Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Σύζυγοι και τέκνα του Δία: viii Σεμέλη- Διόνυσος

[[ δαμ-ων ]]

Διόνυσος (Β΄)
Η Αριάδνη έμελλε να γίνει η αγαπημένη του Διόνυσου. Ήταν κόρη του κοσμοκράτορα Μίνωα και της Πασιφάης. Όταν ήρθε στην Κρήτη ο Θησέας για να σκοτώσει τον Μινώταυρο, η νέα την ερωτεύτηκε και τον βοήθησε στο εγχείρημά του. Ο ήρωας μετά το κατόρθωμά του, κρυφά τη νύχτα μπήκε στο καράβι με τα παλικάρια του, παίρνοντας μαζί του την Αριάδνη και την αδελφή της Φαίδρα, κι άνοιξα πανιά για την Αθήνα Το αθηναϊκό καράβι επιστρέφοντας από την Κρήτη πρώτα προσορμίστηκε στο νησί Δία, την σημερινή Νάξο. Εκεί στην υγρή αμμουδιά αποκαμωμένος ξάπλωσε ο Θησέας για να ξαποστάσει έχοντας δίπλα του την Αριάδνη. Όμως ένα όνειρο διατάραξε τον γλυκό του ύπνο. Η θεά της πόλης του, η Παλλάδα Αθηνά, του παρουσιάστηκε και τον πρόσταξε να παρατήσει την κοιμισμένη κόρη από την Κρήτη και να φύγει για την Αθήνα ( άλλοι λένε πως ο ίδιος ο Διόνυσος παρουσιάστηκε στον ύπνο του Θησέα και τον απείλησε ). Δίχως να φέρει αντίρρηση το βασιλόπουλο έφυγε κρυφά. Σαν ανέτειλε ο ήλιος, άνοιξε τα μάτια της η Αριάδνη κι αντίκρισε πως ήταν μόνη στην έρημη αμμουδιά και κυριεύτηκε από απελπισία.
Η θεά της ομορφιάς Αφροδίτη, που της ενέπνευσε τον έρωτα για τον Θησέα, φανερώθηκε στην απαρηγόρητη για την εγκατάλειψη Αριάδνη, της έδωσε θάρρος, τη διαβεβαίωσε πως θα έχει την μεγάλη τιμή να γίνει γυναίκα του Διόνυσου και θα απολάμβανε μεγάλη δόξα. Ο θαμπωμένος από την ομορφιά την κόρης θεός, παρουσιάστηκε στην Αριάδνη με καλοσύνη κι αγάπη. Εκεί, στο μέρος που λαχταρούσε να σμίξει με τον Θησέα όταν ξαπόσταινε, ενώθηκε με τον Διόνυσο, που της πρόσφερε ένα ολόχρυσο στεφάνι. Το στεφάνι αυτό το είχε φτιάξει ο Ήφαιστος και το είχε στολίσει με πολύτιμα πετράδια, που είχε φέρει ο Διόνυσος από τις Ινδίες. Ήταν τόσο περίτεχνο και λαμπρό, που οι θεοί αργότερα το έβαλαν στον ουρανό, για να λάμπει πλάι στ’ άλλα αστέρια. Άλλοι λένε πως το ολόχρυσο στέμμα ήταν δώρο της Αφροδίτης και των Ωρών στο γάμο της Αριάδνης με τον Διόνυσο.
Οι δυο τους αποτέλεσαν ένα αγαπημένο ζευγάρι κι απόκτησαν πολλά παιδιά, τον Θόαντα, τον Πεπάρηθο, τον Λάτραμυ, τον Ευανθή, τον Στάφυλο, τον Οινοπίωνα και τον Ταυρόπολη.
Η παράδοση αναφέρει την απαγωγή του Διόνυσου από τους πειρατές, τους οποίους περίμενε μια πολύ δυσάρεστη εμπειρία. Αυτήν την περιπέτεια θα γνωρίσουμε μέσα από έναν ύμνο:
« Τραγουδώντας το Διόνυσο, το γιο της δοξασμένης Σεμέλης,
θενά θυμίσω, πως μια μέρα, πάνω στην ανεξάντλητη θάλασσα,
στην ακρότατη ενός ακρωτηρίου την προεξοχή, φάνηκε,
όμοιος μ’ έφηβο, στο άνθος της νιότης: τα ωραία του μαύρα μαλλιά
κυμάτιζαν πάνω στους δυνατούς του ώμους, που μαντύας πορφυρός τους σκέπαζε.
Ξάφνου, άντρες που βρίσκονταν πάνω σ’ ώριο καράβι, πειρατές Τυρρηνοί,
γοργά πλησιάζουν, τα σκοτεινά σκίζοντας κύματα: μαύρη μοίρα τους φέρνει.
Είχανε το θεό δει, ο ένας στον άλλο κάναν σινιάλο, και πηδάνε στη γη.
Ευτύς αρπάζουνε τη λεία τους, στο καράβι τήνε φέρνουνε, κι η καρδιά τους γιομίζει χαρά.
Τον είχαν νομίσει για γιο ενός βασιλιά, του Δία απόγονου,
και θέλαν μ’ αλυσίδες βαριές να τον δέσουν, όμως ο θεός δε δέθηκε,
τα δεσμά πέφτουν απ’ τα χέρια τα πόδια του, μακριά, κι εκείνος ,
καθισμένος, με τα μαύρα μάτια χαμογελά.
Ο τιμονιέρης τον κοιτάει και λέει στους συντρόφους του λόγια αυστηρά:
“ Δύστυχοι, ποιός είν’ αυτός που έχετε πιάσει και να τόνε δέσετε θέλετε;
Ποιος είναι τούτος ο δυνατός θεός; Το στέρεό μας καράβι να τόνε σηκώσει δεν το μπορεί,
γιατί ο Δίας είναι ή ο Απόλλωνας με τ’ αργυρό του δοξάρι ή ο Ποσειδώνας θενάναι,
αφού με θνητούς ανθρώπους δε μοιάζει, μα με θεούς, που στο παλάτι του Ολύμπου
αυτοί κατοικούν. Ελάτε, ας τον αφήσουμε, χωρίς ν’ αργούμε, στη μαύρη στεριά,
και μη βάζετε χέρι απάνω σ’ αυτόν, μην κι η οργή του άγριους σηκώσει
και τρικυμίες άγριες και φοβερές”. Λέει, κι ο καπετάνιος του καραβιού τον μαλώνει σκληρά:
“ Δύστυχε, πρόσεχε να μας βοηθήσει ο άνεμος. Όρτσα τα πανιά!
Όσο γι’ αυτόν, οι άντρες μας ύστερα θα φροντίσουνε. Ελπίζω στην Αίγυπτο θα φτάσει
ή στην Κύπρο ή στους Υπερβόρειους σιμά ή ακόμα πιο μακριά,
και θα μας πει στο τέλος που είναι οι δικοί του, που τα πλούτια του και οι γονιοί του,
αφού στα χέρια μας να πέσει έκανε ο θεός”. Στα λόγια αυτά όρθωσε
τ’ άλμπουρο του καραβιού και τεντωθήκανε τα πανιά. Φύσηξε ο αγέρας,
φούσκωσε τα πανιά κι όλα τα ξάρτια βοήθησαν. Μα, στη στιγμή,
τα μάτια τους σαστίσαν, παράξενα θάματα και μια λάμψη τρανή, Στην αρχή,
σ’ όλο το μάκρος του ολοσκότεινου και ταχύπλοου καραβιού, κυλούνε κύματα,
μουρμουρίζοντας, εξαίσιου, αρωματικού κρασιού, που σκορπάει θεϊκιά μυρωδιά.
Στο θέαμα τούτο τα χάσαν οι ναυτικοί. Και σύγκαιρα βλέπουν ν’ αναριχιέται
ως πάνω στο πανί κλήμα αμπελιού, που ρίχνει τα κλώνια του εδώ κι εκεί,
κι απ’ όπου κρέμουνται πολλά τσαμπιά. Γύρω απ’ το κατάρτι τυλίγεται ένας κισσός
με το σκοτεινό του φύλωμμα, ολάνθιστο, κι απ’ όπου γεννιούνται ωραίοι καρποί,
στεφάνια έχουν των κωπηλατών οι αστράγαλοι. Σαν είδαν τούτα οι ναύτες
προστάζουν τον πιλότο να πάει στη στεριά. Αλλά λιοντάρι τότε έγινε ο θεός,
λιοντάρι που, στην πλώρη, βγάζει μανιασμένα μουγκρητά. Στη μέση του πλοίου,
δίνοντας της δύναμης του αυτός σημάδια, φτιάχνει μιαν αρκούδα
με τριχωτό λαιμό, που μανιασμένη ορθώνεται, ενώ ο λιόντας,
στην άκρη του καταστρώματος, ματιές τρομερές έριχνε.
Οι ναύτες όπου φύγει- φύγει προς τη πρύμνα, κοντά στο φρόνιμο τον τιμονιέρη
και σταματούν εκεί χαμένοι. Ξάφνου, ο λιόντας ορμάει
κι αρπάει τον αρχηγό. Οι άλλοι, βλέποντας ετούτα, για να ξεφύγουν τη μαύρη μοίρα,
όλοι μαζί, πηδήσανε στη θάλασσα τη θεϊκιά, και γίνανε δελφίνια.
Ο Βάκχος τον τιμονιέρη τον λυπήθηκε, τον έσωσε, ευτυχισμένο τον έκανε, και τούπε:
“ Ήσυχος μείνε, εξαίρετε πιλότε, εσύ ο αγαπητός μου της καρδιάς, ο Διόνυσος είμαι,
ο θεός ο βροντερός, που μια μητέρα, κόρη του Κάδμου,
η Σεμέλη, τόνε γέννησε, σαν έσμιξε με το Δία ερωτικά”.» (Ομηρικός Ύμνος 7, “Εις Διόνυσον”)
Μια φορά η Αφροδίτη ερωτεύτηκε τον ωραιότατο Διόνυσο και, χωρίς να χάσει καιρό, έσμιξε μαζί του. Ο θεός όμως έφυγε σε λίγο για τις μακρινές Ινδίες. Σαν γύρισε από την εκστρατεία του, τον υποδέχτηκε η θεά της ομορφιάς, η οποία στην κοιλιά της είχε τον καρπό της ένωσής τους, που τον στεφάνωσε με λουλούδια της άνοιξης. Δεν μπόρεσε όμως να τον ακολουθήσει και αποσύρθηκε στην Λάμψακο για να γεννήσει. Η Ήρα, που μισούσε τόσο τον Διόνυσο όσο και την Αφροδίτη, γιατί ήσαν παιδιά του άντρα της Δία, αλλά από άλλες γυναίκες, άγγισε στην κοιλιά την Αφροδίτη με μαγικό τρόπο, κι αντί να γεννηθεί ένα ωραιότατο παιδί, καρπός των ονομαστών για την ομορφιά γονιών του, την έκανε να γεννήσει έναν άσκημο και ξεδιάντροπο θεό της γονιμότητας, τον Πρίαπο (*1) . Μαζί απέκτησαν κι άλλο γιο, τον Υμέναιο (*2). Γι’ αυτόν τον Υμέναιο έλεγαν πως έχασε την φωνή και τη ζωή του τραγουδώντας στον γάμο του Διόνυσου και της Αριάδνης.
Στη Γιγαντομαχία, για να κερδίσουν οι θεοί την μάχη, έπρεπε μαζί τους να αγωνιστούν και δυο παιδιά της Γης, δυο ημίθεοι. Αυτοί ήσαν ο Διόνυσος και ο Ηρακλής, οι ήρωες ανάμεσα στους θεούς. Ο Διόνυσος με τον Ήφαιστο, μαζί με τους Σατύρους και τους Σειληνούς, καβάλα σε γαϊδάρους ξάφνιασαν τους Γίγαντες με τα γκαρίσματα, που τρομοκρατήθηκαν κι αναγκάστηκαν να το βάλουν στα πόδια. Πάνω στη σύγχυση ο Διόνυσος εξόντωσε πολλούς απ’ αυτούς αγγίζοντάς τους με το θύρσο. Έτσι χτυπώντας με το θύρσο σκότωσε τον Εύρητο. Άλλες φορές έβγαινε μπροστά τους μεταμορφωμένος έχοντας φίδια στα μαλλιά του, και με τη μορφή λιονταριού κατασπάραξε τον Ροίτο.
Με τον Ηρακλή ο Διόνυσος είχε μεγάλη φιλία. Ο παμμέγιστος ήρωας συντρόφεψε τον Διόνυσο στις Ινδίες.
Κάποτε οι γυναίκες της Τανάγρας μπήκαν στη θάλασσα, στην περιοχή της Αυλίδας, για την τελετή της κάθαρσης, ώστε μετά να προχωρήσουν στις τελετές της λατρείας του Διόνυσου. Τότε εμφανίστηκε μπροστά τους ένα θαλάσσιο τέρας, ο Τρίτωνας με άγριες διαθέσεις. Αυτές κατατρομαγμένες κάλεσαν τον θεό της λατρείας τους σε βοήθεια και ο Διόνυσος τις γλίτωσε.
Ένα άλλο τέρας, που εξοντώθηκε με τη βοήθεια του θεού, ήταν ο Άγδιστις. Ήταν ένα άγριο, ατίθασο, αρσενικοθήλυκο ον, που γεννήθηκε από το σπέρμα του Δία, το οποίο λήστευε, κατάστρεφε το καθετί που του άρεσε και υποτιμούσε τόσο τους θεούς όσο και τους ανθρώπους. Πολλές φορές οι θεοί συγκεντρώθηκαν για να δουν πως θα μπορούσαν να περιορίσουν το θράσος του. Όμως δίσταζαν να πάρουν δραστική απόφαση, οπότε ανέλαβε ο Διόνυσος να δώσει ένα τέλος.
Ο Άγδιστις συνήθιζε να σβήνει την δίψα του, όταν ξάναβε από το παιγνίδι και το κυνήγι, σε μια συγκεκριμένη πηγή. Ο Διόνυσος μετέτρεψε το νερό της πηγής σε κρασί. Ο διψασμένος από τις ατέλειωτες τρέλες του Άγδιστις έτρεξε με λαχτάρα στην πηγή, όπου αχόρταγος ήπιε το γλυκόπιοτο και ευωδιαστό κρασί. Μέθυσε από το παράξενο πιοτό κι έπεσε σε βαθύ ύπνο. Τότε ο Διόνυσος, που παραμόνευε, έστριψε επιδέξια ένα σχοινί από μαλλί και μ’ αυτό έδεσε από ένα δέντρο τα γεννητικά μόρια του Άγδιστη. Σαν ξύπνησε το τέρας, ξεμέθυστο, καθώς ήταν υπερκινητικό, πήδησε ψηλά με ορμή, οπότε έσφιξε το σχοινί κι αυτοευνουχίστηκε.
Κάποτε στη Φρυγία βασίλευε ο Μίδας, γιος του Γορδίου. Ήταν ονομαστός τόσο για τα πλούτη του όσο και για τη σοφία του. Λένε πως ήταν μαθητής του Ορφέα και μετέδωσε αργότερα στο λαό του την ορφική σοφία χρησιμοποιώντας τα μυστήρια. Όμως σιγά-σιγά ξέφυγε από τα πνευματικά θέματα και κατέληξε να γίνει ένας μανιώδης λάτρης του χρυσού, ενώ κυριάρχησε πάνω του το φοβερό ελάττωμα της φιλαργυρίας, για το οποίο και τιμωρήθηκε.
Ο Μίδας αιχμαλώτισε σε κάποιο κήπο έναν από τους συντρόφους του Διόνυσου, τον γέρο Σειληνό, για να γνωρίσει την σοφία του. Ο Μίδας φέρθηκε πολύ καλά στον αιχμάλωτό του, στον οποίο πρόσφερε πλουσιοπάροχη φιλοξενία. Μη μπορώντας να αποχωριστεί τον γέρο- Σειληνό ο Διόνυσος πήγε και βρήκε τον βασιλιά και για αντάλλαγμα της ελευθερίας του αλλά και για να τον ανταμείψει για την καλή του συμπεριφορά προς τον προστατευόμενό του θέλησε να του πραγματοποιήσει μια επιθυμία. Ο Μίδας τότε του ζήτησε να αποκτήσει την δύναμη να μετατρέπει σε χρυσάφι κάθε τι που θα άγγιζε. Ο Διόνυσος ικανοποίησε την επιθυμία και πραγματικά ό,τι έπιανε με τα χέρια ο βασιλιάς γινόταν χρυσάφι. Τρελός από την χαρά του τριγυρνούσε στο παλάτι, στους κήπους και τα έκανε όλα χρυσαφένια. Δίψασε όμως και θέλησε να πιει νερό, αλλά μόλις άγγισε την κούπα με το δροσερό νερό, που θα’ σβυνε τη δίψα του, τα μετέτρεψε σε χρυσό. Αργότερα η πείνα του’ σφιξε το στομάχι. Οι υπηρέτες του έφεραν εκλεκτά εδέσματα. Σαν τα άγγιξε έγιναν κι αυτά χρυσός. Αφού, λοιπόν, κινδύνευε να πεθάνει από δίψα και πείνα, παρακάλεσε τον θεό να τον απαλλάξει απ’ αυτό το θανάσιμο χάρισμα. Τότε ο Διόνυσος του έδωσε την εντολή να πάει να λουστεί στον Πακτωλό ποταμό. Μετά το λούσιμο, ο ποταμός απόκτησε την ιδιότητα να δίνει ψήγματα χρυσού.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------
(*1). Ο Πρίαπος είναι μορφή παρόμοια με τον Πάνα. Μητέρα του Πρίαπου ήταν η Αφροδίτη, που ενώθηκε ερωτικά με το Διόνυσο. Κατά την απουσία του θεού στις Ινδίες, η θεά της ομορφιάς τον αντικατέστησε ερωτικά με τον Άδωνη. Όταν, όμως, επέστρεψε από την εκστρατεία του ο Διόνυσος, η θεά τον υποδέχτηκε σαν νικητή και μετά αποσύρθηκε στη Λάμψακο για τη γέννα. Μα η Ήρα αντιπαθούσε τόσο την Αφροδίτη όσο και τον Διόνυσο κι έκανε το παιδί που γεννήθηκε να είναι δύσμορφο. Μόλις η μάνα του το αντίκρισε, φρίκη την κατέλαβε και εγκατέλειψε το νεογέννητο. Το εγκαταλειμμένο κακόμορφο βρέφος, που είχε εκτεθεί στο βουνό, βρήκε ένας βοσκός, που το περιμάζεψε. Ο Πρίαπος μεγάλωσε στη Λάμψακο, και πίστευαν πως ο ίδιος θεμελίωσε την πόλη. Κάποιοι, από αντίζηλες προς τη Λάμψακο πόλεις, έλεγαν ότι οι συμπατριώτες του Πρίαπου τον είχαν διώξει, λόγω του υπερφυσικού του πέους. Όμως, αργότερα αναγκάστηκαν να τον θεοποιήσουν για να του αποδώσουν λατρευτικές τελετές. Όπως ο Διόνυσος, έτσι κι ο Πρίαπος φέρει στο κεφάλι στεφάνι από κισσό και κλήματα, ενώ στο ένα χέρι κρατάει το θύρσο και στο άλλο κύπελλο. Λεγόταν πως στα πρώτα χρόνια η λέξη Πρίαπος ήταν επωνυμία του Διόνυσου. Η σύνδεση του Πρίαπου με το Διόνυσο μας κάνει να ανατρέξουμε στις ομοειδείς λατρείες τους, που είναι λατρείες αναφερόμενες στη βλάστηση και στη γονιμότητα. Ιδίως στα Διονυσιακά Μυστήρια η λατρεία του ιθυφαλλικού (= σε στύση ) θεού, που συμβόλιζε τη γονιμοποιό δύναμη της φύσης, έφτασε στο απόγειό της. Τον θεωρούσαν σαν καθολική αρχή του σύμπαντος, τον δημιουργό και χορηγό κάθε αγαθού. Ο υπερμεγέθης φαλλός, ήταν το σύμβολο της θεϊκής δημιουργού δύναμης και της τάσης για αναπαραγωγή.
(*2). Ο Υμέναιος είναι θεός – προστάτης του γάμου. Το όνομά του αναφερόταν στα γαμήλια τραγούδια, που τραγουδούσαν οι φίλες και οι υπηρέτριες της νύφης καθώς την οδηγούσαν στο σπίτι του γαμπρού. Η μυθολογική παράδοση μας λέει πως ήταν γιος του Διόνυσου και της Αφροδίτης. Έχασε τη φωνή του, όμως, καθώς και τη ζωή του όταν τραγούδησε στο γάμο του Διόνυσου και της Αριάδνης. Κάποια άλλη παραλλαγή μας μεταφέρει ότι ήταν ένας πολύ όμορφος νέος από το Άργος, που απελευθέρωσε μια νέα Αθηναία, που είχαν απαγάγει οι Πελασγοί. Αυτή την κοπέλα παντρεύτηκε και ζούσαν τόσο ευτυχισμένα, ώστε η ευτυχία τους να τραγουδιέται στα γαμήλια άσματα και το όνομα του Υμέναιου να συνδεθεί μ’ αυτά.
Ο Απολλόδωρος μας αναφέρει ότι ο Υμέναιος σκοτώθηκε από πειρατές την πρώτη μέρα του γάμου του ή καταπλακώθηκε από το σπίτι του ενώ κοιμόταν με τη γυναίκα του. Ήταν τόσο αγαπητός, ώστε ο Ασκληπιός τον ανάστησε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: