω. Νόμισα πως έτσι που ήταν αδύνατος θα τον έριχνα με τη μια. Αλλά πού; Είχε ανοίξει τα πόδια του- κάτι κανιά πελώρια- και δεν έπεφτε. Έτσι άρχισε το πάλεμα. Έπεσαν μερικές κοφτές, λίγες κλωτσιές, πήγαινα να του κάνω κάποια λαβή, αλλά ξεγλιστρούσε. Κι εκεί που είχαμε αναψοκοκκινίσει χτύπησε το κουδούνι χωρίς νικητή. Ισοπαλία, λοιπόν! Είπαμε να συνεχίσουμε στο σχόλασμα. Πού όρεξη για μάθημα. Και οι δυο σκεφτόμασταν τον δεύτερο γύρο της πάλης.
Με το που χτύπησε το κουδούνι πετάχτηκα έξω από την αίθουσα έτοιμος να του δώσω να καταλάβει ότι ο νικητής είμαι εγώ. Σαν απομακρυνθήκαμε λίγο από το σχολείο, άρχισε ο δεύτερος γύρος του καυγά. Μαζεύτηκε γύρω η μαρίδα και άλλοι τάχτηκαν μ’ εμένα κι άλλοι με τον Γιαννάκη. Άρχισαν να αλαλάζουν και να μας παροτρύνουν «ρίξ’ του» ή «βάλε τρικλοποδιά και ξάπλωσέ τον». Κι όπως ήμασταν πιασμένοι, νιώσαμε δυο γερά χέρια να μας χωρίζουν. Ήταν ο δάσκαλός μας, ο κυρ-Γιώργος ο Αγγελής. «Τα καλά παιδιά δεν μαλώνουν», μας είπε, «και ιδίως οι συμμαθητές, που πρέπει να είναι σαν αδέλφια». Κοκκινίσαμε από ντροπή και κοιτάζαμε κάτω στο χώμα. Δεν είχαμε το θάρρος, εμείς οι πρώην παλικαράδες, να τον κοιτάξουμε στα μάτια. «Εμπρός, δώστε τα χέρια και μετά πηγαίνετε στα σπίτια σας» μας είπε ο δάσκαλος. Δώσαμε δειλά τα χέρια. «Φίλοι;» μας ρώτησε ο κύριος Γιώργος. «Φίλοι!» απαντήσαμε εμείς. Κι έτσι γίναμε φίλοι με τον Γιαννάκη. Μπορεί μ’ εμένα να μην ξαναμάλωσε, αλλά είπαμε ότι ήταν καυγατζής κι έτσι του κολλήσαμε το παρατσούκλι «Παλαιστής»!
Αφού τελειώσαμε την πρώτη τάξη άρχισε η νομαδική ζωή της οικογένειάς μου για πέντε χρόνια, όπου δεν στέριωσα να βγάλω μια τάξη σ’ ένα μέρος, αλλά άλλαζα δύο και τρία σχολεία τη χρονιά. Ο πατέρας μου έπιασε δουλειά σαν μηχανικός πετρελαιομηχανοκίνητων σκαπτικών μηχανημάτων ή μεταφορικών σε μια μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία. «Μάθε δουλειά κι άσε την κι όταν πεινάσεις πιάσε την», λέει η σοφή παροιμία. Λίγο στην παλιά πετρελαιομηχανή του πετρόμυλου, λίγο στην παλιομπουλντόζα που πήρε συνεταιρικά με τον μπατζανάκη του για να οργώνουν τα ρουμάνια της αττικοβοιωτίας και να τα κάνουν καλλιεργήσιμες εκτάσεις, πήρε το κολάι του μουτζούρη, δηλαδή του μηχανικού στις μηχανές που κινούνταν με πετρέλαιο. Έτσι όπου εργοτάξιο που υποστήριζε μπουλντόζες, γερανούς, γκρέιντερ, φορτηγά αυτοκίνητα, φορτωτές και τορναμπούλ για τα έργα, ο πατέρας μου αρχιτεχνίτης. Γυρίσαμε πάλι στο χωριό για λίγους μήνες προς το τέλος της τρίτης τάξης.
Μια μέρα στο σχολείο καθώς παίζαμε στο διάλειμμα κυνηγητό, έτρεξα στο πίσω μέρος του σχολείου για να μη με πιάσουν. Και τι να δω; Δυο μεγαλύτερα παιδιά είχαν βάλει κάτω τον Γιαννάκη και τον κλωτσούσαν. Παράτησα στη μέση το παιγνίδι κι όρμησα. «Ρε, το φιλαράκι μου, ρε;» είπα και σκαρφάλωσα στην πλάτη τους, όπως ήσαν σκυμμένοι και τον χτυπούσαν. Δεν με ένοιαζε που ήταν μεγαλύτεροι. Κι άλλες φορές τα είχα βάλει με μεγαλύτερους. Πρώτα απ’ όλα είχα έναν ξάδερφο, τον αδερφό του Σταθάκου, που ήταν δυο χρόνους μεγαλύτερος. Αρκετές φορές ήρθαμε στα χέρια και τον έστρωξα (έτρεψα σε φυγή). Έτσι, λοιπόν, άτρομος άρχισα να χτυπάω τους μαντράχαλους που είχαν βάλει κάτω το φιλαράκι μου. Τα ‘χασαν αυτοί με την επίθεση, βρήκε την ευκαιρία ο Γιαννάκης και σηκώθηκε και δύο εναντίο δύο πλέον τους κανονίσαμε. Σημασία δεν έχει η ηλικία, αλλά να το λέει η ψυχή σου και να θέλεις να νικήσεις.
Τον ρώτησα μετά γιατί τα έβαλε με δύο και μου απάντησε πως τον έβρισαν και τον είπαν «μαλάκα». Επομένως, με το δίκιο του να θέλει να σβήσει την προσβολή! Αυτή την εποχή ήταν προσβολή να σε αποκαλέσει κάποιος «μαλάκα». Η λέξη αυτή ήταν προσβλητική, δεν ήταν τίτλος τιμής, όπως είναι σήμερα, που την χρησιμοποιούν κατά κόρον αρσενικοί, θηλυκά και γκέι. Δυστυχώς έχουμε κι αυτή την τιμητική κατηγορία ανθρώπων στις μέρες μας, τους πισωγλέντηδες, τους ξεφωνημένους που θέλουν να μας επιβληθούν. Ένα άλλος προσβλητικός χαρακτηρισμός ήταν να σε πει ο άλλος «φλώρο» ή «πούστη». Γινόταν μακελειό! Γιατί ζούσαμε σε μια ηρωική εποχή, έχοντας γαλουχηθεί με τα κατορθώματα των ηρώων και να βάζουμε πάνω απ’ όλα την τιμή μας. Μύγα δε σηκώναμε στο σπαθί μας. Με το αίμα μας υπερασπιζόμασταν το όνομά μας!
Το γεγονός, πως πρόστρεξα για βοήθεια, δεν το ξέχασε ο Γιαννάκης ο Παλαιστής και πάντοτε με σεβόταν κι άκουγε το λόγο μου. Γιατί είχαμε και μπέσα τότε, δεν ήμασταν φιλοτομαριστές. Πάντα με θεωρούσε έναν πολύ καλό φίλο. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν είχα παντρευτεί, η μητέρα του απαντήθηκε με τη γυναίκα μου. Χωρίς να ξέρει την παιδική φιλία μας με τον Γιαννάκη η γυναίκα μου είπε ένα ξερό «καλημέρα» και συνέχισε το δρόμο της. Η γριά- Βασίλω της φώναξε να σταματήσει και της είπε: «Καλέ, να μη μου λες μόνο μια καλημέρα. Ο άντρας σου με τον γιό μου ήταν πολύ καλοί φίλοι στο σχολείο. Δεν είμαστε ξένες!».
Όταν παίζαμε την μακριά γαϊδούρα, τον Γιαννάκη τον βάζαμε πρώτον γιατί ήταν ισχνός. Μετά καθόμασταν οι πιο ψωμωμένοι για να κρατάμε το βάρος των περισσότερων παιδιών. Στο τόπι που παίζαμε στ’ αλώνια ο Γιαννάκης έπαιζε μεσοεπιθετικός- κάτι σαν τον σημερινό Φορτούνη. Εγώ συνήθως έπαιρνα τη θέση του σεντερ-μπακ. Μια μέρα που παίζαμε χαλαρά, με πέρασε δυο φορές και έβαλε δυο γκολ, οπότε άρχισε το δούλεμα. Από εκείνη την ημέρα πείσμωσα κι όταν παίζαμε αντίπαλοι δεν τον άφησα να με ξαναπεράσει. Τότε τα σκορ ήσαν 12- 8, άλλοτε 7-5. Ακόμη οι Ιταλοί δεν είχαν καθιερώσει το κατενάτσιο, που χάθηκε η ουσία του ποδοσφαίρου και η γλύκα του να κυνηγάς το γκόλ στην σκοπιμότητα του αποτελέσματος, κι έτσι το ποδόσφαιρό μας ήταν επιθετικό. Μπόλικα γκόλ και το πανηγυρίζαμε. Τις περισσότερες φορές, όμως, όταν παίζαμε πανωμαχαλίτες και κατωμαχαλίτες, ή Βαγαίοι με Κασνεσαίους ήμασταν συμπαίχτες. «Έι, φίλε, βράχος πίσω, να μην περάσει ούτε κουνούπι», μου έλεγε.
Σαν μαθητής ήταν μέτριος, αλλά στην μυθολογία και στην ιστορία ήταν αξεπέραστος. Τον μάγευαν τα κατορθώματα του Ηρακλή, του Θησέα, του Ιάσονα, η παλικαριά του Αχιλλέα και του Αίαντα, ο ηρωισμός του Αλέξανδρου. Μα όταν πήγαμε στο γυμνάσιο περισσότερο τον έθελγαν οι παλικαριές των κακών στα κινηματογραφικά έργα. Κάθε Κυριακή στον κινηματογράφο της Γιωργίας του Κωστή. Η κυρα- Γιωργία πίσω από το στενό ταμείο της κι ο Κωστής να ελέγχει στην είσοδο τα εισιτήρια και τους τζαμπατζήδες να μην τρυπώνουν στη ζούλα. Ακόμη κι όταν στους μαθητές απαγορευόταν κάποια εποχή ο κινηματογράφος, ο Γιαννάκης έβρισκε τον τρόπο να μην χάνει έργο. Αντί να ταυτίζεται με τον καλό ήρωα λ.χ. τον Νίκο Κούρκουλο, ο Παλαιστής ταυτιζόταν με τον κακό, λ.χ. τον Κώστα Καζάκο. Κι επαναλάμβανε κάποιες ατάκες, όπως «Πρόσεχε, φίλε, εγώ θυμάμαι σαν καμήλα» ή «Θα σε περιμένω στο μπαρ ο Μαύρος Γάτος». Αργότερα στα σπαγγέτι γουέστερν ενώ εμάς μας άρεσε ο Κλιντ Ίστγουντ, που ήταν ο παλικαράς, του Γιαννάκη του άρεσε ο Λη Βαν Κλιφ ή Ζαν Μαρία Βολοντέ, που ήσαν οι κακοί της υπόθεσης.
Κάπου στα δεκαπέντε του άρχισε να καπνίζει. Στην πρώτη τάξη του Λυκείου, όταν πηγαίναμε βόλτα προς το γήπεδο, μας ζητούσε να φτάνουμε σχεδόν μέχρι το Κασκαβέλι, για να μην τον δουν. Κι όταν την Κυριακή γυρίζαμε στο γήπεδο να δούμε την ομάδα του χωριού μας, τον Παμβαγιακό, πολλές φορές μας άφηνε και πήγαινε πιο πάνω προς τις ελιές για να καπνίσει. Εμείς γελάγαμε με τον μπαρμπα_Λιάμη τον Χατζήνα που φώναζε «Πανούση, σκίσου σαν τρίφυλλη κουρελού, μανάρι μου» ή «Απόστολε, πάρ’ τους τα σώβρακα, παιχταρά μου» κι ο Γιαννάκης απολάμβανε τα τσιγάρα του.
Στην ίδια τάξη προσέξαμε πως δεν έβλεπε καλά στον πίνακα κι αντέγραφε από τον διπλανό του. Πολλές φορές έσμιγε τα μάτια σαν γκαβός για να δει μακριά. Το είπαμε στον πατέρα του, τον μπαρμπα-Μήστο, γιατί ο ίδιος δεν ήθελε να μαθευτεί, κι έτσι ο Γιαννάκης ήταν ο πρώτος της παρέας που φόρεσε γυαλιά μυωπίας. Μα ντρεπόταν και τα φορούσε μονάχα όταν ήταν να δει όσα έγραφαν οι καθηγητές και οι συμμαθητές μας στον πίνακα. Μετά ένα χρόνο ακολούθησα κι εγώ. Κάποιο βράδυ, που δεν φώτιζε καλά η λάμπα του ηλεκτρικού, μιμήθηκα τον Γιαννάκη στο σμίξιμο των ματιών. Με είδε ο πατέρας μου. Έγραψε κάποια γράμματα κι αριθμούς στο πίσω μέρος του πακέτου των τσιγάρων του με το στυλό, στάθηκε δυο μέτρα μακριά και ζήτησε να του τα διαβάσω. Άλλα μπόρεσα να τα διακρίνω κι άλλα όχι. Μέσα στη βδομάδα καταλήξαμε στον οφθαλμίατρο κι από τότε, πενήντα και βάλε χρόνια, είμαι διοπτροφόρος.
Στην αναφορά μου στον Νίκο τον Κατσάμπα περιέγραψα την αιτία της ομαδικής μας τετραήμερης αποβολής όλων των αγοριών στη δεύτερη τάξη Λυκείου. Σαν, λοιπόν, ο Λυκειάρχης πήγε να μας κάνει τσακωτούς όταν χορεύαμε στο καφενείο του Ταρανίνου, δυο- τρεις προσπάθησαν να διαφύγουν από την πίσω πόρτα. Ο Γιαννάκης αν και πήδησε εκείνο το βράδυ από στέγες, ταράτσες και ρούγες για να μην γίνει τσακωτός, δεν απόφυγε την τιμωρία. Έτσι γεύτηκε κι εκείνος το πικρό ποτήρι εκείνης της εφηβικής απερισκεψίας.
Ο Ιησούς ο Κατσακούτσιας δεν ήταν συμμαθητής μας, ήταν μεγαλύτερος. Έγινε συμμαθητής μας στο Λύκειο γιατί είχε χάσει τάξη. Ήταν ιδιόρρυθμος τύπος. Κάποια βροχερή μέρα του χειμώνα, που αναγκαστικά μείναμε στην τάξη στα διαλείμματα- μιας και το σχολείο δεν είχε στεγασμένο διάδρομο- έτυχε να λογοφέρουν. Κι ενώ τίποτα δεν προμήνυε πως θα ξεσπάσει θύελλα, ξαφνικά έγιναν μπαρούτι και ο Ιησούς και ο Γιαννάκης. Μάλλον ο Ιησούς έκανε μια χειρονομία που τσάντισε τον Παλαιστή. Καθόμουν στο θρανίο με τον Νικολή και λέγαμε ανέκδοτα. Εγώ και ο Σταθάκος είχαμε τα πρωτεία στα ανέκδοτα και τα αστεία, ιδίως τα πιπεράτα στιχάκια. Ξάφνου αντιλαμβάνομαι τον Γιαννάκη να κάνει ένα σάλτο πάνω από το θρανίο για να χτυπήσει τον Ιησού. Όπως πέρασε πάνω από το θρανίο μου, τον έπιασα από τον αστράγαλο και τον προσγείωσα. Είχε γίνει κίτρινος σαν φλουρί κι έτρεμε από τα νεύρα του. Με τα χίλια ζόρι τον καλμάραμε γιατί αν γινόταν φασαρία θα έπαιρνε κι άλλη αποβολή.
Στη δεύτερη και την τρίτη τάξη του Λυκείου έγινε μανιώδης καπνιστής. Με το που χτυπούσε το κουδούνι για διάλειμμα πεταγόταν πρώτος από την αίθουσα και πήγαινε στη νότια γωνία του αφύλακτου προαύλιου, που ήσαν κάτι χαλάσματα, για να μην γίνει αντιληπτός από τους καθηγητές και κάπνιζε αρειμανίως. Κι όταν μπαίναμε για μάθημα, γύριζε σαν κύριος.
Ήταν η εποχή που κλέβαμε τα μπιφτέκια από την τσάντα του Κατσάμπα. Κι όπως ο Φίλης ο Μπούζας μας έδινε το αντίδωρο, μια μέσα ο Γιαννάκης του κοπάνισε το χέρι κι έφυγε προς την πλευρά του το μπιφτέκι. Μα όπως ήταν γκαβούλιακας- είπαμε τα γυαλιά τα απεχθανόταν όπως ο διάολος το λιβάνι- είδε στο πάτωμα μια αδιόρατη μαύρη μάζα. «Ρε τι είν’ αυτό;» έκανε και με το παπούτσι του έλιωσε τον μπίφτεκα και τον έκανε πάλι κιμά. Τον λιώσαμε στα φάσκελα και στις κλωτσιές κάτω από το θρανίο για τον μεζέ που μας χαράμισε. Αν δεν έλιωνε το μπιφτέκι θα το παίρναμε, θα το καθαρίζαμε λίγο και θα του δίναμε να καταλάβει. Τότε ελάχιστα πράματα πήγαιναν στα σκουπίδια. Σαν έπεφτε φαγώσιμο κάτω, λίγο το καθαρίζαμε και το τρώγαμε. Δεν υπήρχε η πολυτέλεια να πεταχτεί. Εδώ βλέπαμε να πηγαίνει το ποντίκι- και τα σπίτια είχαν αρκετά κατοικίδια ζώα, δηλαδή ποντίκια- στο ράφι που ήταν το καρβέλι με το ψωμί, έτρωγε το μερίδιό του, και μετά το καθαρίζαμε με το σουγιά και τρώγαμε το υπόλοιπο. Και φυσικά δεν παθαίναμε τίποτα!
Το μεγάλο γέλιο έπεσε το καλοκαίρι που περάσαμε «περιοδεύων» για τη στρατολογία. Τσίτσιδοι μια ολόκληρη μέρα για να μας εξετάσουν οι γιατροί. Δυο μέρες κρατούσε η διαδικασία. Την πρώτη μέρα ιατρικές εξετάσεις και τη δεύτερη τεστ για την κατάταξη στα όπλα. Όλοι της ηλικίας μας από το χωριό- ακόμη κι αυτοί που είχαν παρατήσει το σχολείο και είχαν πάει στην Αθήνα να μάθουν τέχνη ή δούλευαν σαν μαθητευόμενα μαστορόπουλα- μαζεμένοι στο μεγάλο Γυμνάσιο της Θήβας. Κι εκεί γελάγαμε με τα προσόντα του καθενός. Όλων τα μάτια καρφωμένα σε ό,τι υπήρχε ανάμεσα στα σκέλια. Κάποιοι σεμνότυφοι έβαζαν το χέρι μπροστά. «Ε, τα χέρια κάτω. Τίποτα δεν κρύβουμε!» τους πειράζαμε. Κοκαλιάρης ο Γιαννάκης. Ο μηρός του όσο ο δικός μας πήχυς, το μπράτσο του όσο ο δικό μας καρπός. Στα αντρικά προσόντα, όμως, σωστός. Κι αυτή ήταν η τελευταία ομαδική συνάντηση σαν συμμαθητές.
Μετά απ’ αυτό το καλοκαίρι δεν τον είδα πολλές φορές. Αν και οι υπόλοιποι βλεπόμασταν στις γιορτές, αυτός σπάνια ερχόταν στο χωριό. Τον είδα τρεις- τέσσερις φορές όλο κι όλο κι αυτό στις εκλογές, όπου ήταν αναγκασμένος να έρθει να ψηφίσει. Την μία φορά καθίσαμε στο καφενείο του Γκίκα για καφέ και τα είπαμε για λίγο.
Πριν λίγα χρόνια, ένα πρωινό, κι ενώ ήμουν στο γραφείο μου σαν Λυκειάρχης, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον Νικολή, που με πληροφόρησε πως ο παιδικός μας φίλος πέθανε και θα γινόταν η κηδεία του το μεσημέρι, όπου θα έφερναν τη σωρό του στην εκκλησία από την Αθήνα. Έτσι παραβρεθήκαμε στο ξόδι του ο Νικολής κι εγώ. Μετά τον Νίκο τον Κατσάμπα έφυγε για τον άλλον κόσμο και ο γείτονάς του ο Γιαννάκης ο Παλαιστής. Εκεί πλέον βρίσκονται οι δύο κολλητοί μας της παιδικής παρέας περιμένοντας να πάμε και οι υπόλοιποι- αφού κανένας μας δεν θα μείνει σ’ αυτόν τον κόσμο παντοτινά. Όταν τους συναντήσουμε, δεν ξέρω πω θα είμαστε: θα είμαστε σαν παιδιά για ξαναπαίξουμε γκρόπιζες, κλιτς κοπάν και τόπι, ή πιο μεγάλοι για να παίξουμε ξερή; Κανείς δεν γύρισε από τον άλλο κόσμο για να μας πει κι έτσι θα υπάρχει το αιώνιο ερώτημα… Το μόνο που μου μένει σήμερα- που είναι η γιορτή Αϊ-Γιαννιού- είναι να θυμηθώ τις αξέχαστε μέρες, που ζήσαμε με το Γιαννάκη τον Παλαιστή, γράφοντας αυτές τις αράδες, έτσι, αντί για μνημόσυνο, και να ευχηθώ να είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει…

Δεν υπάρχουν σχόλια: