Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Σύζυγοι και τέκνα του Δία: iv. Δήμητρα- Περσεφόνη

[[ δαμ- ων ]]

Περσεφόνη- Αρπαγή της Κόρης από τον Πλούτωνα
Η θεότητα, που μ’ αυτήν ταυτίστηκε σχεδόν απόλυτα η θεά Δήμητρα είναι η θυγατέρα της, με τα δύο της ονόματα Περσεφόνη και Κόρη, που δεν μπορείς να την ξεχωρίσεις από την μητέρα της. Αναρωτιέσαι, αν πρόκειται για την ίδια θεότητα ή αν αυτά τα δυο ονόματα, Περσεφόνη - Κόρη, ανήκουν σε δύο διαφορετικές θεές, που οι προσωπικότητές τους συγχωνεύτηκαν σε μια.
Σύμφωνα με την τελευταία εκδοχή, η Περσεφόνη ήταν κυρίως σύζυγος του Άδη, βασιλιά του υποχθόνιου κόσμου, ενώ η Κόρη ήταν η “θεά της νεαρής βλάστησης” ή μάλλον θυγατέρα και σωσίας, είδωλο της Δήμητρας. Από πολύ παλιά η Κόρη και η Περσεφόνη ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο. Μάλιστα έχει ειπωθεί, πως η Κόρη εκπροσωπούσε ένα “διαφορισμό” της Δήμητρας και πως προήλθε από τη διχοτόμηση της έννοιας “Μεγάλη Μητέρα”.
Για το όνομα της θεάς ο Πλάτωνας μας λέει: «Το όνομα “Φερρέφαττα” τώρα• πολλοί το φοβούνται, όπως και το όνομα Απόλλων, λόγω της άγνοιάς τους, προφανώς, σχετικά με την ορθότητα των ονομάτων. Αλλάζοντας, λοιπόν, εξετάζουν το όνομα “Φερσεφόνη”, το οποίο τους τρομάζει, ενώ αυτό σημαίνει πως η θεά είναι σοφή. Επειδή δηλαδή τα αντικείμενα βρίσκονται σε κίνηση, λένε ότι εκείνο που εφάπτεται και μπορεί να έχει επαφή μαζί τους και είναι ικανό ν’ ακολουθεί, μπορεί να είναι σοφία. Η θεά λοιπόν θα ονομαζόταν σωστά “Φερέπαφα” χάρη στη σοφία της και στην “επαφή του φερομένου” (επαφή με το κινούμενο). Ή και για κάτι ανάλογο- για τούτο συνοικεί με αυτήν και ο σοφός Άδης, γιατί κι αυτή σοφή είναι. Τώρα όμως παραλλάσσουν το όνομά της, υπολογίζοντας περισσότερο τον ωραίο ήχο παρά την αλήθεια, ώστε την ονομάζουν “Φερέφαττα”.» (Πλάτωνας, “Κρατύλος”, 404b-d)
Ερμηνεύοντας το όνομα ο Πρόκλος αναφέρει: «Στον Κρατύλο (ο Σωκράτης) θεωρεί πως η εγκόσμια Κόρη (Περσεφόνη), η σύντροφος του Πλούτωνα η οποία εποπτεύει ολόκληρη τη γένεση, έρχεται σε επαφή με την κινούμενη ουσία, και για την επαφή αυτή ονομάστηκε Φερρέφατη.» (Πρόκλος, Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, ΣΤ΄, 110) Επομένως η Περσεφόνη είναι θεότητα που συνδέεται με τη γένεση στη φύση και έρχεται σε επαφή με την κινούμενη ουσία, με το παγκόσμιο γίγνεσθαι.

Η συνέχεια >>> εδώ …

Η Δήμητρα γέννησε στον κεραυνόχαρο Δία την Περσεφόνη, τη μοναχοκόρη που μεγαλώνοντας έγινε μια πανέμορφη κοπέλα. Μπορεί ο Πλούτωνας να είχε το βασίλειό του στον κάτω κόσμο, όμως πολλές φορές έριχνε τη ματιά του στον πάνω κόσμο. Μια μέρα η ματιά του αντίκρισε την Περσεφόνη. Μεμιάς την αγάπησε και θέλησε να την αποχτήσει. Ποια μάνα όμως θα έστεργε να χάσει την κόρη της και να κατοικήσει στο έρεβος του Άδη; Κατάλαβε, λοιπόν, ο βασιλιάς του Άδη πως με τίποτα η αδερφή του Δήμητρα δε θα αποχωριζόταν την μονάκριβή της κόρη. Γι’ αυτό αποφάσισε να τη κλέψει. Πρόθυμα έγινε συνεργός του ο βασιλιάς του πάνω κόσμου, ο αδερφός του Δίας.
Μια μέρα η Περσεφόνη έπαιζε στο Νύσιο κάμπο και μάζευε λουλούδια μαζί με τις φίλες της, τις κόρες του Ωκεανού. Εκεί αποφάσισε να κάνει την απαγωγή ο Πλούτωνας. Για χατίρι του η Γη φύτρωσε μπροστά στη κόρη έναν νάρκισσο τόσο ωραίο, που θα σάστιζε ακόμη και θεούς. Από τη ρίζα του ξεπήδησαν εκατό άνθη πλημυρίζοντας γη, ουρανό και θάλασσα με μια θεσπέσια ευωδιά.
Με το που είδε το θαυμαστό λουλούδι η Περσεφόνη απλώνει το χέρι να το κόψει και, ξάφνου ανοίγει η γη μπροστά της και από τα βάθη της ξεπετάγεται πάνω σε ένα άρμα, που το ‘σερναν γρηγορόδρομα άλογα, ο Πλούτωνας που την άρπαξε στην αγκαλιά του. Με τ’ αθάνατα άλογα να τρέχουν σαν αστραπή η κόρη άπλωσε τα χέρια ικετευτικά και έσυρε φωνή απελπισίας για βοήθεια στον πατέρα της Δία, ραντίζοντας τον αγέρα με δάκρυα. Κείνος, κάθονταν στο θρόνο του στον Όλυμπο και καμωνόταν πως δεν άκουγε.
Οι απελπισμένες φωνές της κόρης τάραξαν συθέμελα τη γη, μα κανείς δεν μπόρεσε να τη βοηθήσει. Ακούγοντας από μακριά την φοβισμένη φωνή της κόρης της η Δήμητρα ταράχτηκε ολόκληρη. Ξέσκισε το κεφαλοπάνι της και ρίχνοντας μια μαύρη μπόλια πάνω της άρχισε να την αναζητεί σαν τρελή. Πήγε εκεί που έπαιζαν οι φίλες τις μα καμία δεν ήξερε τι είχε γίνει. Δυστυχισμένη η θεά άρχισε να ψάχνει όλα τα μέρη για να την βρει. Γύρισε στεριές και θάλασσες, ρώτησε ανθρώπους και θεούς για τη χαμένη κόρη, μα κανείς δεν ήξερε. Εννιά μερόνυχτα έψαχνε χωρίς αναπαμό, άγρυπνη, θεονήστικη, άλουστη, τσακισμένη από κούραση κι απελπισία. Εξαντλημένη ζήτησε τη βοήθεια της θεάς του φεγγαριού, της Εκάτης. Αυτή της είπε πως ήταν μέσα στη σπηλιά της, άκουσε κάποιες φωνές, μα δεν έδωσε τη πρέπουσα σημασία. Της πρότεινε να βρει τον Ήλιο, γιατί αυτός κάτι μπορεί να ξέρει, αφού τίποτα δεν ξεφεύγει από τ’ ακοίμητα μάτια του που περιδιαβαίνουν τον κόσμο όλη μέρα. Ο Ήλιος της φανέρωσε τον απαγωγέα και συνάμα βάλθηκε να τη παρηγορήσει, λέγοντας πως ο γαμπρός, ένας μεγάλος βασιλιάς και θεός, δεν ήταν του πεταμού.
Αγανάκτησε η θεά από το φέρσιμο του πατέρα της κόρης της, του μεγαλοδύναμου Δία και παράτησε τα θεϊκά δώματα του Ολύμπου τριγυρνώντας στη γη μέσα στη μαύρη απελπισιά. Στο μαύρο χάλι που ‘χε κανείς από τους ανθρώπους δε μπόρεσε να αναγνωρίσει τη θεά.
Εκεί, ενώ κάθονταν κάτω από μιας ελιάς τον ίσκιο για να ξαποστάσει, κοντά στο Παρθένιο πηγάδι, είδε να πλησιάζουν οι τέσσερις κόρες του Κελεού, η Καλλιδίκη, η Κλεισιδίκη, η Δημώ και η Καλλιθόη που ερχόντουσαν με τα σταμνιά στο χέρι ν’ αντλήσουν νερό. Η Δήμητρα πήρε τη μορφή σεβάσμιας γερόντισσας. Οι νέες κοπέλες ρώτησαν τη θεά τι της συμβαίνει και την κάλεσαν να μπει στην πατρική τους στέγη. Η θεά σκάρωσε μια ιστορίας να τους πει πως τάχα την είχαν απαγάγει πειρατές από την πατρίδα της την Κρήτη και πως απόδρασε από αυτούς και τριγυρνάει τώρα εδώ κι εκεί. Ζήτησε από τις κοπελιές να την πάρουν στο σπίτι τους και προσφέρθηκε να εργαστεί, «μπορώ να φροντίσω ένα νεογέννητο παιδί» τους είπε, «και να ετοιμάζω την τροφή του. Μπορώ επίσης να φυλάω το σπίτι, να στρώνω τα κρεβάτια και να διαβάζω εγώ τους δούλους τις δουλειές που ταιριάζουν σ' αυτούς». Τότε μια από τις κόρες, η Καλλιδίκη, παρθένα περήφανη κι αγνή, στην ξένη είπε, ποιοι ήταν οι γονείς της και πως είχε μικρότερο από αυτήν και τις αδελφές της αδελφό, το στερνοπαίδι τους και των γηρατειών καρπό, και μετά χαράς θα δέχονταν οι γονείς να αναλάβει η ξένη του αδελφού της την ανατροφή. Πήγαν λοιπόν στο σπίτι κι όταν η θεά πέρασε το κατώφλι σκόρπισε στις πύλες λάμψη θεϊκή. Σεβασμός, θαυμασμός και τρόμος ελαφρός γέμισαν την ψυχή της Μετάνειρας, της γυναίκας του Κελεού. Σηκώθηκε από το θρόνο της και κάλεσε τη θεά να καθίσει εκεί.
Η Δήμητρα, αφού αρνήθηκε να καθίσει στο θρόνο της Μετάνειρας, έμεινε όρθια, σιωπηλή, με μάτια χαμηλωμένα, ωσότου η συνετή σκλάβα Ιάμβη της πρόσφερε ένα κάθισμα, σκεπασμένο με προβιά. Η θεά αφού κάθισε, άνοιξε το πέπλο της κι έστεκε θλιμμένη, ακίνητη, σιωπηλή, χωρίς να πει λέξη, χωρίς κανένα χαμόγελο. Δεν άγγιξε τα φαγητά μήτε έβρεξε με νερό τα χείλη της, γιατί πένθος της πλάκωνε την καρδιά από το χαμό της κόρης. Μόνο ζήτησε λίγο κυκεώνα, δηλαδή χυλό από κριθάλευρο αρωματισμένο με φλισκούνι (κυκεώνας από το κυκώ= ανακατεύω). Με βαριά καρδιά για το χαμό της κόρης της καθόταν, ώσπου η Ιάμβη η συνετή, που έμελλε πολύ να της αρέσει για την καλή της καρδιά, έκανε τόσα κωμικά που τη σεβάσμια θεά κατάφερε να αλλάξει διάθεση και ύφος και να γελάσει ύστερα και τέλος να νιώσει εύθυμη την καρδιά της. Από τους στίχους που τραγουδούσε η σκλάβα στη Δήμητρα προήλθε το ιαμβικό μέτρο.
Σαν ρωτήθηκε η Μετάνειρα, για να αναλάβει η σεβάσμια γερόντισσα την ανατροφή του μικρού, με προθυμία δέχτηκε. Ο μικρός Δημοφώντας, το πριγκιπόπουλο, μεγάλωνε όμοιος με θεό, δίχως να θηλάζει και δίχως να παίρνει άλλη τροφή. Η Δήμητρα τον άλειφε με αμβροσία και, κρατώντας τον στην αγκαλιά της, φυσούσε απαλά επάνω του γλυκά τη θεϊκιά της ανάσα. Την νύχτα τον σκέπαζε με της φωτιάς τη δύναμη, ωσάν πυρσό αναμμένο, δίχως να το ξέρουν οι γονείς του. Γι’ αυτούς πως το παιδί μεγάλωνε, γινόταν ρωμαλέο κι όμοιο με θεό, ήταν μεγάλο θαύμα. Και θα το έκανε η θεά άτρωτο από τη δυστυχία και το θάνατο, αν δε μεσολαβούσε της μάνας ο φόβος και η ανοησία. Μια νύχτα,λοιπόν, από το μυρωμένο της δωμάτιο κοίταξε η Μετάνειρα και είδε τη θεά να βάζει το γιο της στη φωτιά. Μόλις το είδε έμπηξε μια δυνατή κραυγή κι από το φόβο για τη ζωή του γιού της διέπραξε το μεγάλο σφάλμα. Γιατί θύμωσε η θεά και με τ’ αθάνατα χέρια της τράβηξε απ’ τη φωτιά το αγαπημένο παιδί της Μετάνειρας. Άφησε ύστερα στο έδαφος τον Δημοφώντα και είπε: « Ανόητοι άνθρωποι που δε νογάτε να ξεχωρίσετε το καλό από το κακό. Τούτο το παιδί θα το έκανα άτρωτο από τα γηρατειά και το θάνατο, θα το ανύψωνα στις άφθαστες τιμές. Τώρα είναι αδύνατο να το γλιτώσω από το θάνατο και τις Μοίρες. Μα στη ζωή του θα είναι τιμημένος. Είμαι η θεά Δήμητρα που με χαρά βοηθάω τους αθάνατους και τους θνητούς. Όλοι οι κάτοικοι να μαζευτούν και να μου χτίσετε έναν μεγάλο ναό και έναν βωμό πάνω στο λόφο, όπου βρίσκεται το Καλλίχορο πηγάδι. Κι εγώ στα μυστήρια μου θα σας μυήσω, μοναχή, για να τελείτε εδώ τις ιερουργίες σας, που θα γαληνεύουν το πνεύμα μου». Λέγοντας αυτά, φανερώθηκε η θεά στους κατοίκους. Πέταξε από πάνω της τη μεταμφίεση και φάνηκε όλο το θείο μεγαλείο. Μόσχο κι άρωμα γλυκό ανάβλυσαν πέπλα της και φεγγοβόλησε το αθάνατο κορμί της από μακριά, τα ξανθά της τα μαλλιά κυμάτιζαν καθώς χύνονταν στους ώμους της και το παλάτι από τη θεϊκή της λάμψη Μόσχο κι άρωμα γλυκό ξεχύνονταν από τα μυρωμένα πέπλα της και φεγγοβόλησε το αθάνατο κορμί της, λαμποκοπούσαν τα ξανθά της τα μαλλιά, που κυμάτιζαν καθώς χύνονταν στους ώμους της και το παλάτι πλημύρισε από θείο φως.
Θα παραθέσουμε κι άλλο ένα απόσπασμα από τον Ομηρικό Ύμνο:
« Είμαι η τιμημένη Δήμητρα, που μεγάλο
πλούτο και χαρά σε αθάνατους και θνητούς προσφέρω.
Εμπρός, ναό μεγάλο και από κάτω βωμό όλοι οι πολίτες ας μου χτίσουν,
μπροστά απ’ την πόλη και τα ψηλά τείχη,
πιο πάνω απ’ την Καλλίχορη, σε λόφο υψηλό•
κι εγώ η ίδια μυστήρια θα σας διδάξω, ώστε αργότερα
μ’ ευπρέπεια τελώντας τα να μου απαλύνετε την καρδιά.
Έτσι είπε η θεά και πήρε το ανάστημα και τη μορφή της
απορίχνοντας τα γηρατειά και κάλλος περιβλήθηκε•
ποθητή ευωδιά από τα μυρωδάτα πέπλα της
χυνόταν, κι από μακριά η λάμψη του αθάνατου κορμιού
της θεάς φεγγοβολούσε, και τα ξανθά μαλλιά της έπεφταν στους ώμους
και φως σαν αστραπή γέμισε την καλόχτιστη κάμαρα. » (Ομηρικός Ύμνος, Στη Δήμητρα, 268- 280)
Ο Κελεός υπάκουσε στις προσταγές της Δήμητρας κι αφού σύναξε το λαό στην αγορά, τον πρόσταξε να χτίσει επάνω στο γειτονικό λόφο έναν πλούσιο ναό κι ένα βωμό για τη Δήμητρα. Υπάκουος ο λαός στο βασιλιά και πρόθυμος άρχισε όπως του είχαν πει να χτίζει. Το χτίσιμο προχωρούσε γρήγορα έχοντας την συμπαράσταση των θεών. Σαν τέλειωσε ο ναός, κλείστηκε μέσα η θεά κι αρνιόταν να γυρίσει στον Όλυμπο αντάμα με τους υπόλοιπους θεούς. Ήταν βυθισμένη σε μεγάλη θλίψη της για την χαμένη κόρη της. Κι όπως ήταν λυπημένη και πικραμένη, για τους ανθρώπους ήρθε δίσεχτη χρονιά. Κανένας σπόρος δεν φύτρωσε, γιατί η Δήμητρα όλους τους είχε κρύψει. Μάταια οι ξωμάχοι με τα βόδια που έσερναν τα αλέτρια έσχιζαν της γης τα σπλάχνα για να ρίξουν τους σπόρους βαθιά στο χώμα.. Τίποτα δεν άφηνε η θεά να φυτρώσει. Πείνα έπεσε στη γη και η φυλή των ανθρώπων θα χανόταν. Οι θεοί του Ολύμπου έπεσαν σε θλίψη που υπόφεραν οι θνητοί και που έχασαν τις προσφορές. Τότε ο Δίας μπήκε σε συλλογή για να διορθώσει τα πράγματα. Ήταν συνένοχος στην αρπαγή της Περσεφόνης, είχε κι αυτός ευθύνη. Συλλογίστηκε τρόπους για να μαλακώσει την οργή της αδερφής. Της στέλνει λοιπόν πρώτο μεσάζοντα την Ίριδα με τα χρυσά φτερά γεμάτη πλούσια δώρα, μα μάταιος ο κόπος. Ήρθε ύστερα η σειρά όλων των άλλων θεών. Πρόσφεραν στη Δήμητρα δώρα πολλά και μεγαλόπρεπα κι όλες τις τιμές που θα μπορούσε να επιθυμήσει. Όμως κανένας δεν μπόρεσε να πείσει την πονεμένη μητέρα. Απόρριψε όλες τις προσφορές κι είπε πως στον Όλυμπο δε θα ξαναπατήσει και δε θα αφήσει πια τη γη να καρπίσει πριν δει με τα ίδια τα μάτια της την πολυαγαπημένη κόρη. Το μόνο που απόμεινε στο βασιλιά των θεών και των ανθρώπων ήταν να μεσολαβήσει ο ίδιος και να ζητήσει από τον Άδη να ικανοποιήσει την επιθυμία της Δήμητρας, αφήνοντας την κόρη ελεύθερη να επιστρέψει στο φως κοντά στην πονεμένη μάνα της. Του στέλνει τότε τον πιο επιτήδειο και διπλωματικό από τους θεούς, τον Ερμή, που έτσι μίλησε στον Άδη, "Άδη, αφέντη του βασιλείου των νεκρών, ο Δίας, ο πατέρας μου, με πρόσταξε να πάρω από το Έρεβος την ξακουστή την Περσεφόνη και να την οδηγήσω στους θεούς να την δει η Δήμητρα με τα μάτια της για να γαληνέψει η φοβερή οργή της για να μην τα βάζει με τους αθάνατους. Γιατί έχει κατά νου να κάνει πράξει ολέθρια πράγματα. Θα ξεκληρίσει τις αδύναμες ανθρώπινες φυλές, τους σπόρους κρύβοντας στο χώμα και να αποστερήσει στους αθάνατους από τις τιμές που τους ανήκουν, από τους ανθρώπους. Μάνητα μεγάλη την κατέχει, με τους θεούς δεν θέλει να έχει πια καμιά σχέση, μόνο κάθεται παράμερα, σ’ ενός ευωδιαστού ναού το βάθος, στην Ελευσίνα την τραχιά". Ο Άδης δεν μπορεί να κάμει αλλιώς και υπακούει τότε στου Δία την διαταγή. Σκαρφίζεται όμως μία πονηριά. Συγκατανεύει να φύγει η Περσεφόνη, αφού πρώτα της έδωσε λίγα σπυριά ροδιού, γλυκό καρπό κρυφά να φάει, για να μη μείνει για πάντα κοντά στη σεβαστή της μάνα.
Μεγάλη ήταν η χαρά της Περσεφόνης όταν έμαθε το ευχάριστο μαντάτο. Ο άντρας της νκαι βασιλιάς του Άδη της είπε: «ετοιμάσου να ανταμώσεις τη μάνα σου και μη βαστάς κακία στον άντρα που σ’ αγάπησε. Σαν ανέβεις στο φως θα κυβερνά στη γη ό,τι έχει ζωή και κινιέται, ενώ θα απολαμβάνεις μεγάλες τιμές. Αλίμονο σ’ αυτούς που δε θα σου θυσιάζουν για να κερδίσουν την αγάπη του». Ο ίδιος ο Πλούτωνας ετοίμασε το ολόχρυσο αμάξι ζεύοντας τα άλογα. Πήρε στα επιδέξια χέρια τα χαλινάρια ο φτεροπόδης Ερμής και έφτασαν στη λιόλουστη Ελευσίνα. Χώθηκε η κόρη στην αγκαλιά της μάνας και δε χόρταινε φιλιά και χάδια. Και σαν χόρτασε η μια την άλλη, ρώτησε η θεά τη θυγατέρα μήπως ο άντρας της έδωσε να φάει κάτι λίγο προτού το χωρισμό. Η κόρη της φανέρωσε πως έφαγε τους σπόρους του ροδιού. Τότε η μάνα της είπε πως όπως είναι ορισμένο, το ένα τρίτο του χρόνου θα βρίσκεται ρήγισσα στον Κάτω Κόσμο και τα δύο τρίτα θα βλέπει του ήλιου το φως και η γη θα γεμίζει λουλούδια και καρπούς. Στο μεταξύ φτάνουν η γιαγιά η Ρέα μαζί με την Εκάτη σταλμένες από το Δία, φέρνοντας το μήνυμα πως ο βασιλιάς των θεών και πατέρας της κόρης ήταν σύμφωνος να μένει οχτώ μήνες στον Απάνω Κόσμο και τέσσερις στο Άδη, δίπλα στον άντρα της. Η Δήμητρα με μεγάλη χαρά και μπόλικες τιμές θα γινόταν δεκτή στον Όλυμπο. Έτσι η γη ξανάνθισε και γέμισε καρπούς που έθρεψαν τους πεινασμένους θνητούς, που με τη σειρά τους δε ξέχασαν τους θεούς κάνοντας πλούσιες θυσίες και προσφορές.
Πριν φύγει από την Ελευσίνα η θεά δίδαξε τους δίκαιους βασιλιάδες, Τριπτόλεμο και Διοκλή, που ήξεραν να δαμάζουν άλογα, ακόμα και το πιο δυνατό τον Εύμολπο και τον αρχηγό λαών τον Κελεό. Τους μύησε στα σεβαστά Μυστήριά της, που δεν επιτρέπεται να τα αγνοούμε μηδέ να τα ερευνούμε και να τα κοινολογούμε. Μόνο οι μυημένοι τα γνωρίζουν. Χαρά σ’ αυτόν που έχει μυηθεί γιατί κατεβαίνει στο βασίλειο του Άδη έχοντας καλύτερη τύχη από τον αμύητο.
« Διέταξε η κόρη σου στης χρονιάς το γύρισμα
το ένα τρίτο να μένει στα ζοφερά σκοτάδια
και τα άλλα δυο με σένα και τους άλλους αθανάτους.
Έτσι είπε να γίνει, κι έγνεψε με το κεφάλι.
Έλα, παιδί μου, υπάκουσε, και τόσο
βαρύ θυμό μην έχεις με τον μαυρονέφελο Κρονίδη•
φέρε και πάλι τον καρπό τον ζωδότη στους ανθρώπους.
Έτσι είπε, και η καλοστεφανωμένη Δήμητρα δεν απείθησε,
αλλά έδωσε πάλι καρπό στη γη με τους χοντρούς τους σβόλους.
Και όλη η πλατιά η γη με φυτά και μ’ άνθη γέμισε•
κι εκείνη πήγε και στους δικαιοκρίτες βασιλιάδες έδειξε,
στον Τριπτόλεμο και στον ιππέα Διοκλή,
στον δυνατό Εύμολπο, και τον Κελεό, ηγέτη των λαών,
και σ’ όλους εξήγησε τις ιερές τελετές, και τα μυστήρια
στον Τριπτόλεμο, τον Πολύξενο και τον Διοκλή
τα σεβάσμια, που δεν πρέπει ούτε να τα πούμε ούτε να τα ακούσουμε
ούτε να τα γνωστοποιήσουμε- ο μέγας φόβος των θεών συγκρατεί τη γλώσσα μας.
Μακάριος όποιος από τους χθόνιους ανθρώπους τα είδε κάποτε•
αλλά ο αμύητος στις τελετές κι αμέτοχος, δεν έχει
ίδια μοίρα σαν βρεθεί νεκρός στα ζοφερά σκοτάδια. » (Ομηρικός Ύμνος, Στη Δήμητρα, 463- 482)
Κι αφού αποτέλειωσαν το χρέος προς τους θνητούς, οι δυο θεές ανέβηκαν στο παλάτι του Όλυμπου και κάθισαν δίπλα στο θρόνο του βασιλιά του Δία. Από ‘κει ψηλά σε κάθε άνθρωπο που θ’ αγαπήσουν στέλνουν τον Πλούτο που γεμίζει με καρπούς τις αποθήκες του, φέρνοντας ευδαιμονία και χαρά.
Από τότε κάθε χρόνο η Κόρη μένει οχτώ μήνες στη γη και τέσσερις στον Άδη, οπότε σαν θεά της βλάστησης απουσιάζει από τον Απάνω Κόσμο κατά τους μήνες του χειμώνα, που δεν καρπίζει η γη. Στη θεά αυτή είναι αφιερωμένος ο Ορφικός Ύμνος 29:
« Περσεφόνη, κόρη του μεγάλου Δία, έλα, μακάρια,
μονογέννητη θεά, δέξου ευσπρόσδεκτα τις θυσίες,
πολυτίμητη σύζυγε του Πλούτωνα, σεβάσμια, ζωοδότρα,
που κατέχεις τις πύλες του Άδη στα βάθη της γης,
Πραξιδίκη, ομορφοπλέξουδη, αγνό βλαστάρι της Δηώς,
γενέτειρα των Ευμενίδων, βασίλισσα των υποχθονίων,
κόρη που απέκτησε ο Δίας με άρρητη γέννηση,
μητέρα του βαρύβροντου πολύμορφου Ευβουλέα (*8)
συμπαίκτρια των Ωρών, φωτοδότρα, λαμπερόμορφη,σεπτή, παντοκράτειρα, κόρη καρπούς γεμάτη,
καλόφωτη, κερασφόρα, μόνη λατρευτή στους θνητούς,
εαρινή, που χαίρεις με τις πνοές των λιβαδιών,
που φανερώνεις το ιερό σου σώμα
στα χλωρόκαρπα βλαστάρια,
κάνοντας φθινοπωρινό γάμο κατόπιν αρπαγής,
μόνη εσύ ζωή και θάνατος για τους πολύκοπους θνητούς,
Περσεφόνη• γιατί πάντοτε τα πάντα τρέφεις
και θανατώνεις. Εισάκουσέ με, μακάρια θεά,
και στέλνε πάνω στη γη καρπούς,
προκόβοντας με ειρήνη και απλόχερη υγεία
και με ευτυχισμένη ζωή που οδηγεί
σε πλούσια γεράματα προς τον δικό σου τόπο,
βασίλισσα, και προς τον πολυδύναμο Πλούτωνα. » (Ορφικός Ύμνος 29, “Στην Περσεφόνη”)
Η Περσεφόνη ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες Κόρη, όπως από τους Χριστιανούς η Θεοτόκος Μαρία ονομάζεται Παρθένος. Η προσωνυμία είχε ιδιαίτερη θρησκευτική σημασία για τους προγόνους μας. Ο Πρόκλος αναφέρει: «Προσαγορεύεται δε και Κόρη για την καθαρότητα της ψυχής και την άχραντο υπεροχή στις γέννες. Έχει δε και πρώτη και μέση και τελευταία ηγεμονία. Κατά την ακρότητα μεν αυτής από τον Ορφέα ονομάζεται Άρτεμη, κατά το μέσο κέντρο Περσεφόνη και κατά το τέλος της διακόσμησης Αθηνά…. Διά τούτο και Περσεφόνη ονομάζεται μάλιστα η Κόρη εφόσον με τον Πλούωνα έρχεται σε ερωτική επαφή και μ’ αυτόν ρυθμίζει τα τελευταία του παντός, και κατά μεν τα άκρα παρθένος λέγεται και μένει άχραντος, ενώ κατά το μέσο είναι σύζυγος και συναπογεννά τις κάτω από τη γη Ευμενίδες.» (Πρόκλος, Εις Πλάτωνος Κρατύλον, 100, 111) Στα διασωθέντα μνημεία παριστάνεται να κρατάει σκήπτρο, οπότε λογίζεται ως δέσποινα ισότιμη θεότητα με τη μητέρα της και γι’ αυτό ο Ησύχιος λέει: «Ομόβωμοι θεοί• εν Ελευσίνι Δήμητρος και Κόρης εισίν».
Στον παραπάνω ορφικό ύμνο η Περσεφόνη αποκαλείται Πραξιδίκη:
« που κατέχεις τις πύλες του Άδη στα βάθη της γης,
Πραξιδίκη, ομορφοπλέξουδη, αγνό βλαστάρι της Δηώς,
γενέτειρα των Ευμενίδων, βασίλισσα των υποχθονίων »
Αυτό το απόσπασμα μας οδηγεί στη σκέψη ότι η Περσεφόνη είναι κυρίαρχη θεότητα στον Κάτω Κόσμο αφού κατέχει τις πύλες του Άδη και πως το ζεύγος Πλούτωνας- Περσεφόνη είναι κριτές των ψυχών των νεκρών, που ο Ερμής έφερνε στον Άδη. Έτσι το δέκατο τέκνο του Δία γίνεται η α-δέκα-στος κριτής των ψυχών που αποδίδει τη δικαίωση ή την τιμωρία με βάση τις πράξεις όταν είχε ενσαρκωθεί και ήταν πάνω στη γη.
Για τους αρχαίους θεολόγους η έννοια της Κόρης είναι τριπλή! Ο Πρόκλος εξηγεί την τριπλή υπόσταση ως εξής:
«Καθώς, λοιπόν, υπάρχουν τρις μονάδες μέσα στην Κόρη (Άρτεμη- Περσεφόνη- Αθηνά) και η πρώτη εδραιώνει τα πάντα στον εαυτό της, η δεύτερη οδηγεί τα πάντα στη γέννηση (γιατί στην ψυχή ταιριάζει η γέννηση) και η τρίτη επιστρέφει σε αυτήν (γιατί αυτό είναι το ιδιαίτερο έργο της αρετής), και όλες τους έχουν τοποθετηθεί κατά τρόπο τέλειο μέσα σε αυτήν, η σύντροφος του Πλούτωνα μετέχει κάπως στα δύο άκρα, αλλά έλαβε την πρόδό της ιδιαίτερα στη μέση• γι’ αυτό και αποκαλείται Περσεφόνη, επειδή έρχεται σε επαφή, όπως έχει ειπωθεί, με τον κόσμο του γίγνεσθαι και με όσα παράγονται. Γιατί στα άκρα (Άρτεμη- Αθηνά) ταιριάζει η αμόλυντη και παρθενική ιδιότητα, ενώ στο μέσο, το οποίο χαίρεται με τις προόδους και τους πολλαπλασιασμούς, ταιριάζει η πρόσμειξη και η επαφή με τα γεννημένα. Αυτό, λοιπόν, αρπάζεται από την Κόρη, το οποίο είναι μέσα της τέλεια εδραιωμένο, αλλά προσφέρει τον εαυτό του και τη ζωογονική του ιδιότητα ακόμη και στα τελευταία όντα. Γι’ αυτό και ο Σωκράτης στον “Κρατύλο” συνδέει την Περσεφόνη με τον Πλούτωνα και παντού την Κόρη με τη Δήμητρα, συμπεριλαμβάνοντας και αυτός την καθολική κόρη στο όνομα της Κόρης, και στο όνομα της Περσεφόνης τη δύναμη που από τον εαυτό της προχωρά προς τον κάτω κόσμο• γιατί στην Περσεφόνη βρίσκεται η ιδιότητα της ψυχής με τη μορφή της ουσίας, ενώ οι υπόλοιπες ιδιότητες βρίσκονται με τη μορφή της αντανάκλασης από τα ανώτερα και όχι με μορφή πρωταρχική, όπως έχει ειπωθεί.» (Πρόκλος, “Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας”, ΣΤ΄, 55)
Στο συμβολικό μύθο της Δήμητρας και της Κόρης παριστάνεται η ιστορία της ψυχής, που κατεβαίνει στην ύλη, παίρνει τα μαθήματά της στο σκοτάδι της λήθης και μετά επανέρχεται στο φωτεινό βασίλειο, στο πνευματικό. Επομένως έχουμε την Ελληνική εκδοχή του σφάλματος και της απολύτρωσης. Η απαγωγή της Περσεφόνης-ψυχής από τον Πλούτωνα- ύλη γίνεται με τη σύμφωνη γνώμη του Δία. Επομένως ο Θεός είναι σύμφωνος στην “πτώση” του πνεύματος στην ύλη! Δική του είναι η πρόταση στη Δήμητρα- Φύση (στην Συμπαντική της μορφή), η ψυχή να εναλλάσσεται μεταξύ του Άδη- κάθοδος στο γήινο πεδίο (ενσάρκωση) και το φως της γης- πνευματικά πεδία ( όταν δεν είναι ενσαρκωμένη). Και εδώ κρύβεται το μεγάλο και αισιόδοξο μήνυμα: Η θέση που της αρμόζει, όταν κλείσει ο κύκλος των ενσαρκώσεων, είναι δίπλα στο θρόνο του Πατέρα της Θεού!
Η Περσεφόνη- ψυχή φεύγοντας από την αγκαλιά της μητέρας της θα γνωρίσει τον έρωτα του Άδη και θα τον αγαπήσει, γιατί θα φάει τα σπόρια από το ρόδι που θα της δώσει για να είναι πια μετά από αυτό για πάντα δική του. Η γήινη ζωή είναι γλυκιά, έχει τις χαρές της, τις ηδονές της. Η ψυχή έχοντας φάει σπόρους από το ρόδι της απατηλής γήινης ζωής θέλει σε επαναλαμβανόμενους κύκλους να έρχεται και να ξαναέρχεται στο υλικό πεδίο.
Το ρόδι είναι τροφή για τους νεκρούς. Η κάθοδος της ψυχή στη γη είναι απονέκρωση των θείων ιδιοτήτων που έχει. Τις ξεχνάει. Φαίνεται ότι οι περισσότερες ψυχές όταν πηγαίνουν στον συμβολικό Άδη (αποκτούν σώμα και γεννιούνται στη γη) , κατά το ορφικό έλασμα των μυημένων, πίνουν από την πηγή της Λήθης, που βρίσκεται στ’ αριστερά του δρόμου, ξεχνώντας την πνευματική του καταγωγή. Ο ίδιος ο δημιουργός, που συμβολίζεται με τον Δία, έχει ορίσει να περνάει το 1/3 του χρόνου στον Άδη- γήινο πεδίο και τα 2/3 στον Όλυμπο- πνευματικά πεδία. Αν κατά τη γήινη ζωή της ψυχής, έχει πιεί από το νερό της πηγής, που βρίσκεται στα δεξιά του δρόμου, την Μνημοσύνης- όπως συμβαίνει με τους μύστες, θυμάται τη θεία της καταγωγή και δεν παρασύρεται από τις πλάνες της ύλης, επιταχύνοντας τη διαδικασία της επιστροφής στον Όλυμπο- πνευματικό κόσμο, και της μόνιμης εγκατάστασης εκεί. Αυτό περίπου μας λέει το παρακάτω ορφικό απόσπασμα:
« Όταν όμως η ψυχή αφήσει το φως του ήλιου
στα δεξιά πρέπει να μπαίνει κανείς,
προσέχοντας καλά τα πάντα.
Χαίρε εσύ που έπαθες το πάθημα•
αυτό που πριν δεν έγινε έχεις πάθει•
θεός έγινες από άνθρωπος• κατσίκι στο γάλα έπεσες.
Χαίρε, χαίρε εσύ που ακολουθείς τον δεξιό δρόμο,
στα ιερά λιβάδια και στα άλση της Περσεφόνης. » (Χρυσά ελασμάτια των Θουρίων, 4ος- 3ος αιων. π. Χ., Μουσείο Νεάπολης)
Τα ίδια εκφράζονται και με το επόμενο απόσπασμα:
« Έρχομαι από αγνούς, αγνή βασίλισσα των χθονίων,
Άδη, Ευβουλέα και οι υπόλοιποι αθάνατοι θεοί•
γιατί κι εγώ καυχιέμαι ότι είμαι δική σας γενιά μακάρια,
αλλά η Μοίρα με δάμασε και οι υπόλοιποι αθάνατοι θεοί
…………………. και τον αστραποβόλο κεραυνό.
Πέταξα από τον βαρύπενθο οδυνηρό κύκλο
και ανέβηκα με τα γοργά μου πόδια σε στεφάνι ποθητό,
και μπήκα στους κόλπους
της χθόνιας Δέσποινας βασίλισσας•
με τα γοργά μου πόδια κατέβηκα από το ποθητό στεφάνι,
«ευτυχισμένε και μακάριε, θεός να είσαι αντί θνητός».
Κατσίκι στο γάλα έπεσα.
Έρχομαι από αγνούς, αγνή βασίλισσα των χθόνιων,
Άδη, Ευβουλέα και οι υπόλοιποι δαιμόνιοι θεοί•
γιατί κι εγώ καυχιέμαι πως μακάρια γενιά σας είμαι,
αλλά η Μοίρα με δάμασε είτε με τον αστραποβόλο κεραυνό.
Τώρα ικέτιδα έχω έρθει πλάι στην ένδοξη Περσεφόνη
για να με στείλει πρόθυμη στις έδρες των αγίων. » (Χρυσά ελασμάτια των Θουρίων, 4ος- 3ος αιων. π. Χ., Μουσείο Νεάπολης)
Στον περίβολο του ναού της Δήμητρα στην Ελευσίνα όλα διαφωτιζόντουσαν. Οι μύστες μάθαιναν για τους κύκλους της εξελισσόμενης ζωής και όλα γινόντουσαν ευνόητα. Η ιστορία της Περσεφόνης-ψυχής ήταν για τον καθένα, που έπαιρνε μέρος στα μυστήρια, μια καταπληκτική αποκάλυψη. Η ζωή ήταν σαν ένας εξαγνισμός της ψυχής, σαν μια δοκιμασία, σαν ένα μάθημα μέσα από το πάθημα. Ο άνθρωπος ανακάλυπτε κι από τη μια μεριά- το μακρινό παρελθόν του- και από την άλλη- το μακρινό μέλλον του, τη στενή του σχέση με το θείο. Μετά από τις φρικιαστικές εμπειρίες του θανάτου ερχόντουσαν οι ελπίδες, οι απελευθερώσεις, οι ηλύσειες χαρές. Τα Μυστήρια απέναντι στις τραγωδίες ήσαν το θείο δράμα της ανθρώπινης ψυχής που εξηγούσε το γήινο δράμα των ανθρώπων.
Στα Ελευσίνια Μυστήρια δίδασκαν ευθύς εξ αρχής την ανύψωση της Ψυχής ( της Περσεφόνης ) προς την πηγή της, το ουράνιο Φως ( τη Δήμητρα ). Από τα αρχαιότατα χρόνια τα μυστήρια της Δήμητρας και της Περσεφόνης ενσωμάτωναν για τους μύστες την ιστορία της ψυχής του κόσμου, της ανθρώπινης ψυχής και του ζώντος Πνεύματος, το οποίο εξαπλώνεται στο σύμπαν. Υπήρχαν τρεις τρόποι για να κατανοηθεί ο μύθος, στη φυσική του έννοια, την ανθρώπινη και τη θεία. Ο πρώτος ήταν για το μεγάλο πλήθος, ο δεύτερος για τους αναπτυγμένους και ο τρίτος για τους λίγους αλλά εκλεκτούς. Κάθε τρόπος, στον κύκλο του, ήταν αληθινός και ανταποκρινόταν έως ένα βαθμό αντίληψης. Ο δεύτερος εξηγούσε τον πρώτο και ο τρίτος τους άλλους δύο συνθέτοντάς τους. Έτσι η Δήμητρα μπορούσε να νοηθεί ουσιαστικά σαν η Μητέρα-Γη, που δίνει γέννηση σε όλα τα υλικά όντα, και τα νοερά, που διδάσκει στους ανθρώπους τη γεωργία και τον πολιτισμό, πνευματικά όμως το Φως το άϋλο, (το « άκτιστο φως »), το νοητό και ευκρινές, μητέρα των ψυχών, το φως που μυεί τους ανθρώπους στις υπέρτατες Αλήθειες. Τα μυστήρια έγιναν για να αποκαλυφθούν σε όσους μπορούν να τα εννοήσουν, κατά το: «ότι υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, εκείνοις δε ου δέδοται» (Ματθαίος, ιγ΄, 11), να διανοίξουν τον εσωτερικό τους οφθαλμό , το “τρίτο μάτι”, για να αντιλαμβάνονται το εσώτερο νόημα των πραγμάτων.
Ο Ηρακλής, όταν έλαβε την εντολή από τον Ευρυσθέα να φέρει από τον Άδη τον Κέρβερο, έλαβε μέρος στα Ελευσίνια Μυστήρια, όπου άντλησε το θάρρος να κατεβεί στον Άδη και ν’ αναφωνήσει κατά τον Ευριπίδη : « Ήμουν ευτυχής που είδα τα Μυστήρια ». Με σκοπό ν’ ανοίξει το δρόμο του προς τον Κάτω Κόσμο, ο Ηρακλής έπρεπε να μυηθεί. Τα μυστήρια καθοδηγούσαν έναν άνθρωπο, διαμέσου του θανάτου των φθαρτών πραγμάτων, στη μετάβαση στον Άδη, οπότε διαμέσου της μύησης αυτά διέσωζαν το αιώνιο μέρος του, την ψυχή. Ως μυημένος θα μπορούσε να νικήσει το θάνατο. Με τον θάνατο της φθαρτής του φύσης μπορούσε να νικήσει τον προσωρινό θάνατο του πνεύματος, του πνεύματος που στην ύλη είναι σε ληθαργική κατάσταση, και να το αναστήσει στο πνευματικό πεδίο. «Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μένει• εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει.» (Ιωάννης, ιβ΄, 24) . Και ο πολύς καρπός είναι καρπός πνευματικός. Ο μύστης πραγματώνει αυτό που είπε ο μέγιστος των ιεροφαντών: «ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται» (Ιωάννης, ια΄, 26)
Ο Πλάτωνας βεβαιώνει ότι το τέλος της μύησης ήταν η αποκατάσταση της ψυχής στην κατάσταση εκείνη « εκ της οποίας κατέπεσεν, εις την εκ γενετής έδραν της τελειοποιήσεώς της ». Επίσης αναφέρει ότι σκοπός των Μυστηρίων ήταν να φέρει τις ψυχές των ανθρώπων σε επικοινωνία κι ένωση με το θεό.
Ο Πρόκλος λέει ότι οι μυούμενοι δέχονταν θεία επιφώτιση και μετελάμβαναν « αυτής ταύτης της ουσίας της θεότητος ». Ο ρήτορας Αριστείδης δίνει την ακόλουθη περιγραφή : « Νόμιζα ότι άγγισα το Θεό, ότι αισθανόμουν την προσέγγισή του, βρισκόμουν μεταξύ εγρήγορσης και ύπνου, ότι το πνεύμα μου ήταν εντελώς ελαφρό. Κανείς θνητός δε θα μπορούσε να το περιγράψει και να το κατανοήσει, αν δεν ήταν μύστης. Η νέα αυτή ζωή δεν υπόκειται στους νόμους της κατώτερης ζωής. Η γέννηση και ο θάνατος δεν την επηρεάζουν πλέον. Μπορεί κανείς να ομιλεί επί μακρόν για τον Αιώνιο, αλλά ο ομιλών γι’ Αυτό, χωρίς προηγούμενα να κατέβει στον Άδη, δε γνωρίζει τι λέγει ». Έτσι οι μύστες αποκτούσαν μια νέα αντίληψη για τη ζωή και το θάνατο.
Συνεπώς, οι μύστες γνώριζαν εμπειρικά ότι μέσα τους κατοικεί το Αιώνιο Πνεύμα, η Αθάνατη Ψυχή. Οι Πυθαγόρειοι έδιναν τον εξής λακωνικότατο ορισμό : « Άνθρωπος εστί Ψυχή χρωμένη, αθάνατος αθανάτω ». Επομένως η δύναμη του θανάτου, που σαρώνει τις υλικές μορφές, δεν μπορεί να τους νικήσει.
Ο διάσημος Γερμανός καθηγητής Κάρολος Δε Πρελ επιβεβαιώνει ότι στα Ελευσίνια μυστήρια γινόταν εμπειρική ή πειραματική απόδειξη της αθανασίας της ψυχής κάνοντας χρήση της θεουργίας, δηλ. απόπειρα ν’ ανυψώσουν τη συνειδητότητα του ανθρώπου για να έρθει σ’ επαφή με τον ανώτερο κόσμο, τον πνευματικό κόσμο. Η κλεμμένη θεά από τον Πλούτωνα, η Περσεφόνη, αντιπροσώπευε την ψυχή που εναλλασσόμενα κατέρχεται κατά την γέννηση για “μισό χρόνο” στον “κάτω κόσμο” της σωματικής ύπαρξης, και επιστρέφει με τον σωματικό θάνατο στους γνώριμους καρπερούς αγρούς του αληθινού της οίκου, στον πνευματικό κόσμο. Σε ανασκαφές τάφων μυστών βρέθηκαν χρυσά πλακίδια, που τους συνόδευαν, προορισμένα να μην τα δει κανείς, που έγραφαν : « Θεός έσηι αντί βροτοίο ». Για τους μυημένους, ο θεός Πλούτων, με τις μετενσαρκώσεις, δηλ. την αλληλοδιαδοχή θανάτων- γεννήσεων, δίνει στις ψυχές τη δυνατότητα να βελτιώνονται, να πλουτίζουν από εμπειρίες και πνευματικά αγαθά, πλησιάζοντας αταλάντευτα προς το Θείο. Αυτή η επιστροφική τάση των ψυχών έχει “όριο”, όπως λέμε στα μαθηματικά, τον ίδιο τον Διόνυσο!
Ο θάνατος δεν είναι για τους μυημένους αφανισμός, αντίθετα, είναι αναγέννηση σε υψηλότερο επίπεδο. Ίσως εδώ να φθάνουμε σε ανώτερη σύλληψη από την ανάσταση! Γιατί έχουμε σαν τελικό προορισμό της ζωής την Θέωση του ανθρώπου! Όπως ο αφανισμός των χθονίων τεράτων , των γιγάντων, έφερε διαμέσου του Διονύσου την αναβάθμιση της ζωής, καθώς δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι, έτσι κι ο άνθρωπος με τη βοήθεια του Θεού θα θεωθεί!
Στα ελληνικά μυστήρια η θεά Γη, η Δήμητρα, δεν εκφράζει μόνον τη γη ως φυσική οντότητα, αλλά ως γνήσια θεά αντικατοπτρίζεται σε όλα τα επίπεδα του Σύμπαντος. Είναι και η φυσική μας μητέρα, είναι και η Πατρίδα-Γη κάθε λαού, είναι και το αρχέτυπο της αιώνιας Μητρότητας, είναι ακόμη και η Μάνα-Νύχτα της ορφικής κοσμογονίας, η Αιωνιότητα. Αντίστοιχα συμβαίνει και με τον Ουρανό, τον οποίο μπορούμε να γνωρίσουμε με τη βοήθεια της Μάνας-Γης. Ανεβαίνοντας ανηφορικά προς την κορυφή της, ατενίζουμε τον Ουρανό, όχι μόνον τον έναστρο, αλλά και το πνευματικό του αρχέτυπο, τον ίδιο τον Θεό.
Στη διδασκαλία των μυστηρίων κυρίαρχη θέση κατείχε η προτροπή για καλλιέργεια της αγάπης, μιας αγάπης για διάχυση προς όλο τον Κόσμο, της αγάπης και στους ανθρώπους, αλλά και στα ζώα και στη βλάστηση και στα ορυκτά. Μιας αγάπης-νοσταλγίας, που διασυνδέει όλα τα όντα με την ενιαία πηγή της προέλευσής τους, τον πανταχού παρόντα δημιουργό.
Στην ορφική θεολογία η Κόρη, σαν κερασφόρος Περσεφόνη, σμίγει με το Δία, μεταμορφωμένο σε φίδι, και φέρνει στον κόσμο τον Διόνυσο Ζαγρέα, που ο βασιλιάς των θεών τον προόριζε για διάδοχό του (περισσότερα θα αναφέρουμε στο μύθο του Διόνυσου).
Ο Φώτιος στο “Λεξικό” του, γράφει: «Ζαγρεύς: ο Διόνυσος παρά ποιηταίς• δοκεί γαρ ο Ζεύς μιγήναι τηί Περσεφόνη• εξ ης χθόνιος Διόνυσος.», ενώ ο Νόννος αναφέρει: «αιθερίων δε δρακοντείων υμεναίων Περσεφόνης γονόεντι τόκω κυμαίνεται γαστήρ, Ζαγρέα γειναμένη, κερόεν βρέφος, ος Διός έδρης μούνος επεβήσατο, χειρί δε φορήος νηπιάχοις παλάμησιν ελαφρίζοντο κεραυνοί.» (Νόννος, “Διονυσιακά”, 6)
Για την ένωση της Κόρης με τον Δία και τον Πλούτωνα ο Πρόκλος δίνει την ακόλουθη εξήγηση: «Εδώ μπορείς να απορήσεις πώς η Κόρη σμίγει με τον Δία και τον Πλούτωνα, με τον πρώτο επειδή, όπως λένε οι μύθοι, τη βίασε, και με τον δεύτερο, επειδή απήγαγε τη θεά, ενώ με τον Ποσειδώνα όχι. Γιατί μόνο αυτός από τους γιους του Κρόνου δεν σμίγει με την Κόρη, επειδή έλαχε το ενδιάμεσο κέντρο της τριάδας και έλαβε τη ζωοποιό αξία και δύναμη και με βάση αυτήν χαρακτηρίζεται. Από μόνος του, λοιπόν, έχει την αιτία της ζωογονίας και ζωογονεί ολόκληρη τη δική του μερίδα και τη συμπληρώνει με την ενδιάμεση ζωή με βάση τη δική του ιδιότητα. Γιατί ο Πλούτωνας είναι χορηγός της σοφίας και του νου στις ψυχές, σύμφωνα με τον Σωκράτη στον “Κρατύλο”, και ο Δίας, ως πατέρας της τριάδας, είναι υπαίτιος της ύπαρξης στα όντα. Η Κόρη, λοιπόν, συνδέεται με τον Δία κατά τρόπο πατρικό, ενώ σε εγκόσμιο επίπεδο συνδέεται με τον Πλούτωνα σύμφωνα με την αγαθόμορφη βούληση του πατέρα• γι’ αυτό άλλοτε λέγεται πως βιάζεται από τον Δία και άλλοτε ότι αρπάζεται από τον Πλούτωνα, προκειμένου και τα πρώτα και τα τελευταία δημιουργήματα να συμμετάσχουν στη ζωογονία. Γιατί όπως ακριβώς η καθολική πηγή της ζωής συνδέεται με τον καθολικό δημιουργό και με βάση μία αδιαίρετη αιτία ακτινοβολεί τη ζωή, έτσι λοιπόν και η Κόρη δημιουργεί τα πρώτα, τα ενδιάμεσα και τα τελευταία όντα μαζί με τους ηγεμόνες του σύμπαντος και ακτινοβολεί τη δική της ζωογονία.» (Πρόκλος, “Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας”, ΣΤ΄, 50- 51)
Ο ίδιος νεοπλατωνικός συγγραφέας αναφέρει επίσης: «Η τάξη, λοιπόν, της Κόρης είναι διπλή• η μία εμφανίζεται υπεράνω του κόσμου, όταν συμπαρατάσσεται με τον Δία και μαζί με εκείνον δίνει υπόσταση στον έναν δημιουργό των επιμέρους, ενώ η δεύτερη εμφανίζεται μέσα στον κόσμο, όπου, βέβαια, λέγεται πως αρπάζεται από τον Πλούτωνα και δίνει ζωή στα τελευταία όντα του σύμπαντος, τα οποία ο Πλούτωνας επόπτευε. Ο Πλάτωνας, λοιπόν, μας τις παρουσιάζει και τις δυο με τέλειο τρόπο, άλλοτε συνδέοντας την Κόρη με τη Δήμητρα και άλλοτε με τον Πλούτωνα, εμφανίζοντάς την ως σύζυγο αυτού του θεού. Γιατί και η διδασκαλία των θεολόγων, οι οποίοι μας έχουν παραδώσει τις ιερότατες τελετές της Ελευσίνας, λέει πως αυτή παραμένει στο σπίτι της μητέρας της, το οποίο η ίδια η μητέρα το κατασκεύασε σε απάτητο μέρος, υπεράνω του σύμπαντος, αλλά και κάτω εξουσιάζει μαζί με τον Πλούτωνα τα χθόνια και εποπτεύει τα βάθη της γης και προσφέρει ζωή στα τελευταία όντα του σύμπαντος και δίνει ψυχή σε όσα από μόνα τους είναι άψυχα και νεκρά.» (Πρόκλος, “Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας”, ΣΤ΄, 50)

------------------------------------------------------------------------------------
(*8) Ευβουλέας: μία από τις επωνυμίες του Διόνυσου, που σύμφωνα με μια παράδοση ήταν γιος της Περσεφόνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: