[[ δαμ-ων ]]
Α΄. Ο μύθος
Τα κακά νέα ταξιδεύουν γρήγορα σαν αστραπή κι έτσι η φήμη των παθημάτων του Οιδίποδα είχε απλωθεί παντού. Αποδιωγμένος από τη γενέτειρά του, σε όποια πόλη κι αν πήγαινε τον έδιωχναν με περιφρόνηση, θεωρώντας τον μιαρό.
Ζητιανεύοντας ο πρώην βασιλιάς της Θήβας, μετά από πολλές περιπλανήσεις, έφτασε με τον κόρη του στον Κολωνό της Αττικής. Αποκαμωμένος κατέληξε στο σκιερό άλσος των Ευμενίδων, ταπεινός ικέτης του ιερού, για να αποκάμει στον δροσερό ίσκιο ενός δαφνόδεντρου. Σαν έμαθαν οι κάτοικοι πως ένας ξένος μπήκε στο απαγορευμένο άλσος κινήθηκαν βιαστικά με άγριες διαθέσεις. Μαθαίνοντας την ταυτότητα του ξένου, τους έπιασε αποτροπιασμός και θέλησαν να τον διώξουν γεμάτοι φρίκη και από φόβο μήπως ο μολυσμένος φέρει κακό στην πόλη τους. Ο τυφλός Οιδίποδας επικαλέστηκε τη φιλοξενία και τη θεοσέβεια των Αθηναίων και ζήτησε να μιλήσει στον βασιλιά της πόλης κι αυτός να αποφασίσει για την τύχη του. Συνάμα τους είπε πως ο ερχομός του στην πόλη τους και η παραμονή του εδώ θα ήταν για το καλό του τόπου τους.
Η καρδιά του τυφλού χιλιοχτυπημένου από τη μοίρα γέροντα ευχαριστήθηκε ενώ η ψυχή του γαλήνεψε γιατί κατάλαβε πως ζύγωνε η στερνή του ώρα, σε λίγο θα άφηνε τον γεμάτο πόνο κόσμο και θα γλίτωνε από τα βάσανα. Ο Φοίβος του είχε προμαντέψει από καιρό πως έπειτα από μακρόχρονες και πολυβασάνιστες περιπλανήσεις θα τελειώσει τη ζωή του σ’ ένα ιερό άλσος αφιερωμένο σε κάποιες τρανές θεές κι όποιος τον φιλοξενήσει θα’ χει μεγάλο καλό. Μετά το θάνατό του θα γινόταν θησαυρός και προστασία ενάντια στους εχθρούς εκείνων, που στη χώρα τους θά ‘βρισκε την γαλήνη.
Από μακριά φάνηκε να πλησιάζει άμαξα με την Ισμήνη, που έφτασε από τη Θήβα φέρνοντας θλιβερά μαντάτα. Όταν ο Οιδίποδας παρέδωσε την εξουσία στον Κρέοντα, οι γιοι του συμφώνησαν μ’ αυτόν να παραμείνει στον θρόνο για να μη μολυνθεί η πόλη από την κατάρα της γενιάς του Οιδίποδα. Ξαφνικά όμως , σαν να τους θόλωσε τα μυαλά κάποιος δαίμονας, τα αδέλφια ζήτησαν τη βασιλεία και έστησαν ανάμεσά τους άγριο καυγά. Ο μικρότερος, ο Ετεοκλής, έδιωξε μάλιστα τον μεγαλύτερο, τον Πολυνείκη, από την Θήβα, που κανονικά έπρεπε πρώτος να βασιλέψει, και κάθισε στο θρόνο. Ο εκπατρισμένος Πολυνείκης κατέφυγε στο Άργος, όπου παντρεύτηκε την Αργεία, κόρη του βασιλιά Άδραστου. Με πόλεμο ήθελε να εκπορθήσει τη Θήβα και να ξαναπάρει τη βασιλεία, που ο αδελφός του σφετερίστηκε, και γι’ αυτό μάζεψε στρατό. Κίνησε, λοιπόν, με το στρατό του κατά της Θήβας με την απόφαση να πάρει την εξουσία ή να πέσει στη μάχη. Η Ισμήνη είπε επίσης, πως ο φωτοβόλος Απόλλωνας είχε δώσει με το στόμα της Πυθίας χρησμό ότι θα νικήσει εκείνος από τους δυο αδελφούς, που θα πάρει με το μέρος του τον Οιδίποδα, κι έτσι οι Θηβαίοι θα αναζητήσουν τον αυτοεξόριστο γέροντα βασιλιά ζωντανό ή νεκρό. Ήταν σίγουρη πως σε λίγο θα κατέφθανε ο Κρέοντας, που βασίλευε μαζί με τον Ετεοκλή, για να πάρει με βία τον γέροντα βασιλιά και η νίκη να γείρει με το μέρος τους, καταπώς έλεγε ο χρησμός.
Σαν άκουσε τα καμώματα των άπονων γιων του, ο Οιδίποδας θυμήθηκε το φέρσιμό τους και οργή τον κυρίεψε γιατί βάλανε την φιλοδοξία πάνω από το χρέος τους απέναντι στο γονιό τους. Αφού δεν εναντιώθηκαν όταν οι Θηβαίοι ήθελαν να τον διώξουν, κανείς δε θα ‘παιρνε την εξουσία με δικιά του βοήθεια. Πήρε την απόφαση να μείνει στην Αθήνα και να γίνει προστάτης της.
Οι κάτοικοι του Κολωνού τον ορμήνεψαν, αν πήρε την απόφαση να παραμείνει στην Αθήνα, να προσφέρει θυσίες για να καλοπιάσει τις Ευμενίδες. Μα ήταν γέροντας αδύναμος από την περιπλάνηση και συνάμα τυφλός και δεν μπορούσε ο ίδιος να θυσιάσει. Ζήτησε να το κάνει κάποιος άλλος γι’ αυτόν, οπότε προσφέρθηκε η Ισμήνη. Έφυγε, λοιπόν, η τρυφερή κόρη για το ιερό.
Μόλις έφυγε η Ισμήνη, ήρθε ο γενναίος ήρωας Θησέας, ο ηγεμόνας της Αθήνας, με την ακολουθία του. Υποδέχτηκε φιλικά τον Οιδίποδα και του υποσχέθηκε να τον φιλοξενήσει και να τον προστατεύει. Είχε γνωρίσει κι αυτός την πίκρα της ξενιτιάς κι είχε νιώσει στο πετσί του τα βάσανα του ξενιτεμένου. Έτσι δεν μπορούσε να μη παρασταθεί στον εξορισμένο κι άμοιρο Οιδίποδα. Αυτός με τη σειρά του τον ευχαρίστησε και του υποσχέθηκε πως θα φέρει μεγάλο καλό στην πόλη και θα γίνει προστάτης της. Ο τάφος του θα ήταν πάντα γερό διαφέντεμα για τους Αθηναίους.
Με το που έφυγε ο Θησέας κατέφτασε ο Κρέοντας από τη Θήβα έχοντας μικρή κουστωδία στρατού, και προσπάθησε να πείσει τον Οιδίποδα να ξαναγυρίσει στην πατρίδα του, λέγοντας τάχα πως τον ζητάει ο λαός. Φυσικά απόβλεπε να έχει τον γέροντα βασιλιά με το μέρος του για να εξασφαλίσει τη νίκη απέναντι στον Πολυνείκη, κι έτσι να συγκυβερνήσει με τον Ετεοκλή. Του ‘ταξε το υπόλοιπο της ζωής του να το περάσει με γαλήνη και ξεγνοιασιά ανάμεσα στους δικούς του. Τα λόγια τα παχιά, τα λόγια τα μεγάλα δεν έπεισαν τον Οιδίποδα, που απάντησε αρνητικά, θέλοντας να μείνει ουδέτερος στη διαμάχη των γιων του. Η πίκρα είχε φωλιάσει στην καρδιά του γιατί οι γιοι του τον καταδικάσανε σε τόση δυστυχία.
Τότε ο Κρέοντας προσπάθησε να πετύχει το σκοπό του με βία. Έπιασε την Ισμήνη κι έδωσε προσταγή να πιάσουν και το μοναδικό στήριγμα του Οιδίποδα, την Αντιγόνη. Του κάκου αυτή άπλωνε ικετευτικά τα χέρια προς τον ανήμπορο πατέρα της και τους κατοίκους του Κολωνού. Ο απελπισμένος πατέρας τότε επικαλέστηκε τις Ευμενίδες ως μάρτυρες και καταράστηκε τον Κρέοντα να ‘χει την ίδια τύχη, να του αρπάξουν κι αυτουνού τα παιδιά. Ο τυφλωμένος από την αλαζονεία Κρέοντας θέλησε να πάρει με το στανιό και τον Οιδίποδα. Μα άκουσε από μακριά την φασαρία ο Θησέας, που ταχιά γύρισε πίσω. Έντονα παρατήρησε τον Κρέοντα που έκανε τέτοια κατάχρηση σε ξένη χώρα γι’ αυτόν, και ζήτησε να επιστραφούν τα κορίτσια στον πατέρα τους. Ο Κρέοντας αναγκάστηκε να υποκύψει κι έφυγε άπραγος. Ο γερο-Οιδίποδας αγκάλιασε χαρούμενος τις θυγατέρες του, ευχαρίστησε τον βασιλιά της Αθήνας και δεήθηκε στους θεούς να τον βλογάνε.
Στο μεταξύ ήρθε από το Άργος ο Πολυνείκης ζητώντας να συναντήσει τον πατέρα του, που όμως αρνιόταν να τον δει. Μπροστά στα παρακάλια του άστοργου γιού, μα κυρίως των αγαπημένων θυγατέρων του δέχτηκε τελικά να τον ακούσει. Εκείνος τότε του διηγήθηκε πώς τον έδιωξε αδικώντας τον ο Ετεοκλής από το θρόνο της Θήβας και πώς πήγε στο Άργος, που του έγινε δεύτερη πατρίδα. Εξήγησε γιατί αναγκάστηκε να συνάξει εκστρατευτικό σώμα ενάντια στην γενέτειρά του. Τέλος παρακάλεσε τον Οιδίποδα, με δάκρυα στα μάτια έχοντας δει τον τυφλό και σαν ζητιάνο ντυμένο με κουρέλια πατέρα του, τον άλλοτε ένδοξο και λαμπρό βασιλιά, να σταματήσει να είναι οργισμένος μαζί του. Να συνταχθεί μ’ αυτόν και να τον βοηθήσει να πάρει εκδίκηση για τον εξαναγκασμό του στην εξορία. Του υποσχέθηκε, πως αν γίνουν όλα αυτά, θα τον επανέφερε στην Θήβα, όπου θα του ξανάδινε τις παλιές του τιμές.
Σαν άκουσε τα παρακάλια του Πολυνείκη, αναθυμήθηκε τις κακουχίες και τους ξεφτελισμούς που πέρασε εξαιτίας του φερσίματος των γιων του και του’ πε :
«- Όχι άκαρδε γιε μου, δε θα συνεργήσω για να ρημάξεις την πόλη που αγάπησα, την ιερή Θήβα. Πριχού την κυριέψεις θα πέσεις βουτηγμένος στο αίμα, και μαζί με σένα θα εξοντωθεί κι ο αδελφός σου ο Ετεοκλής! Σας δίνω και πάλι την κατάρα μου για να μάθετε πώς τιμούνε το γονιό. Πάρε μαζί σου το ανάθεμά μου και χάσου από τα μάτια μου. Να πεθάνεις, παλεύοντας σώμα με σώμα με τον αδελφό σου και σκότωσε αυτόν που σε εξόρισε. Όσο για μένα, εγώ θα ζητήσω από τις Ευμενίδες και τον Άρη, που ‘σπειρε αδελφοκτόνα μάχη ανάμεσά σας, να σας τιμωρήσει γι’ όσα έχετε κάνει».
Δίχως να πάρει συγχώρηση από τον πατέρα και χωρίς να τον συντρέξει, ο Πολυνείκης πήρε το δρόμο της επιστροφής για το Άργος. Του κάκου η Αντιγόνη τον παρακάλεσε να δώσει τόπο στην οργή και να μην κινήσει τον αδελφοκτόνο πόλεμο.
Ο Οιδίποδας ένιωσε να ζυγώνει η στερνή του ώρα. Στον αίθριο ουρανό μια αστραπή ξέσκισε τον αέρα ενώ παράξενη στο άκουσμα βροντή έφτασε στα αυτιά των κατοίκων της Αττικής. Σύξυλοι απόμειναν όλοι μπροστά στο φοβερό του Δία σημάδι. Η θεία φωτιά του πατέρα των θεών έσκισε άλλες δυο φορές τα σωθικά του αιθέρα και οι βροντές σκόρπισαν ρίγη κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς των Αθηναίων.
Ο Οιδίποδας ζήτησε να φωνάξουν τον Θησέα και όταν ήρθε του είπε :
«- Άρχοντα της Αθήνας, το τέλος μου σιμώνει, οι αστραπές και οι βροντές του Δία μου προαναγγέλλουν τον θάνατο και θέλω να πεθάνω εκπληρώνοντας το τάμα μου. Εγώ ο ίδιος θα σε πάω στο μέρος όπου θα αφήσω την ύστερη πνοή μου, αλλά σε ξορκίζω σε κανένα να μη φανερώσεις πού είναι ο τάφος μου. Αυτός, καλύτερα από πλήθος ασπίδες και δοξάρια, θα προστατεύει την πόλη που με περισσή φροντίδα διαφεντεύεις. Θ’ ακούσεις με τα αυτιά σου αυτό που εδώ δε μπορώ να σου πω. Φύλαξε το μυστικό και ,μονάχα, σαν έρθει η ώρα να ξεψυχήσεις να το φανερώσεις στον μεγαλύτερο γιο σου κι αυτός με τη σειρά του στο διάδοχό του. Πάμε τώρα, Θησέα. Άϊντε παιδιά μου, τώρα εγώ ο τυφλός γέρος θα γίνω μπροστάρης κι οδηγός σας γιατί θα με οδηγούνε ο Ερμής, ο θείος ψυχοπομπός, και η βασίλισσα του κάτω κόσμου, η πανωραία Περσεφόνη».
Όλοι μαζί κίνησαν, μπροστά ο τυφλός Οιδίποδας να τους δείχνει το δρόμο και ξοπίσω οι θυγατέρες του με το Θησέα. Έφτασαν σε μια χαράδρα, όπου οι κόρες βοήθησαν το ανήμπορο πατέρα να βγάλει τα βρώμικα κουρελιασμένα ρούχα, να πλυθεί και να φορέσει καθαρά ενδύματα, που του ‘δωσε ο Θησέας, όπως αρμόζει σ’ έναν νεκρό. Βροντή ακούστηκε, μήνυμα του Δία, και μια φωνή κάλεσε τον Οιδίποδα να βιαστεί. Φίλησε τις πιστές του θυγατέρες κι έβαλε τα χέρια τους στα χέρια του Θησέα, παρακαλώντας τον να γίνει ο προστάτης τους. Ο βασιλιάς της Αθήνας ορκίστηκε να εκπληρώσει την στερνή επιθυμία προστατεύοντας τις κόρες, όπως ο Οιδίποδας θα προστάτευε την πόλη του.
Μετά ο Οιδίποδας ζήτησε να φύγουν οι κόρες του, που δάκρυα κυλούσαν στα τρυφερά τους μάγουλα και μοιρολόγι πρόφεραν τα χείλη τους, κι όταν έμεινε με τον Θησέα μόνος, του φανέρωσε το μυστικό. Ξάφνου άνοιξε η γη και στο χάσμα, με θαυμαστό τρόπο, εξαφανίστηκε ο Οιδίποδας. Γυρίζοντας τη κεφαλή τους τα κορίτσια, να δούνε για ύστερη φορά τον λατρευτό τους κύρη, αντίκρισαν το Θησέα να έχει σκεπάσει με τα χέρια του το πρόσωπο, σημάδι πως κάτι το θαυμαστό κι άρρητο είχε δει. Τον είδαν έπειτα να γονατίζει και να δέεται.
Έτσι τελείωσε η μαρτυρική ζωή του χιλιοβασανισμένου και χτυπημένου από το ριζικό Οιδίποδα, για τον οποίο κανείς θνητός δεν έμαθε πώς πέθανε και πού είναι ο τάφος του. Ο Θησέας, όπως είχε ορκιστεί, δεν φανέρωσε τον τύμβο, και κανένας κίνδυνος δεν απείλησε τη χώρα του. Με το θάνατο σ’ αυτή την περιοχή εκπληρώθηκε ένας παλιός χρησμός, που έλεγε πως ο Οιδίποδας θα πεθάνει στον Κολωνό της Αθήνας.
Β΄. Παραλλαγή
* Όταν πέθανε ο Οιδίποδας, οι συγγενείς του θέλησαν να γίνει η ταφή του στην πόλη που βασίλεψε στη Θήβα. Μα οι Θηβαίοι δεν δέχτηκαν, θεωρώντας τον ασεβή και μιαρό, μια και τον είχαν πλακώσει τόσες συμφορές κι αφού είχε προκαλέσει την οργή των θεών με τον λοιμό, που χτύπησε την πόλη τους. Έτσι οι δικοί του αναγκάστηκαν να τον θάψουν σε έναν άλλο τόπο της Βοιωτίας, που τον έλεγαν Κεόν.
Σε λίγο καιρό όμως άρχισαν να συμβαίνουν διάφορα ατυχήματα στους κατοίκους του, που θεώρησαν ότι αιτία ήταν η σωρός του μιαρού πατροκτόνου Οιδίποδα. Έτσι παράγγειλαν στο παλάτι να μεταφέρουν τον τόπο ταφής. Οι συγγενείς του νεκρού, μη έχοντας άλλη διέξοδο, ξέθαψαν το σώμα και το έθαψαν μυστικά μια νύχτα στον Ετεώνα, στο ιερό της Δήμητρας- Ερινύας. Όταν μαθεύτηκε η κρυφή ταφή, οι κάτοικοι του Ετεωνού ρώτησαν τους θεούς στο μαντείο τι να κάνουν. Αυτοί τους είπαν να σεβαστούν το νεκρό, οπότε ο Οιδίποδας έμεινε θαμμένος σ’ αυτόν τον τόπο. Αργότερα το ιερό αυτό ονομάστηκε “ Οιδιπόδειον ”.
Γ΄. Σχόλια
* Κατά τον Ed. Schure ο Σοφοκλής είναι ο εφευρέτης της ψυχολογικής εξέλιξης. Αν μελετήσουμε από αυτή την άποψη την τριλογία του: “ Οιδίπους Τύραννος”, “ Οιδίπους επί Κολωνώ” και “Αντιγόνη”, βρίσκουμε μέσα εκεί ένα αληθινό μυητικό δράμα. Η διδασκαλία της Ελευσίνας έγκειτο ακριβώς στην πραγμάτωση μιας μεταμόρφωσης μέσα στον άνθρωπο, να προκαλέσει μέσα του τη γέννηση μιας άλλης ψυχής, εξαγνισμένης και διορατικής, που θα γινόταν το συνειδητό του ανώτερο πνεύμα, ο Δαίμων του, υπό την αιγίδα ενός Θεού.
Ο Οιδίποδας δεν είναι ένας μυημένος, δεν είναι καν ένας που επιθυμεί να πληροφορηθεί για τα Μυστήρια. Είναι ένας άνθρωπος δυνατός και περήφανος, που ρίχνεται στη ζωή με όλη την ενέργεια της αχαλίνωτης επιθυμίας του, και ορμάει να κατανικήσει όλα τα εμπόδια όπως ένας ταύρος κατά των αντιπάλων του. Αυτό που κυριαρχεί μέσα του είναι η θέληση για απόλαυση και δύναμη. Με ένα ένστικτο σιγουριάς, μαντεύει το αίνιγμα που η Σφίγγα-Φύση θέτει σε κάθε άνθρωπο στο κατώφλι της ύπαρξης. Μαντεύει ότι η λύση του αινίγματος είναι αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος.
Όμως, όπως είναι καθαρά ύπαρξη επιθυμίας και πάθους, εννοεί με την απάντησή του έναν άνθρωπο παρόμοιο με τον εαυτό του, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για το θείο άνθρωπο, τον μεταμορφωμένο. Και σαν άνθρωπος της δράσης καθυποτάσσει το ζώο, το εξοντώνει, επιβάλλεται στο λαό, γίνεται βασιλιάς. Οι θεοί όμως του ετοιμάζουν την τιμωρία, που συνεπάγεται η έπαρσή του και η βία του. Χωρίς να το γνωρίζει, σκότωσε τον πατέρα του και παντρεύτηκε την μητέρα του. Μόλις αποκαλύφτηκαν αυτά, έπεσε απότομα από την κορυφή της ισχύος στην έσχατη βαθμίδα της καταισχύνης με το διπλό στίγμα της πατροκτονίας και της αιμομιξίας. Αυτό είναι το εξωτερικό νόημα του μύθου, που φαίνεται πως δεν διέκρινε στην περίπτωση του Οιδίποδα τίποτα περισσότερο από ένα παράδειγμα της άδικης μοίρας, που φαινομενικά δείχνει πως ρυθμίζει το ανθρώπινο πεπρωμένο.
Αυτό το θέμα ο Σοφοκλής το διεύρυνε και το διαφώτισε. Παρουσίασε τον Οιδίποδα σαν έναν άνθρωπο της επιθυμίας, που υποτάσσει τον κόσμο με την θέληση και το νου του, αλλά που αγνοεί την ουσία των πραγμάτων. Δεν γνωρίζει τίποτε για την Ψυχή, για τους θεούς, ή για το μέγα μυστήριο της Ζωής που ακολουθεί τον θάνατο.
Έχοντας φτάσει στο απόγειο της δύναμης, μέθυσε από την επιτυχία. Σε αυτή την φάση του βίου του τον περιμένουν οι θεοί για να του αποκαλύψουν τον σκοπό της ζωής και την βαθύτερη σημασία της. Τα παλιά κι ακούσια εγκλήματά του, που δεν είναι παρά τα πάθη του συγκαλυμμένα και μεταμορφωμένα σε άγρια θηρία, ακολούθησαν τα ίχνη του και κύκλωσαν τον θρόνο και τον έριξαν σ’ ένα βάραθρο, που ήταν βαθύτερο απ’ εκείνο που έπεσε η Σφίγγα. Εκεί θα μάθει ποιο είναι το πεπρωμένο της ανθρωπότητας κι αφού φοιτήσει στην σχολή των δοκιμασιών και του πόνου, γέροντας πλέον, θα τελευτήσει τον βίο του σαν ένας μυημένος που ευεργετεί.
Στην απόγνωσή του ο Οιδίποδας θα αναγκαστεί να ζητήσει τη γνώμη του μάντη Τειρεσία. Τότε είναι που εκτυλίσσεται η εκπληκτικότερη σκηνή απ’ όλα τα έργα του Σοφοκλή, είναι αυτή που ανοίγει τα μυστήρια του εσωτερικού βάθους της τραγωδίας. Ο βασιλιάς έρχεται αντιμέτωπος με τον προφήτη. Από τη μια πλευρά εκδηλώνεται η υλική δύναμη κι από την άλλη η ηθική ισχύς. Από τη μια η Λογική, που παραπαίει στον σκοτεινό λαβύρινθο των Αποτελεσμάτων, κι από την άλλη το Πνεύμα της Ενόρασης, που κυριαρχεί σε αυτό τον λαβύρινθο και τον υπερβαίνει εισδύοντας στο βάθος των Αιτίων. Στα πρόσωπα του Οιδίποδα και του Τειρεσία έρχονται σε αντιπαράθεση, σε αναμέτρηση, και αντιδρούν μεταξύ τους ο Ορατός και ο Αόρατος κόσμος.
Ο πνευματικός άνθρωπος δεν διστάζει να τα βάλει με την εξουσία, γιατί το πνεύμα είναι υπέρτερο της ύλης. Ο άνθρωπος, που θέτει πάνω απ’ όλα το θείο, δεν φοβάται καμιά εξουσία, όντας ελεύθερος απ’ όλα τα φθαρτά και παροδικά πράγματα.
Έτσι ο μάντης, που το ηθικό του ανάστημα υψώνεται όλο και περισσότερο όσο αυξάνει ο θυμός του βασιλιά, του απαντά με την πραότητα ενός ανθρώπου, που παρατηρεί τα πράγματα από ψηλά, επειδή δεν ανήκει πλέον σε αυτόν τον κόσμο :
« ει και τυραννείς, εξισωτέον το γουν
ίσ’ αντιλέξαι, τούδε γαρ καγώ κρατώ.
Ου γαρ σοί ζω δούλος, αλλά Λοξία…» ( Οιδίπους Τύραννος, στ.408-410)
Μετάφρ. : « Αν και είσαι άρχων τύραννος, θα πρέπει να σου αντιμιλήσω ωσάν να είμαστε ίσοι, και έχω αυτή τη δύναμη. Γιατί δεν είμαι δούλος σου, αλλά δούλος του Λοξία ( του Απόλλωνα ).
Η πνευματική ομορφιά του δράματος έγκειται στην αντίθεση ανάμεσα στο θεϊκό Τειρεσία, ο οποίος στερημένος από την όραση για τα εξωτερικά πράγματα είναι προικισμένος με την όραση την πνευματική και διαβλέπει όλο τον ιστό της μοίρας, και τον Οιδίποδα με τα μάτια του ανοιχτά, που δεν βλέπει τίποτα άλλο από την εξωτερική εμφάνιση των πραγμάτων, και γι’ αυτό ρίχνεται σαν άγριο θηρίο πάνω στις στημένες παγίδες.
Ο Οιδίποδας διέπραξε το έγκλημα της πατροκτονίας και της αιμομιξίας χωρίς να το γνωρίζει και γι αυτό δεν είναι ένοχος στα μάτια της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Αν ο “ Οιδίπους τύραννος” δεν είχε συνέχεια, θα ήταν το πιο απαισιόδοξο από τα δράματα, γιατί αυτό που θα έμενε στον θεατή, θα ήταν η απογοητευτική ιδέα πως το ανθρώπινο πεπρωμένο κυβερνάται από την τύχη, και πως η ζωή είναι μια καταχθόνια παγίδα.
Θα πρέπει να δούμε την τριλογία του Σοφοκλή σαν ένα σύνολο, αν θέλουμε να εντοπίσουμε στο έργο του τα βαθύτερα στοιχεία, που καλύπτονται από το απόρρητο της θείας δικαιοσύνης. Τότε το ζήτημα παρουσιάζει μια νέα όψη. Ο Οιδίποδας είναι ο κληρονόμος και το εξιλαστήριο θύμα των αμαρτιών ολόκληρου του γένους του. Οφείλει τις δυστυχίες του τόσο στα εγκλήματα που διέπραξε στις προηγούμενες ζωές του, όσο και στα πάθη τα οποία τον εξουσιάζουν ακόμη. Το πρώτο δράμα της τριλογίας μας κατέδειξε, με μια τραγική μεγαλοπρέπεια, την αφύπνιση της συνείδησης, που πραγματοποιείται κάτω από την πίεση μιας επερχόμενης καταστροφής, της απόγνωσης και της οδύνης. Το δεύτερο μέρος, έχοντας μια νότα γαλήνιας μελαγχολίας, μας δείχνει την κάθαρση της ψυχής με τη μαγική αλλά και ταυτόχρονα απολυτρωτική δύναμη του πόνου, που γίνεται αποδεκτός με ηρωισμό. Γιατί τώρα πλέον ο Οιδίποδας, για να αντιμετωπίσει τις δυστυχίες του, θα καταβάλει την ίδια ενεργητικότητα και προσπάθεια που κατέβαλε στο παρελθόν, όταν ικανοποιούσε τις επιθυμίες του. Έτσι το κακό θα ηττηθεί εξαιτίας της νίκης που θα πραγματοποιήσει ο άνθρωπος πάνω στον ίδιο του τον εαυτό, όταν πλέον ο ανώτερος εαυτός εκδηλωθεί και ο κατώτερος εαυτός υποταχθεί σ’ αυτόν. Διαμέσου του πόνου και των θλίψεων ο άνθρωπος αποκτά την Φώτιση, κι από άνθρωπος των παθών, της κτηνώδους δύναμης και της σαρκικής ηδονής, αποβάλλοντας κάθε τι ζωώδες, που τον κρατεί προσκολλημένο στη γη, μετουσιώνεται και καθίσταται σχεδόν άγιος, επιστρέφοντας στον “οίκο του πατρός” ή στον Όλυμπο, καθώς εισέρχεται μέσα από έναν απολυτρωτικό θάνατο σε ένα ανώτερο επίπεδο συνειδητότητας. Το τέλος του βιώνεται σαν μια αποκάλυψη, σαν ένα είδος μεταμόρφωσης.
Στο δρόμο για τον Κολωνό, προστάτης του στα τραχιά μονοπάτια της εξορίας και παρηγορητής του με την απέραντη τρυφερότητά της, είχε σαν σύντροφο την θυγατέρα του Αντιγόνη, που ήταν τα μάτια του και το στήριγμα των τρεμάμενων βημάτων του. Αυτό το αλησμόνητο ζευγάρι, που ανέκαθεν χάραζε την εικόνα της δυστυχίας που οδηγεί στο έλεος, κάνει την εμφάνισή του στην αρχή της τραγωδίας :
« Τέκνον τυφλού γέροντος Αντιγόνη, τίνας
χώρους αφίγμεθ’ ή τίνων ανδρών πόλιν;
Τις τον πλανήτην Οιδόπουν καθ’ ημέραν
την νυν σπανιστοίς δέξεται δωρήμασιν,
σμικρόν μεν εξαιτού ντα, του μικρού δ’ έτι
μείον φέροντα, και τόδ’ εξαρκούν εμοί.
Στέργειν γαρ αι πάθαι με χω χρόνος ξυνών
μακρός διδάσκει και το γενναίον τρίτον…» ( Οιδίπους επί Κολωνώ, στ.1-8)
Mετάφρ.: Ω Αντιγόνη, θυγατέρα ενός τυφλού γέροντα! Σε ποιό τόπο της γης και σε ποια πόλη κοντά βρισκόμαστε; Από ποιόν άνθρωπο εγώ, ο περιπλανώμενος Οιδίποδας, θα πάρω μια ελάχιστη βοήθεια; Ζητώ ελάχιστα και παίρνω ακόμη λιγότερα. Αλλά είμαι ευχαριστημένος ακόμη και με αυτά. Γιατί οι συμφορές του παρελθόντος και η πείρα που απέκτησα από αυτές, σε συνδυασμό με την ευγενική μου καρδιά, με δίδαξαν την υπομονή».
Σαν έφτασαν στον Κολωνό, στο ιερό δάσος των Ευμενίδων, ο Οιδίποδας χαιρέτησε τις φοβερές θεές σαν τις ελευθερώτριές του, γιατί ο χρησμός του Φοίβου ανέφερε πως εκεί θα συναντούσε τον θάνατο και την απολύτρωσή του. Ο τυφλός γέροντας δεν φοβάται τις Ερινύες (*1)γιατί δεν έχει πια τύψεις. Απέρριψε το βάρος των συμφορών, που τον είχε συντρίψει, κατανοώντας τις. Υπερκέρασε την Νέμεση υποφέροντας με ηρεμία κάθε είδους δυσκολία. Όπως το μέταλλο καθαρίζεται από την σκουριά με τη φωτιά, έτσι και η ψυχή αποβάλλει την σκουριά της στο καμίνι του πόνου. Μετά το μέταλλο αποκτά την στιλπνάδα του και λάμπει στο φως του ήλιου. Με τον ίδιο τρόπο και η ψυχή αποκτά πνευματική στιλπνάδα και λάμπει στον πνευματικό κόσμο.
Ο ρακένδυτος, κυρτός από τα βάσανα και τις συμφορές, βασιλιάς, εμφανίζεται στις πύλες της πόλης με το χέρι στηριγμένο στον ώμο της θυγατέρας του, σαν θεός διωγμένος από τον Όλυμπο, που τον οδηγεί μια συμπονετική μούσα. Όμως μετά την “ πτώση” και τη λύτρωση είναι έτοιμος να ξαναγυρίσει στον πνευματικό Όλυμπο, ισόθεος με τους Ολύμπιους, έχοντας αποκτήσει το προνόμιο να ευεργετεί. Οι χρησμοί του ιερού μαντείου των Δελφών διακήρυξαν πως το σώμα του Οιδίποδα θα προστατεύει την γη που θα το σκεπάσει. Ο τάφος του, πιο ισχυρός από μια Ακρόπολη, θα υπερασπίσει την πόλη, που θα φυλάξει τα λείψανά του.
Ο θάνατος του Οιδίποδα ήταν θαυμαστός. Τρεις φορές αστραποβόλησε ο ουρανός, οιωνός που έδειχνε πως οι θεοί καλούσαν κοντά τους αυτόν που πλήρωσε μέχρι κεραίας το χρέος του, το κάρμα του. Χωρίς καρμικές οφειλές, ανάλαφρος, έχοντας σπάσει τις αλυσίδες των γήινων ενσαρκώσεων, όπως ο Ενώχ και ο Ηλίας, αναλήφθηκε στους ουρανούς. O μοναδικός μάρτυρας, ο Θησέας, στεκόταν ακίνητος, έχοντας τα χέρια του μπροστά από τα μάτια του και παίρνοντας την στάση ενός ανθρώπου, που θαμπώθηκε από κάποιο όραμα. Άραγε, ο Οιδίποδας κεραυνοβολήθηκε ή μήπως άνοιξε η γη και τον κατάπιε; Ο βασιλιάς της Αθήνας ποτέ δεν θα το αποκαλύψει!
Αν οι μυημένοι στα Ελευσίνια Μυστήρια, που είχαν δάσκαλους τους Ευμολπίδες, ρωτούσαν γι αυτό το ζήτημα, δίχως αμφιβολία θα έπαιρναν την ακόλουθη απάντηση:
« Ο Θησέας πρέπει να είδε το φυσικό (υλικό) σώμα του Οιδίποδα να αναλώνεται από τις φλόγες της Πύρινης Αρχής, που προέρχεται από τα έγκατα της γης, και στη συνέχεια είδε την μεταμορφωμένη του ψυχή να ενδύεται το Ψυχικό της σώμα, εγκαταλείποντας το θνητό λείψανο για να ενωθεί με τους θεούς. Αυτός είναι και ο λόγος που, σύμφωνα με την διήγηση του αγγελιοφόρου, ο Θησέας μόλις είδε το θαύμα, γονάτισε αποδίδοντας εξίσου τιμή και λατρεία στην Γαία και τον Όλυμπο, την κατοικία των θεών».
Είναι σίγουρο πως στο τέλος του εξιλαστήριου δράματος ο Σοφοκλής ανασήκωσε μια πτυχή του πέπλου των Ελευσινίων Μυστηρίων, τονίζοντας με αυτή την εικόνα, που ήταν ταυτόχρονα συμβολική και πραγματική, την ολοκληρωτική απελευθέρωση της ψυχής από τα γήινα δεσμά της, διαμέσου του πυρός του πόνου και της δύναμης της θέλησης.
* Ο Paul Diel μας λέει πως το σύμβολο των “ εξορυγμένων οφθαλμών” εκφράζει την αφύπνιση της σωτήριας μεταμέλειας και της ενδοσκοπικής διορατικότητας. Μ’ αυτήν την έννοια, ο Οιδίποδας βγάζει τα μάτια του νιώθοντας ύψιστη μεταμέλεια γιατί δεν ακολούθησε τα ιδανικά του, γιατί σκότωσε το πνεύμα (πατέρα) και παντρεύτηκε τη γη ( μητέρα), που τα μάτια του είχαν δει μονάχα τις υλικές απολαύσεις της. Αυτό-τυφλώνεται για ν’ αποσυρθεί από τον κόσμο και να σωθεί από την σαγήνη του, για να ξαναβρεί την επίγνωση του εαυτού του και να συμφιλιωθεί με το προδομένο πνεύμα.
Ο τυφλός Οιδίποδας οδηγείται από την κόρη του, την Αντιγόνη, στον Κολωνό, όπου βρίσκεται το ιερό των Ευμενίδων. Οι Ευμενίδες είναι Ερινύες με ευεργετικές ιδιότητες. Ενώ οι Ερινύες συμβολίζουν την απωθημένη ενοχή, που έχει γίνει τώρα καταστροφική, τις οδυνηρές τύψεις, οι Ευμενίδες αντιπροσωπεύουν την ίδια αυτήν ενοχή, που όμως ομολογείται και γίνεται ύψιστα δημιουργική, την σωτήρια μεταμέλεια. Ώστε ο συμβολισμός υπογραμμίζει ότι ο “ψυχικά άρρωστος”, εκείνος που με ματαιοδοξία φιλοδοξεί να φτάσει τις υψηλές πνευματικές σφαίρες, τυφλωμένος από την απώθηση, βασανισμένος από την ενοχή, δεν είναι δυνατό να θεραπευθεί παρά μονάχα αν “ αυτοτυφλωθεί” για να μη μπορεί να “ δει” την σαγήνη του κόσμου, για να ξεκαθαρίσει την ενοχή του. Για να εκφραστούμε με συμβολικούς όρους : ο ένοχος λυτρώνεται από την οδύνη, τις Ερινύες, καταφεύγοντας στις Ευμενίδες, που το ιερό τους στην Ελλάδα είχε την ίδια λυτρωτική δύναμη μ’ εκείνη του ναού του Απόλλωνα, όπου υπήρχε η επιγραφή « γνώθι σ’ αυτόν».
Η τελική εικόνα του μύθου, που μας δείχνει τον Οιδίποδα στον Κολωνό, μέσα στο ιερό των Ευμενίδων, τις ευεργετικές θεότητες, εμφανίζει τον ήρωα συμβολικά τυφλωμένο σε σχέση με τις διεστραμμένες γοητείες του κόσμου, αλλά με πλήρη επίγνωση του εαυτού του. Ο μύθος του Οιδίποδα μας μεταφέρει το μήνυμα πως κάθε άνθρωπος είναι ο μυθικός γιος του πατέρα-πνεύματος και της μητέρας-γης, και κάθε άνθρωπος διαλέγει τη μοίρα του “παντρευόμενος” και “σκοτώνοντας” τους μυθικούς του γονιούς, είτε με τη θετική τους σημασία (πνευματοποίηση-εξιδανίκευση), είτε με την αρνητική τους σημασία ( ματαιόδοξη έξαρση-αποπνευματοποίηση).
Σύμβολο της ανθρώπινης ψυχής και των συγκρούσεών της, σύμβολο του ατόμου εκείνου, που με ματαιοδοξία φιλοδοξεί να φτάσει τις ύψιστες πνευματικές σφαίρες, του ικανού για παραλογισμό αλλά και για ανάταση, ο Οιδίποδας, παρασυρόμενος στην πτώση από ψυχική αδυναμία, αλλά και αντλώντας από την ίδια του την πτώση τη δύναμη εξύψωσης, εμφανίζεται τελικά σαν ήρωας-νικητής.
* Ο Σοφοκλής στην τραγωδία του “Οιδίπους Τύραννος”, μας παρουσιάζει τον Οιδίποδα σαν τον τραγικά χτυπημένο άνθρωπο, τον σκληρά τιμωρημένο από τους θεούς. Στην δεύτερη τραγωδία του “Οιδίπους επί Κολωνώ”, αναγνωρίζουμε το εξής παράδοξο: ο άνθρωπος που πρόσβαλε τους θεϊκούς νόμους και τιμωρήθηκε αυστηρά από τους θεούς, ήταν ταυτόχρονα ένας εκλεκτός. Η ταπείνωση και η φριχτή του πτώση έγινε μαζί κι ανύψωση!
Οι θεοί έχουν τη δύναμη να εξυψώσουν τον Οιδίποδα, όπως είχαν κάποτε τη δύναμη να τον ταπεινώσουν.
Τον καθιστούν “ήρωα”, όχι για τα σωματικά του προσόντα και τα ηρωικά του κατορθώματα, αλλά για τα πνευματικά προσόντα και τη διορατική δύναμη που απόχτησε, τον περιβάλλουν με αίγλη, τον κατατάσσουν στους “αγαυούς ήρωες”, δηλαδή σ΄ αυτούς που λάμπουν από το φως της γνώσης (*2). Έτσι κι αυτός, με τη γνώση και τη σωφροσύνη που απόχτησε, ξεπέρασε το ανθρώπινο στάδιο και μπορούσε να γίνει προστάτης των Αθηναίων.
Προκαλεί ίσως απορία γιατί οι θεοί επιφύλαξαν τέτοια τύχη για τον Οιδίποδα. Δεν ήταν μόνο μιασμένος από τα τρομερά αμαρτήματα της πατροκτονίας και της αιμομιξίας, αλλά κι άνας εξόριστος, τυφλός, φτωχός κι εξαθλιωμένος γέροντας. Ωστόσο αυτόν οι θεοί διάλεξαν να ηρωποήσουν και να τιμήσουν, δίνοντάς του υπερφυσικές δυνάμεις. Η ηρωποίηση του Οιδίποδα ήταν η ανταμοιβή για τα προηγούμενα πάθη του. Οι θεοί, που τον έριξαν σε τόσες συμφορές, τον ανύψωσαν γιατί απλούστατα είναι δίκαιοι! Ο Οιδίποδας ήταν το όργανο, που οι θεοί διάλεξαν για να εκφράσει την βούλησή τους στους ανθρώπους. Κι αφού τον χρησιμοποίησαν, έπρεπε να τον αποκαταστήσουν, κι ακόμα ψηλότερα.
Για να κατανοήσουμε την οργή και το μίσος του Οιδίποδα προς τους γιούς του, θα πρέπει να αναλογιστούμε τη σημασία , που έδιναν οι αρχαίοι πρόγονοί μας στο καθήκον των παιδιών απέναντι στους γονείς τους. Τα παιδιά, με θεσπισμένους νόμους, ήταν υποχρεωμένα να φροντίζουν και να προστατεύουν τους ανήμπορους γονείς τους. Ο σοφός Σόλωνας το είχε προβλέψει στους νόμους του ενώ ο Πλάτωνας χαρακτηριστικά αναφέρει στους “Νόμους” του, πως όποιος τολμήσει να κακομεταχειριστεί τον πατέρα ή τη μητέρα του, τιμωρείται με φριχτά βασανιστήρια. Επίσης στο ίδιο έργο αναφέρεται πως αν κάποιος παραμελεί τους γονείς του και δεν εκτελεί τις επιθυμίες τους, πρέπει να καταγγελθεί. Αν κριθεί ένοχος, θα τιμωρηθεί με μαστίγωμα και φυλάκιση ή και με ακόμα βαρύτερη ποινή.
Ηθικά και νομικά ο γέροντας πατέρας είναι κατοχυρωμένος να καταραστεί του γιους του. Σαν μικρή θεότητα πρέπει να εξασφαλίσει την τάξη. Αντιμετωπίζει αυστηρά τον Πολυνείκη οδηγούμενος και από το θρησκευτικό του συναίσθημα. Ο Πολυνείκης είχε σφάλλει απέναντι στους θεούς, είχε φανεί βλάστημος απέναντι στον Δία, που προστατεύει την οικογένεια και τους γονείς. Δεν τήρησε το υπέρτατο πατρικό του καθήκον, αλλά και στράφηκε κατά του αδελφού του, σπάζοντας έτσι τους οικογενειακούς δεσμούς. Γι αυτό ο Οιδίποδας, παραμερίζοντας τον πόνο του πατέρα που καταριέται τα ίδια του τα σπλάχνα, με ηθική ευθύνη για το σωστό, συνδέει τις κατάρες του με ανώτερες δυνάμεις, τη Δίκη και τον Δία. Ρίχνει τις κατάρες του με όλη τη δύναμη ενός χθόνιου θεού, που επιζητεί την αποκατάσταση της δικαιοσύνης.
Όταν φτάνει στο ιερό των Ευμενίδων, στηριγμένος στον ώμο της Αντιγόνης, έχει ήδη υπερβεί τη θνητή του φύση, η ηρωοποίησή του έχει αρχίσει. Έτσι βαθμιαία αποκαλύπτεται η “ηρωική” του δύναμη. Στην αγάπη και το μίσος του, στην ευγνωμοσύνη του για το καλό και την εκδικητικότητά του για το κακό, στη δύναμή του να βοηθά και να τιμωρεί, στην προφητική του γνώση για το τι θα συμβεί, είναι ανώτερος από κάθε άνθρωπο, που έρχεται σε επαφή ή σύγκρουση μαζί του. Η δαιμονική του δύναμη, με την έννοια του υπερβατικού φυσικά, μεγαλώνει σε αντίθεση με τα προηγούμενα δεινά και την εξαθλίωσή του.
Τα παλιά του σφάλματα και τα ελαττώματα του χαρακτήρα μετατρέπονται σε προτερήματα. Η υπερβολική οργή και ο παρορμητισμός του, που στο παρελθόν τον οδήγησαν στο κακό, μετατρέπεται σε δύναμη κι αποφασιστικότητα στη διαμάχη του με τον Κρέοντα και τον Πολυνείκη. Η βιαιότητά του, που κάποτε τον έκανε να σκοτώσει τον πατέρα του, τώρα θα γίνει μαχητική δύναμη, που θα προστατεύει την Αθήνα. Τα πάθη του που τον έστρεψαν, παρά τη θέλησή του, ενάντια στους θεούς, τώρα γίνονται το όργανο για να ικανοποιήσουν τη θεία βούληση. Η τάξη, λοιπόν, αποκαθίσταται και η αρμονία επανέρχεται.
Ο Οιδίποδας είχε τη δύναμη να υπομείνει τα δεινά του. Γι’ αυτό άξιζε να γίνει ήρωας. Εκεί έγκειται η ανθρώπινη μεγαλοπρέπεια, να μπορεί κανείς ν’ ανυψώνεται παρ’ όλες τις δυστυχίες. Η ανώτερη αυτή δύναμη αναγνωρίζεται κι ανταμείβεται από τους θεούς. Ο ήρωας γίνεται ένας ευεργέτης της ανθρωπότητας, τηρώντας το « αν εγώ υψωθώ θέλει ελκύσαι πάντας προς ‘με».
* Στην Ιλιάδα ( ραψ.Ψ) ο Όμηρος κάνει τη νύξη πως οι πρώτοι αγώνες πιθανόν να έγιναν στη Θήβα, κοντά στον τάφο του Οιδίποδα και της οικογένειάς του. Αναφέρει ότι ο Αχιλλέας αθλοθέτησε αγώνες στην Τροία για να τιμήσει το νεκρό φίλο του Πάτροκλο, τα “άθλα επί Πατρόκλω”, καλώντας τους Αχαιούς να διαγωνιστούν και να κερδίσουν τα βραβεία των αγώνων:
« Ετρύαλος δε οι οίος ανίστατο, ισόθεος φως,
Μηκιστήος υιός Ταλαïονίδαο άνακτος,
Ός ποτε Θήβασδ’ ήλθε, δεδουπότος Οιδιπόδαο
Ες τάφον, ένθα δε πάντας ενίκα Καδμείωνας» ( Ιλιάδα, Ψ 677-680 )
Από το έπος προκύπτει η πληροφορία ότι ο Οιδίποδας θάφτηκε στην Θήβα. Έτσι η εκδοχή του Σοφοκλή για ταφή στον Κολωνό, είναι μεταγενέστερη κι αντίθετη με το ομηρικό έπος, οπότε πιθανόν να κρύβει κάποια σκοπιμότητα. Ότι δηλαδή όλοι οι κυνηγημένοι ήρωες διαφόρων πόλεων, όπως ο Οιδίποδας, ο Ορέστης, ο Αμφιάραος, βρήκαν καταφύγιο, φιλοξενία και δικαίωση στην κοιτίδα του ανθρωπισμού, την Αθήνα ( 17 ).
Όπως αναφέρει ο καθηγητής- αρχαιολόγος κ. Θεοδ. Σπυρόπουλος, ο τάφος του Οιδίποδα βρέθηκε κατά τις ανασκαφές του στον λόφο “Μεγάλο Καστέλι” της Θήβας, στην περιοχή όπου η παράδοση τοποθετούσε τους τάφους των ηρώων του Θηβαïκού κύκλου. Εκεί ο Παυσανίας μνημονεύει τους τάφους του Τυδέα, του Μελάνιππου και τα “Οιδίποδος παίδων Μνήματα”.
Οι τάφοι που ανασκάφτηκαν ανήκουν σε προσωπικότητες της Μυκηναïκής εποχής ( 1500-1200 π.χ.). Οι ηγεμονικοί τάφοι της Μυκηναïκής εποχής έχουν το χαρακτηριστικό να είναι κτιστοί ή λαξευτοί θόλοι ή μεγάλοι θαλαμωτοί τάφοι. Στον τελευταίο τύπο ανήκουν οι ηγεμονικοί τάφοι, που βρέθηκαν στη Θήβα. Στο μυκηναïκό ηγεμονικό νεκροταφείο στο Μεγάλο Καστέλι βρέθηκαν αρκετοί λαξευτοί, κατά κανόνα διπλοί, θαλαμωτοί τάφοι, τους οποίους η παράδοση απέδωσε στους ήρωες του θηβαïκού κύκλου. Ο μεγαλύτερος ήταν αυτός της βόρειας πλευράς του λόφου, που είναι κι ο μεγαλύτερος λαξευτός τάφος που έχει βρεθεί στην Ελλάδα ( διαστ. 11x 7x 4 m ), κι αυτόν ο Παυσανίας ονομάζει “Οιδίποδος παίδων Μνήματα”. Έδωσε μάλιστα την ακριβή και πιστοποιημένη απόστασή του από την “Οιδιποδεία Κρήνη”, την οποία ανακάλυψε ο Αντ. Κεραμόπουλος στην πλατεία των Αγ. Θεοδώρων, ενός προαστίου της Θήβας. Σ’ αυτήν λέγεται πως έπλυνε τα πατροκτόνα χέρια του ο Οιδίποδας μετά το φόνο του Λάιου.
Στην τραγωδία του Σοφοκλή “Αντιγόνη”, η ηρωίδα περιγράφει τον τάφο, στον οποίο θα ταφεί ζωντανή :
« Ω τύμβος, ώ νυμφείον, ώ κατασκαφής
οίκησις αείφρουρος, οί πορεύομαι
προς τους εμαυτής, ων αριθμόν εν νεκροίς
πλείστον δέδεκται Φερσέφασσ’ ολωλότων» ( Στ. 891-894 )
Μετάφρ. : «Ώ τύμβε, νυφική μου παστάδα, κατοικία σκαμμένη στον βράχο, που φυλάσσεται συνεχώς. Εκεί έρχομαι για να συναντήσω τους δικούς μου που είναι πολλοί και τους έχει πάρει η Περσεφόνη στον Άδη».
Βλέπουμε να περιγράφει τον ίδιο τάφο, που ανακαλύφτηκε στο λόφο της Θήβας, που είναι ο οικογενειακός τάφος του Οιδίποδα.
Ας αφήσουμε τον Παυσανία να συνεχίσει τη διήγησή του:
« Εκ Θηβών δε οδός ες Χαλκίδα κατά πύλας ταύτας εστί τας Προιτίδας. Τάφος δε επί τη λεοφόρω δείκνυται Μελανίππου, Θηβαίων εν τοιίς μάλιστα αγαθού τα πολεμικά. Και ηνίκα επεστράτευσον οι Αργείοι, Τυδέα ο Μελάνιππος ούτος και αδελφών των Αδράστου Μηκιστέα απέκτεινε, και οι και αυτώ την τελετήν υπό Αμφιαράω γενέσθαι λέγουσι. Τούτου δε εγγύτατα τρεις εισίν αργοί λίθοι. Θηβαίων δε οι τα αρχαία μνημονεύοντες Τυδέα φασίν ενταύθα είναι τον κείμενον, ταφήναι δε αυτόν υπό Μαίονος, και ες μαρτυρίαν του λόγου παρέσχον των εν Ιλιάδι έπος. Τυδέος όν Θήβησι χυτή κατά γαία καλύπτει.
Εξής δε εστι των Οιδίποδος παίδων μνήματα, τα δ’ επ΄αυτοίς δρώμενα ου θεασσάμενος πιστά όμως υπείληφα είναι. Φασί γαρ και άλλοις οι Θηβαίοι των καλουμένων ηρώων και τοις παισίν εναγίζειν τοις Οιδίποδος. Τούτοις δε εναγιζόντων αυτών την φλόγα, ωσαύτως δε και τον απ’ αυτής καπνόν διχή διίστασθαι». ( Παυσανίας 9, 18, 1-3 )
Μεταφρ.: « Στο μέρος δε αυτών των Προιτίδων πυλών είναι ο δρόμος που οδηγεί από τη Θήβα προς τη Χαλκίδα. Κοντά στην λεοφόρο δεικνύεται ο τάφος του Μελάνιππου, ο οποίος ήταν ένας από τους πολεμικώτερους Θηβαίους, και όταν οι Αργείοι εξεστράτευσαν, ο Μελάνιππος εφόνευσε τον Τυδέα και τον αδελφό του Αδράστου Μηκιστέα, και λέγουν επίσης ότι αυτός ο ίδιος εφονεύθη από τον Αμφιάραο. Πλησιέστερα είναι τρεις λίθου ακατέργαστοι. Όσοι από τους Θηβαίοιυς ενθυμούνται τα αρχαία λέγουν ότι ο θαμένος εκεί Τυδέας, ο οποίος ετάφη από τον Μαίονα, και σαν απόδειξη του λόγου φέρουν μάρτυρα ένα στίχο της Ιλιάδας: του Τυδέα, που στας Θήβας χυτό χώμα τον σκεπάζει.
Κατόπιν είναι τα μνήματα των υιών του Οιδίποδα, τα δε τελούμενα επάνω σε αυτά, αν και δεν τα είδα, όμως νομίζω ότι είναι πιστευτά. Λέγουν δηλαδή οι Θηβαίοι, ότι και εις άλλους από τους ονομαζόμενους ήρωας προσφέρουν θυσίας και εις τους υιούς του Οιδίποδα, και όταν θυσιάζουν λέγουν ότι η φλόγα, καθώς κι ο καπνός, χωρίζονται εις δύο».
Συνεπώς κάθε άλλο παρά μυθικά πρόσωπα είναι τα αναφερόμενα. Έτσι ο Οιδίποδας είναι υπαρκτό πρόσωπο, με σάρκα και οστά!
Ο βασιλικός τάφος, που βρέθηκε, ήταν το κέντρο ενός αθλητικού στίβου κι ενός μοναδικού ιππόδρομου. Δύο μνημεία πιστοποιούν την μετατροπή του λόφου Μεγάλο Καστέλι σε αθλητικό στίβο. Το πρώτο είναι μια εξέδρα, που βρέθηκε ΒΔ του τάφου του Οιδίποδα, σκαλισμένη στον μαλακό βράχο, βαθμιδωτά κι αμφίπλευρα. Είχε βαθμίδες πλατειές και ψηλές ( 0,50 m), που ήσαν στραμμένες προς τον ελεύθερο χώρο μεταξύ των δύο λόφων των Καστελίων. Το δεύτερο είναι ένας κοίλος ιππόδρομος, σκαμμένος στον βράχο, πλάτους 2- 2,30m. Κατά τον αρχαιολόγο, που έκανε τις ανασκαφές, ο στίβος της Μυκηναïκής Θήβας είναι ο αρχαιότερος οργανωμένος αγωνιστικός στίβος της Ελλάδας και εκτός από τις αρματοδρομίες τελούσαν όλα τα αγωνίσματα του μεταγενέστερου ολυμπιακού κύκλου, δηλ. πυγμαχία, πάλη, δρόμο ταχύτητας, οπλομαχία, δισκοβολία, τοξοβολία και ακοντισμό. Οι αγώνες αποτελούσαν μέρος της νεκρολατρείας και ήταν η κορυφαία βαθμίδα του χρέους της κοινωνίας προς τους ήρωες-νεκρούς, του χρέους που ο Όμηρος αποκαλεί “γέρας θανόντων”, δηλαδή το βραβείο των νεκρών.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------
(*) Eρινύες :θηλυκές θεότητες της ελληνικής και της ρωμαïκής μυθολογίας. Είναι προστάτιδες του οικογενειακού δικαίου, του χρέους έναντι των προγόνων, της συγγένειας του αίματος και γενικά τιμωρούν κάθε πράξη, που έρχεται σε αντίθεση με τους άγραφους νόμους της ηθικής.
Αρχικά φαίνεται πως ήταν μία κι όχι τρεις, όπως καθιερώθηκαν αργότερα. Ο Όμηρος αναφέρει αδιακρίτως Ερινύς ή Ερινύες, χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στο αν πρόκειται για μία ή περισσότερες. Σαν τριάδα εμφανίζονται πρώτα στον Ευριπίδη. Τα ονόματά τους είναι Αληκτώ, Μέγαιρα και Τεισιφόνη, που δηλώνουν αντίστοιχα: της πρώτης πως καταδιώκει ως το τέλος και τιμωρεί, της δεύτερης την εχθρική διάθεση και της τρίτης την τιμωρία του φόνου.
Κατά τον Ησίοδο οι Ερινύες γεννήθηκαν, όπως και οι Γίγαντες και οι Μελιές Νύμφες, από το αίμα του Ουρανού, που χύθηκε πάνω στη Γη, όταν ο γιος του Κρόνος, με προτροπή της ίδιας της Γης, απέκοψε με δρεπάνι τα γεννητικά μόρια του πατέρα του και τα πέταξε στη θάλασσα. Κατά τον Αισχύλο οι Ερινύες είναι θυγατέρες της Νύχτας, ενώ κατά τον Σοφοκλή θυγατέρες του Σκότους και της Γης.
Απεικονίζονται σε παραστάσεις αρχαίων μνημείων σαν νεαρές παρθένες με αθλητικό παράστημα, ή κυνηγοί ή και γριές, άλλοτε φτερωτές κι άλλοτε όχι. Η όψη τους είναι τρομερή, αντί για μαλλιά έχουν φίδια ή κρατούν φίδια ή έχουν στη μέση τους ζωσμένα φίδια. Από τα μάτια τους έβγαζαν φωτιές και δηλητηριασμένο αφρό. Από το στόμα τους έβγαζαν επίσης φωτιές και η αναπνοή τους είχε δυσώδη οσμή, που ήταν ανυπόφορη ακόμη και στους θεούς. Η φωνή τους έμοιαζε με μυκηθμούς ταύρων, ενώ όταν πλησίαζαν τον καταδιωκόμενο αλυκτούσαν. Είχαν σκούρο δέρμα, όπως επίσης σκούρο ήταν και το ένδυμά τους, που άλλοτε ήταν μακρύ, κι άλλοτε κοντό, σαν αυτό που φορούσαν οι κυνηγοί, για να μπορούν να τρέχουν και να καταδιώκουν πιο εύκολα.
Κρατούσαν στα χέρια τους φίδι, το οποίο συμβόλιζε πιθανώς την ψυχή του φονευθέντος, που ζητούσε εκδίκηση. Η φύση τους μοιάζει με των Αρπυιών, δηλ. κυνηγούν για να αρπάξουν το θύμα τους και η αμείλικτη αυτή καταδίωξη του φονιά γίνεται πάνω στη γη και τη θάλασσα, όσο και στον Άδη. Όταν τον φτάσουν του κόβουν το κεφάλι, του βγάζουν τα μάτια, τον μαστιγώνουν, τον λιθοβολούν και του πίνουν το αίμα.
Παρά τη δαιμονική και καταχθόνια φύση τους έχουν και κάποιες ανθρώπινες συνήθειες. Όπως λ.χ. κουράζονται και βυθίζονται σε βαθύ ύπνο.
Έχουν όμως και μια δεύτερη φύση, μια δεύτερη υπόσταση με την οποία εμφανίζονται. Όταν ικανοποιηθούν, όταν εξευμενιστούν , τότε γίνονται “Ευμενίδες” καλοσυνάτες προς τους ανθρώπους, ήρεμες. Ο Αισχύλος και άλλες φιλολογικές πηγές ταυτίζουν τις Ερινύες και τις Ευμενίδες ή Σεμνές. Η ονομασία Ευμενίδες είναι μεταγενέστερη των Ερινύων. Σύμφωνα με τον Φιλόστρατο, το όνομα Ευμενίδες αποτελεί ευφημισμό αντί του Ερινύες.
(*) Αγαυοί ήρωες : οι λάμποντες από το φως της Γνώσης. Ο Πλάτωνας στον “Κραιτύλο”, θέτει το όνομα ετυμολογικά σε σχέση με τον Έρωτα, γιατί, λέει, όλοι οι ήρωες γεννήθηκαν από τον έρωτα ενός θεού και μιάς θνητής ή ενός θνητού με μια θεά. Ήσαν σοφοί, εύγλωττοι, και διαπνεόντουσαν από τον έρωτα να διδάξουν τους ανθρώπους. Μπορούν να καταταγούν στην τάξη των επικουρίων οντοτήτων, που με τη γνώση και την αρετή ξεπέρασαν το ανθρώπινο στάδιο κι έρχονται σαν βοηθοί και συμπαραστάτες στον αγώνα των ανθρώπων για την αποθέωσή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου