Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Η εκστρατεία των επτά:(Β΄) η προετοιμασία της εκστρατείας

[[ δαμ-ων ]]

Α΄. Ο Μύθος
Εφόσον η προσπάθεια για συμβιβασμό των γιών του Οιδίποδα, του Πολυνείκη και του Ετεοκλή, απέτυχε, δεν έμενε τίποτε άλλο από το να ετοιμαστεί η εκστρατεία. Όρκος έδενε τον Άδραστο με τους γαμπρούς του κι έπρεπε να τον τηρήσει. Ο ίδιος ο Πολυνείκης με τον Τυδέα πήγαν στα παλάτια πολλών βασιλιάδων, για να ζητήσουν την συμπαράστασή τους και να στρατολογήσουν πολεμιστές. Στις Μυκήνες έγιναν δεκτοί με τιμές κι επαίνους για τα σχέδιά τους, μα ο Αγαμέμνονας δεν πήρε μέρος γιατί οι μάντεις του παλατιού του τον συμβούλεψαν να μη συμμετάσχει, επειδή ο Δίας τους είχε στείλει κακούς οιωνούς για την έκβαση της εκστρατείας. Κάποιοι λένε πως έστειλε Μυκηναίους με αρχηγό τον ανιψιό του τον Ιππομέδοντα. Πολεμιστές άρχισαν να καταφτάνουν στο Άργος από πολλές πόλεις της Πελοποννήσου, ενώ στρατολογήθηκαν τα πιο αντρειωμένα παλικάρια του Άργους. Πρώτος ήρθε ο Μηκιστέας, αδελφός του Άδραστου, ονομαστός γιατί είχε νικήσει όλους τους Καδμείους στους μεγάλους αγώνες της Θήβας, που έγιναν για τον θάνατο του Οιδίποδα. Μετά ήρθε ο Ιππομέδων, που απόρθητο είχε πύργο στη Λέρνα, φτιαγμένο με λαξευμένα κυκλώπεια λιθάρια. Ήταν ψηλός, λες και τον γέννησε η Γη μαζί με τα παιδιά της, τους γίγαντες, και με τα άγρια σκληρά του γένια και τα ανάκατα μαύρα σαν κατράμι μαλλιά του είχε φοβερή όψη, σκορπίζοντας τον τρόμο στους εχθρούς του. Ιερή μανία τον κυρίευε σαν ορμούσε στη μάχη κρατώντας την ολόχαλκη σφυρηλατημένη ασπίδα του, μεγάλη σαν αλώνι, με σκαλιστό στη μέση τον φοβερό Τιφώνα, που άστραφταν τα μάτια του και ξερνούσε φωτιά και μαύρους καπνούς το στόμα του, ενώ το κορμί του κατέληγε σε φίδια, που κουλουριάζονταν στο στεφάνι της ασπίδας. Ήταν ο καλύτερος καβαλάρης κι άριστος χειριστής του τόξου.
Από την πεδινή Τεγέα της Αρκαδίας ήρθε ο πανέμορφος Παρθενοπαίος, γιός της Αταλάντης και του Μελανίωνα ή κατ’ άλλους του Μελέαγρου ή κι ακόμη του θεού Άρη, που στα μάγουλά του φύτρωνε το πρώτο χνούδι, τονίζοντας τα εξαιρετικά ανδρικά του χαρακτηριστικά, αυτά που λίγωναν τα κοριτσόπουλα και λαχταρούσαν να χαθούν στην αγκαλιά του. Τα πλούσια ξανθοκόκκινα μαλλιά του κυμάτιζαν παιγνιδιάρικα στο πρώτο φύσημα του αγέρα και η γοργή και καθηλωτική του ματιά καθήλωνε κάθε θηλυκό, ενώ προκαλούσε τον θαυμασμό σε κάθε άντρα. Μέσα στην αρματωσιά του φάνταζε πανώριος και την ασπίδα του κοσμούσε η μορφή της μητέρας του Αταλάντης που τόξευε τον Καλυδώνιο Κάπρο. Άλλοι έλεγαν πως για να τρομάξει τους αντιπάλους του, είχε βάλει να σκαλίσουν την τρομερή Σφίγγα της Θήβας καθώς κατασπάραζε ένα από τα θύματά της.

Η συνέχεια >>> εδώ …

Μετά ήρθε ο θηριώδης Καπανέας, με ένστικτα μανιασμένης τίγρης, απειλώντας να πατήσει τη Θήβα και αφού την κάψει να ανασκάψει τα αποκαΐδια και να μη μείνει πέτρα σε πέτρα, είτε ήταν θέλημα του Δία είτε όχι, γιατί αυτός δεν σκιαζόταν τον βροντορίχτη βασιλιά του Όλυμπου. Βλάστημα λόγια βγαίναν από τα άσπλαχνα σπλάχνα του κομπάζοντας πως τάχα οι αστραπές και οι κεραυνοί ήταν γι’ αυτόν λιακάδα του καταμεσήμερου. Φάνταζε σωστός γίγαντας κι ήταν ισάξιος του θεού του πολέμου Άρη στα έργα του πολέμου, με φρόνημα ανώτερο από τους θνητούς και σκληράδα λιονταριού. Για να λιποψυχίσει τους αντιπάλους του, είχε βάλει τον οπλουργό, που του ‘φτειαξε τα βαριά του άρματα, να σκαλίσει πάνω στην ασπίδα έναν αλαφιασμένο γυμνό γίγαντα με δαυλό στο χέρι να καίει μια κουρσεμένη πόλη. Άλλοι λένε πως έδειχνε τον γίγαντα, αφού με χοντρό λοστάρι είχε ξεθεμελιώσει την πόλη, ολάκερη να την έχει σηκώσει στους τριχωτούς του ώμους.
Άλλος τρανός παλικαράς, γητευτής των πιο άγριων αλόγων, ο πιο ικανός να χαλιναγωγεί και να ιππεύει τα πλέον ατίθασα άτια, ήταν ο Ετέοκλος από το Άργος, ο γιος του Ίφη ή του Ίφιτου. Ήταν μάλαμα παιδί με ακέραιο χαρακτήρα, αλλά δεινός στις πολεμικές τέχνες. Αυτός είχε σκαλισμένο στην ασπίδα του έναν ατρόμητο πολεμιστή, που πορθητής με βαριά σκάλα ανέβαινε στις πολεμίστρες εχθρικού κάστρου. Από κάτω είχε χαραγμένα τούτα τα λόγια : « Ούτε ο ίδιος ο Άρης δεν μπορεί να με βγάλει από ‘κει»!
Μαζεύτηκαν κι άλλοι πολέμαρχοι κι ενώθηκαν στη μεγάλη στρατιά. Ήρθε ο ήρωας Λαόδοκος, που είχε πάρει μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, γιός του Βίαντα και θείος του Άδραστου. Ήταν κι ανιψιός του Άδραστου, Λυκούργος, γιος του αδελφού του Πρώνακτα. Ήρθαν ακόμη οι γιοι του Αφαρέα, οι Λυγκέας και Ίδας και τέλος ο Αλιθέρσης ή Αλιμήδης.
Κι ενώ τόσοι ξακουστοί ήρωες και πολεμιστές είχαν μαζευτεί στο Άργος, ο βασιλιάς Άδραστος ήταν ανήσυχος γιατί ακόμα δεν είχε φανεί ο ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της θήρας του Καλυδώνιου Κάπρου, ο ξάδελφός του Αμφιάραος. Ήταν από τους πρώτους άρχοντες του Άργους, ισάξιος σε πλούτο, δύναμη και κύρος με το βασιλιά. Μα πάνω απ’ όλα ήταν γνωστός για τη σύνεση , τη σοφία του και κύρια για την μαντική του ικανότητα. Ο ίδιος ο βασιλιάς των θεών Δίας και ο γιος του Απόλλωνας τον προστάτευαν και για να τον τιμήσουν για την δικαιοσύνη και την ευσέβειά του τον προίκισαν με το χάρισμα της προφητείας. Διέθετε πλούσια ψυχικά χαρίσματα, ατρόμητος στη μάχη, γενναίος στο φρόνημα, με μια λέξη “άριστος”. Αυτόν τον θαυμαστό άνδρα είχε κάμει γαμπρό ο Άδραστος, δίνοντάς του γυναίκα την αδελφή του Εριφύλη. Χωρίς αυτόν δεν αισθανόταν σιγουριά ο βασιλιάς.
Από την αρχή του είχε αποκαλύψει τα σχέδιά του, μα ο Αμφιάραος συμβούλεψε τον Άδραστο και τους γαμπρούς του να μη ξεκινήσουν αυτόν τον πόλεμο, γιατί θα ήταν καταστροφικός γι όλους. Ο νεφεληγερέτης Δίας του είχε στείλει κακούς οιωνούς. Γνώριζε ο σοφός μάντης πως αν γινόταν η επιχείρηση, πόνος και δυστυχία θα τη σημάδευε, γιατί όλοι οι τρανοί πολεμιστές θα ‘πεφταν μπροστά στα τείχη της πόλης, που θα πολιορκούσαν. Ο μόνος που θα σωνόταν θα ήταν ο Άδραστος. Κι ο ίδιος θα πότιζε με το αίμα του τα ξένα χώματα και το τρυπημένο του κορμί θα γινόταν λίπασμα στη θηβαϊκή γη.
O Πολυνείκης και ο Τυδέας αδημονούσαν να ξεκινήσει η εκστρατεία, ενώ ο Άδραστος δεν ήθελε να αφήσει πίσω τον ξάδελφό του Αμφιάραο, γιατί ακόμη είχε στο νου του πως παλιά ήταν σφετεριστής του θρόνου. Ψυχοπλακώθηκαν και τους βασάνιζε η έγνοια μήπως σπάσει η ενότητα των πολεμιστών και ματαιωθούν τα σχέδιά τους. Το μόνο, που τους απόμεινε, ήταν να ζητήσουν τη συμβουλή του σοφού γέροντα Ίφη ή Ίφιτου. Σαν του εξέθεσαν τις ανησυχίες τους από την εμμονή του Αμφιάραου να μην ακολουθήσει την εκστρατεία, ζητώντας να τους πει πως θα μπορούσαν να τον πείσουν ν’ ακολουθήσει τη στρατιά, ο γέροντας τους απάντησε ότι μόνο η Εριφύλη ήταν σε θέση να τους βοηθήσει. Ο Άδραστος θυμήθηκε τον όρκο, που είχαν δώσει τα ξαδέλφια, σε κάθε διαφορά τους να ζητούν τη διαιτησία της γυναίκας του Αμφιάραου και συνάμα αδελφής του Άδραστου, και να υπακούουν στην κρίση της. Αφού αυτό που ήθελαν ήταν στο χέρι της Εριφύλης, ο Πολυνείκης, για να τη δωροδοκήσει, της πρόσφερε το σπάνιο κειμήλιο του βασιλικού οίκου της Θήβας, το βαρύτιμο περιδέραιο της Αρμονίας, αυτό το θεϊκό δώρο. Ποιά γυναίκα δεν θα υπέκυπτε σε τόσο σπάνιο δώρο; Η φιλάρεσκη αρχόντισσα ενέδωσε μπροστά στο βασιλικό δώρο κι έδωσε την υπόσχεση να ασκήσει κάθε επιρροή για να πείσει τον άντρα της.
Ο Αμφιάραος μαθαίνοντας την επίσκεψη στη γυναίκα του και μη μπορώντας να αρνηθεί την κρίση της, αναγκάστηκε να κρυφτεί, για να μην ενωθεί με τη στρατιά. Η Εριφύλη όμως που γνώριζε όλα τα μυστικά του άντρα της, γνώριζε και την κρυψώνα του, την οποία αποκάλυψε. Έτσι ο δύστυχος άντρας, προδομένος από την ίδια του τη γυναίκα για ένα περίτεχνο κόσμημα, αναγκάστηκε, παρά τη θέλησή του, να αρματωθεί και να ενωθεί μαζί με τους άντρες του με την υπόλοιπη στρατιά. Βαρύθυμος από την προδοσία κι απρόθυμος καθώς γνώριζε πως βαδίζει προς τον θάνατο, αποχαιρέτησε τους προσφιλείς του, φίλησε για τελευταία φορά τα κορίτσια του και η καρδιά του πετάρησε καθώς έκανε τη σκέψη πως δεν θα χαιρόταν στους γάμους τους, ενώ ένα δάκρυ κύλησε αυλακώνοντας το μάγουλό του φιλώντας τους γιους του, τον μικρό Αμφίλοχο και τον πρωτότοκο Αλκμαίωνα, με τη σκέψη πως δε θα αξιωθεί να τους δει ανδρειωμένα παλικαρόπουλα. Προτού ανέβει στο άρμα του, που το ‘σερναν κατάλευκα άτια, έσκυψε και ζήτησε από τον Αλκμαίωνα, σαν μεγαλώσει και μάθει για τον χαμό του στη Θήβα, να γδικηθεί τη μάνα του, που τον έστειλε στον αφανισμό, αλλά να τιμωρήσει και τη Θήβα πατώντας ο ίδιος το χώμα της και κουρσεύοντας τα τείχη της. Μετά έβγαλε από το θηκάρι το σπαθί του κι αφού το σήκωσε προς τον ήλιο τα χείλη του πρόφεραν φοβερή κατάρα για την Εριφύλη που τον καταδίκασε να πεθάνει.
Αφού ενώθηκε κι ο Αμφιάραος με τη στρατιά, ήταν επιτέλους έτοιμοι να ξεκινήσουν. Πριν να δοθεί το σήμα για το ξεκίνημα, όρισαν τους επτά αρχηγούς. Πρώτος ήταν ο Άδραστος, που είχε και το γενικό πρόσταγμα, δεύτερος ο γαμπρός του Πολυνείκης, ο διωγμένος βασιλιάς της Θήβας, τρίτος ο Τυδέας, ό άλλος γαμπρός, τέταρτος ο Αμφιάραος, ο προφήτης, το “ μάτι της στρατιάς” όπως τον αποκαλούσαν, πέμπτος ο θηριώδης Καπανέας, έκτος ο καρδιοκλέφτης Παρθενοπαίος κι έβδομος ο Μηκιστέας, ο αδελφός του Άδραστου. Άλλοι πάλι δεν συμπεριλάμβαναν στους επτά στρατηγούς τον Άδραστο και τους δύο γαμπρούς του, στους οποίους είχε ανατεθεί το γενικό πρόσταγμα, και πρόσθεταν τον Ιππομέδοντα, τον Ετέοκλο και τον Λυκούργο. Επειδή οι περισσότεροι στρατηγοί ήσαν από το Άργος το στράτευμα πήρε την επωνυμία “αργεία στρατιά”.
Εφόσον κανόνισαν τις λεπτομέρειες της εκστρατείας, πριν ξεκινήσουν ο βασιλιάς Άδραστος κάλεσε στο παλάτι του τους αρχηγούς, κάνοντας συμπόσιο. Εκεί έσφαξαν έναν χρονίσιο ταύρο, έχυσαν στο κοίλωμα μιας ασπίδας το αίμα του, κι αφού μαζεύτηκαν οι πολέμαρχοι γύρω απ’ αυτήν έχωσαν τα ακροδάχτυλά τους στο ζεστό αίμα κι έδωσαν όρκο στο θεό του πολέμου Άρη και στο γιο του Φόβο, καθώς και στη πολεμίστρια Ενυώ, ή να ξεθεμελιώσουν την Καδμεία ακρόπολη της Θήβας ή να πέσουν στη θηβαϊκή γη ποτίζοντάς την με το αίμα τους και τα κουφάρια τους να ταφούν στη ξένη γη, που δεν κατόρθωσαν να εκπορθήσουν. Όλο το βράδυ ούτε μια κουβέντα λιποψυχιάς δεν βγήκε από τα χείλη τους, η ματιά τους ήταν λιονταρίσια και η πνοή τους φλογερή σαν τη φωτιά με την οποία σκόπευαν να κατακάψουν την κυριευμένη Θήβα. Μόνο ο Αμφιάραος δεν ξεστόμιζε λόγια φοβέρας, γιατί ήξερε την κατάληξη του εγχειρήματος.
Σαν ξημέρωσε ο Άδραστος έδωσε το σύνθημα της εκκίνησης και η στρατιά πήρε το δρόμο για τη Θήβα. Πρώτος τους σταθμός ήταν η Νεμέα. Εκεί βασίλευε ο Εύφηγος ή ο Λυκούργος, που ήταν ανιψιός του Άδραστου. Ο Εύφηγος ήταν γαμπρός ενώ ο Λυκούργος ήταν γιος του Πρώνακτα, του αδελφού του Άδραστου, που βασίλευε πριν απ’ αυτόν, και τον οποίο είχε ανατρέψει και σκοτώσει ο Αμφιάραος.
Ο Λυκούργος είχε παντρευτεί την Ευρυδίκη ή την Αμφιθέα. Το ζευγάρι είχε αποκτήσει γιο τον Οφέλτη, που την ανατροφή του είχαν αναθέσει στην Υψιπύλη, την βασίλισσα της Λήμνου, την κόρη του γιού του θεού Διόνυσου Θόαντα, που οι γυναίκες του νησιού είχαν πουλήσει σαν σκλάβα στη Νεμέα. Λέγαν πως αιτία ήταν γιατί είχε γλυτώσει τον πατέρα της, όταν αυτές ξολόθρευσαν όλους τους άντρες του νησιού. Έτσι η βασίλισσα κατέληξε σκλάβα στην αυλή του Λυκούργου και τροφός του μικρού Οφέλτη. Η παράδοση μας αναφέρει πως υπήρχε χρησμός, που απαγόρευε να ακουμπήσουν το παιδί στο έδαφος, προτού μπορέσει αυτό να βαδίσει.
Στη Νεμέα έπρεπε ο στρατός να παραμείνει για να ξεδιψάσουν οι άντρες αλλά και τα άλογα, που βασανίζονταν από τη δίψα της πορείας. Στο δρόμο τους δεν βρήκαν καμιά πηγή, γιατί τις είχαν βουλώσει οι νεράϊδες, καταπώς τις πρόσταξε ο βασιλιάς των θεών Δίας, επειδή ήταν εξοργισμένος με τους πολέμαρχους, που αψήφησαν τη βουλή του και ξεκίνησαν την εκστρατεία. Άλλοι λένε πως ο Διόνυσος ήταν αυτός που είχε ξεράνει τον αργολικό κάμπο, που διέσχιζε η στρατιά, για να προστατέψει την πατρίδα του τη Θήβα από τους εχθρούς της. Τυχαία οι ανιχνευτές του στρατού συνάντησαν την Υψιπύλη. ( Όμως, υπάρχει το τυχαίο στη θέληση των θεών και στην ειμαρμένη, ή όλα γίνονται με βάση ένα σχέδιο, που δεν μπορούμε να καταλάβουμε και να το επηρεάσουμε; ) Οδήγησαν τη σκλάβα βασίλισσα στους αρχηγούς τους, που ακολουθούσαν, κι αυτοί της ζήτησαν να τους υποδείξει κάποια πηγή για να σβήσουν τη δίψα τους. Πρόθυμη αυτή ακούμπησε τον μικρό Οφέλτη στο χορτάρι, πλάι σ’ ένα θάμνο, και ανέλαβε να τους οδηγήσει σε μια κρυφή πηγή, στη μέση του δάσους. Από τα χαμόκλαδα του πλατύφυλλου θάμνου ξεπρόβαλε ένα πελώριο φίδι, τραβηγμένο από το γάλα, που μύριζε το σώμα του μικρού και τύλιξε το λεπόστρωτο σώμα του στο τρυφερό κορμάκι του νήπιου, που άρχισε να τσιρίζει τρομαγμένο. Τότε το ερπετό δάγκωσε το παιδάκι κι από τα σουβλερά του δόντια θανατηφόρο δηλητήριο χύθηκε στην πληγή του άμοιρου Οφέλτη. Σαν άκουσαν τα κλάματα του νήπιου έτρεξαν οι πολεμιστές και η βάγια, μα ήταν αργά. Το παιδάκι ψυχορραγούσε τρέμοντας από το ρίγος που διαπερνούσε το δηλητηριασμένο κορμάκι του. Κάποιος σκότωσε το φίδι, ενώ σπαραχτική κραυγή βγήκε από τα στήθη της Υψιπύλης. Ο Λυκούργος είχε μάθει για το στρατό από το Άργος και είχε βγει να τους προϋπαντήσει. Τότε ο δύστυχος πατέρας αντίκρισε το άψυχο σώμα του αγαπημένου του γιου και γύρω τους πολέμαρχους αμήχανους. Μεμιάς θόλωσε το μυαλό του άρχοντα της Νεμέας κι έσυρε το σπαθί του χιμώντας να σκοτώσει την σαστισμένη σκλάβα, που θρηνούσε τον απρόσμενο χαμό. Μπήκε στη μέση ο Τυδέας, για να συγκρατήσει τον μανιασμένο πατέρα και ήρθαν στα χέρια έτοιμοι να γίνει κι άλλο φονικό, μα τους συγκράτησαν ο Άδραστος κι ο Αμφιάραος.
Ο μάντης είπε πως ο θάνατος του μικρού ήταν κακό σημάδι, που προμηνούσε τον αφανισμό της στρατιάς και το θάνατο των πολεμαρχών. Μετονόμασε τον Οφέλτη σε Αρχέμορο, που σήμαινε την αρχή του θανάτου, ενώ συμβούλεψε τους συμπολεμιστές του να γυρίσουν πίσω στις οικογένειές τους και τα σπίτια τους. Σαν είδε πως δεν εισακουόταν, άρχισε να λέει πως μια εκστρατεία, που είχε υποκινηθεί από έναν καταραμένο, τον Πολυνείκη, κι έναν με φόνο κριματισμένο, τον Τυδέα, δεν μπορούσε να έχει καμιά τύχη. Και πως θα μπορούσε να έχει καλή έκβαση, όταν ο γιος του Οιδίποδα, για να λύσει τις διαφορές του με τον αδελφό του, ήταν έτοιμος να χτυπήσει την ίδια του την πατρίδα και δεν δίσταζε να σπείρει τον όλεθρο στους συγγενείς και σ’ αυτούς που τον συντρόφεψαν στα παιδικά του παιγνίδια; Μα οι πολέμαρχοι το μόνο που σκέφτονταν ήταν τα αγαθά και τα λάφυρα που θα έπαιρναν, σαν καταχτούσαν τη Θήβα. Μερικοί μάλιστα δεν τον χώνευαν, επειδή οι θεοί τον είχαν προικίσει με σπάνια χαρίσματα. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Λυκούργος, που στο πρόσωπο του Αμφιάραου έβλεπε τον φονιά του πατέρα του Πρώνακτα. Αντιμίλησε, λοιπόν, στον μάντη και δεν άργησαν οι δύο άντρες να έρθουν στα χέρια. Τότε σηκώθηκαν και μπήκαν ανάμεσά τους ο Άδραστος με τον Τυδέας και με κόπο κατόρθωσαν να τους χωρίσουν. Η μάνητα του Αμφιάραου όμως δεν είχε ξεθυμάνει, οπότε πήρε σειρά ο Τυδέας να τ’ ακούσει. Τον είπε φονιά, δάσκαλο του κακού, επαναστάτη, υπηρέτη του φονικού, αρχή της θείας νέμεσης, σύμβουλο κακών στο βασιλιά. Κι αφού τα είπε και ξεθύμανε, αποτραβήχτηκε στη σκηνή του.
O Άδραστος συμφώνησε με τους άλλους αρχηγούς να παρατείνουν την παραμονή τους στη Νεμέα για να συμμετάσχουν στο πένθος του Λυκούργου. Όρισε να γίνει η ταφή με κάθε επισημότητα και διοργάνωσε στη μνήμη του μικρού Αρχέμορου αγώνες, όπου πήραν μέρος όλοι οι τρανοί πολεμιστές, οι οποίοι συμμετείχαν στην εκστρατεία. Έτσι έγινε η αρχή για τους ονομαστούς Νεμεακούς αγώνες, τα “ Νέμεα ”, που τα γιόρταζαν κάθε δυο χρόνια.. Σ’ αυτούς τους αγώνες νίκησαν ο Άδραστος στις ιππoδρομίες, o Ετέοκλος στο τρέξιμο, ο Αμφιάραος στο άλμα και στη δισκοβολία, ο Λαόδοκος στον ακοντισμό, ο Τυδέας στην πυγμαχία, ο Πολυνείκης στην ελεύθερη πάλη και ο Παρθενοπαίος στην τοξοβολία.


Β΄. Παραλλαγή
* Το περιδέραιο ήταν η αιτία για να μαλώσουν οι δύο γιοι του Οιδίποδα. Αυτό έγινε στους αγώνες, που διοργάνωσαν για το θάνατο του Οιδίποδα στη Θήβα. Ανάμεσα στους καλεσμένους δεν ήταν μόνο η Αργεία, αλλά και η Εριφύλη. Τα δυο αδέλφια διαφώνησαν γιατί ο Πολυνείκης ήθελε να δοθεί το περιδέραιο στην Αργεία, ενώ ο Ετεοκλής, χωρίς να ξέρουμε το λόγο, στην Εριφύλη. Έτσι κάποιοι έλεγαν πως από την αρχή το πολύτιμο κειμήλιο δόθηκε στην Εριφύλη. Άλλοι, βέβαια, έλεγαν πως το πήρε στην αρχή η Αργεία, η οποία αργότερα το παραχώρησε, είτε με τη θέλησή της είτε γιατί εξαναγκάστηκε, στην Εριφύλη.
Υπάρχει ακόμη η εκδοχή να μη παραχωρήθηκε το περιδέραιο στην Εριφύλη, αλλά ο Άδραστος να πρόσφερε στην αδελφή του ένα άλλο ισάξιο, για μη στερηθεί η κόρη του το γαμήλιο δώρο της.

Γ΄. Σχόλια
* Όλη οι ηγεμόνες που πήραν μέρος στην εκστρατεία ήσαν από το Άργος, γι’ αυτό ονομάστηκε και Αργεία εκστρατεία. Οι ήρωες, που πήραν μέρος, αν δεν ήσαν άμεσοι συγγενείς του Άδραστου, δηλ στην οικογένεια των Βιαντίδων, ανήκαν στα άλλα δύο βασιλικά σπίτια του Άργους, τους Αναξαγορίδες και τους Μελαμποδίδες. Ο Καπανέας και ο Ετέοκλος ανήκουν στην οικογένεια των Αναξαγορίδων. Το όνομα Ετέοκλος συσχετίζεται με το όνομα του Ετεοκλή, που υποδηλώνει τις πολλαπλές σχέσεις των Λαβδακιδών με τους βασιλικούς οίκους του Άργους.

*Το όνομα του Άδραστου συσχετίζεται με το θηλυκό Αδράστεια, που ταυτίστηκε τελικά με την Ανάγκη και με τη Νέμεση. Άδραστος είναι ο αναπόδραστος, αυτός που δεν μπορεί να αποφύγει τη μοίρα του.
Τον Άδραστο τον τιμούσαν ως θεό. Από τον Ηρόδοτο μαθαίνουμε ότι στη Σικυώνα είχαν ηρώο του ήρωα στην αγορά και κάθε χρόνο τον τιμούσαν με θυσίες και τραγικούς χορούς, όπως σε άλλα μέρη τον Διόνυσου.
Στη Βοιωτία , όπως δείχνουν τα θρησκευτικά κέντρα στη Θήβα, στις Ποτνιές και στον Ωρωπό, τιμούσαν τον Αμφιάραο σαν χθόνιο θεό.

*Ο προδοτικός ρόλος της Εριφύλης τονίζει τις ολέθριες προεκτάσεις της κατάρας του οίκου των Λαβδακιδών. Η Εριφύλη, που ετυμολογείται σαν έριδα της φυλής, με το περιδέραιο συνδέεται με τον Πολυνείκη, τον εριστικό. Τα ονόματα των πρωταγωνιστών του μύθου έχουν τέτοια ετυμολογία, που συνειρμικά μας προϊδεάζουν για την μοιραία συμφορά: Εριφύλη: έριδα της φυλής, Πολυνείκης: πολύ νείκος, μεγάλη φιλονικία, Αμφιάραος: αρά- διπλή ή βαριά κατάρα, Άδραστος: αναπόφευκτο, Οφέλτης: οφειλή, Αρχέμορος: αρχή του κακού ή του θανατικού.
Το καταραμένο περιδέραιο, πριν περάσει στα χέρια της Εριφύλης, ήταν στην κατοχή των γυναικών του Κάδμου, του Πολύδωρα, του Λάβδακου, του Λάϊου, του Οιδίποδα και του Πολυνείκη. Στο τέλος το φοβερό κειμήλιο κατέληξε σαν αφιέρωμα στο μαντείο των Δελφών.


Δεν υπάρχουν σχόλια: