Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

Ιερή αντίθεση…


[[ δαμ-ων ]]

Μερικές φορές θέλεις να είσαι αποστασιοποιημένος από ορισμένα θέματα, στα οποία δε συμμετέχεις. Μα κάποιες προκλήσεις δε σε αφήνουν αμέτοχο. Κάποιοι, συνειδητά, επιλέξαμε να μην ασχοληθούμε με τα θέματα της εκκλησίας. Υπάρχουν άλλοι, με περισσότερο ζήλο, που ασχολούνται μ’ αυτά. Και πρέπει να διακρίνεσαι από διάθεση προσφοράς κι ανιδιοτέλεια για να καταγενείς με τέτοια θέματα.
Υπάρχουν αρκετοί, που αναλώνονται σε έναν τέτοιο σκοπό, χωρίς να βάζουν πάνω απ’ όλα το συμφέρον τους, ούτε τις προσωπικές τους φιλοδοξίες. Όμως κάποιοι άλλοι χρησιμοποιούν το “ιερό” σαν κοινωνικό εφαλτήριο ή σαν μέσο πλουτισμού ή ακόμη και για πολιτικές σκοπιμότητες. Αυτοί διασύρουν το όνομα της εκκλησίας και παγώνουν τις καρδιές όσων θέλουν τη ζεστή αγκαλιά και την πνευματική θαλπωρή της ποίμνης του θεόσταλτου Ποιμένα.
Η εκκλησία είναι αντίγραφο του κόσμου μας, γιατί αποτελείται από εμάς όλους, που είμαστε μέλη του κόσμου. Κι άλλοι από εμάς είναι σωστοί, χρηστοί, ενώ άλλοι είναι μικροπρεπείς και μικρόψυχοι. Οι τελευταίοι μερικές φορές οδηγούν σε κρίση που απογοητεύει τα άδολα και ήσυχα μέλη. Το κακό γίνεται κάκιστο, όταν οι σκανδαλίζοντες είναι ιερωμένοι και το μήλον της έριδος είναι ο οίκος του Κυρίου που εκλαμβάνεται ως οίκος εμπορίου.
Τον τελευταίο μήνα παρακολουθούμε μια διελκυστίνδα μεταξύ ιερουργών του χώρου μας, η οποία επιτείνεται και παίρνει διαστάσεις από τις θέσεις ανεγκέφαλων οπαδών (όχι πιστών) που απειλούν να γίνει το χωριό μας παρανάλωμα πυρός αν θιγεί- οικονομικά δυστυχώς κι όχι ηθικά- ο εκλεκτός τους ιερέας. Έχουν παρερμηνεύσει το ρηθέν «μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην• ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν». Προφανώς δε θα επιτρέψουμε να μας πει ο παρεπίδημος ιερέας «ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά ανθρώπου»…
Θα δανειστούμε ένα απόσπασμα από το κλασικό- διαχρονικό και διδακτικότατο μυθιστόρημα του Ν. Καζαντζάκη “Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται” και μετά θα κάνουμε κάποια σχόλια:
[[ Την άλλη μέρα το πρωί ο παπα-Φώτης, με το φτωχό του λιωμένο ράσο, ξυπόλυτος, έκαμε το σταυρό του• τράβηξε κατά το δεσποτικό. Μια στρουμπουλή χωριατοπούλα του άνοιξε, κοίταξε τ’ αδειανά χέρια του, σούφρωσε τα χείλια• δεν έρχουνται, λέει, τόσο πρωί• ο Δεσπότης δεν είχε ακόμα ξυπνήσει. Κάθισε στο πεζούλι της αυλής, περίμενε.
Σιγά- σιγά κατάφταναν κι άλλοι, γυναίκες κι άντρες, ο καθένας κρατούσε και το πεσκέσι του- ένα καλαθάκι αυγά, ένα κουνέλι, ένα κεφάλι τυρί, μιαν κότα. Τα ‘παιρνε η στρουμπουλή χωριατοπούλα, χαμογελούσε και τα ‘μπαζε μέσα• κι έδινε καρέκλα ή σκαμνί ανάλογα με το πεσκέσι.
- Είναι η ανιψιά του… είπε σιγά ένας γεροντάκος.
Ύστερα από μιαν ώρα διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, σε όλη την αυλή, πως ο Δεσπότης ξύπνησε• ο ένας άκουσε το κρεβάτι να τρίζει, ο άλλος τον άκουσε να βήχει, ένας άλλος να κάνει την πρωινή του γαργάρα.
- Πίνει κι ένα αυγό ρουφηχτό για τη φωνή του… είπε πάλι το γεροντάκι.
Όλοι κουνήθηκαν με σεβασμό και σήκωσαν δειλά τα μάτια κατά το παράθυρο ψηλά, με τα κλειστά παντζούρια. Ακούστηκε βήχας δυνατός και φοβερά ρουθουνίσματα κι αλαφρά μουγκρητά και νερά να χύνουνται.
- Τώρα πλένεται… είπε πάλι το γεροντάκι.
Μετά ένα τέταρτο ακούστηκε κρότος από φλιτζάνια και πιάτα και μαχαιροπίρουνα και καρέκλες που τρίζαν.
- Τώρα πίνει τον καφέ του…
Μετά μισή ώρα ακούστηκαν στριγγιές φωνές και κλάματα.
- Τώρα δέρνει την ανιψιά του.
Σε λίγο ακούστηκε η σκάλα να τρίζει και κάποιος να ξεμυξίζεται τρανταχτά.
- Τώρα κατεβαίνει! Είπε δυνατά το γεροντάκι και πετάχτηκε όρθιο.
Σηκώθηκαν όλοι και κάρφωσαν τα μάτια στην πόρτα. Ακούστηκε μια δυνατή φωνή, μπάσα:
- Αγγελική, ποιος πρωτόρθε; να κοπιάσει!
Άνοιξε η πόρτα, πρόβαλε η στρουμπουλή κοπέλα, με κοκκινισμένα μάτια• έγνεψε στον παπα-Φώτη. Ο παπα-Φώτης προχώρεσε, μπήκε μέσα, έκλεισε η πόρτα.
Ο Δεσπότης στέκουνταν μπροστά σ’ ένα στρογγυλό τραπέζι, κοντοπίθαρος, κοτσονάτος, με κοντόσγουρα γκρίζα γένια, με μιαν κρεατοελιά στη μύτη. Έμοιαζε με ρινόκερο.
- Σε ακούω, είπε, και σύντομα• θαρρώ πως σ’ έχω ξαναδεί• δεν είσαι ο πρόσφυγας; Λέγε.
Μια στιγμή πέρασε από τον αγριεμένο νου του παπα-Φώτη να φύγει• να φύγει και να χτυπήσει δυνατά πίσω του την πόρτα. Τούτος είναι ο αντιπρόσωπος του Χριστού; Τούτος κηρύχνει στους ανθρώπους τη δικαιοσύνη και την αγάπη; Από τούτον μπορεί να περιμένει να βρει το δίκιο του; Μα κρατήθηκε• έφερε στο νου του τα παιδιά της Σαρακίνας και το χειμώνα που πλακώνει• άνοιξε το στόμα να μιλήσει, μα ο Δεσπότης άπλωσε το χέρι.
- Άλλη φορά, είπε, όταν θα ‘ρχεσαι στου Δεσπότη, να φοράς παπούτσια.
- Δεν έχω, αποκρίθηκε ο παπα-Φώτης• είχα, δεν έχω πια, συμπάθα με• κι ο Χριστός περπατούσε ξυπόλυτος, Δέσποτά μου.
Ο Δεσπότης ζάρωσε υα φρύδια.
- Μου ‘χει μιλήσει για σένα ο παπα-Γρηγόρης, είπε κουνώντας απειλητικά το κεφάλι• θες να μας κάνεις, λέει, το Χριστό• να φέρεις ισότητα και δικαιοσύνη στον κόσμο… Δεν ντρέπεσαι; Να μην υπάρχουν πια πλούσιοι και φτωχοί, μήτε, βέβαια, Δεσποτάδες… αντάρτη!
Άναψαν τα μελίγγια του παπά• έσφιξε τη γροθιά, μα πάλι θυμήθηκε, κρατήθηκε. Σώπασε.
- Τέλειωσες τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης;
- Όχι, Δέσποτά μου.
- Τότε τι μιλάς; Δε συζητώ μαζί σου, παπά μου… Ήρθες να μου ζητήσεις μια χάρη, τι θες; Γρήγορα, είναι κι άλλοι και περιμένουν. Και να μετράς τα λόγια σου!
- Δεν ήρθα να ζητήσω καμιά χάρη• ήρθα να ζητήσω το δίκιο μου.
- Το μάτι σου είναι γεμάτο εωσφορική αλαζονεία• χαμήλωσε τα μάτια και μίλα.
Ο παπα-Φώτης κοίταξε γύρα του• ένας Χριστός Σταυρωμένος πίσω από την πλάτη του Δεσπότη, βιβλία χρυσοδεμένα στο ράφι, μια μεγάλη ζωγραφιά, πιο μεγάλη από του Χριστού, που παρίστανε το Δεσπότη με τα επισκοπικά του ολόχρυσα άμφια, με τη βαριά μίτρα στο κεφάλι, με την αψηλή πατερίτσα.
Δε μιλούσε• ο Δεσπότης νεύριασε.
- Παπά μου, ή να μιλήσεις ή να φύγεις• δεν έχω καιρό να χάνω.
- Μήτε κι εγώ, Δέσποτά μου, φεύγω. Είχα σκοπό να ζητήσω το δίκιο μου, μα τώρα κατάλαβα, θα το ζητήσω από Εκείνον! είπε κι έδειξε με το δάχτυλό του το Χριστό το Σταυρωμένο.
- Από ποιόν; Έκαμε ο Δεσπότης και στράφηκε πίσω του.
- Από το Χριστό το Σταυρωμένο.
Τώρα πια ο Δεσπότης φρένιασε• χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι.
- Έχει δίκιο ο παπα-Γρηγόρης, είσαι μπολσεβίκος!
- Ναι, αν είναι και Τούτος! Αποκρίθηκε ο παπάς κι έδειξε πάλι το Σταυρωμένο.
- Αγγελική, φώναξε ο Δεσπότης.
Η στρουμπουλή ανιψιά φάνηκε.
- Άλλη φορά αν έρθει ο παπάς τούτος- κοίταξέ τον καλά!- να μην τον αφήσεις να μπει μέσα.
- Ο Θεός θα μας κρίνει, Δέσποτά μου, έχε γεια• τότε θα παρουσιαστούμε μπροστά του κι οι δυο ξυπόλυτοι, είπε ήσυχα ο παπα-Φώτης, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε.
Γύριζε ώρες, μπήκε στο σκεπαστό παζάρι, στάθηκε στην αυλή του τζαμιού, διάβηκε ένα δοξαρωτό γιοφύρι, βρέθηκε στα περιβόλια, γύρισε πίσω, ξαναχώθηκε στα σοκάκια• κοίταζε, κοίταζε, μα δεν έβλεπε τίποτα. Έβραζε ο νους του, κι οι αχνοί θάμπωναν τα μάτια του• δεν έβλεπε τίποτα, συλλογίζουνταν το Δεσπότη και τα παιδιά της Σαρακίνας και το χειμώνα που πλακώνει.
Ξαφνικά βρέθηκε μπροστά από το χάνι του κυρ Γεράσιμου• μπήκε.
Ο παπα-Φώτης κάθισε, κατάκοπος• σα να ‘χε γυρίσει από την άκρα του κόσμου. Ακούμπησε στον τοίχο, έκλεισε τα μάτια κι αναστέναξε. ]]
Στο απόσπασμα έχουμε τον σκελετωμένο ποιμένα- τον γνήσιο αντιπρόσωπο του Χριστού- ενός κυνηγημένου κοπαδιού ανθρώπων, που μετά τα Μικρασιατικά άφησε την πατρίδα του και προσπαθούσε να ριζώσει στη μάνα Ελλάδα. Μα οι βολεμένοι και χορτάτοι κάτοικοι της Λυκόβρυσης έβλεπαν τους πεινασμένους πρόσφυγες σαν χολεριασμένους. Στο διωγμό από τη γη τους- και πια γη; στη πλαγιά του άκαρπου βουνού πήγαν να ριζώσουν- πρωτοστατούσε ο καλοταϊσμένος παπάς τους- ο αντιπρόσωπος του Μαμωνά- με τα πλέρια ξύγκια. Βρέθηκε ο γιος ενός προύχοντα να δώσει στους ξεριζωμένους την πατρική περιουσία, μα ο χορτάτος παπάς πήγε να τον βγάλει σαλεμένο, ώστε να μη δοθεί η γης στους πρόσφυγες. Μιλημένος κι ο Δεσπότης, που τα ‘κανε πλακάκια με τον παπά Γρηγόρη- ποιος ξέρει με τι μπαξίσι- τον φαρισαίο παπά της Λυκόβρυσης. Για να βρει το δίκιο του πήγε ο παπα-Φώτης, μετά το θανατικό που έπεσε στο ποίμνιό του από την πείνα και το κρύο, να τους δοθεί η δωρεά. Κι είχε την αντιμετώπιση που διαβάσαμε από τον Δεσπότη.
Ο Μανολιός, ο νεαρός Λυκοβρυσιώτης που τους συμπαραστέκονταν και γι’ αυτό με την προτροπή του παπα-Γρηγόρη σκοτώθηκε από τους συμπατριώτες του, πριν φύγουν για την πολιτεία να συναντήσουν το Δεσπότη, αναρωτιόταν αν χρειαζόταν τόσος αγώνας, για μια μάχη εκ των προτέρων καταδικασμένη να χαθεί. Ανάμεσα στο παλικάρι και τον παπα-Φώτη έγινε ο ακόλουθος διάλογος:
[[ - Θα χρειαστεί πολύς αγώνας, γέροντά μου, για να μπορέσουμε να βρούμε το δίκιο μας, έλεγε ο Μανολιός• αξίζει να σπαταλήσουμε τόσον καιρό για τα επίγεια;
- Αξίζει, αξίζει, Μανολιό! Αποκρίθηκε ο παπα-Φώτης και το μάτι του έλαμψε. Μια φορά έλεγα κι εγώ: Γιατί να παλεύω για τα επίγεια; Τι μ’ ενδιέφερε ο κόσμος τούτος; είμαι εξόριστος τ’ ουρανού και βιάζουμαι να γυρίσω στην πατρίδα μου. Μα σιγά-σιγά κατάλαβα• κανένας δεν μπορεί να μπει στον ουρανό αν δε νικήσει πρώτα τη γης, και κανένας δεν μπορεί να νικήσει τη γης αν δεν παλεύει με λύσσα κι υπομονή και χωρίς συβιβασμό μαζί της. Από τη γης μονάχα μπορεί να πάρει φόρα ο άνθρωπος να πηδήξει στον ουρανό. Παπα-Γρηγόρηδες, Λαδάδες, Αγάδες, νοικοκυραίοι, είναι οι δυνάμεις του κακού που μας έπεσε ο κλήρος να παλέψουμε• αν ρίξουμε τ’ άρματα, είμαστε χαμένοι, και κάτω στη γης κι απάνω στον ουρανό.]]
Εδώ, στη σκονισμένη γη, είναι τα μαρμαρωμένα αλώνια που σαν το Διγενή πρέπει να δώσουμε τον αγώνα. Ούτε στο θάνατο να κιοτέψουμε αλλά να τραγουδήσουμε:
« Ο Ακρίτας είμαι Χάροντα δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ άγγιξες, μα δε μ' ένιωσες στα μαρμαρένια αλώνια.
Είμαι 'γω η ακατάλυτη ψυχή των Σαλαμίνων,
στην Επτάλοφη έφερα το σπαθί των Ελλήνων.
Δεν χάνομαι στα Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω,
στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς ανασταίνω.»
Εδώ σαν το μεταξοσκώληκα πρέπει να κάνουμε τα μουρόφυλλα μετάξι. Όπως ο άλτης στο “επί κοντώ” πρέπει να πάρει φόρα, έτσι κι ο άνθρωπος πρέπει να πάρει φόρα από τη γη για να φτάσει στον Ουρανό. Είναι ανάγκη να νιώσει τον πόνο, την αδικία, την απόρριψη, την αχαριστία, την προδοσία, για να λύσει τα σχοινιά που τον κρατούν δεμένο στη γη, ώστε το αερόστατο της ψυχής να τον φέρει ψηλά στον Ουρανό, να φτάσει στην τελείωση. Το χρέος του ανθρώπου είναι από γήινος να μετουσιωθεί σε Ουράνιο.
Γι’ αυτό το χρέος οι περισσότεροι άνθρωποι διαλέγουν το δρόμο της εκκλησίας. Μα κι εκεί συναντούν, κάποιες φορές, εμπόδια. Ανεπαρκείς ιερωμένους, άδικους και κουτσομπόληδες συνοδοιπόρους. Αντί για την αδελφική αλληλεγγύη, βρίσκουν τον εγκλωβισμό σε στείρες και ξεπερασμένες εμμονές.
Εκτός από τους ιερωμένους στο πρότυπο του Δεσπότη και του παπα-Γρηγόρη υπάρχουν και λειτουργοί στο πρότυπο του παπα-Φώτη. Ακούραστοι, ανιδιοτελείς, λιμάνια αγάπης, τροφοί δύναμης αλλά και παρηγοριάς, πραγματικοί αντιπρόσωποι του Ουράνιου Αρχιερέα. Ευτυχισμένοι όσοι τους συναντούν και τους έχουν στο πλευρό τους…
Στους επιλήσμονες της αποστολής τους ιερωμένους και επίδοξους επιχειρηματίες… θα θυμίσω όσα είπε ο Χριστός στους μαθητές Του:΄
« Υμείς εστε το άλας της γης• εάν δε το άλας μωραθεί, εν τίνι αλισθήσεται; Εις ουδέν ισχύει έτι ει μη βληθήναι έξω και καταπατείσθαι υπό των ανθρώπων. Υμείς εστε το φως του κόσμου. Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη…Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς.»



Δεν υπάρχουν σχόλια: