[[ δαμ-ων ]]
Γιορτές! Λίγο παραπανίσιο φαγητό και αρκετό παραπανήσιο πιοτό. Ο Θεός τα «ποίησε όλα καλά», αλλά να, αυτά που μας ευχαριστούν, μας λένε οι γιατροί, πως είναι επικίνδυνα για την υγεία μας. Τα σκασμένα… Ανεβαίνει η χοληστερίνη. Αυξάνουν τα τρυγλυκερίδια. Ανεβαίνει και ο “ζάχαρος”. Και το παραπανήσιο πιοτί μας μεθάει… Γιατί, μωρέ Διόνυσε; Θεός ήσουν. Τι το ήθελες το μεθύσι και το σύνδεσες με το κρασί; Δεν το άφηνες μόνο το κρασί, έτσι, να φτιάνει μόνο το κεφάλι, να ξεχνάμε τα βάσανα, να γελάμε, να λύνετε η γλώσσα μας και να λέμε την αλήθεια χωρίς “κουμπώματα”. Αυτό το μεθύσι τι το ‘θελες και το κόλλησες, το έκανες αυτοκόλλητο, στο πιοτί;
«Τους μπεκρήδες κι αν δικάσουνε, άδικα θα με κρεμάσουνεεεεεεε» τραγουδάει ο μερακλωμένος.
Πολλές φορές αναρωτιόμαστε γιατί να κάνουμε τρέλες όταν μεθάμε. Πέρα από τις εξηγήσεις των γιατρών, των βιολόγων με τις περίπλοκες εξηγήσεις για τη μετατροπή της αιθυλικής αλκοόλης σε ακεταλδεΰδη και τα άλλα κουραφέξαλα, θέλουμε κάτι απλό. Και αυτό το απλό το είπε ένας αγράμματος ταβερνιάρης, όπως μας λέει ο Ν. Καζαντζάκης στο μυθιστόρημά του « Ο τελευταίος Πειρασμός». Ας τον απολαύσουμε:
[[ Ο χοντροκούβαρος ταβερνιάρης, με κόκκινη πρησμένη μύτη, με κόκκινα πρησμένα μάτια, μαχμουρλής, τώρα να είχε σηκωθεί από το αχυρένιο στρώμα του∙ κουτσόπινε ως τα βαθιά μεσάνυχτα με τους μπεκρήδες πελάτες του, τραγουδούσε και παράργησε να κοιμηθεί, και τώρα βαριεστιμένος, κακόκεφος, καθάριζε μ’ ένα σφουγγάρι τον πάγκο από τα απομεινάρια του γλεντιού…
Δυο χοντροβάρελα μαυρολογούσαν στη μέση της ταβέρνας∙ στο ένα ήταν ζωγραφισμένος, με κόκκινες μπογιές, ένας κόκορας∙ στο άλλο, με σταχτόμαυρες μπογιές, ένα γουρούνι∙ γέμισε ένα λαγήνι κρασί από το βαρέλι με τον κόκορα, πήρε έξι ποτήρια, τα βούτηξε σ’ ένα μαστέλο βρώμικο νερό, να καθαρίσουν∙ τον χτύπησε η μυρουδιά του κρασιού, ξύπνησε…
- Ακούστε το λοιπόν, εξακολουθούσε ο ταβερνιάρης, ν’ ανοίξει λέω το μυαλουδάκι σας: Όταν ο Θεός ξετέλεψε τον κόσμο- τι τους ήθελε τους μπελάδες κι αυτός ο βλοημένος!- κι έπλενε τα χέρια του από τις λάσπες, έκραξε μπροστά του όλα τα νιογέννητα και τα ρώτησε καμαρώνοντας: «Βρε πουλιά και ζωντόβολα, πως σας φαίνεται ο κόσμος που σκάρωσα, του βρίσκετε κανένα ψεγάδι;» Όλα πήραν ευτύς να γκαρίζουν, να μουγκρίζουν, να μιαουλίζουν, να αρουλίζουν, να μπεμπερίζουν και να κελαηδούν: «Κανένα! Κανένα! Κανένα!» «Έχετε την ευκή μου» είπε ο Θεός «κι εγώ, μα την πίστη μου, δε του βρίσκω ψεγάδι κανένα∙ γεια στα χέρια μου!» Μα πήρε το μάτι του τον πετεινό και το γουρούνι που ‘χαν σκυμμένα τα κεφάλια κασι δεν έβγαζαν άχνα. «Βρε γουρούνι» φώναξε ο Θεός «και του λόγου σου κόκορα εξοχώτατε, γιατί δε μιλάτε; δε σας αρέσει τάχα ο κόσμος που έπλασα; Του λείπει τίποτα, μαθές;» μα αυτά, τσιμουδιά! τα ‘χε μαθές δασκαλέψει ο διάολος, που σφύριξε στο αυτί τους: «Του λείπει μια ρίζα χαμηλή» να του πείτε «που κάνει σταφύλια, τα ζουλάς, τα βάζεις στο βαρέλι και κάνεις κρασί.»
Η συνέχεια >>> εδώ ….
«Γιατί δε μιλάτε, βρε ζωντόβολα;» φώναξε πάλι ο θεός και σήκωσε τη χερούκλα του∙ και τότε πια τα δύο ζωντόβολα, ο διάολος τους έδωσε κουράγιο, σήκωσαν το κεφάλι: «Τι να πούμε, Πρωτομάστορα; γεια στα χέρια σου, καλός ο κόσμος σου, φτου να μη βασκαθεί! μα του λείπει μια ρίζα χαμηλή, που κάνει σταφύλια, τα ζουλάς, τα βάζεις στο βαρέλι και κάνεις κρασί.» « Έτσι, ε; τώρα σας δείχνω εγώ, μασκαράδες!» έκαμε ο Θεός, και τον έπιασαν τα μπουρίνια του∙ «κρασί θέτε και μεθύσια και ξεράσματα; ας γεννηθεί το αμπέλι!» Ανασκουμπώθηκε, πήρε λάσπη, έφτιασε κλήμα, το φύτεψε. «Την κατάρα μου να ‘χει» είπε «όποιος παραπιεί∙ του πετεινού τα μυαλά να κάμει και του γουρουνιού τη μούρη!» ]]
Δεν είναι το κρασί η ευλογία του Διόνυσου, λοιπόν, όπως μας εξήγησε ο ταβερνιάρης. Είναι η κατάρα του Θεού της Π. Διαθήκης, του φοβερού Γιεχωβά! Δεν ισχύει το λαϊκό άσμα:
« Ούζο όταν πιεις
γίνεσαι ευθύς
βασιλιάς δικτάτορας, Θεός και κοσμοκράτορας
σαν το καλοπιείς
βρε θα ευφρανθείς
κι όλα πια στο κόσμο ρόδινα θε να τα δεις.»
Γίνεσαι γουρουνομούρης και κοκορόμυαλος κατά τον ταβερνιάρη!
Στην αρχαία Ελλάδα τιμούσαν δεόντως το κρασί. Του είχαν, μάλιστα, “αφιερώσει” και το θεό Διόνυσο, το γιό του πατέρα των θεών και των ανθρώπων, του Δία.
Ο Διόνυσος αγαπήθηκε και λατρεύτηκε από τους ανθρώπους γιατί τους γνώρισε την υπέροχη γεύση του κρασιού. Λένε πως το πρωτοφανέρωσε στον βασιλιά της Αιτωλίας Οινέα. Ο τσοπάνης του, ο Στάφυλος, είχε βρει ένα περίεργο φυτό γεμάτο καρπούς κι ενθουσιασμένος τους έφερε στον βασιλιά του. Ο Οινέας έστυψε τους καρπούς και απόλαυσε τον πλούσιο χυμό τους. Από τότε ο Διόνυσος ονόμασε αυτόν το χυμό οίνο και τους καρπούς σταφύλια. Πάντα με το θύρσο στο ένα του χέρι και ένα δοχείο κρασιού στο άλλο γύριζε στις πόλεις. Όπου έβρισκε φιλόξενους και πρόσχαρους ανθρώπους, τους μάθαινε πώς να φτιάχνουν κρασί. Έτσι έγινε και με τους κατοίκους της Ικαρίας, που τον υποδέχτηκαν μ’ ενθουσιασμό. Λίγο πριν φύγει από τον τόπο τους, συμβούλεψε το βασιλιά τους τον Ικάριο να φυλάξει καλά το κρασί που έφτιαξε. Αυτός όμως δεν ακολούθησε τη συμβουλή του! Οι τσοπάνηδές του, κάποια μέρα, βρήκαν τα βαρέλια και ήπιαν τόσο πολύ κρασί που μέθυσαν και άρχισαν να φέρονται με άγριο τρόπο. Πάνω στην μέθη τους σκότωσαν τον Ικάριο κι η κόρη του Ηριγόνη αυτοκτόνησε απ’ την στενοχώρια της. Τον Διόνυσο σ’ όλα τα ταξίδια του τον ακολουθούσαν οι Μαινάδες, οι Σάτυροι, οι Σιληνοί και πολλές φορές ο θεός Πάνας. Με επικεφαλής τον Διόνυσο η μεγάλη πολύβουη παρέα, ξεσήκωνε τον κόσμο με τις φωνές και τα τραγούδια της. Το κρασί έρεε άφθονο και το γλέντι έφτανε στο αποκορύφωμα. Η κεφάτη συντροφιά ταξίδευε από τόπο σε τόπο για να μάθουν όλοι οι άνθρωποι την καλλιέργεια του αμπελιού και την παραγωγή του οίνου. Τα ταξίδια τους ήταν ένα αδιάκοπο γλέντι. Τον ενθουσιασμό και τη χαρά τους μετέδιδαν σ’ όσους συναντούσαν.
Ευλογία ήταν το κρασί για τους αρχαίους προγόνους μας κι όχι κατάρα όπως το θέλουν οι σκληροπυρηνικοί χριστιανοί, αυτοί που έχουν γυρίσει την πλάτη στη ζωή, θαρρώντας πως αν την αρνηθούν θα κερδίσουν την “αιώνια ζωή”. Μια στείρα προσήλωση σε διδασκαλίες ερημιτών αφυδατώνει τη ζωή στην υπόσχεση μιας άλλης υπερβατικής ζωής. Ξεχνούν όμως πως τούτη η ζωή, που πρέπει να τη ζήσεις ολοκληρωμένη, είναι το αναγκαίο σκαλοπάτι για την άλλη ζωή…
Στη μνήμη μας έχει μείνει η μορφή του κλασικού μεθύστακα του ελληνικού κινηματογράφου, του Ορέστη Μακρή. Προς τιμή του οι βαρελόφρονες έχουν καταρτίσει μια λίστα. Η παρακάτω λίστα κατατάσσει κάθε μεθυσμένο ανάλογα με το σούρωμά του. Η μέτρηση γίνεται διεθνώς στην κλίμακα “Ορέστης Μακρής” ενταγμένη και στο SI. ● Πρώτος βαθμός: Σιγανό τραγούδι, ελαφρά ζαλάδα. ● Δεύτερος βαθμός: Κάπως πιο δυνατό τραγούδι, λίγο πιο βαριά ζαλάδα, ελαφρό παραπάτημα. ● Τρίτος βαθμός: Τραγούδι εντάσεως 1000 decibell, μετρίου μεγέθους ζαλάδα, παραπάτημα που θα μπορούσε να περάσει για ζεϊμπέκικο. ●Τέταρτος βαθμός: Τραγούδι εντάσεως 1000 έως 977 2 decibell, ζαλάδα ισομεγέθης μιας περιστροφής με 800 χιλιόμετρα την ώρα γύρω από τον άξονά σας, παραπάτημα που μπορεί να σας γκρεμοτσακίσει από το μπαλκόνι, πιθανός εμετός. ● Πέμπτος βαθμός: Εμετός, κεφάλι που αποκολλάται από τους ώμους. Να σημειώσουμε ότι τα μεθύσια όλων των βαθμών έχουν σαν συνέπεια το επόμενο πρωί να έχετε πονοκέφαλο που μετριέται με αριθμό ίσο με τα δεκαδικά ψηφία του αριθμού “πι” (π= 3,141592653589793….). Τα μεθύσια των νέων προκαλούνται συνήθως σε χώρους, που ονομάζονται κλαμπάκια, μπαράκια, ελληνάδικα, ορθάδικα κλπ. Σε αυτούς τους χώρους βασανισμού παίζει πολύ δυνατή μουσική που χρησιμεύει για να κάνει το κεφάλι του μεθυσμένου ακόμη πιο καζάνι. Εκεί κουνιέσαι και μεθάς χωρίς να μπορείς να μιλάς…. Πολλές φορές το μεθύσι διευκολύνεται από τους καταστηματάρχες με το σερβίρισμα ποτών τύπου μπόμπας, που σε στέλνουν στο νοσοκομείο με προβλήματα στομαχιού, συκωτιού, νεφρών, τύφλωσης.
Και βέβαια το μεθύσι για καψούρα είναι το γλυκότερο: «Σε βλέπω στο ποτήρι μου και πίνοντας σε πίνω
μα μην τελείωσες γρήγορα γιατί μόνος μου θα μείνω…»
Ποιο όμως είναι το καλύτερο αντίδοτο στο γλυκό ή το πικρό μεθύσι; Φυσικά κάτι από τη φύση: το μέλι. Βρετανοί επιστήμονες της Βασιλικής Εταιρίας Χημείας συνιστούν το μέλι ως ιδανικό "αντίδοτο" στον πονοκέφαλό και τα άλλα δυσάρεστα κατάλοιπα που αφήνει ένα μεθύσι. Μάλιστα, αν κανείς φάει το μελί με ψωμί (π.χ. τοστ), τότε προσθέτει κάλιο και νάτριο στον οργανισμό του, οπότε βοηθά περαιτέρω το σώμα του να τα βγάλει πέρα με το αλκοόλ.
Έτσι τέλος καλό, όλα καλά… Το ήπιες, αλλά δε σε ήπιε…
Τέρμα οι παλιές πραχτικές με το τρίψιμο του κρεμμυδιού στα αχαμνά. Αυτές στο σεντούκι της ανάμνησης. Γιατί καλά αν ήταν άντρας ο μεθυσμένος. Όταν μεθούσε γυναίκα τι κρεμμυδοτρίψιμο να της κάνεις; Τώρα γλυκιά πραχτική. Βουτάς το κουταλάκι στο κίτρινο παχύρευστο γλυκό προϊόν της μέλισσας και έρχεσαι στα ίσια σου…
Το μικρό αυτό άρθρο δε θα μπορούσε παρά ν α κλείσει με ένα τραγούδι. Οι στίχοι είναι του Λουδοβίκου των Ανωγείων:
« Έκλεψαν το κρασί του Διονύσου
μέθυσαν οι αγγέλοι τ' ουρανού
κατέβηκαν στη γη να αμαρτήσουν
την ώρα του μεγάλου εσπερινού
Κι ήρθαν οι νύμφες των κυμάτων
ντυμένες άμμο και αφρό
έπαιζαν και σιγογελούσαν
στύβοντας απ' τις μπούκλες το νερό
Γυμνή αλήθεια του Θεού
πάνω στην άμμο ξαπλωμένη
κι ο ποταμός του φεγγαριού
πάνω στη λίμνη να μακραίνει
Ήπιανε όλο το κρασί
χόρεψαν οι αγγέλοι και οι δαιμόνοι
μα στο χορό των σταφυλιών
όσοι χορεύουν είναι μόνοι.
Καλή διασκέδαση, και να το πιείτε, να μη σας πιεί. Να ξέρετε που θα σταματήσετε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου