Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009

Κάποτε υπήρχε και φιλότιμο… Το φιλότιμο του Αίαντα του Τελαμώνιου


[[ δαμ-ων ]]

Στην εποχή μας χάθηκε το φιλότιμο. Κανείς πολιτικός δεν είχε και δεν έχει τη στοιχειώδη ευθιξία, όταν από δικό του λάθος ή δική του παράλειψη ζημιώνονται οι πολίτες, αδικείται μια ομάδα συμπατριωτών του, ευτελίζετε η πατρίδα του, καταστρέφεται το περιβάλλον, κατακαίονται τα δάση, να αναγνωρίσει το λάθος του και να ζητήσει συγνώμη, υποβάλλοντας την παραίτησή του. Ο Γιάννος Παπαντωνίου παρέσυρε τους μικρονοικοκυραίους στο τζόγο του χρηματιστηρίου, με αποτέλεσμα να χάσουν το υστέρημα, που μα τόσο ιδρώτα μάζεψαν, χωρίς να ζητήσει συγνώμη, χωρίς να υποβάλλει την παραίτησή του. Ο Σημίτης άφησε τα λαμόγια να κατακλέψουν το ελληνικό δημόσιο και στο τέλος αντί να δεχτεί την ήττα των πράξεών του στις εκλογές, την φόρτωσε σε ξένες πλάτες. Οι Βατοπεδινοί με εικονικές εταιρίες και τη βοήθεια μοναχών ξεπούλησαν ακίνητη περιουσία- φιλέτα του δημοσίου, χωρίς να αναγνωρίσουν πως ζημίωσαν την πολιτεία. Το 2007 κάηκε η Πελοπόννησος, προ ημερών η Αττική και ο Κιθαιρώνας χωρίς να βγει κάποιος από τους υπουργούς να ζητήσει συγνώμη για τις παραλήψεις και την ανοργανωσιά του κράτους. Σαν γυναικούλες οι δύο αρμόδιοι υπουργοί επιρρίπτουν τις ευθύνες ο ένας στον άλλον, αν κι έπρεπε να υποβάλλουν τις παραιτήσεις τους. Ο κουφός υπερυπουργός χωροταξίας και περιβάλλοντος, ο πρώτος καταπατητής και αυθαιρετούχος, που κάνει το πράσινο τσιμέντο, δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να κάνει την αυτοκριτική του. Ο κουρασμένος και διατελών εδώ κι ένα χρόνο σε τρικυμία εν κρανίω πρωθυπουργός μας υπερίπταται με ελικόπτερο στα καμένα, και καθηλώνει τα πυροσβεστικά αεροπλάνα, σε κινήσεις εντυπωσιασμού, για να συγχαρεί δήθεν τους χειριστές που ριψοκινδύνεψαν να αντιμετωπίσουν την πύρινη λαίλαπα που οι δικές του παραλήψεις προκάλεσαν. Κι ούτε μια κουβέντα να αναλάβει το μερίδιο της ευθύνης που του ανήκει.
Χάθηκε από αυτή τη χώρα το φιλότιμο, στη χώρα που λέγαμε- ακόμη και έργο κινηματογραφικό το κάναμε- « υπάρχει και φιλότιμο ». Η αλλοτρίωση σε όλο το μεγαλείο της! Ο παχυδερμισμός περισσεύει σ’ αυτή τη χώρα. Δεν έχουμε την απαίτηση να κάνουν χαρακίρι, αλλά από ευθιξία να πληροφορηθούμε μια, έστω μία και μόνον, παραίτηση. Μα φαίνεται πως το φιλότιμο χάθηκε από την πολιτική μας ζωή. Είναι αξία προς εξαφάνιση από την ελληνική πραγματικότητα.
Με τις παραπάνω σκέψεις, μπαίνω στον πειρασμό, να σας παρουσιάσω μέσα από την αγαπημένη μου ελληνική μυθολογία, έναν ήρωα του Τρωικού πολέμου, τον τρανοδύναμο Αίαντα τον Τελαμώνιο, που από φιλότιμο, για μια πράξη του για την οποία δεν έφερε ευθύνη, μιας και η Αθηνά τον έκανε να παραφρονήσει, οδηγήθηκε να δώσει τέλος στη ζωή του.

Αίας ο Τελαμώνιος

Στο σημερινό πολιτικό και νεοελληνικό εγωισμό θ’ αντιπαρατάξουμε το παλιό Ελληνικό φιλότιμο, αυτό που χαρακτήριζε τον Έλληνα από τα αρχαία χρόνια μέχρι την εποχή των πατεράδων μας, την ευθιξία, την υπερηφάνεια και τη λεβεντιά του πραγματικού ήρωα. Και ποιός θα ήταν καλύτερος ήρωας από τον Αίαντα από τη Σαλαμίνα, τον γιο του Τελαμώνα;
Ο ήρωας από τη Σαλαμίνα ήταν μετά από τον Αχιλλέα, όπως πάμπολλες φορές μας τονίζει ο Όμηρος, ο πιο αντρειωμένος απ’ όσους Έλληνες πήραν μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας. Ας δούμε το μύθο του ήρωα:
[[ O Αίας ήταν γιος του Τελαμώνα, βασιλιά της Σαλαμίνας, και της Περίβοιας ( ή Ερίβοιας ). Κάποτε ο γιος του Δία, ο ημίθεος Ηρακλής είχε έρθει στη Σαλαμίνα, για να ζητήσει από τον Τελαμώνα να τον συντροφέψει στην εκστρατεία, που θα ‘κανε στην Τροία ( προηγούμενη εκστρατεία των Ελλήνων ) . Καθώς έτρωγαν, ο Θηβαίος ήρωας πήρε ένα χρυσό ποτήρι με κρασί και ζήτησε από τον πατέρα του, τον κεραυνόχαρο Δία, ο οικοδεσπότης που τον φιλοξενούσε, ο ανδρείος Τελαμώνας, ν’ αποχτήσει από την πανέμορφη γυναίκα του Ερίβοια, γιό που θα γινόταν τρανοδύναμος πολεμιστής, άτρωτος σαν το δικό του λιονταρίσιο δέρμα και με το θάρρος και την τόλμη λιονταριού.
Ο ολυμπόθρονος Δίας μετά χαράς άκουσε την παράκληση του αγαπημένου του γιου, και σαν επιβεβαίωση άφησε τον αητό του να πετάξει από πάνω τους. Τότε σαν μάντης μίλησε ο Ηρακλής κι είπε: « Θα γεννηθεί γιος από σένα, Τελαμώνα, που τόσο πολύ το θέλεις, κι από το σημάδι του θεού, τον ιερό αητό, θα πρέπει να του δώσεις το όνομα Αίας ». Σε κάποια άλλη επίσκεψη του Ηρακλή στη Σαλαμίνα, κι αφού είχε γεννηθεί το παιδί, το τύλιξε μα τη λιονταρίσια δορά κι έτσι ο μικρός Αίαντας έγινε άτρωτος. Μα όπως ο Αχιλλέας είχε το τρωτό σημείο του την φτέρνα, έτσι κι ο Αίας δεν καλύφτηκε στις μασχάλες από τη δορά, κι εκεί ήταν το τρωτό του σημείο.
Ο Αίας ήταν πελώριος στο ανάστημα και δυνατός σαν γίγαντας. Στη μάχη ποτέ δεν ένιωσε τον φόβο και δε λόγιαζε τον κίνδυνο. Η σκιά του θανάτου δεν του θόλωσε το βλέμμα. Ο πόλεμος ήταν γι’ αυτόν διασκέδαση και σαν λιοντάρι μάχονταν χωρίς να φορεί θώρακα. Τον προστάτευε η ψηλή σαν πύργο ασπίδα του, που την είχε με περισσή μαστοριά φτιάσει ο Τυχίος, ο ονομαστός τεχνίτης, απλώνοντας εφτά στρώσεις δέρματα ταύρων κι από πάνω όγδοη τρώση από χαλκό.
Ο βασιλογιός ήρθε μνηστήρας στη Σπάρτη για την πανέμορφη Ελένη, μα η ταπεινή Σαλαμίνα δεν είχε πλούτη, που θα μπορούσαν να του δώσουν πρόκριμα. Γι’ αυτό πρότεινε, με τη βοήθεια του κονταριού του, να αρπάξει όλα μαζί τα κοπάδια της Τροιζήνας, της Επιδαύρου, της Αίγινας και των Μεγάρων, της Κορίνθου και της Ερμιόνης, του Μάσητος και της Ασίνης, και να τα προσφέρει αντίδωρο στην μονάκριβη από θνητή γυναίκα κόρη του Δία. Μα δεν ήταν της τύχης του να την κάνει ταίρι του. Σαν υποψήφιος μνηστήρας δέθηκε με όρκο, όπως είχαν κάνει όλοι οι βασιλιάδες που τη γύρευαν για γυναίκα τους, αν κινδύνευε ζωή της ή η τιμή της να την προστατέψει, κι έτσι βρέθηκε με δώδεκα καράβια στην Τροία για χάρη της Ελένης. ]]
Ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής της αρχαιότητας, ο Πίνδαρος από τη Θήβα, γράφει για τον Τελαμώνα και τη γέννηση του Αίαντα:
« ούτε τη δόξα του Τελαμώνιου Αίαντα,
ούτε του πατέρα του• που χαλκάρματο για πόλεμο
με τους Τιρύνθιους τον έφερε
πρόθυμο σύμμαχο με καράβια στην Τροία,
για του Λαομέδοντα τα σφάλματα,
ο γιος της Αλκμήνης.
Και πήρε την ακρόπολη της Τροίας και σκότωσε
το στρατό των Μερόπων και τον βοσκό Αλκυονέα
τον γίγαντα, στης Φλέγρας τον κάμπο•
και του τόξου τη χορδή δεν την άφησε άπραγη.

Και σαν ήρθε το γιο του Αιακού να καλέσει,
στο τραπέζι τον βρήκε να γλεντά με συντρόφους.
Και ντυμένον δορά λιονταριού
σαν τον είδε ο Τελαμώνας να στέκεται,
τις σπονδές να αρχίσει τον κάλεσε
- του Αμφιτρύωνα το γιο, τον πολέμαρχο-
και του ‘δωσε κούπα χρυσένια σφυρήλατη•
και σήκωσε αυτός τα ανελέητα χέρια του
στον ουρανό και ευχήθηκε• « εάν και άλλοτε,
Δία πατέρα, της ψυχής μου το θέλημα άκουσες,

άκου και τώρα• τώρα μαζί με τις σπονδές μου
αυτές, δώσε- δέομαι- πατέρα σε τούτον,
της Ευρίβοιας γόνο, έναν γιο να τον έχω
φίλο στα ξένα• αλώβητος να ‘ναι,
όπως το δέρμα αυτό λιονταριού,
που τυλίγει το σώμα μου και στον πρώτο μου άθλο
στη Νεμέα το σκότωσα•
και η ψυχή του αντάξια.» Και μόλις το είπε,
έστειλε ο Δίας μέγα αετό για σημάδι•
και χαρά τον Τελαμώνα τον πήρε γλυκιά.

Και φώναξε τότε ο Ηρακλής, όπως μάντης:
« Θα ‘χεις το γιο που ζητάς, Τελαμώνα•
απ’ τον αετό που φάνηκε πάνω σημάδι,
Αίαντα να τον πεις, παντοδύναμο,
λαμπρό ανάμεσα στου Άρη τους μόχθους.»
Τα είπε τότε αμέσως και κάθισε…. » ( Πίνδαρος, “Ισθμιόνικος VI”, 27-55 )
Ό Όμηρος τραγουδάει τους ήρωες, που πήγαν για το χατίρι της ωραίας Ελένης στης Τροίας τα παράλια, που βάφηκαν με το αίμα τόσων παλικαριών. Από τα ψηλά τείχη ο Πρίαμος αγναντεύει των Αχαιών το στρατό και ζητάει να μάθει από τη νύφη του, την κλεμμένη της Σπάρτης την Ελένη γι’ αυτούς που η πόλη του θα είχε αντίπαλους. Κάποια στιγμή, το βλέμμα του στάθηκε στον Αίαντα. Ο Όμηρος μας λέει:
« Τρίτον είδε τον Αίαντα ο γέροντας και είπε:
« Κι αυτός ποιος είναι ο όμορφος και ο τρανός ο άντρας
που ξεπερνά τους Αχαιούς στην κεφαλή, στους ώμους;»
Απάντησε η μακρόπεπλη η έξοχη Ελένη:
« Ο πελώριος Αίαντας, των Αχαιών ο στύλος• …» ( Ομήρου “Ιλιάδα”, ραψ.Γ’ 225-229 )
Αναγνωρίζεται ο ήρωας σαν ο μετά τον Αχιλλέα πιο αντρειωμένος πολεμιστής:
« Ανδρών αυ μέγ΄άριστος έην Τελαμώνιος Αίας
όφρ’ Αχιλλεύς μήνιεν• »
Μετάφρ.: « Ο Τελαμώνιος ο Αίαντας πιο καλός απ΄τους άντρες
ήταν , όσο είχε θυμό ο Αχιλλέας »
Και ο Σοφοκλής στην τραγωδία του “Αίας”, βάζει τον Οδυσσέα να αναγνωρίζει:
« πως πιο γενναίο, μετά τον Αχιλλέα,
τον λογιάζω απ’ όλους τους Αργείους
που ‘ρθαμε εδώ στην Τροία ».
Καιρός είναι, όμως, να δούμε τα κατορθώματά του στην Τροία:
[[ Χρόνια πολλά αναμετρούσαν την αντρεία και την αποκοτιά Αχαιοί και Τρώες, πότε γύρω από τις καστόπορτες της πόλης, που μέσα της βρισκόταν η πανωραία γυναίκα, η πλανημένη από τον Πάρη, πότε γύρω από τα γερά σκαριά των Δαναών, που στα ξένια ακρογιάλια τους έφεραν και σαν κούρσευαν της Τροίας το κάστρο, θα τους γύριζαν στην ποθητή πατρίδα, στην αγκαλιά των σεβαστών γονιών και των αγαπημένων γυναικών. Και κάποια μέρα ο παλικαράς των Τρώων, ο τρομερός πολεμιστής Έκτορας πρόσταξε να σταματήσει η μάχη. Με θράσος περισσό, μιας κι ο Αχιλλέας είχε κλειστεί χολωμένος στη σκηνή του, μακριά από της μάχης την αντάρα, πήρε να προκαλεί τους Αργείους, να διαλέξουν τον καλύτερο μαχητή, να παραβγεί μαζί του. Ο ρήγας της Σπάρτης, ο ξανθομάλλης Μενέλαος ήθελε να πολεμήσει το λιονταρόπουλο του Πρίαμου, μιας κι αυτός ο πόλεμος ήταν υπόθεση δικιά του. Μα ο αδελφός του ο Αγαμέμνονας τον ανακράτησε. Τότε εννιά αντρειωμένα παλικάρια ζήτησαν να σώσουν με τα όπλα απάντηση στην πρόκληση του Έκτορα. Αποφασίστηκε να ρίξουν κλήρο, όμως το στράτευμα παρακαλούσε τους θεούς να κληρωθεί ο τρανοδύναμος Αίαντας από τη Σαλαμίνα. Έτσι κι έγινε, κληρώθηκε ο γίγαντας Αίαντας. Χαρούμενος αυτός ζώστηκε τ’ άρματα κι όμοιος στον Άρη βγήκε ν’ αντιμετωπίσει του Πάρη τον αδελφό. Πρώτα άρχισαν σαν κοκόρια τις φοβέρες κι αγριομάτιαζε ό ένας τον άλλον.
Πρώτος έριξε ο Έκτορας το θανατερό κοντάρι. Αυτό χτύπησε στην ψηλόκορμη ασπίδα, χωρίς να κινδυνέψει ο Αίαντας, ο άξιος χειριστής της. Μάνιασε τότε αυτός και με δύναμη πέταξε το βαρύ του δόρυ, που διαπέρασε του Έκτορα την ασπίδα και χώθηκε στην αρματωσιά ξεσχίζοντας το ρούχο του. Έγειρε αυτός στο πλάι κι έτσι γλίτωσε από του χάρου το παγερό αγκάλιασμα. Χούφτωσαν ξανά τα κοντάρια με τις φονικές αιχμές και σαν αγρίμια χύθηκαν ο ένας ενάντια στον άλλο. Δεύτερο χτύπημα επιχείρησε, με περισσότερη δύναμη, ο Έκτορας, μα στράβωσε στην οχτάστρωμη ασπίδα του δόρατος η αιχμή, κι έτσι δεν μπόρεσε να προκαλέσει θανατερό τραύμα στον γιγαντόσωμο Έλληνα. Με πιότερη μανία ο Αίαντας κάρφωσε το βαρύ κοντάρι, που έσχισε την ασπίδα και ξυστά λάβωσε του Έκτορα το λαιμό. Ο Τρωαδίτης έσκυψε κι άρπαξε βαριά πέτρα και με τη δύναμη, που του έδινε ο πόνος από τη λαβωματιά, την έριξε στον Αίαντα. Αυτός έβαλε μπροστά την ασπίδα, όπου σαν καμπάνα αντήχησε ο χτύπος του λιθαριού. Βούϊσαν τ’ αυτιά του Αίαντα κι άδραξε γρανιτένια μυτερή κοτρώνα, που την εκσφενδόνισε στον ήρωα της Τροίας. Αυτός έβαλε την ασπίδα ν’ αντικόψει τη δύναμη, κι αυτή διέλυσε από του κοτρωνιού τη φόρα. Αφού έχασε πολλή από τη δύναμη, τον βρήκε στο ποδάρι και του ‘σχισε τη σάρκα. Κλονίστηκε το παλικάρι κι ανάσκελα έπεσε, σκεπάζοντάς τον η ασπίδα. Μα ο φύλακας ο Φοίβος ευθύς τον όρθωσε κι απόφυγε την ήττα.
Έβγαλαν από τα θηκάρια τα σπαθιά, κι αφού τίναξαν του προσώπου τον ιδρώτα, σαν λιοντάρια όρμησαν να λιανίσει ο καθείς τον οχτρό του. Μα τότε μπήκαν στη μέση οι κήρυκες για να διακόψουν τη μάχη, γιατί ο βασιλιάς ήλιος είχε γύρει στου ορίζοντα τον κρυψώνα, αποκαμένος από της ημέρας τον κόπο. Σαν εχθροί άρχισαν τον αγώνα οι δυο ήρωες, μα σαν φίλοι αποχωρίστηκαν. Έσμιξαν τα ραβδιά οι κριτές δίνοντας τέλος στον αγώνα, κι είπε ο Ιδαίος:
« Σώνει λεβέντες μαχητές! Σταματήστε εδώ τη μάχη, γιατί η νύχτα απλώνει τα πέπλα της. Όλοι μας είδαμε πως είστε αντρειωμένοι πολεμιστές, κι όμοια σας αγαπάει ο Δίας ο συννεφοσυνάχτης. Αφήστε τα όπλα κι ακολουθείστε της νύχτας το κάλεσμα, που θέλει να ξαποσταίνει ο κόσμος ».
Ο Αίαντας αντέκοψε την μάχης την ορμή και είπε:
« Κήρυκα, αυτά που είπες, ας τα ζητήσει ο Έκτορας, που μας προκάλεσε για την κονταρομαχία. Αν αυτός πει το ναι, τότε κι εγώ θα στέρξω ».
Ευθύς απάντησε ο Έκτορας:
« Αίαντα, ο θεός σου έδωσε κορμοστασιά κι ανδρεία, αλλά και γνώση. Είσαι ο πιο δοξασμένος από τα παλικάρια της Ελλάδας. Ας πάψουμε για σήμερα τη μάχη, και κάποια άλλη μέρα τη συνεχίζουμε, σαν σμίξουμε στου πόλεμου τη σκόνη. Πριχού χωρίσουμε, με δώρα να τιμήσουμε ό ένας τον άλλο, που θα ΄ναι θυμητάρια τούτης της ωραίας μάχης μας. Έτσι θα θυμούνται οι δικοί μας και οι δικοί σας ήρωες πως δυο λεβέντες χτυπήθηκαν με μάνητα και μίσος όσο κρατούσε η μάχη, μα στο τέλος μ’ αγάπη χώρισαν φιλιωμένοι ».
Κι ο λεβεντόκαρδος Έκτορας έβγαλε σπαθί ασημοστόλιστο μαζί με το θηκάρι του και το ‘δωσε στον Αίαντα, κι ο τρανοδύναμος γιος του Τελαμώνα πορφυρό ζωνάρι δώρισε στο γιο του Πρίαμου.]]


Δεν υπάρχουν σχόλια: