Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Η γενναιόκαρδη Αντιγόνη


[[ δαμ- ων ]]

Α΄ μέρος
Η Αντιγόνη, αν και γυναίκα, αποτελεί ένα πρότυπο γενναιοφροσύνης, οδηγούμενη στον θάνατο λόγω των ηθικών της αρχών. Στην σημερινή εποχή, που οι ηθικές αρχές έχουν εκλείψει, είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε στη μυθολογική μας παράδοση για ν’ αντλήσουμε παραδείγματα, αλλά και διδάγματα.
Ας δούμε τον σχετικό μύθο:
[[ Ο ρήγας της Θήβας, ο γρηγορόμυαλος Οιδίποδας, αφού σαν στρατοκόπος έλυσε της γυκαικολιονταρίνας, της φοβερής Σφίγγας, το αίνιγμα, ανέβηκε στο θρόνο, παίρνοντας, χωρίς να το γνωρίζει, γυναίκα του τη γυναίκα, που τον είχε φέρει στον κόσμο, μάνα και συνάμα συντρόφισσα την Ιοκάστη. Απόχτησαν τέσσερα παιδιά, δυο αγόρια, τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή, και δυο κόρες, την Αντιγόνη και την Ισμήνη. Η μοίρα από την ευτυχία στην μαύρη απελπισία τους έσπρωξε, κι η ντροπή κι ο θάνατος σφράγισαν το παλάτι. Όταν αποκαλύφθηκε πως ο Οιδίποδας ήταν φονιάς του γονιού του κι ανόσιο ταίρι της μάνας του, η Ιοκάστη μπροστά στην αισχύνη του αφύσικου σμιξίματος κρεμάστηκε, ενώ ο Οιδίποδας έβγαλε τα μάτια του για να μη βλέπει τα κρίματά του και του κόσμου τον περίγελο. Αφού στη θέση του άφησε τον γυναικάδελφο Κρέοντα, γιατί τα αγόρια του ήσαν ανήλικα, πήρε της ξενιτιάς τη στράτα αυτοεξοριζόμενος.
Όταν μεγάλωσαν οι γιοι, ο θείος τους τους παρέδωσε τη βασιλεία. Τα δυο αδέλφια συμφώνησαν να βασιλέψουν με εναλλαγή της αρχής, για ένα χρόνο ο καθένας. Αφού πρώτα κάθισε στο θρόνο ο Πολυνείκης, ο μεγαλύτερος, μετά παρέδωσε την εξουσία στον Ετεοκλή (*1). Φαίνεται του καλάρεσε του μικρού η αίγλη της βασιλείας, κι όταν τελείωσε ο χρόνος του, αρνήθηκε να την παραδώσει. Χολώθηκε τότε ο Πολυνείκης κι έφυγε για το Άργος. Εκεί, όντας βασιλόπουλο, παντρεύτηκε του βασιλιά Άδραστου την ομορφοθυγατέρα Αργεία. Ο διωγμένος Πολυνείκης επιθυμούσε να γυρίσει στον τόπο του κι εκδίκηση να πάρει από του αδελφού το ανάδελφο φέρσιμο. Ο πεθερός ζήτησε τη βοήθεια των άλλων βασιλιάδων της Πελοποννήσου κι οργάνωσε εκστρατεία, που στην ιστορία έμεινε σαν “εκστρατεία των επτά”, γιατί επτά τρομεροί στρατηγοί ανέλαβαν να οδηγήσουν στη μάχη τους πολεμιστές της “Αργείας στρατιάς”. Καθένας στρατηγός ανέλαβε από μια πύλη της επτάπυλης Θήβας. Ο Ετεοκλής οργάνωσε την άμυνα της πόλης κι απέναντι σε κάθε εισβολέα στρατηγό αντιπαρέθεσε έναν ατρόμητο θηβαίο στρατηγό. Στην έβδομη πύλη βρέθηκαν αντιμέτωποι οι δύο γιοι του Οιδίποδα.
Κι ως άρχισε ο αντροφθόρα μάχη, η γης βάφτηκε από αίμα παλικαριών. Πολλά γιουρούσια έκαμαν οι λευκάσπιδοι Αργείοι για να κουρσέψουν του Αμφίονα το κάστρο, μα περίσσεια ήταν και τον Θηβαίων η ανδρεία, που την ορμή των ξένων αντέκοφταν σωριάζοντας στα θέμελα του λυροχτισμένου κάστρου ξέπνοα κορμιά. Μπροστά σ’ αυτό το χαλασμό ο Ετεοκλής πήρε την πρωτοβουλία, αφού ο πόλεμος γινόταν για τη διαμάχη των δύο αδελφών, ήταν κρίμα τόσοι άνδρες να αδικοχαθούν. Τιμιότερο θα ήταν οι δυο αντίμαχοι με τα κοντάρια και τα ξίφη τους να λύσουν τις διαφορές τους. Κι όποιος έπεφτε αιμύφυρτος στη γη, αυτός να ήταν ο νικημένος. Έτσι αν ο Πολυνείκης έγερνε με τη ψυχή στο στόμα, να έφευγαν οι Αργείοι για την πατρίδα τους. Μα, αν ο Ετεοκλής έπεφτε νικημένος, τότε να γινόταν της πόλης βασιλιάς ο Πολυνείκης. Οι δυο στρατοί με ανακούφιση δέχτηκαν την πρόταση, κι έτσι καταμεσής του κάμπου στάθηκαν τ’ αδέλφια μονομάχοι. Σαν αγρίμια μάχονταν με μάνητα μεγάλη. Κι ως έσπασαν τα κοντάρια, έβγαλαν από τα θηκάρια τα σπαθιά. Ώρα πολλήν εμάχονταν, ώσπου το κάθε σπαθί καρφώθηκε στο κορμί του άλλου. Έτσι του Οιδίποδα οι γιοι έπεσαν δίπλα- δίπλα και το αίμα τους ενώθηκε ποτίζοντας τη γη, που ρούφαγε αυτό που τους είχε στάλα-στάλα δοσμένο. ]]
Ο Αισχύλος στην τραγωδία του “Επτά επί Θήβας” βάζει τον αγγελιοφόρο να φέρνει το μαντάτο της αδελφοκτονίας στην πόλη:
« Η τύχη κοινή και για τους δυο,
κι αυτή το δύσμοιρο ξοδεύει γένος.
Χαρά μαζί και θλίψη αυτά για σένα
που η χώρα νίκησε, μα οι δυο αρχηγοί της
με σκυθικό σφυρήλατο ατσάλι
μοιράστηκαν τα χτήματά τους. Τώρα
θα ’χουν οι δύστυχοι μονάχα τόσο
δικό τους τόπο, όσο κι ο τάφος τους θα πιάνει,
καθώς θελήσαν οι κατάρες του γονιού τους. » ( Αισχύλου “Επτά επί Θήβας” 811-820 )
Αλλόφρονες και μοιρολογώντας έτρεξαν οι αδελφές σαν έμαθαν τα θλιβερά νέα. Ο ποιητής από το στόμα της Αντιγόνης λέει:
«Ήταν αδέρφια, μα τώρα χαθήκαν
απ’ τις βαθιές μισητές τους πληγές
και τη φριχτή τους μανία
που την αμάχη τους τέλειωσε. » ( Αισχύλου “Επτά επί Θήβας”, 934-937 )
Αμέσως μετά ο χορός σχολιάζει:
« Έχει πάψει το μίσος και μέσα
στο βρεμένο απ’ το αίμα τους χώμα
οι ζωές τους ενώθηκαν·
κι είναι τώρα περισσότερο αδέρφια.
Την έχθρα ο πικρός εξεδιάλυνε
Πόντιος ξένος, το σίδερο
που έχει γίνει κοφτερό μες στη φλόγα·
κι ο Άρης σκληρός διαχωρίζοντας
το βιός τους σε δίκαια μερίδια,
του γονιού την κατάρα ξετέλεψε. » ( Αισχύλου “Επτά επί Θήβας”, 938-945 )
[[ Έτσι, αφού σκοτώθηκε ο βασιλιάς Ετεοκλής, ανέλαβε τη βασιλεία ο θείος τους Κρέοντας. Αυτός έβγαλε διαταγή, που σε όλη την πόλη έκαναν γνωστή οι κήρυκες, πως στον υπερασπιστή Ετεοκλή πρέπουν τιμές κι έτσι βασιλικά θα θάψουν , όπως στη Θήβα το συνήθιζαν. Μα στον προδότη Πολυνείκη δεν ήταν επιτρεπτό να θάψουν. Ν’ αφήσουν το κορμί του τροφή στα όρνια και τα σκυλιά.
Σαν άκουσε την ανόσια διαταγή η Αντιγόνη αντέδρασε κι είπε πως θα παρακούσει, γιατί ούτε οι θεοί δεν επιτρέπουν να μείνουν άταφοι οι νεκροί. ]]
Και πάλι θα δούμε πως ο Αισχύλος παρουσιάζει τη διαταγή για να παραμείνει άταφο το σώμα του Πολυνείκη. Κατά τον Αισχύλο την απόφαση αυτή πήραν οι άρχοντες της Θήβας. Ο κήρυκας, λοιπόν απευθύνεται στο λαό και λέει: «Χρέος μου να σας πω τι αποφασίσαν
οι άρχοντες του λαού της χώρας τούτης
του Κάδμου και ποια γνώμην έχουν τώρα·
αυτόν, τον Ετεοκλή, για την αγάπη
που ’δειξε στην πατρίδα, κρίναν δίκιο
τιμητικά να θάψουνε στην πόλη·
γιατί ενάντια στους εχθρούς πολεμώντας,
προτίμησε για το καλό του τόπου
να σκοτωθεί και στα προγονικά ιερά μας
πιστός, χωρίς ψεγάδι πέθανε, όπως
είναι στους νέους ωραίο να πεθαίνουν.
Έτσι με πρόσταξαν να πω για τούτον·
όμως τον αδερφό του αυτόν, τον Πολυνείκη,
να τον πετάξουν έξω από τα τείχη
άταφο, στα σκυλιά τροφή, γιατί όλη
θ’ αφάνιζε τη χώρα των Καδμείων,
αν δεν σταματούσε το κοντάρι
κάποιος θεός. Και πεθαμένος θα ’ναι
μίασμα στους θεούς μας, που με ξένο
στρατό ατιμάζοντάς τους, την πατρίδα
πάσκιζε να ρημάξει. Ετούτα ορίσαν
σαν αντιπληρωμή του, άτιμο τάφο,
να ’βρει απ’ τα όρνια μονο και κενένας
χώμα ταφής ποτέ να μη του ρίξει,
μήτε στριγγόφωνους να πούνε θρήνους,
μηδέ ξόδι του να συνοδέψουν φίλοι.
Οι αρχηγοί της Θήβας έτσι αποφασίσαν. » ( Αισχύλου, “Επτά επί Θήβας”, 1005- 1025 )
Έχουμε τονίσει πως οι οικογενειακοί θεσμοί έχουν πολύ βαθιές ρίζες στην ελληνική κοινωνία. Τέτοια ατιμωτική διαταγή κανένας πιστός στις παραδόσεις δε θα μπορούσε να δεχτεί. Όση γενναιότητα ψυχής χρειάζεται, θα την βρει, γιατί είναι γραμμένο στο DNA του αληθινού Έλληνα να μην υπακούει σε προσταγές που είναι ενάντιες στη συνείδησή του. Αν και γυναίκα η Αντιγόνη, σαν άντρας μίλησε, γιατί περίσσεια αντρεία φωλιάζει και στης γυναίκας την καρδιά
«Μα εγώ στους άρχοντες της Θήβας λέω·
κι άμα κανένας άλλος δε θελήσει
μαζί μου να τον θάψει, εγώ μονάχη
σε τάφο θα τον βάλω και θα κινδυνέψω
τον αδερφό μου θάβοντας κι ουδέ ντροπή μου
θα το λογιάζω, που ενάντια στης πόλης
πήγα την προσταγή. Τα κοινά σπλάχνα
δύστυχης μάνας κι άμοιρου πατέρα
απ’ όπου γεννηθήκαμε, είναι μέγας
δεσμός. Εμπρός, αδερφικά, ψυχή μου,
μ’ αυτόν που αθέλητα έχει πεθάνει,
τις συμφορές να μοιραστείς…..» ( Αισχύλου, “Επτά επί Θήβας”, 1026-1034 )
Οι αλλεπάλληλες συμφορές έχουν χαλυβδώσει τη θυγατέρα του Οιδίποδα, που με θάρρος θα υλοποιήσει το χρέος της. «Θάρσει παρέσται μηχανή δραστήριος», λέει.
Ο άλλος τραγικός μας ποιητής, ο Σοφοκλής, στην τραγωδία του “Αντιγόνη”, θέλει την κόρη να ζητάει τη βοήθεια από την αδελφή της Ισμήνη, μα εκείνη φοβήθηκε να συνεργήσει σε μια τέτοια πράξη. Ο ποιητής δίνει, χαρακτηριστικά, την αντίθετη ιδιοσυγκρασία των δύο αδελφών:
« ΙΣΜ.: …Λογάριασε πρώτα καλά: γυναίκες γεννηθήκαμε·
σε πόλεμο δε γίνεται να μπούμε με τους άντρες.
Μας κυβερνάνε δυνατοί, κι ανάγκη και σ’ αυτά
και σ’ άλλα πιο πικρά να σκύβουμε κεφάλι.
Απ’ τους νεκρούς γυρεύω κατανόηση.
Οι περιστάσεις με σφίγγουν τυραννικά
κι έτσι θα σκύψω το κεφάλι στους αφέντες.
ΑΝΤ.: …κράτα τις ψευδαισθήσεις σου· εγώ θα τόνε θάψω.
Μ’ αρέσει να το πράξω, κι ας πεθάνω·
σ’ αγαπημένο πλάι αγαπημένη θα κείτομαι,
άγια κριματισμένη· περίσσιο χρόνο
απ’ τους εδώ οι κάτω θα με χαίρονται·
εκεί αιώνια θα ’μαι· αν θες εσύ, μαγάρισε
εκείνα που οι θεοί τα μακαρίζουν. » ( Σοφοκλέους, “Αντιγόνη” 61-77 )
Η ηρωίδα είναι σίγουρη για το δίκαιο της πράξης της. Γι’ αυτήν, ατιμία θα ήταν ν’ αφήσει άταφο τον αδελφό της κι όχι να τον θάψει. Είναι πεπεισμένη για το θεάρεστο της αποκοτιάς της: «πείσομαι γαρ ου τοσούτον ουδέν ώστε μη ου καλώς θανεί ».
Ας δούμε στη συνέχεια την τραγική κατάληξη:
[[ Η Αντιγόνη, σαν έθαψαν με βασιλικές τιμές τον Ετεοκλή, το ίδιο βράδυ, αφού έπλυνε και όπως η παράδοση της πόλης καθόριζε στόλισε, έθαψε το σώμα του άλλου αδελφού, του Πολυνείκη. Μεγάλη αναταραχή επικράτησε στις τάξεις των φρουρών, που διέφυγε από την προσοχή τους ο παραβάτης της προσταγής του ρήγα. Μήνυσαν στον Κρέοντα το γεγονός της ταφής, κι αυτός διέταξε να τον ξεθάψουν και τη φύλαξη να εντείνουν. Ως έμαθε η Αντιγόνη τη νέα ανόσια πράξη, το άλλο βράδυ επιχείρησε να ξαναθάψει το εκτιθεμένο σώμα. Τότε οι φρουροί που παραφύλαγαν την έπιασαν και την οδήγησαν στον βασιλιά. Ο Κρέοντας χολωμένος για την παρακοή πρόσταξε ζωντανή να τη θάψουν σε μια υπόγεια κρύπτη. Το δύσοσμο σώμα του Πολυνείκη έγινε τροφή για τα πεινασμένα αδέσποτα σκυλιά και τα γαμψόνυχα όρνια.
Αναστατωμένος από το άκουσμα των αλλόκοτων κρωξιμάτων των πουλιών, που ήταν κακός οιωνός για την πόλη, στο παλάτι ήρθε ο τυφλός μάντης Τειρεσίας. Ακόμη, όσοι θυσίες έκαμαν, οι θεοί τις προσφορές δε δέχονταν, αλλά η φλόγα ήταν μαζί με βρώμικη καπνιά και τα σφαχτά φούσκωναν και με κρότο έσκαγαν. Αυτά σημάδι ήσαν για το μίασμα της μη ταφής του νεκρού. Έτσι ο ρήγας πείστηκε και του Πολυνείκη την ταφή επέτρεψε, ενώ την Αντιγόνης ζήτησε τη λευτέρωση.
Κι ως άνοιξαν της ζωντανής τον τάφο, τα μάτια πίσω έστρεψαν. Η κόρη με το σεντόνι της ήταν κρεμασμένη, κι ο Αίμονας, μνηστήρας της κόρης και γιος του Κρέοντα, στα πόδια της κείτονταν με το ξίφος του καρφωμένο στην κοιλιά. Και δεν έφτανε αυτό το κακό, σαν έμαθε του γιου την αυτοχειρία, κρεμάστηκε κι η μάνα του η Ευρυδίκη. Έτσι η αδιαλλαξία του βασιλιά σκόρπισε πολύ θανατικό…]]
Σκοπός του βασιλιά Κρέοντα ήταν με νόμους, μετά την εμπόλεμη κατάσταση, να αυξήσει του κράτους την ισχύ: «τοιοίσδ’ εγώ νόμοισι τήνδ’ αύξω πόλιν». Γι’ αυτό έβγαλε τη διαταγή, όπως μας τον παρουσιάζει ο Σοφοκλής:
«Και τώρα, σύμφωνα μ’ αυτά στην πόλη
διακήρυξα για τα παιδιά του Οιδίποδα:
τον Ετεοκλή, που χάθηκε σαν ήρωας στη μάχη
υπερασπίζοντας την πόλη του, τάφος να τον δεχτεί
με προσφορές τιμής, καθώς αρμόζει στους ήρωες νεκρούς.
Τον αδερφό του πάλι, τον Πολυνείκη εννοώ,
που χώρα πατρική και ντόπιους θεούς
εξόριστος γυρνώντας θέλησε πέρα για πέρα
να πυρπολήσει, δικό του αίμα
θέλησε να πιει, δικούς του στη σκλαβιά να σύρει,
αυτόν, λέω, στην πόλη τούτη βγήκε προσταγή
κανείς να μη νεκροστολήσει, να μη θρηνήσει κανείς,
να τον αφήσουν άθαφτο, κορμί ρημάδι,
τα σκυλιά να τον ξεσκίσουν και τα όρνια.
Αυτή είναι η θέλησή μου· ποτέ δε θα τιμήσω
Εγώ περσότερο τους άδικους από τους δίκαιους.» ( Σοφοκλέους,“Αντιγόνη” 193-209 )
Όταν ο φύλακας πληροφόρησε τον ρήγα πως κρυφά κάποιος είχε θάψει το νεκρό, ρίχνοντας άχνη από χώμα πάνω από το σώμα, ο Κρέοντας υποπτεύτηκε αντίπαλους, που έχοντας αντίρρηση για το πρόσταγμα, πλήρωσαν κάποιους για την ταφή. Γι’ αυτή την εξαγορά, είπε:
«Ξέρω καλά πως κάτι τέτοιοι θα ξελόγιασαν
κι αυτούς εδώ με πληρωμή για να παρανομήσουν.
Δε φύτρωσε χειρότερη καμιά
εφεύρεση στον κόσμο σαν το χρήμα.
Αυτό γκρεμίζει πόλεις, ανθρώπους ξεσπιτώνει,
δασκαλεύει και πλανεύει το φρόνιμο
μυαλό να κυνηγάει της ντροπής τα έργα·
μαθαίνει τον άνθρωπο να γίνει κάλπης
και να κατέχει μύριες όσες βρωμιές. » ( Σοφοκλέους, “Αντιγόνη” 294-302 )
Τότε ο χορός αρχίζει να απαριθμεί τα φοβερά κι αξιοθαύμαστα πράγματα, που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος, αρχίζοντας με τη φράση: « Πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει· » για να καταλήξει: « σοφόν τι το μηχανόεν τέχνας υπέρ ελπίδ’ έχων, τοτέ μεν κακόν, άλλοτ’ επ’ εσθλόν έρπει ».
Όταν ο φύλακας οδηγεί την Αντιγόνη στον Κρέοντα, ο βασιλιάς τη ρώτησε αν αυτή ήταν η δράστης, κι αυτή δε μάσησε τα λόγια της, αλλά θαρρετά το παραδέχτηκε. Ας δούμε πως ο Σοφοκλής παρουσιάζει αυτή την σκηνή:
«ΚΡ.: Εσύ, εσύ που χάμω σκύβεις το κεφάλι,
ομολογείς ή μπας κι αρνιέσαι την πράξη;
AN.: Εσύ, πες μου, με λίγα λόγια και σύντομα,
Ήξερες την προσταγή που απαγόρευε την πράξη;
AN.: Το ΄ξερα, πως δεν το ΄ξερα· ξεκάθαρα.
ΚΡ.: Και τόλμησες λοιπόν να παραβείς το νόμο;
AN.: Δεν ήταν ο Δίας που το πρόσταξε,
ούτε η Δίκη που συγκατοικεί με τους θεούς στον Άδη
όρισε τέτοιους νόμους στους ανθρώπους.
Ούτε στοχάστηκα ποτέ πως έχουν κύρος
οι δικές σου προσταγές, για να μπορείς, θνητός,
να πατάς των θεών τους αλάθευτους άγραφους νόμους.
Δεν είναι τωρινοί και χθεσινοί, μα ζουν αιώνια,
κανείς ποτέ δεν έμαθε πώς φύτρωσαν στον κόσμο.
Εγώ δε σκόπευα ποτέ να δώσω λόγο στο θεό,
γιατί με τρόμαξαν επιβουλές ανθρώπου.
Πως θα πεθάνω το ’ξερα· δεν το ’ξερα;
και δίχως τις δικές σου προσταγές· κέρδος θα το ’χω,
σαν πεθάνω μιαν ώρα αρχύτερα.
Όποιος, όπως εγώ, με μύριες συμφορές ζυμώθηκε,
Δεν είναι τάχα κερδισμένος σαν πεθάνει;
Αυτός ο θάνατος, όταν με βρει, δε θα πονέσω.
Αν όμως το νεκρό παιδί της μάνας μου
άταφο τ’ άφηνα, θα με πονούσε.
Μα τώρα δεν πονώ· αν πάλι φαίνονται
στα μάτια σου αστόχαστες οι πράξεις μου,
ίσως χρωστούσα στον αστόχαστο αστοχασιά. » ( Σοφοκλέους, “Αντιγόνη” 439-468 )
O μεγάλος τραγικός ποιητής, πριν να καταλήξει η Αντιγόνη στον ταφοθάλαμο, μας παραδίδει έναν έντονο διάλογο ανάμεσα στο βασιλιά και την ένοχη ανεψιά του, που την προσταγή παράκουσε. Ο εγωισμός δεν αφήνει τον ρήγα να δει πως η διαταγή ήταν αντίθετη με τον άγραφο νόμο, που αν κι άγραφος είχε μεγαλύτερη ισχύ σ’ αυτούς που λεύτερα στοχάζονται. Κι η κόρη, πέρα από την αγάπη προς τον αδελφό της, όφειλε να μείνει πιστή στον αιώνιο νόμο των θεών, που πρόσταζε να μεριμνούν για των νεκρών τη ταφή, αφού φροντίσουν το σώμα να πλυθεί και να στολιστεί. O διάλογος γίνεται για το αν έπραξε το σωστό η Αντιγόνη ή όχι.
«ΚΡ.: Στη Θήβα μέσα μόνο εσύ τα βλέπεις έτσι.
ΑΝ.: Τα βλέπουνε κι αυτοί, μα σφραγίζουν το στόμα τους.
ΚΡ.: Και δεν ντρέπεσαι στη γνώμη τους να πας ενάντια;
ΑΝ.: Ντροπή δεν είναι να σέβομαι της μάνας μου το σπλάχνο.
ΚΡ.: Δεν ήταν αίμα σου κι αυτός που χάθηκε χτυπώντας τον;
ΑΝ.: Αίμα μου, ενός πατέρα και της ίδιας μάνας.
ΚΡ.: Και πώς τιμάς αυτόν που ντρόπιασε τον άλλο;
ΑΝ.: Ο σκοτωμένος δε θα μαρτυρήσει τέτοιο πράγμα.
ΚΡ.: Αφού ίσα κι όμοια τον τιμάς τον ανόσιο;
ΑΝ.: Ο αδερφός μου χάθηκε· δεν ήταν δούλος.
ΚΡ.: Τη χώρα χάλαγε, κι ο άλλος αντιστεκόταν.
ΑΝ.: Στον κάτω κόσμο τους μετρούν με το ίδιο ζύγι.
ΚΡ.: Την ίδια τύχη ο καλός με τον κακό δεν έχει.
ΑΝ.: Ποιος ξέρει τι θα πει καλό στον άλλο κόσμο.
ΚΡ.: Και ο πεθαμένος ο εχθρός δεν είναι φίλος.
ΑΝ.: Ζω για ν’ αγαπώ και ν’ αγαπιέμαι κι όχι για να μισώ.
ΚΡ.: Τράβα στον κάτω κόσμο κι αγάπα τους, αφού το θες·
όσο εγώ θα ζω, γυναίκα δε θα διαφενετεύει. » ( Σοφοκλέους, “Αντιγόνη” 506-523 )


------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
(*1). Κάποια άλλη παραλλαγή του μύθου λέει πως ο Πολυνείκης από αγάπη για τον Ετεοκλή, άφησε πρώτα τον μικρό να βασιλέψει. Όμως, αυτός όταν έληξε ο χρόνος του, αρνήθηκε να παραδώσει τη βασιλεία στον Πολυνείκη, που αναγκάστηκε να καταφύγει στο Άργος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: