Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Οιδίποδας: τα παιδικά και νεανικά χρόνια

[[ δαμ-ων ]]

Α. Ο Μύθος:
O Λάιος, σαν ήρθε στην πατρίδα του τη Θήβα για να βασιλέψει, πήρε για γυναίκα του την Ιοκάστη, την κόρη του Μενοικέα. Περνούσε όμως ο καιρός και παιδιά δεν έκαμαν. Γι’ αυτό ζήτησε χρησμό από το μαντείο των Δελφών, που του φανέρωσε πως έπρεπε να εύχεται να μην αποκτήσει παιδιά, γιατί ο γιος του θα τον σκότωνε. Η Πυθία, αφού κάθισε στον τρίποδά της κι από τον γλυκό και μεθυστικό καπνό της δάφνης ήρθε σε έκσταση, του ’πε : « - « Mη σπείρεις κανένα παιδί ενάντια στη θέληση των θεών! Αν αποκτήσεις γιο , τότε θα δολοφονηθείς από το ίδιο σου το βλαστάρι κι όλο σου το σπίτι θα κυλιστεί στο αίμα. Γιατί έτσι θέλησε ο Δίας, ο γιος του Κρόνου, που κατένευσε στη φοβερή κατάρα του Πέλοπα, από τον οποίο άρπαξες τον αγαπημένο γιο. Τον είχε ικετέψει το κρίμα να πέσει επάνω σου ».
Μπροστά στο φόβο του θανάτου, αποφάσισε να μην αποκτήσει παιδιά. Μα η μοίρα σκληρό παιγνίδι του’ παιξε. Ένα βράδυ παρασύρθηκε από το θεϊκό ποτό του Διόνυσου και πάνω στο γλέντι μέθυσε. Τα μηλίγγια του χτυπούσαν από την επιθυμία να χαρεί το κορμί της ανέγγικτης γυναίκας του. Μια φούντωση τον συνεπήρε και τρικλίζοντας έφτασε στο κρεβάτι, όπου κοιμόταν η γυναίκα του. Σαν είδε το χυτό κορμί της κάτω από το αραχνοΰφαντο νυχτικό, όρμησε μουγκρίζοντας από τον πόθο κι έσμιξε μαζί της.
Όταν ξύπνησε το πρωί, κι αντίκρισε γυμνή δίπλα του την διψασμένη για έρωτα Ιοκάστη να κοιμάται με ένα χαμόγελο ικανοποίησης, κατάλαβε το λάθος του. Μα δε μπορούσε να κάνει πια τίποτα. Από τότε μια ιδέα στροβίλιζε στο μυαλό του, να απαλλαγεί από τον καρπό της μεθυσμένης του πράξης.
Πέρασαν οι μήνες κι ήρθε η μέρα της γέννας, όπου η βασίλισσα έφερε στον κόσμο ένα χαριτωμένο αγοράκι. Σαν έμαθε ο βασιλιάς πως απόκτησε γιο, έβαλε μπροστά το καταχθόνιο σχέδιό του.
Κάλεσε κοντά του τον πιο πιστό από τους βοσκούς, που του φύλαγαν τα κοπάδια με τα ζωηρά γίδια και τα πράα πρόβατα, τον Εύφορβο, και του έδωσε το νεογέννητο, που είχε πλαντάξει από το κλάμα, γιατί ο κακόψυχος πατέρας του είχε τρυπήσει τους αστραγάλους κι είχε περάσει στα πόδια του χρυσούς χαλκάδες για να τα δέσει. Τον πρόσταξε να πάει κρυφά στο δάσος στον Κιθαιρώνα, κοντά στο ιερό άλσος της Ήρας, όπου στο πιο απόμακρο μέρος να αφήσει το παιδί για να το φάνε τα αγρίμια ή να πεθάνει από την πείνα και το κρύο.
Για κακή του τύχη όμως, και γιατί οι θεοί δε συγχωρούν το άδικο, έπεσε σε πονόψυχο άνθρωπο, που δεν κράταγε η καρδιά του να αφήσει τον μικρό να αφανιστεί. Σαν έφτασε στο δάσος σκεφτικός για το τι θα απογίνει το βασιλόπουλο, άκουσε οχλοβοή από βοσκούς αλόγων και χλιμιντρίσματα. Μεμιάς άστραψε το πρόσωπό του, γιατί αναγνώρισε τους αλογοβοσκούς του Πόλυβου, βασιλιά της Κορίνθου. Τους έπεισε να πάρουν μαζί τους τον μικρό, χωρίς φυσικά να τους φανερώσει ποιος ήταν. Μετά γύρισε στον βασιλιά του λέγοντας ψέματα πως τάχα εκτέλεσε την προσταγή του.

Η συνέχεια >>> εδώ …

Οι αλογοβοσκοί πήραν μαζί τους το μωρό, το οποίο παρέδωσαν στην βασίλισσα Μερόπη, τη γυναίκα του Πόλυβου. Το βασιλικό ζευγάρι δέχτηκε με μεγάλη χαρά το βρέφος, γιατί δεν είχαν αξιωθεί να αποκτήσουν δικά τους παιδιά. Επειδή τα πόδια του μικρού ήταν πρησμένα στα σφυρά, εκεί που ο Λάιος είχε περάσει τους χαλκάδες, τον ονόμασαν Οιδίποδα ( Οιδίπους = αυτός με τα φουσκωμένα- πρισμένα πόδια ). Η Μερόπη έγινε η μάνα του έκθετου αγοριού, και τον ανέθρεψε σαν βασιλόπουλο, φροντίζοντάς το σαν να ήταν η πραγματική του ( φυσική ) μητέρα. Ο Οιδίποδας μεγάλωνε στο παλάτι με βασιλικιά φροντίδα, μαθαίνοντας κάθε πολεμική τέχνη κι ό,τι στο πνεύμα ήταν ωραίο. Έτσι έγινε πολύ δυνατός και έξυπνος, ήταν δε υπέρτερος όλων των νέων, που είχαν την ίδια ηλικία, προκαλώντας τον φθόνο τους. Πίστευε πως είχε για γονείς τον Πόλυβο και τη Μερόπη, γιατί ο βασιλιάς είχε δώσει αυστηρή εντολή κανείς να μη του μιλήσει για το πώς βρέθηκε στο παλάτι. Όλα, λοιπόν, πήγαιναν καλά κι όλοι ζούσαν ευτυχισμένοι.
Μα κάποια μέρα, καθώς γλεντούσαν ο Οιδίποδας με την παρέα του, πάνω στο μεθύσι του κάποιος, λογόφερε με το βασιλόπουλο και πάνω στον καυγά, για να τον μειώσει, του πέταξε πως ήταν νόθος. Ο Οιδίποδας τότε ένιωσε τα πόδια να λυγίζουν, ενώ στα αυτιά του μια λέξη βούιζε και τον διαπερνούσε σαν σουβλί : « νόθος ». Και τότε ποιοι ήσαν οι πραγματικοί του γονείς; Θύμωσε πολύ , μα έδωσε τόπο στην οργή. Ξαναμμένος έτρεξε στο παλάτι, ξυπνώντας τους θετούς γονείς του, κι επιτακτικά ζήτησε να μάθει την αλήθεια. Αυτοί οργίστηκαν πολύ μ’ αυτόν που φανέρωσε το μυστικό, μα αρνήθηκαν να δώσουν απάντηση στα βασανιστικά ερωτήματα του Οιδίποδα. Φρόντισαν να τον καθησυχάσουν λέγοντας αόριστα πράγματα. Για μια στιγμή ησύχασε, όμως μέσα του το σαράκι της αμφιβολίας έτρωγε τα σωθικά του και σαν μαύρο σύννεφο πλανιόταν η υποψία μήπως ήταν πραγματικά νόθος. Ποιά, άραγε, να ήταν η καταγωγή του;
Κατάλαβε πως από το βασιλικό περιβάλλον δεν θα μάθαινε ποτέ την αλήθεια. Το μόνο που του έμενε, η μόνη διέξοδος στις αμφιβολίες του, ήταν να ρωτήσει το Μαντείο των Δελφών. Ένα πρωινό χαράματα, με το λάλημα των πρώτων πετεινών, έφυγε κρυφά από το παλάτι παίρνοντας το δρόμο για τη Βοιωτία κι από ‘κει για τη Φωκίδα. Φτάνοντας στο Μαντείο, ρώτησε να μάθει τους πραγματικούς του γονείς. Μα η μάντις συνήθιζε να δίνει διφορούμενη απάντηση κι απέφυγε να απαντήσει καθαρά στο ερώτημα. Του είπε μόνο πως ήταν γραφτό από τη μοίρα να σκοτώσει τον πατέρα του και να παντρευτεί τη μητέρα του, με την οποία θα φέρει στον κόσμο γένος φριχτό, που θα προκαλέσει και τη δική του καταστροφή αλλά κι άλλων πολλών. Έτσι απάντησε ο λαμπερός Απόλλωνας με το στόμα της Πυθίας: « Είναι φριχτό το ριζικό σου Οιδίποδα! Θα σκοτώσεις τον πατέρα σου και θα παντρευτείς με την ίδια σου τη μάνα και από το γάμο αυτόν θ’ αποκτήσεις δυο παιδιά, που θα καταριούνται οι θεοί και θα τα μισούν οι άνθρωποι».
Πανικός κατέλαβε τον νέο μπροστά στο κακό που έμελλε άθελά του να προκαλέσει. Πώς θα μπορούσε να αποφύγει το μαύρο ριζικό του, πώς να αποφύγει να σκοτώσει τον πατέρα του και να παντρευτεί την ίδια του τη μάνα; Ακόμα πίστευε τον Πόλυβο για πατέρα του, τον σεβόταν πολύ και πάγωνε το αίμα στις φλέβες του στην ιδέα πως θα μπορούσε να τον σκοτώσει. Γι’ αυτόν η λατρευτή του μητέρα ήταν η Μερόπη κι ανατρίχιαζε στην ιδέα πως θα μπορούσε να σμίξει ερωτικά μαζί της στο βασιλικό κρεβάτι και ν’ αποκτήσει παιδιά που θα ’ταν κι αδέλφια του.
Έτσι πήρε την απόφαση κι έδωσε όρκο ιερό να μη ξαναγυρίσει στην Κόρινθο. Άρχισε να περιπλανιέται από τόπο σε τόπο κάνοντας ένα σωρό ανδραγαθήματα, που πολύ ωφέλησαν τους κατοίκους των τόπων, τους οποίους επισκεπτόταν. Μα το πεπρωμένο κανείς δεν μπορεί να αποφύγει. Πως είναι δυνατό να αποφύγεις της μοίρας τη βουλή; Η μοίρα οδήγησε τα βήματά του στο μέρος, όπου ήταν γραφτό να συναντήσει τον πραγματικό του πατέρα, εκεί στα ριζά του Παρνασσού, όπου χωρίζουν τρεις δρόμοι. Ήταν ένα τρίστρατο, που το ’λεγαν Σχιστή. Εκεί διασταυρώθηκαν ο άθλιος πατέρας με τον άτυχο γιο, γιατί στους θνητούς είναι άγνωστες οι βουλές των θεών.
Πέρασαν τα χρόνια, αλλά στο μυαλό του Λάιου μια σκέψη του τάραζε τον ύπνο. Κι ήταν και κάτι εφιαλτικά όνειρα, που τον έκαναν λουσμένο στον ιδρώτα να πετάγεται από το κρεβάτι. Έντονη ήταν η αμφιβολία μήπως ο γιος του τελικά δεν είχε πεθάνει. Γι’ αυτό ο βασιλιάς αποφάσισε να ζητήσει και πάλι τη συμβουλή του Μαντείου των Δελφών για την τύχη του έκθετου παιδιού. Έδωσε εντολή να ζέψουν τα γοργοπόδαρα άτια στο άρμα του και με τον κήρυκά του και τέσσερις άντρες συνοδεία πήρε το δρόμο για τη Φωκίδα. Ο Οιδίποδας ερχόταν από τη μια μεριά του στενού δρόμου πεζός και ο Λάιος από την άλλη βαστώντας με το ένα χέρι τη χειρολαβή στο άρμα του και στην άλλη τη βουκέντρα, ενώ το άρμα επιδέξια οδηγούσε ο πιστός του ηνίοχος. Ο δρόμος του γιου κατέληγε στο δρόμο του πατέρα σ’ ένα στενό πέρασμα, λαξευμένο πάνω στα σκληρά βράχια του περήφανου Παρνασσού, όπου ήταν αδύνατο να περάσουν κι οι δυο ταυτόχρονα. « Ξένε, παραμέρισε από το δρόμο του βασιλιά », φώναξε στον άγνωστο νέο ο κήρυκας του βασιλιά. Μα ήταν κι αυτός από βασιλικιά γενιά, και δεν σήκωσε την προσβολή. Προχώρησε αμίλητος, οπότε ο Λάιος διέταξε τον αμαξιλάτη να κινήσει. Αυτός βίτσισε τα άλογα, που ξεχύθηκαν μπροστά πατώντας το ένα ποδάρι του νέου, ενώ ο βασιλιάς τον χτύπησε στο πρόσωπο με τη μυτερή βουκέντρα. Ανείπωτη οργή κυρίεψε τον Οιδίποδα, που σηκώνοντας το ραβδί του, το κατέβασε στο κεφάλι του κήρυκα αφήνοντάς τον νεκρό. Μετά, με το ματωμένο ραβδί, έδωσε μια στον γέροντα Λάιο, αφήνοντάς τον να ψυχορραγεί. Στη συνέχεια όρμησε, φουντωμένος από οργή η οποία έγινε εντονότερη από το αίμα που κυλούσε από το λαβωμένο μέτωπό του, στους άλλους της συνοδείας. Σε λίγο οι τρεις κοίτονταν νεκροί ενώ ο τέταρτος κατόρθωσε να διαφύγει τρέχοντας μ’ όση δύναμη είχαν απομείνει στα τρεμάμενα από τον πανικό πόδια του. Με τον τρόμο αποτυπωμένο στο πρόσωπό του έφτασε στη Θήβα όπου ανήγγειλε τα θλιβερά μαντάτα του φόνου του βασιλιά. Μα για να μη φανεί πως κιότεψαν τόσοι άντρες μπροστά σ’ ένα παιδόπουλο, είπε πως τους ρίχτηκαν στο δρόμο ληστές.
Ο Οιδίποδας, μετά το φονικό, πήρε τη ζώνη και το σπαθί του βασιλιά σαν λάφυρο, ξέπλυνε τα ματωμένα χέρια του σε μια πηγή, που αργότερα την ονόμασαν “ Οιδιποδία ”, έθαψε τους νεκρούς και συνέχισε την περιπλάνησή του. Έτσι ο χρησμός επαληθεύτηκε κατά το ένα μέρος, ενώ στο τέρμα της περιπλάνησής του έμελλε να επαληθευτεί και στο υπόλοιπο, με τις μεγάλες συμφορές στο γένος των Λαβδακιδών.
Στη Θήβα κλάψανε τον χαμό του βασιλιά, και για να μη μείνει η πόλη αβασίλευτη, ανέλαβε την εξουσία ο Κρέοντας, ο αδελφός της Ιοκάστης. Τόσο η χήρα βασίλισσα όσο κι ο αντιβασιλέας ήθελαν να βρουν τους δολοφόνους του Λάιου για να τους τιμωρήσουν, καταπώς τα είχε πει ο σωσμένος υπηρέτης. Μα άλλη συμφορά είχε πέσει στην πόλη. Ένα φτερωτό τέρας, με κεφάλι γυναίκας και σώμα λιονταριού, η Σφίγγα, είχε εμφανιστεί κοντά στη Θήβα. Ήταν κόρη της Χίμαιρας και του Όρθου κι είχε έρθει από την Ασία, άλλοι λένε πως ήρθε από την Αιθιοπία. Η Ήρα, που προστάτευε τους νόμιμους γάμους, είχε στείλει το τέρας για να τιμωρήσει τους Θηβαίους, που είχαν ανεχτεί το ηθικά παράνομο πάθος του Λάιου για τον Χρύσιππο. Το μένος της για την πόλη κρατούσε από πολύ παλιά, από το χτίσιμό της από τον Κάδμο, του οποίου η αδελφή, η πεντάμορφη Ευρώπη, είχε ξελογιάσει τον άντρα της Δία. Μερικοί λένε πως ο Διόνυσος έστειλε τη λιονταροπαρθένα στη γενέτειρά του, γιατί δεν ήθελε να τον τιμήσει. Η Σφίγγα είχε βρει καταφύγιο στο βουνό Φίκιο, που πολλοί από την εμφάνιση της εκεί και μέχρι σήμερα λένε “ Φαγά ”, καθόταν σ’ ένα βράχο και σε κάθε περαστικό έλεγε ένα αίνιγμα, που έπρεπε να λύσει. Δασκάλες στα αινίγματα είχε τις Μούσες, που της έμαθαν πάρα πολλά, για να γίνουν αιτία αφανισμού αυτών που δεν τα έβρισκαν.
Το αίνιγμα που έλεγε στη Θήβα ήταν :
« Τι είναι αυτό πάνω στη γη, που είναι δίποδο και τετράποδο και τρίποδο. Έχει μια φωνή, αλλάζει τη φύση του, μόνο αυτό απ’ όλα τα ζωντανά που υπάρχουν στην ξηρά, τον αέρα και τη θάλασσα. Όταν φτάνει να προχωρεί στα τρία, τότε μικραίνει πολύ η γρηγοράδα του».
Όποιος κατόρθωνε να βρει την απάντηση θα γινόταν κι ο λυτρωτής της πόλης, γιατί το τέρας θα έφευγε, οπότε η Θήβα θα σωζόταν απ’ αυτή τη θεϊκή τιμωρία του αφανισμού των παλικαριών, που δοκίμαζαν την τύχη τους στη λύση του παράξενου γρίφου. Όποιος όμως δεν το κατόρθωνε, ήταν καταδικασμένος να τον πνίξει το τέρας και να τον κατασπαράξει.
Αυτή την ατυχία είχαν πολλοί νέοι της Θήβας μα και ο τρυφερότερος και ωραιότερος έφηβος της πόλης ο Αίμονας, γιος του Κρέοντα. Πάνω στον πόνο του και στην απόγνωση ο αντιβασιλιάς μαζί με τους γέροντες, που εξουσίαζαν την πόλη, πήραν την απόφαση, αυτός που θα απαλλάξει την πόλη από τη μάστιγα θα πάρει γυναίκα του την Ιοκάστη και θα αναλάβει τη βασιλεία. Στέλνοντας κήρυκες παντού έκανε γνωστή την απόφασή του. Με αυτό το κίνητρο, ριψοκίνδυνοι άνδρες προστέθηκαν στα θύματα του αιμοβόρου τέρατος, που σαν λόφος ορθωνόταν τώρα μπροστά στο βράχο του ο σωρός από τα κόκαλά τους.
Έπρεπε να επαληθευτεί και το άλλο μισό του χρησμού. Έτσι κατά την περιπλάνησή του Οιδίποδα κάποτε τα βήματά του τον οδήγησαν στην βυθισμένη στην απελπισία Θήβα, την χωρίς να το ξέρει γενέτειρά του, όπου έμαθε για τη Σφίγγα και την αμοιβή. Όπως ήταν γενναίος κι αποφασιστικός, πήρε την απόφαση να δοκιμάσει κι αυτός να λύσει το αίνιγμα. Πήρε το δρόμο και πήγε να συναντήσει το ανθωπόμορφο τέρας, στάθηκε απέναντί του κι άκουσε το αίνιγμα. Αποβραδίς είχε δει όνειρο κι ο δαίμονάς του (*), του είχε αποκαλύψει τη λύση. Στάθηκε για λίγο σκεφτικός, ζυγίζοντας τα λόγια του.
Η Σφίγγα ετοιμαζόταν να χιμήξει για να τον πνίξει. Εκείνος άπλωσε το χέρι αποτρεπτικά και της είπε :
« Στάσου κι άκουσε τα λόγια μου, όσο κι αν δεν θέλεις, που θα σημάνουν το τέλος σου. Αυτό που λες είναι ο άνθρωπος. Όταν είναι μωρό περπατάει στα τέσσερα, όταν μεγαλώσει σηκώνεται και περπατάει στα δύο, κι όταν γεράσει παίρνει ένα μπαστούνι και το έχει για τρίτο πόδι, να στηρίζει το βάρος των γερατειών ».
Σαν άκουσε την απάντηση η Σφίγγα, φούντωσε από το θυμό της, που βρέθηκε σοφός άνθρωπος και βρήκε την απάντηση, οπότε έδωσε μια και γκρεμίστηκε από το βράχο. Έτρεξε ο Οιδίποδας ξοπίσω από το σώμα της λιονταροπαρθένας, που κατρακυλούσε σχίζοντάς της τις σάρκες τα μυτερά λιθάρια, και την αποτελείωσε με το σπαθί του. Έτσι λυτρώθηκε η πόλη όπου πρωτοείδε το φως του ζωοδότη ήλιου, όπου πρωτοαντήχησε το κλάμα της γέννας του. Το κατόρθωμα του ήρωα έγινε γνωστό στα πέρατα του κόσμου κι από τότε την ικανότητα να λύνει κάποιος αινίγματα την ονομάζουν “ Οιδιπόδεια σοφία ”.
Μόλις οι κάτοικοι της Θήβας άκουσαν τα χαρμόσυνα μαντάτα για το θάνατο του τέρατος, ξεχύθηκαν αλαλάζοντας στους δρόμους από χαρά. Υποδέχτηκαν με τιμές τον ήρωα, που ήρθε να πάρει την αμοιβή του. Ο Κρέοντας έπρεπε να κρατήσει την υπόσχεσή του, οπότε ετοίμασε τον γάμο του σωτήρα Οιδίποδα με την βασίλισσα Ιοκάστη και του παρέδωσε την βασιλεία. Ο σοφός Οιδίποδας έμελλε, παρά τη θέλησή του, γιατί αυτό ήταν το τραγικό παιγνίδι της μοίρας, να γίνει ο μωρότερος βασιλιάς, κάνοντας το ανοσιούργημα να πάρει για γυναίκα του αυτήν, που εννιά μήνες τον έθρεψε στα σπλάχνα της. Η γκρεμισμένη Σφίγγα θα έπαιρνε την εκδίκησή της μέσα από την αμοιβή του φονιά της.

Β΄. Παραλλαγές:
* Όταν γεννήθηκε ο Οιδίποδας, ο Λάιος τον έβαλε μέσα σ’ ένα καλάθι ( ή κιβωτό ή πήλινο δοχείο) και το έριξε στη θάλασσα, πιθανόν στον σημερινό Κορινθιακό κόλπο. Έτσι πίστευε πως θα χανόταν, χωρίς να χρειαστεί να το σκοτώσει. Τα ρεύματα της θάλασσας παρέσυραν το καλάθι και το έβγαλαν απέναντι στην Κόρινθο, όπου το βρήκε η Περίβοια (ονομαζόταν και Μερόπη ), η γυναίκα του βασιλιά Πόλυβου, καθώς έκανε αυτή την ώρα το μπάνιο της. Κράτησε το βρέφος και το μεγάλωσε σαν παιδί της. Ο Πόλυβος φερόταν σαν γιος του Ερμή. Σε ένα ομηρικό κύπελλο βλέπει κανείς τον ίδιο τον Ερμή να δίνει το βρέφος στη Περίβοια κι αυτή με τη σειρά της να το αποθέτει στην αγκαλιά του Πόλυβου. Σαν μεγάλωσε ο Οιδίποδας υποψιάστηκε πως άλλοι ήσαν οι πραγματικοί του γονείς και γι’ αυτό πήγε να ρωτήσει το μαντείο των Δελφών. Δεν είχε φτάσει ακόμα όταν συνάντησε τον Λάιο στο δρόμο του. Ο Λάιος πήγαινε να ρωτήσει πως η πόλη του θα απαλλαγεί από τη Σφίγγα.

* Ο Οιδίποδας πήγε πεζός από την Κόρινθο στη Βοιωτία. Μα η απόσταση ήταν μεγάλη για τους Δελφούς και στα μέρη της Βοιωτίας βγήκε να βρει άλογα. Τότε πέρασε από το δρόμο του το άρμα του Λάιου. Κι επειδή δεν παραμέρισε ο νέος, ο ηνίοχος του βασιλιά του σκότωσε ένα άλογο. Ο Οιδίποδας οργίστηκε κι όρμησε στη συνοδεία του βασιλιά σκοτώνοντας τον Λάιο και τους υπηρέτες του.
Το πτώμα του βασιλιά το βρήκε ο Δαμασίστρατος, βασιλιάς των Πλαταιών, και το έθαψε στο μέρος αυτό. Μερικοί λένε πως δεν το έθαψε στο μέρος του φόνου, αλλά το μετέφερε στη Θήβα όπου το παρέδωσε στο παλάτι. Οι Θηβαίοι έθαψαν μα τιμές τον Λάιο και για πολλά χρόνια αργότερα διοργάνωναν προς τιμή του γιορτές με αγώνες, στους οποίους πήρε μέρος και ο γιος του Μίνωα Ανδρόγειος.
Ο Οιδίποδας, όταν έριξε κάτω νεκρό τον Λάιο, ήπιε από το αίμα του και το ’φτυσε για να αποφύγει την εκδίκηση του νεκρού. Έπειτα πήρε τα υπερήφανα άλογα του νεκρού και τα έδωσε δώρο στον Πόλυβο.

* Ανάλογος μύθος προς αυτόν της Σφίγγας ήταν κι ένας άλλος, που ανέφερε πως λυμαινόταν την περιοχή γύρω από την Καδμεία μια αιμοβόρα αλεπού. Για να την καλοπιάσουν οι Θηβαίοι αναγκάστηκαν να της ρίχνουν για τροφή έναν νέο κάθε μήνα. Την αλεπού αυτή κατεδίωξε χωρίς επιτυχία, με πολλά βάσανα, ο Λαίλαπας, γιος του Κέφαλου. Ήταν πεπρωμένο να συλλαμβάνει κάθε τι που καταδίωκε αυτή η αλεπού, χωρίς να μπορεί όμως να την πιάσει κανείς. Τότε με παρέμβαση του Δία η αλεπού απολιθώθηκε, το ίδιο και ο σκύλος που την κυνηγούσε.
Πολλά έχουν λεχθεί γύρω από αυτούς τους μύθους. Έτσι λένε πως ο Λάιος είχε μία νόθο κόρη, που ονομαζόταν Σφίγγα. Της είχε ιδιαίτερη αδυναμία και της παραχώρησε, από την πολύ αγάπη του, το προνόμιο να μάθει έναν μυστικό χρησμό, που ήταν απόκρυφος από την εποχή του Κάδμου και τον γνώριζαν μόνον οι βασιλιάδες και τα γνήσια παιδιά τους.
Επειδή ο Λάιος είχε πάμπολλα νόθα παιδιά, που διεκδικούσαν το θρόνο, υποστηρίζοντας πως ήσαν νόμιμα, ανέθεσε στη θυγατέρα του να βρει τον νόμιμο διάδοχο. Έτσι η Σφίγγα έλεγε τον χρησμό σε κάθε διεκδικητή, και όποιος αποδεικνυόταν πως είναι νόθος, τον σκότωνε. Αυτό ήταν το περίφημο αίνιγμα. Ο Οιδίποδας, που ήταν νόμιμος γιος, είχε δει σε όνειρο τη λύση.
Υπάρχει κι άλλη παραλλαγή, που λέει ότι η Σφίγγα ήταν θηλυκός πειρατής με ισχυρό ληστρικό στόλο, ο οποίος αφού κατέλαβε την Ανθηδόνα, ανέβηκε στο Φίκειο όρος κι από ‘κει έκανε ληστρικές επιδρομές στη γύρω περιοχή. Ήρθε όμως από την Κόρινθο ο Οιδίποδας με στρατό και νικώντας τους πειρατές σκότωσε την Σφίγγα.
Σύμφωνα με άλλη μυθοπαράδοση, ο Κάδμος είχε πάρει για γυναίκα του πρώτα μια αμαζόνα, που την έλεγαν Σφίγγα. Όταν όμως παντρεύτηκε την Αρμονία, η Σφίγγα θύμωσε, επαναστάτησε κατά του βασιλιά, και καθώς ήταν πολεμόχαρη πήρε πολλούς πολεμιστές μαζί της και λημέριασε στο βουνό Φίκειο, που από τότε το λένε Σφίγγιο. Εκεί έστηνε ενέδρες και σκότωνε τους διερχόμενους. Με το χρόνο η ενέδρα ονομάστηκε “ αίνιγμα ” , γιατί ήταν αδύνατη η εξολόθρευση αυτής της φοβερής μάστιγας με τις δυνάμεις των βασιλιάδων, που είχε κατά καιρούς η Θήβα. Όταν ήρθε όμως ο Οιδίποδας την νίκησε με την πονηριά κι απάλλαξε τον τόπο από τις αιματηρές επιδρομές της.

* Μερικοί υποστηρίζουν ότι ο Οιδίποδας παντρεύτηκε την Επικάστη ( έτσι την αναφέρει και ο Όμηρος), από την οποία όμως δεν απέκτησε παιδιά. Άλλοι έλεγαν πως από την Ιοκάστη απέκτησε τον Φράστορα και τον Λαόνυτο, που σκοτώθηκαν στον πόλεμο με τους Μινύες. Αφού πέρασε αρκετός καιρός από το θάνατό τους, παντρεύτηκε την Ευρυγάνεια, την θυγατέρα του Περίφαντα, που του γέννησε τις δυο κόρες, την Αντιγόνη και την Ισμήνη, και τους δυο γιους, τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή. Την Ισμήνη σκότωσε ο Τυδέας σε μια πηγή, που από τότε πήρε το όνομά της. Όταν πέθανε η Ευρυγάνεια ο Οιδίποδας ξαναπαντρεύτηκε παίρνοντας για γυναίκα του την Αστυμέδουσα, κόρη του Σθένελου, που κατηγόρησε τους γιους του Οιδίποδα πως της επιτέθηκαν με σκοπό να τη βιάσουν. Ο πατέρας τους οργίστηκε από την ερωτική συμπεριφορά τους και τους έδωσε την κατάρα να βασιλέψουν μέσα στο αίμα. Αναφέρουν κι έναν άλλο λόγο για την κατάρα. Κάποτε, που έκαναν οι γιοι του θυσία, αντί να του στείλουν την βασιλική μερίδα, του έστειλαν τα χειρότερα μέρη του σφαγίου. Και μια άλλη φορά χρησιμοποίησαν τα προγονικά κειμήλια- σκεύη, πράγμα που θεωρούνταν μεγάλη ασέβεια.

Γ΄. Σχόλια
* Toν μύθο του Οιδίποδα είχαν θέμα τα έπη του θηβαϊκού κύκλου “ Οιδιπόδεια ”, “Θηβαΐς” και “Επίγονοι”. Βασικά το πρώτο απ’ αυτά αποτέλεσε την πηγή για όλες τις μεταγενέστερες παραλλαγές του μύθου. Το έπος “ Οιδιπόδεια” αποδίδεται στον Λάκωνα ποιητή Κιναίθωνα, περί τα μέσα του 8ου π.χ. αιώνα.
Οι τρεις μεγάλοι μας τραγικοί ασχολήθηκαν με ιδιαίτερο ζήλο με το μύθο Ο Αισχύλος έγραψε ολόκληρη τετραλογία, που περιελάμβανε τις τραγωδίες : “Λάιος”, “Οιδίπους”, “Επτά επί Θήβας”, και “Σφίγξ σατυρική”, με σωζόμενο μόνον το τρίτο από τα αναφερθέντα έργα του. Ο Ευριπίδης την φερώνυμη τραγωδία “Οιδίπους”, που δεν σώζεται, την “Αντιγόνη”, που κι αυτή είναι χαμένη και την τραγωδία “Φοίνισσαι”, που διασώζεται.
Ο Σοφοκλής με τις τραγωδίες του “ Οιδίπους τύραννος”, “ Οιδίπους επί Κολωνώ” και “ Αντιγόνη” διαμόρφωσε την μεθομηρική παράδοση. Εδώ ο Οιδίποδας αυτοτυφλώνεται. Στην τραγωδία όμως του Ευριπίδη “ Φοίνισσαι” ο Οιδίποδας τυφλώνεται από το περιβάλλον του Λάιου. Αυτήν την παραλλαγή του Ευριπίδη χρησιμοποίησε ο Στάτιος στο νεώτερο έπος του “ Θηβαΐς” ( Thebais). Η αρχαία παράδοση αποδίδει τον τίτλο “Οιδίπους” σε οκτώ ή εννέα τραγωδίες γραμμένες από διάφορους τραγικούς ποιητές. Αναφέρονται μάλιστα τα ακόλουθα ονόματα : Aχαιός ( σύγχρονος του Σοφοκλή ), Νικόμαχος, Φιλοκλής, Ξενοκλής (445 π.χ.), Καρκίνος, Διογένης ο κυνικός, Θεοδέκτης και Λυκόφρων.
Στην Ιλιάδα (Δ,376 κ.ε., Ψ,679 κ.ε.) και στην Οδύσσεια (Λ,271 κ.ε ) έχουμε διάφορες σχετικές πληροφορίες. Το ίδιο συμβαίνει στα ποιήματα του Ησίοδου “Έργα και Ημέραι” ( στ.162) και “Θεογονία” (στ.326), στα “Κύπρια έπη” ο ήρωας Νέστορας αφηγείται την ιστορία του Οιδίποδα. Όμοια στα ποιήματα του Πίνδαρου “Ολυμπιόνικος” (2,42κ.ε.), “Πυθιόνικος” (4,263 και Απόσπασμα 62) έχουμε αναφορές στη μοίρα αλλά και στη σοφία του Οιδίποδα, καθώς και νύξη στο αίνιγμα της Σφίγγας. Επίσης οι λογογράφοι του 5ου π.χ. αιώνα Ελλάνικος και Φερεκύδης αναφέρονται ο πρώτος στην αυτοτύφλωση του Οιδίποδα και ο δεύτερος στον μύθο των Λαβδακιδών. Στη ρωμαϊκή εποχή ο Ιούλιος Καίσαρας αναφέρεται ως συγγραφέας μιας τραγωδίας με τον τίτλο “Oedipus”. Στην αντίστοιχη τραγωδία του ο Σενέκας, που διακρίνεται για τη ρητορικότητά του αλά και για το έντονο και υψηλό πάθος, επηρεάστηκε τόσο από τον Σοφοκλή όσο κι από τον Ευριπίδη. Διαμέσου του Σενέκα ο αρχαίος μύθος διαδόθηκε τον 17ο αιώνα εμπνέοντας μια σειρά από θεατρικούς συγγραφείς.
Στον Όμηρο και στα παραπάνω αναφερθέντα έπη ο Οιδίποδας είναι αποκλειστικά μια βοιωτική μορφή, που πεθαίνει και θάβεται στην Θήβα. Στην αρχική μορφή του μύθου η έκθεση του Οιδίποδα δεν γίνεται στον Κιθαιρώνα, αλλά το βρέφος ρίχνεται στην θάλασσα μέσα σε ένα καλάθι και το νερό το παρασύρει σε μια ακτή όπου το βρίσκει η βασίλισσα. Ένα θέμα παλιό και συνηθισμένο, κι εδώ ας θυμηθούμε τον Διόνυσο ή τον Μωυσή, όπου γίνεται η υιοθεσία από την βασίλισσα ή τη βασιλοπούλα, όπως στον Οδυσσέα από την Ναυσικά. Υπάρχει ένας γενικότερος μυθικός κύκλος όπου απαντάται η σειρά : έκθεση- επανεύρεση – αναγνώριση – νομιμοποίηση αυτού που διεκδικεί την εξουσία. Το ίδιο πρωταρχικό είναι και το στοιχείο της αναζήτησης του πατέρα από το γιο ή του γιου από τον πατέρα (1). Ένα παράλληλο μυθικό κατασκεύασμα είναι και η ιστορία Οδυσσέα- Τηλέγονου, με τη διαφορά πως ο Τηλέγονος δεν παντρεύεται την μητέρα του, την Κίρκη, αλλά τη γυναίκα του πατέρα του, την Πηνελόπη.
Συνηθισμένο θέμα ήταν και το γεγονός πως για να κερδίσει ο ήρωας τη βασιλεία, παίρνοντας ως γυναίκα του την χήρα βασίλισσα ή τη βασιλοπούλα, έπρεπε να κάνει ένα κατόρθωμα, να υπερνικήσει έναν κίνδυνο, να εξοντώσει ένα τέρας κ.α. ( όπως π.χ. ο Βελλερεφόντης ). Μέσα σ’ αυτά τα παραμυθικά πλαίσια, πραγματοποιείται ο γάμος του Οιδίποδα με την Ιοκάστη, μετά την εξόντωση της Σφίγγας. Στην αρχική εκδοχή του μύθου ο ήρωας σκοτώνει με τα χέρια του την Σφίγγα, χρησιμοποιώντας σπαθί ή ακόντιο ή πέτρα, δείγμα πως διακρίνεται για την σωματική του υπεροχή. Μεταγενέστερη εκδοχή ήταν η εξουδετέρωση του τέρατος με τη λύση του αινίγματος, οπότε ανάγεται σε ανώτερο πνευματικά ήρωα.
Περισσότερο προς την πραγματικότητα είναι η εκδοχή ο Οιδίποδας να πεθαίνει πολεμώντας. Οι άλλες παραλλαγές φαίνεται πως θέλουν να δικαιολογήσουν ή να εξυπηρετήσουν άλλες σκοπιμότητες, όπως θεολογικές, δραματικές. Τέλος η αιμομικτική σχέση γιού- μητέρας ίσως να εκφράζει την άποψη πως ο άνθρωπος μπορεί ασυνείδητα να έρθει σε σύγκρουση με τη φύση και τους νόμους της, με αποτέλεσμα την καταστροφή του.

* Στην Οδύσσεια, ο μέγιστος των αρχαίων ποιητών μας Όμηρος μας λέει με το στόμα του πανούργου μα και χιλιοβασανισμένου Οδυσσέα, που κατέβηκε στον κάτω κόσμο, στις κατοικίες των σκιών, για την παράδοση σχετικά με τον Οιδίποδα :
« Μητέρα τ’ Οιδιπόδαο ίδον, καλήν Επικάστην,
η μέγα έργον έρεξεν αïδρείησι νίοιο,
γηγαμένη ω υιεί, ο δ’ όν πατέρ’ εξεναρίξας
γήμεν, άφαρ δ’ ανάπυστα θεοί θέσαν ανθρώποισιν
αλλ’ο μεν εν Θήβη πολυκράτω άλγεα πάσχων
Καδμείων ήνασσε θεών ολοά δια βουλάς,
η δ’ έβη εις Αïδος πυλάρταο κρατεροίο
αψαμένη βρόχον αιπύν αφ’ υψηλοίο μελάθρου,
ω άχει σχομένη, τω δ’ άλγεα καλλίπ’ οπίσσω
πολλά μαλ’ όσσα τε μητρός Ερινύες εκτελέσουσιν». ( Οδύσσεια Λ 271-280)
Σ’ αυτή τη σύντομη αφήγηση του Ομήρου δεν αναφέρεται ο άθλος του ήρωα με τη Σφίγγα, οπότε πιθανόν να ήταν άγνωστος στην εποχή του ο σχετικός μύθος, ενώ η μητέρα του Οιδίποδα αναφέρεται Επικάστη και όχι Ιοκάστη.
Ο Σοφοκλής, στην τραγωδία “Οιδίπους Τύραννος”, δίνει με τα ακόλουθα λόγια το αίνιγμα της Σφίγγας:
« Έστι δίπον επί γης και τετράπον, ου μία φωνή
και τρίπον, αλλάσσει δε φυήν μόνον, όσσ’ επί γαίαν
ερπετά κινείται ανά τα’ αιθέρα και κατά πόντον.
Αλλ’ οπόταν πλείστοισιν ερειδόμενονποσί βαίνη,
Ένθα τάχος γύνοισι αφαυρότατον πέλει αυτού».
Λύνοντας το αίνιγμα ο Οιδίποδας απάντησε, πάντοτε κατά τον Σοφοκλή, ως εξής:
« Κλύθι και ουκ εθέλουσα, κακόπτερε Μούσα θανόντων,
φωνής ημετέρης σον τέλος αμπλακίης,
άνθρωπον κατέλεξας, ος ηνίκα γαίαν εφέρπει,
πρώτον έφυ τετράπους νήπιος εκ λαγίνων,
γηραλέος δε πέλων τρίτατον πόδα βάκτρον ερείδει
αυχένα φορτίζον, γηραί καμπτόμενος ».

* Κατά τον Breal, ο συσχετισμός του συμβολικού Οιδίποδα προς τον πατέρα του Λάιο, εξηγείται από την ετυμολογία της λέξης “ λάιος” ,που σύμφωνα μ’ αυτόν τον ερευνητή προέρχεται από την σανσκριτική “δασυού” που σημαίνει “ εχθρός”. Δασυού στις Βέδες είναι ένα από τα επίθετα κάποιου τερατώδη δαίμονα, που πολεμάει την ηλιακή θεότητα. Έτσι η διαμάχη του Οιδίποδα προς τον Λάιο είναι όμοια με την πάλη του ήλιου προς τον υδάτινο δαίμονα των βροχών και των καταιγίδων (2).
Σύμφωνα με τον Cox, ο Λάιος εκπροσωπεί την νύχτα, δηλαδή το “εχθρικό” σκοτάδι, και γι’ αυτό αναφέρεται ότι άρπαξε από την βασιλική αυλή του Πέλοπα τον Χρύσιππο, δηλαδή το χρυσό σύννεφο του ουρανού, όπως η νύχτα που μειώνει το φως κι επομένως τον ηλιακό ήρωα Οιδίποδα, του οποίου η φωτεινή ύπαρξη δεν μπορεί να συνυπάρχει με τη νύχτα και το σκοτάδι.
Ήταν ο Οιδίποδας γνήσιο τέκνο του Λάιου, γιατί και ο ήλιος, κατά τις μυθοπαραδόσεις, είναι παιδί της Νύχτας, μόλις όμως ανατέλλει στον ορίζοντα με όλη την λαμπρότητά του, εξουδετερώνει και φονεύει την νύχτα που τον γέννησε, και κατ’ αναλογία εδώ τον Λάιο.
Με τον ίδιο τρόπο μπορεί να ερμηνευθεί και η σχέση του Οιδίποδα με την μητέρα του Ιοκάστη, γιατί “ιοκάστη” σημαίνει “ ιόχρους ή φωτεινή ”, και προσωποποιεί την Ηώ, που προηγείται της ανατολής του ήλιου, σαν γνήσια μητέρα του κατά την συμβολική ερμηνεία των μύθων.

* Παρόμοιος φαίνεται να είναι ο μύθος της πάλης του ήρωά μας με τη Σφίγγα. Κατά την “Θεογονία”, η Σφίγγα είναι το τέκνο του Όρθρου και της Χίμαιρας, ενώ κατά τον Απολλόδωρο, του Τυφωέα και της Έχιδνας. Όλοι όμως αυτοί οι γεννήτορες αλλά και η ίδια είναι συμβολικές αναπαραστάσεις των μελανόμορφων και βροχοφόρων νεφών που πάντοτε μάχονται με το ηλιακό φως.
Σε μια άλλη εκδοχή στη Σφίγγα αναγνωρίζουμε την δεινή έχθρα της Ήρας, γιατί αυτή την εξαπέστειλε από την Αιθιοπία, όπως είχε στείλει τα φίδια στην κούνια του Ηρακλή. Αλλά η Ήρα είναι το άτακτο στοιχείο του ουρανού, το στοιχείο της λαίλαπας και της καταιγίδας, που ποτέ δεν βρέθηκε σε σύμπνοια με το θεό του φωτός και της ευφροσύνης, τον μέγα σύζυγό της Δία.
Είπαν πως τη Σφίγγα την έστειλε όχι η Ήρα αλλά ο Άρης, θεός της ορμής, της ορμητικής καταιγίδας. Και τούτο γιατί ήθελε να εκδικηθεί τους Καδμείους για τον φόνο του γιου του Δράκοντα από τον γενάρχη τους Κάδμο. Μυθολογήθηκε πως κι από τον Άδη στάλθηκε η Σφίγγα, γιατί κι αυτή ήταν θεότητα του σκοταδιού και του ερέβους. Με βάση αυτό τον μύθο γράφτηκαν οι “Φοίνισσες” του Ευριπίδη( στ.810).Σύμφωνα με τις Ελληνικές παραδόσεις η Σφίγγα της Θήβας είχε, όπως η μητέρα της Έχιδνα, μορφή και στήθος γυναίκας, πτέρυγες φοβερές όπως οι αποτρόπαιες Άρπυες και ουρά, όμοια με αυτήν του Τυφωέα, που κατέληγε σε φαρμακερό φίδι, όπως και η ουρά της Χίμαιρας, που πάλεψε με τον Βαλλερεφόντη.
Φέρεται να στέκεται στην κορυφή βράχου. Όμως ο βράχος κατά την μυθολογία των Ινδών αλλά και κατά τις μυθοπαραδόσεις των αρίων λαών συμβολίζει το “όρος των νεφελών ”. Η γλώσσα της σύμφωνα με τον Πίνδαρο είναι το μνημονευόμενο “αίσιον βροντής φθέγμα”. Φωνή φοβερή κι ακατανόητη για την ανθρώπινη διάνοια, που ριγούσε μπροστά της. Τον απόκρυφο χρησμό της μόνο οι θεοί μπορούσαν να κατανοήσουν και γι’ αυτό τον φανέρωσαν με όνειρο στον Οιδίποδα, για να μπορέσει να λύσει το αίνιγμα του τέρατος κι έτσι να πραγματοποιηθεί η αμείλικτη βούληση της Ειμαρμένης με τις οικτρές της συνέπειες.
Τη φωνή όμως της βροντής μπορεί να κατανοήσει μόνο ο ήλιος, ο αδελφός της λάμψης, που συνοδεύει πάντοτε τη βροντή, ο πολέμιος του νεφελοσκέπαστου ορίζοντα. Έτσι τη φωνή της βροντής- Σφίγγας είναι προορισμένος να κατανοήσει και να ερμηνεύσει ο αντιπρόσωπος του ήλιου στη γη, ο ηλιακός ήρωας Οιδίποδας, ο γιος του “νυκτίου” Λάιου και της Ηούς-Ιοκάστης. Όπως ο ήλιος σκορπίζει τα σύννεφα και οι ζωογόνες ακτίνες του βοηθούν την βλάστηση και γενικότερα τη ζωή έτσι και η γνώση σκορπίζει την άγνοια και βοηθάει την πνευματική πρόοδο της ανθρωπότητας.
Η φύση όμως έχει δύο ισόπαλους κυρίαρχους, την ημέρα και τη νύχτα. Την ημέρα η ζωή δρα και παράγει έργο, ενώ τη νύχτα η ζωή αποσύρεται για να ξαποστάσει. Ο νικητής της Σφίγγας Οιδίποδας μετά το λαμπρό έργο της βασιλείας του θα νιώσει τις συμφορές της Ειμαρμένης και θα τυφλωθεί. Έτσι την ημέρα θα ακολουθήσει η νύχτα, όπου στο σκοτάδι ο άνθρωπος δεν μπορεί να δει. Τα βήματά του τότε φωτίζει το φως του φεγγαριού. Η Σελήνη του τυφλού Οιδίποδα ήταν η πιστή του θυγατέρα Αντιγόνη, που έγινε η οδηγός του για να τον οδηγήσει στο πνευματικό φως, τον Κολωνό. Εκεί οι θεοί τον παίρνουν μαζί τους κατά θαυμαστό τρόπο, εκεί αποθεώνεται.

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
( *) Δαίμονας : δεν έχει την σημερινή σημασία, δηλ. δεν υπονοεί σατανική οντότητα, αλλά το “ δαιμόνιον” του Σωκράτη, θα λέγαμε σήμερα τον έναν από τους αγγέλους, που συντροφεύουν τον άνθρωπο κατά τη διάρκεια του βίου του, τον φύλακα άγγελο. Η εσωτερική φιλοσοφία μας αναφέρει πως ο άνθρωπος από τη στιγμή της γέννησής του μέχρι και τον θάνατό του συνοδεύεται από τρεις αγγελικές οντότητες : α) τον φύλακα άγγελο, που τον καθοδηγεί στην ζωή δρώντας προστατευτικά και συμβουλευτικά, β) τον καταγραφέα άγγελο, που καταγράφει όλες του τις πράξεις, τα συναισθήματα και τις σκέψεις, για να δράσει ο Νόμος του Κάρμα, και γ)τον ηλιακό άγγελο, τον ανώτερο στοχαστή.
------------------------------------------------------------------------------

Δεν υπάρχουν σχόλια: