Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

… Ως πότε θα γεννιέται για να Τον σταυρώνουμε … ;


[[ δαμ-ων ]]

Δεν ήταν στις προθέσεις μου να ασχοληθώ και πάλι με τα θέματα της τοπικής εκκλησίας. Θαρρούσα πως όσα έγραψα στις 9-12-2009 στο άρθρο «Ιερή αντίθεση» ήταν αρκετά. Είχα χρησιμοποιήσει ένα απόσπασμα από το “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται” του Ν. Καζαντζάκη κι έκανα κάποια σχόλια.
Μα έλα που αυτές τις μέρες αναμοχλεύεται και πάλι η «ιερή αντίθεση», που σύρονται κάποια πέπλα για να φανεί πως ό,τι συμβαίνει δεν είναι αθώο. Αποδεικνύεται πως ίσως τα πράγματα να είναι πολύ πιο σοβαρά, απ’ όσο φαίνονται από πρώτη όψη. Γιατί έχουμε μια στάση καθαρά αντιχριστιανική στο «όνομα του Χριστού»! Μια καταστρατήγηση της διδασκαλίας Του. Την εκφορά ενός λόγου με φαρισαϊκό μανδύα και μια σειρά από ενέργειες αντιαδελφικού χαρακτήρα από «εν Χριστώ αδελφούς» και συλλειτουργούς.
Διαβάσαμε όσα θλιβερά γράφτηκαν ανώνυμα ή με ψευδώνυμο τον τελευταίο μήνα, και, ακόμη και το 10% να ισχύει- αν και η παροιμία «χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει», έχει πάντοτε ισχύ- σύννεφα γκρίζα πλάκωσαν την ψυχή μας. Γιατί θέλουμε κάποιοι θεσμοί να παραμείνουν αμόλυντοι και αγνοί, ιδίως όταν άπτονται του “ιερού” κι έχουν σχέση με το “υπερβατικό”. Απ’ όποια μεριά κι αν βλέπει κάποιος το «Ιερό»- και δεν είναι ανάγκη να το βλέπει αποκλειστικά και μόνον από την πλευρά του εγκλωβισμού στο δογματισμό μιας εκκλησίας- επιθυμεί να στέκει πολύ ψηλά, πέρα από τα μιάσματα της ανθρώπινης πλεονεξίας και σκοπιμότητας.
Θα χρησιμοποιήσω την προσφιλή μου τακτική. Θα παραθέσω ένα απόσπασμα- μεγάλο μεν, αλλά πολύ δυνατό και συγκλονιστικό- του στοχαστή Ν. Καζαντζάκη. Και πάλι η πηγή άντλησης θα είναι το μυθιστόρημα “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”:
[[ Ακούστηκε βραχνή, πνιγμένη, όλο λύσσα, η φωνή του Αγά:
- Πάρτε τον, σκοτώστε τον, κάντε τον κιμά, ο διάολος να σας πάρει όλους.
Είπε κι έκλεισε την πόρτα με βρόντο.
Χίμηξε πρώτος ο παπάς, άρπαξε το Μανολιό από τον ώμο, ο Παναγιώταρος από τον άλλο, ο λαός τον έζωσε βουίζοντας, έπεφτε απάνω του, τον χτυπούσε, τον έσπρωχνε, τον χαμόσερνε κατά την εκκλησιά. Η νύχτα είχε πέσει, κανένα άστρο, μαύρα σύννεφα είχαν σκεπάσει τον ουρανό, βουβές, ανήμπορες αστραπές άναβαν κι έσβηναν μακριά, κατά τη δύση.
Προσπέρασαν τον πλάτανο, άγγισαν όλο λαχτάρα, έψαχναν, οσμίζουνταν το Μανολιό, λαχανιαστά, μα κανένας δε μιλούσε.
Έτρεξε ο καντηλανάφτης, έβγαλε από τη μέση του το μεγάλο κλειδί, άνοιξε διάπλατα την πόρτα της εκκλησιάς, μπήκε ο λαός. Τρία ασημένια καντήλια άναβαν στο τέμπλο- το ένα ομπρός στο Δεσπότη Χριστό, το άλλο μπρος στην παναγιά, το τρίτο στον Άι-Γιάννη τον Πρόδρομο. Όλοι οι επίλοιποι μεγαλομάρτυρες κι οι άγγελοι οι ζωγραφισμένοι στους τοίχους ήταν πλανταγμένοι στο σκοτάδι. Στη μονόφυλλη μονάχα πορτούλα του ιερού, φωτισμένες από το καντήλι της παναγιάς, λαμπύριζαν δυο μεγάλες φτέρουγες του Αρχάγγελου Μιχαήλ και τα κόκκινα, σν της πέρδικας, ποδάρια του. Μοσκομύριζε η εκκλησιά κερί και λιβάνι.
Ο παπά-Γρηγόρης είχε αρπάξει τώρα το Μανολιό από το σβέρκο, τον τράβηξε ως το τέμπλο, τον έριξε με μια σπρωξιά κάτω και τον έβαλε και γονάτισε μπροστά από τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Ήταν τόσο ανυπόμονος, τόσο η χαρά της εγδίκησης τον πλαντούσε, που δεν είχε μπορέσει ως τώρα να μιλήσει. Τα λόγια στριμώγνουνταν, σπρώχνουνταν, παραμορφώνουνταν στο λαιμό του• έβγαιναν σαν ένα μπερδεμένο ακατάπαυτο μουγκρητό.
Ο Παναγιώταρος έδωκε μιαν κλοτσιά στο Μανολιό, που, με ορθό το κεφάλι, γονατιστός, κοίταζε ήσυχος κι αμίλητος τα κόκκινα ποδάρια του Αρχάγγελου• ξετρύπωσε κι ο γερο-Λαδάς μέσα από το πλήθος, ζύγωσε χαχανίζοντας και τον έφτυσε. Ο λαός ζύγωσε, στριμώχτηκε πίσω από το Μανωλιό και τον κοίταξε με λαχτάρα κι αναμαυλούσε με κρυφή, σφοδρή γλύκα τη στιγμή που θα ‘δινε το σημάδι ο παπα-Γρηγόρης να πέσουν απάνω του. Ανάγλειφαν τα χείλια τους, κι η γλώσσα τους είχε κολλήσει στο λαρύγγι, σα να ‘χαν άξαφνα κυριευτεί από αβάσταχτη δίψα.
Μπήκε μέσα στο ιερό ο παπα-Γρηγόρης, έβαλε το χρυσοκέντητό του πετραχήλι, άνοιξε την Ωραία Πύλη, στάθηκε. Κάτω από τα τρία καντήλια, το πρόσωπό του έλαμψε άγριο• η πληγή στο κούτελό του είχε πάλι ανοίξει κι είχαν γεμίσει τα γένια του κόκκινες βούλες.
Έγνεψε στον Παναγιώταρο, κι αυτός άρπαξε από τις μασκάλες το Μανολιό και τον σώριασε μπροστά από τα πόδια του παπά• ο λαός ζύγωσε ακόμα πιο κοντά, για να βλέπει.
- Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος! Ακούστηκε βαριά η φωνή του ιερέα, σα να ‘ρχιζε λειτουργιά.
- Αμήν! Απηλογήθηκε ο λαός κι έκαμαν όλοι το σταυρό τους.
- Αδελφοί, φώναξε ο παπα-Γρηγόρης, γονατίστε να δεηθούμε όλοι στο Θεό να κατέβει την ώρα τούτη στην εκκλησιά και να κάμει δικαιοσύνη. Εδώ ‘ναι, Κύριε, στα πόδια σου, ο αφορεσμένος και περιμένει να πέσει απάνω στο σπαθί σου! Έκλεψε, έκαψε, σκότωσε, έφερε διχόνοια στο λαό, έβαλε σκάνταλα στα σπίτια, χάλασε αρραβώνες, χώρισε αντρόγυνα, έριξε πατέρα και γιο στην αμάχη, ξεσήκωσε και κατέβασε κουρελήδες και ρέμπελους να κάψει και να διαγουμίσει το θεοφύλαχτο χωριό μας, τη Λυκόβρυση.
Όσο ζει αυτός, Κύριε, η θρησκεία κι η τιμή κιντυνεύουν• όσο ζει αυτός, η χριστιανοσύνη κι η ρωμιοσύνη, οι δυο μεγάλες ελπίδες της γης, κιντυνεύουν. Είναι πλερωμένος από το Μόσκοβο, το γιο του σατανά, να εξαφανίσει από το πρόσωπο της γης τ’ όνομά σου! Μαζευτήκαμε απόψε στο σπίτι σου, Κύριε, να δικάσουμε• κατέβα, Παντοκράτορα, από τον τρούλο της εκκλησιάς και δίκασε• κι οδήγα τα χέρια μας να εχτελέσουν τη δίκαιη κρίση!
Πάτησε με αναγάλλιαση και θυμό το πόδι του απάνω στις πλάτες του Μανολιού και φώναξε:
- Έχασα την κόρη μου και τον αδερφό μου, και φταίει ετούτος! Έχασε την ομόνοια το χωριό μας, και φταίει ετούτος! Μπήκε ο αντίχριστος ο Μόσκοβος στο χωριό μας, και του άνοιξε τις πόρτες ετούτος! Γέμισαν σφηκοφωλιές οι πλαγιές της Σαρακήνας, και κουβάλησε το σμάρι ετούτος! Αδερφοί χριστιανοί, φωνή λαού φωνή Θεού, βγάλτε κρίση!
Όσο μιλούσε ο παπάς, αγρίευε ο λαός, κάτω από τα τρία καντήλια γυάλισαν όλο μίσος ασπράδια ματιών και δόντια και χέρια σφιγμένα, κι όλη η σκοτεινή μάζα κουνιόταν και μούγκριζε. Ο Παναγιώταρος, κουκουβισμένος, κοίταζε στα μάτια το Μανολιό, σα να φοβόταν μην του φύγει• σάλευε ο Μανολιός λίγο δεξά, σάλευε κι αυτός δεξά• σάλευε ζερβά, σάλευε κι αυτός ζερβά, έτοιμος να του χυθεί, να τον αρπάξει. Κι ο γερο-Λαδάς, πεσμένος κι αυτός από δίπλα, θυμήθηκε το σπίτι του που κάηκε και τα βαρέλια του και τα πιθάρια, κι άρχισε το θρήνο.
Έσκυψε ο παπα-Γρηγόρης στο Μανολιό, που ήταν τώρα ανακαθισμένος ήσυχα στο σκαλοπάτι.
- Αφορεσμένε, του φώναξε, σήκω απάνω! Σήκωσέ τον, Παναγιώταρε, στύλωσέ τον να μην πέσει. Άκουσες τι συφορές έφερες στο χωριό• άκουσες τι κρίματα σε βαραίνουν• έχεις να υπερασπιστείς; Έχεις τίποτα να πεις;
- Τίποτα, αποκρίθηκε ο Μανολιός με γαληνή φωνή.
- Ομολογείς πως έκλεψες, έκαψες, σκότωσες;
- Ομολογώ πως ό,τι έγινε, εγώ ‘μια ο αίτιος• κανένας άλλος.
- Ομολογείς πως είσαι μπολσεβίκος;
- Αν μπολσεβίκος είναι αυτό που έχω στο νου μου, είμαι μπολσεβίκος, γέροντά μου.
Βούιξε η εκκλησιά ως τον τρούλο, όπου κρέμουνταν ο Παντοκράτορας, πετάχτηκε ο γερο-Λαδάς απάνω, φώναξε:
- Θάνατος! Θάνατος! Τι τον κρατούμε ακόμα στη ζωή; Τι ανάγκη έχουμε από άλλους μάρτυρες; Θάνατος!
Ο Μανολιός ξεγάντζωσε από τη χερούκλα του Παναγιώταρου, κατέβηκε το σκαλοπάτι του ιερού, ο λαός πισωδρόμησε, έκαμε ένα βήμα ο Μανολιός, άπλωσε σταυρωτά τα χέρια:
- Σκοτώστε με… είπε.
Έτσι που προχωρούσε ήσυχος, ανυπεράσπιστος, χωρίς αντίσταση, κι έπεφτε απάνω από το ξανθό κεφάλι του το γλυκό φως από τα καντήλια, τον έβλεπε ξαφνιασμένος ο λαός κι άθελά του άνοιγε ολοένα τόπο να περάσει. Τόσο ήταν το ξάφνιασμά του, που αν την ώρα εκείνη πήγαινε ο Μανολιός ως την πόρτα κι έφευγε, κανένας δε θα κουνούσε να τον σταματήσει. Μα αυτός σταμάτησε στη μέση της εκκλησιάς, κάτω από τον Παντοκράτορα του τρούλου, άνοιξε πάλι σταυρό τα χέρια του.
- Σκοτώστε με… είπε πάλι, σα να μονολογούσε.
Ο παπα-Γρηγόρης κατέβηκε από το ιερό, έγνεψε στον Παναγιώταρο να τον ακολουθήσει• πήγανε σκυφτά, σιγά, με το λαιμό απλωμένο, πίσω από το Μανολιό, με τα δάχτυλα των δυο χεριών ανοιγμένα, γερτά, έτοιμα να χυθούν και να γαντζώσουν.
- Κλείστε την πόρτα! φώναξε πνιχτά• κλείστε την πόρτα, θα μας φύγει.
Έτρεξε ο καντηλανάφτης, έκλεισε, κλείδωσε κι ακούμπησε τη ράχη του στην πόρτα.
Η πνιχτή κραυγή του παπά τίναξε το λαό από την ξαφνικιά τρομάρα• και μονομιάς τους κυρίεψε ο φόβος μην τους ξεφύγει το κυνήγι• κι όλοι μαζί ζύγωσαν κυκλωτικά κι έζωσαν σφιχτά το Μανολιό• κι ένιωθε τώρα αυτός τις βαριές λαχανιαστές αναπνοές απάνω στο πρόσωπό του.
Μια στιγμή λιγοψύχησε• στράφηκε κατά την πόρτα, ήταν κλειστή• κοίταξε στο τέμπλο τα φωτισμένα κονίσματα, ακίνητα, σκεπασμένα με ασημένια αφιερώματα• ο Χριστός, ροδομάγουλος, χαμογελούσε, Η Παναγιά ήταν αφιερωμένη στο γιο της, ο Αι-Γιάννης κήρυχνε στην ερημιά… Σήκωσε τα μάτια αποπάνω του, στον τρούλο, μάντεψε μέσα στο σκοτάδι την άγρια μορφή του Παντοκράτορα να κρέμεται απάνω από τους ανθρώπους χωρίς έλεος. Κοίταξε γύρα του τους ανθρώπους• του φάνηκε άστραψαν μέσα στο σκοτάδι της εκκλησιάς, κρυφά, δύο τρία μαχαίρια.
Κι ακούστηκε πάλι η στριγγιά φωνή του γερο-Λαδά:
- Θάνατος! Θάνατος!
Τη στιγμή εκείνη χτύποι δυνατοί ακούστηκαν στην πόρτα• όλοι σώπασαν, στράφηκαν κατά την πόρτα• ακούστηκαν τώρα καθαρά απόξω φωνές:
- Ανοίχτε! Ανοίχτε!
- Είναι η φωνή του παπα-Φώτη! Έκραξε ένας.
- Η φωνή του Γιαννακού, ,έκαμε ένας άλλος. Έρχουνται οι Σαρακηνιώτες να μας τον πάρουν!
Τράνταξε η πόρτα, έτριξαν οι γοφοί της, απόξω γρικήθηκε βουή μεγάλη, άντρες και γυναίκες.
- Ανοίχτε, φονιάδες! Φοβηθείτε το Θεό! Ακούστηκε τώρα καθαρά η φωνή του παπα-Φώτη.
Ο παπα-Γρηγόρης σήκωσε τα χέρια.
- Στ’ όνομα του Θεού, φώναξε• παίρνω το κρίμα απάνω μου!
Έσυρε το μαχαίρι ο Παναγιώταρος, στράφηκε στον παπα-Γρηγόρη:
- Με την ευκή σου, γέροντα! είπε
- Με την ευκή μου, Παναγιώταρε!
Μα το πλήθος είχε κιόλα χιμήξει απάνω στο Μανολιό• τινάχτηκε το αίμα, ράντισε τα πρόσωπα, δυο τρεις στάλες έπεσαν ζεστές, αρμυρές στα χείλια του παπα-Γρηγόρη.
- Αδέρφια… ακούστηκε σιγανή, ξεψυχισμένη η φωνή του Μανολιού.
Μα δεν μπόρεσε να τελειώσει• είχε κυλιστεί κάτω στις πλάκες της εκκλησιάς και σπάραζε. Είχε ακόμα ανοιχτά τα μπράτσα, σα σταυρωμένος• κι ολούθε έτρεχαν από πλήθος μαχαιριές αίματα.
Οσμίστηκε το αίμα ο λαός, έπεσε απάνω στο κορμί που σπαρταρούσε• ο γερο-Λαδάς είχε κολλήσει το φαφούτικο στόμα στο λαιμό του Μανολιού και πολεμούσε, λυσσασμένος, να του κόψει ένα κομμάτι κρέας.
Ο Παναγιώταρος σφούγγιξε το μαχαίρι στα κουρεμένα κόκκινα μαλλιά του, άλειψε όλο το βλογιοκομμένο πρόσωπο, φώναξε:
- Μ’ έκαψες, Μανολιό, έβγαλα το άχτι μου, ξεχρεώσαμε• καλήν αντάμωση!
Ο παπα-Γρηγόρης έσκυψε, γέμισε τη φούχτα του αίμα, ράντισε το πλήθος:
- Το αίμα του απάνω στα κεφάλια ολωνών μας! φώναξε.
Ο λαός δέχτηκε τις στάλες ανατριχιάζοντας.
- Ανοίχτε! Ανοίχτε, φονιάδες! ακούστηκαν πάλι οι φωνές απόξω.
Ο παπα-Γρηγόρης έγνεψε στον καντηλανάφτη• κι αυτός ζύγωσε τρεκλίζοντας.
- Άνοιξε την πόρτα, πρόσταξε, και να ‘ρθεις γρήγορα να σφουγγαρίσεις τις πλάκες από τα αίματα• μην ξεχνάς, έχουμε απόψε τα μεσάνυχτα τη Γέννηση του Χριστού.
Στράφηκε στο κοπάδι του:
- Πάμε. Αδελφοί χριστιανοί, είπε• κάναμε το χρέος μας, ο Θεός είναι μαζί μας! Ας έρθει ο παπα-Φώτης να τον θάψει.
Ξεκλείδωσε ο καντηλανάφτης, φέγγισαν μέσα στο σκοτάδι ανήσυχα, αγριεμένα πρόσωπα, άντρες και γυναίκες.
- Πού ‘ναι ο Μανολιός; Ακούστηκε λαχανιασμένη η φωνή του Γιαννακού.
- Μέσα είναι, πηγαίνετε να τον πάρετε! Αποκρίθηκε ο παπα-Γργηγόρης• κάντε τόπο να περάσουμε!
- Αν τον σκοτώσατε, φώναξε ο παπα-Φώτης, το αίμα του απάνω στα κεφάλια των παιδιών σας!
- Μέσα είναι, ξανάπε ο παπα-Γρηγόρης, πηγαίνετε να τον πάρετε!
- Τον σκότωσαν! μούγκρισε ο Γιαννακός και χύθηκε μέσα στην εκκλησιά.
Πίσω του χίμηξαν ο παπα-Φώτης, ο Κωσταντής, ο Αντώνης ο μπαρμπέρης, ο χοντρο-Δημητρός ο χασάπης και πέντ’ έξι γυναίκες Σαρακηνιώτισσες.
Κι ως έτρεχε ο Γιαννακός κατά το ιερό, σκόνταψε στη μέση της εκκλησιάς και κύλησε στο κουφάρι του Μανολιού. Κι ακούστηκε σπαραχτικιά φωνή:
- Μανολιό μου!
Κι ο Γιαννακός, πασαλειμμένος αίματα, αγκάλιαζε και φιλούσε και κανάκιζε ουρλιάζοντας το σκοτωμένο φίλο.
Κατά τα μεσάνυχτα άρχισε η καμπάνα να χτυπάει χαρούμενη και να καλνάει τους χριστιανούς να πάνε στην εκκλησιά να δουν το Χριστό να γεννιέται. Τα λυχνάρια άναψαν, τα σπίτια φωτίστηκαν, άνοιγαν μια- μια οι πόρτες και κινούσαν οι χριστιανοί για την εκκλησιά, τουρτουρίζοντας. Η νύχτα ήταν ήσυχη, παγωμένη, χωρίς άστρα. Το αρχοντικό του Πατριαρχέα μονάχα είχε μανταλωμένες τις πόρτες κι άκουγαν μέσα του, όσοι περνούσαν, βουή μεγάλη από φωνές αντρίκειες και κάπου- κάπου ένα ψιλό, ντροπαλό μοιρολόι γυναίκειο.
Ο Μανολιός ήταν ξαπλωμένος στο φαρδύ κρεβάτι του γερο-Πατριαρχέα, σφιχτοτυλιμένος μέσα σε άσπρο λινομέταξο σεντόνι από τα προυκιά της μάνας του Μιχελή, σφιχτοφασκιωμένος σα νιογέννητο βρέφος. Γύρα του οι σύντροφοι, χλωμοί, αμίλητοι, τον ξενυχτούσαν.
Ο παπα-Φώτης, σκυμμένος κοίταζε, κάτω από το αναμμένο λυχνάρι, το πρόσωπο του Μανολιού, γαληνεμένο, κατάχλωμο, με μια μεγάλη μαχαιριά που απλωνόταν από το δεξιό μελίγγι ως το πιγούνι. Άπλωσε το χέρι, χάδεψε αργά, τρυφερά, απελπισμένα το πρόσωπο του Μανολιού.
- Άδικα, άδικα, έδωκες τη ζωή σου, Μανολιό μου, μουρμούρισε. Σκοτώθηκες, πήρες απάνω σου όλα μας τα κρίματα, φώναζες: «Εγώ έκλεψα, εγώ έκαψα, εγώ σκότωσα!» για να μας αφήσουν ήσυχους να ριζώσουμε στα χώματα τούτα. Άδικα… Άδικα!
Άκουγε ο παπα-Φώτης την καμπάνα να χτυπάει γιορτερά και να διαλαλεί πως ο Χριστός γεννήθηκε, πως κατέβηκε στη γης να σώσει τον κόσμο. Κούνησε το κεφάλι, αναστέναξε.
- Άδικα, άδικα, Χριστέ μου, μουρμούρισε. Κοντεύουν δυο χιλιάδες χρόνια, κι ακόμα… ακόμα σε σταυρώνουν. Πότε θα γεννηθείς, Χριστέ μου, να μη σταυρωθείς πια, να ζεις μαζί μας αιώνια; ]]
Ο καημένος ο Μανολιός, ο αγνός και άδολος νέος, πήρε τον ρόλο του στα σοβαρά- ο ίδιος ο παπα-Γρηγόρης του είχε αναθέσει να επωμιστεί το ρόλο του Χριστού στην ανά επταετία αναπαράσταση του θείου πάθους στη Λυκόβρυση- και ήθελε να μοιάσει στο Χριστό, να ενσαρκώσει επάξια τον ρόλο του. Μα ξέφευγε από τα όρια που είχε βάλει στο νου του να κινηθεί ο αναθέτης των ρόλων ιερέας. Το ιερατείο πάντα αρέσκεται να τραβάει τις κατευθυντήριες και ορίζουσες γραμμές. Το ξεπέρασμα των γραμμών απαγορεύεται. Από πολλούς, εγκλωβισμένους στα καθορισμένα κι αδιαπέραστα πατερικά σύνορα, κάθε τι που δεν προβλέπεται απ’ όσα καθόρισαν οι πατέρες είναι καταδικαστέο και αιρετικό. Λες και ο Χριστός καθόρισε όρια, λες και δογμάτισε. Αν είχε βάλει όρια δεν θα υπήρχαν όλες εκείνες οι εκκλησίες που φέρουν ως προμετωπίδα το όνομά Του. Γιατί αν ήθελε να δογματίσει θα καλούσε τους δυο πιο έξυπνους μαθητές του, τον Ιούδα και τον Θωμά- ναι, καλά διαβάσατε, οι αμφισβητίες ήσαν οι πιο προικισμένοι- και θα τους έλεγε: «Εγώ λέω, εσείς γράφτε- εγώ υπαγορεύω κι εσείς γράψτε τον αμετάθετο λόγο μου». Μα δεν το έκανε. Γιατί είπε, όσα είχε να πει για εκείνη την εποχή- άλλα θα έλεγε αν σήμερα ήταν ανάμεσά μας- κι ο καθένας έπρεπε να πάρει ό,τι μπορούσε, να κρατήσει αυτά που ήταν έτοιμος να αντέξει.
Είδε ο Μανολιός, όπως θα έβλεπε όχι μόνον κάθε αληθινός χριστιανός, αλλά κάθε πραγματικός άνθρωπος, τους πρόσφυγες σαν αδελφούς ενδεείς και θέλησε να τους βοηθήσει. Το ενδιαφέρον του ήταν αυτό που πηγάζει από κάθε αληθινή ανθρώπινη καρδιά, που δεν την έχει νεκρώσει το προσωπικό συμφέρον, η ιδιοτέλεια. Τάχθηκε να βοηθήσει τους ρακένδυτους και πεινασμένους απάτριδες να ριζώσουν και να ταΐσουν τα παιδιά που πέθαιναν από τις κακουχίες και την ασιτία. Μα ο παπα-Γρηγόρης, ταυτισμένος με τους προύχοντες και τον ηγεμόνα Αγά της περιοχής έκρινε την πράξη του Μανολιού σαν μπολσεβίκικη. Τον κατηγόρησε για χίλια δυο κακά, που καμιά σχέση δεν είχαν με την πραγματικότητα. Ζητούσε έναν αποδιοπομπαίο τράγο για να του φορτώσει όλα τα δεινά, προσωπικά, οικογενειακά και συλλογικά. Ένα εξιλαστήριο θύμα για να βγάλει όλο το μίσος, που πλημμύριζε την μαύρη του ψυχή.
Γι’ αυτό έστησε ολόκληρη πλεκτάνη, όπως έκανε πριν από πολλούς αιώνες το ιερατείο της Ιουδαίας κατά του Ιησού, βλέποντας πως η νέα διδασκαλία το ξεπερνούσε, πως έχανε την ισχύ του και κυρίως την επίδραση στη μάζα του αμαθούς κι απροβλημάτιστου λαού, στον όχλο. Ο ίδιος ο παπα-Γρηγόρης κίνησε τα νήματα της σκευωρίας, ο ίδιος αφόρισε τον άκακο νέο, ο ίδιος τον δίκασε και ο ίδιος έδωσε την εντολή για τον φόνο του. Τι κι αν αφανιζόταν ένας συνάνθρωπός του, τι κι αν εξωθούσε το ποίμνιό του στη βία, στον υποβιβασμό των ηθών. Ο σκοπός αγίαζε τη μέθοδο. Κι ενώ αυτός ήταν ο ηθικός αυτουργός, ο θύτης, την ευθύνη την επιμέρισε σε όλους τους συγχωριανούς: «Το αίμα του απάνω στα κεφάλια ολωνών μας!» είπε. Μαζί με το τραγικό θύμα, τον Μανολιό, δημιούργησε δεκάδες ακόμη θύματα, που παρασύρθηκαν από το με θρησκευτικό περικάλυμμα λόγο του παπά. Όπως κάθε αλαζόνας ηγέτης- κι αυτός ήταν ο τοπικός θρησκευτικός ηγέτης ενός αμαθούς και ανερμάτιστου πλήθους- παρέσυρε το ποίμνιό του σε μια σειρά από άνομες κι εγκληματικές πράξεις. Γιατί τέτοιες πράξεις είναι να αρνηθείς το δικαίωμα σε ξεριζωμένους να βρουν στέγη κι αποκούμπι. Να τους καταδικάσεις να πεθάνουν μέσα στο κρύο και στην ασιτία. Να δώσεις την εντολή να σφάξουν σαν το αρνί της Λαμπρής έναν αθώο νέο.
Όμως, σκοπός μας δεν είναι να κάνουμε φιλολογική ανάλυση του αποσπάσματος. Θα αναζητήσουμε την αναλογία των γεγονότων της Λυκόβρυσης, που δίνει με τόλμη και απαράμιλλη δύναμη ο συγγραφέας, με τα σύγχρονα διαδραματιζόμενα στα Βάγια.
Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι, κυρίως προερχόμενοι από τους εκκλησιαστικούς κύκλους, που θα παρουσιάζονται σαν εκπρόσωποι του Θεού επί της γης. Πως ενεργούν με θεία φώτιση και καθοδήγηση από το Άγιο Πνεύμα. Πως η κρίση τους είναι κρίση Θεού και η απόφασή τους απόφαση Θεού, δίκαιη κι αμερόληπτη. Άνθρωποι που θα παρασύρουν τα πλήθη, στο όνομα του Θεού, για τα δικά τους συμφέροντα. Κάπως έτσι δεν παρουσιάστηκε ο πρώην πλανητάρχης Τζ. Μπους; Δεν είπε στους αφελείς Αμερικάνους ότι εκτελεί το θέλημα του Θεού για να ξεκινήσει τους αντροφθόρους πόλεμους στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ; Πατριάρχες και Πάπες δεν ευλόγησαν τα όπλα σε πολέμους που αφάνισαν λαούς; Ο σημερινός Πατριάρχης δεν ευλογεί κάθε χρόνο πριν τον διαγωνισμό της Eurovision τους εκπρόσωπους της χώρας μας για να κερδίσουν στο πανηγύρι του ξεπεσμού;
Και οι σημερινοί, φιλοξενούμενοι στις δυο εκκλησίες μας ιερείς- γιατί οι ναοί όπου ιερουργούν δεν είναι ιδιοκτησία τους, τους έχουν παραχωρηθεί από εμάς για τα ιερατικά καθήκοντά τους- φαίνεται πως έχουν υπό την επιτήρησή τους φανατικούς ζηλωτές, που με θράσος απειλούν συμπολίτες τους, οι οποίοι ανέλαβαν πρωτοβουλίες για την άρση μιας αδικίας ή την αθέτηση κάποιας υπόσχεσης με δημόσια δέσμευση σε ένα ποίμνιο, που δεν έδωσε για σειρά ετών αφορμή, ώστε να αντιμετωπιστεί ως όχλος. Ο Κύριος πριν αναθέσει στον Σίμωνα την ποίμνη ρώτησε όχι μια φορά, αλλά τρεις: «Σίμωνα Ιωνά, αγαπάς με;» για να πάρει τρεις φορές τη διαβεβαίωση «συ οίδας ότι φιλώ σε». Τότε πήρε την εντολή «ποίμαινε τα πρόβατά μου». Μόνο αν πάνω από όλους κάποιος αγαπά τον Κύριο, μπορεί να γίνει “ποιμένας”. Όταν βγάζει εμπάθεια, όταν εμπλέκεται σε σκοπιμότητες ημετέρων, δεν είναι άξιος ποιμένας. Μπορεί να σκανδαλίσει και να οδηγήσει σε ανεπιθύμητες καταστάσεις το ποίμνιο. Να χάσει πρόβατα, τα οποία απογοητευμένα να φύγουν από την ποίμνη… Ο ρόλος του όμως δεν είναι να οδηγήσει πρόβατα σε απώλεια. Είναι να βρει και να πάρει μαζί του και το 100-στο, το απολωλώς. Και το απολωλώς δεν τιμωρείται. Νουθετείται και κανακεύεται.
Κι αν το απολωλώς πρόβατο για τον ποιμενάρχη μας είναι ο συμπατριώτης μας διάκονος, δεν εγκλείεται σε μοναστήρι προς νουθεσίαν. Αρκεί να σκεφθεί τη φράση του Ιησού προς τους έτοιμους να λιθοβολήσουν την μοιχαλίδα Ιουδαίους: «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω»… Από τον ποιμενάρχη μας εμείς οι Βαγαίοι περιμένουμε να είναι πράος, δίκαιος, ελεήμων και ειρηνοποιός, όπως επιτάσσει ο λόγος του Χριστού: « μακάριοι οι πραείς…, μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην…, μακάριοι οι ελεήμονες…, μακάριοι οι ειρηνοπιοί…»
Και πηγαίνω ακόμη παραπέρα την κουβέντα. Ακόμη κι αν κάποιος θίγεται, γιατί ένας έχει εναντίον του κάτι- σωστό ή λάθος δεν είναι του παρόντος- πρέπει να τα βρει με τον “αδελφό” του. Αυτό επιτάσσει η χριστιανική πραχτική. Το Ευαγγέλιο γράφει: « Εάν ουν προσφέρης το δώρον σου επί το θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου». Πώς μπορούν να μη μιλιούνται με αδελφούς ιερωμένους και στην Αγία Τράπεζα να προσφέρουν τα ιερά δώρα; Να έχουν παγωμένη την καρδιά και να κρατούν την ιερά προσκομιδή; Από τον άμβωνα είναι εύκολο και ανέξοδο να λες λόγια- έπεα πτερόεντα- για να δείξεις ότι τηρείς τις Γραφές. Το θλιβερό είναι στην πράξη να κάνεις τα αντίθετα.
Φίλος μου, μέλος μιας στοάς απ’ αυτές που η εκκλησία πολεμά και κατηγορεί μετά μανίας, μου αποκάλυψε πριν από πολλά χρόνια και μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, ότι αν δυο μέλη της “στοάς” μαλώσουν, ακόμη κι αν δεν είναι αξιωματούχοι, δεν επιτρέπεται να εισέλθουν στην στοά αν δεν συμφιλιωθούν! Από μόνοι τους- έχουν τουλάχιστον την ηθική ανωτερότητα- δεν παίρνουν μέρος στις συγκλίσεις για όσο χρόνο επικρατεί η διαφωνία. Κι όλα αυτά για να μη διαταραχθεί η αρμονία της στοάς. Ακόμη και οι αρνητικές σκέψεις και τα αναστατωμένα συναισθήματα με την ισχύ τους προκαλούν διαταραχή της αρμονίας στον ιερό χώρο, που ενεργούν θείες πνευματικές δυνάμεις… Φανταστείτε, τώρα, τη δυσαρμονία που επικρατεί μέσα στο ναό μας όλες αυτές τις μέρες! Η εντολή είναι ρητή κι αμετάκλητη: «Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς».
Προ ημερών έκαναν οι ιερείς μας “έρανο αγάπης”. Αυτές τις μέρες θα ακούσουμε πάρα πολλά για αγάπη, ο σεβασμιότατος θα μας στείλει λόγια παραινετικά, ενώ στη σκέψη μας θα έρχονται τα λόγια που είπε ο ενσαρκωθείς Λόγος για τους ιερείς εκείνης της εποχής: «Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι καθαρίζετε το έξωθεν του ποτηρίου, έσωθεν δε γέμουσιν εξ αρπαγής και αδικίας».
Υπάρχει δόλος και υποκρισία στην όλη μεθόδευση κατά του συμπατριώτη μας ιεροδιακόνου. Αδικείται, και στο πρόσωπό του αισθάνεται να αδικείται ένα μέρος του ποιμνίου- όχι, δεν λέω όλο το ποίμνιο, γιατί οι σκευωροί παρεπίδημοι ιερείς έχουν τους οπαδούς τους…, που απειλούν και προκαλούν. Το ίδιο είχαν και οι κατηγορούντες τον Χριστό πριν 2000 χρόνια. Εξαγόρασαν και συνειδήσεις αντί τριάκοντα αργυρίων. Δεν θα μπορούσαν τώρα να εξαγοράσουν… ; Ξεχάστηκε το «πάντα ουν όσα θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς». Στην ιεροσύνη ισχύει το «δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε. Μη κτήσησθε χρυσόν μηδέ άργυρον μηδέ χαλκόν εις τας ζώνας υμών». Και το λέω αυτό γιατί η ενορία μας είναι προσοδοφόρος. Αξίζει να την διεκδικήσει κάποιος με κάθε τρόπο…, έστω κι αν είναι ενάντιο στη διδασκαλία «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν… ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά». .. Κι αυτή η εταιρεία με αντικείμενο τον πόνο του θανάτου, τι σόϊ εταιρεία είναι; Μη κερδοσκοπική, αλτρουιστική και φιλανθρωπική;
Πιθανόν, να μου αντιτείνουν κάποιοι με ποιο δικαίωμα ελέγχω εγώ, ο έσχατος και άσωτος, την εκκλησία. Απλά τηρώ το «ερευνάτε τας γραφάς». Απ’ αυτή την έρευνα διαπίστωσα μια αντίφαση λόγων και έργων. Εκτός κι αν οι λόγοι είναι μόνο για τα πρόβατα, ενώ ισχύουν άλλα για τους ποιμένες, που μετέτρεψαν τα καλά και συμφέρονται ταις ψυχαίς ημών σε καλά και συμφέροντα τοις σώμασι ημών και τη ματαιοδοξία ημών.
Έρχονται άγιες μέρες κι όλα όσα συζητιούνται μας απογοητεύουν. Επειδή ο Χριστός γεννιέται για να φέρει ειρήνη στις καρδιές μας κι αγάπη, ευχόμαστε το αστέρι που οδήγησε τους τρεις μάγους στην φάτνη, να οδηγήσει τους λογισμούς τους στην εσωτερική γαλήνη και ειρήνη κι ως αδελφοί να αλληλοσυγχωρεθούν για να μην πικράνουν τον Κύριο, που υποτίθεται ότι υπηρετούν. Να φέρουν την ηρεμία στο ποίμνιο, το οποίο έχει ταραχθεί. Να δώσουν την πραγματική διάσταση στη γιορτή των Χριστουγέννων. Να μην Τον κάνουν να σκεφτεί πως γεννήθηκε ακόμη μια φορά για να τον ξανασταυρώσουμε… Και τα καρφιά πονάνε περισσότερο αν τα καρφώσουν οι λειτουργοί Του…
Σαν επίλογο θα χρησιμοποιήσω τους στίχους του Κ. Βάρναλη:
Οι πόνοι της Παναγιάς

Πού να σε κρύψω γιόκα μου
να μη σε φτάνουν οι κακοί
σε ποιο νησί του ωκεανού
σε πια κορφή ερημική.

Δε θα σε μάθω να μιλάς
και τ' άδικο φωνάξεις
ξέρω πως θα χεις την καρδιά
τόσο καλή τόσο γλυκή
που μες τα βρόχια της οργής
ταχειά, ταχειά θε να σπαράξεις.

Συ θα'χεις μάτια γαλανά
θα 'χεις κορμάκι τρυφερό
θα σε φυλάω από ματιά κακή
και από κακό καιρό.

Από το πρώτο ξάφνιασμα
της ξυπνημένης νιότης
δεν είσαι συ για μάχητες
δεν είσαι συ για το σταυρό
εσύ νοικοκερόπουλο
όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης.

Κι αν κάποτε τα φρένα σου
το δίκιο φως της αστραπής
κι αν η αλήθεια σου ζητήσουνε
παιδάκι μου να μην τα πεις.

Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν
το φως να το σηκώσουν
δεν είναι η αλήθεια πιο χρυσή
απ' την αλήθεια της σιωπής
χίλιες φορές να γεννηθείς
τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: