Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Στον απόηχο της προχθεσινής μέρας… Ο Έρωτας όπως τον παρουσιάζει ο Πλάτωνας στο “Συμπόσιο”

[[ δαμ-ων ]]

Ο Έρωτας δεν είναι ο παιγνιδιάρης σαϊτοβόλος γιος της Αφροδίτης, είναι ο γεννήτορας των πάντων, η πρωταρχική δύναμη της ύπαρξης. Η μυθολογία μας λέει, σε κάποια άλλη παραλλαγή, πως πρώτα ήταν το Χάος, άμορφο, άτακτο κι ατελεύτητο. Κι έπειτα από λίγο η πλατιά Γη και ο πανέμορφος Έρωτας. Στη συνέχεια από το Χάος γεννήθηκαν η μαύρη Νύχτα και το Έρεβος, που έσμιξαν ερωτικά και γέννησαν τον Αιθέρα και την Ημέρα. Από παρόμοια ερωτικά σμιξίματα αργότερα προκύψαν οι μορφές, το άμορφο Χάος έγινε μορφοποιημένος κόσμος. Το άτακτο απέκτησε τάξη, το άμορφο μορφή και το ατελεύτητο διάρκεια, η ανυπαρξία μετατράπηκε σε ύπαρξη. Αυτή η αποχάωση του Χάους είχε σαν κινητήρια δύναμη τον Έρωτα. Μετά γεννιούνται οι Θεοί, πάντα με ερωτικό σμίξιμο, Γαία και Ουρανός, Κρόνος και Ρέα, Ωκεανός και Τηθύς, Δίας και Ήρα. Έτσι σμίξιμο με σμίξιμο δημιουργείται το πανέμορφο Σύμπαν, όπου κυριαρχεί η αρμονία. Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο κυριαρχεί ο Έρωτας. Έρωτας για το ωραίο, το ηθικό, το δίκαιο, το κάλλος, τη γνώση. Ο πρόγονός μας είναι ερωτευμένος με το θείο, αλλά το ίδιο κι απαράλλαχτα είναι ερωτευμένος με τη φύση. Στη φαντασία του βάζει τους αθάνατους θεούς να ερωτεύονται θνητές και θνητούς, κι αυτός ο ουράνιος πόθος προς τα γήινα να δίνει ημίθεους, που με τα κατορθώματα και την προσφορά τους στους θνητούς, κερδίζουν τον Όλυμπο, γεγονός που οδηγεί στην αθανασία.
Ο Πλάτωνας διαπραγματεύεται θαυμάσια το μέγα θέμα του έρωτα στο έργο του “Συμπόσιο”.
Γίνεται ένας ωραιότατος διάλογος, στον οποίο οι συνδιαλεγόμενοι αναπτύσσουν προοδευτικά τις περί έρωτος ιδέες τους. Ο Φαίδρος τον παρουσιάζει σαν αγέννητη αρχή, σαν την αρχική αιτία και καταβολή μέσα σ’ ολόκληρο το Σύμπαν. Αναφέρει, πως ο Παρμενίδης είχε πει, ότι η Γένεση δημιούργησε ολόπρωτο τον Έρωτα ανάμεσα στους θεούς. Δεν αποτελεί μόνο μια πανάρχαια κοσμική δύναμη, αλλά επιδρά ολοφάνερα και στην ανθρώπινη διαβίωση, σφυρηλατώντας σύνδεσμο κι ενώνοντας την ανθρώπινη κοινότητα, ώστε αυτή να καταστεί ακαταγώνιστη. Ανάβει στη ψυχή τη φιλοτιμία ωθώντας τους ανθρώπους στα μεγάλα κατορθώματα, τα μεγαλεία της ανθρώπινης υπόστασης. Στην ηρωϊκή εποχή οι φιλίες ήσαν θεμελιωμένες πάνω στον ερωτικό δεσμό, που τόσο δυνατός ήταν, ώστε ακόμη και να θυσιαστούν για το αγαπημένο πρόσωπο. Τέτοιο παράδειγμα ερωτικής ανδρείας ήταν η Άλκηστη, που δέχτηκε να πεθάνει για να σώσει τον άντρα της από το θάνατο. Ο έρωτας μπορεί να γίνει η δύναμη, που συντροφεύει την ανδρεία. Απ’ αυτόν ο Αχιλλέας παρακινήθηκε να θυσιάσει τη ζωή του, εκδικούμενος το θάνατο του αγαπημένου του συντρόφου Πάτροκλου. Έτσι γίνεται καρποφόρος μόνον όταν έχει τη θεία δύναμη να παίρνει πάνω του ακόμη και τη θυσία της ζωής. Γι’ αυτό όχι μόνον είναι ο πρεσβύτερος και παλαιότατος θεός, αλλά γίνεται ο πιο σημαντικός για την εξασφάλιση της αρετής και της ανθρώπινης ευδαιμονίας.

Η συνέχεια >>> εδώ …

Για τον Παυσανία, ο Έρωτας διακρίνεται σε δύο κατηγορίες. Όπως η Αφροδίτη ξεχωρίζεται σε Ουρανία και Πάνδημη, έτσι κι ο Έρωτας πρέπει να διακριθεί σε ουράνιο και πάνδημο. Έτσι από τη μια μεριά έχουμε τη μάζα των ανθρώπων, που καταγίνονται με το σωματικό έρωτα, από την άλλη όμως μεριά προβάλλει ο ουράνιος έρωτας, που έχει να κάνει μόνο με το ανδρικό φύλο, ο οποίος έλκεται όχι από το σώμα, αλλά από το ήθος. Με αυτόν τον τρόπο ο έρωτας ανυψώνεται στο πνευματικό επίπεδο, παίρνει παιδαγωγικό περιεχόμενο και θεμελιώνεται πάνω σε ψυχικά και πνευματικά δεδομένα. Τώρα τα βαθύτερα κίνητρα, που δημιουργούν τις ερωτικές σχέσεις, είναι η αρετή και η φιλοσοφία.
Κατά τον Ερυξίμαχο, ο έρωτας δεν περιορίζεται μόνο στις ανθρώπινες ψυχές, αλλά επεκτείνεται στα φυτά, τα ζώα και τα ουράνια σώματα. Σε όλες τις εκφάνσεις του παρουσιάζει τη διπλή του φύση, λ.χ. η υγεία και η νόσος είναι το αποτέλεσμα, που πηγάζει από τα δύο είδη του έρωτα. Οι ατμοσφαιρικές καιρικές καταστάσεις εξαρτώνται άμεσα από τις σχέσεις φιλίας και έχθρας, τις οποίες παρουσιάζουν οι φυσικές δυνάμεις της ψυχρότητας, της υγρότητας και της ξηρότητας. Η αστρονομία είναι η επιστήμη, που εξετάζει την ομολογία και την αρμονία, που εμφανίζουν τα ουράνια σώματα. Κατ’ επέκταση, οι ιεροτελεστίες, οι θυσίες και η μαντική, που αποκαθιστούν τη συνάφεια των ανθρώπων με τα θεϊκά όντα, αναφέρονται, ουσιαστικά, τόσο στη διατήρηση, όσο και στην αποκατάσταση μιας ερωτικής επικοινωνίας , που σαν τελική επιδίωξη έχει τον εναρμονισμό των θεϊκών και των ανθρώπινων σχέσεων.
Ο Αριστοφάνης με τη σειρά του θεωρεί το ερωτικό φαινόμενο σαν πάθημα και τον έρωτα σαν κάτι που φέρνει μέσα στην ανθρώπινη ψυχή ένα είδος γιατρειάς και κάποια κατασίγαση αλλά και αποκατάσταση σε κάποια διασαλευμένη τάξη. Ο μεγάλος κωμωδιογράφος της Αθήνας, αναφέρει έναν παμπάλαιο μύθο, κατά την κρίση μας, πολύ ενδιαφέροντα, για την αρχική κατάσταση του ανθρώπου, και γι’ αυτό τον παραθέτουμε.
Στην αρχή της ύπαρξής του, το ανθρώπινο γένος δεν ήταν όπως το βλέπουμε σήμερα. Τότε οι άνθρωποι ήσαν διπλοί, είχαν συμφυείς κορμούς, με δύο πρόσωπα που κοίταζαν σε αντίθετες κατευθύνσεις, τέσσερα χέρια κι άλλα τόσα πόδια. Τα όντα αυτά ήσαν ως προς το φύλο, αν μπορούμε να τα θεωρήσουμε φύλα, αρσενικό- αρσενικό, θηλυκό- θηλυκό και αρσενικό- θηλυκό. Το πρώτο, το αρσενικό, είχε προέλθει από τον ήλιο, το δεύτερο, το θηλυκό, από τη γη, και το τρίτο, το ανδρόγυνο, από τη σελήνη. Μπορούσαν να βαδίζουν όρθια, όπως οι σημερινοί άνθρωποι, μπορούσαν όμως να πορεύονται και κυκλικά, χρησιμοποιώντας και τα οκτώ άκρα, όπως οι σχοινοβάτες χρησιμοποιούν τα τέσσερα. Είχαν σφαιρικό σχήμα, και γι’ αυτό τελειότερη σωματική από τη δική μας κατασκευή, γιατί και τα ουράνια σώματα, από τα οποία προέρχονταν, ήσαν σφαιρικά. Μέχρι τότε δεν υπήρχε σαρκικός έρωτας, συνεπώς ούτε η συναφής αναπαραγωγή, που γινόταν κυριολεκτικά με γονιμοποίηση του εδάφους. Τα όντα αυτά ήσαν κυρίαρχα και ισχυρά αρκετά, ώστε να απειλούν τον ουρανό, να επιτεθούν στα ουράνια δώματα, όπως μας λένε οι παραδόσεις για τους γίγαντες. Γι’ αυτό ο Δίας, παίρνοντας μέτρα ασφαλείας, έδωσε την εντολή στον Απόλλωνα να σχίσει στα δυό τους τότε ανθρώπους, ώστε να γίνουν πιο αδύναμοι και να υποταχθούν ευκολότερα στους θεούς. Από τότε ο άνθρωπος αποτελεί το μισό ενός ολόκληρου όντος, και κάθε τέτοιο “μισό” περιφέρεται παθιασμένα να ξαναβρεί το συμπλήρωμά του και να ξανασμίξει μαζί του. Όταν το εύρισκαν έμεναν αγκαλιασμένοι μ’ αυτό ολόκληρη τη ζωή τους, ανίκανοι να επιμεληθούν για κάθε εργασία. Έτσι κινδύνευε να αφανιστεί το ανθρώπινο γένος, και ο Δίας για να το σώσει όρισε να γίνεται η γενετήσια πράξη ανάμεσα στους ανθρώπους, ενώ πρώτα γεννούσαν στη γη. Μ’ αυτό τον τρόπο οι άνθρωποι, δοκιμάζοντας τον κόρο της πλησμονής, μπορούν να φροντίζουν τις άλλες εργασίες, που τους είναι απαραίτητες για τη συντήρησή τους.
Έρωτα, επομένως, ονομάζουμε αυτό τον πόθο της συνένωσης με το χαμένο μισό του αρχικού μας εαυτού, και κανένας δε μπορεί να βρει την ευτυχία, όσο ο πόθος αυτός μένει ανεκπλήρωτος. Η κοινή έγγαμη αγάπη του άντρα και της γυναίκας αποτελεί την εκ νέου συνένωση των δύο μισών ενός από τα αρσενικοθήλυκα όντα, ενώ κάθε παθιασμένος δεσμός δύο προσώπων του ίδιου φύλου είναι η εκ νέου συνένωση των μισών ενός αρσενικού- αρσενικού ή ενός θηλυκού- θηλυκού όντος, ανάλογα με την περίπτωση. Άρα, ο έρωτας είναι η τάση για την αποκατάσταση της αρχέγονης φύσης.
Για τον Αγάθωνα ο Έρωτας είναι ενιαίος, δε διακρίνεται σε ουράνιο και πάνδημο, και η παντοδυναμία του υψώνεται ακόμη και πάνω στους θεούς. Ουσία του είναι η τελειότητα της μορφής, η ευσχημοσύνη. Γι’ αυτό ο έρωτας είναι ποιητής και δεξιοτέχνης, αυτός φωτίζει στο σχεδιασμό και καθοδηγεί τους ανθρώπους στις διάφορες κατασκευές τους. Ο Έρωτας είναι ο χορηγός της ειρήνης στους ανθρώπους, της γαλήνης στη θάλασσα και τον αγέρα, του ήρεμου ύπνου που μας φέρνει ανακούφιση από της μέρας τις μέριμνες, του γέλιου και της ευθυμίας.
Με στίχους παρουσιάζει τις χάρες του έρωτα: « Έρως πρώτος αυτός ών κάλλιστος και άριστος μετά τούτο τοις άλλοις τοιούτων αίτιος είναι. Επέρχεται δε μοι τι και έμμετρον ειπείν, ότι ούτος εστιν ο ποιών » [ μετάφρ.: Ο έρωτας είναι όχι μονάχα ωραιότατος κι άριστος, αλλά και στους άλλους προξενεί άλλα παρόμοια. Και μού ‘ρχεται να πω κάτι με στίχους, πως αυτός είναι που φέρνει ], λέει ο Αγάθωνας κι αρχίζει να απαγγέλλει:
« ειρήνην μεν εν ανθρώποις, πελάγει δε γαλήνην
νηνεμία τα’ ανέμων κοίτην ύπνον τα’ ενί κήδει..,»
« Στους ανθρώπους την ειρήνη και στο πέλαο τη γαλήνη,
το σιγάνεμα , το πλάγιασμα στους ανέμους.
και τον ύπνο καταλάγιασμα στους θλιμμένους.
Αυτός μας διώχνει τη μοναξιά κι από οικειότητα μας πλημμυρά.
Βάζοντάς μας όλες τις τέτοιες συγκεντρώσεις να κάνουμε μαζί,
μπαίνοντας οδηγητής στις γιορτές, στους χορούς και στις θυσίες.
Δίνοντάς μας την βολικάδα, παίρνοντάς μας την αγριάδα.
Χαρίζοντάς μας τη συμπάθεια, μη προκαλώντας αντιπάθεια,
ευνοϊκός στους γενναίους, καμάρι για τους σοφούς, αγαλίαση για τους θεούς.
Τον λαχταρούν οι αμέτοχοι, τον αποκτούν οι καλότυχοι.
Της Απόλαυσης, της Αβρότητας, της Χλιδής, των Χαρίτων,
της Λαχτάρας, του Πόθου ο πατέρας.
Γιά τους γενναίους πονετικός, για τους δειλούς αδιάφορος
στο μόχθο, στην αγωνία, στον πόθο, στο λόγο,
τιμονιέρης, συναγωνιστής του πελάου και της στεριάς, λυτρωτής άριστος.
Όλων μαζί θεών κι ανθρώπων στόλισμα,
οδηγητής πεντάμορφος και άριστος, που πρέπει κάθε άνθρωπος να τον ακολουθάει
δοξολογώντας τον και τραγουδώντας μαζί του όμορφο τραγούδι,
που τραγουδάει εκείνος και μαγεύει όλων των θεών και των ανθρώπων τις καρδιές ».
( Πλάτωνος Συμπόσιο, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλου, σελ.167-169 )
Μετά από τις τοποθετήσεις των συνδαιτυμόνων, και την ωραιοποίηση του Έρωτα, ήρθε η σειρά του Σωκράτη. Ο Αθηναίος σοφός χρησιμοποίησε το στόμα της Διοτίμας, μιας ιέρειας από τη Μαντινεία, για να πει τις απόψεις του. Ο Έρωτας για το Σωκράτη είναι η επιθυμία της ψυχής να ενωθεί με το πραγματικό της καλό. Ο στόχος του έρωτα, όπως τον συλλαμβάνει, ο μεγάλος Δάσκαλος, δεν είναι η σωματική ένωση με σύντροφο από σάρκα και οστά, δεν είναι καν ο ισόβιος “γάμος” με ένα “συγγενές πνεύμα”, αλλά ο ιερός γάμος της ψυχής με την “αιώνια σοφία” σε μια περιοχή “πολύ πιο πάνω από την ανάσα του ανθρώπινου πάθους”. Με μεγάλη δεξιοτεχνία ο Πλάτωνας μας οδηγεί να καταλάβουμε πως ο μόνος έρωτας, που αξίζει τα εγκώμιά μας, είναι ένας ανοδικός έρωτας ( amor ascendens ), που αποτελεί προχώρημα της ψυχής, η οποία ποθεί και αναζητά κάποιο καλό, που βρίσκεται ψηλότερά της. Αυτό το προχώρημα της ψυχής έχει υποχρεωτικά αφετηρία τη γνώση πως υπάρχει κάτι, που επιθυμούμε με όλη μας την καρδιά, αλλά δεν το έχουμε ακόμη. Όπως έλεγαν οι πρώτοι χριστιανοί μυστικιστές, το πρώτο βήμα για τη σωτηρία είναι να αισθανθείς την ανάγκη σου για να συναντήσεις το σωτήρα. « Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες…ότι αυτοί χορτασθήσονται ». Η ψυχή που θα πορευτεί σαν προσκυνητής της αγάπης, χρειάζεται να ξεκινήσει από την αίσθηση μιάς πείνας, μιάς δίψας της καρδιάς, διαφορετικά ποτέ της δε θα διακινδυνεύσει το ταξίδι. Αυτή την αρχή ο Σωκράτης απαιτεί από τον εραστή της γνώσης, αυτόν που έχει βάλει σαν στόχο του την πνευματική εξέλιξη, τη σταδιακή ανύψωσή του, ώστε να επιστρέψει στον “οίκο του Πατρός” του, να σωθεί από τον κύκλο των ενσαρκώσεων.
Η ψυχή, που είναι γεμάτη επιθυμίες και πάθη, δεν είναι ακόμη ούτε “ωραία”, ούτε και “καλή”. Αυτές τις ιδιότητες διακαώς ποθεί να τις αποκτήσει, όμως δεν τις έχει ακόμη. Σ’ αυτή την κατάκτηση θα την οδηγήσει ο έρωτας.
Ο Έρωτας, δεν είναι ούτε θεός, ούτε και θνητός, είναι μια ενδιάμεση οντότητα, είναι δαίμονας. Είναι παιδί του Πόρου ( πόρος= αφθονία ), γιού της Μήτιδας ( μήτις= ευφυΐα ), και της ζητιάνας Πενίας ( πενία= ένδεια ). Οι θεοί είχαν γιορτινό δείπνο, γιορτάζοντας τα γενέθλια της Αφροδίτης και η Πενία ήρθε για να ζητιανέψει φαγητό. Ο Πόρος ήταν μεθυσμένος και η Πενία βρήκε την ευκαιρία να ξαπλώσει μαζί του, οπότε έπιασε τον Έρωτα. Έτσι κληρονόμησε τα χαρακτηριστικά και των δυό γονιών του, λόγω της μητέρας του είναι φτωχός, ασουλούπωτος, κακομοιριασμένος κι άστεγος. Λόγω του πατέρα του είναι αντρειωμένος και λεβέντης, έχοντας πόθο για καθετί ωραίο και καλό, διψάει για γνώση και είναι ο εφευρέτης της, φιλοσοφώντας σ’ όλη του τη ζωή. Είναι ο πόθος των αγαθών και της ευτυχίας, ο μέγιστος και πολυμήχανος σε κάθε τί. Ο έρωτας είναι κάτι που αναλώνεται ανάμεσα στην αναζήτηση και την εύρεση, ανάμεσα στο χορτασμό και την έντονη στέρηση. Είναι μαζί θνητός κι αθάνατος, χίλιες φορές πεθαίνει και χίλιες φορές ανασταίνεται, χίλιες φορές μαραίνεται και χίλιες φορές ξαναβλασταίνει, είναι σκληρός, πολεμιστής, μηχανορράφος, γοητευτικός και σοφιστής. Όλα αυτά τα όπλα τα χρειάζεται για να ξεπερνάει την ένδεια. Όμως, δεν κατορθώνει να φτάσει στην κατηρέμηση, που είναι χάρισμα της θεϊκής ουσίας και δημιουργεί αναγκαστικά τη φιλοσοφία, γιατί του λείπει η σοφία, που είναι κτήμα μόνο των θεών. Φιλόσοφοι είναι αυτοί που ποθούν τη σοφία, όσοι αισθάνονται γι΄αυτήν έρωτα. « Ταύτην εφίλησα και εξεζήτησα εκ νεότητός μου και εζήτησα νύμφην αγαγέσθαι εμαυτώ και εραστής εγενόμην του κάλλους αυτής. Ευγένειαν δοξάζει συμβίωσις Θεού επιστήμης και αιρετίς των έργων αυτού. Ει δε πλούτός εστιν επιθυμητόν κτήμα εν βίω, τι σοφίας πλουσιωτέρα της τα πάντα εργαζομένης; », διαβάζουμε στο “ Σοφία Σολομώντος” ( κεφ. Η, 2-5 ).
Η Διοτίμα κάνει μια γενίκευση, λέγοντας : « Ούτω τοίνυν περί τον έρωτα. Το μεν κεφάλαιόν εστι πάσα η των αγαθών επιθυμία και του ευδαιμονείν, ο μέγιστός τε και δολερός έρως παντί ». [ Μετάφρ.: Έτσι λοιπόν και με τον έρωτα, Γενικώς βέβαια έρωτας είναι κάθε πόθος των αγαθών και της ευτυχίας, δηλ. ο μέγιστος και πολυμήχανος σε κάθε τι έρωτας ] ( Πλάτωνος “Συμπόσιο” 205 D )
Κατά βάθος, ο έρωτας είναι επιθυμία ευδαιμονίας, που όμως διαφορίζεται, γιατί δεν καθορίζονται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους τους ανθρώπους τα αναγκαία για την απόκτηση της ευδαιμονίας. Το αντικείμενο του έρωτα δεν είναι πάντοτε κάτι το σωματικό, αλλά ό,τι θεωρείται από τον άνθρωπο σαν αγαθό. Είναι η επιθυμία για διαρκή παρουσία του αγαθού. Έτσι, τώρα ο έρωτας ορίζεται σαν επιθυμία για διαρκή παρουσία του αγαθού, « του το αγαθόν αυτώ αεί παρείναι ». Για τους θνητούς η “αεί παρουσία” είναι η κύηση και η γέννηση. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Ο τρόπος ύπαρξης των ανθρώπων είναι διαφορετικός απ’ αυτόν των θεών, εφόσον τα θεία όντα απολαμβάνουν την αιώνια ύπαρξη, οπότε γι’ αυτά είναι δυνατή η “αεί παρουσία των αγαθών”. Τα ανθρώπινα όντα ως θνητά δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα και η αιώνια διάρκεια, μέσα στη θνητή φύση του επιτυγχάνεται με άλλο τρόπο. Η αιώνια διάρκεια, κατά τη Διοτίμα, στο στόμα της οποίας ο Πλάτωνας βάζει τις σκέψεις του, σαν ιδιότητα της θείας ουσίας, αυτό το θείο στοιχείο μέσα στην ανθρώπινη ζωή, είναι η κύση και η γέννηση. Είναι θαυμάσιο αυτό το τμήμα και γι’ αυτό το παραθέτουμε:
« Κυούσι γαρ, έφη, ω Σώκρατες, πάντες άνθρωποι και κατά το σώμα και κατά την ψυχήν, και επειδάν εν τινι ηλικία γένωνται, τίκτειν επιθυμεί ημών η φύσις. Τίκτειν δε εν μεν αισχρώ ου δύναται, εν δε τω καλώ. Η γαρ ανδρός και γυναικός συνουσία τόκος εστίν. Έστι δε τούτο θείον το πράγμα, και τούτο εν θνητώ όντι τω ζώω αθάνατον ένεστιν, η κύησις και η γέννησις. Τα δ’ εν αναρμόστω αδύνατον γενέσθαι. Ανάρμοστον δ’ εστί το αισχρόν παντί τω θείω, το δε καλλόν αρμόττον. Μοίρα ουν και Ειλείθυια η Καλλονή εστί τη γενέσει. Δια ταύτα όταν μεν καλώ προσπελάζει το κυούν, ίλεώ ντε γίγνεται και ευφραινόμενον διαχείται και τίκτει τε και γεννά. Όταν δε αισχρώ, σκυνθρωπόν τε και λυπούμενον συσπειράται και αποτρέπεται και ανείλλεται και ου γεννά, αλλά ίσχον το κύημα χαλεπώς φέρει. Όθεν δη τω κυούντι τε και ήδη σπαργώντι πολλή η πτοίησις γέγονε περί το καλόν δια το μεγάλης ωδίνος απολύειν τον έχοντα. Έστι γαρ, ω Σώκρατες, έφη, ου του καλού ο έρως, ως συ οίει. Αλλά τι μην; Της γεννήσεως και του τόκου εν τω καλώ. Είεν, ην δ’ εγώ. Πάνυ μεν ουν, έφη, τι δη ουν της γεννήσεως; Ότι αειγενές εστι και αθάνατον ως θνητώ η γέννησις, αθανασίας δε αναγκαίον επιθυμείν μετά αγαθού εκ των ωμολογημένων, είπερ του ταγαθόν εαυτώ είναι αεί έρως εστίν. Αναγκαίον δη εκ τούτου του λόγου, και της αθανασίας τον έρωτα είναι ».
[ Μετάφρ.: Όλοι οι άνθρωποι, Σωκράτη, εγκυμονούν και στο σώμα και στην ψυχή, κι άμα φτάσουνε σε μια ορισμένη ηλικία η φύση μας επιθυμεί να γονιμοποιεί. Αλλά, εννοείται, να γονιμοποιεί σε ασχήμια δε μπορεί, παρά μόνο στην ομορφιά. Η συνουσία λόγου χάρη του άντρα και της γυναίκας είναι γονιμοποίηση. Κι αυτό το πράγμα είναι θεϊκό, και τούτο μόνο το είδος αθανασίας υπάρχει στο θνητό- όπως είναι το ζωντανό πλάσμα- δηλ. η εγκυμοσύνη και η γέννα. Αυτά όμως είναι αδύνατο να γίνουν στο ανάρμοστο, και το άσχημο είναι ανάρμοστο για κάθε θεϊκό, ενώ το ωραίο είναι ταιριαστό. Λοιπόν Μοίρα και Ειλείθυια για την αναπαραγωγή είναι η Καλλονή. Γι’ αυτό όταν ένα ον που είναι στις ορμές του ζυγώσει σε κάτι όμορφο, γίνεται ολόχαρο κι ευφραίνεται, ξεχύνεται και γονιμοποιεί και γεννάει. Όταν όμως ζυγώσει σε κάτι άσχημο, τότε γίνεται σκυθρωπό και στενοχωριέται και συμμαζεύεται στον εαυτό του και με αποστροφή γυρίζει αλλού και δε γεννάει, παρά συγκρατώντας τις ορμές του υποφέρει άσχημα. Να λοιπόν γιατί όποιο εγκυμονεί και είν’ απάνω στις ορμές του, αισθάνεται δυνατή συγκίνηση και λαχτάρα για την ομορφιά, γιατί αυτή το ξελαφρώνει από μεγάλο πόνο. Δεν είναι δηλ. η ομορφιά το αντικείμενο του έρωτα, όπως εσύ νομίζεις, Σωκράτη, είπε η Διοτίμα.
- Αλλά ποιο;
- Είναι η γέννα και η γονιμοποίηση στην ομορφιά.
- Πάει καλά.
- Βεβαιότατα. Και ξέρεις γιατί είναι η γέννα; Γιατί η γέννα διαιωνίζεται και είναι για το θνητό, κάτι αθάνατο. Και σύμφωνα με όσα έχομε παραδεχθεί, εφ’ όσον πραγματικά το αντικείμενο του έρωτα είναι η παντοτινή κατοχή του αγαθού, μαζί με το αγαθό επιθυμεί κατ’ ανάγκη και την αθανασία. Λοιπόν αναγκαίο συμπέρασμα από τη συζήτησή μας βγαίνει ότι ο σκοπός του έρωτα είναι η αθανασία ]. ( Πλάτωνας, “Συμπόσιο”, 206 C-D-E )
Ο άνθρωπος όταν φτάσει σε σωματική, αλλά και πνευματική ωριμότητα, αισθάνεται την ανάγκη και την επιθυμία της αναπαραγωγής, που είναι τόσο υλική όσο και πνευματική. Η επιθυμία αυτή είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μας, γιατί αφ’ ενός μεν συντελεί στη διαιώνιση της ανθρωπότητας κι αφ’ ετέρου δε συμβάλει στην εξέλιξή της. Είναι επιπλέον καθολική, γιατί τα πάντα στη φύση βρίσκονται σε διαρκή γένεση κι εξέλιξη. Προφανώς η ωραιότητα μας ελκύει, ξυπνώντας μέσα μας την ορμή της αναπαραγωγής, ενώ συγχρόνως την καλλιεργεί και την προάγει. Αντίθετα η ασχήμια ανακόπτει αυτή την ορμή. Η έλξη και η αγάπη, που νιώθουμε για τον ερωτικό μας σύντροφο, δεν ωθείται μόνον από πόθο για ερωτική συνεύρεση, αλλά από επιθυμία για γονιμοποίηση και τεκνοποίηση μαζί του ( πόθο της γεννήσεως και του τόκου εν καλώ ). Έτσι η επιθυμία για τη σωματική κατάκτηση μιας ωραίας γυναίκας, κατά βάθος είναι ο “μεταμφιεσμένος” πόθος ν’ αποκτήσουμε παιδιά από μητέρα σωματικά “εκλεκτή”. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η σεξουαλική ορμή δεν είναι επιθυμία για ηδονή, αλλά πάθος για πατρότητα ή μητρότητα. Μ’ αυτό τον τρόπο το άτομο δίνει “μια μορφή αιωνιότητας” στο ίδιο του το είναι, προσεγγίζει την αιωνιότητα διαμέσου της εναλλαγής των γενεών. Εφ’ όσον υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, λόγω της θνητής του φύσης, όντας έγχρονο όν, προσεγγίζει την ιδιότητα του αιώνιου με τη δημιουργία ενός νέου όντος, που θα πάρει τη θέση του, όταν το παλιό χαθεί. Μόνο με το να φέρουμε στον κόσμο ένα νέο άτομο, μπορούμε να συμμετάσχουμε στην αθανασία! Η τάση της θνητής μας φύσης είναι να ανεβάσει τον εαυτό της στον ορίζοντα της αθανασίας, να μετέχει στην αιώνια διάρκεια μέσα από την ανανέωση και την αναγέννηση. Ακόμα και στα πλαίσια της ατομικής μας ύπαρξης, το σώμα μας βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς θανάτου κι αναγέννησης, είναι το θέατρο μιας αδιάκοπης φθοράς, όπου τα κύτταρα πεθαίνουν, και αναπλήρωσης, γιατί τη θέση των νεκρών κυττάρων παίρνουν νέα, που γεννιούνται από τον οργανισμό. Οι βιολόγοι μας λένε ότι κάθε επτά χρόνια έχουμε νέο σώμα, γιατί στη διάρκεια της επταετίας έχουν αντικατασταθεί όλα τα κύτταρα ( εκτός από τα εγκεφαλικά ). Πέρα από το σώμα, σε συνεχή μεταβολή βρίσκονται τόσο τα συναισθήματά μας όσο και οι σκέψεις μας.
Εκτός από τη σωματική παιδογονία , υπάρχει και η “κατά ψυχήν” παιδογονία, η πνευματική πατρότητα και μητρότητα. Με αυτό το είδος αθανασίας, οι ενάρετοι άνθρωποι αναζητούν να αφήνουν σαν παρακαταθήκη πίσω τους όχι σωματικά παιδιά, αλλά την μνήμη των έργων και των αρετών τους. Έτσι παραμένουν αιώνια στη μνήμη μας, προκαλώντας το θαυμασμό μας και αποτελούν πρότυπα μίμησης. Η πνευματική αναπαραγωγή φέρνει στον κόσμο σοφία κι αρετή.
« Οι δε κατά την ψυχήν –εισί γαρ ουν, έφη, οι εν ταις ψυχαίς κυούσιν έτι μάλλον ή εν τοις σώμασιν, α ψυχή προσήκει κυήσαι και τεκείν. Τι ουν προσήκει, φρόνησίν τε και την άλλην αρετήν » μας λέει ο Πλάτωνας. Έτσι πέρα από το σωματικό πάθος υπάρχει και ο πόθος ενός “αιώνιου καλού”. Ο καλλιεργημένος άνθρωπος αναγνωρίζει την ανωτερότητα του ψυχικού κάλλους, στρέφεται προς την επιστήμη, της οποίας τα πνευματικά κάλλη αποτελούν απέραντο πέλαγος χαράς. Προχωρώντας στην αναζήτησή του θα διακρίνει το υπέρτατο κάλλος, που είναι αιώνιο, σταθερό και τέλειο, υψωμένο πέρα από κάθε μεταβολή. Ο πραγματικός βίος, που αρμόζει στον άνθρωπο, ο οποίος έχει ξεφύγει από τη ζωώδη κατάσταση, είναι ο βίος της θέασης “της μοναδικής κι απόλυτης ωραιότητας”, σε σύγκριση με την οποία κάθε “κάλλος”, που εξάπτει την επιθυμία, είναι σκέτο απόρριμμα. Μόνο στην επαφή μαζί της γεννά η ψυχή πνευματικούς καρπούς, που δεν είναι “σκιές”, αλλά γνήσια “ουσία”, γιατί τότε η ψυχή “νυμφεύεται” την καθαυτό ουσία της πραγματικότητας. Έτσι, και μόνον έτσι, εξασφαλίζεται αληθινά η αθανασία.
Και η Διοτίμα τελειώνει με την ακόλουθη ερώτηση προς το Σωκράτη: « Τεκόντι δε αρετήν αληθή και θρεψαμένω υπάρχει θεοφιλή γενέσθαι, και είπερ τω άλλω ανθρώπων αθανάτω και εκείνω; » [ Μετάφρ.: Ή δεν έχεις ακόμα υπόψη σου ότι όποιος γεννήσει και αναθρέψει αληθινή αρετή, αυτός έχει τη δυνατότητα να γίνει αγαπημένος στους θεούς και να γίνει αθάνατος περισσότερο από κάθε άλλο άνθρωπο;]
Ο μεγάλος μας σοφός τερματίζει την τοποθέτησή του στο θέμα του έρωτα, ή αν θέλετε το εγκώμιό του για τον έρωτα, λέγοντας την τελική του άποψη: « Ταύτα δη, ώ Φαίδρέ τε και οι άλλοι, έφη μεν Διοτίμα, πέπεισμαι δ’ εγώ. Πεπεισμένος δε πειρώμαι και τους άλλους πείθειν, ότι τούτου του κτήματος τη ανθρωπεία φύσει συνεργόν αμείνω Έρωτος ουκ αν τις ραδίως λάλοι. Διό δη έγωγέ φημό χρήναι πάντα άνδρα τον Έρωτα τιμάν, και αυτός τιμώ τα ερωτικά και διαφερόντως ασκώ, και τοις άλλοις παρακελεύομαι, και νυν τε και αεί εγκωμιάζω την δύναμιν και ανδρείαν του Έρωτος καθ’ όσον οίος τ’ ειμί ». [ Μετάφρ.: Αυτά λοιπόν Φαίδρε και σεις οι άλλοι, μου είπε η Διοτίμα, κι εγώ τα πιστεύω. Κι επειδή τα πιστεύω, προσπαθώ να πείθω και τους άλλους ότι από τον Έρωτα δε μπορεί κανείς να βρει καλύτερο βοηθό στην ανθρωπότητα για ν’ αποκτήσει αυτό το θησαυρό, την αθανασία. Γι’ αυτό ακριβώς, εγώ τουλάχιστον λέω πως κάθε άνθρωπος πρέπει να λατρεύει τον Έρωτα, κι εγώ ο ίδιος εκτιμώ τα ερωτικά και εξαιρετικώς καταγίνομαι σ’ αυτά και τους άλλους παρακινώ να κάνουν το ίδιο, και εγκωμιάζω τη δύναμη και την ανδρεία του Έρωτα και τώρα και πάντα.] ( Πλάτωνας, “Συμπόσιο”, 212 Β-C, Βιβλιοθήκη αρχαίων συγγραφέων, Ι.Ζαχαρόπουλος, σελ. 218-219 ). Επομένως, όποιος επιζητεί την αθανασία, στον Έρωτα θα απαντούσε τον πιστότερο βοηθό, που θα μπορούσε να βρει στην επιδίωξή του.
Προς την ίδια κατεύθυνση οδηγούν και τα λόγια του Χριστιανού μυστικιστή Διονυσίου Αρεοπαγίτη: « Τον έρωτα, είτε θείον, είτε αγγελικόν, είτε νοερόν, είτε ψυχικόν, είτε φυσικόν είπομεν, ενωτικήν τινα και συγκρατικήν εννοήσωμεν δύναμιν, τα μεν υπέρτερα κινούσαν επί πρόνοιαν των καταδεεστέρων, τα δε ομόστοιχα πάλιν εις κονωνικήν αλληλουχίαν, και επ’ εσχάτων τα υφειμένα προς την των κρειττόνων και υπερκειμένων επιστροφήν ». [ Μετάφρ.: Τον έρωτα είτε τον πούμε θεϊκό είτε αγγελικό είτε ψυχικό είτε φυσικό, ας τον εννοήσουμε ως μία ενοποιό και συγκρατητική δύναμη, που ωθεί τα ανώτερα στην πρόνοια των κατωτέρων, τα ομότιμα σε μια αλληλουχία κοινωνίας μεταξύ τους και τέλος τα υποδεέστερα προς την επιστροφή τους στα ισχυρότερα και ανώτερα].
Η ανώτερη μορφή έρωτα, η θειοτέρα, είναι ο “θείος έρωτας”. Έτσι αποκαλούμε την μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου συναπτόμενη, με τέλεια αγάπη, μυστική ένωση. Σαν βίωμα, αυτή αποτελεί την ύψιστη και τελική βαθμίδα του μυστικισμού.
Οι αρχαίοι πρόγονοί μας έκαναν σαφή διάκριση μεταξύ του “εράν” και του “αγαπάν”. “Αγαπώ” σήμαινε όχι ό,τι και ερώ, αλλά μένω ικανοποιημένος ( ευχαριστημένος ), αρέσκομαι, είμαι ευτυχής με κάτι που έχω ή ελπίζω θετικά ν’ αποκτήσω. Στο ρήμα “ερώ” υπάρχει πάντοτε η δήλωση της ένδειας και της ορμής προς ό,τι λείπει. Το ένα εκφράζει ένα στατικό φαινόμενο του ψυχικού βίου, το άλλο ένα δυναμικό φαινόμενο, εκφράζει κάποια κίνηση. Δεν είναι τυχαίο ,που οι αρχαίοι Έλληνες έδωσαν αρσενικό γένος στο έρωτα ( ο έρως ) για να αποδώσουν τον δυναμικό χαρακτήρα και θηλυκό γένος στην αγάπη ( η αγάπη ) για να αποδώσουν τον στατικό της χαρακτήρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: