[[ δαμ-ων ]]
Πάντα οι γιορτινές μέρες είναι μέρες αναμνήσεων. Από τα βάθη του νου αναδύονται μνήμες, που έχουν χαραχθεί σαν τα γράμματα σε αρχαία επιγραφή. Και τα γράμματα είναι σαν να τα χάραξες χθες, νωπά και ανεξίτηλα. Γεγονότα περσινά έχουν σβήσει ή η ανάμνηση είναι θαμπή. Μα οι παιδικές μνήμες παραμένουν ζωντανές κι αμόλευτες.
Οι γραμματιζούμενοι λένε πως όλα αυτά έχουν καταγραφεί στο υποσυνείδητο. Το συνειδητό έχει ανάγκη να βυθίζεται στο υποσυνείδητο και να τρέφεται από αυτές τις αναμνήσεις. Τις χρησιμοποιεί όπως στα βιβλικά χρόνια οι οδοιπόροι στην έρημο, στο ταξίδι της επιστροφής στη γη τις επαγγελίας, χρησιμοποιούσαν το μάνας.
Κάποιοι λένε πως συχνές αναμνήσεις έχουν εκείνοι που το μαλλί τους παίρνει το χρώμα του χιονιού. Μπορεί και να ‘χουν δίκιο, όμως σημασία έχει πως αισθάνεται η καρδιά. Και η καρδιά είναι νιούτσικη και αναθυμάται τα παιδικά χρόνια, όχι γιατί φοβάται τα …ήντα- έχουν κι αυτά μαθές τις χάρες τους- αλλά γιατί ήσαν χρόνια ανέμελα, αγνά, χωρίς κακίες και συμφέροντα. Έλαμπαν από ηθική παστράδα και τιμιότητα. Οι γονείς και οι παππούδες μας ορμήνευαν να είμαστε τίμιοι και ντόμπροι, μπεσαλήδες κι αξιοπρεπείς. « Η τιμή, τιμή δεν έχει και χαράς σ’ τον που την έχει » μας λέγανε. Και περηφανεύονταν για την τιμιότητά τους!
Φοράγαμε το διπλομπαλωμένο σακάκι, το μανταρισμένο παντελόνι και το πουκάμισο με τον τριμμένο γιακά μου μύριζε σαπούνι και νιώθαμε καλά. Περπατούσαμε κι ακούγονταν ο μεταλλικός θόρυβος από τα πέταλα στα πολυσολιασμένα παπούτσια μας. Δε μας απασχολούσαν οι μεγάλες μάρκες και φίρμες. Δε γινόμασταν οι κινούμενες διαφημίσεις ξένων επώνυμων οίκων. Είχαμε το πενηνταράκι στη τσέπη, μπορεί και τη δραχμή κι αισθανόμασταν πασάδες σαν είχαμε το δίδραχμό ή σπάνια το χάρτινο πεντάδραχμο.
Περιμέναμε πως και πώς να έρθουν οι μέρες για τις πασχαλινές διακοπές. Πετάγαμε τις σάκες το Σάββατο του Λαζάρου και τις θυμόμασταν το βράδυ της Κυριακής του Θωμά. Όλη μέρα στ’ αλώνια για τόπι. Στα διαλύματα από το τόπι παίζαμε κλίτσ-κοπάν ή ορμούσαμε στις μυγδαλιές για τσάγκουλα. Μα το βράδυ στην εκκλησία!
Στο μισοσκόταδο δέσποζε η φιγούρα του παπα-Λιωνίδα με τη μελωδική φωνή, που συναγωνιζόταν σε μελωδικότητα τον δεξιό ψάλτη από τον Καραντά, που μετά μας άφησε κι έγινε παπάς. Αριστερά ο μπαρμπα-Τάσος ο Μανάσης με βοηθό τον φάλτσο μπαρμπα-Γιώργη το Ζωγανά που μας έκανε παρατήρηση σαν μιλούσαμε και έλεγε αυτό το παράξενο σσσσσστ, που κάθε άλλο παρά ήταν συριστικό κι οδοντικό κι ερχόταν περισσότερο σε ουρανικό.
Και σαν ερχόταν η Μ. Παρασκευή, μαζευόμασταν νωρίς τ’ απόγευμα και κάναμε ομάδες και με τις ψιλές φωνές λέγαμε το « σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα»…
Πέρασαν πολλά χρόνια για να μάθω πως αυτό, που πιτσιρίκια λέγαμε για τον Χριστό, που ο παπάς με ευλάβεια είχε αποθέσει στον επιτάφιο, τον στολισμένο με ξενύχτι μετά από την ακολουθία με τα δώδεκα βαγγέλια από λουλούδια των κήπων μας, ήταν το μοιρολόι της Παναγιάς.
Αυτό το ξεχασμένο από τα σημερινά πιτσιρίκια έθιμο, να λένε το «σήμερα μαύρος ουρανός…» θέλησα να σας θυμίσω. Και συνάμα να θυμηθούμε τα λόγια που λέγαμε για το Χριστό, που βρισκόταν πεθαμένος στον επιτάφιο.
Θα προτάξουμε δυο λόγια για Μοιρολόι της Παναγιάς:
Είναι το μακρύ αφηγηματικό τραγούδι που διηγείται τα Πάθη του Χριστού έτσι όπως τα έζησαν η Παναγία και οι Μυροφόρες. Το συναντάμε σε όλες τις περιοχές του ελληνισμού, από την Κύπρο και τον Πόντο ως την Κάτω Ιταλία, σ' ένα πλήθος παραλλαγών. Διακόσιες πενήντα έξι (!) παραλλαγές παρουσιάσει ο Ελβετός ελληνιστής, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Γενεύης Bertrand Bouvier στο βιβλίο του “Le Mirologue de la Vierge” (Γενεύη 1976), καρπό εισοσιπεντάχρονης έρευνας.
Με πηγή έμπνευσης τα επίσημα και απόκρυφα Ευαγγέλια και τα θεατρικά λειτουργικά δράματα του Μεσαίωνα (σε Ανατολή και Δύση), η λαϊκή μούσα και η προφορική παράδοση με το "Μοιρολόι της Παναγίας" διέσωσαν στους αιώνες ένα από τα συγκλονιστικότερα δείγματα της ελληνικής μουσικοποιητικής τέχνης: « Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται …»
Η συνέχεια >>> εδώ…
Σε μελωδίες που χρησιμοποιούνται και για τα πραγματικά μοιρολόγια (όπως απέδειξε η μελέτη του Samuel Baud-Bovy), οι γυναίκες με το τραγούδι αυτό συμμερίζονται τον πόνο της Παναγίας, καθώς αναδεικνύεται σε παγκόσμιο και διαχρονικό σύμβολο όλων των μανάδων που έχουν παραστεί στο μαρτύριο των παιδιών τους, βιώνοντας τον παραλογισμό αλλά και τη νομοτέλεια του θανάτου: « Άλλοι την εκλοτσούσανε κι άλλοι την εσκουντούσαν
και άλλοι την εφτούσανε κι άλλοι τη δεκατούσαν …» H μελαγχολική διάθεση δεν δημιουργείται μόνο από τα γεγονότα που προηγήθηκαν της Σταύρωσης του Σωτήρα Χριστού, αλλά και από τις περιγραφές καιρικών συνθηκών και παραδόξων ουρανίων φαινομένων, που παρατηρούνται κατά την ημέρα της Σταύρωσης. (Μαύρος ουρανός, μαύρη μέρα, βροντές, αστραπές, ουρανός θαμπός, άστρα βουρκωμένα, ταραχές μεγάλες, σκοτείνιασμα ηλίου, πάσα η κτίση τρέμει, τα θεμέλια της γης δονούνται, του ναού το καταπέτασμα σχίζεται από πάνω έως κάτω, βράχοι ξεκολλούν, μνημεία ανοίγονται και νεκροί εκ των τάφων ανασταίνονται). Αλλά και από τη λύπη και την ταραχή των εμψύχων (άγγελοι, αρχάγγελοι, όλοι μαυροφορούν και όλοι σήμερα πάνε κι έρχονται στις Παναγιάς την πόρτα). Τα πάντα συμπάσχουν με τον «κτίσαντα τα πάντα». Όλα αυτά συμπεριλαμβάνονται στην αρχή της παρακάτω παραλλαγής:
« Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερ’ άγγελοι, αρχάγγελοι, όλοι μαυροφορούνε,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα πάνε κι’ έρχονται στης Παναγιάς την πόρτα.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν στο θρονί της,
την προσευχή της έκανε για το μονογενή της.
Ακούει βροντές, ακούει αστραπές και ταραχές μεγάλες,
προβάλλει, από τη θύρα της να δη στη γειτονιά της.
Βλέπει τον ουρανό θαμπό και τ’ άστρα βουρκωμένα
ακούει φωνή, ακούει λαλιά απ’ αρχαγγέλου στόμα:
“Σώσε, κερά μου Παναγιά, τούτηνε δα την ώρα
και τον Υγιό τον επιάσανε και στο σταυρό τον πάνε”. » Μεγάλη Παρασκευή, λοιπόν, σήμερα. Ημέρα κατά την οποία τα εκατομμύρια των Ορθοδόξων Χριστιανών γονατίζουν στο Σταυρό του Χριστού ευλαβικά, για να προσκυνήσουν τον Εσταυρωμένο Χριστό και μετά την αποκαθήλωση τον προσκυνούν στον τάφο του, που απεικονίζεται με τον επιτάφιο. Επαληθεύονται τα λόγια του Ησαΐα: «Ούτος τας αμαρτίας ημών φέρει και περί ημών οδυνάται και ημείς ελεγισάμεθα αυτόν εν πόνω και εν πληγή και εν κακώσει!».
Μεγάλη Παρασκευή! Ημέρα πένθους για τους Χριστιανούς, που πιστεύουν στον Εσταυρωμένο Χριστό, αλλά και ελπίδας προσμένοντας την Ανάσταση! Στα αυτιά μας αντηχούν οι λόγοι του: «Εγώ εις τούτο γεγέννημαι και εις τούτου ελήλυθα εις τον κόσμο, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία».
Ημέρα ιεροτάτων αναμνήσεων για όλους. Ημέρα της ανάμνησης των παιδικών φωνών που έλεγαν:
« Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι' οι τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό, τον Αφέντη Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.
Κι' η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή τους ήρθ' εξ Ουρανού απ' Αρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν κι' οι μετάνοιες,
το γυιό σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τον τυραγνάνε.
-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.
-Συ Φαραέ, που τά 'φτιασες πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλε τα δυο στα χέρια του και τ' άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του,
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Κι' η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,
σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
για να της ερθ' ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.
Κι' όταν της ηρθ' ο λογισμός, κι' όταν της ηρθ' ο νους της,
ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει,
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.
-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες
Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.
Λάβε, κυρά μ' υπομονή, λάβε, κύρά μ' ανέση.
-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,
που έχω γυιο μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.
Κι' η Μάρθα κι' η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδερφή, κι' οι τέσσερες αντάμα,
επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι' η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,
Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιου μου,
μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλόν σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω.
Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Αυτός είναι ο γυιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!
Κι' η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις•
μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες,
τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη!
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια,
σημαίνει κι' η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.
Όποιος τ' ακούει σώζεται κι' όποιος το λέει αγιάζει,
κι' όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,
Παράδεισο και λίβανο απ' τον Άγιο Τάφο. »
Φίλοι μου, Καλήν Ανάσταση! Είθε το φως της Ανάστασης να σκορπίσει όλων των ειδών τα σκοτάδια και να φέρει ελπίδα, χαρά κι αγαλλίαση στις καρδιές μας. Βαθιά γαλήνη και ειρήνη σε όλους …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου