[[ δαμ-ων ]]
Ο κόσμος θέλει να χαμογελάσει, μα δεν μπορεί. Θέλει να κάνει όνειρα, να σχεδιάσει μια ανέφελη και γεμάτη υποσχέσεις ζωή, μα δεν του το επιτρέπουν. Φανταζόταν πως η τεχνολογική εποχή θα του έκανε πιο άνετο κι ανέμελο τον βίο. Πως θα του ελευθέρωνε ώρες για ψυχαγωγία, μόρφωση, καλλιέργεια του εαυτού του και συμμετοχή σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Ήλπιζε σε μια πραγματικά “ανθρώπινη” ζωή, με πρώτη φροντίδα την παιδεία, την υγεία, την κοινωνική μέριμνα, την ανύψωση του βιοτικού του επιπέδου.
Μα αποδείχτηκαν φρούδες οι ελπίδες του. Φρόντισαν οι νέοι δικτάτορες να του κηρύξουν τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, που είναι πόλεμος οικονομικός για να τον εξαθλιώσουν και να τον πισωγυρίσουν στην φεουδαρχική εποχή. Το χειρότερο, όμως, είναι πως του έκλεψαν την ελπίδα. Αν και η Πανδώρα πάνω στη σαστιμάρα της φρόντισε να την κλείσει στο κουτί και να διατηρήσει το μόνο από τα δώρα, που οι θεοί έδωσαν στους ανθρώπους, οι οικονομικοί δικτάτορες την έκλεψαν. Έτσι το κουτί έμεινε αδειανό, γέμισε αράχνες εγκατάλειψης κι απελπισίας και σκουλήκια σήψης.
Πηχτό σκοτάδι απελπισίας παντού. Κι εμείς εναγώνια ψάχνουμε μια μικρή αχτίδα ελπίδας. “Ζητείται ελπίς”! Το θαυμάσιο διήγημα του Αντώνη Σαμαράκη σήμερα γίνεται περισσότερο επίκαιρο από κάθε άλλη εποχή, αν και ποτέ δεν έπαψε να είναι. Σε αρκετούς μπορεί να είναι άγνωστο. Ας το διαβάσουμε, διατηρώντας την αρχική γραφή του με το πολυτονικό σύστημα:
[[Ὅταν μπῆκε στὸ καφενεῖο, κεῖνο τὸ ἀπόγεμα, ἤτανε νωρὶς ἀκόμα. Κάθισε σ᾿ ἕνα τραπέζι, πίσω ἀπὸ τὸ μεγάλο τζάμι ποὺ ἔβλεπε στὴ λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ.
Σὲ ἄλλα τραπέζια, παίζανε χαρτιὰ ἢ συζητούσανε.
Ἦρθε ὁ καφές. Ἄναψε τσιγάρο, ἤπιε δυὸ γουλιές, κι ἄνοιξε τὴν ἀπογευματινὴ ἐφημερίδα.
Καινούριες μάχες εἶχαν ἀρχίσει στὴν Ἰνδοκίνα. «Αἱ ἀπώλειαι ἑκατέρωθεν ὑπῆρξαν βαρύταται», ἔλεγε τὸ τηλεγράφημα.
Ἕνα ἀκόμα ἰαπωνικὸ ἁλιευτικὸ ποὺ γύρισε μὲ ραδιενέργεια.
«Ἡ σκιὰ τοῦ νέου παγκοσμίου πολέμου ἁπλοῦται εἰς τὸν κόσμον μας», ἦταν ὁ τίτλος μιᾶς ἄλλης εἴδησης.
Ὕστερα διάβασε ἄλλα πράγματα: τὸ ἔλλειμμα τοῦ προϋπολογισμοῦ, προαγωγὲς ἐκπαιδευτικῶν, μιὰ ἀπαγωγή, ἕνα βιασμό, τρεῖς αὐτοκτονίες. Οἱ δυό, γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους. Δυὸ νέοι, 30 καὶ 32 χρονῶ. Ὁ πρῶτος ἄνοιξε τὸ γκάζι, ὁ δεύτερος χτυπήθηκε μὲ πιστόλι.
Ἀλλοῦ εἶδε κριτικὴ γιὰ ἕνα ρεσιτὰλ πιάνου, ἔπειτα κάτι γιὰ τὴ μόδα, τέλος τὴν «Κοσμικὴ Κίνηση»: «Κοκταίηλ προχθὲς παρὰ τῷ κυρίῳ καὶ τῇ κυρίᾳ Μ. Τ. Χάρμα εὐμορφίας καὶ κομψότητος ἡ κυρία Β. Χ. μὲ φόρεμα κομψότατο ἐμπριμὲ καὶ τὸκ πολὺ σίκ. Ἐλεγκάντικη ἐμφάνισις ἡ δεσποινὶς Ο. Ν.»
Ἄναψε κι ἄλλο τσιγάρο. Ἔριξε μιὰ ματιὰ στὶς «Μικρὲς Ἀγγελίες»:
ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευὴ ἀρίστη, ἐκ 4 δωματίων, χόλ, κουζίνας, λουτροῦ πλήρους, W.C.
ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ εἰς σοβαρὸν κύριον δωμάτιον εἰς β´ ὄροφον, εὐάερον, εὐήλιον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο πρὸς ἀγοράν...
Σκέψεις γυρίζανε στὸ νοῦ του.
Ἀπὸ τότε ποὺ τέλειωσε ὁ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ἡ σκιὰ τοῦ τρίτου δὲν εἶχε πάψει νὰ βαραίνει πάνω στὸν κόσμο μας. Καὶ στὸ μεταξύ, τὸ αἷμα χυνότανε, στὴν Κορέα χτές, στὴν Ἰνδοκίνα σήμερα, αὔριο...
Η συνέχεια >>> εδώ…
Πέρασε τὸ χέρι του στὰ μαλλιά του. Σκούπισε τὸν ἱδρώτα στὸ μέτωπό του· εἶχε ἱδρώσει, κι ὅμως δὲν ἔκανε ζέστη.
Ὁ πόλεμος, ἡ βόμβα ὑδρογόνου, οἱ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»... Τὸ πανόραμα τῆς ζωῆς!
Δὲν εἶχε ἀλλάξει διόλου πρὸς τὸ καλύτερο ἡ ζωή μας ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο. Ὅλα εἶναι, τὰ ἴδια σὰν καὶ πρίν. Κι ὅμως εἶχε ἐλπίσει κι αὐτός, ὅπως εἶχαν ἐλπίσει ἑκατομμύρια ἄνθρωποι σ᾿ ὅλη τὴ γῆ, πῶς ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο, ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσο αἷμα ποὺ χύθηκε, κάτι θ᾿ ἄλλαζε. Πὼς θἀρχόταν ἡ εἰρήνη, πὼς ὁ ἐφιάλτης τοῦ πολέμου δὲ θὰ ἴσκιωνε πιὰ τὴ γῆ μας, πὼς δὲ θὰ γίνονταν τώρα αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, πὼς...
Σουρούπωνε. Μερικὰ φῶτα εἶχαν ἀνάψει κιόλας στὰ μαγαζιὰ ἀντίκρυ. Στὸ καφενεῖο δὲν εἴχανε ἀνάψει ἀκόμα τὰ φῶτα. Τοῦ ἄρεσε ἔτσι τὸ ἡμίφως.
Σκέφτηκε τὴ σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στὸν τομέα τῶν ἰδεῶν, σύγχυση στὸν κοινωνικὸ τομέα, σύγχυση...
Δὲν ἔφταιγε ἡ ἐφημερίδα ποὺ ἔκανε τώρα αὐτὲς τὶς σκέψεις. Τὰ σκεφτότανε ὅλα αὐτὰ τὸν τελευταῖο καιρό, πότε μὲ λιγότερη, πότε μὲ περισσότερη ἔνταση. Σκεφτότανε τὸ σκοτεινὸ πρόσωπο τῆς ζωῆς. Τὴν εἰρήνη, τὴ βαθιὰ τούτη λαχτάρα, ποὺ κρέμεται ἀπὸ μιὰ κλωστή. Σκεφτότανε τὴ φτώχεια, τὴν ἀθλιότητα. Σκεφτότανε τὸ φόβο ποὺ ἔχει μπεῖ στὶς καρδιές.
Στὸν καθρέφτη, δίπλα του, εἶδε τὸ πρόσωπό του. Ἕνα πολὺ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δὲ μαρτυροῦσε τὴν ταραχὴ ποὺ εἶχε μέσα του.
Εἶχε πολεμήσει κι αὐτὸς στὸν τελευταῖο πόλεμο. Καὶ εἶχε ἐλπίσει. Μὰ τώρα ἤτανε πιὰ χωρὶς ἐλπίδα. Ναί, δὲ φοβότανε νὰ τὸ ὁμολογήσει στὸν ἑαυτό του πῶς ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα.
Μιὰ σειρὰ ἀπὸ διαψεύσεις ἐλπίδων ἦταν ἡ ζωή του. Εἶχε ἐλπίσει τότε,...
Εἶχε ἐλπίσει ὕστερα...
Κάποτε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, εἶχε ἐλπίσει στὸν κομμουνισμό. Μὰ εἶχε διαψευσθεῖ κι ἐκεῖ. Τώρα δὲν εἶχε ἐλπίδα σὲ καμιὰ ἰδεολογία!
Ζήτησε ἕνα ποτήρι νερὸ ἀκόμα. Αὐτὴ ἡ διάψευση ἀπὸ τὶς λογῆς-λογῆς ἰδεολογίες ἤτανε βέβαια γενικὸ φαινόμενο. Καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴ διάψευση, ἡ κούραση, ἡ ἀδιαφορία, ποὺ οἱ πιὸ πολλοί, ἡ μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστὰ στὶς διάφορες ἰδεολογίες.
Κοίταζε τὰ τρόλλεϋ ποὺ περνάγανε ὁλοένα στὴ λεωφόρο, τὸ πλῆθος... Μπροστά του, ἡ ἐφημερίδα ἀνοιχτή. Ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχε δεῖ καὶ πρωτύτερα: ἡ σκιὰ τοῦ καινούριου πολέμου, ἡ Ἰνδοκίνα, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»...
Τσιγάρα! ἕνας πλανόδιος μπῆκε.
Πῆρε ἕνα πακέτο.
Στὶς ἕξι σελίδες τῆς ἐφημερίδας: ἡ ζωή. Κι αὐτός, ἤτανε τώρα ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἐλπίδα.
Θυμήθηκε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, ἤτανε παιδὶ ἀκόμα, εἶχε ἀρρωστήσει βαριὰ μιὰ θεία του, ξαδέρφη τῆς μητέρας του. Τὴν εἴχανε σπίτι τους. Ἦρθε ὁ γιατρὸς· βγαίνοντας ἀπὸ τὸ δωμάτιο τῆς ἄρρωστης, εἶπε μὲ ἐπίσημο ὕφος:
Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς!
Ἔτσι κι αὐτός, τώρα, εἶχε φτάσει στὸ σημεῖο νὰ λέει:
- Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς!
Τοῦ φάνηκε φοβερὸ ποὺ ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα. Εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς οἱ ἄλλοι στὸ καφενεῖο τὸν κοιτάζανε κι ἄλλοι ἀπὸ τὸ δρόμο σκέφτονταν καὶ ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αὐτὸς ἐκεῖ δὲν ἔχει ἐλπίδα!» Σὰ νὰ ἦταν ἔγκλημα αὐτό. Σὰ νὰ εἶχε ἕνα σημάδι πάνω του ποὺ τὸ μαρτυροῦσε. Σὰ νὰ ἤτανε γυμνὸς ἀνάμεσα σὲ ντυμένους.
Σκέφτηκε τὰ διηγήματα ποὺ εἶχε γράψει, δίνοντας ἔτσι μιὰ διέξοδο στὴν ἀγωνία του. Ἄγγιζε θέματα τοῦ καιροῦ μας: τὸν πόλεμο, τὴν κοινωνικὴ δυστυχία... Ὡστόσο, δὲν τὸ ἀποφάσιζε νὰ τὰ ἐκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε τὴν ἐτικέτα ποὺ θὰ τοῦ δίνανε σίγουρα οἱ μὲν καὶ οἱ δέ. Ὄχι, ἔπρεπε νὰ τὰ βγάλει. Στὸ διάολο ἡ ἐτικέτα! Αὐτὸς ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, τίποτε ἄλλο. Οὔτε ἀριστερὸς οὔτε δεξιός. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἐλπίσει ἄλλοτε, καὶ τώρα δὲν ἔχει ἐλπίδα, καὶ ποὺ νιώθει χρέος του νὰ τὸ πεῖ αὐτό. Βέβαια, ἄλλοι θἄχουν ἐλπίδα, σκέφτηκε. Δὲν μπορεῖ παρὰ νἄάχουν.
Ξανάριξε μιὰ ματιὰ στὴν ἐφημερίδα: ἡ Ἰνδοκίνα, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις», τὸ ρεσιτὰλ πιάνου, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, οἱ «Μικρὲς Ἀγγελίες»...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζὶπ ἐν καλῇ καταστάσει...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικὸς...
Ἔβγαλε τὴν ἀτζέντα του, ἔκοψε ἕνα φύλλο κι ἔγραψε μὲ τὸ μολύβι του:
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ἐλπίς
Ὕστερα πρόσθεσε τὸ ὄνομά του καὶ τὴ διεύθυνσή του. Φώναξε τὸ γκαρσόνι. Ἤθελε νὰ πληρώσει, νὰ πάει κατευθείαν στὴν ἐφημερίδα, νὰ δώσει τὴν ἀγγελία του, νὰ παρακαλέσει, νὰ ἐπιμείνει νὰ μπεῖ ὁπωσδήποτε στὸ αὐριανὸ φύλλο. ]]
Το παραπάνω διήγημα γράφτηκε το 1954. Πέρασαν πάνω από 50 χρόνια και είναι επίκαιρο, σαν να γράφτηκε χθες. Με δύο διαφορές μόνο , την απαγόρευση του τσιγάρου και την πτώση του κομμουνισμού. Το κάπνισμα απαγορεύεται στα χαρτιά, φυσικά, γιατί στην πράξη εξακολουθούμε να καπνίζουμε γράφοντας στα παλιά μας τα παπούτσια κάθε νόμο και κάθε συνάνθρωπό μας. Οι κομμουνιστικές χώρες επιζητούν το καπιταλιστικό στρατόπεδο, για να διαπιστώσουν πως σοσιαλισμός και καπιταλισμός είναι δύο παρόμοιοι μύλοι, με διαφορετικό χρώμα, ο ένας αριστερόστροφος κι ο άλλος δεξιόστροφος, που αλέθουν συνειδήσεις και ανθρώπους.
Το αίμα σήμερα δεν χύνεται στην Κορέα και στην Ινδοκίνα, χύνεται στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Ο νέος παγκόσμιος πόλεμος δεν γίνεται με ατομικές βόμβες, αλλά με εικονικές πτωχεύσεις οικονομικών κολοσσών, που μετακυλύουν τα χρέη τους στους εργαζόμενους και πραγματικές πτωχεύσεις κρατών, που καλούν τους φτωχούς πολίτες τους να γίνουν φτωχότεροι, ώστε οι πλούσιοι να γίνουν πλουσιότεροι! Διαβάζουμε λέξη- λέξη το διήγημα, και στη θέση του πρωταγωνιστή, βλέπουμε τον απογοητευμένο εαυτό μας. Η δεκαετία του 50 και η πρώτη δεκαετία της τρίτης χιλιετίας μοιάζουν σαν δυο σταγόνες βροχής. Δεν τόλμησα να γράψω σαν δύο σταγόνες νερού γιατί υπάρχει μια βασικότατη διαφορά: Τότε το νερό ήταν ολοκάθαρο. Σήμερα το νερό είναι γεμάτο ρύπους κι ακατάλληλο για πόση. Έχουμε χάσει ακόμη, με την παχυδερμική δημοτική αρχή, και την ελπίδα να πλυθούμε κάποτε με νερό χωρίς εξασθενές χρώμιο. Ο κόσμος πλέον αναζητά τη χαμένη του ελπίδα. Ζητείται ελπίς λοιπόν. Ζητείται ελπίδα για τον μισθωτό του δημοσίου, τον καταστηματάρχη, για τον εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα, τον νέο των επτακοσίων ευρώ, για τον ημιεργαζόμενο των 400 ευρώ, για τον άνεργο των μηδέν ευρώ, τον οικογενειάρχη που είναι σε κατάσταση τρέλας, τον φοιτητή που δεν ξέρει αν αξίζει τον κόπο να σπουδάσει για να καταντήσει κουλουράς με πτυχείο, τον σπουδαστή, τον τελειόφοιτο, τον απόμαχο της ζωής, τον συνταξιούχο..
Ζητείται ελπίδα για όλους, μόνο που δεν ξέρουμε ποιος είναι ο δρόμος της αναζήτησης. Αν θα την ψάξουμε σαν τον Διογένη με φανάρι ή με μεγεθυντικό φακό. Δεν είναι δυνατόν, δεν το χωράει ο νους μας, να θεωρηθούμε εμείς υπεύθυνοι για το ότι η χώρα μας βρίσκεται μισό βήμα πριν από τη χρεοκοπία. Εμείς δεν ανήκουμε στα νέα “τζάκια”, στους κλέφτες, στους καταχραστές, στους κερδισμένους του χρηματιστηρίου. Εμείς ανήκουμε στους αιωνίως χαμένους. Ανήκουμε στα θύματα, που εγκληματίες θύτες βάζουν σαν ζωντανό λιπαντικό στα γρανάζια της απάνθρωπης μηχανής τους.
Ζητείται λοιπόν ελπίδα , κάποιο θαύμα για την αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας. Εκτός από καταναλωτές να γίνουμε και παραγωγοί.
Ζητούνται νέα μοντέλα ανάπτυξης που θα δώσουν ώθηση στη μηχανή της οικονομικής δραστηριότητας προς όφελος της δικής μας καθημερινότητας και ζωής. Θα μπορέσει ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του να βάλουν μπροστά τη σκουριασμένη μηχανή της παραγωγής; Κι αν πούμε πως θα πάρουμε το δάνειο, για πόσο χρόνο θα μας φτάσει; Αν δεν παράγουμε, αν δεν πουλήσουμε- και φυσικά δεν εννοούμε να πουλήσουμε νησιά ή ελλαδικό χώρο- σε λίγους μήνες θα βρεθούμε σε χειρότερη κατάσταση. Πρώτα έπρεπε να φέρει στη βουλή τα αναπτυξιακά σχέδια με τους αντίστοιχους νόμους και μετά τα νομοσχέδια της αφαίμαξης των μισθωτών. Κι αφού όλοι μας είμαστε ίσοι ως πολίτες κατά το σύνταγμα, να αναλάβουμε ,κατά τη δυνατότητά μας, όλοι την ευθύνη, με πρώτους τους βουλευτές, τους δικαστές και τους προνομιούχους σε αμοιβές, να σώσουμε την Ελλάδα. Να μην υπάρχουν οι έξυπνοι, που λένε τα δικά μας- δικά μας και τα δικά σας- δικά μας, και τα κορόϊδα, που στερούνται για το κεφάλαιο.
Αυτό που έχει σημασία είναι πως περισσότερο από το κόψιμο ενός μισθού, ενός επιδόματος ή μιας παροχής, αυτό που λείπει τις τελευταίες ημέρες από τους Ελληνες είναι το χαμόγελο. Άνθρωποι σκυθρωποί, άνθρωποι θυμωμένοι, σιχτιρίζουν τα πάντα. Πολίτες που δεν έχουν το κουράγιο να πάνε μπροστά, να συνεχίσουν τη ζωή τους με τον τρόπο, που κάποιοι άλλοι την καθορίζουν με τις αποφάσεις τους. Καταντήσαμε να μην ελπίζουμε πως μπορούν να έρθουν καλύτερες μέρες, πως θα δούμε φως στο τούνελ, γιατί το τούνελ είναι χωρίς τέρμα. Καταλήγει στα τάρταρα. Μόνο σκοτάδι βλέπεις στα βλέμματα όλων. Κανείς δεν πιστεύει ότι τα καλοκαίρι δεν θα έχουμε σκληρότερα μέτρα. Ότι την κρίση ακόμη δεν την έχουμε δει.
Την περικοπή του 14ου μισθού ή του 13ου μπορούμε να την αντέξουμε, μα η απώλεια της ελπίδας είναι η χειρότερη περικοπή που θα μπορούσε να κάνει αυτή η κυβέρνηση. Κι αν πήρε τόσο μεγάλα ποσοστά στις προηγούμενες εκλογές, αυτό έγινε διότι ο κόσμος ήθελε να ελπίζει σε ένα καλύτερο μέλλον για την πατρίδα και την προσωπική του προκοπή. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ τον διέψευσε πολύ σύντομα, όπως έκανε άλλωστε και ο Κ. Καραμανλής το 2004. Τα πάντα μοιάζουν ακυβέρνητα, η διαφθορά ζει και βασιλεύει, ο δημόσιος τομέας είναι διαλυμένος, στον ιδιωτικό τομέα επικρατεί χάος, οι κοινωνικές δομές αποσυντίθενται. Στην ανύπαρκτη παιδεία διδάσκουν ωρομίσθιοι, τα νοσοκομεία είναι χωρίς προσωπικό και φαρμακευτικό υλικό. Στο διαλυμένο ΕΣΥ με τα φακελάκια, διορίζονται ως διευθυντές οι «ημετέροι» για να διαιωνίσουν το χάλι της Υγείας. Και μέσα σε όλα αυτά, ούτε για την εξωτερική μας πολιτική μπορούμε να είμαστε περήφανοι αφού έχουμε γίνει καρπαζοεισπράκτορες των ξένων. Στα υπουργεία μας εγκαταστάθηκαν οι εκπρόσωποι των οικονομικών οίκων κι αποφασίζουν αυτοί για την τύχη μας. Έπαψε να κυβερνά η κυβέρνηση που εκλέξαμε και κυβερνούν οι διορισμένοι “εκλεκτοί” του διεθνούς κεφαλαίου. Υπάλληλοι με αμοιβές 300 και 500 χιλιάδες ετησίως αποφασίζουν για την περικοπή του μισθού και το πάγωμα της σύνταξης εκείνων που παίρνουν 500 ευρώ τον μήνα! Παιδιά ενός κατώτερου Θεού καταντήσαμε, στα οποία οι “εκλεκτοί” Του έχουν δικαίωμα ζωής και θανάτου.
Τα παλιά χρόνια μπορεί να υπήρξαν δυσκολίες και δεινά στον κόσμο. Μα είχε απομείνει η ελπίδα, που φρόντισε να σώσει η Πανδώρα. Ας θυμηθούμε τον μύθο της:
[[ Σαν έκλεψε ο Προμηθέας τη φωτιά από τους αθάνατους και την έδωσε στους θνητούς, μάνιασε ο βροντορίχτης Δίας. Δεν μπορούσε να δεχτεί που ο Τιτάνας έμαθε στους ανθρώπους τις τέχνες και τα γράμματα, που τους χάρισε τη γνώση, προνόμιο μέχρι τότε μόνο των θεών. Οι θνητοί έφτιαχναν εργαλεία, καλλιεργούσαν τη γη, χτίζανε σπίτια, θεράπευαν τις αρρώστιες, μπορούσαν να γράφουν, να διαβάζουν και να μετρούν. Μ’ όλα αυτά ζούσαν ευτυχισμένοι και δεν είχαν ανάγκη τους θεούς, τους οποίους έπαψαν να τιμούν. Γι’ αυτό πιότερο χόλωσε ο ρήγας του κόσμου. Έτσι διέταξε ν’ αλυσοδέσουν τον Προμηθέα στον Καύκασο και στους θνητούς έστειλε πολλά κακά. Σαν κουβαλητή των δεινών θέλησε να στείλει κάποιο όν που μέχρι τότε δεν υπήρχε στη γη.
Πρόσταξε τον τεχνίτη των θεών, τον χωλό Ήφαιστο, με πηλό και νερό να φτιάξει το σώμα μιας ωραιότατης και γοητευτικής παρθένας, που να ήταν όμοια με θεά. Ζήτησε να έχει τη δύναμη των ανθρώπων, γλυκιά και σαγηνευτική φωνή, και βλέμμα που να σ’ αναρριγεί. Στο άψυχο αυτό σώμα ο βασιλιάς του Όλυμπου φύσηξε ζωή και μετά ζήτησε απ’ όλους τους θεούς να προικίσουν το ον με δώρα. Πρόθυμοι οι θεοί, στόλισαν με πολλά δώρα τη σύντροφο του άντρα. Η Αθηνά της χάρισε πλούσια και πλουμιστά ρούχα, ενώ οι Χάριτες τη στόλισαν με χάρη, σκέρτσο και γοητεία. Οι Ώρες τη γέμισαν στολίδια και γιορντάνια. Η Αφροδίτη τη γέμισε με του έρωτα τη χάρη και τη σαγήνη, η Ήρα την έκανε να λαμποκοπά από θηλυκότητα. Ο Ερμής την προίκισε με τη τέχνη της ψευτιάς, τους γοητευτικούς και δολερούς λόγους, το εύστροφο μυαλό και την πονηριά. Ο Άρης με τον άστατο χαρακτήρα κι ο Απόλλωνας με το φωτεινό χαμόγελο. Απ’ όλους τους θεούς πήρε δώρα και γι’ αυτό ο κεραυνορίχτης Δίας την ονόμασε Πανδώρα.
Πριν τον ερχομό της Πανδώρας στη γη, οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς κόπο. Δε χρειαζόταν να δουλεύουν ποτίζοντας με ιδρώτα τη γη, ούτε οι αρρώστιες τους βασάνιζαν. Τα άχαρα γηρατειά τους ήταν άγνωστα.
Ο ερχομός της πανώριας πηλοπλασμένης παρθένας έφερε τα βάσανα στην ανθρωπότητα. Από τότε γνώρισαν τον πόνο της αρρώστιας και κάθε είδους δεινά έδιωξαν την ανεμελιά τους.
Ο βροντόχαρος ρήγας του Κόσμου έβαλε όλα τα δεινά σ’ ένα κουτί, που το ΄κλεισε καλά, και το έδωσε σαν προίκα στην Πανδώρα να το πάρει μαζί της. Την ορμήνεψε να μην το ανοίξει ποτέ της. Μετά πρόσταξε τον αγγελιοφόρο των θεών, τον Ερμή, να την οδηγήσει στη Γη και να την παραδώσει στον Επιμηθέα.
Ο πανέξυπνος Προμηθέας είχε προειδοποιήσει τον αδερφό του ποτέ του να μη δεχτεί δώρο από τους Ολύμπιους, και κυρίως από τον Κρονίδη Δία. Μα ο Επιμηθέας, σαν είδε μπροστά του την Πανδώρα έχασε τα λογικά του από τη θεσπέσια παρουσία. Μεμιάς πλανεύτηκε από την ομορφιά της και του έρωτα ο σεβντάς γέμισε την καρδιά του. Την πήρε γυναίκα του και γνώρισε μαζί της τις χαρές του έρωτα.
Κι ενώ ζούσαν μέσα στη χαρά, η περιέργεια γαργαλούσε της Πανδώρας το μυαλό για το τι να έχει μέσα το δοχείο. Ξέχασε την ορμήνια του Δία. Κάποια μέρα, που έλειπε ο άντρας της, δεν άντεξε κι άνοιξε το δοχείο. Ευθύς ξεπετάχτηκαν τα δεινά από μέσα. Σάστισε από το ξεπέταγμα η γυναίκα και έκλεισε τρομαγμένη το δοχείο. Μα είχαν προλάβει να ξεφύγουν οι δυστυχίες και τα κακά και σκόρπισαν στη γη. Μονάχα η Ελπίδα απόμεινε στον πάτο του δοχείου, που ήταν η πιο βαριά. Από τότε η ανθρωπότητα γνώρισε τη δυστυχία και υποφέρει, μα της έχει απομείνει η ελπίδα. ]]
Όσα αναφέρει ο μύθος ίσχυαν στους προ Χριστού αιώνες και στους 20 αιώνες μετά Χριστόν. Με την αυγή της τρίτης χιλιετίας, όμως, χάθηκε και η ελπίδα. Για τους λίγους λόγους που αναφέραμε αλλά και για μύριους άλλους είναι πιο επίκαιρος από ποτέ ο τίτλος του Αντ. Σαμαράκη: «Ζητείται ελπίς».
Την ελπίδα μπορεί να την φέρει μόνο μια ακηδεμόνευτη πολιτική. Επομένως ζητείται πολιτικός και πολιτική με κέντρο την Ελλάδα και τον λαό της! Η χώρα μας είναι πλούσια. Θησαυροί υπάρχουν στο υπέδαφος της. Δεν έχω καμιά σχέση με τον Χαρδαβέλα ή τον Λιακόπουλο. Γνωρίζω όμως πως και πετρέλαιο, και χρυσάφι, και ουράνιο, και όσμιο, και νικέλιο έχουμε. Η αρπαχτική διάθεση της Τουρκίας των Νέο-οθωμανών , η επεκτατικότητα της FYROM αυτά έχουν ως βάση. Το μόνο που μας λείπει είναι οι πολιτικοί με ελληνική καρδιά, που θα κάνουν την μεγάλη υπέρβαση. Οι μεγάλοι αγωνιστές, που θα τινάξουν, όπως στην επανάσταση του 1821, την υποτέλεια στις μεγάλες δυνάμεις. Πέρα από την Ε.Ε., πέρα από την Αμερική, υπάρχει η Ρωσία, υπάρχει η Κίνα, που επιζητούν ανοίγματα…
Δεν είναι πλέον κομμουνιστικές για να έχουμε επιφυλάξεις. Την ελεύθερη οικονομία έχουν υιοθετήσει κι αυτές. Φίλοι μας είναι αυτοί που μπορούν να μας βοηθήσουν. Δεν είναι αυτοί που μας ξεφτιλίζουν, που κερδοσκοπούν εκμεταλλευόμενοι τη δεινή μας θέση. Γράφτηκαν και ειπώθηκαν τον τελευταίο καιρό πολλά υποτιμητικά για την χώρα μας και το λαό της από υποτιθέμενους εταίρους. Έτσι σε αντιμετωπίζουν αυτοί που σε θεωρούν δεδομένο! Όμως:
Η Ελλάδα δεν ανήκει στη Δύση… Ανήκει στο λαό της!!!
Την ελπίδα μπορεί να την φέρει ένας πολιτικός με την καρδιά του Καραϊσκάκη, που είχε το θάρρος να λέει: « έχει τουμπελέκια ο πούτσος μου, έχει και τρουμπέτες. Όποια θέλω παίζω!» Να κάνει το πρεπούμενο, να βγάλει την πατρίδα από την κρίση, κι ας τον φάνε πισώπλατα, όπως το γιο της καλογριάς… Θα τον θυμούνται, τουλάχιστον, πολλές γενιές. Τον κουρασμένο νεότερο Καραμανλή, του Ζαχόπουλου και της “Βατοπεδιάδας”, ποιος θα τον θυμάται μετά από δέκα χρόνια; Οι πολιτικοί, οι σπουδασμένοι στο Χάρβαρντ και τα άλλα ξένα πανεπιστήμια της “ελίτ” είναι ικανοί να κάνουν τέτοια κουτουράδα; Μπορούν να δώσουν το χαμόγελο και την χαμένη αισιοδοξία στον απλό πολίτη;
Μπορούμε να πούμε: « κι όμως, υπάρχει ελπίδα»;
Ο κόσμος θέλει να χαμογελάσει, μα δεν μπορεί. Θέλει να κάνει όνειρα, να σχεδιάσει μια ανέφελη και γεμάτη υποσχέσεις ζωή, μα δεν του το επιτρέπουν. Φανταζόταν πως η τεχνολογική εποχή θα του έκανε πιο άνετο κι ανέμελο τον βίο. Πως θα του ελευθέρωνε ώρες για ψυχαγωγία, μόρφωση, καλλιέργεια του εαυτού του και συμμετοχή σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Ήλπιζε σε μια πραγματικά “ανθρώπινη” ζωή, με πρώτη φροντίδα την παιδεία, την υγεία, την κοινωνική μέριμνα, την ανύψωση του βιοτικού του επιπέδου.
Μα αποδείχτηκαν φρούδες οι ελπίδες του. Φρόντισαν οι νέοι δικτάτορες να του κηρύξουν τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, που είναι πόλεμος οικονομικός για να τον εξαθλιώσουν και να τον πισωγυρίσουν στην φεουδαρχική εποχή. Το χειρότερο, όμως, είναι πως του έκλεψαν την ελπίδα. Αν και η Πανδώρα πάνω στη σαστιμάρα της φρόντισε να την κλείσει στο κουτί και να διατηρήσει το μόνο από τα δώρα, που οι θεοί έδωσαν στους ανθρώπους, οι οικονομικοί δικτάτορες την έκλεψαν. Έτσι το κουτί έμεινε αδειανό, γέμισε αράχνες εγκατάλειψης κι απελπισίας και σκουλήκια σήψης.
Πηχτό σκοτάδι απελπισίας παντού. Κι εμείς εναγώνια ψάχνουμε μια μικρή αχτίδα ελπίδας. “Ζητείται ελπίς”! Το θαυμάσιο διήγημα του Αντώνη Σαμαράκη σήμερα γίνεται περισσότερο επίκαιρο από κάθε άλλη εποχή, αν και ποτέ δεν έπαψε να είναι. Σε αρκετούς μπορεί να είναι άγνωστο. Ας το διαβάσουμε, διατηρώντας την αρχική γραφή του με το πολυτονικό σύστημα:
[[Ὅταν μπῆκε στὸ καφενεῖο, κεῖνο τὸ ἀπόγεμα, ἤτανε νωρὶς ἀκόμα. Κάθισε σ᾿ ἕνα τραπέζι, πίσω ἀπὸ τὸ μεγάλο τζάμι ποὺ ἔβλεπε στὴ λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ.
Σὲ ἄλλα τραπέζια, παίζανε χαρτιὰ ἢ συζητούσανε.
Ἦρθε ὁ καφές. Ἄναψε τσιγάρο, ἤπιε δυὸ γουλιές, κι ἄνοιξε τὴν ἀπογευματινὴ ἐφημερίδα.
Καινούριες μάχες εἶχαν ἀρχίσει στὴν Ἰνδοκίνα. «Αἱ ἀπώλειαι ἑκατέρωθεν ὑπῆρξαν βαρύταται», ἔλεγε τὸ τηλεγράφημα.
Ἕνα ἀκόμα ἰαπωνικὸ ἁλιευτικὸ ποὺ γύρισε μὲ ραδιενέργεια.
«Ἡ σκιὰ τοῦ νέου παγκοσμίου πολέμου ἁπλοῦται εἰς τὸν κόσμον μας», ἦταν ὁ τίτλος μιᾶς ἄλλης εἴδησης.
Ὕστερα διάβασε ἄλλα πράγματα: τὸ ἔλλειμμα τοῦ προϋπολογισμοῦ, προαγωγὲς ἐκπαιδευτικῶν, μιὰ ἀπαγωγή, ἕνα βιασμό, τρεῖς αὐτοκτονίες. Οἱ δυό, γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους. Δυὸ νέοι, 30 καὶ 32 χρονῶ. Ὁ πρῶτος ἄνοιξε τὸ γκάζι, ὁ δεύτερος χτυπήθηκε μὲ πιστόλι.
Ἀλλοῦ εἶδε κριτικὴ γιὰ ἕνα ρεσιτὰλ πιάνου, ἔπειτα κάτι γιὰ τὴ μόδα, τέλος τὴν «Κοσμικὴ Κίνηση»: «Κοκταίηλ προχθὲς παρὰ τῷ κυρίῳ καὶ τῇ κυρίᾳ Μ. Τ. Χάρμα εὐμορφίας καὶ κομψότητος ἡ κυρία Β. Χ. μὲ φόρεμα κομψότατο ἐμπριμὲ καὶ τὸκ πολὺ σίκ. Ἐλεγκάντικη ἐμφάνισις ἡ δεσποινὶς Ο. Ν.»
Ἄναψε κι ἄλλο τσιγάρο. Ἔριξε μιὰ ματιὰ στὶς «Μικρὲς Ἀγγελίες»:
ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευὴ ἀρίστη, ἐκ 4 δωματίων, χόλ, κουζίνας, λουτροῦ πλήρους, W.C.
ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ εἰς σοβαρὸν κύριον δωμάτιον εἰς β´ ὄροφον, εὐάερον, εὐήλιον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο πρὸς ἀγοράν...
Σκέψεις γυρίζανε στὸ νοῦ του.
Ἀπὸ τότε ποὺ τέλειωσε ὁ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ἡ σκιὰ τοῦ τρίτου δὲν εἶχε πάψει νὰ βαραίνει πάνω στὸν κόσμο μας. Καὶ στὸ μεταξύ, τὸ αἷμα χυνότανε, στὴν Κορέα χτές, στὴν Ἰνδοκίνα σήμερα, αὔριο...
Η συνέχεια >>> εδώ…
Πέρασε τὸ χέρι του στὰ μαλλιά του. Σκούπισε τὸν ἱδρώτα στὸ μέτωπό του· εἶχε ἱδρώσει, κι ὅμως δὲν ἔκανε ζέστη.
Ὁ πόλεμος, ἡ βόμβα ὑδρογόνου, οἱ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»... Τὸ πανόραμα τῆς ζωῆς!
Δὲν εἶχε ἀλλάξει διόλου πρὸς τὸ καλύτερο ἡ ζωή μας ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο. Ὅλα εἶναι, τὰ ἴδια σὰν καὶ πρίν. Κι ὅμως εἶχε ἐλπίσει κι αὐτός, ὅπως εἶχαν ἐλπίσει ἑκατομμύρια ἄνθρωποι σ᾿ ὅλη τὴ γῆ, πῶς ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο, ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσο αἷμα ποὺ χύθηκε, κάτι θ᾿ ἄλλαζε. Πὼς θἀρχόταν ἡ εἰρήνη, πὼς ὁ ἐφιάλτης τοῦ πολέμου δὲ θὰ ἴσκιωνε πιὰ τὴ γῆ μας, πὼς δὲ θὰ γίνονταν τώρα αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, πὼς...
Σουρούπωνε. Μερικὰ φῶτα εἶχαν ἀνάψει κιόλας στὰ μαγαζιὰ ἀντίκρυ. Στὸ καφενεῖο δὲν εἴχανε ἀνάψει ἀκόμα τὰ φῶτα. Τοῦ ἄρεσε ἔτσι τὸ ἡμίφως.
Σκέφτηκε τὴ σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στὸν τομέα τῶν ἰδεῶν, σύγχυση στὸν κοινωνικὸ τομέα, σύγχυση...
Δὲν ἔφταιγε ἡ ἐφημερίδα ποὺ ἔκανε τώρα αὐτὲς τὶς σκέψεις. Τὰ σκεφτότανε ὅλα αὐτὰ τὸν τελευταῖο καιρό, πότε μὲ λιγότερη, πότε μὲ περισσότερη ἔνταση. Σκεφτότανε τὸ σκοτεινὸ πρόσωπο τῆς ζωῆς. Τὴν εἰρήνη, τὴ βαθιὰ τούτη λαχτάρα, ποὺ κρέμεται ἀπὸ μιὰ κλωστή. Σκεφτότανε τὴ φτώχεια, τὴν ἀθλιότητα. Σκεφτότανε τὸ φόβο ποὺ ἔχει μπεῖ στὶς καρδιές.
Στὸν καθρέφτη, δίπλα του, εἶδε τὸ πρόσωπό του. Ἕνα πολὺ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δὲ μαρτυροῦσε τὴν ταραχὴ ποὺ εἶχε μέσα του.
Εἶχε πολεμήσει κι αὐτὸς στὸν τελευταῖο πόλεμο. Καὶ εἶχε ἐλπίσει. Μὰ τώρα ἤτανε πιὰ χωρὶς ἐλπίδα. Ναί, δὲ φοβότανε νὰ τὸ ὁμολογήσει στὸν ἑαυτό του πῶς ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα.
Μιὰ σειρὰ ἀπὸ διαψεύσεις ἐλπίδων ἦταν ἡ ζωή του. Εἶχε ἐλπίσει τότε,...
Εἶχε ἐλπίσει ὕστερα...
Κάποτε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, εἶχε ἐλπίσει στὸν κομμουνισμό. Μὰ εἶχε διαψευσθεῖ κι ἐκεῖ. Τώρα δὲν εἶχε ἐλπίδα σὲ καμιὰ ἰδεολογία!
Ζήτησε ἕνα ποτήρι νερὸ ἀκόμα. Αὐτὴ ἡ διάψευση ἀπὸ τὶς λογῆς-λογῆς ἰδεολογίες ἤτανε βέβαια γενικὸ φαινόμενο. Καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴ διάψευση, ἡ κούραση, ἡ ἀδιαφορία, ποὺ οἱ πιὸ πολλοί, ἡ μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστὰ στὶς διάφορες ἰδεολογίες.
Κοίταζε τὰ τρόλλεϋ ποὺ περνάγανε ὁλοένα στὴ λεωφόρο, τὸ πλῆθος... Μπροστά του, ἡ ἐφημερίδα ἀνοιχτή. Ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχε δεῖ καὶ πρωτύτερα: ἡ σκιὰ τοῦ καινούριου πολέμου, ἡ Ἰνδοκίνα, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»...
Τσιγάρα! ἕνας πλανόδιος μπῆκε.
Πῆρε ἕνα πακέτο.
Στὶς ἕξι σελίδες τῆς ἐφημερίδας: ἡ ζωή. Κι αὐτός, ἤτανε τώρα ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἐλπίδα.
Θυμήθηκε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, ἤτανε παιδὶ ἀκόμα, εἶχε ἀρρωστήσει βαριὰ μιὰ θεία του, ξαδέρφη τῆς μητέρας του. Τὴν εἴχανε σπίτι τους. Ἦρθε ὁ γιατρὸς· βγαίνοντας ἀπὸ τὸ δωμάτιο τῆς ἄρρωστης, εἶπε μὲ ἐπίσημο ὕφος:
Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς!
Ἔτσι κι αὐτός, τώρα, εἶχε φτάσει στὸ σημεῖο νὰ λέει:
- Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς!
Τοῦ φάνηκε φοβερὸ ποὺ ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα. Εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς οἱ ἄλλοι στὸ καφενεῖο τὸν κοιτάζανε κι ἄλλοι ἀπὸ τὸ δρόμο σκέφτονταν καὶ ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αὐτὸς ἐκεῖ δὲν ἔχει ἐλπίδα!» Σὰ νὰ ἦταν ἔγκλημα αὐτό. Σὰ νὰ εἶχε ἕνα σημάδι πάνω του ποὺ τὸ μαρτυροῦσε. Σὰ νὰ ἤτανε γυμνὸς ἀνάμεσα σὲ ντυμένους.
Σκέφτηκε τὰ διηγήματα ποὺ εἶχε γράψει, δίνοντας ἔτσι μιὰ διέξοδο στὴν ἀγωνία του. Ἄγγιζε θέματα τοῦ καιροῦ μας: τὸν πόλεμο, τὴν κοινωνικὴ δυστυχία... Ὡστόσο, δὲν τὸ ἀποφάσιζε νὰ τὰ ἐκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε τὴν ἐτικέτα ποὺ θὰ τοῦ δίνανε σίγουρα οἱ μὲν καὶ οἱ δέ. Ὄχι, ἔπρεπε νὰ τὰ βγάλει. Στὸ διάολο ἡ ἐτικέτα! Αὐτὸς ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, τίποτε ἄλλο. Οὔτε ἀριστερὸς οὔτε δεξιός. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἐλπίσει ἄλλοτε, καὶ τώρα δὲν ἔχει ἐλπίδα, καὶ ποὺ νιώθει χρέος του νὰ τὸ πεῖ αὐτό. Βέβαια, ἄλλοι θἄχουν ἐλπίδα, σκέφτηκε. Δὲν μπορεῖ παρὰ νἄάχουν.
Ξανάριξε μιὰ ματιὰ στὴν ἐφημερίδα: ἡ Ἰνδοκίνα, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις», τὸ ρεσιτὰλ πιάνου, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, οἱ «Μικρὲς Ἀγγελίες»...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζὶπ ἐν καλῇ καταστάσει...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικὸς...
Ἔβγαλε τὴν ἀτζέντα του, ἔκοψε ἕνα φύλλο κι ἔγραψε μὲ τὸ μολύβι του:
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ἐλπίς
Ὕστερα πρόσθεσε τὸ ὄνομά του καὶ τὴ διεύθυνσή του. Φώναξε τὸ γκαρσόνι. Ἤθελε νὰ πληρώσει, νὰ πάει κατευθείαν στὴν ἐφημερίδα, νὰ δώσει τὴν ἀγγελία του, νὰ παρακαλέσει, νὰ ἐπιμείνει νὰ μπεῖ ὁπωσδήποτε στὸ αὐριανὸ φύλλο. ]]
Το παραπάνω διήγημα γράφτηκε το 1954. Πέρασαν πάνω από 50 χρόνια και είναι επίκαιρο, σαν να γράφτηκε χθες. Με δύο διαφορές μόνο , την απαγόρευση του τσιγάρου και την πτώση του κομμουνισμού. Το κάπνισμα απαγορεύεται στα χαρτιά, φυσικά, γιατί στην πράξη εξακολουθούμε να καπνίζουμε γράφοντας στα παλιά μας τα παπούτσια κάθε νόμο και κάθε συνάνθρωπό μας. Οι κομμουνιστικές χώρες επιζητούν το καπιταλιστικό στρατόπεδο, για να διαπιστώσουν πως σοσιαλισμός και καπιταλισμός είναι δύο παρόμοιοι μύλοι, με διαφορετικό χρώμα, ο ένας αριστερόστροφος κι ο άλλος δεξιόστροφος, που αλέθουν συνειδήσεις και ανθρώπους.
Το αίμα σήμερα δεν χύνεται στην Κορέα και στην Ινδοκίνα, χύνεται στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Ο νέος παγκόσμιος πόλεμος δεν γίνεται με ατομικές βόμβες, αλλά με εικονικές πτωχεύσεις οικονομικών κολοσσών, που μετακυλύουν τα χρέη τους στους εργαζόμενους και πραγματικές πτωχεύσεις κρατών, που καλούν τους φτωχούς πολίτες τους να γίνουν φτωχότεροι, ώστε οι πλούσιοι να γίνουν πλουσιότεροι! Διαβάζουμε λέξη- λέξη το διήγημα, και στη θέση του πρωταγωνιστή, βλέπουμε τον απογοητευμένο εαυτό μας. Η δεκαετία του 50 και η πρώτη δεκαετία της τρίτης χιλιετίας μοιάζουν σαν δυο σταγόνες βροχής. Δεν τόλμησα να γράψω σαν δύο σταγόνες νερού γιατί υπάρχει μια βασικότατη διαφορά: Τότε το νερό ήταν ολοκάθαρο. Σήμερα το νερό είναι γεμάτο ρύπους κι ακατάλληλο για πόση. Έχουμε χάσει ακόμη, με την παχυδερμική δημοτική αρχή, και την ελπίδα να πλυθούμε κάποτε με νερό χωρίς εξασθενές χρώμιο. Ο κόσμος πλέον αναζητά τη χαμένη του ελπίδα. Ζητείται ελπίς λοιπόν. Ζητείται ελπίδα για τον μισθωτό του δημοσίου, τον καταστηματάρχη, για τον εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα, τον νέο των επτακοσίων ευρώ, για τον ημιεργαζόμενο των 400 ευρώ, για τον άνεργο των μηδέν ευρώ, τον οικογενειάρχη που είναι σε κατάσταση τρέλας, τον φοιτητή που δεν ξέρει αν αξίζει τον κόπο να σπουδάσει για να καταντήσει κουλουράς με πτυχείο, τον σπουδαστή, τον τελειόφοιτο, τον απόμαχο της ζωής, τον συνταξιούχο..
Ζητείται ελπίδα για όλους, μόνο που δεν ξέρουμε ποιος είναι ο δρόμος της αναζήτησης. Αν θα την ψάξουμε σαν τον Διογένη με φανάρι ή με μεγεθυντικό φακό. Δεν είναι δυνατόν, δεν το χωράει ο νους μας, να θεωρηθούμε εμείς υπεύθυνοι για το ότι η χώρα μας βρίσκεται μισό βήμα πριν από τη χρεοκοπία. Εμείς δεν ανήκουμε στα νέα “τζάκια”, στους κλέφτες, στους καταχραστές, στους κερδισμένους του χρηματιστηρίου. Εμείς ανήκουμε στους αιωνίως χαμένους. Ανήκουμε στα θύματα, που εγκληματίες θύτες βάζουν σαν ζωντανό λιπαντικό στα γρανάζια της απάνθρωπης μηχανής τους.
Ζητείται λοιπόν ελπίδα , κάποιο θαύμα για την αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας. Εκτός από καταναλωτές να γίνουμε και παραγωγοί.
Ζητούνται νέα μοντέλα ανάπτυξης που θα δώσουν ώθηση στη μηχανή της οικονομικής δραστηριότητας προς όφελος της δικής μας καθημερινότητας και ζωής. Θα μπορέσει ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του να βάλουν μπροστά τη σκουριασμένη μηχανή της παραγωγής; Κι αν πούμε πως θα πάρουμε το δάνειο, για πόσο χρόνο θα μας φτάσει; Αν δεν παράγουμε, αν δεν πουλήσουμε- και φυσικά δεν εννοούμε να πουλήσουμε νησιά ή ελλαδικό χώρο- σε λίγους μήνες θα βρεθούμε σε χειρότερη κατάσταση. Πρώτα έπρεπε να φέρει στη βουλή τα αναπτυξιακά σχέδια με τους αντίστοιχους νόμους και μετά τα νομοσχέδια της αφαίμαξης των μισθωτών. Κι αφού όλοι μας είμαστε ίσοι ως πολίτες κατά το σύνταγμα, να αναλάβουμε ,κατά τη δυνατότητά μας, όλοι την ευθύνη, με πρώτους τους βουλευτές, τους δικαστές και τους προνομιούχους σε αμοιβές, να σώσουμε την Ελλάδα. Να μην υπάρχουν οι έξυπνοι, που λένε τα δικά μας- δικά μας και τα δικά σας- δικά μας, και τα κορόϊδα, που στερούνται για το κεφάλαιο.
Αυτό που έχει σημασία είναι πως περισσότερο από το κόψιμο ενός μισθού, ενός επιδόματος ή μιας παροχής, αυτό που λείπει τις τελευταίες ημέρες από τους Ελληνες είναι το χαμόγελο. Άνθρωποι σκυθρωποί, άνθρωποι θυμωμένοι, σιχτιρίζουν τα πάντα. Πολίτες που δεν έχουν το κουράγιο να πάνε μπροστά, να συνεχίσουν τη ζωή τους με τον τρόπο, που κάποιοι άλλοι την καθορίζουν με τις αποφάσεις τους. Καταντήσαμε να μην ελπίζουμε πως μπορούν να έρθουν καλύτερες μέρες, πως θα δούμε φως στο τούνελ, γιατί το τούνελ είναι χωρίς τέρμα. Καταλήγει στα τάρταρα. Μόνο σκοτάδι βλέπεις στα βλέμματα όλων. Κανείς δεν πιστεύει ότι τα καλοκαίρι δεν θα έχουμε σκληρότερα μέτρα. Ότι την κρίση ακόμη δεν την έχουμε δει.
Την περικοπή του 14ου μισθού ή του 13ου μπορούμε να την αντέξουμε, μα η απώλεια της ελπίδας είναι η χειρότερη περικοπή που θα μπορούσε να κάνει αυτή η κυβέρνηση. Κι αν πήρε τόσο μεγάλα ποσοστά στις προηγούμενες εκλογές, αυτό έγινε διότι ο κόσμος ήθελε να ελπίζει σε ένα καλύτερο μέλλον για την πατρίδα και την προσωπική του προκοπή. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ τον διέψευσε πολύ σύντομα, όπως έκανε άλλωστε και ο Κ. Καραμανλής το 2004. Τα πάντα μοιάζουν ακυβέρνητα, η διαφθορά ζει και βασιλεύει, ο δημόσιος τομέας είναι διαλυμένος, στον ιδιωτικό τομέα επικρατεί χάος, οι κοινωνικές δομές αποσυντίθενται. Στην ανύπαρκτη παιδεία διδάσκουν ωρομίσθιοι, τα νοσοκομεία είναι χωρίς προσωπικό και φαρμακευτικό υλικό. Στο διαλυμένο ΕΣΥ με τα φακελάκια, διορίζονται ως διευθυντές οι «ημετέροι» για να διαιωνίσουν το χάλι της Υγείας. Και μέσα σε όλα αυτά, ούτε για την εξωτερική μας πολιτική μπορούμε να είμαστε περήφανοι αφού έχουμε γίνει καρπαζοεισπράκτορες των ξένων. Στα υπουργεία μας εγκαταστάθηκαν οι εκπρόσωποι των οικονομικών οίκων κι αποφασίζουν αυτοί για την τύχη μας. Έπαψε να κυβερνά η κυβέρνηση που εκλέξαμε και κυβερνούν οι διορισμένοι “εκλεκτοί” του διεθνούς κεφαλαίου. Υπάλληλοι με αμοιβές 300 και 500 χιλιάδες ετησίως αποφασίζουν για την περικοπή του μισθού και το πάγωμα της σύνταξης εκείνων που παίρνουν 500 ευρώ τον μήνα! Παιδιά ενός κατώτερου Θεού καταντήσαμε, στα οποία οι “εκλεκτοί” Του έχουν δικαίωμα ζωής και θανάτου.
Τα παλιά χρόνια μπορεί να υπήρξαν δυσκολίες και δεινά στον κόσμο. Μα είχε απομείνει η ελπίδα, που φρόντισε να σώσει η Πανδώρα. Ας θυμηθούμε τον μύθο της:
[[ Σαν έκλεψε ο Προμηθέας τη φωτιά από τους αθάνατους και την έδωσε στους θνητούς, μάνιασε ο βροντορίχτης Δίας. Δεν μπορούσε να δεχτεί που ο Τιτάνας έμαθε στους ανθρώπους τις τέχνες και τα γράμματα, που τους χάρισε τη γνώση, προνόμιο μέχρι τότε μόνο των θεών. Οι θνητοί έφτιαχναν εργαλεία, καλλιεργούσαν τη γη, χτίζανε σπίτια, θεράπευαν τις αρρώστιες, μπορούσαν να γράφουν, να διαβάζουν και να μετρούν. Μ’ όλα αυτά ζούσαν ευτυχισμένοι και δεν είχαν ανάγκη τους θεούς, τους οποίους έπαψαν να τιμούν. Γι’ αυτό πιότερο χόλωσε ο ρήγας του κόσμου. Έτσι διέταξε ν’ αλυσοδέσουν τον Προμηθέα στον Καύκασο και στους θνητούς έστειλε πολλά κακά. Σαν κουβαλητή των δεινών θέλησε να στείλει κάποιο όν που μέχρι τότε δεν υπήρχε στη γη.
Πρόσταξε τον τεχνίτη των θεών, τον χωλό Ήφαιστο, με πηλό και νερό να φτιάξει το σώμα μιας ωραιότατης και γοητευτικής παρθένας, που να ήταν όμοια με θεά. Ζήτησε να έχει τη δύναμη των ανθρώπων, γλυκιά και σαγηνευτική φωνή, και βλέμμα που να σ’ αναρριγεί. Στο άψυχο αυτό σώμα ο βασιλιάς του Όλυμπου φύσηξε ζωή και μετά ζήτησε απ’ όλους τους θεούς να προικίσουν το ον με δώρα. Πρόθυμοι οι θεοί, στόλισαν με πολλά δώρα τη σύντροφο του άντρα. Η Αθηνά της χάρισε πλούσια και πλουμιστά ρούχα, ενώ οι Χάριτες τη στόλισαν με χάρη, σκέρτσο και γοητεία. Οι Ώρες τη γέμισαν στολίδια και γιορντάνια. Η Αφροδίτη τη γέμισε με του έρωτα τη χάρη και τη σαγήνη, η Ήρα την έκανε να λαμποκοπά από θηλυκότητα. Ο Ερμής την προίκισε με τη τέχνη της ψευτιάς, τους γοητευτικούς και δολερούς λόγους, το εύστροφο μυαλό και την πονηριά. Ο Άρης με τον άστατο χαρακτήρα κι ο Απόλλωνας με το φωτεινό χαμόγελο. Απ’ όλους τους θεούς πήρε δώρα και γι’ αυτό ο κεραυνορίχτης Δίας την ονόμασε Πανδώρα.
Πριν τον ερχομό της Πανδώρας στη γη, οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς κόπο. Δε χρειαζόταν να δουλεύουν ποτίζοντας με ιδρώτα τη γη, ούτε οι αρρώστιες τους βασάνιζαν. Τα άχαρα γηρατειά τους ήταν άγνωστα.
Ο ερχομός της πανώριας πηλοπλασμένης παρθένας έφερε τα βάσανα στην ανθρωπότητα. Από τότε γνώρισαν τον πόνο της αρρώστιας και κάθε είδους δεινά έδιωξαν την ανεμελιά τους.
Ο βροντόχαρος ρήγας του Κόσμου έβαλε όλα τα δεινά σ’ ένα κουτί, που το ΄κλεισε καλά, και το έδωσε σαν προίκα στην Πανδώρα να το πάρει μαζί της. Την ορμήνεψε να μην το ανοίξει ποτέ της. Μετά πρόσταξε τον αγγελιοφόρο των θεών, τον Ερμή, να την οδηγήσει στη Γη και να την παραδώσει στον Επιμηθέα.
Ο πανέξυπνος Προμηθέας είχε προειδοποιήσει τον αδερφό του ποτέ του να μη δεχτεί δώρο από τους Ολύμπιους, και κυρίως από τον Κρονίδη Δία. Μα ο Επιμηθέας, σαν είδε μπροστά του την Πανδώρα έχασε τα λογικά του από τη θεσπέσια παρουσία. Μεμιάς πλανεύτηκε από την ομορφιά της και του έρωτα ο σεβντάς γέμισε την καρδιά του. Την πήρε γυναίκα του και γνώρισε μαζί της τις χαρές του έρωτα.
Κι ενώ ζούσαν μέσα στη χαρά, η περιέργεια γαργαλούσε της Πανδώρας το μυαλό για το τι να έχει μέσα το δοχείο. Ξέχασε την ορμήνια του Δία. Κάποια μέρα, που έλειπε ο άντρας της, δεν άντεξε κι άνοιξε το δοχείο. Ευθύς ξεπετάχτηκαν τα δεινά από μέσα. Σάστισε από το ξεπέταγμα η γυναίκα και έκλεισε τρομαγμένη το δοχείο. Μα είχαν προλάβει να ξεφύγουν οι δυστυχίες και τα κακά και σκόρπισαν στη γη. Μονάχα η Ελπίδα απόμεινε στον πάτο του δοχείου, που ήταν η πιο βαριά. Από τότε η ανθρωπότητα γνώρισε τη δυστυχία και υποφέρει, μα της έχει απομείνει η ελπίδα. ]]
Όσα αναφέρει ο μύθος ίσχυαν στους προ Χριστού αιώνες και στους 20 αιώνες μετά Χριστόν. Με την αυγή της τρίτης χιλιετίας, όμως, χάθηκε και η ελπίδα. Για τους λίγους λόγους που αναφέραμε αλλά και για μύριους άλλους είναι πιο επίκαιρος από ποτέ ο τίτλος του Αντ. Σαμαράκη: «Ζητείται ελπίς».
Την ελπίδα μπορεί να την φέρει μόνο μια ακηδεμόνευτη πολιτική. Επομένως ζητείται πολιτικός και πολιτική με κέντρο την Ελλάδα και τον λαό της! Η χώρα μας είναι πλούσια. Θησαυροί υπάρχουν στο υπέδαφος της. Δεν έχω καμιά σχέση με τον Χαρδαβέλα ή τον Λιακόπουλο. Γνωρίζω όμως πως και πετρέλαιο, και χρυσάφι, και ουράνιο, και όσμιο, και νικέλιο έχουμε. Η αρπαχτική διάθεση της Τουρκίας των Νέο-οθωμανών , η επεκτατικότητα της FYROM αυτά έχουν ως βάση. Το μόνο που μας λείπει είναι οι πολιτικοί με ελληνική καρδιά, που θα κάνουν την μεγάλη υπέρβαση. Οι μεγάλοι αγωνιστές, που θα τινάξουν, όπως στην επανάσταση του 1821, την υποτέλεια στις μεγάλες δυνάμεις. Πέρα από την Ε.Ε., πέρα από την Αμερική, υπάρχει η Ρωσία, υπάρχει η Κίνα, που επιζητούν ανοίγματα…
Δεν είναι πλέον κομμουνιστικές για να έχουμε επιφυλάξεις. Την ελεύθερη οικονομία έχουν υιοθετήσει κι αυτές. Φίλοι μας είναι αυτοί που μπορούν να μας βοηθήσουν. Δεν είναι αυτοί που μας ξεφτιλίζουν, που κερδοσκοπούν εκμεταλλευόμενοι τη δεινή μας θέση. Γράφτηκαν και ειπώθηκαν τον τελευταίο καιρό πολλά υποτιμητικά για την χώρα μας και το λαό της από υποτιθέμενους εταίρους. Έτσι σε αντιμετωπίζουν αυτοί που σε θεωρούν δεδομένο! Όμως:
Η Ελλάδα δεν ανήκει στη Δύση… Ανήκει στο λαό της!!!
Την ελπίδα μπορεί να την φέρει ένας πολιτικός με την καρδιά του Καραϊσκάκη, που είχε το θάρρος να λέει: « έχει τουμπελέκια ο πούτσος μου, έχει και τρουμπέτες. Όποια θέλω παίζω!» Να κάνει το πρεπούμενο, να βγάλει την πατρίδα από την κρίση, κι ας τον φάνε πισώπλατα, όπως το γιο της καλογριάς… Θα τον θυμούνται, τουλάχιστον, πολλές γενιές. Τον κουρασμένο νεότερο Καραμανλή, του Ζαχόπουλου και της “Βατοπεδιάδας”, ποιος θα τον θυμάται μετά από δέκα χρόνια; Οι πολιτικοί, οι σπουδασμένοι στο Χάρβαρντ και τα άλλα ξένα πανεπιστήμια της “ελίτ” είναι ικανοί να κάνουν τέτοια κουτουράδα; Μπορούν να δώσουν το χαμόγελο και την χαμένη αισιοδοξία στον απλό πολίτη;
Μπορούμε να πούμε: « κι όμως, υπάρχει ελπίδα»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου