[[ δαμ-ων ]]
…ούτε ένα δάκρυ σου δεν πήρα
στην παγωνιά για να λουστώ.
Σ' ευχαριστώ, σ' ευχαριστώ
ήσουν παιδί σαν το Χριστό. (Ν.ΓΚΑΤΣΟΣ)
Το παραμύθι του Όσκαρ Ουάιλντ για τον γίγαντα που δεν άφηνε τα παιδιά του χωριού να παίζουν στον κήπο του είναι ένα κλασικό στο είδος του γοητευτικό παραμύθι που μιλάει για τον εγωισμό και τη μοναξιά, που φανερώνει πόσο αργά και με πόσο πόνο μαθαίνει κανείς ν' αγαπά και να εμπιστεύεται τους άλλους. Συγκινεί την ψυχή τόσου του μικρού παιδιού, όσο και του μεγάλου ανθρώπου. Και τα παραμύθια μας θέλγουν, ιδίως αυτές τις γιορτινές μέρες. Ας δούμε πρώτα αυτό το ωραίο παραμύθι:
[[ Κάποτε ζούσε ένας γίγαντας και είχε ένα ωραίο πύργο μέσα σε έναν πανέμορφο κήπο. Κάθε απόγευμα, γυρίζοντας από το σχολείο, τα παιδιά πήγαιναν να παίξουν στον κήπο του γίγαντα. Ήταν ένας μεγάλος, πανέμορφος κήπος με απαλό πράσινο γρασίδι. Εδώ κι εκεί στο χορτάρι ορθώνονταν ωραία λουλούδια σαν αστέρια, υπήρχαν δώδεκα ροδακινιές που την γέμιζαν ρόδινα μαργαριταρένια ανθάκια, το φθινόπωρο βάραιναν από τους πλούσιους καρπούς. Τα πουλιά κάθονταν στα δέντρα τραγουδούσαν τόσο γλυκά, που τα παιδιά σταματούσαν τα παιχνίδια τους για να τ' ακούσουν. «Τι ευτυχισμένα που είμαστε εδώ!» φώναζαν το ένα στ' άλλο.
Μια μέρα, ο γίγαντας γύρισε. Είχε πάει να επισκεφτεί το φίλο του, το δράκο της Κορνουάλλης, είχε μείνει μαζί του εφτά χρόνια. 'Όταν τέλειωσαν τα εφτά χρόνια, είχε πει όλα όσα ήθελε να πει, μια και τα ενδιαφέροντα του ήταν περιορισμένα, και αποφάσισε να γυρίσει στο κάστρο του. Όταν έφτασε, είδε τα παιδιά να παίζουν στον κήπο. «Τι κάνετε εδώ;» φώναξε με πολύ άγρια φωνή, και τα παιδιά έφυγαν τρέχοντας. «Ο κήπος μου είναι δικός μου» είπε ο γίγαντας «δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς αυτό, και δε θα επιτρέψω να παίζει κανείς εδώ μέσα εκτός από μένα». Έχτισε λοιπόν μια ψηλή μάντρα ολόγυρα κι έστησε μια ταμπέλα. ΟΙ ΠΑΡΑΒΑΤΕΣ ΘΑ ΔΙΩΚΟΝΤΑΙ.
Ήταν ένας γίγαντας πολύ εγωιστής. Τα καημένα τα παιδιά τώρα δεν είχαν πουθενά να παίξουν. Προσπάθησαν να παίξουν στο δρόμο, αλλά ο δρόμος ήταν γεμάτος σκόνη και κοφτερές πέτρες, και δεν τους άρεσε. Περιτριγύριζαν την ψηλή μάντρα όταν τέλειωναν τα μαθήματα τους και μιλούσαν για τον όμορφο κήπο πίσω της. «Τι ευτυχισμένα που ήμασταν εκεί!» έλεγαν το ένα στ' άλλο.
Ύστερα ήρθε η άνοιξη κι ολόκληρη η χώρα γέμισε μπουμπούκια και μικρά πουλιά. Μόνο στον κήπο του εγωιστή γίγαντα ήταν ακόμη χειμώνας. Τα πουλιά δεν είχαν όρεξη να τραγουδήσουν εκεί μέσα, γιατί δεν υπήρχαν καθόλου παιδιά, και τα δέντρα ξέχασαν να βγάλουν μπουμπούκια.
Η συνέχεια >>> εδώ …
Μια μέρα, ένα όμορφο λουλούδι πρόβαλε το κεφάλι του απ' το χορτάρι, μα μόλις είδε την ταμπέλα, λυπήθηκε τόσο πολύ για τα παιδιά, που τρύπωσε πάλι στο χώμα κι αποκοιμήθηκε. Οι μόνοι που χάρηκαν ήταν το χιόνι κι η παγωνιά. «Η άνοιξη τον ξέχασε αυτό τον κήπο» αναφώνησαν, «θα ζήσουμε λοιπόν εδώ όλο το χρόνο». Το χιόνι σκέπασε το χορτάρι με το φαρδύ λευκό μανδύα του, και η παγωνιά έβαψε όλα τα δέντρα ασημένια. Έπειτα κάλεσαν το βοριά να μείνει μαζί τους κι εκείνος ήρθε. Ήταν τυλιγμένος με γούνες κι όλη τη μέρα βρυχιόταν στον κήπο και γκρέμιζε τις καμινάδες. «Θαυμάσιο μέρος» είπε, «πρέπει να καλέσουμε και το χαλάζι». Ήρθε λοιπόν και το χαλάζι. Τρεις ώρες κάθε μέρα σφυροκοπούσε τη στέγη του κάστρου κι έσπασε τις περισσότερες πλάκες, κι ύστερα έτρεχε γύρω γύρω στον κήπο όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ήταν ντυμένο στα γκρίζα, κι η ανάσα του ήταν πάγος. «Δεν καταλαβαίνω γιατί καθυστερεί τόσο πολύ η άνοιξη» έλεγε ο εγωιστής γίγαντας, καθισμένος στο παράθυρο και κοιτάζοντας τον παγωμένο κατάλευκο κήπο του-«ελπίζω ν' αλλάξει ο καιρός».
Η άνοιξη όμως δεν ήρθε ποτέ, ούτε το καλοκαίρι. Το φθινόπωρο έφερε χρυσούς καρπούς σ' όλους τους κήπους, αλλά στον κήπο του γίγαντα δεν έδωσε κανέναν. «Είναι υπερβολικά εγωιστής» είπε. Κι έτσι, βασίλευε πάντα ο χειμώνας, κι ο βοριάς και το χαλάζι κι η παγωνιά και το χιόνι χόρευαν ανάμεσα στα δέντρα.
Ένα πρωί, ο γίγαντας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του όταν άκουσε μια πολύ όμορφη μουσική! Ηχούσε τόσο γλυκιά στ' αυτιά του, που νόμιζε ότι περνούσαν από κει οι μουσικοί του βασιλιά. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν παρά μια μικρή καρδερίνα που τραγουδούσε έξω απ' το παράθυρο του, αλλά είχε τόσο καιρό ν' ακούσει πουλί να κελαηδάει στον κήπο του, που του φάνηκε η πιο όμορφη μουσική στον κόσμο. Έπειτα το χαλάζι σταμάτησε να χορεύει πάνω από το κεφάλι του, ο βοριάς έπαψε να βρυχιέται κι ένα εξαίσιο άρωμα έφτασε από τ' ανοιχτό τζάμι. «Μου φαίνεται πως ήρθε επιτέλους η άνοιξη» είπε ο γίγαντας και πετάχτηκε απ' το κρεβάτι και κοίταξε έξω. Τι είδε; Είδε ένα υπέροχο θέαμα. Από ένα μικρό άνοιγμα στη μάντρα τα παιδιά είχαν τρυπώσει στον κήπο κι ήταν σκαρφαλωμένα στα κλαδιά των δέντρων. Σε κάθε δέντρο που έβλεπε ήταν κι ένα παιδάκι. Και τα δέντρα χαίρονταν τόσο πολύ που ξανάβλεπαν τα παιδιά, που είχαν σκεπαστεί με μπουμπούκια και ανέμιζαν απαλά τα μπράτσα τους πάνω από τα κεφάλια των παιδιών. Τα πουλιά πετούσαν ολόγυρα τιτιβίζοντας ξετρελαμένα, και τα λουλούδια σήκωναν το κεφάλι τους απ' το πράσινο χορτάρι και γελούσαν. Ήταν μια πανέμορφη σκηνή, και μόνο σε μια γωνιά ήταν ακόμη χειμώνας.
Ήταν η πιο μακρινή γωνιά του κήπου, κι εκεί στεκόταν ένα αγοράκι. Ήταν τόσο μικροκαμωμένο, που δεν μπορούσε να φτάσει τα κλαδιά του δέντρου κι έκανε κύκλους γύρω του κλαίγοντας πικραμένο. Το καημένο το δέντρο ήταν ακόμη σκεπασμένο με χιόνι και πάγο, κι ο βοριάς φύσαγε και βρυχιόταν από πάνω του. «Ανέβα, αγοράκι!» έλεγε το δέντρο, και λύγιζε τα κλαδιά του όσο πιο χαμηλά μπορούσε-αλλά το αγόρι ήταν υπερβολικά μικροκαμωμένο.
Κι η καρδιά του γίγαντα έλιωσε καθώς κοίταξε έξω. «Τι εγωιστής που ήμουν!» είπε- «τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν ερχόταν εδώ η άνοιξη. Θ' ανεβάσω το αγοράκι στο δέντρο κι έπειτα θα γκρεμίσω τη μάντρα, κι ο κήπος μου θα μείνει για πάντα παιχνιδότοπος για τα παιδιά». Μετάνιωνε στ' αλήθεια πολύ γι' αυτό που είχε κάνει.
Κατέβηκε λοιπόν τη σκάλα, άνοιξε αθόρυβα την εξώπορτα και βγήκε στον κήπο. Μα μόλις τον είδαν τα παιδιά, τρόμαξαν όλα τόσο πολύ, που το 'βαλαν στα πόδια, και στον κήπο ξανάγινε χειμώνας.
Μόνο το αγοράκι δεν έτρεξε να φύγει, γιατί το τύφλωναν τα δάκρυα και δεν είδε το γίγαντα να έρχεται. Κι ο γίγαντας το πλησίασε κλεφτά από πίσω, το πήρε απαλά στο χέρι του και το απόθεσε πάνω στο δέντρο. Και το δέντρο αμέσως μπουμπούκιασε, και τα πουλιά ήρθαν και τραγούδησαν πάνω στα κλαδιά του, και το αγοράκι άπλωσε τα δυο του χέρια, τα τύλιξε γύρω απ' το λαιμό του γίγαντα και τον φίλησε.
Τ' άλλα παιδιά, όταν είδαν ότι ο γίγαντας δεν ήταν πια κακός, γύρισαν τρέχοντας πίσω και μαζί τους ήρθε κι η άνοιξη. «Είναι δικός σας ο κήπος τώρα, παιδάκια» είπε ο γίγαντας, και πήρε ένα μεγάλο τσεκούρι και γκρέμισε τη μάντρα. Και την ώρα που οι άνθρωποι πήγαιναν για ψώνια, στις δώδεκα, βρήκαν το γίγαντα να παίζει με τα παιδάκια στον πιο όμορφο κήπο που είχαν δει ποτέ. Όλη μέρα έπαιζαν, και το απόγευμα πήγαν στο γίγαντα να τον αποχαιρετήσουν. «Μα πού είναι ο μικρός σας σύντροφος;» είπε, «το αγόρι που έβαλα πάνω στο δέντρο». Ο γίγαντας το αγαπούσε περισσότερο απ' όλα, γιατί τον είχε φιλήσει. «Δεν ξέρουμε» απάντησαν τα παιδιά- «έφυγε». «Πρέπει να του πείτε να έρθει οπωσδήποτε αύριο» είπε ο γίγαντας. Αλλά τα παιδιά είπαν ότι δεν ήξεραν πού έμενε, δεν το είχαν ξαναδεί ποτέ πριν κι ο γίγαντας ένιωσε μεγάλη θλίψη.
Κάθε απόγευμα, όταν τέλειωνε το σχολείο, τα παιδιά έρχονταν κι έπαιζαν με το γίγαντα. Μα το αγοράκι που αγαπούσε ο γίγαντας δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Ο γίγαντας ήταν πολύ καλός με όλα τα παιδιά, ωστόσο λαχταρούσε να δει τον πρώτο μικρό του φίλο και μιλούσε συχνά γι' αυτόν. «Πόσο θα 'θελα να τον δω!» έλεγε.
Πέρασαν χρόνια, κι ο γίγαντας γέρασε κι έχασε τις δυνάμεις του. Δεν μπορούσε πια να παίζει, καθόταν λοιπόν σε μια πελώρια πολυθρόνα και κοιτούσε τα παιδιά και θαύμαζε τον κήπο του. «Έχω πολλά όμορφα λουλούδια» έλεγε• «μα τα παιδιά είναι τα πιο όμορφα απ' όλα τα λουλούδια».
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, καθώς ντυνόταν, κοίταξε έξω απ' το παράθυρο του. Δε μισούσε πια το χειμώνα, γιατί ήξερε ότι ήταν απλώς η άνοιξη κοιμισμένη και τα λουλούδια ξεκουράζονταν. Ξαφνικά, έτριψε με απορία τα μάτια του και κοιτούσε και δε χόρταινε. Ήταν στ' αλήθεια ένα υπέροχο θέαμα. Στην πιο μακρινή γωνιά του κήπου έβλεπε ένα δέντρο σκεπασμένο ολόκληρο με όμορφα άσπρα μπουμπούκια. Τα κλαδιά του ήταν χρυσά, και ασημένιοι καρποί κρέμονταν απ' αυτά, και στη ρίζα του στεκόταν το αγοράκι που είχε αγαπήσει.
Γεμάτος χαρά κατέβηκε τρέχοντας ο γίγαντας και βγήκε στον κήπο. Διέσχισε βιαστικά την πρασιά και πλησίασε το παιδί. Κι όταν το έφτασε, το πρόσωπο του κοκκίνισε από την οργή και είπε «Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» Γιατί στις παλάμες των χεριών του παιδιού υπήρχαν τα σημάδια από δυο καρφιά, και σημάδια από δυο καρφιά είχαν και τα ποδαράκια του. «Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» φώναξε ο γίγαντας «πες μου, για να πάρω το μεγάλο σπαθί μου και να τον σκοτώσω». «Όχι!» απάντησε το παιδί- «γιατί αυτές είναι οι πληγές της αγάπης». «Ποιος είσαι;» ρώτησε ο γίγαντας, και τον πλημμύρισε ένα αλλόκοτο δέος και γονάτισε μπροστά στο παιδάκι. Και το παιδάκι χαμογέλασε στο γίγαντα και του είπε: «Με άφησες κάποτε να παίξω στον κήπο σου, απόψε θα 'ρθεις μαζί μου στο δικό μου κήπο, που είναι ο παράδεισος». Κι όταν τα παιδάκια έτρεξαν στον κήπο εκείνο το απόγευμα, βρήκαν το γίγαντα νεκρό κάτω απ' το δέντρο, σκεπασμένο ολόκληρο με κατάλευκα μπουμπούκια. ]]
Η τοπική εκκλησία μας έχει το γίγαντά της. Είναι ο σεβασμιότατος, ο επίσκοπος, που από αρχιερέας Χριστού, και επομένως πρότυπο αγάπης, έχει γίνει ο εγωιστής δεσπότης. Πριν την χειροτονία του, αυτός δεν ήταν στο κάστρο της Κορνουάλλης. Βρισκόταν μέσα στα τείχη της μονής, διαβάζοντας για τον αυστηρό βίο των ασκητών και την υπακοή των υποτακτικών τους. Μαχόταν με τους πειρασμούς, τους οποίους δεν πρόλαβε να καθυποτάξει γιατί η αγάπη του προηγούμενου σεβασμιότατου τον έχρισε πρώτο ιερέα και πνευματικό οδηγό των συλλειτουργών του νομού του. Έτσι τους πειρασμούς τους πήρε μαζί του. Πρωτοσύμβουλος έγινε ο εγωισμός, γραμματέας του ο κυκλοθυμισμός και θεραπαινίδα του η αλαζονεία. Με τέτοιους συνεργάτες πορεύεται ο τοπικός μας γίγαντας. Ζητάει πλήρη υπακοή σε όσα οι σύμβουλοί του του επιβάλουν. Και για όποιον φέρει αντιρρήσεις, στο γραφείο του έχει την επιγραφή: ΟΙ ΠΑΡΑΒΑΤΕΣ ΘΑ ΔΙΩΚΟΝΤΑΙ.
Ωραία ήταν στον κήπο της εκκλησίας πριν τον ερχομό του γίγαντα. Άνθιζε ο κήπος και “παίζανε” το θεάρεστο έργο τους οι λειτουργοί του Χριστού. Ευδοκιμούσε η άμπελος. Μπουμπούκιαζαν τα πνευματικά κλαδιά και ακουγόταν το πρόσχαρο γέλιο των “παιδιών”, «των γεγεννημένων άνωθεν», με το πετραχήλι. Και ήρθε ο γίγαντας… Και ξέχασε η άνοιξη να γυρίσει στον κήπο. Βαρυχειμωνιά και παγωνιά…
Στα Βάγια η πάχνη μαραίνει τις προβληματισμένες ευαίσθητες καρδιές. Υπάρχουν βέβαια και οι ακανθώδεις θάμνοι που δεν τους ενδιαφέρουν όσα κάνει ο γίγαντας. Και ένα πουρνάρι, σκληρό από το συμφέρον, έχει ριζώσει βαθιά, γιατί ο γίγαντας του έριξε μπόλικο λίπασμα. Μπορεί να είναι ξένο για το περιβάλλον, να μη ταιριάζει στα γύρω λουλούδια, αλλά τα αγκαθωτά φύλλα του αρέσουν στο γίγαντα. Είναι τραχύ και σκληρό, ταιριάζει με τη καρδιά του γίγαντα. Το πουρνάρι απλώθηκε και δεν άφησε να ευδοκιμήσει η τοπική αμυγδαλιά που φύτρωσε εδώ κι ένα χρόνο σε μια γωνιά του κήπου. Μέσα στη βαρυχειμωνιά άνθισε δειλά- δειλά, αλλά το πουρνάρι ζήλεψε τα ανθάκια της και ζήτησε από το γίγαντα να τη ξεριζώσει. Κι ο γίγαντας έδωσε την εντολή στους υπηρέτες. Η αμυγδαλιά να φύγει από τον τόπο της και να μεταφυτευτεί σε άλλο μέρος. Τώρα το πουρνάρι σκέφτεται να πετάξει παραφυάδες ( κωλορίζες τις λέμε στο χωριό μας) και να καλύψει το μέρος της αμυγδαλιάς… Μάταια η μυγδαλιά ζητούσε να μείνει στον τόπο της και τον καρπό της να τον παίρνουν τα ντόπια παιδιά…
Κάποια παιδιά- πιστοί δεν παίζουν πια στον κήπο του εγωιστή γίγαντα. Τους απομάκρυνε ο εγωισμός του. Τους πάγωνε τα χέρια και τους έσφιγγε την καρδιά. Δεν θέλουν το πουρνάρι. Τους τσιμπάει τα χέρια όταν απλώσουν να μαζέψουν τα βελανίδια του να παίξουν…
Στο δικό μας παραμύθι δεν ξέρουμε αν ο γίγαντας μαλακώσει. Ο χρόνος θα το δείξει… Αυτό που ξέρουμε είναι πως έχουμε παγωνιά στις καρδιές μας. Πως το χαλάζι μαστιγώνει τις ψυχές μας. Ο βοριάς της αδικίας μας παγώνει πνευματικά. Τα Βάγια για δεύτερη φορά σκανδαλίστηκαν και ο πειρασμός ήρθε από τη μεριά της εκκλησίας. Ενώ η εκκλησία έπρεπε να είναι μια όαση γαλήνης, κατάντησε τρικυμιώδης ωκεανός! Κι όλα αυτά ξεκινούν από τον εγωισμό των εντεταλμένων να λειτουργούν σαν κυματοθραύστης των πειρασμών. Αλλά, φευ!, αντί να γίνει κυματοθραύστης η εκκλησία, μετατράπηκε σε εστία τρικυμίας. Γενεσιουργός αιτία ο εγωισμός εντός των κόλπων της. Ο εγωισμός, που όφειλε να καταπολεμήσει με βάση τη διδασκαλία του ιδρυτή της Χριστού! Γιατί όπως είπε ο Μ. Βασίλειος: «Ο εγωισμός είναι ένα ζευγάρι ξυλοπόδαρα, που κάνουν τον άνθρωπο ψηλό, χωρίς να τον κάνουν μεγάλο». Ο Άγιος Σιλουανός προσθέτει: «Ο εγωισμός και η αλαζονεία είναι άρνηση του Θεού, εκούσια απομάκρυνση από τον Θεό».
Όπως λέει η εκκλησία, ο ένας και μεγαλύτερος εχθρός μας είναι ο εγωισμός. Ο εγωιστής αρχίζει και τελειώνει στον εαυτό του. Αφήνει απέξω τους άλλους ανθρώπους και το Θεό. Απομονώνεται. Εγκλωβίζεται.
Συχνά, όταν κάποιος απομονώνεται, φοβάται, νιώθει ανασφάλεια: Φτιάχνει ένα ψηλό τείχος στο οποίο κλείνεται. Πετρώνει, προσπαθώντας έτσι να προστατευτεί. Μέσα από το κάστρο του εξαπολύει τα βέλη του εναντίον όλων όσων δεν συγκατανεύουν με τη θέλημά του, έστω κι αν είναι άδικο. Ο καθένας που δεν του κάνει το χατίρι χρίζεται ως εχθρός. Ο εγωιστής διακρίνονται για την εμπάθεια, τη σκληρότητα και το θυμό που βγάζει. Το μέγεθος και την έκταση του εγωισμού την κατανοούμε καλύτερα αν τη δούμε με φόντο την αντίστοιχη αρετή που είναι η ταπείνωση. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας λέει ότι η ταπείνωση είναι να ξέρεις τι πραγματικά είσαι, που ακριβώς βρίσκεσαι. Αλήθεια πόσο αληθινός, πόσο χαριτωμένος και πόση αρχοντιά δεν κρύβει ο ταπεινός άνθρωπος; Πόσο αλήθεια δροσιζόμαστε και αναπαυόμαστε όσο βρισκόμαστε δίπλα του; Αντίθετα ο εγωιστής δε γνωρίζει την πραγματική εικόνα της κατάστασής του. Το μεγαλύτερο μέρος του «εγώ» του είναι φανταστικό, γι’ αυτό και η ναρκισσιστική εικόνα για τον εαυτό του συνεχώς διαφοροποιείται με βάση κάποιες σειρές ταυτίσεων. Ζητάει συνεχώς την επιβεβαίωση των άλλων. Συνήθως δεν μπορεί να κατανοήσει το αυτονόητο, τα θελήματά του τα κάνει δικαίωμα, τα δε σφάλματα του δεν τα βλέπει. Όχι μόνο είναι αδιάφορος απέναντι στους συνανθρώπους του, αλλά ούτε καν τους αφήνει χώρο ελευθερίας. Δεν θυσιάζει τίποτα από την ψυχή ούτε από το σώμα για την ανάπαυσή του. Αποτελέσματα του εγωισμού του ανθρώπου, είναι συχνά να κυριεύεται από μικροψυχία.
Ο Αγ. Ιωάννης στο βιβλίο του «Κλίμαξ» μιλώντας για την υπερηφάνεια μας λέει: «Είναι η άρνηση του Θεού, εφεύρεση των δαιμόνων, εξουθένωση των ανθρώπων, μητέρα της κατακρίσεως, απόγονος των επαίνων, απόδειξη ακαρπίας, φυγαδευτήριο της βοηθείας του Θεού, πρόδρομος της παραφροσύνης, πρόξενος πτώσεων, αιτία της επιληψίας, πηγή του θυμού, θύρα της υποκρίσεως, στήριγμα των δαιμόνων, φύλακας των αμαρτημάτων, δημιουργός της ασπλαχνίας, άγνοια της συμπάθειας, πικρός κριτής, απάνθρωπος δικαστής, αντίπαλος του Θεού, ρίζα της βλασφημίας.»
Η ίδια η εκκλησία μας λέει ότι η υπερηφάνεια και ο εγωισμός είναι καταστάσεις εωσφορικές. Πρώτος διδάξας ο Εωσφόρος, ο οποίος δε μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό του κατώτερο από το Θεό και δημιουργό του και γι' αυτό διανοήθηκε να στήσει το θρόνο του πάνω από το θρόνο της μεγαλοσύνης του Θεού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να μην πραγματοποιήσει το σκοπό του, αλλά να χάσει τη δόξα και την τιμή που του είχε χαριστεί από το Θεό και να καταπέσει στην έσχατη απαξία. Από ανείπωτο μίσος και φθόνο θέλησε να μεταδώσει και στον άνθρωπο, το κορυφαίο δημιούργημα του Θεού, τη φθοροποιά και καταστροφική έξη του εγωισμού
Ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος, την ταπείνωση την αποκαλεί «Θεοΰφαντον στολήν». «Την ταπείνωση», λέγει, «φόρεσε ο Υιός και Λόγος του Θεού και μπόρεσε και κατήλθε εκ των ουρανών, και μπόρεσε η γη να τον δεχθεί χωρίς να καταφλεχθεί. Η ταπεινοφροσύνη στολίζει τον άνθρωπο. Ο ταπεινός άνθρωπος όπου και αν σταθεί, όπου και αν βρεθεί, σκορπάει μια κατά κάποιο τρόπο μυστηριώδη χάρη και γίνεται αγαπητός και προσφιλής. Την ταπείνωση οι δαίμονες την τρέμουν, όπως ακριβώς συνέβη και με έναν υποτακτικό».
Που είναι η ταπείνωση από τον ιερέα του ναού της ενορίας των Βαγίων και τον φυσικό του προϊστάμενο, στον οποίο έχει επιβάλει τη θέλησή του; Από τους δύο αυτούς λειτουργούς διακρίνουμε έλλειμμα αγάπης, την κύριας ιδιότητας που πρέπει να χαρακτηρίζει έναν λειτουργό.
Η φυσική αγάπη, μας αναφέρει ο Θωμάς ο Ακινάτης, δε βρίσκεται μόνο « σε όλες τις δυνάμεις της ψυχής, αλλά και σε όλα τα μέρη του σώματος και γενικά σε όλα τα πράγματα: γιατί, καθώς λέει ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, το ωραίο και το καλό αγαπιούνται απ’ το κάθε τι ».
Σύμφωνα με τις ανθρώπινες θρησκευτικές αντιλήψεις, η αγάπη βρίσκεται παντού στο σύμπαν, διάσπαρτη από το άτομο μέχρι τον μεγαλύτερο γαλαξία, από το πρωτόζωο μέχρι τον άνθρωπο. Όλα τα πράγματα χρωστούν την ύπαρξή τους στη γενναιοδωρία και τη μεγαθυμία της δημιουργικής αγάπης του Θεού. Ανταποδίδοντας προς το Θεό, όλα υπακούουν στο νόμο της αγάπης, συνειδητά ή ασυνείδητα, αναζητώντας Τον και δοξολογώντας Τον. Ακόμη και τα ουράνια σώματα, όπως μας λέει ο Πυθαγόρας, υμνούν τη δόξα Του και Τον ευλογούν με μια υπερκόσμια μουσική, τη “μουσική των σφαιρών”.
O Γουίλιαμ Τζέιμς συγκρίνει χαρακτηριστικά την ορμή της αγάπης με τη μαγνητική έλξη: « Ο Ρωμαίος θέλει την Ιουλιέτα, όπως τα ρινίσματα ζητούν τον μαγνήτη ». Όμως υπάρχει ένα ευρύτατο φάσμα αγάπης, που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία, ξεκινώντας από τη φιλική αγάπη, που αναπτύσσεται ανάμεσα στους ανθρώπους, αδιακρίτως φύλου, την οικογενειακή αγάπη, την ερωτική αγάπη, την αγάπη που έχει κάποιος για τον εαυτό του, για τους συντρόφους του, για την πατρίδα, για το Θεό. Η αγάπη του εγώ, όπως και η ερωτική αγάπη, μπορούν να υπερκεραστούν από την αγάπη που έχει τη μορφή της φιλανθρωπίας ή της συμπόνιας για τους άλλους. Ιεραρχικά ο άνθρωπος αρχίζει από την αγάπη προς τον εαυτό του, την επεκτείνει στο οικογενειακό του περιβάλλον, την διαπλατύνει προς τον πλησίον του για να φτάσει στην ανώτερη μορφή της, την αγάπη προς το Θεό. Έτσι σταδιακά ανεβαίνει για να φτάσει στον ύψιστο ουρανό, όπου μπορεί πλέον να αγαπά το ίδιο το Αγαθό.
Τη μετουσιωτική δύναμη της αγάπης μας δίνει με απλά, αλλά συγκλονιστικά λόγια ο Ν. Καζαντζάκης στο μυθιστόρημά του “Ο Φτωχούλης του Θεού”. Είναι το σημείο, όπου ο Αγ. Φραγκίσκος της Ασίζης υπερνικώντας τον έντονο φόβο του για τους λεπρούς, τους πλησίασε για τους υπηρετήσει. Μεταφορικά ο συγγραφέας μας λέει ότι ο άγιος φίλησε τον λεπρό και τον κουβάλησε στην πλάτη του:
« Κι άξαφνα είδα το Φραγκίσκο να σταματάει απότομα. Έσκυψε, αναμέρισε το ράσο να ξεσκεπάσει το λεπρό κι ολομεμιάς έσυρε φωνή μεγάλη, το ράσο ήταν αδειανό!
Στράφηκε ο Φραγκίσκος και με κοίταξε, ανοιγόκλεισε το στόμα να μιλήσει, δεν μπόρεσε. Μα το πρόσωπό του έλαμπε, έκαιγε. Μουστάκια, γένια, μύτες, στόματα, όλα είχαν αφανιστεί μέσα στη φλόγα.
Κυλίστηκε χάμω, ξάπλωσε πίστομα κι άρχισε να φιλάει το χώμα και να κλαίει. Όρθιος εγώ από πάνω του έτρεμα. Δεν ήταν λεπρός, ήταν ο ίδιος ο Χριστός κι είχε κατέβει στη γής λωβιασμένος, να δοκιμάσει το Φραγκίσκο… Είχε έρθει τώρα η μιλιά στο Φραγκίσκο.
- Φράτε Λεόνε, είδες; Κατάλαβες;
- Είδα, αδερφέ Φραγκίσκο, είδα, μα δεν κατάλαβα παρά ετούτο: ο Θεός παίζει μαζί μας.
- Εγώ, φράτε Λεόνε, κατάλαβα ετούτο: όλοι οι λεπροί, οι σακάτες, οι αμαρτωλοί, αν τους φιλήσεις στο στόμα…
Σώπασε, τρόμαξε να τελέψει το λογισμό του.
- Φώτισέ με, αδερφέ Φραγκίσκο, φώτισέ με, μη με αφήνεις στο σκοτάδι.
Πέρασε κάμποση ώρα, τέλος ανατριχιάζοντας:
- Όλοι ετούτοι, μουρμούρισε, αν τους φιλήσεις στο στόμα, συχώρεσέ με, Θεέ μου, γίνουνται Χριστός! »
O Αριστοτέλης κάνει μια ανάλυση των τύπων της φιλίας, όπου ταξινομεί τα είδη αγάπης και γράφει: « ό,τι αξίζει ν’ αγαπιέται αποτελείται από το αγαθό, το ευχάριστο ή το ωφέλιμο, υπάρχουν τρία είδη φιλίας, όσα και τα πράγματα που αξίζει να αγαπιούνται ».
Ο Θωμάς ο Ακινάτης κάνει σαφή διάκριση μεταξύ της αγάπης, που ανήκει στην περιοχή του πάθους, και της αγάπης, που αποτελεί πράξη της βούλησης. Ορίζει την πρώτη σαν «σαρκική λειτουργία », η οποία υπαγορεύεται από τις επιθυμίες των αισθήσεων, και τη δεύτερη σαν « λογική ή διανοητική επιθυμία ». Επιπλέον ο Ακινάτης κάνει και μια άλλη βασική διάκριση, την αγάπη σαν φυσική ροπή και σαν υπερφυσική έξη. Φυσική είναι η αγάπη « με την οποία τα πράγματα αναζητούν ό,τι ταιριάζει στη φύση τους ». Αν η αγάπη υψωθεί πάνω από τις ροπές της φύσης, αυτό επιτυγχάνεται με « ένα είδος έξης, που προστίθεται στη δύναμη της φύσης », κι αυτή η έξη της αγάπης είναι η αρετή της φιλανθρωπίας.
Μερικές φορές η αγάπη μεταστρέφεται στο αντίθετό της, το μίσος. Κάποιες φορές συνυπάρχουν η αγάπη και το μίσος για το ίδιο αντικείμενο. Κάποτε η αγάπη εμπνέει το μίσος ή προκαλεί φθόνο για οτιδήποτε την απειλεί, ενώ συχνά φόβος ή θυμός ακολουθούν το ξύπνημά της. Φαίνεται να είναι η αγάπη το πρωταρχικό πάθος, που γεννά τα υπόλοιπα, γεγονός που οφείλεται στην αντίθεση ηδονής- πόνου και που λειτουργεί στη σχέση αιτίας- αποτελέσματος. Είναι γεμάτη αντιθέσεις, η μόνη πραγματικότητα αλλά και η μεγάλη αυταπάτη. Αυτή δίνει νόημα στη ζωή, μπορεί όμως και να τη διαλύσει.
Η αγάπη, που είναι προσανατολισμένη στα υλικά πράγματα, συνοδεύεται από τον πόθο. Ο πόθος έχει ροπή φιλοκτητική, το αντικείμενό του είναι ένα αγαθό, που πρέπει να κατακτηθεί. Ο πόθος έχει αιτία ύπαρξης μέχρι να βρει την ικανοποίηση με την κατοχή του ποθούμενου αντικειμένου. Είναι εγωιστικός, με την έννοια ότι κάποιος θέλει τα αγαθά για τον εαυτό του, χωρίς να τον ενδιαφέρει ο άλλος, ο σύντροφός του. Έτσι, η αγάπη όταν εξισώνεται με τον πόθο, γίνεται αδυναμία, χάνει την ανυψωτική της δυναμική. Αυτός που αγαπά, επιθυμεί την ευτυχία εκείνου που αγαπά, και η δική του ευτυχία είναι η ανάκλαση της προσφοράς του προς το αντικείμενο της αγάπης του, δηλ. η χαρά του προέρχεται από την ευτυχία του αγαπώμενου προσώπου. Έτσι η αγάπη επιζητεί να δώσει μάλλον παρά να πάρει, κι αν πάρει, αυτό θα είναι ανταπόδοση για ό,τι έχει δώσει.
Οι θεολόγοι ταυτίζουν τον Θεό με την αγάπη και στην αγάπη Του βλέπουν την αρχή της δημιουργίας, της πρόνοιας και της σωτηρίας. « Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον υιόν αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού. Εν τούτω εστίν η αγάπη, ουχ ότι ημείς αγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ’ ότι αυτός ηγάπησεν ημάς και απέστειλε τον υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών. Αγαπητοί, ει ούτως ο Θεός ηγάπησεν ημάς, και ημείς οφείλομεν αλλήλους αγαπάν. Θεόν ουδείς πώποτε τεθέαται. Εάν αγαπώμεν αλλήλους, ο Θεός εν ημίν μένει και η αγάπη αυτού τετελειωμένη εστίν εν ημίν…Ημείς αγαπώμεν αυτόν, ότι αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς » ( Α’ επιστολή Ιωαννη, Δ’, 9-12 και 19 ). Αυτή την αγάπη θα πρέπει να εκφράζουν όσοι ασπάζονται τη διδασκαλία του Ιησού, αυτή είναι εξάλλου και η εντολή του, όπως μας μεταφέρει ο Ιωάννης ο Θεολόγος στο Ευαγγέλιό του: « Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού. Υμείς φίλοι μου εστε, εάν ποιήτε όσα εγώ εντέλλομαι υμίν. Ουκέτι υμάς λέγω δούλους, ότι δούλος ουκ οίδε τι ποιεί αυτού ο κύριος. Υμάς δε είρηκα φίλους, ότι πάντα α ήκουσα παρά του πατρός μου εγνώρισα υμίν…Ταύτα εντέλλομαι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους ».
( Ιωαν., ιε’, 12- 15 και 17 ). Το επίκεντρο και η κινητήρια δύναμη της χριστιανικής αγάπης είναι αυτός ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος δρα και αποκαλύπτει τον εαυτό Του στον κόσμο με μοναδικό κίνητρο την άκρα προς τον άνθρωπο αγάπη. Αυτή οδηγεί στην τελειότητα : « επι πάσι δε τούτοις την αγάπην, ήτις εστί σύνδεσμος της τελειότητος » ( επιστολή Παύλου προς Κολασσαείς, γ’ 14 ), ενώ αποτελεί “πλήρωμα νόμου”: « η αγάπη τω πλησίον κακόν ουκ εργάζεται. Πλήρωμα ουν νόμου η αγάπη » ( επιστολή Παύλου προς Ρωμαίους, ιγ’ 10 ).
Αυτή την αγάπη περιμέναμε από τον αρχιερέα του νομού μας. Να είναι για εμάς ο σεβασμιότατος και όχι ο δεσπότης. Ας θυμάται πάντοτε ότι ο Θεός συγχωρεί τα σφάλματα των ανθρώπων. Τα γυαλιά που φοράει είναι παραμορφωτικά! Να τα πετάξει πριν τον κάνουν να σκοντάψει και να πέσει στη συνείδησή μας. Ο γίγαντας του παραμυθιού έλιωσε τον εγωισμό του- ο εγωισμός μετουσιώθηκε σε αγάπη- και ήρθε η άνοιξη στον κήπο του. Εκεί συνάντησε και το παιδί- Ιησού!
Έναν ανθισμένο κήπο θέλουμε να παίζουμε σαν μικρά παιδιά όλοι εμείς οι πιστοί. Και στη μέση του κήπου δεν θέλουμε το πουρνάρι. Να τσιμπάει τα χέρια με την αγκαθωτή φυλλωσιά του. Έχει ξεχάσει πως είναι το χαμόγελο, η γλυκιά κουβέντα. Ξέφυγε από Θεό της Κ. Διαθήκης που είναι αγάπη και προσχώρησε στον τραχύ Θεό της Π. Διαθήκης. Εμείς θέλουμε τη δική μας πρόσχαρη μυγδαλιά…
Θα τελειώσουμε αυτό το παραμύθι με μια αφιέρωση στον ποιμενάρχη μας. Για τις άγιες αυτές μέρες του αφιερώνουμε τον “ύμνο της αγάπης”:
« Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον.
Και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί.
Και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου, και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσομαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι.
Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται,
ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν,
ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία.
Πάντα στέργει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει.
Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει. Είτε δε προφητείαι καταργηθήσονται. Είτε γλώσσαι, παύσονται. Είτε γνώσις, καταργηθήσεται.
Εκ μέρους δε γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν.
Όταν δε έλθη το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται.
Ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην. Ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου.
Βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον. Άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην.
Νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα. Μείζων δε τούτων η αγάπη ». ( απ. Παύλου Α’ επιστ. προς Κορινθίους, ιγ’ 1-13)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου