[[ δαμ-ων ]]
Ο Χ. Ίψεν είπε: « Η μειονότητα έχει πάντοτε δίκιο. » Κι όταν η μειονότητα των τραπεζιτών έχει δίκιο αδικούνται οι μη έχοντες και οι μη κατέχοντες. Έτσι υπερισχύει το δίκιο του ισ- χειρότερου ( όχι, δεν είναι ορθογραφικό λάθος!) σε βάρος του αδύναμου να αντιδράσει.
Ποιος από μας μπορεί να αρνηθεί ότι τα μέτρα που εξήγγειλε για την οικονομική ανάκαμψη η κυβέρνηση δεν τα ένιωσε σαν γροθιά στο στομάχι; Πως δεν αισθάνεται την πικρή και συνάμα στυφή γεύση της αδικίας; Πως καλείται να σηκώσει τα βάρη μιας κρίσης για την οποία στο μεγαλύτερο μέρος - το μέρος που του αναλογεί είναι η εκλογή φαύλων κι ανήθικων εκπροσώπων του στη δημόσια διοίκηση - δεν έχει καμιά ευθύνη, να πληρώσει χρέη που ίδιος δεν έκανε;
Η άρχουσα τάξη- οικονομικό κατεστημένο με τους υποτελείς πολιτικούς του και ιερατείο- προσπαθούν να μας πείσουν, το έχουν κατορθώσει θα ‘λεγα, πως η αδικία είναι συνυφασμένη με τη ζωή. Πως είναι νόμος της ζωής οι πολλοί να αδικούνται για την υπερ- καλοπέραση των ελαχίστων. Η ίδια η εκκλησία μας φορτώνει από τη στιγμή της γέννησής μας με ένα προπατορικό αμάρτημα, για το οποίο καμία ευθύνη δεν έχουμε και με βάση αυτό μας δίνει βορά στις πονηρές δυνάμεις του “εξαποδώ” που μας βασανίζουν για να αποβάλουμε κάθε υλική επιθυμία. Εμείς να μην θησαυρίζουμε επί της γης, επιδιώκοντας τους θησαυρούς της ουράνιας βασιλείας, αλλά η εκκλησία να έχει τόσο συσσωρευμένο πλούτο, που αν τον παραχωρούσε θα λυνόταν μεμιάς το μεγάλο οικονομικό πρόβλημα και η χώρα χωρίς κλυδωνισμούς θα προχωρούσε προς την ανάπτυξη. Μας γαλουχεί με στωικότητα να υπομένουμε την αδικία, γιατί έτσι γινόμαστε αρεστοί στον Θεό, και μας φέρνει σαν παράδειγμα τον Ιωβ, που με την ιώβειο υπομονή του υπέστη τις αδικίες που του έφερε το “παιγνίδι” Θεού και Σατανά!
Οι πολιτικοί παίζουν τα παιγνίδια των οικονομικών εγκληματιών στις πλάτες των λαών. Κρατούν στη μιζέρια τους απλούς πολίτες, στέλνουν στα πολεμικά σφαγεία τους νέους, στα σύγχρονα κρεματόρια τους αμάχους, βυθίζουν στην απελπισία τους μη προνομιούχους. Από τον περιώνυμο πλανητάρχη μέχρι τον τελευταίο υφυπουργό της τριτοκοσμικής μπανανίας έχουν καταντήσει άβουλα πιόνια, θλιβερές μαριονέτες των αόρατων νέων δικτατόρων της παγκόσμιας οικονομικής δικτατορίας.
Ας ανατρέξουμε στη λογοτεχνία μας πρώτα, να πάρουμε μια μικρή γεύση της αδικίας και μετά θα εξετάσουμε λίγες πτυχές του προβλήματος που μας βασανίζει και μας πλακώνει με μαύρες σκέψεις. Το απόσπασμα είναι από το μυθιστόρημα “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται” του Ν. Καζαντζάκη. Η επιλογή έγινε γιατί ο μισθωτός, ο μικρομεσαίος, ο συνταξιούχος σταυρώνεται καθημερινά στον Γολγοθά που του ετοίμασαν οι τραπεζίτες και οι παγκόσμιοι επενδυτές, στους οποίους τους παρέδωσαν ως Πόντιοι Πιλάτοι οι πολιτικοί και οι μεγάλοι οργανισμοί, όπως η Ε.Ε.:
[[ Ο παπα-Γρηγόρης σήκωσε το καλοθρεμένο χέρι, μιλούσε:
- Ό,τι γίνεται στον κόσμο γίνεται με το θέλημα του Θεού, είπε με δυνατή φωνή. Αυτός βλέπει από ψηλά τη γης, κρατάει ζυγαριά και ζυγιάζει. Αφήνει τη Λυκόβρυση να χαίρεται τα’ αγαθά της και βυθίζει το χωριό σας στο πένθος. Ο Θεός ξέρει τι αμαρτίες θα ‘χετε κάμει!
Σώπασε μια στιγμή, για να καταλάβει το πλήθος καλά τα βαριά λόγια που ξεστόμισε. Σήκωσε πάλι το χέρι, φώναξε επιτιμητικά:
- Γέροντα, την αλήθεια! Μολόγα τι πράξεις κάματε και πέσατε σ’ αυτή τη συφορά;
- Παπα-Γρηγόρη, αποκρίθηκε ο παπάς, χαλινώνοντας την οργή που άρχισε να χλιμιντρίζει στο στήθος του• παπα-Γρηγόρη, είμαι κι εγώ λειτουργός του Υψίστου, μελετώ κι εγώ τις Γραφές, κρατώ κι εγώ στα χέρια μου το Δισκοπότηρο με το σώμα κι αίμα του Χριστού. Είμαστε, θες δε θες, ίσοι. Μπορεί να ‘σαι εσύ πλούσιος κι εγώ φτωχός• μπορεί να ΄χεις εσύ παχιά λιβάδια να βόσκεις το ποίμνιό σου• κι εγώ, το βλέπεις, σεν έχω πού την κεφαλήν κλίναι• όμως, μπροστά στο Θεό είμαστε ίσοι. Μπορεί να ‘μια εγώ και πιο κοντά στο Θεό, γιατί πεινώ. Χαμήλωσε λοιπόν τη φωνή σου, αν θες να σου αποκριθώ.
Ο παπα-Γρηγόρης κόμπιασε. Ένιωσε κι αυτός την αγανάκτηση να φουσκώνει το στήθος του, μα κρατήθηκε. Είδε πως ήταν στο άδικο, ένιωσε πως όλοι οι χωρικοί ήταν εδώ μάρτυρες κι έριχναν το δίκιο στον άγριο τούτον ξενοπάτη παπά.
- Λέγε, λέγε, παπά μου, είπε μαλακώνοντας τη φωνή του• ο Θεός μας ακούει, ο λαός μας ακούει, χριστιανοί, μαθές, είμαστε κι εμείς, και Ρωμιοί. Και ό,τι μπορούμε, κι ακόμα παραπάνω, θα το κάμουμε, για να σώσουμε τις ψυχές που κρέμουνται στο λαιμό σου. ]]
Η συνέχεια >>> εδώ …
…………………………………..
Μα ο παπα-Γρηγόρης άρχισε να νευριάζει.
- Όλα αυτά καλά κι άγια, γέροντα, είπε• μα τώρα τι ζητάτε από μας;
- Χώματα, αποκρίθηκε ο παπα-Φώτης, χώματα να ριζώσουμε! Έχουμε ακουστά πως έχετε περισσευούμενα χωράφια χέρσα• δώσετέ μας τα να τα μερώσουμε• να τα σπείρουμε, να τα θερίσουμε, να κάμουμε ψωμί, να φάει το γένος. Αυτό ζητούμε, γέροντα!
Ο παπα-Γρηγόρης έγρουξε σα μαντρόσκυλο. Ποιοι ‘ναι αυτοί οι λιμασμένοι που θέλουν να μπούνε στο μαντρί του; Απόσυρε αργά το χέρι του στ’ άσπρα του γένια, έπεσε σε συλλογή. Άντρες και γυναίκες κρεμάστηκαν από τα χείλια του. Πλάκωσε βαριά σιωπή.
- Αργεί ο Θεός, αργεί να σε φωτίσει, γέροντά μου, έκαμε ο παπα-Φώτης, που έχανε την υπομονή του
- Αργεί, απηλογήθηκε ο παπα-Γρηγόρης θυμωμένος, γιατί έχω κι εγώ ψυχές στο λαιμό μου και θα δώσω λόγο στο Θεό.
Να ‘ταν μονάχα οι δυο τους, θα χύνουνταν απάνω του ο παπα-Γρηγόρης και θα τον έπιανε από το καρύδι του λαιμού να τον πνίξει• μα τώρα τι να κάμει; ανακρατήθηκε. Όμως δεν μπορούσε και περισσότερο να σωπαίνει• όλοι είχαν στυλωμένα απάνω του τα μάτια και περίμεναν. Άνοιξε το στόμα:
- Άκουσε, γέροντα… είπε.
- Ακούω, αποκρίθηκε ο παπα-Φώτης κι έσφιξε το βαρύ Ευαγγέλιο στις φούχτες του, σα να ‘θελε να σου το σφεντονίσει.
Δεν είχε ακόμα σκαρφιστεί καλά στο νου του ο παπα-Γρηγόρης τι θα ‘λεγε• μα ίσια τη στιγμή εκείνη που το χρειάζουνταν, έγινε το θάμα που περίμενε• άγρια κραυγή ακούστηκε, κι η αρχοντοπούλα η Δεσποινιώ ξαπλώθηκε χάμω ξερή. Έτρεξε ο λαός να τη σηκώσει, μα πισωδρόμησε τρομαγμένος: πράσινη, πρησμένα τα πόδια της, τούμπανο η κοιλιά της και τα χείλια της ολόμπλαβα.
Σήκωσε ο παπα-Γρηγόρης τα χέρια του στον ουρανό:
- Παιδιά μου, φώναξε και με βιάς κυβερνούσε τη χαρά του• ο Θεός στη φοβερή τούτη στιγμή έδωκε την απόκριση. Κοιτάχτε τη γυναίκα αυτή, σκύφτε, κοιτάχτε την καλά: την πρησμένη κοιλιά, τα φουσκωμένα πόδια, το πρόσωπό της που πρασίνησε – χολέρα!
Πισωδρόμησε ο λαός με τρόμο.
- Χολέρα! ξαναφώναξε ο παπα-Γρηγόρης. Τούτοι οι ξενομπάτες κουβαλούν στο χωριό μας μεγάλο θανατικό, χαθήκαμε! Δέστε κόμπο την καρδιά σας, συλλογιστείτε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας, το χωριό! Δεν παίρνω απόφαση εγώ• πήρε ο Θεός. Απόκριση ήθελε ο γέροντας, να τη!
Είπε, κι έδειξε στη μέση της πλατείας την πεθαμένη.
Ο παπα-Φώτης έσφιξε το Ευαγγέλιο στο στήθος του, τα χέρια του έτρεμαν. Πήδηξε μια δρασκελιά κατά τον παπα-Γρηγόρη, έκαμε να μιλήσει• πνίγουνταν.
Ακούστηκε η φωνή του παπα-Γρηγόρη, ήσυχη τώρα, όλο γλύκα:
- Γέροντά μου, μας στόρησες τα πάθη σας, η καρδιά μας ράισε. Είδες, όλους μας πήραν τα δάκρυα. Είχαμε ανοίξει την αγκαλιά μας να σας δεχθούμε, μα τη στιγμή εκείνη ο Θεός μας λυπήθηκε κι έπεψε το τρομερό σημάδι. Θανατικό κουβαλάτε, αδερφοί μου, πηγαίνετε στην ευκή του Θεού, μην κάψετε το χωριό μας!
Είπε, και θρήνος σηκώθηκε από την προσφυγιά, οι γυναίκες άρχισαν να δέρνονται και να σκληρίζουν, οι άντρες κοίταζαν τον παπά τους ανταρεμένοι. Κι οι Λυκοβρυσιώτες κυριεύτηκαν από τρόμο και θωρούσαν ανατριαχιάζοντας το ξυλιασμένο κουφάρι στην καρδιά του χωριού τους.
- Να φύγουν! να φύγουν! ακούστηκαν ολούθε φωνές, να φύγουν!
- Φέρτε ασβέστη, ρίχτε στη χολεριασμένη να μη μολευτεί ο αγέρας! σκλήρισε ένας γέρος.
- Μη φοβάστε, αδέρφια! φώναξε ο παπα-Φώτης, δεν είναι αλήθεια, μην ακούτε! Δεν κουβαλούμε το θανατικό, πεινούμε! Κι η γυναίκα τούτη πέθανε από πείνα- τ’ ορκίζουμαι!
Στράφηκε στον παπα-Γρηγόρη.
- Παπά με τη γεμάτη κοιλιά, μούγκρισε, παπά με τα διπλά προγούλια, ο Θεός που ‘ναι από πάνω και μας ακούει ας σε συχωρέσει, γιατί εγώ δεν μπορώ. Το κρίμα στο λαιμό σου! ]]
Στην ιστορίας μας, το κατεστημένο, που εκπροσωπείται από τον παπα-Γρηγόρη, μας περνάει την εβραϊκή εντολή πως όλα τα καθορίζει ο Θεός. Αυτός διαλέγει εκείνους που θα καλοπερνάνε κι εκείνους που θα πενθούν και θα ζουν στη μιζέρια. Κι επειδή ανήκουμε στη δεύτερη κατηγορία, αυτό οφείλεται στις αμαρτίες μας. Εμείς, οι αμαρτωλοί δεινοπαθούμε, ενώ οι μεγάλοι Εβραίοι τραπεζίτες, ο Τζώρτζ Σόρρος, τα μέλη της Λέσχης Μπίλντεμπεργκ, είναι οι δίκαιοι κι αναμάρτητοι κι ο Θεός τους ανταμείβει με αμύθητα πλούτη και υπερκέρδη.
Ο δικός μας εκπρόσωπος είναι ο παπα-Φώτης. Ζητάει το αυτονόητο, λίγη γη για να να ριζώσουν και να καλλιεργήσουν οι έρμοι ξεριζωμένοι, ώστε να μπορέσουν να ζήσουν. Κι εμείς, οι μικροί μαχητές της ζωής, τι παραπάνω ζητάμε από την πολιτεία; Μια εργασία, για να ζήσουμε την οικογένειά μας με την παροχή των βασικών ανέσεων. Είναι πρώτιστο δικαίωμά μας, συνταγματική κατάκτηση, να έχουμε μια εργασία με αμοιβή κάλυψης των βασικών αναγκών! Είναι δικαίωμά μας στο τέλος του εργασιακού μας βίου να πάρουμε την ανταμοιβή των κόπων μας που λέγεται σύνταξη και “εφ’ άπαξ”. Τα πληρώσαμε, είναι στάλες του ιδρώτα μας, στερήσεις της ζωής μας για να ζήσουμε με αξιοπρέπεια την τελευταία φάση της ζωής μας. Δεν ευθυνόμαστε εμείς οι εργαζόμενοι αν ανίκανοι και κλέφτες πολιτικοί έπαιξαν στον τζόγο τα χρήματα των ασφαλιστικών ταμείων μας. Και κανένας δεν λογοδότησε για την υπεξαίρεση, κανείς δεν οδηγήθηκε στο εδώλιο του κατηγορούμενου, γιατί καλύπτονται πίσω από νόμους, που οι ίδιοι θέσπισαν για να θωρακιστούν. Ο Μπίσμαρκ είχε απόλυτο δίκιο όταν έλεγε: « Οι νόμοι είναι σαν τα λουκάνικα. Καλύτερα να μη δεις πως γίνονται.»!!!
Δεν είναι δική μας ευθύνη η διασπάθιση του δημόσιου χρήματος για να πλουτίσουν οι νομότυποι κλέφτες. Δώσαμε το υστέρημά μας για να στηρίξουμε τις τράπεζες πέρσι, που βρέθηκαν σε κρίση. Μα θρέψαμε φίδια στον κόρφο μας. Μόλις βγήκαν από τη νάρκη της κρίσης τους, μας δάγκωσαν χύνοντας το θανατερό τους δηλητήριο. Για να δανείσουν το κράτος, που πριν ένα χρόνο τους χάρισε δισ/ρια, ζητούν υπέρογκο τόκο. Το μεγάλο παιγνίδι κατά της χώρας μας το παίζει η υπό πτώχευση αμερικάνικη τράπεζα Goldman Sachs, που στήριξαν οι φορολογούμενοι πολίτες.
Να η μαγική λέξη, που βρήκαν οι εξουσιαστές: “πτώχευση”, όπως ο διαβολόπαπας- Γρηγόρης, βρήκε τη χολέρα. Ρίξανε τη φράση: « η Ελλάδα είναι στα πρόθυρα για πτώχευση » και βγήκε ο αφελής, αλλά κατεχόμενος από πατριωτισμό, πολίτης και είπε πως δίνει τον μισθό του για την Ελλάδα, ρε γαμώτο! Για να μην υστερούμε σε πατριωτισμό, υπέβαλαν σε όλους εμάς τους αφελείς κι απονήρευτους πολίτες με νόμο να δώσουμε κι εμείς τον 14ο, μπορεί και τον 13ο μισθό. Ό,τι με αγώνες δεκαετιών κατακτήσαμε, μας τα παίρνουν με ένα νομοθέτημα. Θυσία η ζωή μας στο βωμό των κερδοσκόπων, που πριν από ένα μήνα σε μυστικό δείπνο καθόρισαν τον τρόπο που θα μας σφαγιάσουν. Σφάγια καταντήσαμε στο θυσιαστήριο του Μαμωνά! Και η θηλιά της αδικίας μας κόβει την ανάσα…
Τον Πλάτωνα απασχολούσαν πάντοτε τα διττά, αντικρουόμενα ζεύγη καλού - κακού, ευτυχίας - δυστυχίας, γνώσης -άγνοιας, δικαιοσύνης - αδικίας, γενναιότητας -δειλίας, κοινωνικής προσφοράς - απραγίας, αρμονίας -δυσαρμονίας και οραματιζόταν την κυριαρχία του αγαθού σε ένα «φωτεινό», δηλαδή ευτυχισμένο και αρμονικό κόσμο.
Ο ευρηματικός φιλόσοφος, στο Β΄ βιβλίο της «Πολιτείας» του και με το στόμα του αδελφού του Πλάτωνα Γλαύκωνα, επινοεί τον ακόλουθο μύθο:
[[ Ένας βοσκός του βασιλιά της Λυδίας, με το όνομα Γύγης, βρίσκει τυχαία ένα μαγικό δακτυλίδι μετά από δύο καταστρεπτικά φυσικά φαινόμενα. Την ώρα που έβοσκε τα πρόβατα του άρχοντά του, έπιασε φοβερή καταιγίδα και έγινε τόσο δυνατός σεισμός, ώστε άνοιξε η γη κάτω απ’ τα πόδια του. Κατέβηκε στο χάσμα που δημιουργήθηκε και εκεί μέσα στα σπλάχνα της γης, είδε ένα μεγάλο χάλκινο κούφιο άλογο. Από κάποια ανοίγματα στα πλευρά του κοίταξε μέσα του και διαπίστωσε ότι εκεί ήταν ξαπλωμένος ένας νεκρός με διαστάσεις σχεδόν γιγαντιαίες. Και το σημαντικότερο, φορούσε στο χέρι του ένα χρυσό δακτυλίδι. Ο Γύγης το πήρε και ανέβηκε πάλι στην επιφάνεια. Κάποια μέρα διαπίστωσε ότι το πολύτιμο εύρημά του είχε μία αξιοπερίεργη μαγική δυνατότητα. Περιστρέφοντας την πέτρα του -«σφενδόνην» την ονομάζει ο Πλάτωνας- προς το εσωτερικό της παλάμης του, γινόταν αόρατος και εμφανιζόταν πάλι, γυρίζοντας το δακτυλίδι προς την αντίστροφη φορά. Ο ταπεινός βοσκός είχε λοιπόν στα χέρια του ένα τεράστιο όπλο. Μπορούσε να κάνει οτιδήποτε επιθυμούσε, χωρίς να γίνεται αντιληπτός και κυρίως, χωρίς να τιμωρείται ή έστω να επιπλήττεται. Έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη φορέας μιας τουλάχιστον παράδοξης και απρόσμενης δύναμης, η οποία μπορούσε να λειτουργήσει προς όφελός του, πάντα όμως υπό το βάρος μιας έστω και λανθάνουσας αδικίας, που μπορούσε να φτάσει κι ως το έγκλημα. Και πραγματικά έτσι έγινε. Ο ασήμαντος μέχρι τότε Γύγης έγινε εραστής της βασίλισσας και με τη βοήθειά της σκότωσε τον αφέντη του και πήρε ο ίδιος την εξουσία. Κατέλαβε λοιπόν μια θέση που του χάρισε η δύναμη ενός χρυσού κρίκου, χωρίς να υπολογίσει τα αθέμιτα μέσα που χρησιμοποίησε, αλλά με μοναδικά κίνητρά - συνηθισμένα στην ανθρώπινη φύση -τη δόξα και τον πλούτο.]]
Ένα χρυσό δακτυλίδι και η δύναμη που έκρυβε, λοιπόν, έγινε η αιτία να διαφθαρεί ένας απονήρευτος βοσκός και να περάσει από το φως του ενάρετου στη σκιά του εγκληματία. Ένα χρυσό αντικείμενο γίνεται η φυλακή μιας συνείδησης, ο μοχλός καταστροφής μιας έντιμης ζωής. Το δαχτυλίδι είναι το εισιτήριο προς την αδικία.
Ο Γλαύκωνας, που διηγείται τη φανταστική αυτή ιστορία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τελικά είναι στη φύση του ανθρώπου να αδικεί, όταν μάλιστα ξέρει εκ των προτέρων ότι δε θα υποστεί τις συνέπειες της αδικίας του. Και αυτό γιατί η κοινή λογική ενός ανθρώπου λέει ότι η δικαιοσύνη δεν είναι τελικά ένα αγαθό στη ζωή μας, αφού η εφαρμογή της προσκρούει στο προσωπικό μας συμφέρον και είναι ανασταλτικός παράγοντας, τις περισσότερες φορές, για τα οποιασδήποτε ποιότητας κέρδη μας. Για όλους μας λοιπόν το βασανιστικό ερώτημα «αδικείν η αδικείσθαι;» γίνεται πολύ απλό. Και η απάντηση στη συνείδησή μας δεν είναι τουλάχιστον μία ανώδυνη ουδετερότητα, αλλά μία συνειδητή επιλογή συμφέροντος: «αδικείν» και μάλιστα αν είναι δυνατόν ατιμώρητα.
Οι αδικούντες έχουν ένα μαγικό δαχτυλίδι, που τους κάνει αόρατους ή που φαινομενικά η πράξη της αδικίας δεν γίνεται αντιληπτή άμεσα. Οι παγκόσμιοι επενδυτές έχουν κρύψει, έχουν καμουφλάρει την παγίδα του ξεπουλήματος της χώρας μας και της υποτέλειας του λαού μας. Το επερχόμενο κακό είναι σαν το παγόβουνο. Φαίνεται ελάχιστο μέρος. Το μεγαλύτερο μέρος είναι αφανές. Πικρή η αλήθεια. Ο άνθρωπος επιθυμεί εκ φύσεως την αδικία, για τα οφέλη που αυτή του προσφέρει. Κατά συνέπεια, η αδικία αποτελεί στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, ενώ αντιθέτως η δικαιοσύνη εντάσσεται στην περιοχή των ανθρώπινων συμβάσεων. « Λυσιτελείν γαρ δη οίεται πας ανήρ πολύ μάλλον ιδία την αδικίαν της διακιοσύνης » [ κάθε άνθρωπος νομίζει πως τον ωφελεί περισσότερο η αδικία από τη δικαιοσύνη ] μας λέει ο Πλάτωνας, για να καταλήξει: « ούτω φασίν, ω Σώκρατες, παρά θεών και παρ’ ανθρώπων τω αδίκω παρεσκευάσθαι τον βίον άμεινον ή τω δικαίω » [ λένε, Σωκράτη, πως οι θεοί και οι άνθρωποι ετοιμάζουν για τον άδικο καλύτερη ζωή , παρά για τον δίκαιο ].
Είναι τα πράγματα τόσο δυσοίωνα; Αν βασιστούμε στις επιστημονικές ανακαλύψεις, θα λέγαμε: όχι.
Διαβάζουμε στον τύπο:
[ Νευροεπιστήμονες ανακοίνωσαν ότι ανακάλυψαν μια περιοχή στον εγκέφαλο που αντιδρά στην αδικία και την ανισότητα, οδηγώντας τους ανθρώπους να ικανοποιούνται όταν μοιράζονται εξίσου το διαθέσιμο πλούτο, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να δώσουν σε άλλους μερικά από τα δικά τους χρήματα. Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν «εγωιστικά γονίδια», όπως θα έλεγε ο διάσημος Bρετανός βιολόγος Ρίτσαρντ Ντόκινς, όμως φαίνεται πως παράλληλα έχουν ένα αίσθημα δικαιοσύνης και ισότητας στους “εν τω βάθει νευρώνες” του εγκεφάλου.
Πιο απλά, για πρώτη φορά οι ειδικοί εξηγούν τι συμβαίνει στο κεντρικό νευρικό σύστημα όταν αισθανόμαστε ότι κάτι δεν είναι δίκαιο.
Η έρευνα καταδεικνύει ότι το λεγόμενο «κέντρο ανταμοιβής» του εγκεφάλου αντιδρά στις άνισες και άδικες καταστάσεις που αφορούν στην κατανομή χρημάτων με τρόπο τέτοιο που φανερώνει ότι οι άνθρωποι προτιμούν ενστικτωδώς να ζουν σε ένα δίκαιο περιβάλλον.
Η προτίμηση αυτή πιθανώς εξηγεί γιατί οι άνθρωποι θέλουν να κάνουν φιλανθρωπίες και συνήθως υποστηρίζουν ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας, καθώς και κυβερνητικές πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος.
Η οικονομική κρίση που περνάει η χώρα, η οποία έχει ως συνακόλουθο την κοινωνική κρίση και την εμφάνιση μιας νέας, ιδιότυπης για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, εξαιρετικά βίαιης τρομοκρατίας, έχει τη βάση της στην αδικία. Στην αδικία την οποία υφίσταται επί δεκαετίες η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών από την κακοδιαχείριση του κρατικού τομέα και τη διαφθορά της εξουσίας, όποια μορφή και αν έχει αυτή, πολιτική, οικονομική, δικαστική, διοικητική.
Η αδικία έχει διχάσει την κοινωνία, έχει περιθωριοποιήσει μια τεράστια μάζα πολιτών που επιβιώνουν με δυσκολία σε χαμηλό επίπεδο ανεκτής διαβίωσης και από την άλλη έχει δημιουργήσει πλήθος πλουσίων που ζουν παρασιτικά σε βάρος των άλλων. Για να ξεπεραστεί λοιπόν αυτή η πολυεπίπεδη κρίση πρέπει να αποκατασταθεί η ισορροπία μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων, μεταξύ των ευνοημένων και των αδικημένων. ]
Είναι, επομένως, καταγεγραμμένο στο DNA μας να αντιδράσουμε! Και θα αντιδράσουμε. Θα σηκωθούμε από τους καναπέδες και τις πολυθρόνες γιατί αγανακτήσαμε. Ο θυμός γίνεται λάβα και τα στήθη μας ηφαίστειο έτοιμο για έκρηξη. Θα ζητήσουμε πάλι το δίκιο μας. Η χειμερία νάρκη φεύγει. Μπορεί τα κουρδισμένα στρατιωτάκια των ΜΜΕ να μας κρύβουν την αλήθεια, να την παραμορφώνουν. Οι πολιτικοί να παρουσιάζουν την στρεβλή εικόνα της μεγάλης απάτης. Το ένστικτο, όμως, της επιβίωσης και ο νόμος της εξέλιξης μας ωθούν προς την εξεύρεση της διεξόδου από τον όχι “μινωικό”, αλλά “μαμωνικό λαβύρινθο”. Ο μίτος της Αριάδνης έχει το όνομα «άνθρωπος»!
Η λύση είναι γνωστή από την αρχαιότητα. Κανένας πολιτισμός δεν μπορεί να επιβιώσει αν δεν είναι ανθρωποκεντρικός. Ο τεχνολογικός μας πολιτισμός είναι καταδικασμένος να πεθάνει γιατί έχει εξοβελίσει τον παράγοντα “άνθρωπος” και τον έχει αντικαταστήσει με τον παράγοντα “κέρδος”. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι των γραμμάτων στρέφονται προς την αρχαία ελληνική κλασική φιλοσοφία, που έχει σαν κέντρο βάρους τον άνθρωπο. Μπορεί να αναστραφεί η προς την άβυσσο πορεία μόνον αν γίνει μετάθεση του κέντρου βάρους από το “με κάθε τρόπο κέρδος” στον “άνθρωπο”. Μόνο το όραμα μιας ανθρωποκεντρικής κοινωνίας μπορεί να αποτρέψει τις αναπόφευκτες αναταραχές. Γιατί ο πεινασμένος θα αναζητήσει να πάρει αυτά που η φύση του παρέχει και το οργανωμένο κατεστημένο του αποστερεί…
Παρακολουθούμε τις οδύνες ενός τοκετού… Το μόνο που μας απομένει είναι να ελπίσουμε πως οι οδύνες δε θα ξεσχίσουν τα σπλάχνα μας και θα είναι ήπιες…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου