Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

…Το (αν)άξιον εστί (της χώρας μας)…, Α΄ Προφητικόν…


[[ δαμ-ων ]]

Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν οι δεσποτάδες γιατί έτσι μπορούσαν να κρατούν τα πρόβατα. Και οι βουλευτάδες την Τυραννία την είπαν Δημοκρατία και την ευλόγησαν γιατί είχαν εξουσία και άφθονο το χρήμα. Δίναν στον όχλο εκλογές κι αυτός θαρρούσε πως είναι ο κυρίαρχος. Μα ήταν ο πλανημένος. Τον μαύλιζαν με λόγους δολερούς και πουλούσε την ψυχή του για το κόμμα.
Ρασοφόροι και κουστουμαρισμένοι είχαν κάμει μυστική συμφωνία. Τα πρόβατα έπρεπε να μείνουν στη στρούγκα. Τάχα το ‘καμαν για το φόβο των λύκων, μα πιότερο ήθελαν το εύκολο άρμεγμα. Και τα πρόβατα μηρύκαζαν το σώσιμο της ψυχής, για φωτιές στη κόλαση και την γαλήνη της παράδεισος. Άλλοτες μηρύκαζαν λόγια για δουλειά, διακαιώματα και σύνταξη σαν γίνουν της ζωής απόμαχοι. Και δίναν πρόθυμα τα βυζιά θαρρώντας πως ξεθυμαίνουν όταν τους παίρνουν το παχύ το γάλα. Κάμαν όνειρα προβατίσια να γεννήσουν αρνιά για ν’ αυγατίσει το κοπάδι.
Σαν δεν τα ‘βρισκαν στη μοιρασιά φοβέριζαν οι κουστουμάτοι να χωρίσουν το κράτος από την εκκλησιά, αλλά πάντα υποχωρούσαν γιατί δεν άντεχαν τον άμβωνα των ρασοφόρων και το ανέμισμα των λάβαρων. Κιοτήδες και συμφεροντολόγοι οι γραβατοφόροι γρικούσαν των καλοθρεμένων γενιοφόρων τη βουλή. Τα πρόβατα είχαν γάλα μπόλικο για να κάνουν παχύ τυρί, βουτυράτες μυτζήθρες, δροσερό ξινόγαλο κι όσο χωράει η αγκαλιά μυρωδάτα κεφαλοτύρια. Πουλούσαν την πραμάτεια και κάναν βίλες στην Εκάλη, παράνομες μεζονέτες στο Διόνυσο κι αδήλωτα εξοχικά με γούρνες γεμάτες γλυκό νερό στα αφροστεφανωμένα τα νησιά. Τα βρήκαν με μπαταχτσήδες βαρόνους των δημόσιων έργων, πραματευτάδες όπλων, περισπούδαστους ψεύτες των φαρμάκων και εμβολίων και τοκογλύφους που τους ονομάτισαν τραπεζίτες. Μα το πολύ κι εύκολο μάλαμα τους έκαμε αλαζόνες. Τα ήθελαν όλα δικά τους…

H συνέχεια εδώ

Κάναν βουλή κι αποφάσισαν να κόψουν στο μισό το χορτάρι των προβάτων και να αυγατίσουν το άρμεγμα. Αντί δυο φορές να αρμέγουν τέσσερις την ημέρα. Ξεκόψαν τα αρνιά από τις μάνες και τους δίναν λιγοστό άχυρο, ίσα- ίσα να στέκονται στα ποδάρια τους και να μη ψοφάνε. Οι χορτάτοι κουστουμάτοι βγάλαν απόφαση μόλις τα πρόβατα πάψουν να δίνουν μπόλικο γάλα να τα σφάζουν και να τα δίνουν στα μαντρόσκυλα για ν’ αλυχτούν πιότερο άγρια και να φοβίζουν τα άλλα πρόβατα, τα γαλακτερά.
Και των ψευτών κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας ο όχλος, παναπεί να πρόβατα, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στο πόπουλο και η ανοχή θα υποχωρήσει μπροστά στην άμετρη αδικία. Ο ήλιος θα φανερώσει τις ανομίες αυτών που κυβερνούσαν. Τα πρόβατα που τρεκλίζουν θα δουν τα αρνιά να στέκουνται χωρίς ελπίδα παράμερα στη στάνη και η θέρμη του ήλιου θα σκορπίσει την αχλή φανερώνοντας πως ήρθε καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση. Και το φως που θα λάμψει μέσα τους, θα πάρει λαλιά και θα πει:
- Εξοβελισμένε ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
- Βλέπω τα παραπλανημένα έθνη παραδομένα στην πολυεθνικές σφήκες, στα όρνια που εμπορεύονται τον πόλεμο και στις λαμπερές βδέλλες με τα χρηματοκιβώτια.
- Βλέπω τις συνομωσίες των οβραίων μέσα στις λέσχες για να στραγγαλίσουν τη χώρα μου και το λαό μου και να του πιούν το αίμα.
- Βλέπω τους αδίσταχτους εμπόρους να κλέβουν το μόχθο του αγρότη, τους αδίσταχτους βιομηχάνους να λεηλατούν τον ιδρώτα του εργάτη, τους σκυλοπνίχτες εφοπλιστάδες μεσοπέγαλα να πνίγουν το ναύτη, τους ατσαλάκωτους τραπεζίτες να παίρνουν το βιός των νοικοκυραίων.
- Βλέπω το γιουρούσι των πλούσιων στη φτωχή χώρα και το κούρσεμα του πλούτου που κρύβει η γης της.
- Βλέπω της επέλαση του ΔΝΤ των σοσιαλι(η)στών και το μαχαίρωμα των εταίρων. Γρικώ την προδοσία των φίλων, την εκπόρνευση της πατρίδας από τους πολιτικούς της.
- Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων να γίνονται πράξη.

Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Αλλά πριν, ιδού οι μεσήλικες σηκώθηκαν από τη μαλακιά πολυθρόνα γιατί ήπιαν και τη τελευταία στάλα του χαυνωτικού πιοτού. Στα τάσια σώθηκαν και οι ξηροί καρποί. Ένιωσαν τη στριγγλιά φωνή των ξενόφερτων εγκάθετων με τα ατσαλάκωτα ακριβά κουστούμια και τις γραβάτες τις μεταξωτές, που ΄διναν διαταγή το κοπάδι των προβάτων να αλυσοδεθεί με χοντρές αλυσίδες χρόνων πολλών. Γρίκησαν και το γιομάτο απελπισία βέλασμα των αμνών, που είδαν τα λιγοστά όνειρα να γίνονται συντρίμμια.
Κι οι ξενομερίτηδες γραμματιζούμενοι, που πάρεξ δεν ήξευραν παρά μόνο αριθμούς και πράξεις, άρχισαν τους λογαριασμούς χωρίς να λογιάζουν την καρδιά και τα ονείρατα των προβάτων, που ήθελαν μια σπίθα ελπίδα κι ένα μέτρο γης. Χτυπούσαν σκληρά τα δάχτυλα πάνω στα πλήκτρα του υπολογιστή με το σφραγισμένο από τους αφέντες πρόγραμμα, φορώντας το δαχτυλίδι με τη χοντρή ρουμπινένια πέτρα και τις κόκκινες ανταύγειες του ήλιου που τους φάνταζε αιμορούφικα θεριά χωρίς σημάδι από σπλαχνιά και έλεος. Στη πέτρινη καρδιά μιλούσαν μόνο του κέρδους οι αριθμοί, καταπώς τους είχαν προστάξει οι αφέντες μέσα από τ’ ανήλιαγα υπόγεια με τους γυάλινους τοίχους και τις μαλαματένιες θύρες.
Πόρνες θαρρούσαν το κοπάδι κι αυτοί ήσαν οι νταβαντζήδες με το σκληρό το βλέμμα. Το λαδωμένο μαλλί στρωμένο με επιμέλεια περισσή και την ίσια χωρίστρα στη μέση. Κι είχαν αντί για σταυρό στο στήθος σκαλισμένες νεκροκεφαλές όπου η κορώνα έγραφε ΔΝΤ. Τα πρόβατα θα καταπλαγούν και θα στέρξουν. Για να βγει αληθινός ο λόγος, ότι σιμά η μέρα όπου το κάλλος κι η αρετή θα παραδοθούν στις πρασινόμυγες της σάπιας αγοράς. Και θα αγανακτήσει το κορμί της πόρνης μη μπορώντας να βαστάξει άλλον ξεφτιλισμό. Θα ανασηκώσει το κεφάλι, τα λιγδωμένα θα τινάξει τα μαλλιά και μέσα από τα τσιμπλιασμένα μάτια θα δει θαμπά το φως του ήλιου.
Θα γίνει κατήγορος η πόρνη των αποχαυνωμένων σοφών, των άβουλων κυβερνητών και των εμπόρων που γυαλίζει το μάτι από το αβγάτεμα των αργυρίων, το σπέρμα που υπηρέτησε πιστά, σε μαρτυρία φέρνοντας. Και θα τινάξει πάνουθέ της την κατάρα, τείνοντας το χέρι κατά την Ανατολή και τα λόγια θα βγουν πνιχτά από το ξερό λαρύγγι: -
- Εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
- Βλέπω διωγμένες τις αξίες να φτεροποκούν κατά τη Δύση, ωσάν τους ολύμπιους θεούς που τους κυνηγούσε ο Τυφώνας.
- Βλέπω τα μαύρα σκαριά να κάνουνε σουλάτσο στο πέλαγο με το μαύρο λάδι και τα αστραφτερά αερόπλανα να διώχνουν τους αητούς από το γαλάζιο ουρανό και τα θαλασσοπούλια από των νησίδων τα γκρίζα βράχια.
- Βλέπω το άπλωμα των οθωμανών και του Μεγαλέξαντρου την αρπαγή. Γρικώ αδέρφια αλύτρωτα και αφουγκράζουμαι της Αγιασοφιάς την προσμονή ν’ αντιλαλήσουν στους θόλους της τ’ αλληλούγια.
- Βλέπω τα μαύρα σύγνεφα να ζώνουν την πατρίδα κι οσμίζομαι το βρώμικο γνώτο των οχτρών που σιμώνουν.
- Βλέπω το άδειο βλέμμα του Κωσταντή και τ’ άσπορα σπλάχνα της Μυρτώς που δεν έχουν αποκούμπι ελπίδας.
- Βλέπω τους έφηβους και τα κορίτσια να σπαταλούν το χρόνο τους σε τζούφια σκολειά. Κι όταν παίρνουν το λευκό χαρτί να πουλούν το κορμί τους στην αγορά, που την ορίζουν ανθρώποι με κουσούρια.
- Βλέπω δασκάλους μάταια να μοχτούν μέσα στη τάξη και σαν τον πρωτομάστορα στης Άρτας το γιοφύρι ολημερίς να χτίζουν και το βράδυ το χρωματιστό γυαλί να τους τα γκρεμίζει όλα.
- Βλέπω καταφρονεμένους τους σοφούς να στέκονται παράμερα και τους παρδαλούς αρλεκίνους να δίνουν συμβουλές.
- Βλέπω τις κανονιοφόρους της πάσας απαξίωσης.

Λείψανα της παλιάς ιστορίας και αραχνιασμένα κείτουνται εδώ κι εκεί ευνουχισμένα τα αγάλματα γεμάτα θλίψη. Τίποτα δεν μηνάει την πρότερη δόξα. Δίπλα στα θέατρα και στα στάδια δέντρων αποκαΐδια, με κατάξερη τη γη να μυρίζει καπνό και θειάφι άφρονης ανικανότητας. Ωσάν να πέρασε από το Μωριά η στρατιά του Ιμπραΐμη και του Βρυώνη από τη Ρούμελη. Δεν ήταν χρόνοι δίσεχτοι, ήσαν χρόνοι αφρονιάς . Θέλησαν οι άφρονες αρχόντοι να στήσουν νέα τζάκια σε βάρος των φτωχών προβάτων. Όρμησαν ωσάν ερίφια κι έφαγαν ακόμα και τα καρποφόρα δέντρα. Τίποτα πράσινο δεν άφησαν στο διάβα τους. Αλλά πριν, ιδού θα περάσουν το άρμα με τα μαχαίρια στους τροχούς που το σέρνουν μαύρα άτια πάνω από την έρημη γης. Και κρυφά θα μετρήσουν οι άβουλοι κυβερνήτες την ανθρώπινη πραμάτεια, κηρύσσοντας πολέμους αλλοτινούς, χωρίς μολύβι κι ατσάλι. Πολέμους με χαρτιά κι αριθμούς. Όπου θα χορτασθούνε ο τραπεζίτης κι ο χρηματιστής. Θα μαζώξουν το χρυσάφι και θα στραγγίξουν την αγορά δίνοντας τον μιστό της ύβρης και της απελπισίας. Θα φέρουν τα μεγάλα αερόπλανα από την άλλη μεριά του ωκεανού χωροφυλάκους των συμφερόντων, που θα φαίνονται στα μάτια των αγαθών προβάτων για σωτήρες. Μα θα είναι φίδια στον κόρφο των προβάτων που θα βυζαίνουν το λιγοστό γάλα, τσιμπώντας τους μαστούς και χύνοντας το θανατερό δηλητήριο. Ρουφώντας τους τη λιγοστή ζωή θα ζουν στην οσμή των πτωμάτων. Και του λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ’ ανοίγει στα μέτρα του, κράζοντας:
- Καταφρονεμένε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τί βλέπεις;
- Βλέπω τους τραπεζίτες να πλαντάζουν από το πολύ χρυσάφι.
- Βλέπω τους χρηματιστές να σαπίζουν από την άχρηστη χαρτούρα και το πλαστικό το χρήμα.
- Βλέπω των αμνών την επανάσταση. Πάψανε να είναι οι αμνοί που σηκώνουν στη ράχη τους παλιές αμαρτίες. Γενήκανε λύκοι δείχνοντας τα δόντια στους ξενόφερτους χωροφυλάκους. Σταμάτησαν να βελάζουν κι ακούω άγριο μούγκρισμα να βγαίνει από τα σπλάχνα τους. Είναι η κραυγή της απόφασης. Είναι το μυριόστομο: ΟΧΙ
- Βλέπω να ανθίζουν και πάλι οι μυγδαλιές. Η Περσεφόνη να φεύγει από του Άδη την αγκάλη και να επιστρέφει στη γης. Εκεί δεν την προσμένει η παλιά μάνα της η Δήμητρα. Η μάνα της τώρα ονομάζεται Ελλάδα.
- Βλέπω απολλώνιους κύκνους να σύρουν το άρμα της άνοιξης.

Και των άφρονων κυβερνητών τα έργα η Μοίρα ξεπληρώνοντας θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη γιατί η Περσεφόνη έφυγε από το έρεβος. Αλλά πριν, ιδού θα στενάξουν οι νέοι και το αίμα τους θα γεράσει. Άδειες κατσαρόλες θα βροντούν πάνω στα κάγκελα και τα χέρια θα υψώνονται στον ουρανό με απόγνωση. Θα ερημώσουν τα εργοστάσια και οι εργάτες θα βγουν στους δρόμους ζητώντας το δίκιο τους. Κλειστές θα βρίσκουν τις πόρτες όσοι υπηρετούν το κουβέρνο. Χρόνια χλωμά κι αδύναμα θα ΄ρθουν στους νοικοκυραίους με τις άδειες τσέπες και τη κενή κατσαρόλα. Το γέλιο θα σβήσει από τα σκασμένα χείλια και λίγα γραμμάρια ευτυχίας θα περισώσει ο καθένας. Το βλέμμα θα αναζητάει μέσα στα ερείπια κάποια ζωντανή ύπαρξη για να γιομώσει θάρρος μέσα στη μοναξιά της αναζήτησης. Τότε μη έχοντας άλλη εξορία, που να θρηνήσει ο Ποιητής θα στρέψει τα μάτια στον ουρανό, όπου φτερωτό θα δει τον Έρωτα. Σαΐτες θα βγάλει αυτός από τη φαρέτρα του και σημάδι θα βάλει νιό απόγονο του Απόλλωνα. Σαΐτεμένος τότες θα στρέψει το μάτι του στη κόρη της Αφροδίτης και μαζί της θα σμίξει πάνω στα πράσινα στάχια. Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση , σπέρνοντας τη γενιά που θα διώξει τους άρπαγες. Τότες θα λάμψει και πάλι ο ήλιος στον καθάριο ουρανό, που δε βρίσκεις μήτε ένα σύγνεφο. Η φλογέρα θα ακουστεί να παίζει γλυκόλαλη αρμονία και το κοπάδι των προβάτων θα νιώσει και πάλι τη γαλήνη γιατί σιμά θα είναι η ώρα της λύτρωσης…


Δεν υπάρχουν σχόλια: