Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

Ρωμαίικο Πάσχα

[[ δαμ- ων ]]

Πάει κι αυτή η Πασχαλιά. Πέρασε. Ακόμη ένα Πάσχα είναι παρελθόν. Αυτό που μας απόμεινε είναι η κούραση των ημερών και η αύξηση των επιπέδων χοληστερίνης και τριγλυκεριδίων. Και για όσους πάσχουν από σάκχαρο, ανέβασμα του σάκχαρου. Με δυο λόγια καταπόνηση του οργανισμού μας. Όσο για τον θρησκευτικό χαρακτήρα της γιορτής, ας μην το κουβεντιάσουμε. Εκκλησία τη Μ. Παρασκευή για λίγο, να πάρουμε μέρος στο μεγάλο πανηγύρι της περιφοράς και μια μικρή περαντζάδα στην Ανάσταση, να πάρουμε το Άγιο Φως, ν’ ακούσουμε μια φορά, άντε δυο το πολύ, το «Χριστός Ανέστη» και στις 12. 05΄το αργότερο 12.10΄ στροφή για το σπίτι. 12.15 η εκκλησία είχε αδειάσει από το χριστεπώνυμο καλοντυμένο πλήθος. Μάταια οι ιερείς προσπαθούσαν να μας πείσουν να παραμείνουμε στην εορταστική λειτουργία, που θα φρόντιζαν να τελειώσει έγκαιρα για να μην χάσουμε το εορταστικό τραπέζι. Εμείς φροντίσαμε να την κάνουμε με ελαφριά πηδηματάκια, γιατί στο σπίτι μας περίμεναν οι γαρδούμπες, η μαγειρίτσα, το κοκορέτσι, το ψητό αρνάκι, και όσα καλούδια θα στόλιζαν το γιορτινό τραπέζι της Ανάστασης. Εξάλλου την Κυριακή έπρεπε να σηκωθούμε πρωί να ανάψουμε φωτιά στο μπάρμπεκιου ή στη ψησταριά για να ψήσουμε τον οβελία. Έτσι προστάζει, ντε, το έθιμο! Και εμείς είμαστε παραδοσιακοί άνθρωποι, τηρούμε τις παραδόσεις μας. Τις παραδόσεις που έχουν σχέση με την ευαρέστηση του στομαχιού. Μια ευαρέστηση που για τους περισσότερους συνοδεύεται με τακτική επίσκεψη στην τουαλέτα, γιατί όλα αυτά που τρώμε το βράδυ της Ανάστασης μας κόβουν… και μας δίνουν εισιτήριο «ελευθέρας» για το ανακουφιστήριο…
Η πόλη, το χωριό, γίνεται ένα απέραντο “οβελιστήριον” , μια μεγάλη ψησταριά, όπου κυριαρχεί η ο καπνός κι η τσίκνα. Ρέει άφθονος ο οίνος και η μπύρα που δροσίζει το ξαναμμένο πρόσωπο από τη φωτιά, ενώ τα ηλεκτρικά μηχανάκια έχουν αναλάβει το γύρισμα στις σούβλες. Επαγγελματικά ηχεία, με εκατοντάδες βατ ισχύ, διαχέουν στην ατμόσφαιρα τα θεσπέσια άσματα της Γωγώς Τσαμπά και του Παναγιώτη Λάλεζα, που έχουν αντικαταστήσει το Φιλιώ Πυργάκη, τη Σοφία Κολλητήρη, το Δημήτρη Ζάχο. Πολλά- πολλά ντεσιμπέλ που σου τρυπάνε τα ακουστικά τύμπανα, αλλά αυτό επιτάσσει η τεχνολογία. Σημασία δεν έχει η ποιότητα των τραγουδιών, αλλά η ηχητική ένταση. Ώπα, και άλατις και ποδοπάτημα, γιατί από χορό έχουμε μεσάνυχτα. Σημασία έχει η διάθεση. Και ο νεοέλληνας έχει πολλή διάθεση να ξεχάσει την κρίση. Και κάνει πράξη το μήνυμα της Ανάστασης. Συγχωρεί τους Ιούδες της πολιτικής που τον πρόδωσαν. Συγχωρεί τους ξένους και ντόπιους σταυρωτήδες του. Είναι μεγαλόκαρδος: ξεχνά και συγχωρεί. Και επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη. Εξοστρακίζει τους σωστούς και άξιους, ενώ επιλέγει τους ακατάλληλους να του καθορίσουν την τύχη του. Για να έχει το δικαίωμα να διαδηλώνει κατά των μέτρων που πήραν αυτοί που ψήφισε, να βρίζει και να κατηγορεί. Πάντα τους άλλους, γιατί ό ίδιος δε φταίει σε τίποτα. Είναι θύμα! Παραβλέπει, όμως, πως είναι θύμα των επιλογών του.

Η συνέχεια >>> εδώ …

Το Πάσχα, λοιπόν, πέρασε. Η ονομασία προέρχεται από το εβραϊκό Πεσάχ, που σημαίνει πέρασμα, διάβαση, και γιορταζόταν από τους Εβραίους προς τιμήν της απελευθέρωσης του περιούσιου λαού- οι Εβραίοι θεωρούν τον εαυτό τους ως περιούσιο λαό του Γιαχβέ- από την αιγυπτιακή αιχμαλωσία. Ήταν η διάβαση από τη σκλαβιά στην ελευθερία. Αυτή την εβραϊκή γιορτή επαναλαμβάνουμε κι εμείς, έχοντάς την συνδέσει με την ανάσταση του Χριστού. Εξάλλου έχουμε με κληρονομικό δικαίωμα την υποχρέωση να γιορτάζουμε το εβραϊκό Πάσχα, γιατί περιούσιος λαός του Θεού- σύμφωνα με τους φανατικούς και ζηλωτές ορθόδοξους χριστιανούς- είναι ο ελληνικός λαός γιατί διατηρεί την ορθόδοξη πίστη! Ο διάδοχος περιούσιος λαός γιορτάζει τη γιορτή του αρχικά περιούσιου λαού…
Οι Εβραίοι, λαός νομαδικός με κοπάδια προβάτων, τσοπάνηδες δηλαδή, για να τιμήσουν το Θεό τους θυσίαζαν στο βωμό αρνιά. Η παράδοσή τους αναφέρει ότι έσφαξαν ένα αρνί πριν την έξοδο από την Αίγυπτο, και με το αίμα του έκαναν ένα σημάδι στην πόρτα τους, ώστε να το δει ο άγγελος και να μην τους τιμωρήσει με θανατικό στην οικογένειά τους, όπως θα έκανε στους Αιγύπτιους. Έτσι, σε ανάμνηση για την έξοδο από την χώρα της αιχμαλωσίας τους οι Εβραίοι γιόρταζαν με σφάξιμο χιλιάδων αρνιών το Πάσχα τους. Αυτή τη γιορτή, με το βάναυσο σφαγιασμό χιλιάδων αμνοεριφίων συνεχίζουμε εμείς οι Έλληνες. Σαν να ήταν ο Ελληνικός λαός ή συνέχεια του Εβραϊκού. Μόνο που οι Εβραίοι με την τελετουργική σφαγή των αρνιών τιμούσαν τον Θεό τους- τον φοβερό και αιμοδιψή Γιαχβέ. Ο Θεός των χριστιανών- ο Θεός της αγάπης- δεν έχει καμιά σχέση με αίματα. Συνεπώς, εμείς με το σφαγιασμό των αθώων αμνών, τιμούμε το στομάχι μας!
Αν ο Χριστός γνώριζε πως ο εορτασμός της ζωής Του στη Γη θα συνοδευόταν με εκατόμβες θυμάτων, στη γέννησή Του θυσιάζονται χιλιάδες γαλοπούλες, ενώ στην Ανάστασή Του χιλιάδες αμνοερίφια, ίσως να ανέβαλε τον ερχομό Του για μερικές χιλιάδες χρόνια, μέχρι να καταλάβουμε καλά ότι ο χριστιανισμός μιλάει για αναίμακτη θυσία! Στη σταυρική του θυσία δεν είναι απαραίτητο να απαντήσουμε με θυσίες αρνιών και κατσικιών. Γιατί είναι θυσία Αγάπης του Υιού του Θεού για των υιούς των ανθρώπων. Είναι η θυσία του Ανώτερου για το κατώτερο. Εμείς γιατί την τιμούμε με τη θυσία του κατώτερου για τον ανώτερο; Και το ακατανόητο της υπόθεσης είναι ότι όλες οι φιλοζωικές εταιρείες και ενώσεις σε αυτό το βάναυσο έθιμο έχουν καταπιεί τη γλώσσα τους! Μεριμνούν για τα αδέσποτα, διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για τους θανάτους των αρκούδων και των σκυλιών στους αυτοκινητόδρομους, αλλά για τους φόνους στα επίσημα κρατικά σφαγεία τσιμουδιά. Ίσως γιατί τους αρέσουν τα καλοψημένα μεζεδάκια…
Κάπως έτσι πέρασε κι αυτό το Ρωμαίικο Πάσχα. Με αφορμή ένα τέτοιο Πάσχα ο Αλεξ. Παπαδιαμάντης έγραψε ένα διήγημα το 1891 με τίτλο “Πάσχα Ρωμέικο”. Το παραθέτουμε στην γλώσσα που είχε γραφεί, όχι όμως με τον αντίστοιχα πνεύματα και τα σημεία τονισμού:
[[ Ο μπάρμπα-Πύπης, γηραιός φίλος μου, είχεν επτά ή οκτώ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών, όλα εκ παλαιού χρόνου και όλα κατακαίνουργα, τα οποία εφόρει εκ περιτροπής μετά του ευπρεπούς μαύρου ιματίου του κατά τας μεγάλας εορτάς του ενιαυτού, οπόταν έκαμνε δύο ή τρεις περιπάτους από της μιας πλατείας εις την άλλην διά της οδού Σταδίου. Οσάκις εφόρει τον καθημερινόν κούκον του, με το σάλι του διπλωμένον εις οκτώ ή δεκαέξ δίπλας επί του ώμου, εσυνήθιζε να κάθηται επί τινας ώρας εις το γειτονικόν παντοπωλείον, υποπίνων συνήθως μετά των φίλων, και ήτο στωμύλος και διηγείτο πολλά κ’ εμειδία προς αυτούς.
Όταν εμειδία ο μπάρμπα-Πύπης, δεν εμειδίων μόνον αι γωνίαι των χειλέων, αι παρειαί και τα ούλα των οδόντων του, αλλ’ εμειδίων οι ιλαροί και ήμεροι οφθαλμοί του, εμειδία στίλβουσα η σιμή και πεπλατυσμένη ρις του, ο μύσταξ του ο ευθυσμένος με λεβάνταν και ως διά κολλητού κηρού λελεπτυσμένος, και το υπογένειόν του το λευκόν και επιμελώς διατηρούμενον, και σχεδόν ο κούκος του ο στακτερός, ο λοξός κ’ επικληνής προς το ους, όλα παρ’ αυτώ εμειδίων.
Είχε γνωρίσει πρόσωπα και πράγματα εν Κερκύρα• όλα τα περιέγραφε μετά χάριτος εις τους φίλους του. Δεν έπαυσε ποτέ να σεμνύνεται δια την προτίμησιν την οποίαν είχε δείξει αείποτε διά την Κέρκυραν ο βασιλεύς, και έζησεν αρκετά διά να υπερηφανευθή επί τη εκλογή, ην έκαμε της αυτής νήσου προς διατριβήν η εφτακρατόρισσα της Αούστριας. Ενθυμείτο αμυδρώς τον Μουστοξύδιν, μα δότο, δοτίσσιμο κε ταλέντο!
Είχε γνωρίσει καλώς τον Μάντζαρον, μα γαλαντουόμο! τον Κερκύρας Αθανάσιον, μα μπράβο! τον Σιορπιέρρο, κε γκράν φιλόζοφο! Το τελευταίον όνομα έδιδεν εις τον αοίδιμον Βράϊλαν, διά τον τίτλον ον του είχαν απονείμει, φαίνεται οι Άγγλοι.
(Sir Pierro = Sir Peter).
Είχε γνωρίσει επίσης τον Σόλωμο (κε ποέτα!), του οποίου απεμνημόνευε και στίχους τινάς, απαγγέλων αυτούς κατά το εξής υπόδειγμα:
Ωσάν τη σπίθα κρουμμένη στη στάχτη
πού εκρουβόταν για μας λευτεριά;
Εισέ πάσα μέρη πετιέται κι’ ανάφτει
και σκορπιέται σε κάθε μεριά.
Ο μπάρμπα-Πύπης έλειπεν υπέρ τα είκοσιν έτη εκ του τόπου της γεννήσεώς του. Είχε γυρίσει κόσμον κ’ έκαμεν εργασίας πολλάς. Έστειλέ ποτε και εις την Παγκόσμιον έκτεσι, διότι ήτο σχεδόν αρχιτέκτων, και είχε μάλιστα και μίαν ινβεντσιόνε. Εμίσει τους πονηρούς και τους ιδιοτελείς, εξετίμα τον ανθρωπισμόν και τη τιμιότητα. Απετροπιάζετο τους φαύλους.
«Ιλ τραδιτόρε νον α κομπασσιόν» -ο απατεώνας δεν έχει λύπησι. Ενίοτε πάλι εμαλάττετο κ’ εδείκνυε συγκατάβασιν εις τας ανθρωπίνας ατελείας. «Ουδ’η γης αναμάρτητος -άγκε λα τέρρα νον ε ιμπεκάμπιλε.» Και ύστερον, αφ’ ου η γη δεν είναι, πώς θα είναι ο Πάπας; Όταν του παρετήρει τις ότι ο Πάπας δεν εψηφίσθη ιμπεκάμπιλε, αλλά ινφαλίμπιλε, δεν ήθελε ν’ αναγνωρίσει την διαφοράν.
Δεν ήτο άμοιρος και θρησκευτικών συναισθημάτων. Τας δύο ή τρεις προσευχάς, ας είξευρεν τας είξευρεν ελληνιστί. «Τα πατερμά του είξευρε ρωμέϊκα». Έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος κύριος Σαβαώθ… ως ενάντιος υψίστοις» Όταν με ερώτησε δις ή τρις τι σημαίνει τούτο, το ως ενάντιος, προσεπάθησα να διορθώσω και εξηγήσω το πράγμα. Αλλά μετά δύο ή τρεις ημέρας υποτροπιάζων πάλιν έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος… ως ενάντιος υψίστοις!»
Εν μόνον είχεν ελάττωμα, ότι εμίσει αδιαλλάκτως παν ό,τι εκ προκαταλήψεως εμίσει και χωρίς ν’ ανέχηται αντίθετον γνώμην ή επιχείρημα. Πολιτικώς κατεφέρετο πολύ κατά των Άγγλων, θρησκευτικώς δε κατά των Δυτικών. Δεν ήθελε ν’ ακούση το όνομα του Πάπα, και ήτο αμείλικτος κατήγορος του ρωμαϊκού κλήρου…
Την εσπέραν του Μεγάλου Σαββάτου του έτους 188… περί ώραν ενάτην, γερόντιόν τι ευπρεπώς ενδεδυμένον, καθόσον ηδύνατο να διακρίνη τις εις το σκότος, κατήρχετο την απ’ Αθηνών είς Πειραιά άγουσαν, την αμαξιτήν. Δεν είχεν ανατείλει ακόμη η σελήνη, και ο οδοιπόρος εδίσταζε ν’ αναβή υψηλότερον, ζητών δρόμον μεταξύ των χωραφίων. Εφαίνετο μη γνωρίζων καλώς τον τόπον. Ο γέρων θα ήτο ίσως πτωχός, δεν θα είχε 50 λεπτά δια να πληρώση το εισιτήριον του σιδηροδρόμου ή θα τα είχε κ’ έκαμνεν οικονομίαν.
Αλλ’ όχι δεν ήτο πτωχός, δεν ήτο ούτε πλούσιος, είχε διά να ζήση. Ήτο ευλαβής και είχε τάξιμο να καταβαίνη κατ’ έτος το Πάσχα πεζός εις τον Πειραιά, ν’ ακούη την Ανάστασιν εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και όχι εις άλλην Εκκλησίαν, να λειτουργήται εκεί, και μετά την απόλυσιν ν’ αναβαίνη πάλιν πεζός εις τας Αθήνας.
Ήτο ο μπάρμπα-Πύπης, ο γηραιός φίλος μου, και κατέβαινεν εις τον Πειραιά διά ν’ ακούση το Χριστός Ανέστη εις τον ναόν του του ομωνύμου και προστάτου του, διά να κάμη Πάσχα ρωμέϊκο κ’ ευφρανθή η ψυχή του.
Και όμως ήτο… δυτικός!
Ο μπάρμπα-Πύπης, Ιταλοκερκυραίος, απλοϊκός, Ελληνίδος μητρός. Έλλην την καρδίαν, και υφίστατο άκων ίσως, ως και τόσοι άλλοι, το άπειρον μεγαλείον και την άφατον γλυκύτητα της εκκλησίας της Ελληνικής. Εκαυχάτο ότι ο πατήρ του,όστις ήτο στρατιώτης του Ναπολέοντος Α’ «είχε μεταλάβει ρωμέϊκα» όταν εκινδύνευσε ν’ αποθάνη, εκβιάσας μάλιστα προς τούτο, διά τινων συστρατιωτών του, τον ιερέα τον αγαθόν. Και όμως όταν, κατόπιν τούτων, φυσικώς, του έλεγε τις: «Διατί δεν βαπτίζεσαι μπάρμπα-Πύπη;» η απάντησίς του ήτο ότι άπαξ εβαπτίσθη και ότι ευρέθη εκεί.
Φαίνεται ότι οι Πάπαι της Ρώμης με την συνήθη επιτηδείαν πολιτικήν των, είχον αναγνωρίσει εις τους Ρωμαιοκαθολικούς των Ιονίων νήσων τινά των εις τους Ουνίτας απονεμομένων προνομίων, επιτρέψαντες αυτοίς να συνεορτάζωσι μετά των ορθοδόξων όλας τας εορτάς. Αρκεί να προσκυνήση τις την εβδομάδα του Ποντίφηκος• τα λοιπά είναι αδιάφορα.
Ο μπάρμπα-Πύπης έτρεφε μεγίστην ευλάβειαν προς τον πολιούχον ΄Αγιον της πατρίδος του και προς το σεπτόν αυτού λείψανον. Επίστευεν εις το θαύμα το γενόμενον κατά των Βενετών, τολμησάντων ποτέ να ιδρύσωσιν ίδιον θυσιαστήριον εν αυτώ τω ορθοδόξω ναώ, (il santo Spiridion ha fatto questo caso), ότε ο Άγιος επιφανείς νύκτωρ εν σχήματι μοναχού, κρατών δαυλόν αναμμένον, έκαυσεν ενώπιον των απολιθωθέντων εκ του τρόμου φρουρών το αρτιπαγές αλτάρε. Αφού ευρίσκετο μακράν της Κερκύρας, ο μπάρμπα-Πύπης ποτέ δεν θα έστεργε να εορτάση το Πάσχα μαζί με τσου φράγκους.
Την εσπέραν λοιπόν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου ότε κατέβαινεν εις Πειραιά πεζός, κρατών εις την χείρα τη λαμπάδα του, ην έμελλε ν’ ανάψη κατά την Ανάστασιν, μικρόν πριν φθάση εις τα παραπήγματα της μέσης οδού, εκουράσθη και ηθέλησε να καθίση επ’ ολίγον ν’ αναπαυθή. Εύρεν υπήνεμον τόπον έξωθεν μιας μάνδρας, εχούσης και οικίσκον παρά την μεσημβρινήν γωνίαν, κ’ εκεί εκάθησεν επί των χόρτων, αφού επέστρωσε το εις πολλάς δίπλας γυρισμένο σάλι του. Έβγαλεν από την τσέπην την σιγαροθήκην του, ήναψεν σιγαρέττον κ’ εκάπνιζεν ηδονικώς.
Εκεί ακούει όπισθέν του ελαφρόν θρουν ως βημάτων επί παχείας χλόης και, πριν προφθάση να στραφή να ίδη, ακούει δεύτερον κρότον ελαφρότερον. Ο δεύτερος ούτος κρότος του κάστηκε ότι ήτον ως ανυψουμένης σκανδάλης φονικού όπλου.
Εκείνην την στιγμήν είχε λαμπρυνθή προς ανατολάς ο ορίζων, και του Αιγάλεω αι κορυφαί εφάνησαν προς μεσημβρίαν λευκάζουσαι. Η σελήνη, τετάρτην ημέραν άγουσα από της πανσελήνου, θ’ ανέτελλε μετ’ ολίγα λεπτά. Εκεί όπου έστρεψε την κεφαλήν προς τα δεξιά, εγγύς της βορειανατολικής γωνίας του αγροτικού περιβόλου, όπου εκάθητο, του κάστηκε, ως διηγείτο αργότερα ο ίδιος, ότι είδε ανθρωπίνην σκιάν, εις προβολήν τρόπον τινά ισταμένην και τείνουσαν εγκαρσίως μακρόν τι ως ρόπαλον ή κοντάριον προς το μέρος αυτού. Πρέπει δε να ήτο τουφέκιον.
Ο μπάρμπα-Πύπης ενόησεν αμέσως τον κίνδυνον. Χωρίς να κινηθή άλλως από την θέσιν του, έτεινε την χείρα προς τον άγνωστον κ’ έκραξεν εναγωνίως.
-Φίλος! Καλός! μη ρίχνεις…
Ο άνθρωπος έκαμε μικρόν κίνημα οπισθοδρομήσεως, άλλά δεν επανέφερεν το όπλον εις ειρηνικήν θέσιν.ουδέ καταβίβασε την σκανδάλην.
-Φίλος! και τι θέλεις εδώ; ηρώτησε με απειλητικήν φωνήν.
-Τι θέλω; επανέναβεν ο μπάρμπα-Πύπης. Κάθουμαι να φουμάρο το τσιγάρο μου.
-Και δεν πας αλλού να το φουμάρης,ρε; απήντησεν αυθαδώς ο άγνωστος. Ηύρες τον τόπο, ρε, να φουμάρης το τσιγάρο σου!
-Και γιατί; επανέλαβεν ο μπάρμπα-Πύπης. Τι σας έβλαψα;
-Δεν ξέρω ‘γω απ’ αυτά, είπεν οργίλως ο αγρότης• εδώ είναι αποθήκη, έχει χόρτα, έχει κι’ άλλα πράμματα μέσα. Μόνον κόττες δεν έχει, προσέθηκε μετά σκληρού σαρκασμού. Εγελάστηκες. Ήτο πρόδηλον ότι είχεν εκλάβει τον γηραιόν φίλον μου ως ορνιθοκλόπον, και διά να τον εκδικηθή του έλεγεν ότι τάχα δεν είχεν όρνιθας, ενώ κυρίως ο αγρονόμος διά τάς όρνιθάς του θα εφοβήθη και ωπλίσθη με την καραβίναν του.
Ο μπάρμπα-Πύπης εγέλασε πικρώς προς τον υβριστικόν υπαινιγμόν.
-Συ εγελάστηκες, απήντησεν• εγώ κόττες δεν κλέφτω, ούτε λωποδύτης είμαι• εγώ πηγαίνω στον Πειραιά ν’ ακούσω Ανάσταση στον Άγιο Σπυρίδωνα.
Ο χωρικός εκάγχασε.
-Στον Πειραιά; στον Αϊ-Σπυρίδωνα; κι’ από πού έρχεσαι;
-Απ’ την Αθήνα.
-Απ’ την Αθήνα; και δεν έχει εκεί εκκλησίαις, ν’ ακούσης Ανάσταση;
-Έχει εκκλησίαις, μα εγώ τώχω τάξιμο, απήντησεν ο μπάρμπα-Πύπης.
Ο χωρικός εσιώπησε προς στιγμήν, είτα επανέλαβε.
-Να φχαριστάς, καϋμένε…
Και τότε μόνον κατεβίβασε την σκανδάλην και ώρθωσε το όπλον προς τον ώμον του.
-Να φχαριστάς καϋμένε, την ημέρα που ξημερώνει αύριον, ει δε μη, δεν τώχα για τίποτες να σε ξαπλώσω δω χάμου. Τράβα τώρα!
Ο γέρων Κερκυραίος είχεν εγερθή και ητοιμάζετο να απέλθη, αλλά δεν ηδυνήθη να μη δώση τελευταίαν απάντησιν.
-Κάνεις άδικα και συχωρεμένος νάσαι που με προσβάλλεις, είπε. Σ’ ευχαριστώ ως τόσο που δε μ’ ετουφέκισες, αλλά νον βα μπένε.., δεν κάνεις καλά να με παίρνεις για κλέφτη. Εγώ είμαι διαβάτης, κ’ επήγαινα, σου λέω στον Πειραιά.
-Έλα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρε…
Και ο χωρικός στρέψας την ράχιν εισήλθεν ανατολικώς διά της θύρας του περιβολίου, κ’ έγινεν άφαντος.
Ο γέρων φίλος μου εξηκολούθησε τον δρόμον του.
Το συμβεβηκός τούτο δεν ημπόδισε τον μπάρμπα-Πύπην να εξακολουθή κατ’ έτος την ευσεβή του συνήθειαν, να καταβαίνει πεζός εις τον Πειραιά, να προσέρχηται εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και να κάμει Πάσχα ρωμέϊκο.
Εφέτος το μισοσαράκοστον μοι επρότεινεν, αν ήθελα να τον συνοδεύσω εις την προσκύνησίν του ταύτην. Θα προσεχώρουν δε εις την επιθυμίαν του, αν από πολλών ετών δεν είχα την συνήθειαν να εορτάζω εκτός του Άστεως το Άγιον Πάσχα. ]]
Χαρακτηρίσαμε το Πάσχα Ρωμαίικο. Δεν το χαρακτηρίσαμε Ελληνικό. Γιατί η Ρωμιοσύνη δεν έχει την Ελληνική λεβεντιά. Εξάλλου το Ρωμαίικο, η Ρωμιοσύνη, είναι επινόηση εκκλησιαστική. Στην έννοια της Ρωμιοσύνης κρύβεται δουλοπρέπεια. Ο Ρωμιός είναι υποτακτικός, με το κεφάλι σκυμμένο. Κοιτάζει κάτω. Του έχουν κρύψει πως «άνω θρώσκει». Είναι δούλος του Θεού, δούλος της εκκλησίας, δούλος του Δεσπότη- εκκλησιαστικού και πολιτικού. Πρέπει να υποτάσσεται στην εκκλησιαστική αυθεντία. Αυτήν που αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας το αρχαιοελληνικό μεγαλείο και το κενό, που έχει δημιουργηθεί, το έχει αντικαταστήσει με την εβραϊκή μισαλλοδοξία της Π. Διαθήκης. Ο Χριστός γνώριζε το ελληνικό μεγαλείο! Ο Ευαγ. Ιωάννης αναφέρει: «῏Ησαν δέ τινες ῞Ελληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων, ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ. Οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἠρώτων αὐτὸν, λέγοντες· Κύριε, θέλομεν τὸν ᾿Ιησοῦν ἰδεῖν. Ἔρχεται Φίλιππος, καὶ λέγει τῷ ᾿Ανδρέᾳ, καὶ πάλιν ᾿Ανδρέας καὶ Φίλιππος λέγουσι τῷ ᾿Ιησοῦ. Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων· ἐλήλυθεν ἡ ὥρα, ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει.» (Ιωάννης, ιβ΄, 20-24)
Από το παραπάνω κείμενο, όμως, λείπει το πιο σημαντικό τμήμα. Αυτό, όπου ο Ιησούς μιλάει για την Ελλάδα.
Το αναφέρει σε χειρόγραφό του ο Ευσέβιος Παμφίλου, Επίσκοπος Καισαρείας, 265- 340 μ.Χ., εκκλησιαστικός ιστορικός. Ανακαλύφθηκε από τον καθηγητή Ε.Πρόκο το 1974 ο οποίος ιστοριοδιφώντας στις βιβλιοθήκες του Βατικανού, ως επίτιμος καθηγητής Ιστορίας Ξένων Πανεπιστημίων, βρήκε το πλήρες κείμενο, και το οποίο είναι: «Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου. Ελλάς γάρ μόνη ανθρωπογενεί, φυτόν Ουράνιον και βλάστημα θείον ηκριβωμένον. Λογισμόν αποτίκτουσα οικειούμενον επιστήμην.» Την ερμηνεία της αφαίρεσης αυτού του εδαφίου την αφήνουμε να την δώσεις εσύ, αγαπητέ αναγνώστη.
Θα πούμε όμως τούτο: Οι προφήτες του Ισραήλ είχαν προφητέψει τον ερχομό του Χριστού. Αν και έζησε ανάμεσά τους ο Μεσσίας, οι Εβραίοι δεν τον αναγνώρισαν κι ακόμη τον καρτερούν. Και υιοθετούμε την μυθολογία τους ως θρησκευτικό μας βιβλίο! Πολλοί Έλληνες προ Χριστού είχαν μιλήσει για τον Χριστό. Και χωρίς να Τον δούμε, χωρίς να ακούσουμε από το στόμα Του τη διδασκαλία Του, Τον δεχτήκαμε διαμέσου των Αποστόλων Του. Και σήμερα είμαστε πιστοί Του. Γιορτάσαμε την σταυρική Του θυσία, που μας έδειξαν ότι ο Θεός πονάει για τον άνθρωπο και τ’ ανθρώπινα βάσανα, ώστε θα θυσιάσει ακόμη και τον Υιό Του! Είναι η γιορτή της αγάπης, γιατί ο ίδιος ο Χριστός μας θυσιάστηκε για τη σωτηρία τη δική μας. Είναι το καλύτερο δείγμα της αγάπης Του για μας. Με τη γιορτή αυτή της Ανάστασης του Ιησού ξαναγεννιέται η φύση και η ίδια η ζωή. Τιμάται η ανάμνηση της ένδοξης Ανάστασης του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Ο Ντοστογιέφσκι, στους “Αδελφούς Καραμαζώφ” είπε: «χωρίς Θεό, όλα επιτρέπονται, αλλά η γιορτή του Πάσχα σημαίνει “με το Θεό, όλα είναι δυνατά”». Πρόκειται για ένα μήνυμα ελπίδας που ξεπερνάει τους περιορισμούς μας και θριαμβεύει πάνω στους χειρότερους φόβους μας. Αυτό είναι το πραγματικό νόημα της Ανάστασης, της γιορτής της άνοιξης, όπως την έβλεπαν οι Έλληνες, κι όχι του Πάσχα των Ρωμιών. Δεν είναι τυχαίο ότι η γιορτή της Ανάστασης συμπίπτει με την άνοιξη, όταν η φύση ξυπνά από τη χειμερία νάρκη της και περνά στην περίοδο της γονιμότητας και της ευφορίας. Ψυχολογικά, αυτή η γιορτή συμβολίζει και μια ευρύτερη ψυχική διαδικασία της εξάλειψης και της αναγέννησης: εγκαταλείπουμε όλα όσα είμαστε και δεν μας αρέσουν και προσπαθούμε να κερδίσουμε κάτι νέο, να αναγεννηθούμε ψυχολογικά με διαφορετικό τρόπο. Ο άνθρωπος είναι φυλακισμένος των συνηθειών του, των φόβων του, της αρνητικότητας και της επιφυλακτικότητάς του, αλλά πάντα έχει τη δυνατότητα να αποδράσει με το να πάψει να φοβάται τους εσωτερικούς κι εξωτερικούς “εχθρούς” του, με το να πάψει να φοβάται το γεγονός ότι έχει να κουβαλήσει τον προσωπικό του σταυρό και αντέξει τον πόνο. Το μήνυμα της Ανάστασης έρχεται να μας θυμίσει με πολύ επίκαιρο τρόπο ότι, παρ’ όλες τις δυσκολίες, τις αντιξοότητες, ακόμα και το θάνατο γύρω μας, ωστόσο μπορούμε ν’ αλλάξουμε τον εαυτό μας στον βαθμό που επιθυμούμε κάτι τέτοιο και να ρισκάρουμε να το πραγματοποιήσουμε.
Γι’ αυτό ελληνική Ανάσταση κι όχι Ρωμαίικο Πάσχα, που μας παραπέμπει στο Εβραϊκό πάσχα…

Δεν υπάρχουν σχόλια: