[[ δαμ-ων ]]
14 Φεβρουαρίου. Ημέρα, λέει…, του Αγ. Βαλεντίνου. Γιορτάζουν, λένε…, οι ερωτευμένοι. Μέρα για να δουλέψουν τα ανθοπωλεία, τα ζαχαροπλαστεία, τα καταστήματα δώρων. Χαρούλες τα νεαρά παιδιά, που αγαπάνε με τα λόγια αλλά και οι μεγάλοι που αγαπάνε με φαρισαϊκά αισθήματα . Και να ανταλλαγές δώρων… Άλλοι στέλνουν τούρτες με σχήμα καρδιάς και άλλοι λουλούδια με ευχετήριες κάρτες για love of ever. Είναι, λέει…, μέρα των ερωτευμένων… Τους διαφεύγει όμως κάτι πολύ σημαντικό: Οι αληθινά ερωτευμένοι δε χρειάζονται γιορτές και ξεχωριστές ημέρες για να δείξουν και ν' αποδείξουν την αγάπη τους. Ο Έρωτας, ούτως ή άλλως, είναι από μόνος του γιορτή και γιορτάζει μόνιμα και τις 365 μέρες του χρόνου, χωρίς να χρειάζεται κανέναν “άγιο προστάτη”. Μάλλον κάτι τέτοιο σκέφτηκαν κι οι αρχαίοι Έλληνες κι αφού ξεχώρισαν τον Έρωτα από την αγάπη -η ελληνική γλώσσα είναι η μοναδική ή ίσως μία από λίγες γλώσσες στον κόσμο που έχει άλλη λέξη για τον έρωτα κι άλλη για την αγάπη- έκαναν τον Έρωτα θεό, καρπό της παράνομης και γι' αυτό παθιασμένης σχέσης της πανέμορφης Αφροδίτης με τον Άρη το θεό του πολέμου… Τρομερός και καταστροφικός ο Έρωτας σαν τον πόλεμο πατέρα του κι ίσως κι ακόμη πιο δυνατός, ικανός να ξεκινήσει και να θρέψει χίλιους δεκαετείς Τρωικούς πολέμους για τα μάτια μιας ωραίας Ελένης. Ο Έρωτας δε γιορτάζει μόνο στις 14 του Φλεβάρη κι αυτό όχι γιατί είναι αντίθετο στην ορθόδοξη πίστη μας. Απλά γιατί είναι από μόνος του γιορτή και η καλύτερη αφορμή για να γιορτάζουμε τη ζωή και την αγάπη, τη συνέχεια μας την ίδια, να γιορτάζουμε το συνεχές “γίγνεσθαι” σε ολόκληρο το Σύμπαν κάθε μέρα, κάθε στιγμή. Ο έρωτας είναι η κινητήρια δύναμη που ωθεί το Θεό- ή μάλλον με την οποία ο Θεός ωθεί τον εαυτό του- να πραγματώσει τη διάχυση της ουσίας Του στον κόσμο, αλλά και, αντίστροφα, αυτός που ωθεί τα πλάσματα του Θεού να επιδιώξουν την επανένωση μαζί Του. Κατά τον Πλατωνιστή Μαρσίλιο Φιτσίνο, ο έρωτας είναι απλώς μια άλλη ονομασία του circuitus spiritualis (πνευματικού κυκλώματος) που δρα από το Θεό προς τον κόσμο κι από τον κόσμο προς το Θεό. Το ερωτευμένο άτομο “εντάσσει” απλά τον εαυτό του στο μυστικιστικό αυτό κύκλωμα.
Η συνέχεια >>> εδώ …
Ο έρωτας είναι πάντοτε μια επιθυμία. Κάθε επιθυμία όμως δεν είναι και έρωτας. Αν δεν συνδέεται με τις γνωστικές λειτουργίες, η επιθυμία παραμένει απλό φυσικό ορμέμφυτο, κάτι σαν την τυφλή δύναμη που κάνει την πέτρα να πέφτει ή το φυτό να μεγαλώνει. Μόνο όταν η επιθυμία, υποκινούμενη από τη virtu cognitive (γνωστική δύναμη), αποκτά συνείδηση του απώτερου σκοπού, δικαιούται τον “τίτλο” του έρωτα. Καθώς λοιπόν απώτερος σκοπός είναι η θεία εκείνη αγαθότητα που εκδηλώνεται με την ομορφιά, ο έρωτας μπορεί να οριστεί ως «επιθυμία απόλαυσης της ομορφιάς». Η ομορφιά αυτή είναι διάχυτη στο σύμπαν. Οι δύο κύριες ωστόσο μορφές με τις οποίες εμφανίζεται συμβολίζονται από τις “Δύο Αφροδίτες” (ή “Δίδυμες Αφροδίτες”, όπως συχνά τις αποκαλούν οι Νεοπλατωνικοί) που αναφέρονται στο Συμπόσιο του Πλάτωνα: την Ουράνια Αφροδίτη και την Πάνδημο Αφροδίτη.
Υπάρχουν δύο διαδεδομένοι μύθοι για την γέννηση της Αφροδίτης, ένας για κάθε πρόσωπο της αρχαίας Θεάς. Ο πρώτος και ίσως ο πιο διαδεδομένος, αναφέρεται στη Θεογονία του Ησίοδου. Όταν ο Κρόνος ανέτρεψε και έκοψε με αδαμάντινο δρεπάνι τα γεννητικά όργανα τον πατέρα του Ουρανό, σπέρμα και αίμα του έπεσε στη θάλασσα. Το κομμάτι της θεϊκής του υπόστασης γονιμοποιήθηκε από την επαφή με το νερό (η γενεσιουργός δύναμη του νερού) και από το βυθό αναδύθηκε στην επιφάνεια η Αφροδίτη. Στην μυθολογία η αυτή η όψη της Αφροδίτης ονομάστηκε Ουράνια και έχει σαν σημαντικότερο χαρακτηριστικό πως δεν έχει μητέρα, είναι κόρη του πατέρα της μόνο και μάλιστα γεννήθηκε σαν απόρροια του θανάτου του. Σ' αυτή την έκφανση της η Αφροδίτη είναι κοινωνικά ευφυής αλλά απρόσωπη, δεν έχει κανένα δεσμό με την ύλη, έχει πνευματική υπόσταση και φέρεται να κυβερνά τις σχέσεις που στηρίζονται στην πνευματική έλξη. Εδώ η Αφροδίτη συμβολίζει την “τέλεια” (μακριά απ' τους περιορισμούς της ύλης) αγάπη. Η Ουράνια Αφροδίτη, λοιπόν, είναι κόρη του Ουρανού. Δεν έχει μητέρα, πράγμα που σημαίνει ότι ανήκει σε μια εντελώς άυλη σφαίρα, αφού άλλωστε υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στις λατινικές λέξεις mater (=μητέρα) και materia (= ύλη). Κατοικεί στην υψηλότερη , στην υπερουράνια ζώνη του σύμπαντος (στη ζώνη, δηλαδή, του Κοσμικού Νου) και η ομορφιά που συμβολίζει είναι η πρωτογενής και συμπαντική ακτινοβολία της θεότητας. Με αυτή την έννοια, μπορεί να παραλληλιστεί με την Caritas (Φιλανθρωπία), που διαμεσολαβεί ανάμεσα στον ανθρώπινο νου και το Θεό. Η Ουράνια Αφροδίτη σχετίζεται με το ζώδιο του Ζυγού: συμβολίζει την εγκεφαλική, εξιδανικευμένη, κοινωνικοποιημένη συμπεριφορά, με άλλα λόγια συμβολίζει την προσπάθεια να υιοθετεί κανείς κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές στις σχέσεις του, όσο στενές κι αν είναι αυτές.
Ο δεύτερος μύθος γέννησης της θεάς αναφέρει πως είναι κόρη του Δία και της Διώνης, δηλαδή σε αντίθεση με την Ουράνια έκφανση της, εδώ έχει μητέρα και συνεπώς δέχεται εμπειρία συναισθηματικής τροφής και σωματικής στοργής. Στην αρχαιότητα (μετά τους Κλασσικούς χρόνους) αυτή η όψη της αναφέρεται ως Αφροδίτη Πάνδημος. Σ' αυτή την όψη της η Αφροδίτη είναι σεξουαλική, αισθησιακή, σχετίζεται και σχετίζει σωματικά και αδιαφορεί για το πνευματικό- συμπεριφοριστικό- κοινωνικό υπόβαθρο των σχετιζομένων. Η Πάνδημος Αφροδίτη κατοικεί στη ζώνη ανάμεσα στον κοσμικό Νου και τον επίγειο κόσμο, στη σφαίρα, δηλαδή, της Κοσμικής Ψυχής. Η ομορφιά που συμβολίζει αποτελεί μια συγκεκριμένη και επιμέρους εικόνα της πρωτογενούς ομορφιάς, που δεν βρίσκεται πια σε διάσταση με τον κόσμο των σωμάτων, αλλά, αντίθετα, πραγματώνεται σ’ αυτόν. Ενώ η Ουράνια Αφροδίτη είναι καθαρή νόηση, η άλλη Αφροδίτη είναι μια ζωοποιός δύναμη, που δίνει ζωή και μορφή στα φυσικά πράγματα, κάνοντας έτσι τη νοητή ομορφιά προσιτή στην αντίληψη και στη φαντασία μας. Η Πάνδημος Αφροδίτη συνδέεται με το ζώδιο του Ταύρου: είναι σωματική, αισθησιακή και μάλλον πρωτόγονη ή ωμή - συμβολίζει την ροπή να παρασυρόμαστε από τα ένστικτα και τα θέλω, την ικανότητα να εκφράζεται κανείς αδιαφορώντας για την επιβράβευση ή αποδοχή της συμπεριφοράς από τους γύρω του. Στην Αθήνα τη λατρεία της Ουράνιας Αφροδίτης καθιέρωσε ο Αιγέας, ενώ της Πανδήμου ο Θησέας, όταν συνένωσε τους δήμους της Αττικής σε μια πόλη στο όνομα της λατρείας της Αφροδίτης. Πάνδημος σημαίνει Αφροδίτη όλων των ενωμένων αττικών δήμων. Η Αφροδίτη ως δύναμη ερωτική και ενοποιούσα είναι και δύναμη πολιτική. Η Ουρανία Αφροδίτη εμφανίζεται συχνά πάνω σε κύκνο ή με χήνες να κρατά ένα λουλούδι σαν σκήπτρο της κοσμικής της εξουσίας. Ιερό ζώο της Πανδήμου ήταν ο τράγος σε ανάμνηση της θυσίας αίγας που έκανε ο Θησέας προς τιμή της στην παραλία πριν από τον απόπλου για την Κρήτη και της μεταμόρφωσης της θεάς σε τράγο. Πριν από την ύστερη κλασική εποχή, η Αφροδίτη κρατούσε το ζώο στην αγκαλιά της, στη συνέχεια εμφανιζόταν ανεβασμένη επάνω του. Και η μια και η άλλη Αφροδίτη συνοδεύονται από τον Έρωτα, που δίκαια θεωρείται γιος τους, αφού κάθε μορφή ομορφιάς γεννά αντίστοιχη μορφή έρωτα. Ο “ουράνιος” ή “θείος έρωτας” επηρεάζει καθοριστικά την ανώτερη λειτουργία του ανθρώπου (το Νου ή τη νόηση), ωθώντας τον να «στοχαστεί» τη νοητή ακτινοβολία της θείας ομορφιάς. Ο γιος της άλλης Αφροδίτης, ο “πάνδημος Έρωτας”, εξουσιάζει ενδιάμεσες λειτουργίες του ανθρώπου, όπως τη φαντασία και τις αισθήσεις, ωθώντας τον να δημιουργήσει ένα ομοίωμα της θείας ομορφιάς στον φυσικό κόσμο.
Για τους Πλατωνιστές, και οι δύο Αφροδίτες, και οι δύο Έρωτες, είναι «αξιέπαινοι και σεβαστοί», αφού και οι δυο αποσκοπούν- ο καθένας με τον τρόπο του- στη δημιουργία ομορφιάς. Υπάρχει ωστόσο διαφορά αξίας ανάμεσα σε μια “στοχαστική” μορφή έρωτα, που ανυψώνεται από το ορατό και το μερικό προς το νοητό και το καθολικό, και την “ενεργητική” του μορφή, που ικανοποιείται στο πλαίσιο του ορατού κόσμου. Όσο για την απλή φιληδονία, που βυθίζεται από τη σφαίρα του ορατού στη σφαίρα του απτού, δεν της αναγνωρίζεται καμιά αξία. Κανένας νεοπλατωνιστής που σέβεται τον εαυτό του δεν θα την αποκαλούσε ποτέ έρωτα. Μόνο εκείνος που η οπτική του εμπειρία αποτελεί απλώς και μόνο το πρώτο- και οπωσδήποτε αναπόφευκτο- βήμα προς τη νοητή και καθολική ομορφιά μπορεί να προσεγγίσει τον “θείο έρωτα”, που εξομοιώνει με τους Αγίους και τους Προφήτες. Αυτός, αντίθετα, που ικανοποιείται με την ορατή και μόνο ομορφιά παραμένει καθηλωμένος στο επίπεδο του “ανθρώπινου έρωτα”. Τέλος, αυτός που δεν εκτιμά ούτε καν την ορατή ομορφιά, ή ξεπέφτει στην απλή ακολασία, ή – ακόμα χειρότερα – παραιτείται για χάρη των σαρκικών απολαύσεων από το επίπεδο στοχασμού και ενατένισης που είχε κατακτήσει, γίνεται τελικά θύμα του “κτηνώδους έρωτα”, ο οποίος δεν είναι πια πάθος αλλά ασθένεια, ένα είδος παράνοιας που προκαλείται από την κατακράτηση επιβλαβών χυμών στην καρδιά του ανθρώπου. Στο “Συμπόσιο” του Πλάτωνα γίνεται η διάκριση των δύο ειδών του έρωτα. Γράφει ο Αθηναίος σοφός: « Όλοι γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει χωρίς έρωτα Αφροδίτη. Κι αν ήταν μία, ένας θα ήταν κι ο έρωτας. Επειδή όμως είναι δύο, αναγκαστικά δύο είναι και οι έρωτες. Η μία η αρχαιότερη, η χωρίς μητέρα κόρη του Ουρανού, την οποία και Ουράνια ονομάζουμε, και η άλλη η νεότερη, η κόρη του Δία και της Διώνης, την οποία αποκαλούμε πάνδημο. Συνεπώς και τον έρωτα που συμπράττει με τη δεύτερη ορθά τον αποκαλούμε πάνδημο, ενώ τον άλλο Ουράνιο. Εκείνος λοιπόν της πανδήμου Αφροδίτης είναι πράγματι κοινός για όλον τον κόσμο και έχει ως αντικείμενο οτιδήποτε τύχει. Είναι αυτός με τον οποίο ερωτεύονται οι κατώτεροι άνθρωποι. Αυτοί ερωτεύονται αδιάκριτα περισσότερο τα σώματα παρά τις ψυχές και μάλιστα διαλέγουν όσο μπορούν πιο ανόητους, αποβλέποντας μόνο στην ίδια την πράξη και αδιαφορώντας για το αν πράττουν σωστά ή όχι. Γιατί με κάθε πράξη έτσι συμβαίνει : αυτή καθεαυτή όταν διαπράττεται δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, αλλά κατά την πράξη, ανάλογα με τον τρόπο που θα διαπραχθεί αυτή, αποβαίνει τέτοια.» Η δυναμική του Θείου έρωτα : « Όταν κάποιος βλέποντας το κάλλος που βρίσκεται στη γη, θυμάται το αληθινό κάλλος, η ψυχή του φτερουγίζει, αποκτώντας δηλαδή φτερά κι έχοντας την επιθυμία να πετάξει χωρίς όμως και να μπορεί, κατηγορείται ότι βρίσκεται σε κατάσταση “μανίας”, κοιτάζοντας ψηλά, σαν ένα πουλί και αδιαφορώντας για τα χαμηλά.»
Ο Ελληνικός πολιτισμός στηρίχθηκε στον Έρωτα. Ο Κ. Γεωργούλης στην “Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας” γράφει: « Εις την ελληνικήν μυθικήν σκέψιν ο Έρως κατέχει την θέσιν την οποίαν κατέχει εις την Γένεσιν ο Λόγος του Θεού». Η έννοια του έρωτα ακολουθεί μια κλίμακα στην σκέψη και τη συνείδηση του ανθρώπου. Ξεκινά ως έρωτας των σωμάτων. Μετασχηματίζεται σε έρωτα των ψυχών και των πνευμάτων. Εξελίσσεται σε έρωτα των αξιών και της αλήθειας. Πλαταίνει σε έρωτα της πατρίδας και παίρνει άπειρες διαστάσεις ως θείος έρωτας.
Στον έρωτα των σωμάτων η έλξη καθορίζεται από σωματικές και βιολογικές δυνάμεις και ιδιότητες. Είναι ο έρωτας του πεπερασμένου, του περιορισμένου, του σχήματος, της ζωντανής μορφής.
Ο έρωτας των ψυχών είναι ανώτερη μορφή έρωτα. Είναι ο έρωτας του απείρου, γιατί το περιεχόμενο της ψυχής είναι απροσμέτρητο, μη υποκείμενο σε περιορισμούς, έχοντας την ελευθερία να μεταπίπτει από την μεγαλύτερη αμαρτία στην αγιότητα, από την ψυχική ασθένεια στην πνευματική μεταρσίωση.
Όλη η ζωή του αρχαίου ελληνικού πνεύματος διέπεται από τον έρωτα για τις διάφορες αξίες, την αρμονία, το κάλλος, το αγαθό, την αρετή, την δικαιοσύνη, την ανδρεία, την ελευθερία, την αξιοπρέπεια. Αξίες, που δυστυχώς δε συναντάμε σήμερα στους νεοέλληνες. Ο έρωτας είναι το εφαλτήριο για την εκτόξευση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού σε δυσθεώρητα ύψη. Η ελληνική σκέψη ελευθερώνεται από κάθε είδους αγκυλώσεις, σπάει τις αλυσίδες της εφήμερης ύπαρξης, της απλής βιοτικής μέριμνας, γιατί πρώτοι οι Έλληνες κατάλαβαν σημασία του « γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς » ( Ιωάννης, η΄32 ). Οι έννοιες ασθένεια, εφήμερο, θάνατος, αμαρτία, φόβος, απελπισία, δυστυχία σκορπίζουν σαν να ήσαν ομίχλη μπροστά στον ήλιο του Έρωτα. Ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει φτερά, να νικήσει το νόμο της βαρύτητας, των γήινων προσκολλήσεων, και να πετάξει στον κόσμο του φωτός. Από τον κόσμο της πλάνης να φτάσει στον κόσμο της αλήθειας. Γίνεται ο ατρόμητος αγωνιστής της ζωής γιατί μέσα του νιώθει την ακατανίκητη δύναμη του έρωτα, που πολύ σοφά τραγούδησε ο ποιητής: « έρωτα ανίκατε μάχαν »
Ο Έρωτας ενέχει το στοιχείο της αναζήτησης. Της αναζήτησης του ερώμενου, του ωραίου, του αρμονικού, του επωφελούς, του ικανοποιούντος την ψυχή και την ανάταση αυτής, της αλήθειας, της γνώσης. Είναι το στοιχείο της εξέλιξης της ψυχής. Το όχημα που θα μας επαναφέρει στον χαμένο “οίκο”, στο ουράνιο βασίλειο. Επομένως όλα «εποιήθησαν καλά λίαν». Χωρίς τον έρωτα, τις συγκρούσεις και τις αναστατώσεις του έρωτα, χωρίς την ωστική του δύναμη δεν μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει στο “καθ’ ομοίωσιν”. Όσοι προτρέπουν στην αποχή από τον έρωτα αντιμάχονται την εξέλιξη του ανθρώπου, βάζουν εμπόδια στο να αναχθεί από “κατ’ εικόνα” στο “καθ’ ομοίωσιν”.
Και πάλι θα αναφέρουμε ένα απόσπασμα του Στεφ. Καραγιάννη: « Ο Έρως είναι η εγκυρότερη φυσική, πνευματική, ψυχική δύναμις διότι πρωτίστως στη φύση του ευρίσκεται η αρχή της αλήθειας… Ο Έρως δεν κατασκευάζει το Αντι-κείμενο Ον αλλά το ανευρίσκει και στη συνέχεια το ερευνά για να εύρει τις σταθερές και μη παραμέτρους του. Ο Έρως λοιπόν είναι πηγή γνωστικού ενδιαφέροντος. » Επομένως ο ανέραστος άνθρωπος δε μπορεί να είναι εραστής της γνώσης.
Οι ανώτερες διαβαθμίσεις του έρωτα μας οδηγούν στην ηθικότητα και την πνευματικότητα. Ο άνθρωπος αποκτά υψηλό βαθμό ηθικής ευθύνης. Ξεφεύγει από το εγώ, από το ατομικό, και πλαταίνει και γίνεται ένα κύτταρο της πατρίδας, του έθνους, του Σύμπαντος. Ο Έρωτάς του γίνεται έρωτας προς την πατρίδα, Έρωτας προς το Σύμπαν και την πανταχούσα παρούσα σ’ αυτό θεότητα. Φτάνει τα όρια της θυσίας, γιατί η προσωπικότητά του έχει αφομοιωθεί στην ολότητα. Αντιλαμβάνεται πως υπέρτατη αποστολή του πλέον είναι η θυσία. Θυσιάζει τον χρόνο του, την ενέργειά του, τις μικρές χαρές της προσωπικής του ζωής, σε ένα υψηλότερο στόχο, σε μια ανιδιοτελή υπηρεσία. Δραστηριοποιείται για το καλό των συμπατριωτών του, της πατρίδας, ίσως και όλης της οικουμένης. Ενστερνίζεται πως η ζωή του αποκτά την αληθινή της αξία όταν βάζει την προσωπική του ύπαρξη στην υπηρεσία υπερατομικών σκοπών. Και δε διστάζει να θυσιάσει και τη ζωή του για το υπέρτατο ιδανικό του.
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν επισημάνει και εξάρει την αδιαφιλονίκητη ισχύ του Έρωτα μέσα στο Σύμπαν. Δεν εξυμνούσαν μόνο τη σεξουαλική δύναμη, τη φυσική παρόρμηση προς ένωση των αντιθέτων φύλων, αλλά και την πνευματική και την εντός της φύσης δύναμη, που εξωθεί σε ένωση και δημιουργία κάθε καλού και ωραίου, χρήσιμου και θαυμαστού. Οι νεοέλληνες, αισθανόμενοι την ανάγκη να συνεχίσουν να τιμούν τον Έρωτα, προσέφυγαν στον εορτασμό ενός τελείως άσχετου με τον έρωτα χριστιανού αγίου της Καθολικής Εκκλησίας, του αγίου Βαλεντίνου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία (γιά ευνόητους λόγους) αντιδρά στην λατρεία του αγίου Βαλεντίνου με το πρόσχημα, ότι είναι ξένος (Ρωμαίος ίσως) και προτείνει αντ΄ αυτού τη λατρεία δυο άλλων αγίων (επίσης ξένων, Εβραίων συγκεκριμένα), συμβάλλοντας έτσι στη σύγχυση που έχει επιφέρει το ελληνοχριστιανικό ιδεολόγημα στα μυαλά των σύγχρονων Ρωμιών. Κάθε χρόνο συνηθίζεται στις 14 Φεβρουαρίου να υμνείται στο όνομα του καθολικού Αγίου Βαλεντίνου, ο έρωτας. Θέλω να διατυπώσω τις αντιρρήσεις μου απέναντι σε αυτή τη μόδα, καθώς θεωρώ ότι πρόκειται για άλλη μια τυποποίηση, «κομμένη και ραμμένη» στις επιταγές και τις τάσεις της σύγχρονης παγκόσμιας βιομηχανίας. Πρώτα απ’ όλα, δυσκολεύομαι να καταλάβω για ποιο λόγο θα πρέπει να εκδηλώσω και να γιορτάσω τον έρωτά μου, το συγκεκριμένο εικοσιτετράωρο του έτους. Επιπλέον, απορώ γιατί θα πρέπει να γιορτάσω την ημέρα του Λατίνου Αγίου Βαλεντίνο τον Έρωτα, αφού ο “ἔρως” είναι …βέρος Έλληνας! Τόσο οι αναρίθμητες αναφορές του ονόματός του στην ελληνική μυθολογία, όσο και η ετυμολογία του ονόματός του [ἐράω, ἐρῶ: αγαπώ] πιστοποιούν την ελληνική του καταγωγή. Μοιάζει, λοιπόν, αφελές να γιορτάζουμε τον έρωτα μια συγκεκριμένη μέρα του χρόνου, αφού πρόκειται για μια τόσο βαθιά δύναμη που διαπερνά οριζοντίως, καθέτως και διαγωνίως το είναι μας και κατά κανένα τρόπο δεν εγκλωβίζεται και δεν υπόκειται σε λογικούς κανόνες και χρονικά πλαίσια. Ο ουσιώδης, αληθινός έρωτας- αυτός που νιώθουμε και όχι αυτός που επιδεικνύουμε- απαιτεί εορτασμό αδιάκοπο και διαρκή, καθώς είναι συνυφασμένος με τη ζώσα ψυχή, με την άγρυπνη σκέψη, με την αδιάλειπτη επιθυμία του μυαλού και, ως εκ τούτου, είναι αδύνατο να οριοθετηθεί σε οποιοδήποτε χρονικό πλαίσιο.
Ο έρωτας πρέπει να είναι στις ψυχές μας, στην καρδιά και στο μυαλό μας κάθε αυγή που έρχεται, κάθε ηλιοβασίλεμα που φεύγει. « Ουν έστι παιδαγωγός ανθρώποις άρα έρωτος ουδείς άλλος επιμελέστερος. » [ Δεν υπάρχει στους ανθρώπους πιο καλός παιδαγωγός άλλος από τον έρωτα κανείς. ] Τον τιμούμε καθημερινά στο όνομα της Αφροδίτης και του γιου της Έρωτα. Στον Έρωτα που υμνούσαν οι πρόγονοί μας με ύμνους όπως ο παρακάτω: « Κικλήσκω μέγαν, ἁγνόν, ἐράσμιον, ἡδὺν Ἔρωτα, τοξαλκῆ, πτερόεντα, πυρίδρομον, εὔδρομον ὁρμῆι, συμπαίζοντα θεοῖς ἠδὲ θνητοῖς ἀνθρώποις, εὐπάλαμον, διφυῆ, πάντων κληῖδας ἔχοντα, αἰθέρος οὐρανίου, πόντου, χθονός, ἠδ᾽ ὅσα θνητοῖς πνεύματα παντογένεθλα θεὰ βόσκει χλοόκαρπος, ἠδ᾽ ὅσα Τάρταρος εὐρὺς ἔχει πόντος• θ᾽ ἁλίδουπος• μοῦνος γὰρ τούτων πάντων οἴηκα κρατύνεις. ἀλλά, μάκαρ, καθαραῖς γνώμαις μύσταισι συνέρχου, φαύλους δ᾽ ἐκτοπίους θ᾽ ὁρμὰς ἀπὸ τῶνδ᾽ ἀπόπεμπε.»
[ Επικαλούμαι τον μεγάλον, τον αγνόν τον περιπόθητον, τον γλυκύν Ερωτα, τον ισχυρόν τοξότην τον πτερωτόν πού φλογίζει με δύναμιν τους ανθρώπους, τον ταχύν και ορμητικόν που παίζει μαζί με τους θεούς και με τους θνητούς ανθρώπους τον έξυπνον τον εφευρετικόν με τάς δύο φύσεις, πού κρατεί τα κλειδιά των πάντων, τα κλειδιά του επουρανίου αιθέρος, της θαλάσσης και της γης και όσα πνεύματα, πού γεννούν τα πάντα εις τους ανθρώπους, τρέφει ή θεά, παράγουσα χλωρούς καρπούς και όσα έχει ο ευρύς Τάρταρος και η θορυβώδης θάλασσα διότι μόνον εσύ κρατείς το πηδάλιον (είσαι, κυρίαρχος) όλων αυτών. Αλλά ώ μακάριε, με καθαρές διαθέσεις έλα μαζί με τους μύστας και απομάκρυνε από αυτούς τις φαύλες και παράδοξες ορμές.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου