[[ δαμ-ων ]]
Γ΄, Α γ α ύ η – Π ε ν θ έ α ς
Ο Μύθος
Μια ακόμη αδελφή της Σεμέλης ήταν η Αγαύη η ‘‘καλλιπάρηος’’, που πήρε άντρα της έναν από τους Σπαρτούς, τον Εχίονα. Από αυτό το γάμο γεννήθηκε ο Πενθέας, που αξιώθηκε να καθίσει στο θρόνο του Κάδμου και να γίνει βασιλιάς της Θήβας. Από φθόνο για την αδελφή της, διέδιδε μετά τον θάνατο της Σεμέλης, πως ο Δίας την κατακεραύνωσε, γιατί απέδιδε στον θεό την πατρότητα του παιδιού, που επρόκειτο να γεννήσει, κι όχι στο θνητό εραστή της.
Ο Διόνυσος πήρε εκδίκηση αργότερα για την προσβολή της μνήμης της μητέρας του. Πως όμως έγινε αυτό;
Ο γιος του Δία και της Σεμέλης πήρε ανθρώπινη μορφή κι ήρθε στης Θήβας τα μέρη, που ήταν κι η πατρίδα του. Είχε την όψη νέου κατάξανθου και φάνταζε κάπως θηλυπρεπής. Αφού διάβηκε κι άφησε πίσω του τη χρυσοφόρα γη της Λυδίας και της Φρυγίας, τους λιοκαμένους κάμπους με τα πλίθινα τείχη της Βακτρίας, τη βαριόκαιρη βουνοσκέπαστη χώρα των Μήδων, τη ζάπλουτη Αραβία κι ολάκερη την Ασία, όπου Έλληνες ζούσαν πολλοί αντάμα με βαρβάρους, πήρε το δρόμο για της μάνας του τη χώρα. Τη Θήβα πρώτη διάλεξε, οπού ΄ταν της μάνας του το μνήμα, τη θρησκεία του να διδάξει, μαθαίνοντας στους ανθρώπους να κρατούν στο χέρι το θύρσο σε κισσόδετο κοντάρι, να χορεύουν το διθύραμβο, και με ελαφίσιο δέρμα αφού οι ροδομάγουλες ντυθούν γυναίκες, να χαίρονται τη ζωή τους. Ιερά να χτίσουν και ναούς, όπου να διοργανώνουν τελετές τιμώντας το γόνο της, από τη βούληση των θεών, αγελαδοδιαλεγμένης πατρίδας τους.
Μα πρώτες οι αδελφές της μάνας του, η Ινώ, η Αυτονόη κι η Αγαύη δε δέχτηκαν του ανιψιού τους τη νέα θρησκεία και γι΄ αυτό κέντρισε με ιερή μανία το μυαλό τους. Τότε αυτές άφησαν το λαμπρό παλάτι και περιφερόντουσαν σαν τ’ αγρίμια στα βουνά με σαλεμένο το μυαλό, ζώντας κάτω από έλατα χλωρά και γυμνωμένους βράχους. Μαζί τους ήσαν κι άλλες Θηβαίες, που πήραν τα βουνά, έχοντας αφήσει τα υφαντά, που με τα νήματα των σαϊτών αράδα- αράδα ύφαιναν, χτυπώντας του αργαλιού το ξυλοχτένι.
Η συνέχεια >>> εδώ …
Ο πάππος του θεού, Κάδμος, πρόθυμα, μαζί με τον μάντη Τειρεσία, δέχτηκε του εγγονού του τη θρησκεία. Έτσι παίρνοντας στο ένα χέρι το θύρσο, με το άλλο έσφιξε το χέρι του τυφλού προφήτη, κι αντάμα ξεκίνησαν για την ανθοστόλιστη εξοχή. Στο δρόμο τους συνάντησαν το βασιλιά Πενθέα, τον οποίο προσπάθησαν να πείσουν να πάει μαζί τους. Μα αυτός με οργή τους αντιμίλησε, λέγοντας πως θα βάλει τους φρουρούς του να συλλάβουν τις γυναίκες, γιατί ξένος γητευτής, μάγος από τη Λυδία, τους σάλεψε τα μυαλά. Αλλά κι αυτόν, που τις πλάνησε, σκληρά θα τιμωρήσει.
Άδικα ο Κάδμος προσπάθησε να μεταπείσει, θυμίζοντάς του τον θάνατο του Ακταίωνα. Ο Πενθέας ήταν αγύριστο κεφάλι. Έδωσε προσταγή τον ξένο το γυναικωτό να συλλάβουν και δεμένο να οδηγήσουν εμπρός του.
Σε λίγο φτάνουν οι φρουροί με δεμένο το Διόνυσο, που χωρίς να προβάλλει αντίσταση άφησε να πιάσουν. Κάποιος φρουρός διηγήθηκε τα θαυμαστά, που έγιναν στα σκοτεινά κάτεργα, όπου είχαν αλυσοδεμένες τις γυναίκες της ακολουθίας του θεού. Μόνες λύθηκαν οι βαριές αλυσίδες και ξεμανταλώθηκαν οι πόρτες, άνοιξαν χωρίς χέρι ανθρώπου να τις αγγίσει και οι γυναίκες ξεχύθηκαν στα χλοερά λιβάδια, υμνώντας το θεό Βάκχο.
Ο βασιλιάς ζήτησε από τον ξένο, να του πει για την καταγωγή του. Αυτός καμώθηκε πως πατρίδα είχε τη Λυδία, όπου από τον ίδιο το γιο του Δία, που στη Θήβα αγάπησε και κάρπισε την πανέμορφή Σεμέλη, πήρε μύηση στις τελετές του θεού. Απορημένος ζήτησε πιότερα να μάθει για τα μυστήρια ο Πενθέας. Ο μεταμορφωμένος θεός τότε του ’πε:
«- Σε όσους δεν έχουν μυηθεί, αυτά τα όργια (*1) δε λέγονται, γιατί τα ιερά μυστήρια στους ασεβείς δεν πάνε. Έτσι δεν είναι σωστό γι αυτά ν’ ακούς πως τελούνται, γιατί όποιος στον αμύητο λέει τα σοβαρά, θα φανεί άμυαλος. Είναι καλό όμως να ξέρεις γενικά γι αυτά».
Με μαεστρία ξεγλίστρησε ο θεός από τις επίμονες ερωτήσεις του βασιλιά της Θήβας, ώσπου στο τέλος ξέσπασε:
«- Σου πρέπει να τιμωρηθείς για τα σοφίσματά σου».
«- Και σε σένα πρέπει τιμωρία για την αμάθεια και την ασέβειά σου», απάντησε ο θεός.
Κατακόκκινος από θυμό ο Πενθέας πρόσταξε να κλείσουν στους βασιλικούς στάβλους τον ξένο. Μα δεν είναι επιτρεπτό θεός να φυλακιστεί, γι αυτό πράγματα θαυμαστά συνέβησαν στου Διόνυσου την πατρίδα. Φωτιά βγήκε από τον τάφο της Σεμέλης, ενώ μούγκρισαν τα σπλάχνα της γης, που σείστηκε κι αχός ακούστηκε από γκρέμισμα μέρους του παλατιού. Από τον σωριασμένο τοίχο πρόβαλε ο θεός δίχως αλυσίδες , που στο γεμάτο χώματα δάπεδο κείτονταν σπασμένες. Έκανε να φαίνεται πως το παλάτι έπιασε φωτιά κι έτρεχαν κουβαλώντας νερό οι υπηρέτες αλλόφρονες να σβήσουν. Σαν κατάλαβε την πλάνη, λυσσασμένος από οργή ο Πενθέας άρπαξε το ξίφος του τον ξένο να χτυπήσει. Ο θεός φτιάχνει φάσμα του(*2), που στον περίβολο του παλατιού πηγαινοερχόταν. Όρμησε πάνω του και με μανία έχωσε πολλές φορές το σπαθί στο ομοίωμα, νομίζοντας πως σφάζει τον ξένο, μα στην ουσία κάρφωνε τον αγέρα. Κατάλαβε, έτσι, πως αυτός θνητός, μ ε θεό τα είχε βάλει.
Τότε ήταν, που ήρθε αγγελιοφόρος από τον Κιθαιρώνα κι αφού ζήτησε την άδεια από το βασιλιά, γιατί φοβόταν την οργή του, άρχισε να εξιστορεί πράματα και θάματα, που τα μάτια του δεν είχαν ξαναντικρίσει.
Οι μαινάδες (*3) ήσαν χωρισμένες σε τρεις συντροφιές, στην πρώτη ήταν αρχηγός η βασιλοθειά Αυτονόη, στη δεύτερη η βασιλομάνα Αγαύη και στην τρίτη η άλλη θεία από τη μάνα του, η Ινώ. Φαινόντουσαν κουρασμένες κι αναπαυόντουσαν πάνω σε ρητινοράντιστα ελατόκλαδα και σε φυλλώματα από πλατύφυλλες βελανιδιές. Πάνω στον αναπαμό τους ζύγωσαν βοσκοί, που στου Κιθαιρώνα τις χλοερές κοιλάδες βοσκούσαν τα πράα πρόβατα, τα ζωηρά γίδια και τα βραδυκίνητα βόδια, κι αντιλαλούσαν οι χιονοσκέπαστες κορφές από των κουδουνιών τον ήχο. Από τη μια το μικροκαμπάνισμα των κουδουνιών, από την άλλη το μουγκάνισμα των βοδιών, ξύπνησε μερικές από τις Βάκχες , οπότε η Αγαύη έδωσε το σύνθημα κι όλες πετάχτηκαν ολόρθες, διώχνοντας τον γλυκό ύπνο από τα μάτια τους. Άφησαν τα μακριά μαλλιά να χυθούν στους ώμους, έδεσαν τα ελαφοτόμαρα στη μέση και στο κεφάλι πέρασαν στεφάνια. Η μια με θύρσο χτύπησε τον άνυδρο το βράχο, κι ευθύς δροσερό νερό ξεπετάχτηκε για να νιφτούνε, μα και για να σβήσουν τη δίψα. Άλλη έμπηξε το νάρθηκα στη γη, και βρύση με μεθυστικό κρασί, δώρο του θεού Βάκχου, ανοίγει. Μια τρίτη με τ’ ακροδάχτυλα έξυσε το χώμα και ποτάμι ανέβρυσε με γάλα, ενώ από τους θύρσους γλυκό έσταζε μέλι. Έτσι όλα τα καλούδια βρέθηκαν για να στυλώσουν το κορμί. Μετά, όλες μαζί μ’ ένα στόμα, άρχισαν επικλήσεις στον Βρόμιο, του Δία το γιο, τον Ίακχο, και ρυθμικά πήραν να κινούνται, να βακχεύονται (*4) και να χορεύουν. Πάνω στο χορό κατάλαβαν τους βουκόλους, που κρυμμένοι πίσω από τους θάμνους, μ’ ανοιχτό στόμα, παρακολουθούσαν το ξέφρενο χορό, έτοιμοι σαν βρουν την ευκαιρία τις γυναίκες να συλλάβουν και δεμένες πισθάγκωνα στο βασιλιά να πάνε. Ευθύς όρμησαν στους άντρες κρατώντας τους θύρσους στα χέρια. Αυτοί τα ’χασαν από τη βακχική ορμή, κι αν και κρατούσαν όπλα, κατά γης τα πέταξαν και το ‘βαλαν, σαν τους λαγούς, στα πόδια. Η βακχική μανία ξέσπασε στα δαμάλια. Βαρβάτοι ταύροι, που με αφρό στ’ ακρόχειλα ήσαν έτοιμοι στις δαμάλες να ορμήσουν και με γλυκόκορμο βάτεμα να σπείρουν νέα δαμάλια, κι άλλοι, που χτυπιούνταν με κέρατα αήττητα, βρέθηκαν στο χώμα σωριασμένοι με ξεγδερμένες σάρκες. Μετά οι γυναίκες έκαμαν γιουρούσι στα χωριά, ξεσκίζοντας τις σάρκες κι άλλων ζώων, από τα οποία έπιναν το αίμα κι ωμές έτρωγαν τις σάρκες. Οι χωρικοί, για να σώσουν το βιό τους, άρπαξαν τα όπλα. Ήσαν άντρες τρανοδύναμοι και βέλη θανατερά τους έριχναν και κοντάρια με μύτες αιχμηρές, μα αυτά έπεφταν σαν κλαδιά χωρίς να τις ματώσουν. Αυτές με τους θύρσους έδιναν θανάσιμα χτυπήματα. Έτσι τους έκαμαν, όντας αυτοί άντρες, τις πλάτες να γυρίσουν σε γυναίκες και τρέχοντας με τη ψυχή στο στόμα, μακριά να φύγουν για να σωθούν. Ο αγγελιοφόρος τελείωσε με την προτροπή στο βασιλιά να δεχτεί το νέο θεό. Ο Ευριπίδης έβαλε στο στόμα του αυτά τα λόγια:
«- Όποιος θεός κι αν είν’ αυτός, δέξου τον, άρχοντά μου, στην πόλη αυτή, γιατί κι αλλού άκουσα να ‘ν’ μεγάλος. Το κλήμα πως χάρισε, που σβήνει τα μεράκια, γιατί σαν λείψει το κρασί, λείπει κι η αγάπη, κι άλλη στον άνθρωπο χαρά πιο πέρα δεν υπάρχει».
Ο Πενθέας όλα αυτά τα καινοφανή, τα θεώρησε μεγάλη ντροπή για ολάκερη την Ελλάδα. Έτσι πρόσταξε να μαζευτούν μπροστά στις Ηλέκτρες πύλες ασπιδοφόροι άντρες, καβαλάρηδες με γοργάλογα, πελταστές που πάλλουνε την πέλη και μακρύτοξοι σαϊτευτές για να χτυπήσουν τις Βάκχες.
Ήρθε τότε ο θεός, που ακόμα ήταν μεταμορφωμένος σε ξένο, και με τα πολλά έπεισε τον Πενθέα, αφού ντυθεί γυναίκα, να πάνε μαζί στον Κιθαιρώνα να κατασκοπεύσουν τις Βάκχες. Αφού στην αρχή δίστασε ο βασιλιάς, στο τέλος πείστηκε. Ο θεός για να κάμψει κάθε αντίσταση του Πενθέα, του ενέβαλε στο μυαλό μια μικρή δόση μανίας. Τελικά ο βασιλιάς, ντυμένος Μαινάδα, με πέπλο μέχρι τα πόδια, πλεξούδες στα μαλλιά, δεμένες με ταινία, κρατώντας θύρσο στο δεξί χέρι, που δασκαλεμένος από τον ξένο κουνούσε σαν να είχε μυηθεί στα όργια του Βάκχου, έχοντας οδηγό τον ξένο, βγήκε στο δασωμένο Κιθαιρώνα, για να κατασκοπεύσει τις γυναίκες ακόλουθες του Διόνυσου. Αφού άφησαν πίσω τους του Ασωπού τη θολωμένη κοίτη, συνάντησαν τη χλοερή πλαγιά με τα τρεχούμενα νερά και τα βαθύσκιωτα πεύκα. Εκεί καθόντουσαν ήσυχες οι γυναίκες, φτιάχνοντας τα σύνεργα των τελετών κι έψελναν ύμνους ιερούς.
Όμως ο γυναικοντυμένος βασιλιάς δεν μπορούσε να παρατηρήσει καλά, και ο ξένος, με θαυμαστό τρόπο, έπιασε ένα πανύψηλο κλαδί από ψηλόκορμο έλατο, που από τα σύννεφα του ουρανού κατέβασε στη γκρίζα γη, κι εκεί απίθωσε το βασιλιά. Μετά το άφησε σιγά- σιγά κι ορθώθηκε παίρνοντας στα ύψη της Θήβας τον αφέντη.
Τότε ακούστηκε η φωνή του Διόνυσου:
«- Γυναίκες, παραδίδω σας αυτόν που περιγελά κι εσάς κι εμέ και τις γιορτές μας. Εμπρός, του πρέπει τιμωρία».
Κι ευθύς στήλη φωτιάς υψώθηκε από τη γη, που ’φτανε μέχρι τα ουράνια, ενώ σίγησαν όλα τα πετούμενα κι όλα τ΄ αγρίμια στο δάσος. Σαν άκουσαν του θεού τους τη φωνή, ξεχύθηκαν οι Μαινάδες προς το έλατο, που ήταν του βασιλιά κρυψώνα. Άλλες πετροβολούσαν με δύναμη κι άλλες σα δόρυ πέταγαν το θύρσο, βάζοντας σημάδι το δύστυχο το ρήγα. Κι ο άμοιρος Πενθέας ψηλά στην κορυφή στέκονταν μονάχος κι αβοήθητος. Η μάνα του Αγαύη φώναξε στις συντρόφισσές της:
«- Εμπρός, Μαινάδες, γύρω του κι από τα κλαδιά πιαστείτε του δέντρου, όπου σκαρφάλωσε και γραπώστε το αγρίμι, για να μη μπορέσει τα μυστικά των χορών μας στα φανερά να βγάλει».
Με μανία ευθύς έπεσαν πάνω στο ελάτι, το έσεισαν όλες μαζί ώσπου ξεριζωμένο με πάταγο σωριάστηκε στη γη. Γκρεμίστηκε μαζί του κι ο Πενθέας, που κατάλαβε πως ήρθε της ζωής του το τέλος. Πρώτη η μητέρα του, ιέρεια του φόνου, όρμησε καταπάνω του. Αυτός έβγαλε το κεφαλομάντηλο, πέταξε τις πλεξούδες, τον πέπλο έριξε καταγής, για να τον γνωρίσει η μάνα, κι άπλωσε το χέρι του να της χαϊδέψει το μάγουλο.
«- Εγώ είμαι, μανούλα μου, ο γιος σου ο Πενθέας. Εγώ, που με πόνους γέννησες στου Εχίονα τα σπίτι. Λυπήσου με, μητέρα μου, το γιο σου μη σκοτώσεις, γιατί αναγνωρίζει πως έσφαλε κι αμάρτησε».
Αυτή ξελογιασμένη στα μυαλά, βγάζοντας αφρούς από το στόμα, με γουρλωμένα μάτια, όρμησε και του ΄πιασε το αριστερό χέρι. Χεροδύναμη δεν ήταν, μα ο θεός της έδωσε δύναμη περισσή, που με το πόδι πατώντας πάνω στα πλευρά του, του ξεμασκάλισε τον ώμο. Η Ινώ του ξέσχισε τις σάρκες, μαζί της και η άλλη αδελφή, η Αυτονόη. Αντάριασαν κι οι άλλες Βάκχες, κι η μια πήρε το χέρι, η άλλη το ποδάρι κι από το σαρκογδάρσιμο μείναν γυμνά τα κόκαλα. Αιμάτωσαν τα χέρια τους και του βασιλιά το σώμα σκόρπισε σε βράχια και σε θάμνους. Σαν χόρτο ξερίζωσε το άπνοο κεφάλι, η μάνα του, και το ‘μπηξε στο θύρσο της. Πήρε τότε να τριγυρνά του Κιθαιρώνα τα μονοπάτια αλαλάζοντας, πως είναι κεφαλή βουνίσιου λιονταριού. Μετά πήρε το δρόμο για τη Θήβα μαζί με το θίασό της, έχοντας στο θύρσο της το κεφάλι του κατακρεουργημένου Πενθέα.
Ο Κάδμος, που στο μεταξύ είχε πάει στον Κιθαιρώνα με τον Τειρεσία,, για να πάρει μέρος στις τελετές για το Διόνυσο, μάζεψε τα διασπαρμένα κομμάτια του κορμιού του Πενθέα και τα έφερε στην πόλη. Εκεί συνάντησε την κόρη του, που αλόφρονη χαιρόταν για το σκοτωμό του λιονταριού, όπως στη μανία της νόμιζε. Η τύχη, που τόσα παράξενα παιγνίδια στους ανθρώπους παίζει, ανέθεσε στον άμοιρο παππού Κάδμο, να φανερώσει σιγά-σιγά, πως η κόρη του, μαζί με τις αδελφές της, σκότωσαν τον εγγονό του Πενθέα, το γιο της ιέρειας Αγαύης, που το κεφάλι του ρυθμικά έσειε πάνω στο θύρσο. Ήταν σπαραχτική η ώρα της αλήθειας!
«- Μαύρη αλήθεια, που έρχεσαι στην πιο σκληρή της ώρα», είπε ο δύστυχος παππούς. Κι όταν η μάνα ζήτησε να μάθει τους δράστες, της απάντησε:
«-Εσύ τον σκότωσες, εσύ μαζί με τις αδελφές σου»! Ζητώντας να μάθει την αιτία η Αγαύη και πως έφτασαν ως αυτή την αποτρόπαια πράξη, της εξήγησε:
«- Από μανία θεϊκή φτάσατε σ’ αυτή την πράξη, όπως κι όλη η πόλη, γιατί μες στην υπεροψία σας θεό δεν τον δεχτήκατε».
Έτσι Κάδμος, Αγαύη και η υπόλοιπη οικογένεια δέχονται τις συνέπειες των πράξεών τους κι αναγνωρίζουν τη θεϊκότητα του Διόνυσου, ο οποίος επιβάλει τις τιμωρίες σ’ αυτούς, που αντί να τον δεχτούν σαν γόνο της οικογένειάς τους και να αναγνωρίσουν τις θείες δυνάμεις του και με τη βασιλική ισχύ να τον επιβάλλουν σ’ όλη την πόλη, αντίθετα του εναντιώθηκαν. Ο θεός- εγγονός του Κάδμου προείπε το μέλλον της οικογένειας μ’ αυτά τα λόγια, που είπε στον Κάδμο:
«- Θα πάρεις όψη δράκοντα, θα αλλάξει κι η Αρμονία, αυτή, που εσύ θνητός, πήρες του Άρη τη θυγατέρα. Θα γίνει κι αυτή ερπετό, ένα από τα φίδια. Όπως λέει χρησμός του Δία, πάνω σε βοϊδάμαξα με τη γυναίκα σου θα φύγετε από την επτάπυλη Καδμεία και στη χώρα, που τα χέλια έχουν για τροφή, θα βασιλέψετε και με αναρίθμητο στρατό πολλές πόλεις θα κατακτήσεις. Στο τέλος, όμως, ο Άρης θα γλιτώσει εσέ και την Αρμονία και τη γη των μακάρων θα ορίσει για να ζήσετε. Αυτά σας κρένω εγώ ο Διόνυσος, όχι θνητού γιος, μα του βασιλοθεού Δία. Αν είχατε τη φρόνηση να μη μ’ απαρνηθείτε, τώρα θα ευτυχούσατε και σύμμαχό σας θα με είχατε».
Ο Κάδμος πήρε το δρόμο της εξορίας, ενώ και οι τρεις κόρες του σκόρπισαν μετά από την απαίτηση του θεού Διόνυσου. Σπαραχτικά ήταν τα λόγια του αποχωρισμού από την Αγαύη:
«- Σας χαιρετώ, παλάτι μου και χώρα των γονιών μου. Εξόριστη και δύσμοιρη και τρισκαταραμένη από το σπίτι διώχνομαι, που πρωτομπήκα νύφη».
Σύμφωνα με την παράδοση, μετά το φόνο του γιο της, η Αγαύη εγκαταστάθηκε στην Ιλλυρία. Εκεί παντρεύτηκε τον βασιλιά Λυκοθέρση, που αργότερα τον φόνευσε, για να δώσει το βασίλειό του στον πατέρα της, τον Κάδμο.
Σχόλια
* Με το μύθο του Κάδμου και των παιδιών του συνδέεται η τραγωδία ‘‘Βάκχες’’, του Ευριπίδη. Είναι η τελευταία από τις 92 τραγωδίες του και γράφτηκε στην Πέλλα, όπου είχε αυτοεξοριστεί από το 408 π.χ. ο μεγάλος δραματουργός. Ανήκει στην τελευταία του τριλογία, αποτελούμενη από την γνωστή μας ‘‘ Ιφιγένεια εν Αυλίδι’’, την χαμένη τραγωδία ‘‘ Αλκμέων ο δια Κορίνθου’’ και φυσικά τις ‘‘Βάκχες’’. Ίσως να είναι και το σπουδαιότερο έργο του. Ο Π. Σπανδωνίδης αναφέρει πως είναι ένα έργο « με τέτοια δύναμη και τέτοια επιβολή συνόλου, ώστε οι μικρές ατέλειες και ιδιαιτερότητες να μην αλλοιώνουν καθόλου τη γενική εντύπωση ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα αριστούργημα διονυσιακής πνοής, έργο μοναδικό στο αρχαίο δραματολόγιο ». O Π. Λεκατσάς το θεωρεί ως το ευαγγέλιο της διονυσιακής θρησκείας.
O Ευριπίδης βασίστηκε σε 11 τραγωδίες, που είχαν ήδη γραφτεί από τον Αισχύλο αναφορικά με τη διονυσιακή λατρεία , και οι οποίες έχουν χαθεί. Η μία μάλιστα είχε την ίδια ονομασία, ‘‘Βάκχες’’, ενώ ξεχώριζε η τριλογία : ‘‘ Σεμέλη’’ ή ‘‘ Υδροφόροι’’, ‘‘Πενθέας’’ και ‘‘Ξάντριες’’. Για να είναι πιο αυθεντικός, είχε επισκεφτεί την πόλη της Θήβας, όπου γνώρισε από κοντά όλα τα ιερά και δημόσια κτίρια και μελέτησε τις παραδόσεις της πόλης.
Στις ‘‘Βάκχες’’, η αντιφατικότητα των ιδεών και των αντιλήψεων ανάμεσα στον Πενθέα και τον Διόνυσο, είναι τελικά η αντίθεση της φύσης και της ζωής. Για το θέμα αυτό ο Al. Lesky στο πόνημά του με τίτλο ‘‘Η Τραγική Ποίηση των Αρχαίων Ελλήνων’’, γράφει : « Όλα αυτά ο ποιητής κατόρθωσε να τα μορφοποιήσει μέσα του επειδή είχε συνείδηση αυτής της σύγκρουσης των δυο κόσμων, που φτάνει βαθιά στη ζωή του κάθε ανθρώπου, αρκεί να μη διάγει μια αδιάφορη ζωή. Στόχος του ποιητή ήταν η παρουσίαση αυτής της αιώνιας σύγκρουσης μέσα στον άνθρωπο ».
Όταν ανοίγει η αυλαία, παρουσιάζεται ο Διόνυσος στην σκηνή του θεάτρου, έτοιμος να δώσει μάχη για την ιδεολογική ανανέωση της κοινωνίας της πόλης, στην οποία γεννήθηκε η μητέρα του. Έχει έρθει στη Θήβα από πολύ μακριά προβληματισμένος και εξοργισμένος γιατί στην πόλη του, από την οποία είχε ξεκινήσει για να διδάξει τη νέα του θρησκεία σε μακρινές χώρες, οι συμπατριώτες του έμεναν ακόμη προσηλωμένοι στην παλιά.
Τη μεγαλύτερη αντίδραση αντιτάσσει ο Πενθέας (*5), ο άρχοντας της πόλης, που διαμελίζεται από τις Μαινάδες. Αυτός είναι ο βασικός αντίπαλος του Διόνυσου, που ευαγγελίζεται και φέρνει το καινούργιο, την ιδεολογική ανανέωση της θρησκείας. Ο δραματουργός, ευφυέστατα, μέσα στην πλοκή της τραγωδίας, έχει φροντίσει να τονίσει δύο παράγοντες, που δίνουν μια άλλη ηθική διάσταση στην ενέργεια του Διόνυσου. Πρώτα πείθει το θεατή πως ο Πενθέας είναι εντελώς ανεπαρκής για ηγέτης, ανίκανος όχι μόνο να μπορέσει να δει τον καινούργιο κόσμο που ερχόταν αλλά κι αυταρχικός και δογματικός, αγύριστο κεφάλι. Μετά, υπογραμμίζει, το γεγονός πως ο Διόνυσος έδινε συνέχεια ευκαιρίες στον Πενθέα για να μεταμεληθεί, προσφέροντάς του ειρήνη, σωτηρία, συμμαχία, ευτυχία, αλλά εκείνος, σαν αλαζόνας και κομφορμιστής, που ζούσε στον δικό του κόσμο, όλα τα απέρριπτε Ο Πενθέας, λοιπόν, δεν έκανε για ηγέτης, γιατί όπως παρατηρεί ο Π.Σπανδωνίδης, στην ανάλυσή του της τραγωδίας : « ο άρχοντας της πολιτείας οφείλει να ξυπνάει από τον υπνηλό κανόνα της καθιερωμένης, και γι’ αυτό λογικευμένης, συνήθειας και παράδοσης και να έχει δύναμη να οραματίζεται το μέλλον και κάθε ανανέωση, όταν αυτή προσφέρεται από έναν θεό ή από κάποια ανώτερη έμπνευση ανανεωτική και δημιουργική ». Σύμφωνα με τον αναλυτή, ο Ευριπίδης παρουσιάζεται φιλονεϊστής και προοδευτικός και γι’ αυτόν το νέο παρουσιάζει μια δόση αλήθειας κι όταν ακόμη προσκρούει σε πολύ ριζωμένες ιδέες, που δύσκολα μπορούμε να σκεφτούμε χωρίς αυτές. Έτσι : «Ας αποθάνει , λοιπόν, κάθε κυβερνήτης που δε γνωρίζει να βλέπει και να θερμαίνει το στήθος του από ό,τι είναι ζωτικό, νέο και υποσχετικό ».
O Παυσανίας στο βιβλίο του Βοιωτικά,( κεφ. 5)αναφέρει: « Ο γιος του Εχίονα Πενθεύς είχε κι αυτός δύναμη για την επισημότητα της καταγωγής του και τις φιλικές σχέσεις με το βασιλιά. Ήταν όμως κατά τα άλλα κακοήθης και έδειξε ασέβεια προς το Διόνυσο, για την οποία τιμωρήθηκε από το θεό». Πιθανότατα να θανατώθηκε στην περιοχή του Σμώλου.
* Στις ‘‘Βάκχες’’ συναντιούνται ο μύθος με την ιστορία, έχοντας ως υπόβαθρο την ποιητική αναγωγή. Παρουσιάζεται με όλη της την πρωτογενή μορφή η λατρεία του Διόνυσου, απ’ όπου γεννήθηκε το αρχαίο Ελληνικό δράμα: ο διθύραμβος, το τραγούδι του Διόνυσου, ο ύμνος στον τράγο. Είναι το μοναδικό έργο της αρχαίας δραματουργικής, όπου ο Διόνυσος πρωταγωνιστεί ως ανθρωποποιημένος θεός, καθώς τούτο αποτελεί το δράμα του θεού, που είναι όμως και το δράμα του ανθρώπου. Δραματοποιούνται τα θεοφάνεια του Διόνυσου και ενανθρωπίζεται το θείο.
Το έργο αποτελεί το πιο ζωντανό παράδειγμα κατά το οποίο η θρησκεία γίνεται αντικείμενο ερευνητικής κριτικής και αναλυτικού ορθολογικού στοχασμού. Μια νέα λατρεία έρχεται να ανατρέψει το κατεστημένο, μια καινούργια δύναμη εμφανίζεται, που θέλει να επιβάλει τη λατρεία της ποίησης, της χαράς, της ελευθερίας. Είναι το κορυφαίο παράδειγμα της Διονυσιακής ποιητικής στιγμής μέσα στην αρχαία γραμματολογία. Έτσι, από λατρευτικό πανηγύρι του Διόνυσου, οι ‘‘Βάκχαι’’ αποτελούν κατάδυση στη μήτρα της αρχαίας τραγωδίας, αλλά και εμβάθυνση στις ρίζες του Βακχισμού.
Παρακάτω δίνουμε την υπόθεση του έργου, όπως τη βρήκαμε στα αρχαία Ελληνικά, που πάντα μας γοητεύουν :
« Διόνυσον οἱ προσήκοντες οὐκ ἒφασαν εἶναι θεόν· ὃ δὲ αὐτοῖς τιμωρίαν επέστησε την πρέπουσαν. Εμμανείς γαρ εποίησε τας των Θηβαίων γυναίκας, ων αι του Κάδμου θυγατέρες αφηγούμεναι τους θιάσους εξήγον επί τον Κιθαιρώνα. Πενθεύς δε, ο της Αγαύης παις, παραλαβών την βασιλείαν εδυσφόρει τοις γινομένοις και τινας μεν των Βακχών συλλαβών έδησεν, επ’ αυτόν δε τον θεόν άλλως απέστειλεν. Οι δε εκόντος αυτού κυριεύσαντες ήγον προς τον Πενθέα, κακείνος εκέλευσεν δήσαντας αυτόν φυλάττειν, ου λέγων μόνον ότι θεός ουκ έστι Διόνυσος, αλλά και πράττειν πάντα ως κατ’ ανθρώπου τολμών. Ο δε σεισμόν ποιήσας κατέστρεψε τα βασίλεια, αγαγών δε εις Κιθαιρώνα έπεισε τον Πενθέα κατόπτην γενέσθαι των γυναικών λαμβάνοντα γυναικός εσθήτα. Αι δ’ αυτόν διάσπασαν, της μητρός Αγαύης καταρξαμένης.
Κάδμος δε το γεγονός καταισθόμενος τα διασπασθέντα μέλη συναγαγών τελευταίον το πρόσωπον εν ταις της τεκούσης εφώρασε χερσίν. Διόνυσος δε επιφανής τα μεν πάσι παρήγγειλεν, εκάστω δε α συμβήσεται διεσάφησεν έργοις, ίνα μη λόγοις υπό τινος των εκτός ως άνθρωπος καταφρονηθή ».
* Ο Paul Decharme μας μεταφέρει ότι οι Βάκχες τελούσαν τα Διονυσιακά όργια στα φαράγγια του Κιθαιρώνα κάθε τρία χρόνια, ενώ οι Θυιάδες στην κορυφή του Παρνασσού κάθε δύο χρόνια. Ίσως πρέπει να διακρίνουμε τις πραγματικές από τις μυθολογικές Βάκχες, που μας περιγράφει με τη δυνατή του φαντασία ο Ευριπίδης. Αυτές, όπως τις γνωρίζουμε από την τραγωδία “Βάκχες”, κατακυριευμένες από θεία μανία, είναι υπερπλημμυρισμένες από φυσική ζωή κι αδάμαστη δύναμη, και μπορούν σαν ελαφίνες να πηδούν ανάμεσα στις χαράδρες των βουνών και τους χείμαρρους. Με το λαιμό αναγερτό και ξέπλεκα τα μαλλιά ν’ ανεμίζουν στου αγέρα τη πνοή εισπνέουν το μυρωμένο αέρα της ανθισμένης φύσης και τις τραχιές μυρωδιές των αγριμιών, διασχίζοντας με γοργό βήμα δάση και λιβάδια, στεφανωμένες στο κεφάλι με λιγνά φίδια και ζωσμένες στη μέση μ’ άλλα πιο ψωμωμένα. Βυζαίνουν από τα γαλακτερά στήθια τους ήμερα κατσικάκια μα κι άγρια λυκόπουλα. Δεν είναι μόνο ο Μωϋσής που χτυπά με το ραβδί το βράχο, ή ο Ποσειδώνας, που χτυπάει με την τρίαινα τον ιερό βράχο της ακρόπολης για να ξεπηδήσει νερό, μπορούν κι αυτές χτυπώντας τα βράχια με το θύρσο να αναβρύσουν πηγές με ολόλευκο παχύ γάλα ή να ξεχυθούν χείμαρροι από ευωδιαστό κρασί. Όταν βακχεύονται, στο κάλεσμα του τρομερού θεού τους, γίνονται μανιασμένες μαινάδες και όσα θηρία συναντούν τα ξεσχίζουν και καταβροχθίζουν τις σάρκες των κατακομματιασμένων ζώων, που ακόμη σπαρταρούν ξεψυχώντας. Τόσο υπερφυσικά και θαυμαστά είναι τα δρώμενα των μαινάδων κατά την φαντασία του Ευριπίδη. Ας τον αφήσουμε, όμως, να κάνει την περιγραφή μέσα από το στόμα του αγγελιοφόρου, που περιγράφει τις μαινάδες στον βασιλιά Πενθέα:
« Τις Βάκχες τις σεβάσμιες είδα απ’ τη γη να φεύγουν
με οίστρο ξακοντίζοντας τα κάτασπρα λαγόνια…
…βλέπω θιάσους γυναικών σε τρεις χορούς στημένους.
Στον ένα πρώτη στο χορό ήταν η Αυτονόη,
Πρώτη στον άλλον ήτανε η μάνα σου η Αγαύη,
Στον τρίτο ήταν η Ινώ…
… Τι χάρμα να τις έβλεπες παρθένες και ανύπανδρες
νέες και γερασμένες! Και πρώτα τα μακριά μαλλιά
αφήσανε στους ώμους κι άλλες τα ελαφοτόμαρα
που ελύθηκαν μαζεύαν και τα ‘δεναν και τα ‘ζωναν
με φίδια που τους γλύφαν’ τα μάγουλά τους, κι άλλες
στην αγκαλιά τους κρατούσανε ζαρκάδια ή λυκόπουλα
κι άσπρο τους δίναν γάλα, κι εκείνες τις νιογέννητες
που τα μωρά ξεκόψαν απ’ τα σπαρταριστά βυζιά
στεφάνια στα κεφάλια τους φορέσαν με κλαδιά από δρυ
και σμιλιακή ανθισμένη.
Άλλη το θύρσο άρπαξε κι εχτύπησε μια πέτρα
κι αμέσως δροσερό νερό πετάγεται ανάβρα.
Κι άλλη έμπηξε το νάρθηκα στη γη όπου βρύση
κρασί ο θεός ξανοίγει. Κι όσες λευκό ήθελαν ποτό
με τ’ ακροδάχτυλα τη γη ξύνανε κι εκεί γάλα
ποτάμια αναβρύζανε, μα, κι από θύρσους κίσσινους
γλυκό έσταζε μέλι…
Την ίδια ακριβώς στιγμή εκείνες με τους θύρσους
για τη βακχεία κίναγαν και μ’ ένα στόμα όλες μαζί
τον Βρόμιο επικαλούνταν, το γιο του Δία, τον Ίακχο,
κι ήταν, λες, κι όλο το βουνό μαζί του και τ’ αγρίμια
βακχεύονταν και χόρευαν, κι όλα μαζί κινιόνταν.
Για μια στιγμή ξεπρόβαλε κοντά μου η Αγαύη,
Κι εγώ απ’ τους θάμνους πήδησα, όπου ήμασταν κρυμμένοι,
Πάνω της να την πιάσω. Μα, εκείνη σέρνει μια φωνή:
«- Σκύλες μου, γοργοπόδαρες, μας κυνηγούν οι άντρες.
Ελάτε, ακολουθάτε με, τους θύρσους σας για όπλα
στα χέρια σας κρατάτε! »
Εμείς, για να γλιτώσουμε το ξέσχισμα απ’ τις Βάκχες,
το βάλαμε στα πόδια, γιατί με χέρια άοπλα
ριχτήκαν στα μοσχάρια που βόσκανε στη χλόη.
Κι έβλεπες μια τους να κρατά στα νύχια της δαμάλι
Που θα ‘πρεπε να βύζαινε στης μάνας του τη ρώγα
Μα, τώρα τούτο μούγκριζε, κι άλλες τους κατασπάραζαν
δαμάλες που τις σέρναν. Να ‘ βλεπες δίχηλα,
πλευρά διασκορπισμένα εδώ κι εκεί από κρέατα
κομμάτια κρεμασμένα απ’ των ελάτων τα κλαδιά
στάζοντας κόκκινο αίμα. Ταύροι, που πριν περήφανοι
με κέρατα αήττητα χτυπιούνταν θυμωμένοι,
με μύρια χέρια κοπελιές τώρα στο χώμα σέρναν.
Και ξέγδερναν τις σάρκες τους πιο γρήγορα από το όσο
Τα μάτια τα βασιλικά θες για να ανοιγοκλείσεις…
…Και οργισμένοι οι χωρικοί τρέχουν να πάρουν όπλα
για των Βακχών τις λείες.
Κι εδώ ένα θαύμα τρομερό θα ‘βλεπες, βασιλιά μου:
Τα βέλη, αν και μυτερά, ούτε καν τις ματώναν,
ενώ τους θύρσους τους αυτές έριχναν με τα χέρια.
τους πλήγωναν θανάσιμα, τους έκαναν μα φύγουν,
άντρες αυτοί, την πλάτη τους να δείχνουν στις γυναίκες,
κάποιου θεού βοηθούντος, γιατί μετά επέστρεφαν
στις βρύσες που για χάρη τους ο θεός πριν είχε ανοίξει. » ( Ευριπίδου “Βάκχες”, αποσπάσματα από στιχ.664 έως 766 )
Είναι σαφής η επίδραση στη λατρεία του θεού από την Ασία, γιατί τα ασιατικά στοιχεία γίνονται φανερά από την αρχή, εφόσον ο ίδιος ο θεός στους πρώτους στίχους της τραγωδίας μας λέει:
« Ήρθα στην πόλη πρώτα αυτή, την πόλη των Ελλήνων,
τη γη των Λυδών και των Φρυγών κι επέρασα
τους λιοκαμένους κάμπους, τα κάστρα της Βακτρίας,
των Μήδων τη βαριόκαιρη, τη ζάπλουτη Αραβία
και την Ασία ολόκληρη…»
ενώ τον χορό αποτελούν Βάκχες από την Ανατολή και Μαινάδες από τη Θήβα.
Βασικό στοιχείο της λατρείας αυτής ήταν να αναβιβάζει τις ψυχές μέχρι τον βίαιο ενθουσιασμό, που εκδηλωνόταν με γοργές και χωρίς αρμονία κινήσεις του κορμιού. Ο ήχος ήταν εκκωφαντικός, όπου τα χάλκινα κρουστά σε ξεκούφαιναν, ηχώντας κι ανακατεύοντας τους ήχους με τις διαπεραστικές νότες των αυλών και τις άγριες κραυγές των Μαινάδων. Χόρευαν σείοντας με το ένα χέρι το θύρσο και με τ’ άλλο κρατώντας το δαυλό, ποτισμένο με το εύφλεκτο ρετσίνι, που φώτιζε τις νυχτερινές περιπλανήσεις τους στο πυκνό σκοτάδι μέσα από τα πυκνόφυτα δάση. Οι σκιές των δέντρων και των βράχων στο φως των πυρσών, η άγρια μουσική και οι στριγγλές κραυγές έφερναν την έξαρση στις ψυχές των μαινάδων, που έφταναν σ’ ένα πραγματικό παραλήρημα, σε κάποια φρενίτιδα, που κατά διαστήματα την διαδεχόταν μια κατάπτωση των φυσικών δυνάμεων, κάποιο γαλήνη, στην οποία ήσαν ανάμεικτα μια γαλήνη, αποτυπωμένη στο πρόσωπό τους, με μια βουβή κατάπληξη, που αναδυόταν από τα μάτια τους.
---------------------------------------------------------------------------------------------- (*1). Όργια: μυστικές- μυστηριακές τελετές, μυστηριακή λατρεία που τελείται μόνον από μυημένους.
(*2). Φάσμα: (κατ’ επέκταση το φάντασμα ) νεφελοειδές ομοίωμα ενός όντος ή ομοίωμα με την ίδια τη μορφή του όντος. Εδώ είχε την ακριβή μορφή του θεού, χωρίς ο θεός να παρευρίσκεται πραγματικά.
(*3). Μαινάδες: είναι μία από τις ονομασίες των γυναικών ακολούθων του Διόνυσου, που τους εμφυσούσε θεϊκή μανία. Άλλες ονομασίες είναι Βάκχες και Λήνες, ενώ στους Δελφούς ονομάζονταν ιδιαίτερα Θυιάδες και ήσαν αφιερωμένες τόσο στη λατρεία του Διόνυσου όσο και του αδελφού του Απόλλωνα. Πρώτες Μαινάδες ήσαν οι Νύμφες τροφοί του θεού, που τον ακολούθησαν στην εκστρατεία του στις Ινδίες και στην περιήγησή του στη Μ. Ασία. Στις τραγωδίες, από τις οποίες διασώζονται οι “Βάκχες” του Ευριπίδη, περιγράφονται σαν οι ιεροί ακόλουθοι, που χορεύουν τον οργιαστικό χορό του και βρίσκονται σε κατάσταση ένθεης κατάληψης. Συνήθως φορούσαν την πάρδαλη ( δέρμα από πάνθηρα ή λεοπάρδαλη )και τη νεβρίδα ( δέρμα από νεαρό ελάφι ). Στο κεφάλι είχαν στεφάνια κισσού και κρατούσαν θύρσο ή νάρθηκα. Άγρια ζώα, όπως πάνθηρες, λιοντάρια, λύγκες, τις συνόδευαν συχνά, ενώ αυτές είχαν τυλιγμένα στα χέρια και στο σώμα τους φίδια. Ο χορός τους συνοδευόταν από μουσική, που έπαιζαν με μουσικά όργανα. Η λατρεία τους προς το θεό εκδηλωνόταν με άσματα και μανιώδεις κραυγές, που τις αντιλαλούσαν οι πλαγιές και τα φαράγγια των βουνών που περιέτρεχαν. Ιδιαίτερη εντύπωση έκανε η υπεράνθρωπη δύναμη, που έδειχναν στη βακχική μανία τους, όπου μπορούσαν να ξεριζώνουν δέντρα και να φονεύουν θηρία, που τα έτρωγαν ωμά, στοιχείο της διονυσιακής ωμοφαγίας. Αρκετά απ’ αυτά τα στοιχεία συνέδεαν τις Μαινάδες με το θίασο της πότνιας θηρών, της φρυγικής Κυβέλης, τα οποία πέρασαν αργότερα στον διονυσιακό θίασο.
Στη Θήβα, οι Θηβαίες Μαινάδες είχαν επικεφαλής την Αγαύη, τη μητέρα του Πενθέα. Στο θηβαϊκό θίασο συμμετείχαν όλες οι αδελφές της Σεμέλης, της μητέρας του Διόνυσου.
Ο Αισχύλος σε μη σωζόμενη τραγωδία του απευθύνεται προς το Διόνυσο, που δαμάζει- κατευθύνει τις Μαινάδες, λέγοντας: « πάτερ Θέοινε, Μαινάδων ζευκτήριε » [ Μετάφρ.: Διόνυσε, εσύ δαμάζεις τις Μαινάδες ]
(*4). Βακχεύω: γιορτάζω την γιορτή, τα μυστήρια του Βάκχου.
Βακχεύομαι: καταλαμβάνομαι από βακχικό ενθουσιασμό
(*5). Το όνομά του έχει σχέση με το πένθος, όπως μας το παρουσιάζει ο Ευριπίδης στο διάλογο του άφρονα βασιλιά με το θεό:
« ΔΙ. Φρόνιμα σ’ άφρονες μιλώ, τους λέω να μη με δέσουν.
ΠΕ. Κι εγώ, που είμαι πιο ισχυρός, τους λέω να σε δέσουν.
ΔΙ. Τι κάνεις ούτε που νογάς, μήτε γνωρίζεις τι είσαι.
ΠΕ. Είμαι ο Πενθέας του Εχίονα και τέκνο της Αγαύης.
ΔΙ. Και το όνομά σου προμηνά το πένθος πως θα φέρεις. »
Ο τραγωδός μας Ευριπίδης στις “Βάκχες” του εκφράζει τις αντιρρήσεις του εγγονού του Κάδμου με τ’ ακόλουθα λόγια:
« Ότι ο θεός Διόνυσος είναι παντού διαδίδει
και πως στου Δία το μηρό κάποτε τον έραψαν.
Μα, αγνοεί πως ο θεός νεκρός είναι, καμένος
μαζί με τη μητέρα του κεραυνοχτυπημένοι,
γιατί το ψέμα σκάρωσε ο Δίας πως τη γκάστρωσε.
Δεν του αξίζει άγρια κρεμάλα, όποιος κι αν είναι
που λέει ψευτιές και βρίζει; ( Ευριπίδου “Βάκχαι”, στιχ. 241-247 )
Στη συνέχεια κατηγορεί το θεό για εκπόρνευση των γυναικών και δίνει τη διαταγή να τον συλλάβουν για να θανατωθεί:
« Κι άλλοι στην πόλη σπεύσατε τον ξένο να μου βρείτε,
εκείνο το γυναικωτό που χώνεται στις κλίνες,
πορνεύει τις γυναίκες μας και μεταδίδει ασθένειες.
Μόλις θα τον συλλάβετε φέρτε τον δω δεμένον
να δικαστεί, και θάνατο να βρει από πετροβόλι
στους δρόμους που θα τον περνούν,και θα ‘ν’ στη Θήβα που θα δει
την πιο πικρή βακχεία. » ( Ευριπίδου “Βάκχαι”, στ. 352-357 )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου