[[ δαμ-ων ]]
Μετά από 87 χρόνια θα ξαναλειτουργήσει στον μακρινό Πόντο η εκκλησία της Παναγίας Σουμελά.
Γύρω στους 10.000 προσκυνητές από την Ελλάδα, τη Γεωργία, τη Ρωσία και άλλες περιοχές αναμένονται ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο στην ιστορική Μονή της Παναγίας της Σουμελά στην Τουρκία, όπου θα πραγματοποιηθεί Θεία Λειτουργία για πρώτη φορά μετά το 1923, προεξάρχοντος του Πατριάρχη Βαρθολομαίου.
Όπως αναφέρει ο ημερήσιος τύπος, οι προσκυνητές αναμένεται να φτάσουν με κάθε μεταφορικό μέσο (αεροπλάνα, λεωφορεία, ακόμα και πλοία) προκειμένου να δώσουν το «παρών» στην ιστορικής σημασίας Λειτουργία.
Για λόγους ασφαλείας και προστασίας του μνημείου θα μπουν μόνο 500 άτομα μέσα στη Μονή με προσκλήσεις που θα παραλάβουν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Οι υπόλοιποι θα παρακολουθήσουν τη λειτουργία από γιγαντοοθόνη σε κοντινή απόσταση από το μοναστήρι.
Το σημερινό εορταστικό αφιέρωμα αναφέρεται στο ιστορικό αυτό γεγονός, παραθέτοντας την ιστορία της εικόνας και της αντίστοιχης μονής.
Μια ιστορία, μια παράδοση και ένας θρύλος αγκαλιάζουν το σύμβολο του Πόντου, την Παναγία Σουμελά. Ο Νεόφυτος Καυσικαλυβίτης μας πληροφορεί ότι ο Ευαγγελιστής Λουκάς χάραξε τη μορφή της Παναγίας πάνω σε ξύλο. Την εικόνα της Σουμελά, έφερε στην Αθήνα, μετά το θάνατο του Λουκά, ο μαθητής του Ανανίας και την τοποθέτησαν σε περικαλλή ναό της Θεοτόκου. Για αυτό το λόγο, αρχικά είχε ονομαστεί ως η Παναγία η Αθηνιώτισσα.
Στο τέλος του 4ου αιώνα (380- 386) ιδρύθηκε στο όρος Μελά της Τραπεζούντας, το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, από τους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο (κατά κόσμο Βασίλειος και Σωτήρχος, θείος και ανιψιός, κάτοικοι και οι δυο Αθηνών).
Η παράδοση λέει ότι οι μοναχοί, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα της Παναγίας, ακολούθησαν την πορεία της εικόνας της που πέταξε ως τον Πόντο. Πέρασαν από τα Μετέωρα, τη Χαλκιδική και από την παραλία της μονής Βατοπεδίου, ένας άγνωστος τους πήρε με το καράβι του και τους πήγε ως τη Μαρώνεια. Από κει, πεζοπορώντας πέρασαν τη Ραιδεστό, έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη και με ένα πλοιάριο πήγαν στην Τραπεζούντα. Εκεί, τους εμφανίσθηκε και πάλι η Παναγία, πληροφορώντας τους ότι η εικόνα της προπορεύεται στο όρος Μελά. Συνέχισαν αγόγγυστα το ταξίδι τους. Με πυξίδα τον Πυξίτη ποταμό, ανηφόρησαν προς το όρος Μελά. Εκεί, βρέθηκαν μπροστά σε μια σπηλιά από την είσοδο της οποίας παρατήρησαν μια χρυσαφένια λάμψη. Ήταν το φως της Εικόνας της Αθηνιώτισσας.
Η συνέχεια >>> εδώ …
Γονατιστοί και δακρυσμένοι, ευχαρίστησαν την Παναγία και της υποσχέθηκαν ότι στο σημείο, θα χτίσουν προς τιμήν της ναό. Με μοναδικά εφόδια την πίστη, την επιμονή και την εργατικότητα, οι δυο ερημίτες μοναχοί, κατόρθωσαν να χτίσουν την εκκλησία της Σουμελιώτισσας, σκαλιστή μέσα στο βουνό. Από τότε έγινε γνωστή ως ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ (Εις του Μελά-στου Μελά-Σουμελά). Oι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος, λοιπόν, έκτισαν με τη συμπαράσταση της γειτονικής μονής Bαζελώνα κελί και στη συνέχεια την εκκλησία μέσα στη σπηλιά, στην οποία είχε μεταφερθεί θαυματουργικά η εικόνα. Το σοβαρό πρόβλημα της ύδρευσης του μοναστηριού λύθηκε, επίσης σύμφωνα με την παράδοση, κατά θαυματουργό τρόπο. H ανθρώπινη λογική αδυνατεί να απαντήσει στο θέαμα που βλέπουν και οι σημερινοί ακόμη προσκυνητές, να αναβλύζει αγιασματικό νερό μέσα από ένα γρανιτώδη βράχο. Oι θεραπευτικές του ιδιότητες έκαναν πασίγνωστο το μοναστήρι όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους μουσουλμάνους που ακόμη συνεχίζουν να το επισκέπτονται και να ζητούν τη χάρη της Παναγίας. Kοντά στο σπήλαιο κτίστηκε το 1860 ένας πανοραμικός τετραώροφος ξενώνας 72 δωματίων και άλλοι λειτουργικοί χώροι για τις ανάγκες των προσκυνητών, καθώς και βιβλιοθήκη. Γύρω από τη μονή ανοικοδομήθηκαν μικροί ναοί αφιερωμένοι σε διάφορους αγίους. Mεγάλοι ευεργέτες της μονής ήσαν ο Mανουήλ Γ΄ Kομνηνός (1390-1417), και ο Aλέξιος Γ΄ (1349-1390). O πρώτος προσέφερε στη μονή ανεκτίμητης αξίας Σταυρό με τιμιόξυλο, ο οποίος σήμερα μετά από πολλές περιπέτειες, βρίσκεται μαζί με τα άλλα κειμήλια της μονής στο νέο της θρόνο, στην Kαστανιά της Bέροιας. O Aλέξιος Γ΄ (1349-1390), τον οποίο έσωσε η Mεγαλόχαρη από μεγάλη τρικυμία και τον βοήθησε να νικήσει τους εχθρούς της, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης την οχύρωσε καλά, έχτισε πύργους, νέα κελιά και ανακαίνισε τα παλαιά της κτίσματα. Tης χάρισε 48 χωριά και εγκατέστησε 40 μόνιμους φρουρούς για την ασφάλειά της. Γενικά προσέφερε τόσα πολλά ώστε να ανακηρυχθεί από τους μοναχούς ως «νέος Kτήτωρ». Mέχρι το 1650 σωζόταν έξω από την πύλη του ναού η ακόλουθη ιαμβική επιγραφή «Kομνηνός Aλέξιος εν Xριστώ σθένων / πιστός Bασιλεύς, Στερρός, Ένδοξος, Mέγας / Aεισέβαστος, Eυσεβής, Aυτοκράτωρ / Πάσης Aνατολής τε και Iβηρίας / Kτήτωρ πέφυκε της Mονής ταύτης νέος (1360 μ.X.) INΔ IΓ΄». Πολύτιμα έγγραφα και πολλά αρχαία χειρόγραφα φυλάγονταν στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού, μέχρι τον ξεριζωμό. Mέσα στη βιβλιοθήκη της μονής βρήκε το 1868 ο ερευνητής Σάββας Iωαννίδης το πρώτο ελληνικό χειρόγραφο του Διγενή Aκρίτα. Tα μοναστήρια του Πόντου υπέφεραν από τη βάρβαρη και ασεβή συμπεριφορά των Nεότουρκων και των Kεμαλικών, οι οποίοι φανάτιζαν τις άγριες και ληστρικές μουσουλμανικές ομάδες. Πολλές φορές έπεσαν θύματα ληστειών και καταστροφών. Tο 1922 οι Tούρκοι κατέστρεψαν ολοσχερώς το μοναστήρι. Aφού πρώτα λήστεψαν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα που υπήρχαν μέσα στη μονή, μετά έβαλαν φωτιά, για να σβήσουν τα ίχνη των εγκλημάτων τους ή για να ικανοποιήσουν το μίσος τους εναντίον των Eλλήνων. Oι μοναχοί πριν την αναγκαστική έξοδο το 1923 έκρυψαν μέσα στο παρεκκλήσι της Aγίας Bαρβάρας την εικόνα της Παναγίας, το ευαγγέλιο του Oσίου Xριστοφόρου και τον σταυρό του αυτοκράτορα της Tραπεζούντας Mανουήλ Kομνηνού.
Μέχρι το 1922, υπήρξε ο οδηγός, ο παρηγορητής, ο συμπαραστάτης, το καταφύγιο και ο εμψυχωτής των Ελληνοποντίων. Υπήρξε επίσης ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες διατήρησης της ελληνικής γλώσσας και ταυτότητας, καθώς και της αναζωπύρωσης της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των πιστών.
Η Παναγία Σουμελά, συχνά αντιμετώπιζε επιδρομές από αλλόπιστους ληστές. Σε μια τέτοια επιδρομή, έπαθε μεγάλη ζημιά. Οι ληστές σκότωσαν μοναχούς, λεηλάτησαν τα αφιερώματα και άρπαξαν την Εικόνα για να μοιραστούν τα βαρύτιμα πετράδια και τον πλούτο των αφιερωμάτων. Επειδή, δεν συμφωνούσαν στη μοιρασιά, αποφάσισαν να τη χωρίσουν σε τρία κομμάτια.
Ένας από τους τρεις αποτραβήχτηκε. Όταν ο ένας από τους δυο, σήκωσε το τσεκούρι για να μοιράσει την Εικόνα, μια βροντή ακούστηκε και έπεσε ένας κεραυνός. Οι δυο ληστές, δεν πρόλαβαν να σωθούν, ενώ ο τρίτος μετανοιωμένος έπεσε στα γόνατα και προσκύνησε την Εικόνα. Στη συνέχεια, έγινε μοναχός και βοήθησε και άλλους καλόγερους να ξαναχτιστεί το μοναστήρι που είχε καταστραφεί.
Ο αναπάντεχος ξεριζωμός, ερήμωσε μαζί με τον αλησμόνητο Πόντο και τη Βίγλα της Σουμελιώτισσας. Με την ανταλλαγή, τα ιερά κειμήλια παραχωρήθηκαν, και το 1931 τα ξέθαψε και τα έφερε στην Ελλάδα, ο Αμβρόσιος ο Σουμελιώτης, ύστερα από ενέργειες του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου προς την τουρκική κυβέρνηση του Ισμέντ Ινονού. Από το 1952, αρχίζει μια νέα περίοδος. Η ελλαδική ιστορία της Παναγίας Σουμελά. Το 1951-1952, ύστερα από πρόταση του τότε προέδρου του σωματείου "Παναγία Σουμελά" Θεσσαλονίκης, Φίλωνα Κτενίδη, η Εικόνα παραχωρήθηκε στο Σωματείο, το οποίο και άρχισε την ανέγερση της Μονής, σε ένα επίπεδο του Βερμίου, πάνω από το χωριό Καστανιά, που είχε παραχωρήσει δωρεάν 500 στρέμματα για την ανέγερση του Προσκυνήματος.
Η " Αθηνιώτισσα" και "Σουμελιώτισσα" γίνεται τότε Βερμιώτισα και πανελλήνιο Προσκύνημα.
Από το 1952 που χτίστηκε ο μικρός ναός, η Εικόνα θρονιάστηκε στο νέο της θρόνο. Σκοπός της ανέγερσης της Μονής δεν ήταν η ίδρυση στον ελλαδικό χώρο, ακόμη ενός μοναστηριού, αλλά η ανέγερση ενός προσκυνήματος που θα αποτελούσε σύμβολο και φάρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου