[[ δαμ-ων ]]
Ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Θα συνεχίσουμε σήμερα με τον άλλο αιμομίχτη, τον Θηβαίο Οιδίποδα. Θα αναφέρουμε, στη συνέχεια, περιληπτικά τον μύθο του:
[[ Ο Οιδίποδας ήταν γιος του βασιλιά της Θήβας Λάϊου και της Ιοκάστης ( ή Επικάστης ), της κόρης του Μενοικέα κι αδελφής του Κρέοντα.. Επειδή ο Απόλλωνας είχε χρησμοδοτήσει στο Λάϊο ότι θα σκοτωνόταν από το ίδιο του το παιδί, σαν τιμωρία του για την αρπαγή του Χρύσιππου, ο βασιλιάς άφησε έκθετο το βρέφος, αμέσως μετά τη γέννησή του, στον Κιθαιρώνα, αφού πρώτα τρύπησε κι έδεσε με χρυσούς χαλκάδες τους αστραγάλους του. Ο έμπιστος βοσκός του βασιλιά που πήρε την εντολή να εκτελέσει την αποτρόπαια πράξη, λυπήθηκε το βρέφος, το οποίο παρέδωσε στους αλογοβοσκούς του βασιλιά της Κορίνθου Πόλυβου, χωρίς ν’ αναφέρει την καταγωγή του. Αυτοί το παρέδωσαν στην βασίλισσά τους Μερόπη, που δεν είχε παιδιά. Έτσι το βασιλικό ζευγάρι δέχτηκε το νήπιο σαν παιδί του, και το ονόμασαν Οιδίποδα, δηλ. το παιδί με τα πρησμένα πόδια, το οποίο ανέθρεψαν σαν βασιλογιό και διάδοχο του θρόνου τους.
Όταν μεγάλωσε, πάνω σε μια λογομαχία, ένας μεθυσμένος τον αποκάλεσε νόθο. Θέλοντας ο Οιδίποδας να μάθει τους πραγματικούς του γονείς, κατέφυγε στο μαντείο των Δελφών, από το οποίο έμαθε μόνο πως θα σκότωνε τον πατέρα του και θα παντρευόταν τη μητέρα του. Θεωρώντας τον Πόλυβο και τη Μερόπη σαν γονιούς του, απόφυγε να επιστρέψει στην Κόρινθο, ώστε να μην πραγματοποιηθεί ο χρησμός. Γι’ αυτό πήρε το δρόμο προς τη Θήβα. Σ’ ένα σταυροδρόμι συνάντησε τον Λάϊο, που πήγαινε στους Δελφούς. Λογομάχησαν, γιατί αλαζονικά του ζήτησαν να παραμερίσει, κι όταν ο βασιλιάς τον χτύπησε με το ραβδί του, θύμωσε ο Οιδίποδας και σκότωσε τον Λάϊο, δηλ. τον πραγματικό του πατέρα, και τους υπηρέτες της συνοδείας του. Μόνον ένας σώθηκε, που τρέχοντας ήρθε στη Θήβα, λέγοντας πως τους επιτέθηκαν ληστές, οι οποίοι σκότωσαν το βασιλιά. ]]
Ο μεγάλος μας τραγικός ποιητής Σοφοκλής έγραψε δύο τραγωδίες, παίρνοντας το θέμα του από την μυθιστορία του Οιδίποδα, την “Οιδίπους Τύραννος” και την “Οιδίπους επί Κολωνώ”. Στην πρώτη αναφέρεται στη ζωή του ήρωα και την τραγική της κατάληξη, όταν έμαθε πως είχε παντρευτεί την φυσική του μητέρα Ιοκάστη, ενώ είχε σκοτώσει τον πραγματικό του πατέρα Λάϊο. Ο ποιητής χειρίζεται με δεξιοτεχνία το θέμα και λίγο πριν γίνει η τραγική αποκάλυψη, βάζει τον ίδιο τον Οιδίποδα να εξιστορήσει τη ζωή του, όπως την θυμόταν στο παλάτι της Κορίνθου μέχρι να καταλήξει από οργή στον φόνο του άγνωστου γι’ αυτόν Λάιου:
« …………….Είχα γονιό μου
τον Πόλυβο απ’ την Κόρινθο και μάνα
τη Δωρίδα Μερόπη. Με λογιάζαν
εκεί τον πρώτο απ’ τους πολίτες, όταν
κάτι παράξενο έγινε, τυχαίο
κι ανάξιο να το προσέξω. Κάποιος
στο δείπνο μεθυσμένος λέει απάνω
στο κρασί πως του Πόλυβου δεν είμαι
πραγματικός του γιος. Θύμωσα τότε,
μα συγκρατήθηκα τη μέρα εκείνη•
όμως την άλλη πήγα στους γονιούς μου
και ρώτησα γι’ αυτό• κι οι δυο οργίστηκαν
με κείνον που μου είπε τέτοια λόγια.
Με την οργή τους χάρηκα, όμως πάντα
μ’ έτρωγε η έγνοια τούτη• γι’ αυτό φεύγω,
κρυφά απ’ τη μάνα μου και τον πατέρα,
για τους Δελφούς, μα ο Φοίβος για όσα πήγα
μ’ έδιωξε δίχως ν’ απαντήσει κι άλλες
σε με τον άθλιο δίνει προφητείες
φριχτές κι απαίσιες• πως θα γίνω τάχα
της μάνας μου άντρας και στο φως θα φέρω
για τους θνητούς γενιά καταραμένη
και θα σκοτώσω τον πατέρα μου. Όταν
τ’ άκουσα αυτά, απ’ τη χώρα της Κορίνθου
κρατιόμουν μακριά με τη βοήθεια
των αστεριών, πηγαίνοντας σε τόπους
όπου δεν θα μπορούσα ν’ αντικρίσω
ν’ αληθεύουν οι ντροπές μου απ’ τις μαντείες.
Στα μέρη εκείνα φτάνω προχωρώντας
που είπες πως σκοτώθη ο βασιλέας.
Σε σε θα πω, γυναίκα, την αλήθεια.
Καθώς εζύγωνα στο τρίστρατο, ένας
κήρυκας κι ένας άντρας καθισμένος
σ’ άμαξα με πουλάρια όπως τον είπες,
βρέθηκαν μπρος στο διάβα μου• απ’ το δρόμο
με διώχνουν με τη βία και οι δυο τους.
Τον οδηγό της άμαξας χτυπάω
μ’ αργή που μ’ έσπρωχνε• ως με βλέπει ο γέρος,
με παραφύλαξε κι όταν περνούσα
δίπλα στ’ αμάξι, με το δίχαλο ραβδί του
χτυπιά μου δίνει κατακέφαλα. Όμως
δεν τον πλήρωσα όμοια, γιατί αμέσως
απ’ το ραβδί μου χτυπημένος πέφτει
και μες στ’ αμάξι ανάσκελα κυλιέται•
μετά όλους τους σκοτώνω. Αν έχει κάποια σχέση
τούτος ο ξένος με το Λάϊο, ποιος άλλος
θα ’ναι πιο άθλιος από μένα τώρα,
πιο θεομίσητος; » ( Σοφοκλέους, “Οιδίπους Τύραννος” 774-816 )
Η μοίρα, όμως, παίζει παράξενα παιγνίδια! Ενώ πήρε άλλο δρόμο ο Οιδίποδας, για ν’ αποφύγει την μαντεία, τα βήματά του οδηγημένα από κάποια αδιόρατη δύναμη, τον έφεραν στην πόλη που δεν έπρεπε, εκεί όπου σαν σε θέατρο παραλόγου, θα παιζόταν η τραγικότερη σκηνή από τα μυθικά χρόνια μέχρι τα σήμερα!
[ Αυτή την εποχή στην περιοχή της Θήβας είχε εμφανιστεί ένα φτερωτό τέρας, η Σφίγγα, που σταματούσε τους περαστικούς και τους έλεγε ένα αίνιγμα. Αν δεν εύρισκαν την απάντηση, τους κατασπάραζε.
Μετά το χαμό του βασιλιά Λάϊου, είχε αναλάβει το θρόνο ο Κρέοντας, αδελφός της χήρας βασίλισσας Ιοκάστης. Ο αντιβασιλέας, για να σώσει την πόλη, ανάγγειλε πως όποιος έλυνε το αίνιγμα κι έσωνε την πόλη, θα έπαιρνε σαν έπαθλο την βασίλισσα ως γυναίκα, και την εξουσία της πόλης. Ο Οιδίποδας στην περιπλάνησή του, πέρασε από την περιοχή της Θήβας, όπου συνάντησε την Σφίγγα. Κατόρθωσε να δώσει την απάντηση στο αίνιγμα, αναγκάζοντας το τέρας να πέσει από το βράχο, στον οποίο καθόταν και να σκοτωθεί. Έτσι, σαν σωτήρας έφτασε στην πόλη, όπου οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με τιμές κι ο Κρέοντας, τηρώντας την εξαγγελία του, του παρέδωσε το θρόνο και τον πάντρεψε με την βασίλισσα, που ήταν και μητέρα του Οιδίποδα. Από το γάμο αυτό απόκτησαν τέσσερα παιδιά, δύο γιους, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη, και δύο κόρες, την Αντιγόνη και την Ισμήνη.
Κι ενώ όλα ήσαν ήσυχα και υπό την βασιλεία του νέου βασιλιά όλοι ζούσαν ευτυχισμένοι, ξαφνικά ξέσπασε λοιμός φοβερός στη Θήβα αποδεκατίζοντας τους κατοίκους της. Ανήμπορος ν’ αποτρέψει το κακό, ο Οιδίποδας έστειλε τον Κρέοντα στο μαντείο των Δελφών για να μάθει την αιτία της συμφοράς. Το μαντείο απάντησε ότι για να σωθεί η πόλη, θα έπρεπε ν’ απομακρυνθεί ο φονιάς του προηγούμενου βασιλιά Λάϊου. Για να ανακαλύψει τον φταίχτη των κακών ζήτησε τη βοήθεια του μάντη Τειρεσία, ο οποίος τον οδήγησε στην αποκάλυψη της φοβερής αλήθειας, δηλ. ότι ο πρωταίτιος των δεινών της πόλης ήταν ο ίδιος ο τωρινός βασιλιάς. Χωρίς η Ιοκάστη να γνωρίζει πως ο άντρας της ήταν και γιος της, αδελφός των ίδιων των παιδιών τους, βοήθησε στην αποκάλυψη της αλήθειας, η οποία μόλις έγινε φανερή οδήγησε σε τραγικά γεγονότα. ]]
Ο Οιδίποδας ήταν ευεργέτης της Θήβας, γιατί την απάλλαξε από το γυναικόμορφο τέρας, τη Σφίγγα. Αυτή η ευεργεσία ήταν η αφορμή για να εγκατασταθεί στην πόλη και να πάψει την περιπλάνησή του. Και οι κάτοικοι για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους του ανέθεσαν τη διακυβέρνηση ανεβάζοντάς τον στο θρόνο. Ο Σοφοκλής διαμέσου του στόματος του Οιδίποδα μας λέει:
« ………..Μα εγώ σαν ήρθα,
ο ανίδεος Οιδίπους, νίκησα τη Σφίγγα
με τη σκέψη μονάχα κι όχι με μαντεία. » ( Σοφοκλέους Οιδίπους Τύραννος, 396-398)
Με τη σκέψη, λοιπόν, ο νεαρός βασιλογιός νίκησε το τέρας δίνοντας τη χαρά στους πραγματικούς του συμπολίτες. Έτσι εγκαταστάθηκε στη γενέτειρά του, στο ίδιο το παλάτι όπου είδε του κόσμου το φως. Κι αυτή που για λίγες μέρες τον θήλασε και ζωή του μετάγγισε, η θολερή μοίρα τα’ φερε ώστε να γίνει σύντροφος της ζωής του και της κλίνης του, φέρνοντας στον κόσμο και τα παιδιά του. Το κακό που ’θελε ν’ αποφύγει, του ήρθε κατακέφαλα! Με τίποτα δεν ήθελε να γίνει αιμομίχτης. Χαρακτηριστικά λέει:
« ………….κάλιο απ’ τον κόσμο
να χανόμουν προτού με σημαδέψει
τέτοια φριχτή ντροπή και δυστυχία.» ( Σοφοκλέους “Οιδίπους Τύραννος”, 831-833)
Σαν ήρθε του χρόνου το πλήρωμα, όλα να φανερωθούν και να επέλθει η κάθαρση, που οι θεοί είχαν καθορίσει, άλλη δυστυχία πλάκωσε την πόλη. Τώρα δεν ήταν τέρας, αλλά ο λοιμός που αφάνιζε τη Θήβα.
Ο τραγικός ποιητής ανοίγει την αυλαία στην τραγωδία του με τον Οιδίποδα, που ζητάει να μάθει την αιτία των θρήνων και των θρησκευτικών τελετών:
« ΟΙΔΙΠΟΔ: Παιδιά μου, απ’ την παλιά φύτρα του Κάδμου
νέα γενιά, γιατί στο μέρος τούτο
κάθεστε με στεφάνια και κλαδιά ικεσίας;
Όλη τη χώρα πνίγει το λιβάνι
κι αντιβουίζει προσευχές και θρήνους•
γι’ αυτό κι εγώ μη στέργοντας, παιδιά μου,
τα νέα να μάθω από μαντατοφόρους
μα να τ’ ακούσω ο ίδιος, εδώ ήρθα
ο ξακουσμένος όπως όλοι λεν Οιδίπους.
Λέγε μου, γέρο, εσύ, γιατί σου πρέπει
να μιλήσεις γι’ αυτούς• για ποιαν αιτία
συναχτήκατε εδώ; Σας συνεπήρε
ο φόβος ή ζητάτε κάτι; Θέλω
στα πάντα να συντρέξω• άσπλαχνος θα ’μουν,
αν δε λυπόμουν τέτοια μοιρολόγια.
ΙΕΡΕΑΣ: Ω! Οιδίποδα, βασιλιά της χώρας μου, όλους,
κάθε ηλικία, μας βλέπεις καθισμένους
τριγύρω στους βωμούς σου• άλλοι δεν έχουν
κουράγιο μακριά να φτερουγίσουν,
άλλοι από τα γεράματα βαραίνουν,
των θεών ιερείς, εγώ του Δία,
κι ετούτοι, παλικάρια διαλεγμένα.
Ο υπόλοιπος λαός στεφανωμένος
στέκεται ικέτης μπρος απ’ της Παλλάδας
τους δυο ναούς, στις αγορές και πλάι
στου Ισμηνού το μαντικό βωμό. Τι όπως
το βλέπεις, παραδέρνει η πόλη
κι απ’ τους βυθούς της φονικής φουρτούνας
δεν μπορεί να σηκώσει το κεφάλι
να πάρει ανάσα• δίχως να ωριμάσουν,
σαπίζουν οι καρποί της γης, ψοφάνε
στις βοσκές τα γελάδια, κι οι γυναίκες
γεννούν νεκρά μωρά• χιμώντας πάνω
στη χώρα τη θερίζει φλογοφόρος
θεός, ο μισητός λοιμός, κι η πόλη
του Κάδμου αδειάζει• ο μαύρος Άδης
πλουταίνει από τους θρήνους και τους βόγκους.
Γι’ αυτό λοιπόν κι εγώ κι ετούτοι οι νέοι
προσπέσαμε σε σένα ικέτες, όχι
γιατί με τους θεούς σε κρίνουμε ίσο,
μα στους θνητούς τον πιο επιδέξιο σ’ όλα
της ζωής τα γυρίσματα και σ΄ ό,τι
θεόσταλτο μας βρίσκει• εσύ όταν ήρθες,
την πολιτεία λευτέρωσες του Κάδμου
απ’ το φόρο που δίναμε στην άγρια,
την τραγουδίστρα Σφίγγα, δίχως διόλου
κάτι από μας να διδαχτείς ή μάθεις•
λεν και πιστεύουν πως με τη βοήθεια
θεού έχεις ορθώσει τη ζωή μας.
Τώρα γονατιστοί, μεγάλε Οιδίπου,
σε ικετεύουμε όλοι να ’βρεις τρόπο
να μας γλιτώσεις , αν έχεις ακούσει
θεϊκό χρησμό ή ακόμη ξέρεις κάτι
από κάποιο θνητό. Γιατί το βλέπω
το πιο καλό αποτέλεσμα πως φέρνουν
οι γνώμες των πολύπειρων. Μα έλα,
ω! εσύ μες στους ανθρώπους που είσαι πρώτος,
στήσε την πόλη ορθή, μπρος, φρόντισέ την•
σωτήρα του σε κράζει τώρα ο τόπος
για την προτερινή σου προθυμία•
γιατί δε θα θυμόμαστε καθόλου
την αγαθή σου βασιλεία, αν τότες
ορθοποδήσαμε και τώρα γκρεμιστούμε•
γι’ αυτό με ασφάλεια στύλωσε τη χώρα.
Όμοιος για μας να γίνεις σαν και τότε,
που οιωνό καλόν ακολουθώντας
μας χάρισες την ευτυχία• τι άμα
θα βασιλέψεις, όπως βασιλεύεις,
στη γης ετούτη, κάλλιο να ’σαι ρήγας
σε πολιτεία μ’ ανθρώπους πάρεξ σ’ άδεια χώρα•
καράβι ή κάστρο διόλου δεν αξίζει
δίχως τους άντρες που το κατοικούνε. » ( Σοφοκλέους “Οιδίπους Τύραννος”, 1-57 )
Ο ρήγας της Θήβας, αν και ξένος προς τον τόπο, όπως νόμιζε, αγαπούσε πολύ τον τόπο, όπου ζούσε και γνοιαζόταν τους υπηκόους του. Ο πόνος της πόλης ήταν και δικός του πόνος, αν και η δυστυχία δεν είχε φτάσει ακόμη στο παλάτι. Ο βασιλιάς λέει παρακάτω στην τραγωδία:
« Παιδιά μου δύστυχα, ήρθατε ζητώντας
γνωστά σ’ εμέ, όχι άγνωστα. Το ξέρω
καλά πως υποφέρετε όλοι, μα κανείς σας,
κι ας πάσχετε, δεν πάσχει σαν εμένα.
Γιατί εσείς μονάχα το δικό του
νιώθει ο καθένας πόνο, μα η ψυχή μου
για σε, για με στενάζει, για την πόλη•
Ώστε δε με σηκώσατε απ’ τον ύπνο•
Μάθετε πως περίσσια έχω δακρύσει
κι ο νους μου πήγε κι ήρθε από την έγνοια
σε πλήθος δρόμους…….. » ( Σοφοκλέους “Οιδίπους Τύραννος”, 58-67 )
Σαν άξιος βασιλιάς μιας ιερής πόλης, φρόντιζε για την ευημερία των πολιτών της. Η χαρά των συμπολιτών του ήταν και δική του χαρά. Το ίδιο και η λύπη τους ήταν δική του λύπη. Σε τίποτα δεν είναι ανώτερος ο Λωτ. Φρόντισε να μη χαθούν οι συμπολίτες του, μα όταν ο Θεός του είπε να εγκαταλείψει την πόλη για να σωθεί, έφυγε. Ο Οιδίποδας δεν πήρε την οικογένειά του μακριά για να σωθεί, αλλά έστειλε να πάρει χρησμό από το ιερό του Παρνασσού.
( …Συνεχίζεται… )
Ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Θα συνεχίσουμε σήμερα με τον άλλο αιμομίχτη, τον Θηβαίο Οιδίποδα. Θα αναφέρουμε, στη συνέχεια, περιληπτικά τον μύθο του:
[[ Ο Οιδίποδας ήταν γιος του βασιλιά της Θήβας Λάϊου και της Ιοκάστης ( ή Επικάστης ), της κόρης του Μενοικέα κι αδελφής του Κρέοντα.. Επειδή ο Απόλλωνας είχε χρησμοδοτήσει στο Λάϊο ότι θα σκοτωνόταν από το ίδιο του το παιδί, σαν τιμωρία του για την αρπαγή του Χρύσιππου, ο βασιλιάς άφησε έκθετο το βρέφος, αμέσως μετά τη γέννησή του, στον Κιθαιρώνα, αφού πρώτα τρύπησε κι έδεσε με χρυσούς χαλκάδες τους αστραγάλους του. Ο έμπιστος βοσκός του βασιλιά που πήρε την εντολή να εκτελέσει την αποτρόπαια πράξη, λυπήθηκε το βρέφος, το οποίο παρέδωσε στους αλογοβοσκούς του βασιλιά της Κορίνθου Πόλυβου, χωρίς ν’ αναφέρει την καταγωγή του. Αυτοί το παρέδωσαν στην βασίλισσά τους Μερόπη, που δεν είχε παιδιά. Έτσι το βασιλικό ζευγάρι δέχτηκε το νήπιο σαν παιδί του, και το ονόμασαν Οιδίποδα, δηλ. το παιδί με τα πρησμένα πόδια, το οποίο ανέθρεψαν σαν βασιλογιό και διάδοχο του θρόνου τους.
Όταν μεγάλωσε, πάνω σε μια λογομαχία, ένας μεθυσμένος τον αποκάλεσε νόθο. Θέλοντας ο Οιδίποδας να μάθει τους πραγματικούς του γονείς, κατέφυγε στο μαντείο των Δελφών, από το οποίο έμαθε μόνο πως θα σκότωνε τον πατέρα του και θα παντρευόταν τη μητέρα του. Θεωρώντας τον Πόλυβο και τη Μερόπη σαν γονιούς του, απόφυγε να επιστρέψει στην Κόρινθο, ώστε να μην πραγματοποιηθεί ο χρησμός. Γι’ αυτό πήρε το δρόμο προς τη Θήβα. Σ’ ένα σταυροδρόμι συνάντησε τον Λάϊο, που πήγαινε στους Δελφούς. Λογομάχησαν, γιατί αλαζονικά του ζήτησαν να παραμερίσει, κι όταν ο βασιλιάς τον χτύπησε με το ραβδί του, θύμωσε ο Οιδίποδας και σκότωσε τον Λάϊο, δηλ. τον πραγματικό του πατέρα, και τους υπηρέτες της συνοδείας του. Μόνον ένας σώθηκε, που τρέχοντας ήρθε στη Θήβα, λέγοντας πως τους επιτέθηκαν ληστές, οι οποίοι σκότωσαν το βασιλιά. ]]
Ο μεγάλος μας τραγικός ποιητής Σοφοκλής έγραψε δύο τραγωδίες, παίρνοντας το θέμα του από την μυθιστορία του Οιδίποδα, την “Οιδίπους Τύραννος” και την “Οιδίπους επί Κολωνώ”. Στην πρώτη αναφέρεται στη ζωή του ήρωα και την τραγική της κατάληξη, όταν έμαθε πως είχε παντρευτεί την φυσική του μητέρα Ιοκάστη, ενώ είχε σκοτώσει τον πραγματικό του πατέρα Λάϊο. Ο ποιητής χειρίζεται με δεξιοτεχνία το θέμα και λίγο πριν γίνει η τραγική αποκάλυψη, βάζει τον ίδιο τον Οιδίποδα να εξιστορήσει τη ζωή του, όπως την θυμόταν στο παλάτι της Κορίνθου μέχρι να καταλήξει από οργή στον φόνο του άγνωστου γι’ αυτόν Λάιου:
« …………….Είχα γονιό μου
τον Πόλυβο απ’ την Κόρινθο και μάνα
τη Δωρίδα Μερόπη. Με λογιάζαν
εκεί τον πρώτο απ’ τους πολίτες, όταν
κάτι παράξενο έγινε, τυχαίο
κι ανάξιο να το προσέξω. Κάποιος
στο δείπνο μεθυσμένος λέει απάνω
στο κρασί πως του Πόλυβου δεν είμαι
πραγματικός του γιος. Θύμωσα τότε,
μα συγκρατήθηκα τη μέρα εκείνη•
όμως την άλλη πήγα στους γονιούς μου
και ρώτησα γι’ αυτό• κι οι δυο οργίστηκαν
με κείνον που μου είπε τέτοια λόγια.
Με την οργή τους χάρηκα, όμως πάντα
μ’ έτρωγε η έγνοια τούτη• γι’ αυτό φεύγω,
κρυφά απ’ τη μάνα μου και τον πατέρα,
για τους Δελφούς, μα ο Φοίβος για όσα πήγα
μ’ έδιωξε δίχως ν’ απαντήσει κι άλλες
σε με τον άθλιο δίνει προφητείες
φριχτές κι απαίσιες• πως θα γίνω τάχα
της μάνας μου άντρας και στο φως θα φέρω
για τους θνητούς γενιά καταραμένη
και θα σκοτώσω τον πατέρα μου. Όταν
τ’ άκουσα αυτά, απ’ τη χώρα της Κορίνθου
κρατιόμουν μακριά με τη βοήθεια
των αστεριών, πηγαίνοντας σε τόπους
όπου δεν θα μπορούσα ν’ αντικρίσω
ν’ αληθεύουν οι ντροπές μου απ’ τις μαντείες.
Στα μέρη εκείνα φτάνω προχωρώντας
που είπες πως σκοτώθη ο βασιλέας.
Σε σε θα πω, γυναίκα, την αλήθεια.
Καθώς εζύγωνα στο τρίστρατο, ένας
κήρυκας κι ένας άντρας καθισμένος
σ’ άμαξα με πουλάρια όπως τον είπες,
βρέθηκαν μπρος στο διάβα μου• απ’ το δρόμο
με διώχνουν με τη βία και οι δυο τους.
Τον οδηγό της άμαξας χτυπάω
μ’ αργή που μ’ έσπρωχνε• ως με βλέπει ο γέρος,
με παραφύλαξε κι όταν περνούσα
δίπλα στ’ αμάξι, με το δίχαλο ραβδί του
χτυπιά μου δίνει κατακέφαλα. Όμως
δεν τον πλήρωσα όμοια, γιατί αμέσως
απ’ το ραβδί μου χτυπημένος πέφτει
και μες στ’ αμάξι ανάσκελα κυλιέται•
μετά όλους τους σκοτώνω. Αν έχει κάποια σχέση
τούτος ο ξένος με το Λάϊο, ποιος άλλος
θα ’ναι πιο άθλιος από μένα τώρα,
πιο θεομίσητος; » ( Σοφοκλέους, “Οιδίπους Τύραννος” 774-816 )
Η μοίρα, όμως, παίζει παράξενα παιγνίδια! Ενώ πήρε άλλο δρόμο ο Οιδίποδας, για ν’ αποφύγει την μαντεία, τα βήματά του οδηγημένα από κάποια αδιόρατη δύναμη, τον έφεραν στην πόλη που δεν έπρεπε, εκεί όπου σαν σε θέατρο παραλόγου, θα παιζόταν η τραγικότερη σκηνή από τα μυθικά χρόνια μέχρι τα σήμερα!
[ Αυτή την εποχή στην περιοχή της Θήβας είχε εμφανιστεί ένα φτερωτό τέρας, η Σφίγγα, που σταματούσε τους περαστικούς και τους έλεγε ένα αίνιγμα. Αν δεν εύρισκαν την απάντηση, τους κατασπάραζε.
Μετά το χαμό του βασιλιά Λάϊου, είχε αναλάβει το θρόνο ο Κρέοντας, αδελφός της χήρας βασίλισσας Ιοκάστης. Ο αντιβασιλέας, για να σώσει την πόλη, ανάγγειλε πως όποιος έλυνε το αίνιγμα κι έσωνε την πόλη, θα έπαιρνε σαν έπαθλο την βασίλισσα ως γυναίκα, και την εξουσία της πόλης. Ο Οιδίποδας στην περιπλάνησή του, πέρασε από την περιοχή της Θήβας, όπου συνάντησε την Σφίγγα. Κατόρθωσε να δώσει την απάντηση στο αίνιγμα, αναγκάζοντας το τέρας να πέσει από το βράχο, στον οποίο καθόταν και να σκοτωθεί. Έτσι, σαν σωτήρας έφτασε στην πόλη, όπου οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με τιμές κι ο Κρέοντας, τηρώντας την εξαγγελία του, του παρέδωσε το θρόνο και τον πάντρεψε με την βασίλισσα, που ήταν και μητέρα του Οιδίποδα. Από το γάμο αυτό απόκτησαν τέσσερα παιδιά, δύο γιους, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη, και δύο κόρες, την Αντιγόνη και την Ισμήνη.
Κι ενώ όλα ήσαν ήσυχα και υπό την βασιλεία του νέου βασιλιά όλοι ζούσαν ευτυχισμένοι, ξαφνικά ξέσπασε λοιμός φοβερός στη Θήβα αποδεκατίζοντας τους κατοίκους της. Ανήμπορος ν’ αποτρέψει το κακό, ο Οιδίποδας έστειλε τον Κρέοντα στο μαντείο των Δελφών για να μάθει την αιτία της συμφοράς. Το μαντείο απάντησε ότι για να σωθεί η πόλη, θα έπρεπε ν’ απομακρυνθεί ο φονιάς του προηγούμενου βασιλιά Λάϊου. Για να ανακαλύψει τον φταίχτη των κακών ζήτησε τη βοήθεια του μάντη Τειρεσία, ο οποίος τον οδήγησε στην αποκάλυψη της φοβερής αλήθειας, δηλ. ότι ο πρωταίτιος των δεινών της πόλης ήταν ο ίδιος ο τωρινός βασιλιάς. Χωρίς η Ιοκάστη να γνωρίζει πως ο άντρας της ήταν και γιος της, αδελφός των ίδιων των παιδιών τους, βοήθησε στην αποκάλυψη της αλήθειας, η οποία μόλις έγινε φανερή οδήγησε σε τραγικά γεγονότα. ]]
Ο Οιδίποδας ήταν ευεργέτης της Θήβας, γιατί την απάλλαξε από το γυναικόμορφο τέρας, τη Σφίγγα. Αυτή η ευεργεσία ήταν η αφορμή για να εγκατασταθεί στην πόλη και να πάψει την περιπλάνησή του. Και οι κάτοικοι για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους του ανέθεσαν τη διακυβέρνηση ανεβάζοντάς τον στο θρόνο. Ο Σοφοκλής διαμέσου του στόματος του Οιδίποδα μας λέει:
« ………..Μα εγώ σαν ήρθα,
ο ανίδεος Οιδίπους, νίκησα τη Σφίγγα
με τη σκέψη μονάχα κι όχι με μαντεία. » ( Σοφοκλέους Οιδίπους Τύραννος, 396-398)
Με τη σκέψη, λοιπόν, ο νεαρός βασιλογιός νίκησε το τέρας δίνοντας τη χαρά στους πραγματικούς του συμπολίτες. Έτσι εγκαταστάθηκε στη γενέτειρά του, στο ίδιο το παλάτι όπου είδε του κόσμου το φως. Κι αυτή που για λίγες μέρες τον θήλασε και ζωή του μετάγγισε, η θολερή μοίρα τα’ φερε ώστε να γίνει σύντροφος της ζωής του και της κλίνης του, φέρνοντας στον κόσμο και τα παιδιά του. Το κακό που ’θελε ν’ αποφύγει, του ήρθε κατακέφαλα! Με τίποτα δεν ήθελε να γίνει αιμομίχτης. Χαρακτηριστικά λέει:
« ………….κάλιο απ’ τον κόσμο
να χανόμουν προτού με σημαδέψει
τέτοια φριχτή ντροπή και δυστυχία.» ( Σοφοκλέους “Οιδίπους Τύραννος”, 831-833)
Σαν ήρθε του χρόνου το πλήρωμα, όλα να φανερωθούν και να επέλθει η κάθαρση, που οι θεοί είχαν καθορίσει, άλλη δυστυχία πλάκωσε την πόλη. Τώρα δεν ήταν τέρας, αλλά ο λοιμός που αφάνιζε τη Θήβα.
Ο τραγικός ποιητής ανοίγει την αυλαία στην τραγωδία του με τον Οιδίποδα, που ζητάει να μάθει την αιτία των θρήνων και των θρησκευτικών τελετών:
« ΟΙΔΙΠΟΔ: Παιδιά μου, απ’ την παλιά φύτρα του Κάδμου
νέα γενιά, γιατί στο μέρος τούτο
κάθεστε με στεφάνια και κλαδιά ικεσίας;
Όλη τη χώρα πνίγει το λιβάνι
κι αντιβουίζει προσευχές και θρήνους•
γι’ αυτό κι εγώ μη στέργοντας, παιδιά μου,
τα νέα να μάθω από μαντατοφόρους
μα να τ’ ακούσω ο ίδιος, εδώ ήρθα
ο ξακουσμένος όπως όλοι λεν Οιδίπους.
Λέγε μου, γέρο, εσύ, γιατί σου πρέπει
να μιλήσεις γι’ αυτούς• για ποιαν αιτία
συναχτήκατε εδώ; Σας συνεπήρε
ο φόβος ή ζητάτε κάτι; Θέλω
στα πάντα να συντρέξω• άσπλαχνος θα ’μουν,
αν δε λυπόμουν τέτοια μοιρολόγια.
ΙΕΡΕΑΣ: Ω! Οιδίποδα, βασιλιά της χώρας μου, όλους,
κάθε ηλικία, μας βλέπεις καθισμένους
τριγύρω στους βωμούς σου• άλλοι δεν έχουν
κουράγιο μακριά να φτερουγίσουν,
άλλοι από τα γεράματα βαραίνουν,
των θεών ιερείς, εγώ του Δία,
κι ετούτοι, παλικάρια διαλεγμένα.
Ο υπόλοιπος λαός στεφανωμένος
στέκεται ικέτης μπρος απ’ της Παλλάδας
τους δυο ναούς, στις αγορές και πλάι
στου Ισμηνού το μαντικό βωμό. Τι όπως
το βλέπεις, παραδέρνει η πόλη
κι απ’ τους βυθούς της φονικής φουρτούνας
δεν μπορεί να σηκώσει το κεφάλι
να πάρει ανάσα• δίχως να ωριμάσουν,
σαπίζουν οι καρποί της γης, ψοφάνε
στις βοσκές τα γελάδια, κι οι γυναίκες
γεννούν νεκρά μωρά• χιμώντας πάνω
στη χώρα τη θερίζει φλογοφόρος
θεός, ο μισητός λοιμός, κι η πόλη
του Κάδμου αδειάζει• ο μαύρος Άδης
πλουταίνει από τους θρήνους και τους βόγκους.
Γι’ αυτό λοιπόν κι εγώ κι ετούτοι οι νέοι
προσπέσαμε σε σένα ικέτες, όχι
γιατί με τους θεούς σε κρίνουμε ίσο,
μα στους θνητούς τον πιο επιδέξιο σ’ όλα
της ζωής τα γυρίσματα και σ΄ ό,τι
θεόσταλτο μας βρίσκει• εσύ όταν ήρθες,
την πολιτεία λευτέρωσες του Κάδμου
απ’ το φόρο που δίναμε στην άγρια,
την τραγουδίστρα Σφίγγα, δίχως διόλου
κάτι από μας να διδαχτείς ή μάθεις•
λεν και πιστεύουν πως με τη βοήθεια
θεού έχεις ορθώσει τη ζωή μας.
Τώρα γονατιστοί, μεγάλε Οιδίπου,
σε ικετεύουμε όλοι να ’βρεις τρόπο
να μας γλιτώσεις , αν έχεις ακούσει
θεϊκό χρησμό ή ακόμη ξέρεις κάτι
από κάποιο θνητό. Γιατί το βλέπω
το πιο καλό αποτέλεσμα πως φέρνουν
οι γνώμες των πολύπειρων. Μα έλα,
ω! εσύ μες στους ανθρώπους που είσαι πρώτος,
στήσε την πόλη ορθή, μπρος, φρόντισέ την•
σωτήρα του σε κράζει τώρα ο τόπος
για την προτερινή σου προθυμία•
γιατί δε θα θυμόμαστε καθόλου
την αγαθή σου βασιλεία, αν τότες
ορθοποδήσαμε και τώρα γκρεμιστούμε•
γι’ αυτό με ασφάλεια στύλωσε τη χώρα.
Όμοιος για μας να γίνεις σαν και τότε,
που οιωνό καλόν ακολουθώντας
μας χάρισες την ευτυχία• τι άμα
θα βασιλέψεις, όπως βασιλεύεις,
στη γης ετούτη, κάλλιο να ’σαι ρήγας
σε πολιτεία μ’ ανθρώπους πάρεξ σ’ άδεια χώρα•
καράβι ή κάστρο διόλου δεν αξίζει
δίχως τους άντρες που το κατοικούνε. » ( Σοφοκλέους “Οιδίπους Τύραννος”, 1-57 )
Ο ρήγας της Θήβας, αν και ξένος προς τον τόπο, όπως νόμιζε, αγαπούσε πολύ τον τόπο, όπου ζούσε και γνοιαζόταν τους υπηκόους του. Ο πόνος της πόλης ήταν και δικός του πόνος, αν και η δυστυχία δεν είχε φτάσει ακόμη στο παλάτι. Ο βασιλιάς λέει παρακάτω στην τραγωδία:
« Παιδιά μου δύστυχα, ήρθατε ζητώντας
γνωστά σ’ εμέ, όχι άγνωστα. Το ξέρω
καλά πως υποφέρετε όλοι, μα κανείς σας,
κι ας πάσχετε, δεν πάσχει σαν εμένα.
Γιατί εσείς μονάχα το δικό του
νιώθει ο καθένας πόνο, μα η ψυχή μου
για σε, για με στενάζει, για την πόλη•
Ώστε δε με σηκώσατε απ’ τον ύπνο•
Μάθετε πως περίσσια έχω δακρύσει
κι ο νους μου πήγε κι ήρθε από την έγνοια
σε πλήθος δρόμους…….. » ( Σοφοκλέους “Οιδίπους Τύραννος”, 58-67 )
Σαν άξιος βασιλιάς μιας ιερής πόλης, φρόντιζε για την ευημερία των πολιτών της. Η χαρά των συμπολιτών του ήταν και δική του χαρά. Το ίδιο και η λύπη τους ήταν δική του λύπη. Σε τίποτα δεν είναι ανώτερος ο Λωτ. Φρόντισε να μη χαθούν οι συμπολίτες του, μα όταν ο Θεός του είπε να εγκαταλείψει την πόλη για να σωθεί, έφυγε. Ο Οιδίποδας δεν πήρε την οικογένειά του μακριά για να σωθεί, αλλά έστειλε να πάρει χρησμό από το ιερό του Παρνασσού.
( …Συνεχίζεται… )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου