Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

Η εκστρατεία των επτά: (Δ΄) οργάνωση της άμυνας των Θηβαίων- θυσία του Μενοικέα- έναρξη της πολιορκίας

[[ δαμ-ων ]]

Α΄. Ο Μύθος
Από την άλλη πλευρά των αντιπάλων, στη Θήβα, ο βασιλιάς Ετεοκλής είχε κι αυτός να οργανώσει την άμυνα της πόλης. Στο πλευρό του στάθηκαν σαν σύμμαχοι οι Φλεγύες, ένας άγριος πολεμικός λαός, που κατοικούσαν στη Φωκίδα και την περιοχή του Ορχομενού. Μοίρασε, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες, που είχε κάθε είσοδος στην πόλη, το στρατό του στις επτά πύλες, ορίζοντας κι από έναν δικό του άξιο πολέμαρχο. Έξι γενναίοι, κι αυτός έβδομος, οδήγησαν στη μάχη τους επίλεκτους υπερασπιστές, αναλαμβάνοντας ο καθένας να υπερασπίσει κι από μια πύλη. Απέναντι στον άγριο, εγωιστή κι έξαλλο Τυδέα έβαλε τον ψυχωμένο γιο του Αστακού, τον έξοχο Μελάνιππο, που τιμούσε τον θρόνο κι ήταν σεμνός πολεμιστής. Αυτό το γνήσιο βλαστάρι της χώρας κρατούσε την καταγωγή του από τους Σπαρτούς, όσους βέβαια άφησε ο Άρης να επιζήσουν από τη γιγαντογενιά, που η μάνα γη γέννησε, σαν έσπειρε ο Κάδμος τα δόντια του δράκοντα, καταπώς τον πρόσταξε η Παλλάδα Αθηνά, όταν φτάνοντας στη γη της Θήβας αποστερήθηκε τα παλικάρια του, που ο δράκοντας αφάνισε. Ο Μελάνιππος, που μισούσε τα μεγάλα λόγια, ήταν ο καλύτερος αντίπαλος για τον καυχησιάρη Τυδέα.

Η συνέχεια >>> εδώ …

Αντίμαχος του φοβερού Καπανέα ορίστηκε ο Πολυφόντης, που σκέπη του ήταν η Άρτεμη και είχε τη χάρη των υπόλοιπων θεών. Η παρουσία του έδινε σιγουριά στους πολεμιστές του και η γενναιότητά του εγγύηση μπροστά στον θηριώδη και γιγαντόσωμο Καπανέα, ο οποίος σκόρπιζε τον τρόμο με τη θωριά του. Απέναντι στον Ετέοκλο παρατάχθηκε ο Μεγαρέας, γιός του Κρέοντα, που κι αυτός κρατούσε απ’ των σπαρτών το γένος. Δεν τον έσκιαζε διόλου το άγριο λυσσομάνισμα των αλόγων κι ο σάλαγος της μάχης ανάμεσά τους, ενώ η δικιά του περηφάνια ήταν στα επιδέξια χέρια κι όχι στα λόγια που των άλλων η ξετσίπωτη γλώσσα ξεστομούσε. Δεν το ’χε σε τίποτα να σκοτωθεί και ήταν μεγάλη τιμή γι’ αυτόν να αντιπληρώσει με τη ζωή του το χώμα που τον ανέθρεψε.
Στον γιγαντόσωμο Ιππομέδοντα αντιτάχθηκε ο Υπέρβιος, το γενναίο βλαστάρι του Οίνοπα. Αν ο αντίμαχός του είχε στην ασπίδα του σαν έμβλημα τον τρομερό Τυφώνα, βλαστημιά στον πατέρα των θεών, αυτός είχε την εικόνα του Δία, ευλογία και προστασία συνάμα, γιατί ο βροντορίχτης ήταν εγγύηση για τη νίκη. Ο Δίας, που ποτέ του δεν είχε νικηθεί, με τον φλογοφόρο κεραυνό θα συνέτριβε τον κομπορρήμονα ασεβή και υβριστή του πατέρα θεών κι ανθρώπων επιδρομέα. Ο Άκτωρας, αδελφός του Υπέρβιου ορίστηκε να αντιμετωπίσει τον καυχησιάρη Παρθενοπαίο. Αυτός θα ήταν ο φράκτης στα φουσκωμένα λόγια του Αρκαδικού παλικαρά, που δεν έπρεπε να ακουστούν στη πόλη γιατί θα έσπερναν τον πανικό.

Στην πύλη, που παρατάχθηκε ο σοφός Αμφιάραος, αντιπαρατάχθηκε ο Λασθένης, άξιος πολεμιστής που συνδύαζε το νου πολύξερου ασπρομάλλη γέροντα, που η ζωή πολλά του δίδαξε, και γοργοκίνητο κορμί εφήβου, που το μάτι ούτε μια στιγμή δεν ξεμακραίνει από το στόχο και το επιδέξιο χέρι δεν αργεί με το κοντάρι να λαβώσει τον εχθρό εκεί που η ασπίδα αφήνει ξέσκεπο. Τέλος στην έβδομη πύλη, που κινήθηκε ο Πολυνείκης, πήγε ο ίδιος ο Ετεοκλής με τους επίλεκτους στρατιώτες του, αντίμαχος αδελφός του αδελφού, εχθρός απέναντι σε εχθρό, αν και τους γέννησε η ίδια μήτρα και βύζαξαν από τα ίδια στήθη το αντρογόνο γάλα, μα σαν μέστωσαν η αδελφική αγάπη μεταλλάχθηκε σε μίσος θανατηφόρο.
Σαν πήραν τις θέσεις τους οι αντίπαλοι στρατοί από την Πελοπόννησο και τη Βοιωτική γη, οι πρώτοι έτοιμοι να εκπορθήσουν τα ψηλά λυροφτειαγμένα τείχη της πόλης και οι δεύτεροι έτοιμοι να τα υπερασπίσουν με τη ζωή τους, γιατί η πατρίδα ήταν το πολυτιμότερο δώρο, που οι θεοί κάνουν στους ανθρώπους, ήταν ολοφάνερος ο κίνδυνος η θηβαϊκή γη να ποτιστεί από αδελφοκτόνο αίμα. Η μάνα των αντίπαλων αδελφών Πολυνείκη και Ετεοκλή, η Ιοκάστη, ή η Ευρυγάνεια κατ’ άλλους, αφού απόκαμε να παρακαλά τον πατέρα των θεών να φέρει συμβιβασμό στους γιούς της και τον Λοξία Απόλλωνα να τους δώσει φώτιση να μη βάψουν τα χέρια τους με αδελφικό αίμα, δεν της απόμεινε τίποτε άλλο παρά να καλέσει κοντά της τους γιούς, σε μια ύστατη προσπάθεια να τους συμφιλιώσει. Έστειλε έμπιστο άνθρωπο του παλατιού, αφού πήρε την έγκριση του βασιλιά γιού της, και ζήτησε από τον διωγμένο γιό της Πολυνείκη, δίνοντας εγγύηση για τη ζωή του, να τη συναντήσει στο πατρικό σπίτι. Ο γιός, που ζητούσε το δίκιο του, δέχτηκε τη μεσολάβηση της μάνας. Γνωρίζοντας την μπαμπεσιά στον Τυδέα, επειδή φοβόταν μη του στήσουν κι αυτού ενέδρα οι φίλοι του Ετεοκλή, μπήκε στην αγαπημένη του πόλη με πολλές προφυλάξεις κρατώντας με το χέρι τη λαβή του σπαθιού του.
Η πονεμένη μάνα συνάντησε τα αγόρια της στην κάμαρη που τα γέννησε, και πέφτοντας στα πόδια τους βρέχοντάς τα με δάκρυα και δείχνοντάς τους τα στήθη που και οι δυό τους είχαν βυζάξει, τα παρακάλεσε να αφήσουν κατά μέρος τις διαφορές τους, να καταλαγιάσει η ψυχοφθόρα έχθρα και να τα βρουν μεταξύ τους καταπώς ταιριάζει σε αδέλφια. Μετά να ζήσουν μαζί στηρίζοντας ο ένας τον άλλο.
Ο Πολυνείκης βρήκε σωστή την πρόταση της μάνας και κατά βάθος δεν ήθελε να γίνει πολεμήσει τους δικούς του ανθρώπους. Γι’ αυτό δήλωσε πως ήταν έτοιμος να σταματήσει κάθε πολεμική δράση και να στείλει τον Αργείο στρατό πίσω στο Άργος, αρκεί η περιουσία και η εξουσία να μοιραζόταν δίκαια ανάμεσα στα δυο αδέλφια και να βασίλευαν εναλλακτικά από ένα χρόνο ο καθένας. Κι ενώ ο ένας αδελφός ήταν συγκαταβατικός, ο άλλος, λες κι ο δαίμονας της καταστροφής να τον διαφέντευε, ήταν ασυμβίβαστος. Δεν δεχόταν να παραχωρήσει δικαιώματα του θρόνου στον Πολυνείκη. Κι ενώ η φιλοδοξία του οδηγούσε το νου, είπε, τάχα, πως δεν μπορούσε να κάνει πίσω κάτω από την απειλή ενός ξένου στρατού, γιατί θα ‘ταν ντροπή και συνάμα ταπείνωση τόσο γι’ αυτόν, που ήταν γόνος βασιλικής γενιάς, μα και για την ένδοξη πόλη τους. Θα προτιμούσε να συναντήσει το μαύρο σκοτάδι του Άδη, παρά να χάσει την εξουσία. Με έπαρση, είπε, πως θα ήταν ξεπεσμός γι’ αυτόν να αφήσει τα πολλά, που είχε ήδη στα χέρια του, για τα λίγα, όταν δεν θα ήταν στο βασιλικό παλάτι. Μετά με περισσή αλαζονεία κι απειλητικό τρόπο, έδειξε την έξοδο στον Πολυνείκη, χωρίς να του επιτρέψει να συναντήσει ούτε τις αδελφές τους, που με αγωνία ζούσαν τα καμώματα των δυο ανδρών. Έτσι δεν απέμεινε τίποτε άλλο, παρά να λυθεί η διαφορά τους στο πεδίο της μάχης.
Γρήγορα διαδόθηκαν τα νέα στη Θήβα, πως τα αδέλφια δεν τα βρήκαν, και σαν έσβησε και η στερνή ελπίδα για συμφιλίωση του Ετεοκλή με τον Πολυνείκη, ο φόβος πλάκωσε την πόλη. Η ραχοκοκαλιά των Θηβαίων πάγωσε όταν με φρίκη μαθεύτηκε στην πόλη η σφαγή της πανέμορφης αρχοντοπούλας Ισμήνης. Πώς έγινε όμως αυτό το κακό;
Ο φτερωτός θεός έρωτας είχε σαϊτέψει την καρδιά της νέας για τον λεβεντόκορμο Περικλύμενο ή Θεοκλύμενο, τον πολεμιστή που ο βασιλιάς Ετεοκλής είχε ορίσει να φυλάγει την πύλη, όπου θα προσπαθούσε ο Παρθενοπαίος να κουρσέψει. Όταν κάθε ελπίδα, να αποφευχθεί το μακελειό, είχε απομακρυνθεί, ο νέος μήνυσε στην αγαπημένη του να συναντηθούν στο ιερό της Αθηνάς. Εκεί έτρεξε η κόρη κι έπεσε στην αγκαλιά του μνηστήρα της. Με τη λαχτάρα των νέων, που πιθανόν να μη ξανασυναντηθούν από την μανία του Άρη, η θεά Αφροδίτη τους έσμιξε σε ένα παθιασμένο έρωτα. Η Αθηνά χολώθηκε, που το ερωτικό σμίξιμο έγινε μέσα στο ναό της, ή επειδή ο Περικλύμενος ήταν γιος του μεγάλου της αντιπάλου Ποσειδώνα, κι από την οργή της οδήγησε τον προστατευόμενό της Τυδέα στον ιερό τόπο, που το ζευγάρι χαιρόταν τον έρωτά του. Ο Περικλύμενος, μόλις αντίκρισε το άγριο βλέμμα του Αιτωλού βασιλόπουλου, πάγωσε, και στον πανικό του, γυμνός, το’ βαλε στα πόδια και γλίτωσε. Μα η έντρομη μικρή Ισμήνη, προσπαθώντας να κρύψει τη γύμνια της, είδε το σπαθί του άγριου Τυδέα να της κομματιάζει το τρυφερό κορμί. Κοντά στον τόπο, που η κατακρεουργημένη αρχοντοπούλα άφησε την τελευταία της πνοή, υπήρχε μια κρήνη, που από τότε πήρε το όνομά της.
Οι Θηβαίοι άρχοντες, που κλείστηκαν μαζί με το λαό στα τείχη τους από την Αργεία στρατιά, ζήτησαν από τον μάντη τους Τειρεσία, να τους συμβουλέψει τι να κάνουν για να σωθεί η πόλη τους. Ο τυφλός μάντης, που γνώριζε τις βουλές των Ολύμπιων θεών, τους προείπε πως πλησίαζε η ώρα της αδελφοκτόνας μονομαχίας και του μεγάλου θηβαϊκού θρήνου. Η γενιά του Οιδίποδα ήταν γραφτό να ξεκληριστεί, οπότε ο θρόνος της Θήβας θα ορφάνευε από τους Λαβδακίδες. Μα για την πόλη υπήρχε ελπίδα να σωθεί. Για να γείρει η ζυγαριά της τύχης με το μέρος της, έπρεπε ο Κρέοντας, με τα ίδια του τα χέρια, να προσφέρει θυσία τον γιο του Μενοικέα στους θεούς.
Σαν ένιωσε η ψυχή του τυφλού μάντη την απορία των Θηβαίων ανθρώπων της εξουσίας για την ανθρωποθυσία, τους έδωσε την εξήγηση, καταπώς άκουσε από την γλυκόλαλη γλώσσα των πουλιών. Τους είπε πως τα παλιά χρόνια, που ο γενάρχης Κάδμος έφτασε στη γη τους, είχε σκοτώσει τον δράκοντα, γιο του Άρη, κι ο θεός δεν είχε συγχωρέσει αυτό το έγκλημα. Τους θύμισε μετά πως ο Κάδμος είχε σπείρει τα δόντια του δράκοντα κι από τη γη ξεφύτρωσαν οι Σπαρτοί, οι πρώτοι κάτοικοι της πόλης. Για να καταλαγιάσει ο θυμός του θεού έπρεπε να προσφέρουν έναν γνήσιο απόγονο της γενιάς των Σπαρτών, κι από τη μεριά του πατέρα κι από της μητέρας. Τέτοιος απόγονος ήταν μόνον ο Μενοικέας. Βέβαια ο Κρέοντας είχε κι άλλον γιο, τον Αίμωνα, μα αυτός δεν μπορούσε να γίνει τίμια προσφορά, γιατί είχε μνηστευτεί την Αντιγόνη. Ο Μενοικέας, που ακόμη δεν είχε γνωρίσει γυναίκα, έπρεπε να προσφέρει το αίμα του στον τόπο, που άλλοτε είχε τη φωλιά του ο δράκοντας και φύλαγε της Δίρκης τα γάργαρα νερά. Έπρεπε το αίμα του νέου να ανακατευτεί με τα νερά της πηγής για να ποτίσει το χώμα, που γέννησε ανθρώπους από του δράκοντα τα δόντια κι έτσι η γη να πάρει καρπό από τον καρπό και αίμα από το αίμα που είχε δώσει. Μόνο τότε θα έκαναν συμμαχία οι θεοί με τους Θηβαίους και μόνο έτσι θα γινόταν πικρός ο γυρισμός του Άδραστου στο Άργος.
Όταν ο δύστυχος Κρέοντας άκουσε τα λόγια του Τειρεσία, λύγισαν τα γόνατά του από την απελπισία και η καρδιά του σφίχτηκε έτοιμη να σπάσει από τη στενοχώρια. Προτιμούσε να του έλεγε ο μάντης πως οι θεοί ήθελαν τη δική του ζωή, παρά να θυσιάσει το βλαστάρι του. Έτσι προτού ο λαός μάθει τη μαντεία, έπεισε το γιο του κρυφά να φύγει από την πόλη, από υπόγεια έξοδο, που μόνο η οικογένειά τους γνώριζε, αφού του έδωσε αρκετό χρυσάφι για τις ανάγκες του δρόμου, και να πάρει όποιο δρόμο έκρινε καλύτερο, είτε για τους Δελφούς, είτε για την μακρινή Αιτωλία και τη Θεσπρωτία, είτε για τη Δωδώνη. Φοβισμένος ο Μενοικέας δέχτηκε, μα σαν έμεινε μόνος κι αναλογίστηκε τι πάει ν’ αποφύγει, ντροπή ένιωσε που ενώ αυτός θα σωνόταν, θα αφανίζονταν οι δικοί του και οι κάτοικοι της πόλης κι αφορμή θα ‘ταν αυτός, που κιότεψε. Όμως δειλούς η οικογένειά τους δεν είχε βγάλει. Πώς θα μπορούσε αυτός να τους προδώσει;
Αποφάσισε να κάνει το χρέος του κι αφού ανέβηκε στις πολεμίστρες του πέτρινου τείχους, πήγε στο δυτικό μέρος, όπου ήταν άλλοτε η σπηλιά του δράκοντα. Εκεί αντίκρισε από ψηλά τον εχθρό. Μετά γύρισε το βλέμμα του στην αγαπημένη πόλη και με ένα χαμόγελο γκρεμίστηκε, ποτίζοντας με το αίμα του τη γη απ’ όπου ξεφύτρωσαν οι πρόγονοί του, ξεπληρώνοντας με τη ζωή του τη θέληση του θεού του πολέμου.
Η αυτοθυσία του Μενοικέα γέμισε με θάρρος τις καρδιές των Θηβαίων και χαλύβδωσε την ψυχή τους η απόφαση να αποκρούσουν και να διώξουν από τη γη τους τον εχθρό, πιστεύοντας τώρα πως οι θεοί ήσαν με το μέρος τους. Κάποιοι διηγούνται, πως ενθαρρυμένοι οι πολιορκημένοι Θηβαίοι βρήκαν το κουράγιο, βγαίνοντας από την ανατολική πύλη Προιτίδα, να κάνουν γιουρούσι φτάνοντας μέχρι την Τευμησσό, που ήταν στο δρόμο για την Χαλκίδα, όπου είχαν στρατοπεδεύσει οι Αργείοι και να χτυπήσουν την Αργεία στρατιά μέσα στο στρατόπεδό της, προτού οι πολέμαρχοί της ολοκληρώσουν τον πολιορκητικό κλοιό γύρω από τα τείχη του επιβλητικού κάστρου της Καδμείας. Μα οι Αργείοι όχι μόνο δεν αιφνιδιάστηκαν, αλλά απεναντίας με επιτυχία απέκρουσαν την έφοδο των Θηβαίων και στη συνέχεια τους απώθησαν πίσω στο κάστρο τους, κλείνοντας τους κάθε έξοδο.
Άλλοι όμως διηγούνται πως οι Θηβαίοι δεν βγήκαν καθόλου από την ακρόπολή τους, αλλά οργάνωσαν όσο μπορούσαν καλύτερα την άμυνα και περίμεναν την έφοδο του εχθρού. Οι Αργείοι καθυστερούσαν την επίθεση γιατί ο μάντης τους Αμφιάραος τους έλεγε πως τα σημάδια των θεών δεν ήσαν ευνοϊκά κι έφερνε αντιρρήσεις να περάσουν το ρέμα του Ισμηνού και ν’ αρχίσουν την πολιορκία.
Υπήρξε διαφωνία του αρχηγού της εκστρατείας Άδραστου με τον μάντη για το ξεκίνημα της πολιορκίας, μα η αντίδραση του Αμφιάραου ξεπεράστηκε κι έτσι οι Θηβαίοι αντίκρισαν τους Αργείους να ξεκινούν παρατεταγμένοι από το στρατόπεδό τους στην Τευμησσό, να δρασκελούν τον Ισμήνιο λόφο, να διασχίζουν το ποτάμι του Ισμηνού και κατά τμήματα να κάνουν γιουρούσι στα τείχη του κάστρου, που στεφάνωνε την πόλη τους. Οι Θηβαίοι, στον υπέρ πατρίδος αγώνα τους, υποδέχτηκαν με βροχή από βέλη τους εχθρούς, με ακόντια που σκίαζαν τον ουρανό από το πλήθος τους και βράχους, που σαν διοσταλμένοι έπεφταν με πάταγο και τσάκιζαν τα κορμιά των πολιορκητών, ωσάν ο βροντόλαλος θεός να ξαπόστελνε τους κεραυνούς του.
Οι φερμένοι από τον Πολυνείκη Δαναοί ορμούσαν όχι με πολιορκητική τέχνη μα πιότερο με καρδιά ατρόμητου πολεμιστή καταπάνω στα τείχη και τα κορμιά τους σωριάζονταν άψυχα ή έγερναν λαβωμένα στη ξένη γη, μέσα στον κουρνιαχτό και την αντάρα της αντροφθόρας μάχης, βορρά στον αιματοδιψασμένο Άρη. Κατείχαν τα μυστικά των μαχών στις απλωτές πεδιάδες, μα δεν είχαν πείρα στις καστροθωρακισμένες ακροπόλεις, και την έφοδο αυτή την πλήρωσαν με πολλούς άντρες. Σαν φάνηκε πως οι Θηβαίοι ήσαν ανώτεροι στη μάχη της άμυνας, βροντερή ακούστηκε, πιότερο δυνατή από το καμπάνισμα των χαλκοφτιαγμένων ασπίδων καθώς πάνω τους έπεφταν οι μεγάλες κοτρώνες που πετούσαν με ορμή και την μανία του αμυνόμενου από τ’ αψηλά τείχη οι Καδμείοι, η φωνή του Πολυνείκη και του σύγαμβρου Τυφωνέα προς τους αμήχανους συμπολεμιστές τους : « Γενναίοι μαχητές, φύτρα των Δαναών, πριν σας τσακίσουν με τα λιθάρια οι δρακονταγεννημένοι, γιατί δεν πέφτετε όλοι μαζί πάνω τους πεζοί, ιππείς κι αρματηλάτες να συντρίψουμε τις πύλες και να κουρσέψουμε την πόλη;»
Θάρρος γέμισε τα λαχανιασμένα στήθη των ανδρών κι όρμησαν με αποφασιστικότητα ακούγοντας το κάλεσμα. Αλαλαγμός άγριος ακουγόταν παντού κι έβλεπες τα τρυφερά κορμιά να πέφτουν στα ριζά του τείχους, άλλοι με σπασμένα τα κεφάλια και πρόσωπα συναίματα , άλλοι τρυπημένοι από τις σαΐτες που σαν μανιασμένη βροχή έπεφταν ολόγυρά τους, κι άλλοι σουβλισμένοι από θανατερά ακόντια. Οι πολεμικές κραυγές των όρθιων που έκαναν γιουρούσι ανακατεύονταν με τις απεγνωσμένες φωνές αυτών, που γερμένοι πότιζαν με το αίμα τους τη διψασμένη γη, βλέποντας τον χάροντα να ‘ρχεται ανεμίζοντας το μαύρο σαβανοπάνι του. Κι η γη ρουφούσε το αίμα κι ανατρίχιαζε από το ρόγχο του θανάτου των βλασταριών της, έτοιμη, στον αέναο κύκλο της, να δώσει νέα παλικάρια, που κάποια απ’ αυτά θα γινόντουσαν με τη σειρά τους λίπασμά της στον επόμενο πόλεμο.
Τότε ήταν που ο Παρθενοπαίος με τα παλικάρια του έκανε την μεγάλη επίθεση. Σαν τον εγκέλαδο βρυχήθηκε κι όρμησε μπροστά και σαν τσουνάμι ξεχύθηκαν εκτοξεύοντας με βέλη φωτιές μέσα στα τείχη και κρατώντας βαριούς μυτερούς λοστούς να ξεθεμελιώσουν το κάστρο. Εκεί ήταν ο γιος του Ποσειδώνα, ο Περικλύμενος, που τον αναγνώρισε από την αστραφτερή ασπίδα και την περήφανη θωριά και του ‘ριξε θανατηφόρο βράχο, που βρήκε τον Αρκαδικό παλικαρά κατακέφαλα, τσακίζοντάς του το κρανίο. Αίμα ξεπήδησε από τις ανοιγμένες ραφές του καύκαλου, που του μούσκεψαν τα ξανθοκόκκινα μακριά μαλλιά και μετά κύλησε στο αραιό γενάκι του άμοιρου νέου, που γονάτισε ανήμπορος αφήνοντας την τελευταία του πνοή με γουρλωμένα μάτια. Ήταν γραφτό να μη ξαναδεί το καμάρι της η μάνα του Αταλάντη στην ορεινή Αρκαδία.
Ο Καπανέας, ο πιο έμπειρος στις πολιορκίες και πιο δοκιμασμένος στις τειχομαχίες, σαν τον τυφώνα όρμησε στην πύλη Ηλέκτρα κι άπλωσε τις μακριές βαριές σκάλες πάνω στα τείχη. Με αγριάδα κι εξαλλοσύνη φώναζε στα παλικάρια του πως, είτε το θέλει ο Δίας είτε όχι, η Θήβα θα πέσει στα χέρια του και με σβελτοσύνη σκαρφάλωνε κρατώντας με το’ να χέρι τη ξύλινη σκάλα και με το άλλο τη σαν αλώνι μεγάλη ασπίδα του, όπου εξοστρακίζονταν τα βέλη και οι κοτρώνες, που ‘πεφταν από ψηλά. Πάνω που πάτησε τις πολεμίστρες του τείχους κι ετοιμαζόταν παράφορα να αλαλάξει για τη νίκη, ο βροντορίχτης Δίας, οργισμένος από την έπαρση και την ασέβεια του θηριώδη Καπανέα, εξακόντισε το τρομερό αστροπελέκι του. Το κεραυνοβολημένο κορμί του εισβολέα κουλουριάστηκε μέσα σε φλόγες, κατρακύλησε πάνω στις σκάλες κι έπεσε με πάταγο στο χώμα καπνίζοντας σαν καμένο κούτσουρο. Όλη η περιοχή σείστηκε από τη βροντή του κεραυνού και φόβος κυρίεψε τους αντίπαλους στρατούς.
Κάποιοι άλλοι διηγούνται πως ο Καπανέας καθώς αλλόφρονας σκαρφάλωνε στη σκάλα, μόνος του γλίστρησε και γκρεμίστηκε. Έτρεξε αμέσως ο Ασκληπιός για να τον γιατρέψει, μα ο πατέρας του Δίας, κεραυνοβόλησε τον Καπανέα και τον ξέκανε, γιατί δεν ήθελε οι θνητοί να βρουν αθανασία έχοντας τη βοήθεια του γιατρού των θεών.
Η επίθεση που έκανε ο Αμφιάραος αποκρούστηκε αφήνοντας πολλούς νεκρούς, το ίδιο και του Τυδέα, που ‘μοιαζε με τον Προμηθέα. Ο Άδραστος βλέποντας τις εκατοντάδες τα κορμιά των στρατιωτών του να κείτονται άψυχα στη ξένη γη, τους δύο πολέμαρχούς του να’ χουν πάρει κιόλας το ταξίδι για τον κάτω κόσμο, και τον νεφεληγερέτη Δία να είναι ενάντιος, σκέφτηκε πως θα ήταν τρέλα να συνεχίσει κι έδωσε τη διαταγή της υποχώρησης. Σαν είδαν οι Θηβαίοι τους Αργείους να αφήνουν τα τείχη και να απομακρύνονται από την περιμετρική τάφρο, ξεθάρρεψαν κι αφού άνοιξαν τις πύλες ξεχύθηκαν στο κατόπι με πεζούς, άρματα και ιππικό. Μα οι Δαναοί ήσαν εξοικειωμένοι στη μάχη σε ανοιχτό χώρο. Αφού ανασυντάχτηκαν, απέκρουσαν το κύμα της θηβαϊκής επίθεσης κι έγινε σκληρή μάχη με πολλές απώλειες κι από τις δύο πλευρές. Έβλεπες τα αιχμηρά δόρατα και τα μυτερά σπαθιά να τσακίζουν νεανικά κορμιά, πληγωμένα άλογα με αφρούς στο στόμα να κυλιούνται στο χώμα, να εκσφενδονίζονται εδώ κι εκεί άξονες και τροχοί από συντριμμένα άρματα. Καμιά παράταξη δεν είχε το πάνω χέρι κι ήταν αβέβαιη η κατάσταση


Β΄. Παραλλαγές
* Ο Μενοικέας, ο γιος του Κρέοντα, που θυσιάστηκε για το σωσμό της Θήβας, δεν γκρεμίστηκε από τα τείχη της πόλης, πέφτοντας στη σπηλιά του δράκοντα, που την πότισε με το αίμα του. Πήγε μόνος του κρυφά στο μέρος που ήταν η σπηλιά κι αφού έβγαλε το σπαθί του από το θηκάρι, το κάρφωσε στην κοιλιά του, χύνοντας το αίμα του για να ποτίσει το χώμα και να ανακατευτεί με το νερό της Δίρκης, σύμφωνα με το θέλημα του θεού Άρη.
Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν πως ο ίδιος ο Κρέοντας, σαν κατάλαβε πως δεν γινόταν αλλιώς, υπακούοντας στη θεϊκή προσταγή, έκανε τη θυσία με όλους τους τύπους της πατροπαράδοτης λατρείας.

• Στη συνάντηση του Ετεοκλή με τον Πολυνείκη με τη μάνα ήσαν παρούσες και οι αδελφές τους, η Αντιγόνη και η Ισμήνη, καθώς και ο τυφλός πατέρας τους Οιδίποδας, που δεν είχε φύγει για την Αθήνα. Όλοι μαζί, γονείς και αδελφές παρακαλούσαν τους δύο άντρες να συμφιλιωθούν και να αποφύγουν την αιματοχυσία, χωρίς επιτυχία όμως.


Γ΄. Σχόλια
• Στην Αργεία εκστρατεία οι Φλεγύες στάθηκαν σύμμαχοι των Θηβαίων. Σε πολλούς άλλους μύθους είναι εχθροί και πολιορκητές της Θήβας. Οι Φλεγύες σχετίζονται με τον Ορχομενό, Βοιωτική πόλη που είναι αντίπαλος της Θήβας. Ο υπερασπιστής της Θήβας Περικλύμενος σχετίζεται με τον βασιλιά Κλύμενο.
Όπως οι περισσότεροι στρατηγοί των Αργείων είναι συγγενείς του Άδραστου, έτσι οι στρατηγοί των Θηβαίων είναι συγγενείς του Αστακού.

• Η Ισμήνη που σφαγιάστηκε από τον Τυδέα δεν είναι κόρη του Οιδίποδα. Είναι κόρη του Ισμηνού, και δίνει το όνομά της στην ομώνυμη κρήνη. Η σφαγή της γίνεται κατά ανάλογο τρόπο με αυτή της Πολυξένης, της κόρης του Πρίαμου, στον Τρωικό πόλεμο.

• Σχετικά με τη θυσία του Μενοικέα, στον τόπο της θυσίας έδειχναν σους ιστορικούς χρόνους τον τάφο του και μια μηλιά με κατακόκκινους καρπούς σαν αίμα, που ήταν, λέγανε, από το αίμα του. Οι τόποι: Δελφοί, Αιτωλία, Θεσπρωτία, Ήπειρος, που του πρότεινε ο πατέρας του να διαφύγει για να αποφύγει τη θυσία, έχουν επιλεγεί κατάλληλα από τον Ευριπίδη στις “Φοίνισσες” γιατί συνδέονται με την ιστορία της Θήβας από την εποχή του Κάδμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: