Τρίτη 14 Μαΐου 2019

Η απληστία των ελαχίστων είναι η αιτία της δυστυχίας των πολλών


[[ δαμ- ων ]]

2ο μέρος
Συνεχίζουμε με ένα Αραβικό παραμύθι για την απληστία:
[[ Ένας ράφτης φτωχός και λίγο περίεργος που προκαλούσε έκπληξη στους ανθρώπους με τη συμπεριφορά του. Αλλά αυτό που τους παραξένευε πιο πολύ ήταν ο τρόπος που δούλευε. Ανάμεσα σε δύο βελονιές άφηνε το μαγαζάκι του, πήγαινε στο τζαμί και ανέβαινε στο μιναρέ να κοιτάξει προσεκτικά στον ουρανό σαν κάτι να ’ψαχνε. Ύστερα κατέβαινε, γύριζε πίσω στο μαγαζάκι του να περάσει άλλη μια βελονιά και ξαναπήγαινε στο μιναρέ. Αυτό γινόταν όλη μέρα.
Γιατί άραγε; Ποια είναι η ιστορία του;
Λένε λοιπόν πως πολύ παλιά ο φτωχός ραφτάκος ζούσε μόνος του χωρίς γυναίκα και χωρίς παιδιά. Περνούσε τις μέρες του καθιστός να ράβει κελεμπίες και καφτάνια. Όταν κουραζόταν έπεφτε να κοιμηθεί για να ξυπνήσει με την αυγή, να καλέσει τους ανθρώπους για προσευχή, και ζητούσε απ’ τον Αλλάχ να του δώσει μια σύζυγο κι ένα ευτυχισμένο σπίτι.
Μια μέρα λοιπόν κι ενώ ο ράφτης δεν είχε ακόμη τελειώσει το κάλεσμα στην προσευχή, ένας μεγάλος αετός χαμήλωσε δίπλα του. Τον σήκωσε με τα γαμψά του νύχια ψηλά και πέταξαν μαζί.
Πέρασαν ερήμους, πέρασαν θάλασσες. Κάποια στιγμή ο αετός χαμήλωσε κι ακούμπησε το φτωχό ραφτάκο στην άκρη μιας μακρινής πόλης.
Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν. Κανένας φτωχός και κανένας ζητιάνος δεν γύριζαν στους δρόμους της. Τα πρόσωπα των ανθρώπων ήταν φωτεινά και τα ρούχα τους καθαρά με ζωηρά χρώματα. Ακόμα και στην καρδιά του «σουκ», της αγοράς, δεν άκουγες φασαρία ούτε έβλεπες τσακωμό. Οι άνθρωποι αγόραζαν και πουλούσαν ειρηνικά επαναλαμβάνοντας τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν μία ή περισσότερες φορές, έπαιρναν αυτό που ήθελαν κι έφευγαν ευτυχισμένοι και χαμογελαστοί.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Η έκπληξη του έγινε μεγαλύτερη στην παράξενη πόλη όταν στάθηκε μπροστά στο μαγαζάκι ενός ράφτη και είδε τον ιδιοκτήτη του ικανοποιημένο, ευτυχισμένο και καθόλου κουρασμένο να φτιάχνει τις κελεμπίες και τα καφτάνια του. Χαιρετάει και λέει στο αφεντικό του μαγαζιού: «Κι εγώ ράφτης είμαι όπως κι εσύ. Ήρθα στην πόλη σας από χώρα μακρινή. Μήπως έχεις δουλειά για μένα; Γιατί θέλω πολύ να ζήσω σ’ αυτή την ευτυχισμένη πόλη».
Και το αφεντικό τού απαντάει: «Κάθισε και βοήθα με. Η πληρωμή σου θα είναι πενήντα ασαλάτου-αλαζάιν κάθε βδομάδα».
Έτσι έμαθε ο ράφτης μας από τον ιδιοκτήτη του ραφτάδικου πως οι άνθρωποι της πόλης Ασαλάτου Αλαζάιν δεν γνωρίζουν τα χρήματα. Πουλάνε, αγοράζουν και δουλεύουν μόνο με τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν. Κάθισε λοιπόν και δούλεψε στο ραφτάδικο και έμεινε έκπληκτος όταν το αφεντικό του άρχισε να του διηγείται τις συνήθειες της περίεργης αυτής πόλης. Όλα τα πράγματα εδώ γίνονται με το ασαλάτου-αλαζάιν, μέχρι και οι γάμοι. Κάθε Πέμπτη βγαίνουν τα κορίτσια της πόλης βόλτα στην παραλία. Κουβαλάνε όλες τους μια στάμνα με νερό και αν κάποιος θέλει να πάρει μια απ’ αυτές για γυναίκα του, δεν έχει παρά να της ζητήσει να πιει νερό από τη στάμνα της, προφέροντας τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν. Αν εκείνη συμφωνήσει, τότε γίνεται γυναίκα του.
Περίμενε ο ράφτης ως την Πέμπτη και κατά το απόγευμα πάει στην παραλία. Μια από τις όμορφες κοπέλες συμφωνεί να τον ξεδιψάσει απ’ τη στάμνα της, γίνεται γυναίκα του και αρχίζει τη ζωή της μαζί του στο όμορφο σπίτι που αγόρασαν οι δυο τους πληρώνοντας μερικά ασαλάτου-αλαζάιν. Κάθε μέρα που περνούσε, όταν τελείωνε την δουλειά του αγόραζε με τα ασαλάτου αλαζάιν ό,τι επιθυμούσε από την αγορά και βιαζόταν να γυρίσει στη γυναίκα του και στο ευτυχισμένο του σπίτι.
Μια μέρα όμως πηγαίνοντας ο ράφτης στην αγορά βλέπει ένα τεράστιο ψάρι. Δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του ψάρι όμοιο μ’ αυτό. Θέλοντας πολύ να το αποκτήσει λέει στον εαυτό του: «Μ’ αυτό το ψάρι θα φάμε μέχρι να σκάσουμε! Πόσο νόστιμο φαίνεται να είναι το κάτασπρο κρέας του! Η γυναίκα μου θα μου το μαγειρέψει με χίλιους τρόπους!»
Μπαίνει ο ράφτης στο σπίτι του κουβαλώντας το τεράστιο ψάρι του. Τρομάζει η γυναίκα του που τον βλέπει και του λέει: «Τι είναι αυτό που κουβαλάς στα χέρια σου; Σε τύφλωσε η απληστία! Το ψάρι αυτό είναι για να χορτάσουν δέκα άνθρωποι ενώ εμείς είμαστε μόνο δύο! Πήρες απ’ την αγορά πολύ περισσότερα απ’ όσα χρειαζόσουν. Από δω κι εμπρός δεν έχεις πια δικαίωμα να ζεις στην πόλη του Ασαλάτου αλαζάιν».
Ήρθε ο αετός, πήρε το ράφτη στα φτερά του και πέταξαν μακριά. Πέρασαν ερήμους, πέρασαν θάλασσες. Ύστερα τον εναπόθεσε μπροστά στο παλιό του μαγαζάκι κι ο φτωχός ράφτης πέρασε την υπόλοιπη ζωή του αναπολώντας τις όμορφες μέρες που έζησε στην πόλη του Ασαλάτου Αλαζάιν. Γύρισε πίσω στα καφτάνια και στις κελεμπίες του, μόνο που ανάμεσα σε δύο βελονιές, ανέβαινε στο μιναρέ και κοίταζε προσεχτικά τον ουρανό με την ελπίδα μήπως ξαναγυρίσει ο αετός και ξαναπετάξουν μαζί για άλλη μια φορά στη χώρα του Ασαλάτου-αλαζάιν…
Αλλά ο αετός δε γύρισε ποτέ! ]]
Μια απλοϊκή πράξη απληστίας τίναξε την ευτυχία του ραφτάκου στον αέρα! Κι ενώ μετάνιωσε για την πράξη του, η ευτυχία δεν ξαναγύρισε στη ζωή του. Στην απληστία των ανθρώπων αναφέρεται ο Νομπελίστας ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης, νιώθοντας τον πόνο του Β΄ παγκόσμιου πολέμου, στο ποίημά του “Τελευταίος Σταθμός”:
[[ Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη·
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι·
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.

Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.

Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις τη καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη τη Συρία·
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής που ’σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα ’λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους·
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο·
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν·
σαν έρθει ο θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι·
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύουνται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τί θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να ’θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες·
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας· «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.]]
Ο Αλβέρτος Αϊνστάιν είχε πει: «Τρεις δυνάμεις κινούν τον κόσμο. Η ανοησία, ο φόβος και η απληστία». Θα κάνουμε μια ανασκόπηση σε όσα έχουν καταγραφεί στην πορεία της ανθρωπότητας, για να δούμε πόσα πέρασε εξαιτίας της απληστίας. Αν πάρουμε βιβλικά το θέμα, θεωρώντας πως η ανθρωπότητα ξεκίνησε από την βιβλική Εδέμ, όπου ζούσε ο Αδάμ και η Εύα, τότε η πρώτη πράξη απληστίας σημειώθηκε στον λεγόμενο Παράδεισο από το ζεύγος των πρωτοπλάστων. Γιατί ενώ είχε παραχωρηθεί από τον Κύριο του Παραδείσου το δικαίωμα σ’ αυτούς να φάνε απ’ όλους τους καρπούς των δένδρων, εκτός από το Δένδρο της Γνώσης του καλού και του κακού, η απληστία τους οδήγησε, με προτροπή του Πειρασμού, να φάνε τον απαγορευμένο καρπό. Μα τι άλλο είναι η απληστία, από τον πειρασμό να επιθυμήσουμε αυτό που δεν μας ανήκει; Κι έτσι η απληστία των πρωτοπλάστων μας φόρτωσε αιώνια το προπατορικό αμάρτημα, κατά την επικρατούσα θρησκευτική αντίληψη. Από τον 6ο αιώνα ο Πάπας Γρηγόριος ο Α΄ συμπεριέλαβε την απληστία στα επτά λεγόμενα θανάσιμα αμαρτήματα της καθολικής εκκλησίας. Αυτά είναι: η αλαζονεία, η ζηλοφθονία, η οργή, η οκνηρία, η απληστία, η λαιμαργία και η λαγνεία.
Απ’ αυτά ίσως το πλέον ηδονικό και καταστροφικό είναι η απληστία, τόσο για μεμονωμένα πρόσωπα, όπως δυστυχώς οι πολιτικοί- ας θυμηθούμε εδώ τον ξεπεσμό του Άκη Τσοχατζόπουλου και τα δεινά που περνάμε τώρα και όσα χειρότερα θα περάσουμε στο μέλλον από την αλαζονεία και την απληστία του Αλέξη Τσίπρα και της κυβέρνησής του- όσο και για έθνη, όπως οι αυτοκρατορίες που καταρρέουν και οι πόλεμοι που προκαλούνται από τα κατακτητικά έθνη- όπως την δυστυχία που έχουν προκαλέσει σε ολόκληρο τον πλανήτη οι ΗΠΑ από τα τέλη του Β΄ παγκόσμιου πολέμου και μετά. Και δυστυχώς ο καπιταλισμός και η Παγκοσμιοποίηση καλλιεργούν και υποθάλπουν την απληστία.
Είναι γεγονός πως όσο πιο άδειος είναι συναισθηματικά και πνευματικά ο άνθρωπος, όσο περισσότερο τους λείπει η παιδεία, τόσο περισσότερο ο φθόνος, η αλαζονεία και η απληστία τον διακατέχουν. Η απληστία καθιστά τον άνθρωπο σαν τον μεταξοσκώληκα. Όσο περισσότερο τυλίγεται στο κουκούλι του, τόσο αδυνατεί να ξεφύγει από αυτό. Συνηθισμένη πραχτική του άπληστου είναι να κατασκευάζει εχθρούς. Η απληστία των ΗΠΑ κατασκεύασε εχθρούς στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Γιουγκοσλαβία, στη Λιβύη, στη Συρία, για να δικαιολογήσουν τις επιδρομές τους σ’ αυτά τα κράτη.
Η απληστία μας θυμίζει το χιλιοτρύπητο πιθάρι των Δαναΐδων, που αναφέρεται στην μυθολογία μας. Όσο νερό (=χρήμα) κι αν του ρίξεις δεν γεμίζει. Δεν υπάρχει κορεσμός στην απληστία. Ενώ συναισθηματικά μας θυμίζει τον μύθο του Ερυσίχθονα από τη Θεσσαλία, που καταβρόχθισε τα πάντα, μέχρι που έφαγε και τις ίδιες τις σάρκες του πεθαίνοντας στο τέλος. Έτσι και ο άπληστος συναισθηματικά κατατρώγει οτιδήποτε καλό έχει μέσα του για να καταντήσει ένα απάνθρωπο αιμοδιψές θηρίο. Η επιθυμία και η βούληση μέσα του αποτελούν ένα δίζυγο γονιδιακό ζεύγος, έναν συνδυασμό της τιμωρίας των θεών προς τις Δαναΐδες και τον Σίσυφο. Επιθυμία σημαίνει την έκφραση της εντός μου εσωτερικής θερμής ανάγκης, ενώ η βούληση παραπέμπει στο «θέλω και μπορώ». Στον άπληστο πρωταρχική θέση κατέχει η επιθυμία και η βούληση έπεται. Επιθυμία και βούληση είναι δυο αρχέτυπα, είναι η τάση και η θέση της ζωή του, που συμβολίζονται από τις Δαναΐδες και τον Σίσυφο. Οι Δαναΐδες είχαν τιμωρηθεί από τους θεούς να κουβαλούν νερό με τα λαγίνια τους για να γεμίσουν ένα χιλιοτρύπητο πιθάρι, το οποίο ποτέ δεν γέμιζε, γιατί όσο νερό κι αν δεχόταν, το έχανε από τις τρύπες του. Ο Σίσυφος κυλούσε ένα σφαιρικό λίθο μέχρι την κορυφή ενός βουνού, αλλά όταν έφτανε στην κορυφή, ο λίθος κυλούσε πάλι στους πρόποδες κι αυτό επαναλαμβανόταν αέναα. Η απληστία, λοιπόν, είναι η βούληση σε μια διαρκή προσπάθεια από τον Σίσυφο του επιθυμητού των Δαναΐδων να γεμίσουν με πλούτη το ακόρεστο πιθάρι τους! Απληστία είναι η συνεχής προσπάθεια για κορεσμό του ακόρεστου.
Κάποιοι καταλαβαίνουν έγκαιρα το πάθος της απληστίας, μετανιώνουν γι’ αυτό και επανορθώνουν, όπως συνέβη με τον Μίδα. Ας δούμε τον σχετικό μύθο:
Ο Μίδας αιχμαλώτισε σε κάποιο κήπο έναν από τους συντρόφους του Διόνυσου, τον γέρο Σειληνό, για να γνωρίσει την σοφία του. Ο Μίδας φέρθηκε πολύ καλά στον αιχμάλωτό του, στον οποίο πρόσφερε πλουσιοπάροχη φιλοξενία. Μη μπορώντας να αποχωριστεί τον γέρο- Σειληνό ο Διόνυσος πήγε και βρήκε τον βασιλιά και για αντάλλαγμα της ελευθερίας του αλλά και για να τον ανταμείψει για την καλή του συμπεριφορά προς τον προστατευόμενό του θέλησε να του πραγματοποιήσει μια επιθυμία. Ο Μίδας τότε του ζήτησε να αποκτήσει την δύναμη να μετατρέπει σε χρυσάφι κάθε τι που θα άγγιζε. Ο Διόνυσος ικανοποίησε την επιθυμία και πραγματικά ό,τι έπιανε με τα χέρια ο βασιλιάς γινόταν χρυσάφι. Τρελός από την χαρά του τριγυρνούσε στο παλάτι, στους κήπους και τα έκανε όλα χρυσαφένια. Δίψασε όμως και θέλησε να πιει νερό, αλλά μόλις άγγισε την κούπα με το δροσερό νερό, που θα’ σβηνε τη δίψα του, τα μετέτρεψε σε χρυσό. Αργότερα η πείνα του’ σφιξε το στομάχι. Οι υπηρέτες του έφεραν εκλεκτά εδέσματα. Σαν τα άγγιξε έγιναν κι αυτά χρυσός. Αφού, λοιπόν, κινδύνευε να πεθάνει από δίψα και πείνα, παρακάλεσε τον θεό να τον απαλλάξει απ’ αυτό το θανάσιμο χάρισμα. Τότε ο Διόνυσος του έδωσε την εντολή να πάει να λουστεί στον Πακτωλό ποταμό. Μετά το λούσιμο, ο ποταμός απόκτησε την ιδιότητα να δίνει ψήγματα χρυσού.
Στη φύση υπάρχει θέση για όλα τα όντα. Η φύση οικονομεί για όλα τα όντα που φιλοξενεί. Οικονομία (=οίκος + νέμω, δηλ. μοιράζω κατ’ αναλογίαν) στη φύση σημαίνει ότι η φύση νέμει, μοιράζει τα αναγκαία για κάθε οργανισμό στον οίκο της. Επομένως, η απληστία είναι μια αντινομία στους νόμους της φύσης, γιατί κάποια όντα της, κάποιοι άνθρωποι επιζητούν πολλά περισσότερα απ’ αυτά που τους είναι απαραίτητα. Απ’ αυτή την παραβίαση του νόμου της ορθής νομής των αγαθών της φύσης, απ’ αυτήν την διατάραξη της ισορροπίας, ξεκινούν όλα τα δεινά της ανθρωπότητας, όλος ο ανθρώπινος πόνος και η δυστυχία. Γιατί η απληστία νεκρώνει την σκέψη που λέει πως γυμνοί ήρθαμε στη ζωή και στη γη και γυμνοί, δηλαδή χωρίς να πάρουμε τίποτα μαζί μας, θα φύγουμε απ’ αυτήν:
«καθὼς ἐξῆλθεν ἀπὸ γαστρὸς μητρὸς αὐτοῦ γυμνός, ἐπιστρέψει τοῦ πορευθῆναι ὡς ἥκει, καὶ οὐδὲν οὐ λήψεται ἐν μόχθῳ αὐτοῦ, ἵνα πορευθῇ ἐν χειρὶ αὐτοῦ. καί γε τοῦτο πονηρὰ ἀῤῥωστία· ὥσπερ γὰρ παρεγένετο, οὕτως καὶ ἀπελεύσεται, καὶ τίς ἡ περισσεία αὐτοῦ, ᾗ μοχθεῖ εἰς ἄνεμον; καί γε πᾶσαι αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ἐν σκότει καὶ ἐν πένθει καὶ θυμῷ πολλῷ καὶ ἀῤῥωστίᾳ καὶ χόλῳ.» (Εκκλησιαστής, ε΄, 14- 16)
[ Μετ.: Κάθε άνθρωπος βγήκε γυμνός από την κοιλιά της μητρός του. Έτσι και γυμνός, όπως ήλθε, θα επιστρέψει εις την γην. Τίποτε από τους κόπους του δεν θα πάρει εις τα χέρια του, όταν πορευθεί στον τάφον του. Τούτο δέ, η ιδιοτελής συγκέντρωση μεγάλου πλούτου, είναι φοβερά αρρώστια, μεγάλη συμφορά. Διότι όπως γυμνός ήρθε ο άνθρωπος στον κόσμον, έτσι και γυμνός θα απέλθει από αυτόν. Ποιά λοιπόν η ωφέλειά του από τα αγαθά των κόπων του, τα οποία διασκόρπισε ο άνεμος; Όλες οι ημέρες της ζωής του αχόρταστου πλουσίου είναι βυθισμένος στο σκότος, εις την λύπη εξ αιτίας του πλούτου του. Διέρχεται αυτές με ταραχή και οδύνη και πικρία.]
Ο αντίθετος ανθρώπινος τύπος του άπληστου είναι ο «πληστός», ο ολοκληρωμένος, ο πλήρης. Είναι ο τύπος που έχει αξιολογήσει τις ανάγκες του και έχει οριοθετήσει τη ζωή του και γι’ αυτό είναι ευτυχισμένος. Γιατί ικανοποιείται με τα αναγκαία, οπότε διοχετεύει τον χρόνο του σε ανιδιοτελείς ενέργειες κι όχι στον συνεχή κι ακόρεστο πλουτισμό.
Για να ξεφύγουμε από τα πλοκάμια της απληστίας των ελαχίστων, αυτών που είναι οι επικυρίαρχοι του πλανήτη μας, χρειαζόμαστε μια παγκόσμια σεισάχθεια. Έτσι θα αποφευχθεί μια παγκόσμια πολυαίμακτη αναταραχή, μια επανάσταση των νέων δουλοπάροικων, ώστε να μην επαληθευτεί η φράση που αποδίδεται στον Αριστ. Ωνάση: «Θα ’ρθει μέρα, που η απληστία της ιδιοκτησίας, του πλούτου και της έπαρσης θα αποθηκευτεί στις τράπεζες, στις πολυεθνικές και σε τόσο λίγους, που οι πολλοί μη κατέχοντες θα ξεσπάσουν σαν θεομηνία που θα κάνει τη ζωή των ολίγων κατεχόντων κόλαση…».
Η σεισάχθεια, που αναφέραμε παραπάνω, μπορεί να απαιτηθεί έντονα, όταν εκλέξουμε φωτεινά μυαλά ως ηγέτες μας στην χώρα που ζούμε, οι οποίοι θα αντισταθούν και δεν θα συμπαραταχθούν ως μαριονέτες της Νέας Τάξης. Όταν ξεφύγουμε από τον όχλο, από τα κατευθυνόμενα πρόβατα, και δούμε με τα μάτια του πραγματικού πολίτη. Του πολίτη που έχει εννοήσει πως δεν έχω να κερδίσω μακροπρόθεσμα αν εγώ βολευτώ τώρα, αλλά η χώρα πάει χειρότερα. Του πολίτη που καταλαβαίνει πως αν η χώρα ευημερεί, θα ευημερήσει κι ο ίδιος. Του πολίτη που σκέφτεται σαν μια μονάδα ενός κοινωνικού συνόλου κι όχι με ιδιοτέλεια. Ο πλανήτης μας δεν είναι ιδιοκτησία κανενός επικυρίαρχου. Είναι ο προσωρινός τόπος φιλοξενίας όλων, όσων βλέπουμε το φως του ήλιου. Όλοι έχουμε δικαίωμα στη ζωή με αξιοπρέπεια γιατί ο ήλιος, η πηγή της ζωής, ανατέλλει για όλους χωρίς να κάνει διακρίσεις



Δεν υπάρχουν σχόλια: