[[ δαμ-ων ]]
Ερμής (Β΄)
Υπάρχουν πολλοί μύθοι που πιστοποιούν την ικανότητα, την επιτηδειότητα και την τεράστια δύναμη και προσφορά του γιου της Μαίας.
Στη Γιγαντομαχία φορώντας τη σκούφια που τον έκανε αόρατο σκοτώνει τον Ιππόλυτο. Την ίδια περίοδο βοηθά τον πατέρα του Δία στη σύγκρουσή του με τον Τυφωέα. Αφού κατορθώνει να τον εξοντώσει, του αποσπά τα κλεμμένα νεύρα του πατέρα του και τα επανατοποθετεί στις σωστές τους θέσεις στα πόδια και στα χέρια.
Τον Άρη, που για ένα περίπου χρόνο βρισκόταν φυλακισμένος από τους δίδυμους γίγαντες Αλωάδες μέσα σ' ένα χάλκινο καζάνι, ο επινοητικότατος θεός κατόρθωσε να τον απελευθερώσει και να τον επαναφέρει στον Όλυμπο. Αυτό περιγράφει ο θείος Όμηρος στην “Ιλιάδα’:
« Ο Άρης πόσα τράβηξε, σαν Ώτος και Εφιάλτης,
του Αλωέα τα παιδιά, τον είχαν καλοδέσει;
Έμεινε μήνες δεκατρείς σε χάλκινο πιθάρι•
κι ο Άρης ο αχόρταγος στις μάχες θα χανόταν,
αν δε μηνούσε στον Ερμή η μητρυιά εκείνου,
η όμορφη Ηερίβοια• έκλεψε αυτός τον Άργ,
που απ’ τις αλυσίδες του τόσο βασανιζόταν. » (Όμηρος, “Ιλιάδα’, ραψ. Ε΄, 385- 391)
Την πανέμορφη Ιώ, που η Ήρα την είχε μεταμορφώσει σε δαμάλα, ο Ερμής -και μετά από εντολή του πατέρα του- κατορθώνει να την κλέψει, αφού πρώτα έχει πετύχει να κοιμίσει με το παραπλανητικό παίξιμο του αυλού του το φύλακά της Άργο, στη συνέχεια έχει καταφέρει να τον τυφλώσει και τέλος να του κόψει το κεφάλι.
Όταν ο Δίας έκαψε τη Σεμέλη, στον Ερμή ανατέθηκε η μεταφορά του μικρού Διόνυσου από την Εύβοια στις Νύμφες του βουνού Νύσα. .
Ο Απόλλωνας στα χέρια του Ερμή εμπιστεύτηκε το μικρό Ασκληπιό, παιδί της άπιστης ερωμένης του Κορωνίδας. Ο εγκαταλειμμένος στο βράχο της Ακρόπολης, από τη μητέρα του Κρέουσα, Ίωνας, από τον Ερμή μεταφέρθηκε στο μαντείο των Δελφών για να βρίσκεται κοντά στον πατέρα του Απόλλωνα.
Η μεταφορά επίσης του Φρίξου και της Έλλης πάνω στο Αιγαίο γίνεται πάλι χάρη στον Ερμή και στο χρυσό κριάρι που αυτός είχε χαρίσει στη Νεφέλη.
Η συνέχεια >>> εδώ …
Ο Περσέας, όπως κι όλοι οι υπόλοιποι ήρωες, δέχεται επίσης τη συμπαράσταση του Ερμή. Δεσμευμένος να αποκτήσει το κεφάλι της Γοργώς και απελπισμένος από τον τεράστιο άθλο που έχει να αναλάβει, απευθύνεται στον Ερμή. Ο θεός χαρίζοντάς του ένα διαμαντένιο δρεπάνι τον βοηθά να εξοντώσει τη Μέδουσα και να της κόψει το κεφάλι.
Αυτός εξάλλου ήταν εκείνος που είχε δώσει στην πρώτη γυναίκα, την Πανδώρα, ανθρώπινη φωνή και την είχε κάνει να μιλά με λόγια ψεύτικα, δόλια και κακά. Ο Βοιωτός ποιητής Ησίοδος παρουσιάζει τον Δία να δίνει την εντολή για να φτιαχτεί η Πανδώρα και τον Ερμή να βάζει μέσα της κάθε τι δολερό:
« Και πρόσταξε τον Ήφαιστο τον ξακουστό όσο πιο γρήγορα
να σμίξει χώμα και νερό, μέσα να βάλει λαλιά κι ανθρώπου δύναμη,
να μοιάζει στην όψη τις αθάνατες θεές η κοπελιά
με την ωραία, τη λαχταριστή μορφή. Κι έπειτα έβαλε την Αθηνά
να της διδάξει τέχνες, τον πολυποίκιλο ιστό να υφαίνει.
Την Αφροδίτη τη χρυσή να περιχύσει το κεφάλι της με χάρη,
πόθο σκληρό, φροντίδες που κατατρών τα μέλη.
Και τον Ερμή, τον υπηρέτη των θεών, του Άργου το φονιά,
τον πρόσταξε να βάλει μέσα της μυαλό αναίσχυντο και δόλιο χαρακτήρα.
………………………………………………………………………
Μέσα στα στήθη της ο υπηρέτης των θεών, του Άργου ο φονιάς,
ψεύδη, θωπείας λόγια και δόλιο χαρακτήρα
ετοίμασεμε τη βουλή του Δία του βαρύβροντου. Και μέσα της
φωνή της έβαλε των θεών ο κήρυκας κι ονόμασε τούτη τη γυναίκα Πανδώρα,… » (Ησίοδος, “Έργα και Ημέρες”, 60-
68 και 77- 80)
Ο Ερμής συμμετέχει με διάφορους ρόλους στις διάφορες φάσεις του τρωικού πολέμου. Αρχικά, ήταν αυτός που οδήγησε τις τρεις θεές στο όρος Ίδη, για να επιλέξει ο Πάρης την ομορφότερη. Στη συνέχεια, ο Ερμής ήταν πάλι αυτός που έκλεψε την πραγματική Ελένη και την έκρυψε στην Αίγυπτο.
Ο Ευριπίδης στην ομώνυμη τραγωδία παρουσιάζει την Ελένη να αφηγείται:
« Οργίστηκε η Ήρα που έτσι τη νικήσαν
κι εμπόδισε το γάμο μ’ εκείνον.
Στου Πρίαμου το γιο δε δίνει εμένα,
παρά το είδωλό μου, φτιάχνοντάς το
σαν πλάσμα ζωντανό από τον αιθέρα
κι αυτός θαρρεί πως μ’ έχει- κούφια ιδέα-
ενώ δε μ’ έχει καν………
Με πήρε στις πτυχές ο Ερμής του αιθέρα
Και σκεπασμένη σε θαμπή νεφέλη
-δε μ’ άφησε χωρίς φροντίδα ο Δίας-
Μ’ έφερε στου Πρωτέα εδώ τα σπίτια,
κρίνοντας πως αυτός απ’ όλους ήταν
πιο γνωστικός κι αγνό το γάμο έτσι
για το Μενέλαο θα κρατούσα… » (Ευριπίδης, “Ελένη”, 31- 36 και 44- 48)
Ο Ερμής επίσης στάλθηκε από τους θεούς στον Πάρη και τον ενημέρωσε για τις αποφάσεις τους. Κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου προτάθηκε από τους θεούς να κλέψει το κακοποιημένο από τον Αχιλλέα σώμα του Έκτορα. Λίγο αργότερα αυτός πάλι, μεταμορφωμένος σε θνητό, συνόδευσε το γέρο Πρίαμο ως τη σκηνή του Αχιλλέα για να του ζητήσει το νεκρό σώμα του γιου του Έκτορα.
Ο Όμηρος παρουσιάζει τον Δία να δίνει την εντολή στον Ερμή να συνοδέψει τον θλιβερό πατέρα Πρίαμο στη σκηνή του φονιά του γιου του:
« Σαν απ’ την πόλη έφυγαν και έφτασαν στον κάμπο,
οι άλλοι πίσω γύρισαν να ξαναμπούν στο κάστρο,
γιοι και γαμπροί. Δεν ξέφυγαν την προσοχή του Δία,
όταν στον κάμπο φάνηκαν• πόνεσε, όταν είδε
το γέροντα, και στον Ερμή, τον αγαπητό γιό, είπε:
«Ερμή, σου είναι ευχάριστο θνητούς να συντροφεύεις
κι όποιον σ’ αρέσει τον ακούς. Έλα και τρέξε τώρα
κι οδήγησε τον Πρίαμο στων Αχαιών τα πλοία,
να μην τον δει άλλος κανείς, να μην τον καταλάβει
στο δρόμο του, προτού αυτός στον Αχιλλέα φτάσει.»
Έτσι είπε• κι ο Αργοφονιάς του άκουσε το λόγο
κι ευθύς στα πόδια έδεσε αθάνατα σαντάλια,
χρυσά κι ωραία• σε στεριές και θάλασσες εκείνα
συχνά παντού τον πήγαιναν, σαν την πνοή του ανέμου•
στο χέρι πήρε το ραβδί, που των θνητών τα μάτια
μαγεύει, όσων θέλει αυτός, κι άλλους ξυπνά απ’ τον ύπνο•
τότε ο τρανός Αργοφονιάς κρατώντας το πετούσε.
Έφτασε στον Ελλήσποντο το γρήγορο και στην Τροία•
μοιάζοντας με γιο άρχοντα ξεκίνησε να πάει
με χνουδιασμένα μάγουλα, σ’ ώρα γλυκιά της νιότης. » (Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Ω΄, 329- 348)
Πιστός στο καθήκον του δεν παρασύρεται από το φαΐ και το ποτό στο δείπνο που παρέθεσε ο Αχιλλέας στο βασιλιά της Τροίας, αλλά φροντίζει να εκτελέσει την αποστολή του στο ακέραιο:
« Οι άλλοι, οι αθάνατοι κι οι πολεμιστές άντρες
δαμασμένοι απ’ τον ύπνο ολονυχτίς κοιμόνταν•
μόνο τον πρωτοκλέφτη Ερμή δεν έπιανε ο ύπνος•
το βασιλιά τον Πρίαμο πώς θα απομακρύνει
σκεφτόταν από τα πλοία κρυφά απ’ τους θυροκράτες.
Πάνω απ’ το κεφάλι του στάθηκε τότε κι είπε:
«Γέροντα, δε σε νοιάζει πια κακό κι έτσι κοιμάσαι
ανάμεσα σ’ εχθρούς, γιατί σ’ άφησε ο Αχιλλέας.
Το γιο σου λύτρωσες δίνοντας πολλά δώρα•
όμως λύτρα τριπλάσια θ’ αναγκαστούν να δώσουν
οι γιοι σου που απόμειναν, πως είσαι εδώ αν μάθει
ο Ατρείδης κι αν μάθουν κι οι άλλοι οι Αργείοι.»
Έτσι είπε• φοβήθηκε αυτός και σήκωσε τον κράχτη.
Τότε ο Ερμής τους έζεψε τ’ άλογα, τα μουλάρια,
τους πέρασε απ’ το στρατό, κανένας δεν τους είδε. » (Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Ω΄, 677- 691)
Τέλος, με τη λήξη του Τρωικού πολέμου ο Ερμής πάλι κατέβηκε στις Μυκήνες, για να προειδοποιήσει τον Αίγισθο γι' αυτά που έμελλε να πάθει εάν αποφάσιζε το γάμο του με την Κλυταιμνήστρα. Κι όταν ο Ορέστης πήρε την εκδίκηση για το φόνο του πατέρα του Αγαμέμνονα, ο Ερμής τον προστάτεψε από τις Ερινύες.
Πολλές φορές προστάτεψε τον Οδυσσέα. Ο ίδιος ο πολυμήχανος ήρωας διηγείται πως ο Ερμής, αφήνοντας τον Όλυμπο, τον προστάτεψε από την μάγισσα Κίρκη για να μην τον μεταμορφώσει κι αυτόν σε γουρούνι, όπως τους συντρόφους του, δίνοντάς του το μώλυ σαν αντίδοτο στα μαγικά βοτάνια της μάγισσας:
« Μα όταν πια ξεπέρασα το άγιο λαγκάδι
και στο παλάτι έφτανα της φαρμακούσας Κίρκης,
κει ο χρυσόραβδος Ερμής ήρθε να μ’ ανταμώσει,
στο παλάτι σαν πήγαινα, μοιάζοντας μ’ ένα νέο
που γένια μόλις έβγαζε, μες στον ανθό της νιότης.
Μου κράτησε το χέρι μου κι αυτά τα λόγια είπε:
«Πού πάλι, δύστυχε, τραβάς στα ακροβούνια μόνος
τον τόπο αυτό μη ξέροντας; Σε στέριες μάντρες μέσα
της Κίρκης οι σύντροφοί σου βρίσκονται σαν γουρούνια.
Να τους λυτρώσεις έρχεσαι; Πως δε γυρνάς νομίζω,
μα πως θα μείνεις και εσύ αντάμα με τους άλλους.
Αλλ’ έλα απ’ τα βάσανα εγώ θα σε λυτρώσω.
Να, πάρε αυτό το βότανο, πά;νε μ’ αυτό στης Κίρκης,
ωσότου απ’ το κεφάλι σου την κακιά ώρα διώξεις.
Και θα σου πως τις πονηριές της Κίρκης όλες τώρα:
Θα σου ετοιμάσει ένα πιοτό με μέσα του φαρμάκια•
να σε μαγέψει δεν μπορεί ωστόσο• δε θ’ αφήσει
το βότανο που σου δίνω. Μα θα σου πω και τ’ άλλα:
Όταν με το μακρύ ραβδί η Κίρκη σε αγγίξει,
απ’ το μηρό σου τράβηξε το κοφτερό σπαθί σου
και όρμησέ της θέλοντας να τη σκοτώσεις τάχα.
Θα φοβηθεί και θα σου πει να κοιμηθείς μαζί της•
τότε εσύ μην αρνηθείς αυτό που θα ζητήσει,
αν θες συντρόφων γλιτωμό κι έγνοια για σε να δείξει.
Μα ζήτησέ της των θεών τον όρκο να σου δώσει,
να μη σκεφτεί άλλο κακό για σε μέσα στο νου της,
να μη σε κάνει αδύναμο, σαν γυμνωθείς μπροστά της.»
Έτσι είπε και μου έδωσε από τη γη τραβώντας
το βότανο ο Αργοφονιάς• είπε τα φυσικά του:
η ρίζα είναι μαλακιά, τ’ άνθη του γαλατένια•
μώλυ το λένε οι θεοί• θνητός το ξεριζώνει
δύσκολα- οι θεοί μόνο, που όλα μπορούν να κάνουν.
Προς τον ψηλό τον Όλυμπο πια ο Ερμής τραβούσε
μέσα απ’ το δασωτό νησί…. » ( Όμηρος, “Οδύσσεια”, ραψ. κ΄, 275- 308)
Για άλλη μια φορά, στο νησί της Καλυψώς τώρα, ο Ερμής επιχειρεί να σώσει πάλι τον Οδυσσέα. Με παρακίνηση του Δία επεμβαίνει και γνωστοποιεί στην Καλυψώ τη σχετική με την τύχη του Οδυσσέα απόφαση των θεών, να επιστρέψει στην Ιθάκη:
« Ύστερα είπε στον Ερμή, το λατρευτό το γιο του:
«Ερμή, μαντατοφόρος συ δικός μου είσαι πάντα•
στην ομορφόμαλλη τη ναι τον άσειστο ορισμό μας
να πεις, ο καρτερόψυχος να πάει Οδυσσέας
στη γη του ασυντρόφιαστος κι από θεούς κι ανθρώπους•
με σχεδία ξυλόδετη, τραβώντας μύρια πάθη,
σε μέρες είκοσι να ‘ρθει στην εύφορη Σχερία,
στων Φαιάκων τα χώματα, που θεών όμοιοι είναι•
αυτοί εγκάρδια σαν θεό θα τον τιμήσουν όλοι,
στην πατρική γη ύστερα με πλοία θα τον στείλουν
δίνοντάς του απλόχερα χαλκό, ρούχα, χρυσάφι•
στην Τροία δε θα έβρισκε τόσο ο Οδυσσέας
απ’ τη λεία μερίδιο του, και σώος αν γυρνούσε.
Γιατί είναι της μοίρας του να πάει στους δικούς του,
στο σπίτι τ’ αψηλόροφο, στη γη την πατρική του.»
Είπε• και ο ψυχοπομπός αργοφονιάς δεχόταν.
Αμέσως φόρεσε χρυσά στα πόδια του σαντάλια,
όμορφα και αθάνατα• στα πέλαγα τον φέρνουν
και στις απέραντες στεριές με τις πνοές του αέρα.
Πήρε ραβδί στο χέρι του• τα μάτια των ανθρώπων
μ’ αυτό μαγεύει κλείνοντας ή τους ξυπνά απ’ ύπνο.
Ο δυνατός αργοφονιάς κρατώντας το πετούσε.
Την Πιερία πέρασε, στη θάλασσα πια ήρθε•
πετούσε πια στα κύματα όπως πετάει ο γλάρος,
που στης άκαρπης θάλασσας τ’ άγρια βάθη ψάρια
ζητώντας τα γερά φτερά στην άρμη της νοτίζει•
πέρασε κύματα σωρούς ο Ερμής μ’ αυτόν όμοιος.
Αλλ’ όταν πια στο μακρινό νησί φτασμένος ήταν,
τ’ ανταριασμένο πέλαγο πίσω αφήνοντάς το,
πια περπατούσε στη στεριά, κι εκεί σε σπήλαιο πήγε,
όπου η ομορφόμαλλη νεράιδα κατοικούσε•
την πέτυχε στο σπίτι της• είχε φωτιά στο τζάκι•
μύριζε μόσχο το νησί, ο καλόσχιστος κέδρος
κι η θούγια, καθώς καίγονταν• εκείνη τραγουδούσε
και ύφανε στον αργαλειό μ’ ολόχρυση σαγίτα.
…………………………………………..
Κι αφού καλά τα θαύμασε μες στην ψυχή του όλα,
τράβηξε στην πλατιά σπηλιά. Κι αντίκρυ της σαν είδε
η Καλυψώ, λαμπρή θεά, τον γνώρισε ποιος ήταν•
γιατί δεν ήταν άγνωστος ένας θεός στον άλλο,
ακόμη κι όταν κάθονται σε μακρυσμένους τόπους.
Τον ανδρείο Οδυσσέα μέσα σε βρήκε ωστόσο•
Αυτός, καθόταν στο γιαλό, σαν άλλοτε θρηνούσε
με δάκρυα λύπες, στεναγμούς σπαράζοντας τα στήθη•
την άκαρπη τη θάλασσα δακρύζοντας κοιτούσε.
Κι η Καλυψώ σ’ ένα θρονί ολόλαμπρο, ωραίο
κάθισε τότε τον Ερμή κι ύστερα τον ρωτούσε:
«Γιατί, χρυσόραβδε Ερμή, στο σπίτι μου έχεις έρθει,
σεβάσμιε κι αγαπητέ; Πιο πριν δε μου ερχόσουν!
Πες μου ό,τι κι αν σκέφτεσαι• θα κάνω ό,τι θελήσεις,
αν είναι για το χέρι μου και αν μπορεί να γίνει.
Πιο μέσα όμως διάβαινε, να σε φιλοξενήσω.»
Έτσι του μίλησε η θεά και έστρωσε τραπέζι
γεμάτο αθάνατη τροφή, κόκκινο νέκταρ δίπλα.
Τρωγόπινε ο αργοφονιάς ψυχοπομπός με κέφι.
Όταν πια έφαγε καλά κι ευφράνθηκε η ψυχή του,
γύρισε τότε στη θεά κι αυτά τα λόγια είπε:
«Είμαι θεός κι είσαι θεά και με ρωτάς τι ήρθα•
θα σου μιλήσω ξάστερα, γιατί εσύ το θέλεις.
Δεν ήθελα, μα μ’ έστειλε να ‘ρθω εδώ ο Δίας.
Ποιος τόσο αλμυρό νερό, απέραντο, να σκίζει
θα ήθελε; Δεν είναι καν πόλη θνητών καμία
εδώ κοντά, τρανές σε μας θυσίες να προσφέρουν.
Μα δεν μπορεί άλλος θεός του ασπιδοφόρου Δία
να ξεστρατίσει απ’ τη βουλή ούτε να τη χαλάσει.
Λένε πως βρίσκεται εδώ πιο δύστυχος απ’ όλους
όσοι πολέμησαν γερά του Πρίαμου την πόλη
χρόνους εννιά• το δέκατο κουρσεύοντάς την, τέλος,
γυρνούσαν• μα στην Αθηνά έκαναν μέγα σφάλμα
κι αυτή ξεσήκωσε άνεμο και κύματα μεγάλα.
Οι σύντροφοί του χάθηκαν όλοι οι αντρείοι τότε
κι αυτόν κύμα και άνεμος έφερε στο νησί σου.
Αυτόν ζητάει γρήγορα να τον ξεπροβοδίσεις•
δεν είναι να χαθεί αυτός μακριά απ’ τους δικούς του•
είναι της μοίρας του να δει και πάλι τους δικούς του,
στο σπίτι το ψηλόροφο, στη γη του πια να φτάσει.» » (Όμηρος, “Οδύσσεια”, ραψ. ε΄, 28- 62, 76- 115)
Κι όταν ο Ιθακίσιος βασιλιάς έφτασε στην ποθητή Ιθάκη και σκότωσε τους μνηστήρες της Πηνελόπης, ο Ερμής οδήγησε τις ψυχές τους στου Άδη τα δώματα:
« Τότε ο κυλλήνιος Ερμής πια τις ψυχές καλούσε
των μνηστήρων• στα χέρια του χρυσό ραβδί κρατούσε
κι όμορφο• μ’ αυτό μαγεύει τα μάτια των ανθρώπων,
άλλων τα κλείνει και ξυπνά από τον ύπνο άλλους.
Μ’ αυτό τις έβαλε μπροστά κι αυτές ακολουθούσαν
τσιρίζοντας. Όπως πετούν μες στης σπηλιάς το βάθος
νυχτερίδες τσιρίζοντας, κάποια τους όταν πέσει
απ’ το βράχο, σ’ αρμαθιά καθώς είναι πιασμένες,
έτσι κι αυτές κατέβαιναν τσιρίζοντας• μπροστά τους
οδηγός ήταν ο Ερμής στους μουχλιασμένους δρόμους. » (Όμηρος, “Οδύσσεια”, ραψ. ω΄, 1-10)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου