Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Ωραία Ελένη

[[ δαμ- ων ]]

Μέρος Α΄
Η γυναικεία μορφή που δεσπόζει στην ελληνική μυθολογία, είναι η μορφή της ωραίας Ελένης. Είναι η ωραιότερη γυναίκα και συγχρόνως η τραγικότερη, γιατί έγινε η αιτία του Τρωικού πολέμου. Η μορφή της ωραίας Ελένης βρίσκεται διαχρονικά βαθιά μες την ψυχή του Έλληνα. Είναι η μορφή του έρωτα που σκορπά ομορφιά στη ζωή. Αποτελεί την ομορφιά στην τέχνη, το κάλλος στη φιλοσοφία, την ποίηση στην ίδια την ποίηση! Είναι, όμως, μια παρεξηγημένη γυναίκα, ονομαστή για την ομορφιά της, που για χάρη της σφάχτηκαν πολλά παλικάρια. Η Ελένη είναι ένα πρόσωπο, που οι θεοί χρησιμοποίησαν για κάποιο σκοπό. Ό,τι κι αν έγινε, δεν έγινε με το δικό της θέλημα, μα με των θεών το θέλημα. Ας παρακολουθήσουμε το μύθο:
Τα πολύ παλιά χρόνια, υπήρξε κάποια εποχή που οι άνθρωποι είχαν παραπληθύνει, τόσο, όσο που βάρυνε πολύ της Γης το στήθος, ώστε της έκοβε την ανάσα. Γι’ αυτό παρακάλεσε τον βασιλιά των θεών και των ανθρώπων, τον νεφελοσυνάχτη Δία, να την αλαφρώσει. Πέρα απ’ αυτό, οι θνητοί χάσανε την ευσέβειά τους και μες την ανομία ζούσαν και τη σκλαβιά της σάρκας. Ο αιγιδοκράτης θεός ζήτησε του Μώμου(*1) τη συμβουλή, του γιου της Νύχτας της αστροστολισμένης. ‘Κείνος τον απότρεψε από τον χαλασμό του κόσμου και του ‘δωσε συνάμα δύο συμβουλές. Να ζευγαρώσει με θνητή για να γεννηθεί μια πεντάμορφη κόρη και να παντρέψει με θνητό τη Νηρηίδα Θέτιδα που θα γεννούσε τον ονομαστότερο πολεμιστή όλων των εποχών. Έτσι ο κόσμος οδηγήθηκε στον Τρωικό Πόλεμο, όπου αφανίστηκαν αμέτρητοι θνητοί κι η Γη βρήκε ανακούφιση.

Η συνέχεια >>> εδώ …

Ας πάρουμε πρώτα τη γέννηση της πεντάμορφης κόρης, αυτής που έμεινε στην ιστορία σαν ωραία Ελένη.
Η Λήδα ήταν θυγατέρα του Θέστιου, βασιλιά της Αιτωλίας, την οποία παντρεύτηκε ο Τυνδάρεος (*2)όταν είχε καταφύγει στη χώρα του Θέστιου. Ο βασιλοθεός σκαρφίστηκε ολόκληρη πλεκτάνη για να ζευγαρώσει με τη Λήδα. Έτσι ο Δίας μεταμορφώθηκε σε κύκνο και δήθεν κυνηγημένος από έναν αϊτό, που ήταν μεταμορφωμένος ο Ερμής, βρήκε, έντρομος, καταφυγή στην αγκαλιά της απονήρευτης Λήδας. Έτσι στους καλαμιώνες του κρυστάλλινου Ευρώτα ενώθηκε ερωτικά με την όμορφη βασίλισσα. Από αυτό το σμίξιμο στα σπλάχνα της συνέλαβε την Ελένη και τον Πολυδεύκη, ενώ την ίδια μέρα κοιμήθηκε με τον άντρα της Τυνδάρεο και συνέλαβε τον Κάστορα. Η σπορά του βροντορίχτη Δία κυοφορήθηκε σ’ ένα αυγό και του θνητού βασιλιά έξω απ’ αυτό. Έτσι τον καιρό της γέννας η Λήδα γέννησε ένα αυγό (*3), από το οποίο βγήκαν ο Πολυδεύκης και η Ελένη, και ξέχωρα γέννησε τον Κάστορα.
Ο Τυνδάρεος στάθηκε σαν πραγματικός πατέρας και στα άλλα δυο παιδιά, παρ’ ότι δεν ήσαν δικά του, ιδιαίτερα την Ελένη την υπεραγαπούσε. Σαν αστραπή διαδόθηκε σ’ όλη την Ελλάδα το νέο για την απαράμιλλη ομορφιά της παιδούλας, που έβαλε από νωρίς σε μπελάδες τους δικούς της. Θα ‘ταν δε θα ‘ταν δέκα χρονών όταν με τη βία προσπάθησε να την κερδίσει ο ξάδελφός της Εναραιφόρος. Μετά ήταν η σειρά του Αθηναίου βασιλιά Θησέα, του ξακουστού ήρωα. Εκείνος με τη βοήθεια του Πειρίθου την έκλεψε, σαν ήταν δώδεκα χρονών, από το ιερό της Αρτέμιδας Ορθίας, όπου υπηρετούσε τη θεά σαν ιέρεια.
Αυτός, που πρώτος θα μπορούσε να κατακτήσει την Ελένη, ήταν ο γιος ενός άλλου θεού, του Ποσειδώνα τώρα, ο ημίθεος Θησέας. Πολύ χαρακτηριστικά ο Ισοκράτης μας τονίζει για τον Θησέα πως « ηττήθη του κάλλους ο κρατείν των άλλων ειθισμένος ». Ας παρακολουθήσουμε την μετάφραση του κειμένου:
[[Πρώτος την είδε ο Θησέας, που λεγόταν γιος του Αιγέα, αλλά είχε γεννηθεί από τον Ποσειδώνα. Η Ελένη δεν βρισκόταν ακόμη στην ακμή της ηλικίας της, αλλά ξεχώριζε ήδη από τις άλλες κοπέλες. Όταν την είδε τόσο πολύ μαγεύτηκε από την ομορφιά της αυτός που συνήθιζε πάντα να νικά τους άλλους, ώστε αν και είχε πατρίδα ισχυρότατη και βασιλεία εξασφαλισμένη από κινδύνους, έκρινε ότι δεν άξιζε να ζει με τα αγαθά που διέθετε χωρίς τη συντροφιά της… Χωρίς να λάβει υπόψη του την εξουσία του Τυνδάρεω και περιφρονώντας τη δύναμη του Κάστορα και του Πολυδεύκη και αδιαφορώντας για όλους τους κινδύνους που υπήρχαν στη Λακεδαίμονα, αφού την απήγαγε, την εγκατέστησε στην Άφιδνα της Αττικής.]] ( Ισοκράτης, “Ελένης εγκώμιον” 18-19 )
Ο Θησέας ήταν ο πιο ολοκληρωμένος άνδρας, που θα μπορούσε να την κάνει δική του, διαθέτοντας τόλμη και σωφροσύνη: « τούτον δε μόνον ουδ’ ενός ενδεά γενόμενον, αλλά παντελή την αρετήν κτησάμενος ». Το κάλλος πηγαίνει μαζί με την σοφία και την ισχύ. Ο πλήρης ναός του ολοκληρωμένου ανθρώπου οικοδομείται με σοφία, ισχύ και κάλλος (*4). Ένας ώριμος βασιλιάς – κάποιοι λένε πως πλησίαζε τα πενήντα ο Θησέας όταν απήγαγε την Ελένη- έχει αποκτήσει σ’ αυτή την ηλικία πολύ μεγάλη εμπειρία, έχει γίνει σοφός. Σαν βασιλιάς και μάλιστα ευεργέτης, έχει αντιληφθεί πως πρέπει ν’ ασκείται σωστά η εξουσία, για την ωφέλεια των υπηκόων κι όχι του άμεσου περιβάλλοντος. Έτσι το κάλλος, η ομορφιά, έρχονται σαν το απαραίτητο συμπλήρωμα. Κάλλος όχι μόνο σωματικό, αλλά κυρίως κάλλος ψυχικό και πνευματικό. Ο Θησέας επιζητούσε το κάλλος για να ολοκληρωθεί σαν ενσαρκωμένη οντότητα, γνωρίζοντας τη θεία προέλευσή του κάλλους.
Ο Ευριπίδης έγραψε την τραγωδία “Ελένη”, όπου στην πρώτη σκηνή η βασίλισσα της Σπάρτης λέει:
« ……………….Δικός μου τόπος
η ξακουστή ‘ναι Σπάρτη και πατέρας
ο Τυνδάρεως• μια φήμη ωστόσο λέει
πως παίρνοντας ο Δίας θωριά κύκνου,
πέταξε προς τη μάνα μου τη Λήδα,
κάποιον αϊτό για να ξεφύγει τάχα,
κι έτσι μαζί της δολερά έχει σμίξει,
αν είναι αλήθεια• Ελένη το όνομά μου. » ( Ευριπίδης, “Ελένη” 16-22 )
Και ο Όμηρος μας μεταφέρει πως πατέρας της Ελένης ήταν ο Δίας:
« Έτσι είπε• η διογέννητη φοβήθηκε Ελένη•
τ’ άσπρο της πέπλο έβαλε και σιωπηλά κινούσε,
χωρίς να την αντιληφτούν, με τη θεά μπροστά της…
Εκεί η κόρη κάθισε του ασπιδοφόρου Δία,
τα μάτια γύρισε αλλού, τον Πάρη αποπήρε…» (Ομήρου Ιλιάδα, ραψ.Γ’ 418-420 και 426-427)
Βλέπουμε πως την χαρακτηρίζει διογέννητη και παρακάτω κόρη του ασπιδοφόρου Δία. Επομένως η Ελένη ήταν ένα όργανο στα θεϊκά παιγνίδια. Έτσι ακόμη κι αν απάτησε τον άντρα της, σ’ αυτή την απάτη οδηγήθηκε από του Δία το θέλημα. Μα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, δεν μαγάρισε το κρεβάτι της, δεν δόθηκε σε βάρβαρο μορφονιό, έστω κι αν αυτό ήθελε η Κύπριδα.
Ας συνεχίσουμε την παράθεση του μύθου.
Τ’ αδέλφια της, οι Διόσκουροι Κάστορας και Πολυδεύκης μάταια κυνήγησαν τους απαγωγείς από της Παλλάδας την ηλιόλουστη πόλη. Στο δρόμο της φυγής οι δύο απαγωγείς, Θησέας και Πειρίθου, έριξαν κλήρο, για να δουν ποιος θα τρυγούσε τα κάλλη της άγουρης ακόμα γυναίκας. Κερδισμένος βγήκε ο Θησέας (*5). Εκείνος τη οδήγησε στην οχυρωμένη Άφινδο. Εκεί ζούσε και η μητέρα του Θησέα, η Αίθρα, που σαν ήταν νέα είχε κάνει του Ποσειδώνα την καρδιά να σκιρτήσει ερωτικά. Οι Διόσκουροι πολιόρκησαν την καστροστεφανωμένη Άφινδο, βρίσκοντας ευκαιρία από του Θησέα την απουσία, που είχε πάει με τον σύντροφό του Πειρίθου στον Άδη για να κλέψουν την Κόρη, σύντροφο θεά και για το φίλο, πήραν πίσω την αδελφή τους κι αιχμάλωτη την βασιλομάνα Αίθρα.
Αφού από μικρή η κόρη έβαλε σε μπελάδες τον Τυνδάρεο, αυτός θέλησε να ξεμπερδέψει μαζί της, και σκέφτηκε να την παντρέψει. Έτσι η σκοτούρα θα ήταν αλλουνού. Σαν έμαθαν της πεντάμορφης το παντρολόγημα, έφτασαν στη Λακεδαίμονα πλήθος οι υποψήφιοι μνηστήρες. Μαζεύτηκαν όλοι οι ηγεμόνες των Αχαιών, ποθώντας να κάνουν την Ελένη ταίρι, και γι’ αυτό σαν παγώνια επιδείκνυαν όλο τον πλούτο, τη δύναμη και το μεγαλείο τους. Μπροστά σε όλους αυτούς τους υποψήφιους γαμπρούς ο Τυνδάρεος βρέθηκε σ’ αμηχανία. Κερδισμένος βγήκε ο ξανθομάλλης Μενέλαος, αδελφός του ρήγα των Μυκηνών, του δυνατού Αγαμέμνονα. Πριν την εκλογή ο πατέρας της Ελένης, αφού άκουσε τη συμβουλή του Οδυσσέα, έβαλε να ορκιστούν τους υποψήφιους μνηστήρες πως χωρίς αντίρρηση θα δέχονταν την εκλογή της κόρης κι αν στο μέλλον ποτέ κάποιος θα προσπαθούσε με τη βία να την στερήσει από τον άντρα της, οι άλλοι θα έστεργαν να τον βοηθήσουν να την πάρει πίσω. Και δέθηκαν με όρκο θυσιάζοντας ένα άλογο στην ιερή κορυφή του Ταΰγετου, που ‘χε πυραμίδας σχήμα. Στους μνηστήρες, που τα κάλλη της διογέννητης Ελένης φέραν στης Σπάρτης το παλάτι, συμπεριλαμβάνονταν όλοι οι ονομαστοί αρχηγοί του στρατού που πήγαν στης Μ. Ασίας να παράλια να κουρσέψουν της Τροίας την πλούσια πόλη. Μόνο θεϊκός Αχιλλέας δεν είχε έρθει στων γαμπρών τη σύναξη, γιατί ήταν παιδόπουλο ακόμη κι είχε μαγευτεί από του Χείρωνα τις διδασκαλίες στο σκιερό Πήλιο. Η θεόμορφη γυναίκα διάλεξε τον ξανθομάλλη Μενέλαο που ‘χε σαν της θάλασσας το χρώμα μάτια, γιατί σαν έγερνε να κοιμηθεί, στου ύπνου τη βαθιά γαλήνη έβλεπε τ’ απέραντα γαλάζια αλμυρά νερά κι έκανε ονειρικά ταξίδια. Ο τυχερός γαμπρός, σαν έγινε του γάμου η λαμπρή τελετή και το πλούσιο γλέντι, εγκαταστάθηκε στης Σπάρτης το παλάτι, ώστε να γίνει ρήγας, όταν ο βασιλιάς θα του παράδινε το σκήπτρο ανήμπορος από των γηρατειών την κούραση.
Αυτή ήταν της Ελένης η ιστορία μέχρι να φτάσει στο παλάτι της Σπάρτης ο οδηγημένος από την Αφροδίτη Πάρης, αφού με ορθόκορμο σκαρί διέσχισε όλου του Αιγαίου τα νερά. Τώρα ας δούμε πως αυτός έφτασε στην πόλη που την ξεδίψαγε ο Ευρώτας:
Ο πατέρας των θεών φρόντισε και για το γάμο της Θέτιδας (*6), της ωραιότερης θυγατέρας του Νηρέα και της Δωρίδας, με τον θνητό Πηλέα. Ο γάμος έγινε στου Χείρωνα του Κένταυρου τη σπηλιά, τη στολισμένη με σχίνα και μυρτιές, πάνω στις από τα πυκνά δέντρα σκιερές πλαγιές του Πηλίου, που η μια πλαγιά βρέχεται από τα ήρεμα σαν το λάδι του Παγασητικού νερά και η άλλη από αφροκεντημένα κυματιστά νερά του Αιγαίου. Όλοι οι θεοί άφησαν τα ουράνια δώματα και κατέβηκαν στο Πήλιο, διασκεδάζοντας μαζί με τους θνητούς. Πλήθος τα θεία δώρα. Καρπός αυτού του γάμου ο τρανότερος και πιότερο ανδρειωμένος άνδρας από καταβολής κόσμου μέχρι σήμερα, ο άτρωτος σ’ όλο το σώμα με τρωτή μόνο τη φτέρνα Αχιλλέας.
Μόνο μια θεά δεν είχαν καλέσει, την ευέξαπτη Έριδα (*7), που πολύ χολώθηκε από την ακαλεσιά. Για να εκδικηθεί, στη μέση της γαμήλιας σύναξης έριξε ευωδιαστό μήλο, με την εντολή να δοθεί στην ομορφότερη. Μα ποια ήταν πιότερο όμορφη; Όχι μόνο οι θνητοί θεωρούν τον εαυτό τους καλύτερο, μα και οι θεοί θαρρούν πως ο καθένας είναι σπουδαιότερος του άλλου. Έτσι τρεις θεές αξίωσαν να πάρουν το Πηλιορίτικο μήλο. Η βασιλοθεά Ήρα, σύντροφος του ύψιστου Ολύμπιου θεού, του αιγιδοφόρου Δία, η παρθενοθεά που βγήκε από την κεφαλή του αστραποβρόντη Δία, η ασπιδοφόρα θεά της σοφίας, η πανώρια Αθηνά, και η θεά του πόθου και του έρωτα, σαρκικού και ουράνιου, η αφρογεννημένη Αφροδίτη διεκδίκησαν της Έριδας το μήλο. Για μη χαλάσει το χατίρι καμιάς ο πονηρός Δίας, αφού κι αυτό ήταν στο σχέδιό του, πρόσταξε το γιο του τον αγγελιοφόρο, τον φτεροπόδαρο Ερμή, να οδηγήσει τις θεές στις χλωροσκέπαστες πλαγιές της Ίδης, όπου το βασιλόπουλο της Τροίας, ο Αλέξανδρος ή Πάρης, με το ραβδί του το καμπυλωτό στην πάνω άκρη έβοσκε του πατέρα του το διαλεχτό κοπάδι.
Σ’ ένα βραχάκι ακουμπισμένος έπαιζε τον αυλό του, σκορπώντας ήχους γλυκούς, ενώ το βουητό των μελισσών κρατούσε σεκόντο, στο από θυμάρι μυρωμένο αγέρα. Τα ‘χασε σαν είδε τις θεές και κοκκίνισε από ντροπή. Τότε ο αργοφονιάς Ερμής του φανέρωσε του Δία την εντολή. Θάμπωσαν τα μάτια σαν έριξε ερευνητικά το βλέμμα στις θεές. Τι ομορφιά ήταν αυτή! Η Ήρα μεστή, αρχέτυπο γυναίκας με όλη τη χάρη και το μεγαλείο της βασίλισσας των αθάνατων και των θνητών. Η φρονιμάδα και η σεμνότητα της παρθενοκόρης αποτυπωμένη στην Αθηνά, που στο ‘να χέρι κρατούσε το μυτερό κοντάρι και στο άλλο τη χρυσοστολισμένη ασπίδα. Άστραφτε από αίγλη η θεά. Κόπηκε η ανάσα του Πάρη μόλις έριξε τη ματιά στην Αφροδίτη. Από τη θωριά της ανέβλυσε πόθος και ηδονικό ανατρίχιασμα. Ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά του. Αυτή ήταν όλες οι θεές κι άγγελοι μαζί. Οι θεές έκαναν ταξίματα για να δελεάσουν το βασιλόπαιδο. Η Ήρα του ‘ταξε να τον κάνει βασιλιά κυρίαρχο σε Ευρώπη κι Ασία, η Αθηνά πως θα τον κάνει τον δυνατότερο πολεμιστή, και η Αφροδίτη να του δώσει την ομορφότερη σ’ ολάκερο τον κόσμο γυναίκα, τη ξακουστή Ελένη. Κλώτσησε η καρδιά μέσα στο στήθος του σαν ακούστηκε της Ελένης το όνομα. Ναρκωμένος από τη σκέψη να φιλήσει τα χείλη και να σφίξει το ουράνιο κορμί της Σπαρτιάτισσας, έδωσε το μήλο στην Κύπριδα, στη θεά που τον πόθο φουντώνει, την άστατη Αφροδίτη.
Στην Τροία δεν είχαν πλεούμενα, γιατί κάποιος παλιός χρησμός τους έλεγε να ασχοληθούν μόνο με της γης την καλλιέργεια και τη βοσκή των γαλακτοφόρων ζώων. Έτσι η Αφροδίτη συμβούλεψε τον Πάρη να φτιάξει λίγα καράβια για το μακρινό ταξίδι. Στα σκαριά δούλεψαν τα ξύλα με την επίβλεψη του Φέρεκλου, του γιου του Τέκτονα του Αρμονίδη, και σε λίγο καιρό ήσαν έτοιμα τα πρώτα πλεούμενα των Τρώων. Γέμισε με δώρα τα καράβια ο ομορφονιός και παρά τις αντιρρήσεις του Έλενου και της Κασσάνδρας, που προφήτεψαν τις συμφορές που θ’ ακολουθούσαν μετά απ’ αυτό το ταξίδι, άπλωσε τα πανιά για των Αχαιών τη χώρα. Σαν έφτασαν στη Λακεδαίμονα, πρώτα τον φιλοξένησαν οι Διόσκουροι, τ’ αδέλφια της Ελένης στις Αμύκλες και στη συνέχεια ο βασιλιάς Μενέλαος στο παλάτι.
Περνούσαν πολύ καλά στης Σπάρτης το παλάτι κι ο Πάρης είχε θαμπωθεί από της Ελένης την ομορφιά και στο μυαλό του έκανε σχέδια ηδονικά. Μα ήθελε την ευκαιρία και στην Κύπριδα μ’ αδημονία προσευχόταν. Κι αυτή, κρατώντας την υπόσχεσή του, του ‘δωσε την ευκαιρία. Ειδοποίησαν τον Μενέλαο πως πέθανε ο παππούς του ο Κατρέας, της μητέρας του ο πατέρας. Μπήκε στα λαμνόκοπα καράβια του παίρνοντας τη ρότα για την Κρήτη. Άφησε φεύγοντας παραγγελιά στη ποθητή γυναίκα του τους ξένους να φροντίσει. Τότε βρήκε την ευκαιρία το φιλοξενούμενο βασιλόπουλο να εκφράσει τον έρωτά του στην Ελένη, που κι αυτής δεν της ήταν αδιάφορος. Εκμεταλλεύτηκε την απουσία του συζύγου κι αφού έκλεψε πολλούς θησαυρούς από το βασιλικό παλάτι, μια σκοτεινή νυχτιά πήρε και την Ελένη κι άπλωσε τα πανιά της επιστροφής στην Τροία, την μακρινή πατρίδα του, όπου έφτασε μετά από πολλές περιπέτειες. Εκεί έκανε του γάμους του με την Ελληνίδα κλεμμένη βασίλισσα, με περισσή λαμπρότητα, καταπώς ταίριαζε στην ωραιότερη γυναίκα της οικουμένης.
Όταν επέστρεψε ο Μενέλαος ζήτησε από τους άρχοντες να τηρήσουν τον όρκο τους να συνδράμουν στην απαγωγή της γυναίκας του κι έτσι οργανώθηκε η μεγάλη εκστρατεία, που έφερε τον δεκαετή Τρωικό πόλεμο, όπου σκοτώθηκαν πάρα πολλοί θνητοί, κι έτσι αλάφρωσε η Γη.
Ο μύθος που παραθέσαμε μέχρι εδώ, έδωσε αφορμή να γράψουν πολλά οι αρχαίοι ποιητές μας. Ο Ευριπίδης στην τραγωδία “Ιφιγένεια η εν Αυλίδι” μέσα από τα λόγια του Αγαμέμνονα, που βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση γιατί πρέπει να θυσιάσει την κόρη του Ιφιγένεια, μας μεταφέρει πως ο Τυνδάρεος δέσμευσε με όρκο τους υποψήφιους μνηστήρες της Ελένης:
« Η κόρη του Θέστιου, Λήδα, γέννησε κόρες τρεις,
τη Φοίβη, την Κλυταιμήστρα, τη γυναίκα μου,
και την Ελένη• γι’ αυτήν ήρθαν γαμπροί
λεβέντες απ’ της Ελλάδας τα μεγάλα τζάκια.
Ο ένας τον άλλο φοβέριζε πως θα ‘φτανε
στο φόνο, αν το κορίτσι δεν έπαιρνε.
Ο πατέρας Τυνδάρεος βρέθηκε στενεμένος,
να τη δώσει, να μη τη δώσει και πώς βόλευε
καλύτερα τα πράματα• και να, τι σοφίστηκε:
να δώσουν οι γαμπροί τα χέρια, να ορκιστούν
με σπονδές στους βωμούς μ’ αυτή τη τη δέσμευση,
οποιανού θα γινόταν η Τυνδαρίδα γυναίκα
να τον συντρέχουν• αν την άρπαζε κανένας
από το σπίτι κι απ’ το κρεβάτι τον έδιωχνε,
όμοια και ίσα βάρβαρος κι Έλληνας, να πάρουν
τα όπλα και να ξεθεμελιώσουν τη χώρα του.
Καλά και πονηρά τους τύλιξε ο γέρος
κι αφού τους χρέωσε, δίνει στην κόρη το λεύτερο
να διαλέξει γαμπρό, όποιον της Αφροδίτης
οι γλυκές οι πνοές κουβαλούσαν.
Κι αυτή διαλέγει, που να μην έσωνε να την πάρει,
το Μενέλαο. Κι ήρθε στη Λακεδαίμονα απ’ τη Φρυγία
ο κριτής των θεών, καταπώς λέει ο μύθος στο Άργος,
σωστό λουλούδι με το φανταχτερό του φόρεμα,
λάμποντας στο χρυσάφι και στα βαρβαρικά λιλιά.
Την πόθησε, τον πόθησε• κι άρπαξε την Ελένη
και πήγε στης Ίδης το μαντρί, μια κι ήταν στα ξένα
φευγάτος ο Μενέλαος• γυρίζει πίσω αυτός τρελός
κι επικαλείται τους παλιούς τους όρκους του Τυνδάρεου
πως πρέπει να συντρέξουν τον απατημένο.
Στα στερνά σηκώνουν οι Έλληνες πόλεμο,
τα όπλα πιάνουν και φτάνουν εδώ,
στα στενά της Αυλίδος περάσματα,
μ’ ασπίδες, σκαριά και πλήθος άτια κι άρματα. » ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Αυλίδι” 49-83 )
H Ιφιγένεια, πριν πάρει την απόφαση να γίνει το σφαχτάρι της θυσίας, για να φυσήξει ούριος άνεμος και να φουσκώσει τα πανιά των πλεούμενων από της Ελλάδα, θρηνεί την τύχη της και λέει για την αιτία της:
« Ίδη, μακάρι να μην έσωνες ποτέ
στο γελαδάρη που μεγάλωσε
για να γενεί Αλέξανδρος να δώσεις στάνη,
σιμά στο λαγαρό νερό,
εκεί στις βρύσες των Νυμφών
και στο λιβάδι που χλωρή φυτρώνει χλόη
κι απ’ τα’ άνθη, ρόδα και υάκινθοι
που παν και κόβουν οι θεές.
Πήγαν κ Κύπρη η δολερή με την Παλλάδα,
η Ήρα κι ο Ερμής, του Δία μαντατοφόρος.
Η Κύπρη για τον πόθο της καμάρωνε,
η Αθηνά Παλλάδα για το δόρυ της
κι η Ήρα, γιατί πλάγιαζε
στου βασιλιά του Δία το κρεβάτι.
Καταραμένη κρίση γύρευαν
μαλώναν για την ομορφιά…..» ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Αυλίδι” 1291-1307)
Η άμοιρη κόρη κατακρίνει την κρίση που γίνεται για την ομορφιά, για πράγματα που περνούν, γιατί η φυσική ομορφιά μαραίνεται με τα χρόνια και μετά θάβεται κάτω από το χώμα. Γι’ αυτήν σημασία έχει το κάλλος της ψυχής, η ομορφιά της καρδιάς και των συναισθημάτων. Αυτό το κάλλος επέδειξε με την εθελούσια θυσία της!
Ο Ευριπίδης στην τραγωδία “Ελένη” μας παρουσιάζει τη μοιραία γυναίκα, την Ελένη, να θρηνεί για την κακή της τύχη:
«Ποιος Έλληνας ή Τρωαδίτης
πελέκησε το πεύκο εκείνο
που ‘φερε τόσα δάκρυα στην Τροία;
Καράβι συμφοράς ο Πάρης
φτιάχνοντας απ’ αυτό εταξίδεψε
με το βαρβαρικό σκαρί του
κι αρμένισε στη χώρα μου
γι’ αυτή τη δύσμοιρη ομορφιά,
τον έρωτά μου να κερδίσει.
Μαζί του η φόνισσα και δολοπλόκα
Κύπριδα, στο χαμό οδηγώντας
Δαναούς και Πριαμίδες• δύστυχη που ‘μαι! » ( Ευριπίδης, “Ελένη” 229- 240 )
Ο Όμηρος μας αναφέρει πως τον ναυπηγό των Τρωαδικών πλοίων σκότωσε ο Μηριόνης (*8):
« Ο Μηριόνης σκότωσε το Φέρεκλο, το τέκνο
του Αρμονίδη Τέκτονα, τον άξιο τεχνίτη,
που η Παλλάδα Αθηνά ξέχωρα αγαπούσε.
Αυτός στον Πάρη έκαμε ισόβαρα καράβια,
αρχή αυτά της συμφοράς και για τους Τρώες όλους
και γι’ αυτόν που δεν ήξερε τι οι θεοί ζητούσαν. » ( Ομήρου “Ιλιάς”, ραψ. Ε’, 59-64)
Κι ως τέλειωσε ο πόλεμος ο αντροφονιάς, κι οι Έλληνες κούρσεψαν το Ίλιο, οι Αχαιοί στρατιώτες σύραν την άπιστη Ελένη για να πάρει το ατιμασμένο ταίρι της από τη Σπάρτη εκδίκηση.
Η Τυνδαρίδα θέλησε ν’ απολογηθεί στον Μενέλαο, όπως μας την παρουσιάζει ο Ευριπίδης στις “Τρωάδες”:
« Ίσως στα όσα πω να μη μου δώσεις
απόκριση καμίαν, είτε νομίσεις
πως έχω δίκιο ή όχι, αφού για εχθρό σου
με λογιάζεις. Όμως πλάι- πλάι
δικές μου και δικές σου κατηγόριες
βάζοντας, θα απαντήσω σ’ όλα εκείνα
που θα ‘λεγες, θαρρώ, ενάντιά μου.
Και πρώτα αυτή που γέννησε τον Πάρη,
γέννησε την αρχή της συμφοράς μας.
Κατόπι ο γέρο Πρίαμος εστάθη
για μένα χαλασμός και για την Τροία,
που δεν εσκότωσε μωρό τον Πάρη,
πικρό δαυλό του ονείρου του μια μέρα.
Άκου μετά και τ΄ άλλα πώς γενήκαν.
Κριτής στις τρεις θεές εκείνος μπήκε
και του ‘ταξε η Παλλάδα να τον κάνει
στους Φρύγες στρατηγό και την Ελλάδα
να την κουρσέψει• υπόσχεση της ήρας
ήταν, αν θα τη διάλεγεν ο Πάρης,
ρήγα να τον θρονιάσει στην Ασία
και την Ευρώπη όση εδώθε πέφτει.
Την ομορφιά μου η Κύπριδα επαινώντας,
του υπόσχονταν σ’ αυτόν πως θα με δώσει
αν έβγαινε ομορφότερη απ’ τις άλλες.
Σκέψου τι έγινε από δω και πέρα.
Νίκησε η Κύπρη τις θεές κι η Ελλάδα
κέρδος από το γάμο μου είχε, τούτο•
αφέντες οι βάρβαροι δεν γίναν,
στον πόλεμο δε σαν νικήσαν, ούτε
σας πήραν δούλους. Όμως της Ελλάδας
η ευτυχία κατάστρεψεν εμένα•
μ’ έχει πουλήσει η ομορφιά μου κι όλοι
με βρίζουν, ενώ θα ‘πρεπε να πάρω
στεφάνι στο κεφάλι μου για τούτα. » ( Ευριπίδης, “Τρωάδες” ,923-946 )
Η μοιροχτυπημένη Εκάβη, του ερειπωμένου Ίλιου η τραγική ρήγισσα και μητέρα του Πάρη, αιχμάλωτη πλέον κι έτοιμη να σαλπάρει για της ξενιτιάς τα μέρη, δοσμένη σαν σκλάβα στον πολύτροπο Οδυσσέα, αντέκρουσε της Ελένης τα λόγια με τον ακόλουθο ισχυρισμό:
«Τις θεές θα διαφεντέψω πρώτα- πρώτα,
δείχνοντας πως αυτή δε λέει αλήθεια.
Εγώ νομίζω πως δεν είναι τόσο
ανόητες η Παλλάδα με την Ήρα,
που η μια να ξεπουλήσει στους βαρβάρους
το Άργος και η άλλη να σκλαβώσει
στους Φρύγες την Αθήνα• κι αν πήγαν
στην Ίδη για ομορφιάς αγώνα, θα ‘ταν
για διασκέδασή τους, για παιγνίδι.
Για ποιο σκοπό θα γύρευεν η Ήρα
της ομορφιάς βραβείο; Για να πάρει
καλύτερο άντρα από το Δία; Ή μήπως
κάποιο θεό να παντρευτεί ζητώντας
η Αθηνά που πήρε απ’ το γονιό της
παντοτινής αγνότητας τη χάρη
και τι γάμο δε στέργει; Μην πασκίζεις
ανόητες τις θεές να κάνεις κι έτσι
τις ατιμίες σου να σκεπάσεις• όποιος
σκέφτεται γνωστικά, δε σε πιστεύει.
Η Κύπριδα είπες- τούτο είναι για γέλια-
πως πήγε στου Μενέλαου το παλάτι
μαζί με το παιδί μου. Δεν μπορούσε,
καθώς βρισκόταν ήσυχη στα ουράνια,
κι εσέ και τις Αμύκλες να σας φέρει
στην Τροία; Ήταν πανέμορφος ο γιος μου
κι ο νους σου έγινε Κύπρη όταν τον είδες•
για τους θνητούς οι τρέλες ξεκινάνε
από την Αφροδίτη• γι’ αυτό μοιάζει
και τ’ όνομά της με την αφροσύνη.
Έχασες τα μυαλά σου βλέποντάς τον
μες στα χρυσά στολίδια του να λάμπει
και στα βαρβαρικά του πλούσια ρούχα.
Ζώντας στο Άργος φτωχικά, θαρρούσες
πως απ’ τη Σπάρτη φεύγοντας θα ζήσεις
μες στα χρυσάφια κολυμπώντας, όταν
εδώ θα ‘ρχόσουν στων Φρυγών την πόλη.
Τα σπίτια του Μενέλαου δε σου φτάναν
για τις σπατάλες και την ξιπασιά σου.
Πάει κι αυτό. Μην πεις πως με τη βία
Σε πήρε ο γιος μου. Και ποιος Σπαρτιάτης
σ’ άκουσε τάχα; Φώναξες καθόλου;
Δεν ήταν κει τ’ αδέρφια σου, ο λεβέντης
ο Κάστορας κι ο Πολυδεύκης; Άστρα
δεν είχαν γίνει ακόμη….. » ( Ευριπίδης, “Τρωάδες”, 980-1012 )
Ο Ευριπίδης και στην “Ανδρομάχη” αναφέρει σαν αιτία του αφανισμού της Τροίας τη διαμάχη των τριών θεών για την ομορφιά και την κρίση του Πάρη. Ο χορός, αποτελούμενος από γυναίκες της Φθίας, λέει:
« Γέννησε μεγάλες συμφορές
ο βλαστός του Δία και της Μαίας,
όταν έφτασε στης Ίδης το φαράγγι
το καλοζεμένο του οδηγώντας
άρμα που το σέρναν τρία πουλάρια
με τις τρεις θεές που ‘χαν αμάχη
για την ομορφιά τρανή• στις στάνες
το ‘φερε του γελαδάρη, στην καλύβα
του παλικαριού που ζούσε,
μοναχός τσοπάνος στο μαντρί του.
Έφτασαν στη σύδεντρη κοιλάδα,
σε τρεχούμενες πηγές βουνίσιες
λούσαν τα κορμιά τους που ξεστράφταν
και στον Πάρη πήγανε, κουβέντες
λέγοντας πικρές η μια στην άλλη
για την ομορφιά τους• η Αφροδίτη
νίκησε με λόγια πλανερά
κι όμορφα καθώς τ’ ακούς, μα εφέραν
συμφορά στη δόλια πόλη των Φρυγών
και στης Τροίας την ακρόπολη. » ( Ευριπίδης, “Ανδρομάχη” ,275-292
Γνωρίζουμε την απιστία της Ελένης και πως στάθηκε η αιτία του αντροφθόρου πολέμου και του ξεκληρίσματος του Ιλίου. Μα έγιναν έτσι τα γεγονότα; Ο Δίας μπορούσε ν’ αφήσει ν’ ατιμαστεί το όνομα της θυγατέρας του Ελένης; Θα επέτρεπε, την διευκόλυνση στα σχέδιά του για ν’ αφανιστεί ένα μέρος της ανθρωπότητας, να την επωμιστεί μια γυναίκα, που χωρίς να το θέλει έγινε το έπαθλο της κρίσης για τις θεές;

------------------------------------------------------------------------------
(*1). Μώμος: γιος της Νύχτας κι αδερφός των Εσπερίδων. Προσωποποίηση της μομφής, του σαρκασμού, της κατάκρισης. Αρχικά ζούσε στον Όλυμπο σαν σύμβουλος των θεών, αλλά στη συνέχεια ο Δίας τον έριξε στη γη μαζί με την Άτη, γιατί η αδιάκοπη κριτική του, οι αποδοκιμασίες του και οι προτάσεις του να βελτιωθεί το καθετί αποτελούσαν κώλυμα για την μακαριότητα των θεών.

(*2) Τυνδάρεος: ήταν γιος του βασιλιά της Σπάρτης Οίβαλου και της Γοργοφόνης, της κόρης του Περσέα. Από τη Γοργοφόνη ο Οίβαλος απόχτησε και τον Ικάριο, ενώ είχε κι έναν μεγαλύτερο γιο, το νόθο Ιππακόοντα από τη Στρατονίκη. Όταν πέθανε ο βασιλιάς στο θρόνο ανέβηκε ο Ιπακκόοντας, σαν μεγαλύτερος, που έδιωξε τ’ αδέρφια του από τη Λακεδαίμονα. Έτσι ο Ικάριος και ο Τυνδάρεος κατέφυγαν στην Καλυδώνα, όπου ο Ικάριος νυμφεύτηκε τη Ναϊάδα Περίβοια. Το ζευγάρι απόχτησε πέντε γιους και μια κόρη, την Πηνελόπη, που έγινε γυναίκα του πολυμήχανου Οδυσσέα. Στην Αιτωλία ο Τυνδάρεος βοήθησε τον Θέστιο σε πόλεμο με τους γείτονές του, κι αυτός για να τον ευχαριστήσει τον πάντρεψε με την ομορφοθυγατέρα του Λήδα.
Το βασιλόπουλο επέστρεψε στη Σπάρτη, όταν ο Ηρακλής σκότωσε τον Ιπποκόοντα με τους γιους του, οπότε έχοντας του Θηβαίου ήρωα την υποστήριξη ο Τυνδάρεος πήρε τη βασιλεία.

(*3) Στα χρόνια του Παυσανία έδειχναν ακόμη στη Σπάρτη ένα αυγό, που ήταν δεμένο με ταινίες και κρεμασμένο από την οροφή του ιερού των Λευκιππίδων, το οποίο λέγαν πως ήταν εκείνο που γέννησε η Λήδα.

(*4). Η επικοινωνία των ανθρώπων με το θείο, η εγκαθίδρυση αχειροποιήτου ναού, στον μυστικισμό γίνεται δια της σοφίας, της ισχύος και του κάλλους. Γίνεται η ακόλουθη επίκληση: - Η Σοφία ας μας καθοδηγεί στην ανοικοδόμηση του Ναού της Αρετής.
– Δια της Ισχύος ας στερεωθεί. – Και δια του κάλλους ας διακοσμηθεί.

(*5). Στο Άργος υπήρχε η παράδοση πως όταν η Ελένη επέστρεψε στη Σπάρτη γέννησε κόρη από τον Θησέα. Αφού ήταν ανύπαντρη, την εμπιστεύτηκε στη μεγαλύτερη αδελφή της την Κλυταιμήστρα, που ήδη ήταν με τον Αγαμέμνονα παντρεμένη, και η οποία την μεγάλωσε σαν να ήταν δική της κόρη. Ο καρπός του πρόσκαιρου και περιπετειώδους ερωτικού σμιξίματος Ελένης και Θησέα ήταν η ονομαστή Ιφιγένεια, η πασίγνωστη σαν κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμήστρας.

(*6). Θέτιδα: είναι θαλάσσια θεότητα. Για την αγάπη της ήρθαν αντιμέτωποι ο συννεφοσυνάχτης Δίας και ο κοσμοσείστης Ποσειδώνας. Τόσο ο αφέντης της στεριάς, όσο κι ο αφέντης της θάλασσας ήθελαν να χαρούν το δροσερό, γεμάτο αρμύρα, κορμί της Νηρηίδας. Μα αυτή, σαν θεά, γνώριζε της Μοίρας τα γραμμένα, γιατί οι Μοίρες είχαν ορίσει ο γιος που θα γενιόταν θα γινόταν πιο δυνατός από τον πατέρα του και θα του ‘περνε την εξουσία. Έτσι η θαλασσοθεά φανέρωσε στους σαϊτεμένους από του φτερωτού έρωτα τις γλυκόσκιρτες σαϊτες τρανούς θεούς, πως θα γεννούσε γιο πιότερο δυνατό στο κοντάρι από το αστροπελέκι του κεραυνοβρόντη Δία ή από την τρίαινα του θαλασσοταραχτή Ποσειδώνα. Για να μην ανατραπεί του κόσμου η τάξη, ήταν καλύτερο να μοιραστεί ενός θνητού την κλίνη. Έτσι η τιμή ενός τέτοιου γάμου έπεσε στον θεοσεβούμενο Πηλέα. Ο γάμος ορίστηκε να γίνει στο δεντρόφυτο Πήλιο, στη σπηλιά του Χείρωνα, μια νύχτα μ’ ολόγιομο το φεγγάρι.
Πως ο θνητός γνώρισε τη θαλασσοθεά; Ήταν μια νυχτιά που η πανσέληνος έκανε ν’ ασημοκοπά στεριά και θάλασσα. Ο Πηλέας είδε τη Νηρηίδα Θέτιδα να χορεύει όλο χάρη στο ασημολουσμένο ακρογιάλι, κοντά στο ακρωτήρι της Σηπιάδας της θεσσαλικής Μαγνησίας, μαζί με τις αδελφές της. Μα αυτή ξεχώριζε τόσο στην ομορφιά, όσο και στου χορού τις φιγούρες. Θαμπώθηκε ο νέος από θωριά της θεάς κι αμέσως ένιωσε την καρδιά του να σκιρτά από αγάπη. Ήταν όμως θνητός και πώς θα μπορούσε να κάνει δική του την φεγγαρολουσμένη θεά; Ζήτησε τη συμβουλή του φίλου του Κένταυρου Χείρωνα, που τον ορμήνεψε να παραμονέψει κάποια άλλη νυχτιά με πανσέληνο κι ως θα ‘ρχόταν να χορέψει η θεά, ξάφνου να ορμήξει και σφιχτά να την αδράξει χωρίς διόλου να ταραχτεί αν άλλαξε όψεις. Έτσι κι έγινε. Σαν είδε την πανώρια θεά να λικνίζεται με χάρη αλαφροπατώντας πάνω στις ασημένιες της θάλασσας ανταύγειες, όρμησε με του έρωτα την αποκοτιά και την έσφιξε στον κόρφο του, ανατριχιάζοντας από το θεϊκό άγγιγμα. Αυτή πήρε πάμπολλες μορφές, έγινε ολόλαμπρη φωτιά, λιονταρίνα μ’ άγριο βρυχηθμό, δολιχόγλωσσο φίδι, παγωμένο νερό, αλλά του κάκου, ο Πηλέας την γεροκρατούσε. Αποκαμωμένη έγινε, στο τέλος, και πάλι γυναίκα και δέχτηκε να γίνει ομόκλινή του.

(*7). Έρις: κόρη της Νύχτας, θεά της διχόνοιας και της φιλονικίας. Τη μισούσαν όλοι οι θεοί και οι άνθρωποι, εκτός από τον Άρη και τις Κήρες. Έμεινε στη μυθολογική συνείδηση του κόσμου για το μήλο που έριξε το χρυσό μήλο με την επιγραφή « στην ωραιότερη» στη σύναξη των θεών κατά το γάμο της Θέτιδας με τον Πηλέα.

(*8). Μηριόνης: ήρωας του Τρωικού πολέμου, γιος του Μόλου από την Κρήτη. Διακρίθηκε για την αντρεία του. Ήταν ο οδηγός του άρματος του Ιδομενέα ( από τους πλέον ανδρείους ήρωες ), του βασιλιά της Κρήτης, που ήταν γιος του Δευκαλίωνα κι εγγονός του Μίνωα.
« Ο ξακουστός στον πόλεμο Ιδομενέας είχε
την αρχηγία των Κρητών• στην Κνωσό αυτοί ζούσαν,
στην τειχισμένη Γόρτυνα, στη Μίλητο, στη Λύκτο,
στον κάτασπρο το Λύκασο, στη Φαιστό και στο Ρύτιο,
πόλεις καλοκατοίκητες, σ’ άλλα της Κρήτης μέρη,
που έχει πόλεις εκατό• κι ήταν οι αρχηγοί τους
ο Ιδομενέας κι ίδιος Άρης ο Μηριόνης. » ( Ομήρου “Ιλιάς”, ραψ. Β’, 645-651)


Δεν υπάρχουν σχόλια: