[[ δαμ-ων ]]
Μοίρες
Μετά από τις Ώρες, ο Δίας απόχτησε από τη Θέμιδα τις Μοίρες, τις δυνάμεις που έβαζαν σε τάξη τη ζωή των ανθρώπων. Ο Αισχύλος μας λέει:
« Ω! Μοίρες αδερφές μου, κυβερνήτρες
θεές, που μπαίνετε σε κάθε σπίτι,
μοιράζοντας σωστά ό,τι πρέπει
κι ο ίσκιος σας παντού βαραίνει
την πάσαν ώρα, εσείς οι τιμημένες
πιότερο απ’ όλους τους θεούς. » ( Αισχύλος, “Ευμενίδες”, 961- 967)
Ο Βοιωτός ποιητής της “Θεογονίας” Ησίοδος, στην αρχή μας αναφέρει ότι οι Μοίρες είναι θυγατέρες της μαύρης Νύχτας:
« Γέννησε (η Νύχτα) και τις Μοίρες και τις Κήρες που τιμωρούνε ανελέητα,
την Κλωθώ, τη Λάχεση και την Άτροπο,
που δίνουν στους θνητούς όταν γεννιούνται το καλό και το κακό ».
Μοίρα, από το ρήμα μείρομαι (= παίρνω το μέρος που μου αναλογεί) με παθητική φωνή το είμαρμαι, σημαίνει το “μερίδιο” ή το “μερτικό” που μοιράζεται από ένα ολόκληρο μέρος σε πολλούς. Κατ’ επέκταση είναι το μερίδιο του καθενός στη ζωή, ο κλήρος, η τύχη, ο προορισμός, η ειμαρμένη, το πεπρωμένο, το ριζικό. Την ίδια σημασία έχει και η λέξη “αίσα”. Ο Δίας είχε την προσωνυμία μοιραγέτης, γιατί ήταν ο ηγεμόνας της μοίρας.
Αργότερα ο Ησίοδος παρουσιάζει τις Μοίρες ως κόρες του Δία και της Θέμιδας. Ο πατέρας τους, τους έχει παραχωρήσει «πλείστην τιμήν». Η Κλωθώ γνέθει το νήμα της ζωής. Η Λάχεση μοιράζοντας κλήρους καθορίζει τι «θα λάχει» στον καθένα. Ενώ η άτεγκτη και αδυσώπητη Άτροπος, σαν έρθει η ώρα του καθενός, του κόβει το νήμα της ζωής:
« ……………………… κι εκεί θα πάθει τότε
όσα το γραφτό κι οι βαριές Μοίρες του έχουν κλώσει,
όταν ερχόταν στη ζωή και μάνα τον γεννούσε. » (Όμηρος, “Οδύσσεια”, ραψ. η΄ 196- 198)
Η συνέχεια >>> εδώ …
Με βάση αυτή την πρώτη εκδοχή του Ησιόδου, δηλ. ότι οι Μοίρες είναι θυγατέρες της μαύρης Νύχτας, είναι γραμμένος ο ακόλουθος Ορφικός Ύμνος:
« Μοίρες απέραντες, αγαπημένα παιδιά της μαύρης
Νύχτας, εισακούστε με που προσεύχομαι, πολυώνυμες,
που στη λίμνη την ουράνια κατοικείτε, εκεί όπου
το διάφανο νερό από τη νυχτερινή θέρμη σκάει
στο σκιερό λαμπρό βάθος της ομορφόπετρης σπηλιάς,
και πετάτε στην απέραντη γη των θνητών• από εκεί
στο υπόδουλο γένος των θνητών, το φουσκωμένο
από ελπίδα, έρχεστε καλυμμένες με πέπλα πορφυρά
στη μοιρόγραφτη πεδιάδα, όπου το πανανθρώπινο
άρμα η προσδοκία το οδηγεί μακριά από το τέρμα
της δικαιοσύνης, της ελπίδας και των μεριμνών,
του νόμου του αρχαιότατου και της απέραντης
ευνομούμενης αρχής• γιατί η Μοίρα μόνο επιβλέπει
τη ζωή, κανείς άλλος απ’ τους αθάνατους,
που κατέχουν τις κορφές του χιονισμένου Ολύμπου,
και ο τέλειος οφθαλμός του Δία• γιατί
όσα γίνονται σ’ εμάς, η Μοίρα και ο νους του Δία
πάντοτε ξέρουν τα πάντα. Αλλά σε μένα λατρευτές,
πράες, γλυκόκαρδες, Άτροπε, Λάχεση και Κλωθώ,
ελάτε, κόρες καλού πατέρα, αέρινες αόρατες,
αμετάτρεπες, πάντοτε άφθαρτες, πανδωτήριες,
αφαιρέτριες, ανάγκη των θνητών• Μοίρες,
ακούστε τις δικές μου ευσεβείς θυσίες και προσευχές
κι ελάτε στους μύστες λυτρώνοντας
τα βάσανα με διάθεση ευφρόσυνη. » ( Ορφικός Ύμνος 59)
Ο Πλάτωνας στο βιβλίο του “Πολιτεία”, στο μύθο του Ηρός, αναφέρει ότι οι Μοίρες ήσαν θυγατέρες της Ανάγκης: «Για το αδράχτι έλεγε ότι στρεφόταν πάνω στα γόνατα της “Ανάγκης”. Πάνω σε κάθε κύκλο στεκόταν μια “Σειρήνα”, που γύριζε κι αυτή μαζί βγάζοντας από μέσα της έναν ήχο, μια μουσική νότα• και απ’ όλες τις νότες, που ήταν οκτώ, σχηματιζόταν μια αρμονία. Υπήρχαν και άλλες τρεις μορφές, καθισμένες τριγύρω σε ίσες αποστάσεις, καθεμιά σ’ ένα θρόνο, οι Μοίρες, κόρες της Ανάγκης, ντυμένες στα άσπρα και έχοντας στέμματα στα κεφάλια τους, η Λάχεση, η Κλωθώ και η Άτροπος• τραγουδούσαν σε αντιστοιχία με την αρμονία των Σειρήνων, η Λάχεση τα περασμένα, η Κλωθώ τα τωρινά και η Άτροπος τα μελλούμενα. Η Κλωθώ από καιρό σε καιρό άγγιζε με το δεξί της χέρι το αδράχτι στο εξωτερικό χείλος του και βοηθούσε την περιστροφή του, ενώ η Άτροπος έκανε το ίδιο με το αριστερό της χέρι για τις εσωτερικές περιστροφές• και η Λάχεση πότε με το ένα χέρι και πότε με το άλλο χέρι βοηθούσε την καθεμιά χωριστά από τις δυο περιστροφές. Αυτοί λοιπόν, όταν έφτασαν εκεί, έπρεπε αμέσως να παν στη Λάχεση. Τότε ένας “προφήτης”, αφού πρώτα τους έβαλε να παραταχθούν με τάξη, έπειτα πήρε από τα γόνατα της Λάχεσης κλήρους και δείγματα βίων κι ανεβαίνοντας σ’ ένα ψηλό βήμα φώναξε: «Ο λόγος αυτός είναι της κόρης Λάχεσης, θυγατέρας της Ανάγκης, Εφήμερες ψυχές, αυτή είναι η αρχή για το θνητό γένος ενός άλλου κύκλου που κλείνει με το θάνατο. Δε θα σας πάρει με κλήρο κάποια θεότητα, αλλά εσείς θα διαλέξετε τη θεότητα. Όποιος πάρει τον πρώτο κλήρο, αυτός ας διαλέξει τη ζωή που θα ζήσει αναγκαστικά. Η αρετή δεν έχει αφέντη• ανάλογα με την τιμή και την περιφρόνησή της θα έχει ο καθένας πιο μεγάλο ή πιο μικρό μερίδιο από αυτήν. Η ευθύνη είναι εκείνου που διαλέγει• ο θεός δεν έχει ευθύνη».» (Πλάτωνας, “Πολιτεία”, βιβλ. 10, 617B- E)
Οι ψυχές που περιμένουν στη σειρά είναι αυτές που πρόκειται να ενσαρκωθούν, ξεκινώντας έναν νέο κύκλο ζωής πάνω στη γη, που και πάλι θα κλείσει με το θάνατο. Έτσι ο Πλάτωνας μιλάει για τις διαδοχικές ενσαρκώσεις της ψυχής. Σε κάθε ενσάρκωση παίρνει τα μαθήματά της, διαλέγοντας το είδος του βίου που θα διάγει, αν θα γίνει χρηστός ή φαύλος: «για το λόγο αυτό πρέπει ο καθένας μας να φροντίζει, παραμελώντας τα άλλα μαθήματα, πώς θα γίνει ερευνητής και μαθητής αυτού του μαθήματος, μήπως από κάπου θα μάθει και θα βρει ποιος θα τον κάνει δυνατό και γνώστη, διακρίνοντας τη χρηστή και τη φαύλη ζωή παντού, όσο του είναι δυνατό, παντού να προτιμά την καλύτερη•» (Πλάτωνας, “Πολιτεία”, βιβλ. 10, 618C) Το μερίδιο της αρετής που θα καλλιεργήσει ο καθένας το διαλέγει μόνος του! Ο θεός δεν έχει καμιά ευθύνη!
Ο νεοπλατωνικός Πρόκλος, επιχειρεί να αναλύσει τις πλατωνικές απόψεις για τις Μοίρες. Στον πλατωνικό μύθο, που αναφέραμε παραπάνω οι Σειρήνες με τον ήχο τους συμβάλλουν στη ρυθμική κίνηση του κάθε κύκλου. Αυτές τις κινήσεις έχουν αναλάβει να τις τελειοποιήσουν οι Μοίρες:
«Γιατί τα τραγούδια των Σειρήνων με τις ρυθμικές κινήσεις του ουρανού τις τελειοποιούν οι Μοίρες και συμπληρώνουν τα πάντα με τους ύμνους τους, προκαλώντας τη δημιουργία της μητέρας τους στο σύμπαν μέσω των νοητικών ύμνων και επιστρέφοντας τα πάντα στον εαυτό τους μέσω της αρμονικής κίνησης των πάντων.» (Πρόκλος, “Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας”, ς΄, 108- 109)
Τα στέμματα που φορούν στο κεφάλι οι τρεις αδελφές και τα λευκά ενδύματα έχουν τη σημασία τους κατά την εξήγηση του Πρόκλου: «Αλλά και το ότι «έχουν στέμματα στα κεφάλια τους», θέλει να πει ότι οι νοητικές τους κορυφές φωτίζονται από το θεϊκό φως και ότι είναι στολισμένες από γόνιμες και άχραντες αιτίες, μέσω των οποίων γεμίζουν τον ουρανό με γεννητική δύναμη και με αμετάβλητη καθαρότητα. Το ότι «είναι ντυμένες στα λευκά», εμφανίζει όλους τους λόγους που προβάλλουν προς τα έξω και τις ζωές τις οποίες τοποθέτησαν μπροστά τους νοητικές, φωτεινές και γεμάτες από τη θεϊκή λάμψη• και οι χιτώνες φαίνεται πως υποδεικνύουν τις ουσίες οι οποίες μετέχουν σε αυτές, και οι θρόνοι τις υποδοχές τους στα πρωταρχικά στερεώματα, γιατί και σε εμάς οι χιτώνες έρχονται άμεσα σε επαφή με το σώμα, ενώ τα οχήματα μας αγγίζουν από πιο μακριά.» (Πρόκλος, “Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας”, ς΄, 108- 109)
Ο νεοπλατωνικός σοφός δίνει εξήγηση ακόμη και στον τρόπο της κίνησης των χεριών των Μοιρών. Ο τρόπος δράσης της καθεμιάς έχει να κάνει με το είδος της ενέργειας που χειρίζεται και εποπτεύει: «Αλλά και μέσα στην ίδια την τριάδα η ενέργεια είναι διαφορετική• γιατί η Λάχεσις κινεί και με τα δύο της τα χέρια, ενώ καθεμιά από τις υπόλοιπες Μοίρες κινεί με το ένα μόνο χέρι της…
Η Ανάγκη, λοιπόν, η οποία αναφέρεται και ως μητέρα των Μοιρών, λέμε πως αρχικά έλαβε υπόσταση μεταξύ των νοητικών θεών κατά τρόπο ανάλογο με τη νοητή- νοητική μονάδα της Αδράστειας, και ότι, αφού από εκεί εμφανίστηκε και στις αρχηγικές βαθμίδες, γέννησε αυτήν την τριάδα των Μοιρών. Γιατί η καθολικότητα της πρόνοιας και η ικανότητα της περιφοράς των πάντων με την ίδια την ύπαρξη και προτού μεσολαβήσει η ενέργεια, αυτά είναι ιδιότητες της νοητικής υπεροχής, ενώ η εξάπλωση , κατά τρόπο αδιαίρετο, της επίδρασής τους προς όλα εξισώνεται με την εποπτεία του δημιουργού. Και μου φαίνεται πως αυτή η θεότητα ακτινοβολεί σε όλα τα δημιουργήματα του δημιουργού την άρρητη φρούρηση• και, όπως ακριβώς εκείνος είναι δημιουργός των πάντων κατά τρόπο αδιαίρετο, έτσι και η Ανάγκη φρουρεί τα πάντα ακλόνητα και τα περικλείει κατά τρόπο ενιαίο, φυλάγοντας αδιάλυτη μέσα στον κόσμο την τάξη που προέκυψε από τον δημιουργό.
Ενώ, όμως, η Ανάγκη έλαβε αυτήν την εξουσία και βασιλεία στο σύμπαν, η τριάδα των Μοιρών εξουσιάζει μέσα στο σύμπαν κατά τρόπο ανεξάρτητο από αυτό. Γιατί «έρχεται σε επαφή» με τον ουρανό και «αφήνει διαλείμματα στον χρόνο», όπως λέει ο Σωκράτης.» (Πρόκλος, “Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας”, ς΄, 102)
Οι τρεις αδελφές εποπτεύουν τους βίους των ενσαρκωμένων ψυχών, ώστε όλα να τείνουν και να αποβλέπουν στην τάξη του σύμπαντος: «Γιατί η πορεία προς τον κόσμο του γίγνεσθαι, η οποία ξεκινά από τα τελειότερα και υποβιβάζεται με βάση την κλίση προς το γήινο στοιχείο, ξεκινά από τη Λάχεση και καταλήγει στην Άτροπο. Επιπλέον, λοιπόν, «οι κλήροι κατ τα υποδείγματα των βίων» λέγεται ότι προσφέρονται στις ψυχές «από τα γόνατα της Λάχεσης με τη μεσολάβηση του προφήτη», και, όπως ακριβώς έχει προαναφερθεί πως «ολόκληρο το αδράχτι περιστρέφεται στα γόνατα της Ανάγκης», έτσι και την πρόνοια που αφορά τις επιμέρους ψυχές ο μύθος την εξαρτά από τα γόνατα της Λάχεσης, η οποία κινεί αιώνια το σύμπαν με τα χέρια της σαν με ανώτερες δυνάμεις, ενώ στα γόνατά της έχει κατά τρόπο κατώτερο τις αιτίες των ψυχικών περιόδων. Γι’ αυτό και ο προφήτης την εξυμνεί ξεχωριστά ως κόρη της Ανάγκης: «Αυτός εδώ ο λόγος είναι για την κόρη της Ανάγκης, την παρθένα Λάχεση». Η Κλωθώ, πάλι, λέγεται πως κλώθει για τις ψυχές όσα ακολουθούν τις επιλογές τους και πως διανέμει σε καθεμιά τη μοίρα που της ταιριάζει• και μετά από αυτήν η Άτροπος δίνει στα κλωσμένα την ιδιότητα του αμετάτρεπτου και του καθορισμένου, συμπληρώνοντας το τέλος των κανόνων των Μοιρών και της τάξης που από το σύμπαν κατεβαίνει σε εμάς. Η Λάχεση, λοιπόν, ενεργεί πάνω στις ψυχές και πριν από την επιλογή τους, και καθορίζει, μετά την επιλογή τους, όλες τις γενεσιουργές περιόδους με τους καλύτερους όρους, και οι άλλες δύο, μετά την επιλογή των ψυχών, διανέμουν σε αυτές όσα τους ταιριάζουν και συμπαρατάσσουν τους βίους τους με την τάξη του σύμπαντος.» (Πρόκλος, “Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας”, ς΄, 107)
Καθοριστικός είναι σύμφωνα με τη θεολογική θεώρηση του Πλάτωνα και ο ρόλος του δαίμονα στην ενσάρκωση των ψυχών, που για κάποιο χρονικό διάστημα θα πάρουν τα μαθήματά τους χρησιμοποιώντας το κατάλληλο για την καθεμιά σώμα: «… Υποτάσσει (ο δαίμονας) τις ψυχές πρώτα στη Λάχεση, έπειτα στην Κλωθώ και, τρίτον, στην Άτροπο• κι έπειτα, αφού τελειοποιηθούν κάτω από τον “θρόνο της Ανάγκης» τις οδηγεί στην «πεδιάδα της Λήθης και στον ποταμό Αμέλητα”» (Πρόκλος, “Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας”, ς΄, 106). Οι ψυχές που έχουν ανάγκη να εξελιχθούν, θα πρέπει να ξεχάσουν τους προηγούμενους βίους τους. Γι’ αυτό οδηγούνται να πιουν πρώτα, προτού έρθουν στη γη, το νερό της λησμοσύνης. Έτσι, χωρίς να έχουν επηρεασμούς από προηγούμενες κακές εμπειρίες, θα δομήσουν νέες συνθήκες και νέες ευκαιρίες.
Η επίδραση των μοιρών είναι πρωταρχικής σημασίας για τους θεσμούς της δημιουργίας, βάζοντας τα πάντα υπό τον θείο νόμο: «Γιατί ολόκληρη η ποικιλία των δυνάμεων μέσα στον κόσμο και η απεραντοσύνη των κινήσεων και η πολύμορφη διαφορετικότητα των λόγων συγκεντρώνεται από την τριάδα των Μοιρών• και αυτή, πάλι, η τριάδα ανάγεται στη μία ενιαία μονάδα που βρίσκεται πάνω από τις τρεις, την οποία ο Σωκράτης την έχει πει Ανάγκη, όχι επειδή αναιρεί την ανεξαρτησία της κίνησης της δικής μας ζωής ούτε επειδή είναι στερημένη από νου και την τέλεια γνώση, αλλά επειδή συμπεριλαμβάνει τα πάντα κατά τρόπο νοητικό, και επειδή θέτει όρια στα αόριστα και τάξη στα άτακτα, και επιπλέον επειδή κάνει τα πάντα να την υπακούν και τα ανεβάζει στο Αγαθό και τα υποτάσσει στους θεσμούς της δημιουργίας και φρουρεί τα πάντα μέσα στον κόσμο και περικλείει κυκλικά όλα όσα βρίσκονται στο σύμπαν και δεν αφήνει τίποτα αμέτοχο από τη δικαιοσύνη που του ταιριάζει και δεν αφήνει τίποτα να ξεφύγει από τον θείο νόμο.» (Πρόκλος, “Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας”, ς΄, 100- 101)
Στο έργο των Μοιρών πάνω στους θνητούς, δεν μπορούν να επέμβουν ούτε οι θεοί. Ακόμη κι ο πατέρας των θεών, ο αστραποβρόντης Δίας είναι αδύνατο να σώσει τους ανθρώπους που συμπαθεί σαν φτάσει η ώρα του θανάτου. Ο Όμηρος περιγράφει την επιθυμία του Δία να σωθεί ο Έκτορας, ο οποίος τελικά υπάκουσε στο νόμο που είχε ο ίδιος σαν βασιλιάς των θεών θεσπίσει:
« Ο πατέρας θεών, θνητών μιλούσε προς εκείνους: « Ποπό, άντρα αγαπητό βλέπω στο τείχος γύρω
να κυνηγούν κι η καρδιά μου πολύ πικρά τον κλαίει,
τον Έκτορα, που έκαψε μεριά βοδιών για μένα
στης πολυφάραγγης Ίδης τις κορυφές ως τώρα
πολλά ή στο κάστρο του. Τώρα ο Αχιλλέας
τον κυνηγά πολύ γοργά γύρω από το τείχος.
Εμπρός, θεοί, σκεφτείτε το, καλά ζυγίσετέ το,
αυτόν αν θα γλυτώσουμε ή από τον Πηλείδη
θ’ αφήσουμε να σκοτωθεί, αν και αντρείος είναι.»
Η γλαυκομάτα Αθηνά γύρισε και του είπε:
«Πατέρα αστραποκέραυνε, μαυροσύννεφε, τι είπες;
Έναν θνητό που από καιρό χάρο του γράφει η μοίρα
από μαύρο θάνατο να τον γλιτώσεις θέλεις;
Κάμε ό,τι θές• οι άλλοι δε συμφωνούμε όλοι.» » (Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Χ, 167- 181)
Ο θείος νόμος είναι τόσο αδυσώπητος που δεν μπορεί να σώσει ούτε το γιο του Σαρπηδόνα από το κοντάρι του Πάτροκλου:
« Τους είδε κι ευσπλαχνίστηκε τους δυο τους τότε ο Δίας
και είπε στη γυναίκα του και αδερφή του Ήρα:
«Ο πιο αγαπητός μου, αλί, ο Σαρπηδόνας
να δαμαστεί είναι γραφτό απ’ τον Πάτροκλο τώρα.
Στα δυο μου κόβεται η καρδιά, καθώς το συλλογιέμαι:
Να τον αρπάξω όσο ζει απ’ τη φριχτή τη μάχη
και να τον πάω στων Λυκιωτών τα πλούσια τα μέρη
ή ν’ αφήσω ο Πάτροκλος να πάρει τη ζωή του;»
Η Ήρα η βοϊδομάτα του είπε η αφέντρα:
«Του Κρόνου γιε τρομαχτικιέ, τι είναι αυτό που είπες;
Άντρα θνητό που από παλιά χαμό του δίνει η μοίρα
απ’ άσχημο θέλεις θάνατο τώρα να τον γλυτώσεις;
Κάμε το· μα δε στέργουμε όλοι οι θεοί οι άλλοι. » ( Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Π΄ 431- 443)
Σε πολλούς μύθους οι Μοίρες παρουσιάζονται σαν καλοπροαίρετες, ευμενείς θεότητες, παρούσες στα σπουδαία γεγονότα, όπως στους γάμους του Πηλέα και της Θέτιδας, του Δία και της Ήρας, στην ίδρυση των Ολυμπιακών αγώνων από τον Ηρακλή. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως βοηθούσαν ακόμη και στη γέννα. Η Λάχεση μας λέει η παράδοση βοήθησε στη γέννηση του Ασκληπιού.
Η Θέμιδα/Νόμος και ο Δίας/Νους γεννούν, λοιπόν, τις έξι κόρες, που είναι αυτές, οι οποίες καθορίζουν τους νόμους της εκδήλωσης μέσα στο τρισδιάστατο χώρο και στη ροή του χρόνου. Ώ-ρα και Μοί-ρα έχουν σαν δεύτερη συλλαβή το –ρα που ανάγει σε ροή, σε κύλισμα, σε αέναη διαδοχή γεγονότων και προσώπων.
Οι Ώρες θεσπίζουν τους κανόνες για την ομαλή λειτουργία της φύσης μέσα στα όρια του χωρόχρονου. Στις διαστάσεις του χωρόχρονου αναπτύσσεται η έλλογη ζωή. Το εύρος και η ποιότητα της έλλογης ανθρώπινης ζωής ορίζεται από τις τρεις Μοίρες, τις αδελφές των Ωρών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου