Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Τιμόκλεια η Θηβαία

[[ δαμ- ων ]]

Η Τιμόκλεια ήταν μια Θηβαία αρχοντοπούλα, αδελφή του στρατηγού Θεαγένη, αρχηγού του στρατού της Θήβας στη μάχη της Χαιρώνειας, όπου οι Θηβαίοι κατανικήθηκαν και κατακρεουργήθηκαν. Εκεί, στο πεδίο της μάχης έπεσαν μέχρι ενός και οι τριακόσιοι μαχητές του Ιερού Λόχου, του επίλεκτου σώματος των Θηβαίων. Μετά τη μάχη ο Φίλιππος εξάντλησε όλη την αυστηρότητά του. Θέλοντας να τιμωρήσει τη Θήβα για τον ηγεμονικό ρόλο που είχε αναλάβει (συχνά παρά τη θέληση άλλων βοιωτικών πόλεων) μέσα στο Κοινό των Βοιωτών, αφαίρεσε τη δικαιοδοσία της επάνω σε γειτονικές πόλεις, όπως ο Ορχομενός, οι Πλαταιές, τις οποίες κατέστησε ελεύθερες, ή ο Ωρωπός, τον οποίο έδωσε στους Αθηναίους. Επίσης εγκατέστησε μακεδονικές φρουρές στην ακρόπολη της Θήβας, την Καδμεία, ενώ επέτρεψε σε μόνο 300 πολίτες να διατηρήσουν τα πολιτικά δικαιώματά τους. Η Θήβα έτσι έχασε τον ηγετικό ρόλο της στη Βοιωτία και ταπεινώθηκε στα μάτια των πρώην συμμάχων της.
Φαίνεται όμως πως η Θήβα δεν απεμπόλησε τον πάλαι ποτέ κυριαρχικό ρόλο της, γιατί 3 χρόνια αργότερα, μετά τη δολοφονία του Φιλίππου (336 π.Χ.) και ενώ ο Αλέξανδρος βρισκόταν σε εκστρατεία στην Ιλλυρία, η αντιμακεδονική παράταξη ανασυστάθηκε στην πόλη, καταλύοντας τη μακεδονική φρουρά της Καδμείας και σκοτώνοντας ορισμένα μέλη της μακεδονικής παράταξης. Οι πράξεις αυτές αντέβαιναν στις αρχές του Κοινού των Ελλήνων, το οποίο είχε προσυπογράψει η Θήβα. Ο Αλέξανδρος, φοβούμενος ότι η ανταρσία θα μεταδιδόταν και σε άλλες ελληνικές πόλεις, ξεκίνησε την αστραπιαία κάθοδό του προς τη Στερεά Ελλάδα, καλύπτοντας με το στρατό του, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διασώζει ο Αρριανός, περισσότερο από 250 μίλια σε λιγότερο από 15 ημέρες. Ο Αλέξανδρος στρατοπέδευσε έξω από τη Θήβα, δίνοντας διορία στους Θηβαίους να μεταμεληθούν και να υποχωρήσουν, μέσα στην πόλη όμως υπερίσχυσε η φιλοπόλεμη παράταξη.

Η συνέχεια >>> εδώ …

Τελικά το έναυσμα της μάχης δόθηκε από τον Περδίκκα, που προκάλεσε τους Θηβαίους να επιτεθούν. Οι πύλες της πόλης αλώθηκαν και ο στρατός, αποτελούμενος όχι μόνο από Μακεδόνες, αλλά και από Βοιωτούς που είχαν υποφέρει κάτω από την κυριαρχία της Θήβας τα προηγούμενα χρόνια, επιδόθηκε σε συστηματική καταστροφή και λεηλασία. Ο Αλέξανδρος έδωσε εντολή να σεβαστούν μερικά μόνο σπίτια, μεταξύ αυτών και του ποιητή Πινδάρου, καθώς και την Τιμόκλεια, αδελφή του Θηβαίου στρατηγού Θεαγένη. Μετά τη λεηλασία ο Αλέξανδρος συγκάλεσε συμβούλιο όπου αποφασίστηκε η παραδειγματική τιμωρία της Θήβας, που περιλάμβανε την ολοκληρωτική ισοπέδωση της πόλης.
Η Τιμόκλεια αναφέρεται για τη γενναιότητά της, και κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε στην ιστορία της αρχαίας συμπατριώτισσάς μας. Μετά την άλωση της Θήβας από τους Μακεδόνες και τους συμμάχους τους, σώμα Θρακών οπλιτών με επικεφαλής έναν αξιωματικό μπήκε στο σπίτι της Τιμόκλειας, ένα αρχοντόσπιτο και «έκλεψε παρ’ αυτής ό,τι εις χρήμα και τιμήν είχε». Ο αξιωματικός αφού βίασε την Τιμόκλεια, την απειλούσε ότι θα τη σκότωνε αν δεν του έδινε όλα τα τιμαλφή της οικογένειας και όλα τα πολύτιμα οικογενειακά κειμήλια που είχε το σπίτι του Θεαγένη. Η Τιμόκλεια δεν του αποκάλυψε τίποτα. Αποφάσισε όμως ότι ο μόνος τρόπος να απαλλαγεί απ αυτόν ήταν να τον σκοτώσει. Έτσι προσποιήθηκε ότι θα του έδινε όλα τα κοσμήματα και τα τιμαλφή του σπιτιού.
Η Τιμόκλεια ισχυρίστηκε πως είχαν κρύψει τα πάντα στο πηγάδι της αυλής για ασφάλεια. Ο αξιωματικός ενθουσιάστηκε. Της ζήτησε να πάνε αμέσως να βγάλουν το θησαυρό χωρίς να υπολογίζει ούτε τον κίνδυνο, ούτε τη νύχτα και χωρίς να φαντάζεται τις προθέσεις της. Η Τιμόκλεια τον οδήγησε στην αυλή. Ο εισβολέας έσκυψε και κοίταγε το βαθύ πηγάδι και εκείνη του έφεγγε με το δαυλό. Τότε τον έσπρωξε και έπεσε στον πάτο του πηγαδιού. Η Θηβαία για να τον αποτελειώσει του πέταξε μεγάλες πέτρες και του φώναζε: «Έτσι πεθαίνουν όσοι κλέβουν τους θησαυρούς που δεν τους ανήκουν».
Το σώμα των Θρακών οπλιτών τη συνέλαβε και παραδόξως, αντί να τη σκοτώσουν επί τόπου, την οδήγησαν δέσμια μπροστά στον Αλέξανδρο για να την τιμωρήσει. Μπροστά στον νεαρό Αλέξανδρο στάθηκε με γενναιότητα. Ο Αλέξανδρος την ρώτησε, τι περίμενε να της συμβεί μετά από την πράξη της. Η Τιμόκλεια του απάντησε ότι αδερφός της ήταν ο στρατηγός Θεαγένης που έπεσε πολεμώντας γενναία, υπερασπιζόμενος την πόλη και την οικογένειά του: «ἐμοὶ Θεαγένης ἦν ἀδελφός, ὃς ἐν Χαιρωνείᾳ στρατηγῶν καὶ μαχόμενος πρὸς ὑμᾶς ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἐλευθερίας ἔπεσεν, ὅπως ἡμεῖς μηδὲν τοιοῦτον πάθωμεν». Το ίδιο είχαν κάνει σε προηγούμενες μάχες εναντίον του Φιλίππου, ο πατέρας της και ο άντρας της. Του είπε επίσης ότι αν δεν την κρατούσαν τα δεσμά της θα τον κατασπάρασσε με τα ίδια της τα νύχια, επειδή αυτός ευθύνεται για την καταστροφή της πόλης και τον θάνατο τόσων ανθρώπων. Του υποσχέθηκε ότι θα κάνει τα παιδιά της γενναίους αετούς να κατασπαράξουν μια μέρα τον μεγάλο δράκοντα, που ευθύνεται για όλα. Γύρισε τότε στα παιδιά της και είπε «Παιδιά μου αυτός είναι ο φονιάς της πατρίδας μας».
Τότε γύρισε και έφτυσε το Αλέξανδρο δείχνοντάς του όλη την αηδία που ένιωθε. Οι στρατιώτες έπεσαν πάνω της, αλλά ο Αλέξανδρος τους διέταξε να την αφήσουν ελεύθερη. Εκτίμησε τη γενναιότητά της και είπε ότι αν ζούσε ο αξιωματικός που την πρόσβαλλε θα τον τιμωρούσε παραδειγματικά. Έδωσε εντολή να αφεθεί η Τιμόκλεια ελεύθερη και οι στρατιώτες του να την προστατεύσουν και να την οδηγήσουν με ασφάλεια στο σπίτι του Πινδάρου που ήταν το μοναδικό σπίτι που δεν είχε καταστραφεί.
Η Τιμόκλεια δεν πήρε μέρος στη μάχη της Χαιρώνειας, η γενναιότητά της όμως ήταν αντάξια κάθε ηρωισμού, γι΄ αυτό και ο Αλέξανδρος τη σεβάστηκε και την τίμησε, αν και τον έφτυσε μπροστά στο στρατό του. Ο Αλέξανδρος όμως δεν ήταν ένας συμπλεγματικός ή προβλέψιμος στρατιωτικός, αλλά ένας μορφωμένος νέος που διάβαζε με το δικό του καλλιεργημένο τρόπο τις ανθρώπινες πράξεις.
Ο Βοιωτός ιστορικός Γεώργιος Τσεβάς (1866- 1944) στο βιβλίο του “Ιστορία της Θήβας και της Βοιωτίας”, το οποίο επανεκδόθηκε στη δημοτική γλώσσα το 2006 από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Θηβαίων, κρίνοντας την στάση του Μ. Αλέξανδρου απέναντι στην Τιμόκλεια, αναφέρει: «Καλούμαστε όμως να θαυμάσουμε τον Αλέξανδρο και για μια ακόμη μεγαλόφρονα πράξη και να ξεχάσουμε τη θηριωδία τους ενάντια στους Θηβαίους. Πρόκειται για την ιπποτική του συμπεριφορά στην Τιμόκλεια, την αδερφή του στρατηγού Θεαγένη.»
Ο Πλούταρχος στο βιβλίο του “Γυναικών αρεταί”, αναφέρεται στην ηρωική πράξη της Τιμόκλειας. Παραθέτουμε το σχετικό κείμενο:
«Θεαγένης ὁ Θηβαῖος, Ἐπαμεινώνδᾳ καὶ Πελοπίδᾳ καὶ τοῖς ἀρίστοις ἀνδράσι τὴν αὐτὴν ὑπὲρ τῆς πόλεως λαβὼν διάνοιαν, ἔπταισε περὶ τὴν κοινὴν τύχην τῆς Ἑλλάδος ἐν Χαιρωνείᾳ, κρατῶν ἤδη καὶ διώκων τοὺς κατ’ αὐτὸν ἀντιτεταγμένους. ἐκεῖνος γὰρ ἦν ὁ πρὸς τὸν ἐμβοήσαντα «μέχρι ποῦ διώκεις;» ἀποκρινάμενος «μέχρι Μακεδονίας.» ἀποθανόντι δ’ αὐτῷ περιῆν ἀδελφὴ μαρτυροῦσα κἀκεῖνον ἀρετῇ γένους καὶ φύσει μέγαν ἄνδρα καὶ λαμπρὸν γενέσθαι• πλὴν ταύτῃ γε καὶ χρηστὸν ἀπολαῦσαί τι τῆς ἀρετῆς ὑπῆρξεν, ὥστε κουφότερον, ὅσον τῶν κοινῶν ἀτυχημάτων εἰς αὐτὴν ἦλθεν, ἐνεγκεῖν. ἐπεὶ γὰρ ἐκράτησε Θηβαίων Ἀλέξανδρος, ἄλλοι δ’ ἄλλα τῆς πόλεως ἐπόρθουν ἐπιόντες, ἔτυχε τῆς Τιμοκλείας τὴν οἰκίαν καταλαβὼν ἄνθρωπος οὐκ ἐπιεικὴς οὐδ’ ἥμερος ἀλλ’ ὑβριστὴς καὶ ἀνόητος• ἦρχε δὲ Θρᾳκίου τινὸς ἴλης καὶ ὁμώνυμος ἦν τοῦ βασιλέως οὐδὲν δ’ ὅμοιος. οὔτε γὰρ τὸ γένος οὔτε τὸν βίον αἰδεσθεὶς τῆς γυναικός, ὡς ἐνέπλησεν ἑαυτὸν οἴνου, μετὰ δεῖπνον ἐκάλει συναναπαυσομένην. καὶ τοῦτο πέρας οὐκ ἦν• ἀλλὰ καὶ χρυσὸν ἐζήτει καὶ ἄργυρον, εἴ τις εἴη κεκρυμμένος ὑπ’ αὐτῆς, τὰ μὲν [ὡς] ἀπειλῶν τὰ δ’ ὡς ἕξων διὰ παντὸς ἐν τάξει γυναικός. ἡ δὲ δεξαμένη λαβὴν αὐτοῦ διδόντος «ὤφελον μέν» εἶπε «τεθνάναι πρὸ ταύτης ἐγὼ τῆς νυκτὸς ἢ ζῆν, <ὥστε> τὸ γοῦν σῶμα πάντων ἀπολλυμένων ἀπείρατον ὕβρεως διαφυλάξαι• πεπραγμένων δ’ οὕτως, εἴ σε κηδεμόνα καὶ δεσπότην καὶ ἄνδρα δεῖ νομίζειν, τοῦ δαίμονος διδόντος, οὐκ ἀποστερήσω σε τῶν σῶν• ἐμαυτὴν γάρ, ὅ τι βούλῃ σύ, ὁρῶ γεγενημένην. ἐμοὶ περὶ σῶμα κόσμος ἦν καὶ ἄργυρος ἐν ἐκπώμασιν, ἦν τι καὶ χρυσοῦ καὶ νομίσματος. ὡς δ’ ἡ πόλις ἡλίσκετο, πάντα συλλαβεῖν κελεύσασα τὰς θεραπαινίδας ἔρριψα, μᾶλλον δὲ κατεθέμην εἰς φρέαρ ὕδωρ οὐκ ἔχον• οὐδ’ ἴσασιν αὐτὸ πολλοί• πῶμα γὰρ ἔπεστι καὶ κύκλῳ περιπέφυκεν ὕλη σύσκιος. ταῦτα σὺ μὲν εὐτυχοίης λαβών, ἐμοὶ δ’ ἔσται πρός σε μαρτύρια καὶ γνωρίσματα τῆς περὶ τὸν οἶκον εὐτυχίας καὶ λαμπρότητος.» ἀκούσας οὖν ὁ Μακεδὼν οὐ περιέμεινε τὴν ἡμέραν, ἀλλ’ εὐθὺς ἐβάδιζεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἡγουμένης τῆς Τιμοκλείας• καὶ τὸν κῆπον ἀποκλεῖσαι κελεύσας, ὅπως αἴσθοιτο μηδείς, κατέβαινεν ἐν τῷ χιτῶνι. στυγερὰ δ’ ἡγεῖτο Κλωθὼ τιμωρὸς ὑπὲρ τῆς Τιμοκλείας ἐφεστώσης ἄνωθεν. ὡς δ’ ᾔσθετο τῇ φωνῇ κάτω γεγονότος, πολλοὺς μὲν αὐτὴ τῶν λίθων ἐπέφερε πολλοὺς δὲ καὶ μεγάλους αἱ θεραπαινίδες ἐπεκυλίνδουν, ἄχρι οὗ κατέκοψαν αὐτὸν καὶ κατέχωσαν. ὡς δ’ ἔγνωσαν οἱ Μακεδόνες καὶ τὸν νεκρὸν ἀνείλοντο κηρύγματος ἤδη γεγονότος μηδένα κτείνειν Θηβαίων, ἦγον αὐτὴν συλλαβόντες ἐπὶ τὸν βασιλέα καὶ προσήγγειλαν τὸ τετολμημένον. ὁ δὲ καὶ τῇ καταστάσει τοῦ προσώπου καὶ τῷ σχολαίῳ τοῦ βαδίσματος ἀξιωματικόν τι καὶ γενναῖον ἐνιδὼν πρῶτον ἀνέκρινεν αὐτὴν τίς εἴη γυναικῶν. ἡ δ’ ἀνεκπλήκτως πάνυ καὶ τεθαρρηκότως εἶπεν «ἐμοὶ Θεαγένης ἦν ἀδελφός, ὃς ἐν Χαιρωνείᾳ στρατηγῶν καὶ μαχόμενος πρὸς ὑμᾶς ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἐλευθερίας ἔπεσεν, ὅπως ἡμεῖς μηδὲν τοιοῦτον πάθωμεν• ἐπεὶ δὲ πεπόνθαμεν ἀνάξια τοῦ γένους, ἀποθανεῖν οὐ φεύγομεν• οὐδὲ γὰρ ἄμεινον ἴσως ζῶσαν ἑτέρας πειρᾶσθαι νυκτός, εἰ σὺ τοῦτο μὴ κωλύσεις.» οἱ μὲν οὖν ἐπιεικέστατοι τῶν παρόντων ἐδάκρυσαν, Ἀλεξάνδρῳ δ’ οἰκτείρειν μὲν οὐκ ἐπῄει τὴν ἄνθρωπον ὡς μείζονα συγγνώμης πράξασαν, θαυμάσας δὲ τὴν ἀρετὴν καὶ τὸν λόγον εὖ μάλα καθαψάμενον αὐτοῦ, τοῖς μὲν ἡγεμόσι παρήγγειλε προσέχειν καὶ φυλάττειν, μὴ πάλιν ὕβρισμα τοιοῦτον εἰς οἰκίαν ἔνδοξον γένηται, τὴν δὲ Τιμόκλειαν ἀφῆκεν αὐτήν τε καὶ πάντας, ὅσοι κατὰ γένος αὐτῇ προσήκοντες εὑρέθησαν.»
Η γενναία Θηβαία ήταν ατρόμητη μπροστά στο θάνατο! Όπως αναφέρει ο Παυσανίας, με ψηλά το κεφάλι είπε στον Αλέξανδρο: «Επειδή δε, έχουμε δοκιμάσει πολλά, ανάξια της καταγωγής και της ανατροφής μας, δεν φοβόμαστε τον θάνατο, διότι προτιμότερος είναι αυτός, από τα όσα άκουσα και έπαθα από τον βάρβαρο αξιωματικό σου μέσα στο τιμημένο σπίτι μου.»
Έτσι, όπως τόνισε η Τιμόκλεια: «Στο θάνατο πηγαίνουν οι τιμημένοι»!




Δεν υπάρχουν σχόλια: