Πέμπτη 6 Αυγούστου 2009

Το φίλιωμα σώματος και ψυχής


[[ δαμ-ων ]]

Ας ανοίξουμε το βιβλίο του Ν. Καζαντζάκη “Αναφορά στον Γκρέκο” κι ας σταθούμε για λίγο στο παρακάτω απόσπασμα:
[[ Σηκώθηκα από το σκαμνί, στιμώχτηκα στη γωνιά.
- Γέροντα, μουρμούρισα, μη σταματάς, ακούω.
- Μέσα σου σε τρώει μια έγνοια μεγάλη· τη βλέπω στα μάτια σου που καίνε, στο μεσοφρύδι σου που ακατάπαυτα ζυγιάζεται, στα χέρια σου που ψάχνουν τον αέρα, σαν να ‘σαι τυφλός· ή σαν να ‘ταν ο αγέρας κορμί και τον αγγίζεις· έχε το νου σου· η έγνοια αυτή μπορεί να σε φέρει στην παραφροσύνη ή στην τελειότητα.
Ένιωθα τη ματιά του να μπαίνει και ν’ αναχουμάει τα σπλάχνα μου.
- Ποιά έγνοια; Δεν ξέρω για ποια έγνοια μιλάς, γέροντα.
- Η έγνοια της αγιότητας. Μην τρομάζεις· δεν το ξέρεις εσύ, γιατί το ζεις· σου το λέω για να ξέρεις ποιο δρόμο πήρες, κατά πού κίνησες, για να μην παραστρατίσεις. Κίνησες για τον πιο δύσκολο ανήφορο, μα βιάζεσαι να φτάσεις στην κορφή, προτού να περάσεις το ριζοβούνι και την πλαγιά, σαν τάχα να ‘σουν αϊτός με τις φτερούγες. Μα είσαι άνθρωπος, μην το ξεχνάς, άνθρωπος, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο, κι έχεις πόδια κι όχι φτερά. Ναι, το ξέρω· η ανώτατη επιθυμία του ανθρώπου είναι να γίνει άγιος· ναι, μα πρέπει πρωτύτερα όλες τις κατώτερες επιθυμίες να περάσει- τη σάρκα και να τη σιχαθεί, τη δίψα της εξουσίας, του χρυσαφιού, της ανταρσίας. Θέλω να πω, να ζήσει ως πέρα τη νιότη του κι όλα τ’ αντρίκεια πάθη, να ξεκοιλιάσει όλα τούτα τα είδωλα και να δει πως είναι παραγεμισμένα με άχερα κι αγέρα, ν΄αδειάσει, να καθαρίσει, να μην έχει πια τον πειρασμό να κοιτάξει πίσω, και τότε, τότε μονάχα, να παρουσιαστεί ομπρός στο Θεό. Αυτό θα πει αγωνιστής.
- Δε μπορώ να πάψω να παλεύω με το Θεό, αποκρίθηκα· κι ως την τελευταία στιγμή που θα παρουσιαστώ μπροστά του θα παλεύω μαζί του· θαρρώ αυτή ‘ναι η μοίρα μου. Όχι να φτάσω, δε θα φτάσω ποτέ· παρά να παλεύω.
Με ζύγωσε, με χτύπησε τρυφερά στον ώμο:
- Μην πάψεις ποτέ να παλεύεις με το Θεό· καλύτερη άσκηση δεν υπάρχει. Μα μη θαρρείς πως για να τον παλέψεις με πιο σιγουράδα πρέπει να ξεριζώσεις τις σκοτεινές ρίζες μέσα σου, τα ένστικτα· βλέπεις μια γυναίκα και σε κυριεύει φόβος· είναι ο Πειρασμός, λες, ύπαγε οπίσω μου, Σατανά· ναι, είναι ο Πειρασμός, μα για να τον νικήσεις ένας μονάχα τρόπος υπάρχει: να τον αγκαλιάσεις, να τον γευτείς, να τον σιχαθείς, να μη σε πειράζει πια· αλλιώς , κι εκατό χρονών να γίνεις, αν δε χάρηκες γυναίκα, η γυναίκα θα ‘ρχεται στον ύπνο σου και στον ξύπνο σου και θα λερώνει τον ύπνο και την ψυχή σου. Το λέω, το ξαναλέω: όποιος ξεριζώνει το ένστικτό του ξεριζώνει τη δύναμή του· γιατί με τον καιρό, με το χορτασμό, με την άσκηση μπορεί η σκοτεινή αυτή ύλη να γίνει πνέμα.
Κοίταξε γύρα του, πρόβαλε στο παράθυρο, σαν να φοβόταν μην τον ακούσει κανένας· με ζύγωσε, χαμήλωσε τη φωνή του.
- Κι ακόμα σου λέω τούτο· είμαστε μόνοι, κανένας δε μας ακούει.
- Μας ακούει ο Θεός, είπα.
- Δεν τον φοβάμαι το Θεό, αυτός καταλαβαίνει και συχωρνάει· τους ανθρώπους φοβάμαι· αυτοί δεν καταλαβαίνουν και δε συχωρνούν· και δε θέλω με κανέναν τρόπο να χάσω τη γαλήνη που βρήκα εδώ στην έρημο. Άκου λοιπόν και κράτα καλά το λόγο αυτό στο νου σου· είμαι σίγουρος θα σου κάμει καλό.
Στάθηκε μια στιγμή, μεσόκλεισε τα μάτια, με κοίταξε ανάμεσα από τα ματοτσίνουρά του, σαν να με ζύγιαζε.
- Άραγε μπορείς να τον βαστάξεις; Μουρμούρισε
- Μπορώ, μπορώ, αποκρίθηκα με ανυπομονησία· λέγε λεύτερα, γέροντα.
Χαμήλωσε ακόμα πιο πολύ τη φωνή του:
- Ο άγγελος δεν είναι τίποτα άλλο, ακούς; δεν είναι τίποτα άλλο παρά κατεργασμένος διάβολος. Και θα ‘ρθει μια μέρα, αχ, να ζούσα τη μέρα εκείνη, που οι άνθρωποι θα το καταλάβουν, και τότε…
Έσκυψε στο αυτί μου, η φωνή του πρώτη φορά έτρεμε:
- Και τότε η θρησκεία του Χριστού θα κάμει ακόμα ένα βήμα απάνω στη γης, θ’ αγκαλιάσει αλάκερο τον άνθρωπο, αλάκερο, όχι εμισό όπως τώρα που αγκαλιάζει μονάχα την ψυχή. Θα πλατύνει το έλεος του Χριστού, θ’ αγκαλιάσει και θ’ αγιάσει την ψυχή και το σώμα· θα δει και θα κηρύξει πως δεν είναι οχτροί, είναι συνεργάτες. Ενώ τώρα τι γίνεται; Πουλιούμαστε στο Διάβολο, κι αυτός μας σπρώχνει ν’ αρνηθούμε την ψυχή· πουλιούμαστε στο Θεό, κι αυτός μας σπρώχνει ν’ αρνηθούμε το σώμα. Πότε θα πλατύνει ακόμα πιο πολύ η καρδιά του Χριστού, να σπλαχνιστεί όχι μονάχα την ψυχή παρά και το σώμα, και να φιλιώσει τα δυο αυτά θεριά;
Ήμουν βαθιά συγκινημένος:
- Ευχαριστώ, γέροντα, είπα, για το ακριβό δώρο που μου κάνεις.
- Ως τώρα ζητούσα ένα νέο να τον εμπιστευτώ πριν πεθάνω· τώρα, δοξάζω το Θεό, ήρθες· πάρ’ τον· είναι ο καρπός αλάκερής μου της θητείας στη σάρκα και στο πνέμα. ]]
Πόσες συζητήσεις έχουν γίνει για το αν σώμα και ψυχή είναι συνεργάτες ή αντίπαλοι; Και πόσα λάθη έχουν γίνει από την προβολή αυτής της αντιπαλότητας; Ο σκληρός Ιαχβέ της Π. Διαθήκης, που μας υπερτονίζουν, έχει εξοβελίσει τον Θεό της Κ. Διαθήκης, όπου « ο Θεός αγάπη εστί ». Ζηλωτές, αρνητές του σώματος, έχουν δημιουργήσει μια στρεβλή εικόνα για την κατοικία της ψυχής, που στην πραγματικότητα είναι ο “ναός του Θεού”. Ένας σοφός έλεγε: « Δεν υπάρχει παρά μόνον ένας Ναός στο Σύμπαν, και αυτός είναι το σώμα του ανθρώπου. Τίποτα δεν είναι αγιότερο απ’ αυτή την ανώτερη μορφή… Αγγίζουμε τον ουρανό όταν ακουμπάμε το χέρι μας σε ένα ανθρώπινο σώμα!»
Το σώμα θεωρείται από αρκετούς της εκκλησίας σαν το “όχημα” που μας οδηγεί στην αμαρτία. Κανείς θεολόγος ή ιερέας δεν μας έκανε να αγαπήσουμε το σώμα μας, δε μας ορμήνεψε να το περιποιηθούμε, να το φροντίσουμε με προσοχή. Το είδαν σαν το μέσο αισθησιασμού, σαν όργανο του Σατανά, που θα το χρησιμοποιήσει για να κερδίσει την ψυχή μας.
Είναι τα πράγματα όμως όπως θέλουν να τα παρουσιάσουν οι σκληροπυρηνικοί εκκλησιαστικοί; Φυσικά και δεν είναι. Γιατί ακόμη και με βάση την Π. Διαθήκη, ενώ για όλα τα άλλα κτίσματα δημιουργήθηκαν δια του λόγου ( «και είπεν ο Θεός»), ο ίδιος ο Δημιουργός πήρε χώμα και μορφοποίησε το σώμα του ανθρώπου: « και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπο αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν » . Τίποτα δεν ήταν ατελές, τίποτα δεν ήταν φορέας και πρόξενος αμαρτίας, γιατί όπως διαβάζουμε: « και είδεν Θεός τα πάντα, όσα εποίησε, και ιδού καλά λίαν ».
Ο άνθρωπος έπρεπε να έχει ένα σώμα, εφοδιασμένο με τα αισθητήρια όργανα, για να μπορεί να έρθει σε επαφή με τον υλικό κόσμο, να τον μελετήσει, να μάθει τους νόμους που τον διέπουν, να δομήσει γνώση, ώστε ο ίδιος ο πλαστουργός να γνωρίσει την κτίση του.
Ας εξετάσουμε το θέμα από την μεριά της επιστήμης. Επιστημονικά, έχει διατυπωθεί το “ανθρωπικό αξίωμα”. Κεντρικός πυρήνας του αξιώματος είναι πως το Σύμπαν θέλει να καταλάβει τον εαυτό του, ν’ ανακαλύψει τη δομή του και τους φυσικούς νόμους που το κυβερνούν. Και πως το καταφέρνει αυτό; Απλούστατα, δημιουργώντας κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη της ζωής. Η εξέλιξη της ζωής θα καταλήξει στον άνθρωπο, την έξυπνη ζωή. . Δεν είναι ότι στην μακραίωνη εξέλιξή του το Σύμπαν δημιούργησε τυχαία τις κατάλληλες συνθήκες για να υπάρξει ανθρώπινη ζωή, αλλά προετοιμάστηκε κατάλληλα γι’ αυτό τον σκοπό! Να υπάρξουν δηλαδή σ’ αυτόν τον πλανήτη, ίσως και σ’ άλλους, έλλογα όντα, ευφυής ζωή!
Σύμφωνα με τον J. Wheeler, ο Σύμπαν έπρεπε να δημιουργήσει τον άνθρωπο, για να υπάρξει το ίδιο! Αυτό μπορεί να στηριχθεί στην Κβαντομηχανική, σύμφωνα με την οποία, ένα γεγονός του μικρόκοσμου υπάρχει, μόνο αν παρατηρηθεί. Έτσι και το Σύμπαν. Για να είναι πραγματικό, πρέπει να εξελιχθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρξουν οι παρατηρητές του!
Ο Wheeler συνεχίζει : « Ο παρατηρητής είναι απαραίτητος για τη δημιουργία του Σύμπαντος, όσο και το Σύμπαν για τη δημιουργία του παρατηρητή ».
Ένας παρατηρητής έχει ανάγκη τις αισθήσεις του, ώστε να δεχθεί τα κατάλληλα ερεθίσματα και να προχωρήσει στις παρατηρήσεις του. Για να λειτουργήσουν οι αισθήσεις χρειάζονται τα αισθητήρια όργανα, τα οποία καταλαμβάνουν τις κατάλληλες θέσεις στο σώμα και τροφοδοτούν τον εγκέφαλο, που επεξεργάζεται όλα τα ερεθίσματα. Στο τέλος βγάζει, ως απάνθισμα όλων αυτών, τα συμπεράσματά του, τα αποθηκεύει και τα εξωτερικεύει, μοιράζοντας τη γνώση που έλαβε με τους συνανθρώπους του.
Σ’ όλη τη κτίση κυριαρχούν δυο στοιχεία, το πνεύμα και η ύλη. Το πνεύμα είναι πολύ υψηλής κραδασμικότητας, ενώ η ύλη χαμηλής κραδασμικότητας. Αυτά τα δύο γεφυρώνονται από μια τρίτη έννοια, την ψυχή. Μια άυλη οντότητα δεν μπορεί να καταλάβει, να μελετήσει τις υλικές οντότητες. Η ψυχή του ανθρώπου είναι άυλη. Γι’ αυτό χρειάζεται το υλικό σώμα. Τις εμπειρίες του σώματος, τη βιωματική γνώση, η ψυχή τις μεταφέρει στο πνεύμα, κι αυτή είναι η αποστολή της.
Έτσι σώμα και ψυχή είναι συνεργάτες, δεν είναι αντίπαλοι. Κάθε τι που τα φιλιώνει είναι καλό και, θα πρόσθετα, θεάρεστο. Κάθε τι που τα εναντιώνει είναι κακό και μη θεάρεστο. Αυτά τα δύο στοιχεία πρέπει να είναι φιλιωμένα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: