Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Ένα μάθημα ζωής μέσα από μια αποχαιρετιστήρια επιστολή

[[ δαμ- ων ]]

Πολλές φορές γράφουμε βιβλία ολόκληρα, για να εκφράσουμε αυτά, που θα μπορούσαμε να πούμε με λίγες λέξεις. Ξεχνάμε πως η ζωή είναι απλή. Και οι ανθρώπινες σχέσεις είναι απλές. Αρκεί να εκφράζονται με ειλικρίνεια. Μπορούμε να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας με λίγες λιτές λέξεις. Μα τις περισσότερες φορές φοράμε έναν μανδύα αληθοφάνειας και σαν ηθοποιοί παίζουμε έναν ρόλο- που άλλοτε τον επιλέγουμε κι άλλοτε μας τυχαίνει- για να φανούμε σημαντικοί, να παραστήσουμε τους σπουδαιοφανείς. Βουτηγμένοι σε ψευδαισθήσεις- κάποιοι λένε πως η ζωή είναι “μάγια”, δηλ. μια ψεύτικη εικόνα των αισθήσεων- νομίζουμε πως ζούμε την σημαντικότατη ζωή μας. Ώσπου έρχεται ένα γεγονός για να μας καταδείξει ότι είμαστε «γη και σποδός». Και ότι το μόνο που μένει είναι η αγάπη που μοιραστήκαμε με τους άλλους! Αυτό το στοιχείο, δηλ. η αγάπη- ποσοτικά και κυρίως ποιοτικά-θα μείνει ανεξίτηλα αποτυπωμένο τόσο στην καρδιά και τη μνήμη των ανθρώπων, σε αυτούς που είχαμε την τύχη και την τιμή να έρθουμε σε επαφή, όσο και στα «κοσμικά αρχεία» που ονομάζονται «ακασικά αρχεία».
Όλα έρχονται και παρέρχονται, σχηματίζονται και αφανίζονται. Αλλά η αγάπη μένει. Είναι κάτι ανάλογο με αυτό που αποτυπώνεται στους στίχους: «οι κυβερνήσεις πέφτουνε, μα η αγάπη μένει»! Η αγάπη είναι το διαβατήριό μας για το μεγάλο χωρίς επιστροφή ταξίδι… Είναι, όμως, και το δικό μας αποτύπωμα πάνω στα πετρώματα της γης, που φανερώνει το πέρασμά μας απ’ αυτήν.
Ο βραβευμένος με το Νόμπελ λογοτεχνίας Κολομβιανός συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές έγραψε σπουδαία βιβλία. Όμως, η πνευματική του διαθήκη αποτυπώνεται σε λίγες σειρές. Είναι ένα μάθημα ζωής μέσα από την αποχαιρετιστήρια επιστολή προς φίλους και αναγνώστες, όταν έμαθε ότι έπασχε από καρκίνο των λεμφαδένων

Η συνέχεια >>> εδώ …

Ας τη διαβάσουμε με προσοχή:
[[ Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.
Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι’ αυτό που αξίζουν, αλλά γι αυτό που σημαίνουν.
Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!
Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου.
Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ’ ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα, ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ’ αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους...
Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή... Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.
Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους... Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.
Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί.
Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ' αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.
Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ' αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου.
Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να βγαίνεις απ' την πόρτα, θα σ' αγκάλιαζα και θα σού ‘δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα.
Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά.
Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ' έβλεπα, θα έλεγα "σ' αγαπώ" και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη.
Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ΄θελα να σου πω πόσο σ' αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.
Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι' αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν' το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις συγνώμη, συγχώρεσέ με, σε παρακαλώ, ευχαριστώ κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.
Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ' τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα. ]]
Είναι οι στοχασμοί ενός ανθρώπου που νιώθει να πλησιάζει το τέλος του και θέλει να πει, όσα δεν είπε. Να εκφράσει όλα αυτά που ο φράχτης του “εγώ” δεν τον άφησε να δώσει απλόχερα. Να ψιθυρίσει με τρυφερότητα, να φωνάξει ίσως ή να πει τραγουδιστά αυτά που αποζητάει να πει η ψυχή του. Γιατί, υπάρχουν φορές, που θέλουμε να απλώσουμε τα χέρια να αγκαλιάσουμε τ’ αδέρφια μας τους ανθρώπους, αλλά ο καθωσπρεπισμός μας βγάζει απαγορευτική πινακίδα. Κι έρχεται ένα μήνυμα, πως δεν είμαστε αθάνατοι και πως ο θάνατος πήρε τη διεύθυνσή μας, για να σωριάσει κάτω το φράχτη, να κατεβάσει τις ψεύτικες πινακίδες, να βγάλει από πάνω μας τα κουρέλια του απατηλού καθωσπρεπισμού, ώστε να μπορέσει να φωτίσει και να ζεστάνει συνάμα ο ήλιος της πραγματικής ζωής την ψυχή μας. Και τότε η σκέψη μας κάνει τη μεγάλη στροφή προς τα πάνω. Ως άνθρωποι, άνω θρώσκομεν. «Κύριε» λέμε, και θυμόμαστε την ύπαρξή Του! Το κέντρο της σκέψης μας μετατίθεται. Κάνει ένα πελώριο άλμα από το φθαρτό σώμα στην αθάνατη ψυχή. Από το πρόσκαιρο στο αιώνιο. Αναδύονται σκέψεις παρόμοιες μ’ αυτές του εκκλησιαστή: «έως ότου μη ανατραπή το σχοινίον του αργυρίου, και συντριβή το ανθέμιον του χρυσίου, και συντριβή υδρία επί τη πηγή, και συντροχάση ο τροχός επί τον λάκκον, και επιστρέψη ο χους επί την γην, ως ην, και το πνεύμα επιστρέψη προς Θεόν, ος έδωκεν αυτό. ματαιότης ματαιοτήτων, είπεν ο εκκλησιαστής, τα πάντα ματαιότης.» (Εκκλησιαστής, ιβ΄, 6- 8)
Επιθυμούμε όλο το μίσος, που ανεξέλεγκτα βγήκε από μέσα μας, να ήταν καταγεγραμμένο σε μια κολώνα πάγου και η θερμότητα του ήλιου να το εξάτμιζε, γιατί ουσιαστικά ήταν ένα φαρμάκι άνευ λόγου, που μας δηλητηρίαζε την καρδιά. Και αβίαστα να λέγαμε τα μικρά και τα μεγάλα «σ’ αγαπώ» στους ανθρώπους μας, σ’ αυτούς του γνωρίζουμε. Κι αν είχαμε τη δύναμη να πλαταίναμε την αγάπη μας και σ’ αυτούς που δεν γνωρίζουμε. Να κάνουμε πράξη την προτροπή: «Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς» (Ματθαίος, ε΄, 44)
Δόξα των Θεώ, δεν είμαστε στη θέση του Γκαμπριέλ. Είμαστε υγιέστατοι! Όπως γράψαμε πριν λίγες μέρες, σηκώνουμε το σταυρό μας… Έχουμε, όμως, την υγειά μας. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε και να κάνουμε όσα ήθελε να πει ο Μαρκές, αν αφήσουμε ελεύθερη την καρδιά και τη σκέψη μας, χωρίς να περιμένουμε πρώτα να νιώσουμε το παγερό πλησίασμα του Χάρου. Κι αν δεν το πούμε με το στόμα, ας το πούμε με τα μάτια, με μία τρυφερή μας κίνηση. Γιατί είμαστε άνθρωποι… Κι οι άνθρωποι έχουν πλαστεί από Αγάπη, για να εκφράζουν αγάπη…

Δεν υπάρχουν σχόλια: