Παρασκευή 14 Μαΐου 2010

Το (αν)άξιον εστί (της χώρας μας)…, Δ΄, Η Μεγάλη Έξοδος…


[[ δαμ-ων ]]

Χρόνους πολλούς πριν να ξεσπάσει το κακό στη χώρα, κάμανε μυστική σύναξη αυτοί με την πέτρινη καρδιά που κατέχουν μοναχά από αριθμούς και κέρδη. Βγάλανε απόφαση πως τα κέρδη ήσαν λιγοστά κι έπρεπε μεμιάς να τα αυγατήσουν. Λαοί προβάτων πάντα υπήρξαν, έτοιμοι να φάνε κάθε είδους κουτόχορτο που τους βάζανε στις δημόσιες ταΐστρες. Το ίδιο και μπιστικοί με το μαχαίρι στο στόμα, έτοιμοι να πράξουν τα πρεπούμενα μόλις τους προστάζανε τα μεγάλα αφεντικά, αρκεί να τους δώσουν το ραβδί της εξουσίας και λίγο μάλαμα στη φούχτα .
Στη σύναξη πήρε το λόγο ο μεγάλος μακελάρης με τα χοντρά ματογυάλια, που ‘χε το σόι από τους εκλεκτούς του Σιναΐτη Γιεχωβά.
- Ένα κοπάδι, είπε, είναι παράξενο. Έχει αίμα αλλιώτικο, αψύ, και στο κρανίο σκέψεις αντάρτικες, που άλλα κοπάδια δεν τις κατέχουν. Πιστεύουν σε κάτι αλλόκοτο, που το ονομάζουν ελευθερία. Στα χαλάσματα του μαντριού του τα παλιά χρόνια ξεπήδησε κάτι επικίνδυνο, που το λένε δημοκρατία. Από αυτό το κοπάδι να αρχίσουμε τον αφανισμό.
Χρόνους πολλούς πριν, πάνω στο τραπέζι απλώσανε τα σχέδια του αφανισμού. Δε χρειάστηκε χρόνος πολύς για να βρουν πρόθυμους εκτελεστές. Τα αργύρια να ‘σαν καλά. Αυτά μπόρεσαν να στήσουν στο σταυρό εκείνον οπού ‘λεγε πως ήταν βασιλιάς του ουρανού και μιλούσε για αγάπη.
Αγάπη: τι παράξενη λέξη. Ποτές δεν την ένιωσε η πέτρινη καρδιά τους…
Δε θα μπορούσανε, τάχατες, να εξαγοράσουν μια δράκα ανθρώπων; Κάμποσους από δαύτους, αυτοί τους δασκαλέψανε στα σχολειά των εκλεκτών, οπού ετοιμάζανε τους πρόθυμους μπιστικούς για όλη την οικουμένη. Σε τούτη δω τη χώρα, εξάλλου, πάντα υπήρχαν Εφιάλτες και μηδίσαντες.

Η συνέχεια >>> εδώ …

Εκείνο το κοπάδι είχε πριν λίγους χρόνους ξενόφερτους μπιστικούς με κορώνα. Κάνανε τα πρόβατα, να δεις πως το λένε; θαρρώ πως το είπαν δημοψήφισμα κι έδιωξαν στην Εσπερία τον μπιστικό με την κορώνα. Του ‘δωκαν μαζί όλο το μάλαμα και το ασήμι για να μπορέσει ο έρμος ξενιτεμένος να ζήσει χωρίς στέρησες όλων των αγαθών του κόσμου τα βλαστάρια του, μαθές και τα τετρασέγγονά του. Και φέρανε ντόπια σόγια μπιστικών, που σαν ρηγάδες ζούσανε από το βιος του κοπαδιού. Από αυτούς τους μπιστικούς βρήκανε πρόθυμους οι Οβριοί της μυστικής σύναξης για να βάλουνε χέρι στη χώρα των προβάτων.
Οι νέοι μπιστικοί πήραν από τους Οβριούς παράδες για να κάνουν καλύτερο το μαντρί και να ταΐσουν τα πρόβατα. Δώσανε λίγη τροφή παραπάνω στα πρόβατα, μα τους περισσότερους παράδες τους κρατήσανε στα σόγια τους. Μαντάρα γίνηκε στο μαντρί, τα πρόβατα βάλανε ξύγκι κι πάψανε πολλά να κατεβάζουνε γάλα. Από γειτονικά μαντριά τους στείλανε ξαργού άλλα πεινασμένα και λιγνά πρόβατα, που οι μπιστικοί τα πήρανε για δικά τους αυγατίζοντας το κοπάδι, που ‘γινε πιότερο μαντάρα. Και οι μπιστικοί πουλούσανε καρδάρες και ντορβάδες, τσαντίλες και κάνιστρα για να ‘κονομήσουν κι αγοράζανε με υποθήκες . Όλα τα βγάλανε στο σφυρί… Οπού ήρθε η ώρα η κακή, η ώρα η αναμενόμενη- ένας ξένος καλαμαράς το ‘πε: “το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου”.

Το μαντρί φτώχεψε κι όλα γενήκανε ρημαδιό. Οι μπιστικοί το ‘καμαν το χρέος τους. Το σχέδιο προχώρησε, καιρός ήταν να έρθουν oι ξένοι… Στο ίδιο το μαντρί, την άνοιξη που πέρασε, είχαν μαζωχτεί μυστικά οι μεγάλοι αφεντάδες, οπού από την αφάνεια διαφέντευαν όπου γης με χαρτιά, που τα τύπωναν κατά το συμφέρον τους και τα λέγανε χρήμα. Καλέσανε και τους ντόπιους μπιστικούς.
- Καλά τα έργα σας, τους είπαν, καλή και η αμοιβή σας. Να φύγουν οι παλιοί με τον κουρασμένο αρχιμπιστικό, γιατί τα πρόβατα να τσινήσουν με όσα πάθουν. Καιρός να έρθουν οι άλλοι, να πλανέψουν κι άλλο τα πρόβατα για να βάνουμε τις αλυσίδες. Το μαντρί θα γενεί δικό μας.
Στο μυαλό τους κάτεχαν πως στη ρίζα της βελανιδιάς, οπού κρεμάνε τους ντορβάδες, υπάρχει θαμμένος θησαυρός από τους αρχέγονους χρόνους.
Και ήρθαν χρόνοι δύσκολοι, οπού ο λαό ς των προβάτων τους λέει χρόνους δίσεχτους, χρόνοι πείνας και καταφρόνιας. Σταματήσανε να δίνουν τροφή στα πρόβατα και τα μισά τα βγάλανε έξω από το μαντρί, να τα φάνε οι λύκοι. Άγρια πέσανε πανωθέ τους οι νέοι μπιστικοί αρμέγοντας με λύσσα. Χρειάζονταν διπλό και τριπλό άρμεγμα και δίνανε τη μισή τροφή για να ξορκίσουν το κακό, καθότι ήταν εγγύς, καθώς λέγανε, ο αφανισμός όλου του κοπαδιού. Και άκακα αυτά, πάντα ευκολόπιστα και πάντα πλανεμένα, σκύψανε το κεφάλι. Μα κάπου, από τη στάχτη στην άκρη του μαντριού, λαμπίρισε μια σπίθα. Ήταν η σπίθα της αντίδρασης…
Τις μέρες εκείνες έκαναν σύναξη τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα από την πείνα και τις αυτοχειρίες πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από το ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η θέληση κι η ελπίδα.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθιο να θυμάται και να τιμά τη μέρα, που ακούστηκε, πριν από χρόνους πολλούς το «εάλω η πόλις » με το μαρμαρωμένο βασιλιά, θυμήθηκαν την πολύχρονη τότες σκλαβιά. Φέρανε στο νου και τούτη ΄δω τη σκλαβιά, που ‘γινε χωρίς άρματα, παρά με αριθμούς και χαρτιά. Τώρα δεν ήρθαν οι Αγαρηνοί αρματωμένοι με μπομπάρδες και σπαθιά, ήρθαν οι Οβριοί οπού από τις τράπεζες κουρσεύουνε τους λαούς με χαρτιά που τα λένε ομόλογα και χρέη.
Σύναξη κάνανε τα παιδιά, οπού δε κοτάγανε να κάνουν όνειρα για να στήσουν σπιτικό και έρμοι σέρνανε το βήμα, χωρίς ο έρωτας να δροσερέψει την καρδιά. Οι νιοί με το θολό το βλέμμα, το καρφωμένο στα αβέβαια τα μελλούμενα και οι νιές με τον αγονιμοποίητο σπόρο μέσα στα σπλάχνα. Καθότι οι εργοδότες τους ρουφούσανε την ύστατη ικμάδα. Ορίσανε να σηκώσουν την κεφαλή κατά τον ουρανό, να πάψουνε να τηρούν κατά γης. Να ιδούν κατάματα τους ξενομερίτες, που ‘φεραν οι μπιστικοί και τους κλέψανε τα όνειρα. Πήραν απόφαση αυτοί να μην ειπούν: « εάλω η πατρίδα ». Και ορίσανε να κάμουνε Έξοδο για να διαλαλήσουν το δίκιο τους, να ζητήσουν πίσω τα όνειρά τους. Η ζωή ήταν ολάκερη δική τους. Δεν μπορούσαν να την χαρίσουν ούτε στους ντόπιους μπιστικούς, ούτε στους ξενομερίτες κουρσευτές.
Και νωρίς εβγήκανε εκείνη τη Τετάρτη κατά μπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά για σημαία, κρατώντας τις λωρίδες το πανί με τα γραμμένα συνθήματα και υψωμένο το χέρι σε γροθιά. Οι ντουντούκες δίναν τα συνθήματα και ωσάν χορός σε παλαιική τραγωδία επαναλάμβαναν πως θέλουν πίσω τη δραγουμισμένη ζωή και το δικαίωμα να ζήσουν τα όνειρά τους. Και λαμπίριζε το μέτωπο από θέληση κι αποκοτιά. Μπροστά πήγαιναν οι νέοι με το ζελέ στο μαλλί και τη λάμψη στο μάτι. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και γερόντοι με το ραβδί της ανημποριάς στο χέρι. Ήταν όλοι εκεί, χιλιάδες λαού. Ακόμη και οι άρρωστοι σέρνοντας τα αδύναμα βήματα πίσω από τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους χαραγμένες τόσες αυλακιές, που ΄λεγες είχανε περάσει χρόνοι πολλοί μέσα σε λίγην ώρα.
Σαν είδαν τέτοιας λογής αποκοτιές οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν. Αμέσως μέσα από τα υπόγεια σύρματα δόθηκαν οι εντολές. Γεμίσανε οι κλούβες με αρματωμένους, που στο ένα χέρι κρατάγανε την ασπίδα και στο άλλο το κοντό, χοντρό ραβδί για να σπάζουν κεφάλια, ή τη σωλήνα που ‘ριχνε τα κουτιά με τον καπνό, που ΄τσουζαν τα μάτια, τα πνιγμένα μέσα στα δάκρυα. Και ήσαν ωσάν να είχαν έρθει από άλλονε πλανήτη με όλα αυτά οπού φορούσαν. Δεν τους είχε αγγίξει ούτε η ανέχεια, μήτε το άδειο καλάθι, που κάποτε βάζανε τα τρόφιμα για τη φαμελιά. Ήταν έτοιμοι να ορμήσουν να σκορπίσουν το πλήθος και να ρίξουν καταγής τους γερόντους, σάματις και οι γονιοί τους δεν ήσαν από το κοπάδι ετούτο. Και δόθηκε η εντολή να σταθούν σε δρόμους και σε πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια πήχη φωτιά με τον πολύ καπνό, με τις μαύρες κάνες πίσω από τις ολόσωμες ασπίδες. Όπου μαράθηκαν τα ρόδα μέσα στον καπνό και πέσανε των δέντρων τα φύλλα. Και χτυπούσανε με τα χοντρά ραβδιά, βαρώντας πάνω σε πλάτες και σε κεφάλια, σε ποδάρια και σε χέρια, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Σαν να ‘ταν ο μεγάλος κίνδυνος η Έξοδος και όχι η άλωση από τους ξενομερίτες τοκογλύφους. Σα να ‘ταν πιότερο της καταφρόνιας να ζητάς το δίκιο σου και όχι το ξεπούλημα και η σκλαβιά αυτωνών και των επόμενων γενιών.
Οι Άλλοι στείλανε πίσω από τους αρματωμένους χωροφυλάκους και τους κουκουλοφόρους με το στουπί και τη βενζίνα στις φιάλες. Τούτοι δωνά ήσαν πιότερο χρήσιμοι από τους χωροφυλάκους. Θα φέρνανε αναστάτωση και ταραχή σε κείνους που ζητούσαν να μπει η Άνοιξη στη ζωή τους και φωνάζανε τα συνθήματα για τους ντόπιους μπιστικούς και τους ξενομερίτες. Συνάμα με τους καλοπληρωμένους κοντυλοφόρους τους θα παρουσιάζανε σε ολάκερη την οικουμένη πως αυτή η χώρα έχει ταραχές και είναι επικίνδυνη για όσους θέλανε να έρθουν στα όμορφα, τα τραγουδισμένα από τους ποιητές, ακρογιάλια. Κουκουλοφόροι και χωροφυλάκοι βάλανε στη μέση εκείνους που ζητούσαν πίσω την πουλημένη μισοτιμής πατρίδα . Οι πουλημένοι με τα πανιά και τις κουκούλες στο πρόσωπο αμολούσανε τις φιάλες με τη φωτιά και καίγανε των φτωχών το βιός, μαγαζιά, οπού ζούσαν τις φαμίλιες, και αυτοκίνητα. Και οι άλλοι, οι αλλόκοτοι με τις στολές και τα σκουτάρια χτυπούσανε με βρισιές και με βλαστήμιες.
Όμως τα παλληκάρια δεν κάνανε πίσω και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σα να μην ήτανε άλλος δρόμος σ’ ολάκερη τη γη, για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει με τη φλόγα μέσα στη καρδιά, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρα απ’ την άκρη της απελπισιάς. Και ήσαν εκεί στη μεγάλη Έξοδο, ανοίγοντας δρόμο στην ελπίδα, οι νέοι με το σταυρουδάκι του ήλιου, και οι άντρες, και γυναίκες και οι γερόντοι με τη σύνταξη της πείνας.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και βαρέσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν στις κλούβες με τη κατηγόρια του αναρχικού. Και το μεσημέρι κάψανε στη τράπεζα τέσσερις.


Δεν υπάρχουν σχόλια: