Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

Οι έρωτες των θεών στην μυθολογία μας

[[ δαμ- ων ]]

B΄ μέρος
Θεοί έσμιξαν με θεές και νύμφες κι έφεραν στον κόσμο θεούς και θεότητες που βοήθησαν την ανθρωπότητα, ή καθόριζαν την τύχη και τον πολιτισμό της. Ενδεικτικά ας δούμε τους έρωτες του κεραυνόχαρου Δία:
Πρώτη γυναίκα του Δία ήταν η Χθονίη, που ο ίδιος ονόμασε Γη, και για χάρη της έφτιαξε τον κόσμο, ντύνοντάς την με ένα πέπλο, όπου πάνω του είχε σχεδιασμένες όλες τις στεριές και όλες τις θάλασσες. Δεύτερη γυναίκα του ήταν η Μήτιδα, που στο μυαλό της είχε όλη τη σοφία των αθάνατων και των θνητών. Αυτήν σαν έμεινε έγκυος την κατάπιε, γιατί υπήρχε χρησμός πως μετά την κόρη που θα γεννούσε, θα έκανε γιο που θα του έπαιρνε την εξουσία. Έτσι μετά από εννιά μήνες έβγαλε από το κεφάλι του τη θεά της σοφίας, την Αθηνά πάνοπλη. Άλλη γυναίκα του ήταν η Διώνη, απ’ όπου γεννήθηκε η Αφροδίτη. Κάποτε ερωτεύτηκε την Αστερία, την κόρη του Κοίου και της Φοίβης, που του γέννησε την Εκάτη, την οποία τίμησε πολύ. Την Αστερία την έδωσε για γυναίκα στον Περσέα. Από την αδερφή της Αστερίας, την Λητώ, απόχτησε τα υπέροχα παιδιά τον Απόλλωνα και την Άρτεμη, που τους είχε παντοτινά στον Όλυμπο. Πλάγιασε και με την Δήμητρα και γεννήθηκε η Περσεφόνη, που έγινε η ρήγισσα του Άδη.
Νόμιμη και παντοτινή γυναίκα του ήταν η Ήρα, από την οποία απόχτησε τον Άρη, τον θεό του πολέμου, την Ήβη, που έγινε γυναίκα του Ηρακλή, και την Ειλείθυια, που βοηθούσε στο ξεγέννημα των γυναικών. Παιδί τους ήταν και ο κουτσοπόδαρος θεών της τέχνης των μετάλλων, ο Ήφαιστος.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Ο Δίας χάρηκε τον έρωτα πολλών από τις κόρες του Άτλαντα. Έτσι από τη Μαία απόχτησε τον Ερμή σ’ ένα σπήλαιο στην Κυλλήνη. Από τη νύμφη Θύβρη ή την Αίγα γεννήθηκε ο Πάνας, που ήταν θεότητα της γης. Από τη Θέμιδα γεννήθηκαν οι Ώρες και οι Μοίρες, ενώ από την Ανάγκη η Αδράστεια. Ενώθηκε και με τη κόρη του Ωκεανού Ευρυνόμη και γεννήθηκαν οι τρεις Χάριτες, ενώ εννιά νύχτες πλάγιαζε με την Μνημοσύνη και γεννήθηκαν οι εννιά Μούσες. Πολλές νύμφες του έδωσαν τη χαρά του έρωτα.
Και για τους έρωτες μεταξύ των θεών έγραψε ο Ησίοδος στην “Θεογονία”:
« Κι ο Δίας, των θεών ο βασιλιάς, πήρε τη Μήτιδα για πρώτη του γυναίκα,
που πιο πολλά γνωρίζει απ’ όλους τους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους.
Μα όταν πια τη θεά Αθηνά, την αστραπόματη , έμελλε
εκείνη να γεννήσει, τότε με δόλο το νου της ο Δίας τον ξεγέλασε
και με χαριτωμένα λόγια στην κοιλιά του την κατάπιε,
με συμβουλές της Γης και του Ουρανού που ‘ναι γεμάτος άστρα.
…………………………………………………………………..
Δεύτερη πήρε σύζυγο τη λαμπρή τη Θέμιδα που γέννησε τις Ώρες,
την Ευνομία, τη Δίκη και τη θαλερή Ειρήνη
που των ανθρώπων των θνητών φροντίζουνε τα έργα,
γέννησε και τις Μοίρες που ο συνετός ο Δίας τους έδωσε τη μέγιστη τιμή,
τη Λάχεση, την Άτροπο και την Κλωθώ που στους ανθρώπους
δίνουν τους θνητούς και το καλό και το κακό να έχουν.
Τρεις Χάριτες μ’ ωραία μάγουλα του γέννησε η Ευρυνόμη,
η κόρη του Ωκεανού που ‘χει όψη πολυέραστη,
την Αγλαΐα, την Ευφροσύνη και την εράσμια Θαλίη.
Από τα βλέφαρά τους στάζει καθώς κοιτάνε έρωτας
που παραλύει τα μέλη. Κι ωραία κάτω απ’ τα φρύδια βλέπουν.
Αλλά και στης πολύτροφης της Δήμητρας την κλίνη ανέβηκε.
Εκείνη γέννησε την Περσεφόνη με τα λευκά τα χέρια, που ο Άδης
την απήγαγε απ’ τη μητέρα της κι ο συνετός ο Δίας του την έδωσε.
Κι ύστερα πάλι τη Μνημοσύνη αγάπησε με την ωραία κόμη,
και γεννηθήκανε απ’ αυτήν οι Μούσες που φορούν χρυσό διάδημα
οι εννιά, που τους αρέσουν οι ευωχίες και η τέρψη των ασμάτων.
Και η Λητώ γέννησε τον Απόλλωνα και τη σαϊτοβόλα Άρτεμη,
τα πιο αγαπητά παιδιά απ’ όλους τ’ Ουρανού τους απογόνους,
σαν με Δία έσμιξε ερωτικά που την αιγίδα έχει.
Και τελευταία τη θαλερή την Ήρα ομόκλινή του έκανε.
Εκείνη την Ήβη και τον Άρη και την Ειλείθυια γέννησε,
σαν έσμιξε ερωτικά με των θεών το βασιλιά και των ανθρώπων.
Ο ίδιος γέννησε απ’ το κεφάλι του την αστραπόματη Αθηνά,
δεινή να ξεσηκώνει το θόρυβο της μάχης, στρατοδηγήτρια, αδάμαστη,
δέσποινα, που της αρέσουν οι κραυγές, οι πόλεμοι κι οι μάχες.
Η Ήρα τον ξακουστό τον Ήφαιστο – που απ’ όλους τους γόνους
του Ουρανού ήταν υπέρτερος στις τέχνες – δίχως να σμίξει ερωτικά
τον γέννησε, γιατί οργίστηκε πολύ και μάλωσε μα τον ομόκλινό της.
Από την Αμφιτρίτη και τον βαρύχτυπο της γης το σείστη Ποσειδώνα
γεννήθηκε ο μέγας Τρίτων, ο πανίσχυρος, που κατοικεί
στου πόντου τον πυθμένα και μένει σε δώματα χρυσά
με τη μητέρα του και τον άνακτα πατέρα του, θεός δεινός.
Στον Άρη που τις ασπίδες διαπερνά γέννησε η Κυθέρεια το Δείμο και το Φόβο,
φοβερούς, που των ανδρών ταράζουν τις πυκνές τις φάλαγγες
στον παγερό τον πόλεμο μαζί με τον πορθητή των πόλεων Άρη.
Γέννησε και την Αρμονία που ο Κάδμος με τη γενναία καρδιά την πήρε ομόκλινή του.
Η Μαία, η θυγατέρα του Άτλαντα, στο Δία γέννησε τον ξακουστό Ερμή,
των αθανάτων κήρυκα, στο ιερό ανεβαίνοντας κρεβάτι. » ( Ησίοδος, “Θεογονία”, 886-939 )
Οι μύθοι για τους έρωτες του Δία και τους απογόνους του απέβλεπαν στη σύνδεση του κορυφαίου θεού με τις βασικές φυσικές δυνάμεις, τις συνιστώσες του κοινωνικού βίου, τις πολιτιστικές παραδόσεις και τις πτυχές του κοινωνικού βίου. Ο ερωτισμός του Δία δεν είναι αυτοσκοπός, που ξεκινά από κατώτερα ένστικτα, αλλά το μέσον για γεννηθούν θεοί και ήρωες, που θα βοηθήσουν τους θνητούς να πετύχουν το αγαθό. Ο Γ. Καραγιάννης γράφει:
[[ Οι ερωτικές περιπέτειες του Διός συμβολίζουν τη δύναμη της αρχικής φυσικής και μεταφυσικής δυνάμεως. Ο θεός άρχων του Ολύμπου, είναι πλήρης ερωτικής δυνάμεως, διότι είναι το θεϊκό σύμβολο των φυσικών δυνάμεων, και η φύσις- Ζεύς, στην ολότητά της είναι πλήρης ερωτικής δυνάμεως. Αυτά συμβολίζουν κυριαρχικά οι ελληνικοί μύθοι, και δεν υποδεικνύουν στους ανθρώπους ερωτική αταξία και αναρχία. Ο Ζεύς είναι η φύση και η φύση, το Όν, ο Κόσμος, στην ολότητά του, είναι πλήρης Έρωτος. Το ίδιο συμβολίζουν και οι έρωτες των άλλων θεών, π.χ. ο έρως του Απόλλωνος προς τη Δάφνη.
Ο δε Έρως, στην ελληνική ζωή, στο πνεύμα των Ελλήνων είναι κυριαρχική δύναμη, φυσική και πνευματική. Ο Έρως είναι κυριαρχική δύναμη διφυής, είναι ένα στοιχείο, πρωταρχικό, μεταφυσικό, δυϊστικής υφάνσεως. Είναι ταυτόχρονα φυσική και πνευματική δύναμη, οντότης και θεότης. Θεότης φυσική- υλική και πνευματική ομού. ]] ( “Ο έρως στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων”, εκδ. Ζήτρος )
Οι πρόγονοί μας δεν είχαν στεγανά για τον έρωτα. Ίδια τον τιμούσαν για τους θνητούς και ίδια για τους αθάνατους θεούς. Έβαζαν και τους θεούς τους να γεύονται του έρωτα τον πόθο. Αυτός ο πόθος έφερνε στον Κόσμο αποτελέσματα, που έκαναν καλό τόσο στο φυσικό κόσμο, φυτά- ζώα- άστρα- γενικότερα το σύμπαν, όσο και στο ανθρώπινο βασίλειο. Δεν ήταν ασέβεια γι’ αυτούς να γράφουν για τον πόθο του βασιλιά των θεών για τη ρηγισσά του. Με σεβασμό τραγουδούν το σμίξιμό τους, όπως κάνει ο Όμηρος, βάζοντας την Ήρα να πλανεύει τον Δία, ώστε ο ύπνος να σφαλίσει τα μάτια του και να απωθήσουν για λίγο οι Έλληνες τους Τρώες, καθώς περνούσαν δύσκολες ώρες. Ας παρακολουθήσουμε την θαυμάσια περιγραφή:
« Η σεβαστή βοϊδομάτα σκέφτηκε η Ήρα τότε
πώς του ασπιδοφόρου Δία τη σκέψη να πλανέψει·
και πιο καλή της φάνηκε στο λογισμό της σκέψη
να πάει στην Ίδη μ’ όλα της τα κάλλη στολισμένη,
μήπως θελήσει δίπλα της με πόθο να ξαπλώσει,
να τη χαρεί, και τότε στα βλέφαρα να χύσει
και στο γερό του το μυαλό κι ανέγνοιαστο ύπνο.
Τράβηξε προς το θάλαμο, που είχε κάμει ο γιος της
ο Ήφαιστος, που στέριωσε πόρτες στους παραστάτες
γερές με κρυφό μάνταλο, που δεν τις άνοιγε άλλος.
Μπήκε εκεί και σφάλισε τις λαμπερές τις πόρτες.
Πρώτα μ’ αθάνατο νερό το ποθητό κορμί της
από τις λέρες ξέπλυνε κι αλέιφτηκε με λάδι
που θεϊκό, ευχάριστο κι ευωδιασμένο ήταν·
αν αναδεύεται αυτό στο σπίτι μπρος του Δία
στο χαλκοκάτωφλο, μεμιάς γη κι ουρανός μυρίζει.
Μ’ αυτό το σώμα τ’ όμορφο άλειψε, τα μαλλιά της
χτένισε και με τα χέρια έπλεξε στο κεφάλι
τ’ αθάνατο ολόλαμπρες κι αθάνατες πλεξούδες.
Πάνω της ρούχο έβαλε αθάνατο που η Παλλάδα
της ύφανε δουλεύοντας και βάζοντας στολίδια·
με θηλυκωτήρια χρυσά στο στήθος στεριωνόταν.
Φόρεσε ζώνη μ’ εκατό φουντίτσες στολισμένη,
στα τρυπημένα της αυτιά πέρασε σκουλαρίκια
μουρόχρωμα και τρίπετρα, πολύ χαριτωμένα.
Κεφαλοπάνι φόρεσε η θεά η αφέντρα
αφόρετο και όμορφο, ολόασπρο σαν ήλιος·
και έβαλε στ’ αστραφτερά τα πόδια της σαντάλια.
Σαν έβαλε στο σώμα της εκείνα τα στολίδια,
Βγήκε από το θάλαμο κι είπε στην Αφροδίτη
Καλώντας την ξεχωριστά απ’ τους θεούς τους άλλους:
« Θα με ακούσεις, κόρη μου, σ’ ό,τι θα πω σε σένα
ή θ’ αρνηθείς, καθώς είσαι μαζί μου θυμωμένη,
γιατί βοηθώ τους Δαναούς και συ βοηθάς τους Τρώες; »
Η Αφροδίτη απάντησε, του Δία η θυγατέρα:
« Ήρα, θεά σεβάσμια, του Κρόνου θυγατέρα,
πες ό,τι τώρα σκέφτεσαι· θα κάνω ό,τι θέλεις,
αν να το κάνω θα μπορώ και αν μπορεί να γίνει. »
Με δόλο της απάντησε η Ήρα η αφέντρα:
« Τον πόθο και τον έρωτα δώσε μου· μ’ αυτούς όλους,
θνητούς κι αθάνατους θεούς, πάντα εσύ δαμάζεις.
Πάω να δω στα πέρατα της γης της πολυτρόφας
τον πρόγονο Ωκεανό και την Τηθύ τη μάνα·
στο σπίτι τους μ’ ανάθρεψαν, μ’ ανάστησαν εκείνοι
απ’ τη Ρέα παίρνοντάς με, όταν τον Κρόνο ο Δίας
ο βροντόλαλος έριξε, κάτω από γη και πόντο.
Πάω να δω, τις άλυτες να λύσω διαφορές τους·
πάει καιρός που βρίσκονται χωρίς αγάπη οι δυο τους,
που δεν κοιμούνται πια μαζί, γιατί έχουν θυμώσει.
Αν πείσω με τα λόγια μου τη γνώμη τους ν’ αλλάξουν,
να ξανακοιμηθούν μαζί κι αγάπη πάλι να ‘χουν,
πάντα αυτοί θα μ’ αγαπούν και σε τιμή θα μ’ έχουν. »
Η Αφροδίτη η γελαστή γύρισε και της είπε:
« Τη χάρη να σου αρνηθώ δε γίνεται, δεν πρέπει·
γιατί στου πρώτου απ’ τους θεούς την αγκαλιά κοιμάσαι. »
Είπε και το στηθόπανο έλυσε απ’ τα στήθη
το πλουμιστό, τα μάγια της όπου κρατούσε όλα,
τα ερωτόλογα εκεί, τον πόθο, την αγάπη,
που σου πλανεύουν το μυαλό, κι ας είσαι μυαλωμένος.
Στα χέρια της τ’ απίθωσε κι αυτά τα λόγια είπε:
« Να, βάλε μες στον κόρφο σου το στηθοπάνι τώρα
το πλουμιστό, που μέσα του τα έχει όλα· λέω
πως δε θα έρθεις άπρακτη σ’ ό,τι στο νου σου έχεις. »
Έτσι είπε· η βοϊδομάτα γέλασε η αφέντρα
κι έβαλε ευθύς στον κόρφο της το στηθοπάνι εκείνο.
Η Αφροδίτη τράβηξε στ’ αρχοντικό της πίσω·
κι η Ήρα άφησε γοργά τις κορυφές του Ολύμπου,
την Πιερία πέρασε, την όμορφη Ημαθία·
στων αλογάρηδων Θρακών τα χιονισμένα όρη
έφτασε· καν δεν άγγιζε τη γη με τα ποδάρια.
Από τον Άθω πέρασε τον αφρισμένο πόντο
κι ήρθε στης Λήμνου το νησί, στου Θόαντα την πόλη.
Τον αδερφό του Θάνατου βρήκε εκεί, τον Ύπνο,
το χέρι του του έσφιξε κι αυτά τα λόγια είπε:
« Ύπνε, αφέντη των θεών και των ανθρώπων όλων,
αν άλλοτε με άκουσες, και τώρα άκουσέ με·
κι εγώ αιώνια θα χρωστώ τη χάρη που θα κάνεις.
Τα μάτια τα αστραφτερά του Δία κοίμισέ μου,
όταν πλαγιάσω ερωτικά δίπλα του στο κρεβάτι.
Για δώρο θα σου δώσω εγώ ένα σκαμνί ωραίο,
χρυσό κι άφθαρτο· ο γιος μου Ήφαιστος στραβοπόδης,
θα το κάνει περίτεχνα, στα πόδια θα στο βάλει,
όταν γλεντάς, τα λαμπερά τα του του να βάζεις. »
Ο Ύπνος ο ολόγλυκος γύρισε και της είπε:
« Ήρα σεβάσμια θεά, του Κρόνου θυγατέρα,
άλλον απ’ τους αθάνατους θα κοίμιζα αμέσως,
κι ας ήταν του Ωκεανού του ποταμού το ρέμα,
που σ’ όλα όσα βρίσκονται έδωσε την αρχή τους·
το Δία δε θα ζύγωνα, το γιο του Κρόνου, ωστόσο
κι ούτε που θα τον κοίμιζα χωρίς την προσταγή του.
Κι άλλη δική σου προσταγή μου έχει βάλει γνώση,
τη μέρα που ο δυνατός εκείνος γιος του Δία
από την Τροία έφευγε, σαν κούρσεψε την πόλη.
Χύθηκα τότε ολόγλυκος στου ασπιδοφόρου Δία
το νου και τον εκοίμισα· σοφίστηκες συ τότε
κακό και του ξεσήκωσες σίφουνες μες στον πόντο
και τον πέταξες στην Κω, νησί κατοικημένο,
απ’ τους δικούς του μακριά. Ξύπνησε τότε ο Δίας·
αγρίεψε και έπρωχνε μες στο παλάτι του όλους,
όμως εμένα γύρευε· κι άφαντο μες στον πόντο
θα μ’ έριχνε, αν η Νύχτα, που όλους μας δαμάζει,
δε μ’ έσωζε. Πήγα σ’ αυτήν. Είχε οργή ο Δίας,
μα έπαψε μη θέλοντας τη Νύχτα να πικράνει.
Τώρα άλλη αδύνατη δουλειά να ξανακάνω θέλεις. »
Η Ήρα η βοϊδομάτα του ξαναείπε τότε:
« Ύπνε, τι τέτοια τριγυρνάς μες στο μυαλό σου τώρα;
Ο Δίας ο βροντόφωνος πως θα νοιαστεί τους Τρώες
λες έτσι, όπως θύμωσε για τον Ηρακλή τότε;
Έλα και θα σου δώσω εγώ τη νιότερη απ’ τις Χάρες,
να παντρευτείς, να λέγεται γυναίκα σου για πάντα,
την Πασιθέα, που ποθείς σε όλη τη ζωή σου. »
Είπε· κι ο Ύπνος χάρηκε και απαντώντας τώρα·
« Έλα, στης Στύγας τ’ άσπλαχνο νερό ορκίσου τώρα·
το ένα χέρι βάλε στη γη την πολυθρόφα,
τ’ άλλο στη λαμπρή θάλασσα, για να ‘ναι μάρτυρές μας
οι κάτω θεοί που είναι τριγύρω από τον Κρόνο,
πως θα μου δώσεις στ’ αλήθεια τη νιότερη απ’ τις Χάρες,
την Πασιθέα, που ποθώ σε όλη τη ζωή μου. »
Είπε· κι η κρουσταλλόχερη τον άκουσε η Ήρα
Κι όπως ζητούσε ορκίστηκε με τ’ όνομά τους σ’ όλους
που ζουν στα Τάρταρα θεούς και που τους λεν Τιτάνες.
Η Ήρα σαν ορκίστηκε και τέλειωσε τον όρκο,
άφησαν φεύγοντας κι οι δυο τη Λήμνο και την Ίμβρο
χωμένοι μες σε καταχνιά, το δρόμο να τελειώσουν.
Στην Ίδη την πολύπηγη, των αγριμιών τη μάνα,
στο Λευκό έφτασαν κι εκεί αφήνοντας τον πόντο
πάτησαν στεριά· σείονταν οι κορυφές των δέντρων.
Εκεί ο Ύπνος στάθηκε, να μην τον δει ο Δίας,
σ’ έλατο σκαρφαλώνοντας πανύψηλο, που τότε
όρθιο στην Ίδη ρίζωνε κι έφτανε στον αιθέρα·
καθόταν μες στου έλατου κρυμμένος τα κλωνάρια
σαν το στριγγόφωνο πουλί που στα βουνά φωλιάζει·
οι θεοί το λεν κύμιντη και οι θνητοί χαλκίδα.
Η Ήρα πήγε γρήγορα στην κορυφή της Ίδης,
το Γάργαρο· την πρόσεξε ο νεφελοστοιβάχτης.
Μόλις την είδε, ο έρωτας του σκέπασε τη σκέψη,
όπως όταν πρώτη φορά έσμιξαν με αγάπη
σ’ ένα κρεβάτι και οι δυο κρυφά απ’ τους γονείς τους.
Μπροστά της τότε στάθηκε και έτσι της μιλούσε:
« Τι θέλεις κι απ’ τον Όλυμπο σ’ αυτά τα μέρη είσαι;
Δε βλέπω αμάξι κι άλογα, να ανεβείς να φύγεις. »
Με πονηριά του απάντησε η Ήρα η αφέντρα:
« Πάω να δω τα πέρατα της γης της πολυθρόφας,
τον πρόγονο Ωκεανό και την Τηθύ τη μάνα,
που μ’ είχαν στο παλάτι τους, με είχαν αναθρέψει·
πάω σ’ αυτούς, τις άλυτες να λύσω διαφορές τους·
πάει καιρός που στέκονται μακριά χωρίς να σμίγουν,
γιατί έχουν οργιστεί πολύ ο ένας με τον άλλο.
Στη ρίζα της πολύπηγης της Ίδης τ’ άλογά μου
έχουν σταθεί, που σε στεριά και θάλασσα με πάνε.
Όμως από τον Όλυμπο φτάνω εδώ για σένα,
Μη μου θυμώσεις έπειτα, αν δίχως να το ξέρεις
φτάσω στου βαθιορέματου Ωκεανού το σπίτι. »
Γυρνώντας τότε μίλησε ο νεφελοσυνάχτης:
« Ήρα, μπορείς κι αργότερα προς τα εκεί να φύγεις·
μα έλα να πλαγιάσουμε, τον πόθο να χαρούμε.
Πόθος ποτέ καμιάς θεάς ούτε καμιάς γυναίκας
στα στήθη μου δε χύθηκε τόσο να με δαμάσει,
ούτε σαν του Ιξίονα πόθησα τη γυναίκα,
που ‘δωσε τον Πειρίθοο, ισόθεο στη γνώση,
ούτε σαν την ωριόποδη του Ακρίσιου Δανάη,
που τον Περσέα γέννησε, τον φημισμένο σ’ όλους,
ούτε σαν του πασίγνωστου του Φοίνικα την κόρη,
που Μίνωα, Ραδάμανθη γέννησε από μένα
ούτε σαν στη Θήβα πάλι Σεμέλη και Αλκμήνη,
που ΄δωσαν το Διόνυσο, χαρά για τους ανθρώπους,
κι η δεύτερη τον Ηρακλή, το δυνατό το γιο μου,
ούτε σαν την ωριόμαλλη τη Δήμητρα αφέντρα
ούτε σαν τη λαμπρή Λητώ ούτε όταν κι εσένα,
όσο πια τώρα σε ποθώ κι ο πόθος με κυριεύει. »
Και πονηρά του έλεγε η ‘Ηρα η αφέντρα:
« Κρονίδη τρομερότατε, τι είναι αυτό που είπες;
Αν θέλεις να πλαγιάσουμε στις κορυφές της Ίδης,
ξέρε πως όλα φαίνονται από μακριά τριγύρω·
αν να πλαγιάζουμε έβλεπε απ’ τους αιώνιους κάποιος,
θα ‘τρεχε να το έλεγε, για να το μάθουν όλοι.
Να σηκωθώ απ’ την κλίνη σου, να πάω στο παλάτι
δε θα μπορούσα πια ποτέ, ντροπή θα ‘ταν μεγάλη.
Όμως, αν τόσο το ποθείς, το θέλει η ψυχή σου,
έχεις, νομίζω, κάμαρη, που σου ‘χτισε ο γιος σου
ο Ήφαιστος στεριώνοντας πόρτες στους παραστάτες·
κει πάμε να πλαγιάσουμε, μια και ζητάς κρεβάτι. »
Γύρισε κι αποκρίθηκε ο νεφελοστοιβάχτης:
« Ούτε θεός ούτ’ άνθρωπος, Ήρα μου, μη φοβάσαι
πως θα μας δει· με σύννεφο χρυσό θα σε σκεπάσω·
αυτό ούτε ο Ήλιος μπορεί να διαπεράσει,
κι ας έχει δυνατό το φως να διαπερνάει όλα. »
Είπε και τη γυναίκα του αγκάλιασε ο Δίας·
χορτάρι νιόβλαστο η γη ξεφύτρωσε από κάτω
κρόκο, τριφύλλι δροσερό, πυκνό, γλυκό ζουμπούλι,
για να ξαπλώνουν μαλακά, τη γη να μην εγγίζουν.
Ξάπλωσαν τότε εκεί οι δυο σε σύννεφο κρυμμένοι
όμορφο και χρυσό· δροσιές λαμποκοπούσαν πάνω.
Έτσι γλυκά στο Γάργαρο κοιμόταν ο πατέρας
σκλάβος απ’ ύπνο κι έρωτα στο πλάγι της γυναίκας· » (Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Ξ, 159- 351 )
Αν και ήταν άστατος και άπιστος συζύγος ο Δίας, ομολογεί, μέσα από τους στίχους του Ομήρου, ότι ποτέ του δεν αγάπησε, ούτε πεθύμησε άλλη γυναίκα, όσο τη μεγαλόπρεπη Ήρα. «Ποτέ θεά ή θνητή δε μου ενέπνευσε τόσο επιθυμία», παραδέχεται με τους στίχους του Ομήρου. Ο Δίας, δεν ανεχόταν κανέναν να ερωτοτροπεί με την πανέμορφη Ήρα. Σκληρή και αμείλικτη τιμωρία περίμενε τους επίδοξους εραστές της βασίλισσας των θεών. Ο Ιξίονας, κάνοντας κατάχρηση της φιλοξενίας που του παρείχε ο Δίας, προσπάθησε να πλησιάσει με ερωτικές διαθέσεις την Ήρα. Η τιμωρία του Δία ήταν σκληρή. Έδωσε σε μια Νεφέλη το σχήμα της Ήρας και ο μεθυσμένος Ιξίονας ζευγάρωσε μ' αυτή. Από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο Κένταυρος. Μη συγχωρώντας την αχαριστία ο Δίας, καταδίκασε τον Ιξίονα να δεθεί πάνω σε φλεγόμενη ρόδα που στριφογύριζε ασταμάτητα στον αέρα. Ο Ενδυμίωνας που τόλμησε να ποθήσει τη μεγαλόπρεπη βασίλισσα, γκρεμίστηκε στα Τάρταρα, ενώ ο γίγαντας Πορφυρίωνας εξοντώθηκε από τα βέλη του Ηρακλή, τη στιγμή που επιχειρούσε να βιάσει την Ήρα.


Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Οι έρωτες των θεών στην μυθολογία μας

[[ δαμ- ων ]]

Στην ελληνική μυθολογία αναφέρονται οι έρωτες των θεών με θνητές ή θνητούς. Οι Έλληνες δεν κατέχονται από κανενός είδους σεμνοτυφία. Όλα στην φύση, στο Σύμπαν είναι αποτέλεσμα του έρωτα, του έρωτα του χιλιοτραγουδισμένου. Η δημιουργία του κόσμου είναι αποτέλεσμα ερωτικού αγκαλιάσματος, η γέννηση των θεών οφείλεται στον έρωτα, η γέννηση των ηρώων οφείλεται στο ερωτικό σμίξιμο ανώτερων δυνάμεων (θεών) με κατώτερες δυνάμεις (ανθρώπους). Αν γράφαμε τους έρωτες των θεών του Ολύμπου με θνητές ή θνητούς θα έπρεπε να γράψουμε ένα ολόκληρο βιβλίο. Ενδεικτικά θα γράψουμε σε συντομία τους έρωτες του νεφελοσυνάχτη Δία με τις θνητές:
Υπήρχαν εποχές που άναψε ο πόθος του Δία και για θνητές γυναίκες. Η Αφροδίτη τον έκανε να επιθυμήσει θεές του γαλάζιου ουρανού, νύμφες των γάργαρων νερών των πηγών και ποταμών αλλά και της βαθύκοιλης θάλασσας, νύμφες των δασόσπαρτων βουνών και τσαχπίνες θεές βαθύσκιωτων δασών. Μα αυτές οι θνητές είχαν άλλη γλύκα. Έβραζε το αίμα τους και η αγκάλη τους είχε το άρωμα της γης. Έτσι έγινε πατέρας χαριτωμένων θεών που δίδαξαν με πολλούς τρόπους στους θνητούς να καλλιεργούν τη γη και των αμπελιών την τέχνη. Να βγάζουν το γλυκό ψωμί και το μυρωδάτο κρασί. Να ζεύουν τα ζώα στ’ αλέτρι και τον τροχό, να φτιάχνουν εργαλεία και να προάγουν τον πολιτισμό. Απ’ αυτόν γεννήθηκαν και οι τρανοδύναμοι ήρωες, που απάλλαξαν την ανθρωπότητα από τέρατα και φοβερά θηρία.

Συνέχεια >>> VagiaBlog…

Πρώτα ζευγαρώθηκε με την Κρήτη, στο νησί όπου τον ανέθρεψε η Αμάλθεια, και γεννήθηκε ο Κάρας, αυτός που έγινε γενάρχης στους Κάρες. Στο ίδιο νησί ενώθηκε με την Ίδα κι έγινε πατέρας του Κρήτα. Από την ίδια γυναίκα απόχτησε τους Κουρήτες και τους Δακτύλους. Μετά, στην Κρήτη, μεταμορφωμένος σε ταύρο, έφερε την Ευρώπη απ’ όπου απόχτησε τον θαλασσοκράτορα Μίνωα, τον Ραδάμανθυ και τον Σαρπηδόνα. Οι δύο πρώτοι έγιναν και κριτές των ψυχών των θνητών στον Κάτω Κόσμο. Φαίνεται πως αυτό το νησί του προκαλούσε τον πόθο, γιατί εκεί έσμιξε και με την Κάρμη, από την οποία απόχτησε τη Βριτόμαρτη, τη γλυκιά παρθενοκόρη που την έλεγαν και Δίκτυννα.
Στην περιοχή του Άργους πρώτα ερωτεύτηκε τη Νιόβη, που γέννησε τον Άργο και τον Πελασγό, τον γενάρχη των πρώτων κατοίκων της Πελοποννήσου, των Πελασγών. Στη συνέχεια πλάνεψε την Ιώ, που μεταμορφώθηκε σε δαμάλα, απ’ όπου απόχτησε τον Έπαφο. Οι απόγονοι αυτού έγιναν οι ιδρυτές ξακουστών βασιλείων στην Αφρική, την Ασία και την Αργολίδα. Βρήκε την ευκαιρία, αφού μεταμορφώθηκε σε χρυσή βροχή, και ενώθηκε με την Δανάη, τη βασιλοκόρη που ο πατέρας της κρατούσε κλεισμένη στο υπόγειο του παλατιού. Αυτή του γέννησε τον ονομαστό ήρωα Περσέα. Λίγο πιο πέρα, στη Νεμέα, ενώθηκε με τη Σελήνη κι έγινε ο πατέρας της νύμφης Νεμέας. Στην Αρκαδία, από την Καλλιστώ γεννήθηκε ο Αρκάδας, ο γενάρχης των Αρκάδων. Στη Λακωνία ζευγαρώθηκε με την Ταϋγέτη, την κόρη του Άτλαντα, που έφερε στον κόσμο τον Λακεδαίμονα, τον γενάρχη των Λακεδαιμονίων. Αργότερα στην Σπάρτη μεταμορφώθηκε σε κύκνο κι ενώθηκε με την Λύδα, τη γυναίκα του Τυνδάρεω, που γέννησε τους Διόσκουρους και την ωραία Ελένη.
Κάποια άλλη φορά έκλεψε την Αίγινα, την οποία μετέφερε στο νησί που πήρε το όνομά της, και γεννήθηκε ο Αιακός, ο τρίτος κριτής του Κάτω Κόσμου. Αυτός έγινε ο παππούς των μεγαλύτερων ηρώων στον Τρωικό πόλεμο, του Αχιλλέα και του Αίαντα του Τελαμώνιου. Ο κεραυνόχαρος Δίας ενώθηκε με την Ιοδάμα και γεννήθηκε η Θήβα. Στην Καδμεία έσμιξε ερωτικά με την Σεμέλη, την κόρη του Κάδμου, και γεννήθηκε ο θεός Διόνυσος. Αργότερα στο ίδιο μέρος από την Αντιόπη απόχτησε τον Αμφίονα και τον Ζήθο, που περιτείχισαν την Θήβα. Όμως, ο μεγαλύτερος ήρωας στη Θήβα γεννήθηκε από το σμίξιμο του Δία και της Αλκμήνης. Εκεί γεννήθηκε ο γιγαντοδύναμος Ηρακλής, ο μεγάλος ευεργέτης της ανθρωπότητας.
Στη Θεσσαλία, μετά τον κατακλυσμό, λέγαν πως ο Έλληνας ήταν σπορά του βασιλιά των θεών. Επίσης έσμιξε με την κόρη του Δευκαλίωνα την Πανδώρα και γεννήθηκε ο Γραικός. Από την αδελφή της τη Θυία απόχτησε τον Μάγνητα και τον Μακεδόνα. Όταν ενώθηκε με την Ευρυόδεια γεννήθηκε ο Αρκείσιος, ο παππούς του Οδυσσέα.
Ο Ησίοδος μας δίνει σε λίγους στίχους στη “Θεογονία” του μερικούς από τους έρωτες των θεών με θνητές γυναίκες:
« Του Κάδμου η κόρη, η Σεμέλη, στο Δία γέννησε γιο λαμπρό,
σαν έσμιξε ερωτικά μαζί του, τον πολύτερπνο Διόνυσο,
έναν αθάνατο η θνητή. Μα τώρα και οι δυο είναι θεοί.
Η Αλκμήνη γέννησε το δυνατό Ηρακλή,
σαν έσμιξε με το Δία ερωτικά που τα σύννεφα μαζεύει.
Κι ο Ήφαιστος, ο περίφημος κουτσός, την Αγλαΐα,
την πιο μικρή από τις Χάριτες, ομόκλινή του τη θαλερή την έκανε.
Και ο χρυσόμαλλος Διόνυσος την Αριάδνη την ξανθή,
του Μίνωα την κόρη, θαλερή την πήρε ομόκλινή του.
Κι αυτή αθάνατη κι αγέραστη την έκανε ο γιος του Κρόνου.
Και της Αλκμήνης με τους ωραίους αστραγάλους ο ρωμαλέος γιος,
ο κραταιός ο Ηρακλής, αφού εκτέλεσε άθλους πολυστέναχτους,
σεβάσμια πήρε ομόκλινη στο χιονισμένο Όλυμπο την Ήβη,
της χρυσοπέδιλης της Ήρας κόρη και του μεγάλου Δία.
Ο ευτυχισμένος, που έργο μεγάλο στους αθάνατους μέσα επιτέλεσε,
τώρα ανάμεσα στους αθανάτους κατοικεί άβλαπτος και αγέραστος για πάντα.
Στον Ήλιο τον ακάματο του Ωκεανού η κόρη η ξακουστή,
η Περσηίς, του γέννησε την Κίρκη και το βασιλιά Αιήτη.
Ο Αιήτης, ο γιος του Ήλιου, του φωτοδότη των ινητών,
την κόρη του Ωκεανού, του τέλειου ποταμού,
την Ιδυία με τα ωραία μάγουλα, παντρεύτηκε με των θεών τη βούληση.
Κι αυτή τη Μήδεια του γέννησε με τους ωραίους αστραγάλους,
αφού νικήθηκε απ’ τον έρωτα χάρη στην Αφροδίτη τη χρυσή. » ( Ησίοδος, “Θεογονία”, 940- 965 )
Και θεές έσμιξαν ερωτικά με άνδρες θνητούς. Και των ανδρών η γοητεία τράβηξε το ενδιαφέρον στις θεϊκές υπάρξεις, που ένιωσαν να σκιρτούν τα θεϊκά στήθη τους από πόθο για αρσενικά που κάποτε θα πήγαιναν στον Άδη. Γι’ αυτούς γράφει στη συνέχεια ο Ησίοδος:
« Τώρα γλυκόλαλες Ολυμπιάδες Μούσες, του Δία κόρες
που την αιγίδα του βαστά, των θεαινών το γένος τραγουδήστε,
αυτών που πλάι σε άντρες πλαγιάσανε θνητούς αθάνατες
και γέννησαν παιδιά που ‘μοιαζαν στους θεούς.
Η Δήμητρα τον Πλούτο γέννησε, η πιο ευγενής απ’ τις θεές,
σ’ αγάπη εράσμια σμίγοντας με τον ήρωα Ιασίωνα,
μέσα σε νιάμα τρίσκαφτο, στην πλούσια της Κρήτης χώρα.
Τον γέννησε αγαθό, αυτόν που σ’ όλη τη γη γυρνά και στην πλατιά
της θάλασσας τη ράχη. Όποιον πετύχει, σ’ όποιου τα χέρια πέσει,
αυτόν τον κάνει πλούσιο και πλούτο πολύ του δίνει.
Στον Κάδμο η Αρμονία, η θυγατέρα της χρυσής της Αφροδίτης,
γέννησε την Ινώ, τη Σεμέλη, την Αγαύη με τα ωραία μάγουλα,
την Αυτονόη, που ο βαθυχαίτης ο Αρισταίος την παντρεύτηκε,
γέννησε και τον Πολύδωρο στη Θήβα που ωραία τη στεφανώνουν κάστρα.
Η Καλλιρόη, του Ωκεανού η κόρη, με το Χρυσάορα το γενναιόψυχο
σαν έσμιξε, με της πολύχρυσης της Αφροδίτης την αγάπη,
γέννησε γιο που ήτανε απ’ όλους τους θνητούς ο κραταιότερος,
το Γηρυόνη, που ο δυνατός ο Ηρακλής τον σκότωσε,
για τα στριφτόποδα τα βόδια στην Ερύθεια που τα νερά τη ζώνουν.
Στον Τιθωνό η Ηώ του γέννησε το χαλκοντυμένο Μέμνονα,
των Αιθιόπων βασιλιά, μα και τον άνακτα Ημαθίωνα.
Στον Κέφαλο γέννησε γιο λαμπρό,
το δυνατό Φαέθοντα, άντρα που έμοιαζε με τους θεούς.
Αυτόν, σαν είχε ακόμα φρέσκο το απαλό λουλούδι της ξακουστής της νιότης
ένα παιδί με σκέψεις τρυφερές, η Αφροδίτη που αγαπάει τα χαμόγελα
τον σήκωσε αναρπάζοντάς τον και στα βάθη των πανίερων των ναών της
φύλακα τον έκανε, δαίμονα θείο.
Την κόρη του Αιήτη, του θεόθρεφου του βασιλιά,
ο γιος του Αίσονα με των αιώνιων θεών τη βούληση
την πήρε απ’ τον Αιήτη, αφού επιτέλεσε άθλους πολυστέναχτους,
που άφθονους τους διέταξε ο υπερόπτης μέγας βασιλιάς,
ο υβριστής Πελίας, ο ανόσιος κακούργος.
Αυτούς αφού ολοκλήρωσε στην Ιωλκό κατέφτασε, αφού πολλά υπέφερε,
πάνω σε πλοίο φέρνοντας την κόρη που ‘χε ζωηρά τα μάτια,
ο γιος του Αίσονα, και θαλερή την έκανε ομόκλινή του.
Κι εκείνη, δαμασμένη απ’ τον Ιάσονα, τον ηγεμόνα του λαού,
γέννησε γιο το Μήδειο που πάνω στα βουνά ο Χείρων τον ανέθρεψε,
ο γιος της Φιλύρας. Και του μεγάλου Δία το σχέδιο εκπληρωνόταν
Κι από τις κόρες του Νηρέα, του θαλάσσιου γέροντα,
η Ψαμάθη το Φώκο γέννησε, η ευγενέστερη απ’ τις θεές,
από τον έρωτα του Αιακού, με τη βοήθεια της χρυσής της Αφροδίτης.
Και η θεά η Θέτιδα με τ’ ασημένια πόδια, απ’ τον Πηλέα νικημένη
τον Αχιλλέα του γέννησε το λεοντόκαρδο που των ανδρών τις φάλαγγες τις σπάει.
Και η Κυθέρεια Αφροδίτη με τα ωραία στεφάνια γέννησε τον Αινεία,
σαν έσμιξε με τον ήρωα Αγχίση σ’ αγάπη εράσμια
πάνω στις κορφές της Ίδης της πολύπτυχης, της ανεμοδαρμένης.
Και η Κίρκη, η κόρη του Ήλιου, του γιου του Υπερίονα,
από τον έρωτα του καρτερόψυχου Οδυσσέα
τον Άγριο και το Λατίνο γέννησε, τον άψογο και δυνατό.
Γέννησε και τον Τηλέγονο με τη βοήθεια της χρυσής της Αφροδίτης.
Κι εκείνοι πολύ μακριά, στο μυχό των ιερών νησιών,
σ’ όλους τους ξακουστούς τους Τυρρηνούς βασίλευαν.
Και η Καλυψώ, η ευγενέστερη απ’ τις θεές, στον Οδυσσέα το Ναυσίθοο
του γέννησε και το Ναυσίνοο, σαν έσμιξε μαζί του σ’ εράσμιο έρωτα.
Αυτές είναι οι αθάνατες που με θνητούς ανθρώπους πλάγιασαν
και γέννησαν παιδιά όμοια με τους θεούς. » ( Ησίοδος, “Θεογονία”, 966 -1020 )


Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Ο Ορέστης εκδικείται τη δολοφονία του πατέρα του Αγαμέμνονα με τη βοήθεια της αδελφής του Ηλέκτρας

[[ δαμ- ων ]]

Σχόλια:
● Στον μύθο του μητροκτόνου Ορέστη, ο γιος του Αγαμέμνονα έκανε διπλό φόνο. Στην περίπτωση του Ορέστη, υπάρχει ο φόνος από τους μοιχούς στο νόμιμο σύζυγο. Οι θεοί δε συγχωρούν το φονικό και εκλέγουν τον ίδιο τον γιο του σκοτωμένου να επιβάλλει την τιμωρία. Χρησμοδοτούν γι’ αυτό και του καθορίζουν συνέπειες της παρακοής του. Ο Ορέστης δεν είχε άλλη επιλογή, η πράξη του ήταν προκαθορισμένη. Ναι, την διέπραξε, ήταν έγκλημα. Μα μετανιώνει, οι τύψεις τον αρρωσταίνουν, οι Ερινύες τον καταδιώκουν. Επιζητεί τον εξαγνισμό, τον οποίο κάνει ο Απόλλωνας. Οι ίδιοι οι θεοί τον χρησιμοποίησαν, αυτοί ήταν το πρεπούμενο να τον εξαγνίσουν. Όταν μια ψυχή χρησιμοποιείται, με βάση το “νόμο της ανταπόδοσης”, για την απόδοση δικαιοσύνης και τη λήψη των κατάλληλων μαθημάτων από κάποιες άλλες ψυχές, οι πνευματικές δυνάμεις δεν είναι αμείλικτες. Βοηθούν τους δράστες- ψυχές να ξεπεράσουν τις όποιες δυσμενείς καταστάσεις δημιουργούνται. Προφανώς δεν αναιρείται η ανόσια πράξη τους! Γι’ αυτό οι Ερινύες συνέχισαν την καταδίωξη. Δόθηκε, λοιπόν, δεύτερη ευκαιρία, στην Αθήνα, στον Ορέστη να απαλλαγεί από το κρίμα. Και τώρα η απαλλαγή από το ηθικό βάρος του φόνου είναι τελεσίδικη. Έτσι και η ψυχή αφού δοκιμαστεί ακόμη λίγο απαλλάσσεται από τα καρμικά βάρη.
Ίσως ένας Ορέστης να ήταν κι ο Ιούδας! Ίσως άλλος Ορέστης να είναι κι ο Εωσφόρος! Ποιος γνωρίζει το σχέδιο του Θεού; Πάντως, ο Θεός που νιώθουμε να πάλλεται στην καρδιά μας, δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτόν της Π. Διαθήκης, τον φοβερό Γιαχβέ, ή αυτόν των αρτηριοσκληρωτικών θεολόγων, οι οποίοι αποδέχονται και υιοθετούν τον Γιαχβέ. Ο Θεός που έχει εγκατοικήσει στη διάνοιά και στην καρδιά μας είναι γλυκός, γεμάτος έλεος, συγχώρηση, κατανόηση και υπομονή να ανοίξουν τα μάτια της ψυχής μας και να τον βρούμε εντός μας.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Είναι ο Θεός που δίνει ο Ν. Καζαντζάκης στο ακόλουθο απόσπασμα:
[[ - Θα πω ένα βαρύ λόγο, Μενεγάκη, συμπάθα με· πες πως είμαι μεθυσμένος.
Γέλασα:
- Καλή ευκαιρία, είπα, τώρα που είσαι μεθυσμένος, να πεις ό,τι ξεμέθυστος δειλιάς να ξεστομίσεις· δε μιλάς εσύ, μιλάει το μαλεβιζιώτικο κρασί. Λοιπόν;
Η φωνή σου ακούστηκε μέσα στα χλωμά ξημερώματα βαθιά πολύ, πικραμένη:
- Ρώτησα μια νύχτα το Θεό: « Πότε θα συχωρέσεις τον Εωσφόρο, Κύριε; - Όταν κι αυτός με συχωρέσει », μου αποκρίθηκε. Κατάλαβες, νιόυτσικε σύντοφε; Αν σε ρωτήσουν καμμιά μέρα ποιος είναι ο μεγαλύτερος συνεργάτης του Θεού, να πεις: ο Εωσφόρος. Αν σε ρωτήσουν ποιος είναι ο περισσότερο θλιμμένος από τα πλάσματα του Θεού, να πεις: ο Εωσφόρος. Κι ακόμα ετούτο: Αν σε ρωτήσουν ποιος είναι ο Άσωτος Γιος, που του ’χει σφάξει το μόσχο το σιτευτό ο πατέρας και τον περιμένει με ανοιχτές αγκάλες, να πεις: ο Εωσφόρος. ]] ( Ν. Καζαντζάκης, “Αναφορά στον Γκρέκο” )

● Χρησιμοποιήσαμε στο μύθο του Ορέστη τις τραγωδίες των τριών μεγάλων τραγικών μας ποιητών. Βρήκαμε μια πολύ ωραία σύγκριση της δραματοποίησης από τους τρεις ποιητές μας, στην τραγωδία “Ηλέκτρα” του Ευριπίδη, από τις εκδόσεις “Κάκτος”,από την οποία σας παραθέτουμε κάποια αποσπάσματα:
[[ Οι διαφορές στον τρόπο δραματοποίησης του μύθου είναι εμφανείς ανάμεσα στους τρεις τραγικούς κι έχουν άμεση σχέση με το κοινωνικό υπόβαθρο και τα ήθη της εποχής του καθενός.
Ο Αισχύλος αντιμετώπισε το θέμα μέσα στα όρια της βαθιά θρησκευτικής του σκέψης. Ο Ορέστης παρά τους δισταγμούς και τις ηθικές του αντιδράσεις, καταλήγει να γίνει το οπλισμένο χέρι του θεού, το μέσο αποκατάστασης της ισορροπίας. Άλλωστε στο τέλος ο ίδιος ο Απόλλωνας του εξασφαλίζει τον εξαγνισμό και αναλαμβάνει την ηθική του κάθαρση. Το πρόβλημα της μητροκτονίας είναι ακόμη πρόβλημα των θεών, της χωρίς αμφισβήτηση εκτέλεσης των εντολών τους. Οι άνθρωποι δεν έχουν αποκτήσει πρωτοβουλία και συνειδησιακή αυτονομία. Παράλληλα ο Αισχύλος ακολουθεί τα κατάλοιπα μιας αρχαίας ηθικής, που κυριαρχεί το δίκαιο της πατριαρχίας και ο φόνος πρέπει να τιμωρείται με φόνο, άσχετα ,ε την ταυτότητα και τη σχέση του δράστη και του θύματος. Η δικαιοσύνη είναι αρχή αυστηρή και αλύγιστη, ανέπαφη από συναισθηματισμούς και συγγενικούς δεσμούς.
Στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή το κέντρο βάρους έχει μετατεθεί. Η τραγωδία διαδραματίζεται σε ανθρώπινο επίπεδο. Η πράξη του Ορέστη υποστηρίζεται από τον Απόλλωνα, αλλά εκπορεύεται κυρίως από την ανθρώπινη συνείδηση. Η βαθιά αίσθηση του Ορέστη και της Ηλέκτρας ότι επιτελούν ύψιστο καθήκον δεν τους αφήνει περιθώρια για δισταγμό και τύψεις. Ο Σοφοκλής δεν αμφισβητεί το δίκαιο της πράξης. Κοινό στοιχείο στον Αισχύλο και τον Σοφοκλή είναι το αδιαμφισβήτητο μεγαλείο και ο ηρωισμός που καταυγάζει τις σκέψεις και τις ενέργειες των ηρώων.
Ο Ευριπίδης τοποθετεί την Ηλέκτρα έξω από το Άργος, σε φτωχικό αγροτόσπιτο. Παρουσιάζει την ηρωίδα παντρεμένη τυπικά με φτωχό γεωργό, κουρεμένη, απομονωμένη από την κοινωνική ζωή, να πενθεί διαρκώς το θάνατο του πατέρα της και την προσωπική της δυστυχία. Μοναδικός της στόχος η εκδίκηση. Είναι αποφασισμένη· δεν έχει αμφιβολίες και διλήμματα και από αυτή την άποψη συνδέεται με ναι μεγάλη ηρωίδα του Ευριπίδη, τη Μήδεια· και στις δυο η απόφαση για την εκδίκηση υπάρχει από την αρχή…
Οι πρωταγωνιστές του έργου είναι αντιηρωικοί. Ο φόνος του Αιγίσθου, κατά την αντιηρωική αγγελική ρήση, επιβεβαιώνει αυτή την άποψη. Οι σκέψεις και οι πράξεις τους κινούνται περισσότερο από τις προσωπικές τους ανθρώπινες αδυναμίες. Στον Αισχύλο οι ήρωες ενεργούσαν ηρωικά μένοντας πιστοί στις θεϊκές εντολές· στον Σοφοκλή έπρατταν το “δέον γενέσθαι”. Στον Ευριπίδη οι πράξεις τους κατευθύνονται από ισχυρά συναισθήματα- στον Ορέστη οι δισταγμοί του είναι εμφανείς για το αποτρόπαιο έργο της μητροκτονίας. Γι’ αυτό και στο τέλος από το βάρος των τύψεων καταρρέει μαζί με την αδελφή του. Στον κομμό της εξόδου τα δύο αδέλφια παρουσιάζονται εξουθενωμένα από τη φρίκη της πράξης τους και είναι σχεδόν ηθικά ερείπια. Ο φόνος διερευνάται για πρώτη φορά σε σχέση με τις ψυχολογικές συνέπειές του για πρώτη φορά σε σχέση με τις ψυχολογικές συνέπειές του και την προκαλούμενη συνειδησιακή κατάπτωση. Οι μυθολογικές Ερινύες του Αισχύλου μεταβάλλονται σε αόρατες δυνάμεις, που βασανίζουν την ψυχή. Δεν προέρχονται από θεούς και από κάποια απρόσωπη αρχή του Δικαίου, αλλά από την ίδια την ανθρώπινη συνείδηση που αυτοτιμωρείται. Η θέση του Ευριπίδη απέναντι στο ηθικό πρόβλημα της μητροκτονίας είναι σταθερή και ακλόνητη: ο φόνος της μητέρας δεν δικαιολογείται και δεν εξαργυρώνεται με τίποτα... ]]
Στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή εμφανίζεται και η Χρυσόθεμη, που δεν την αναφέρουν οι άλλοι δύο τραγικοί. Ο χαρακτήρας είναι αντίθετος απ’ αυτόν της αδελφής της Ηλέκτρας, αδύναμη, δειλή, υποχωρητική, συμβιβαστική, χωρίς τη διάθεση να χάσει την καλοπέραση που της παρέχει η υποταγή της στους βασιλείς. Έχει ήδη συγχωρήσει τη μητέρα της για το φόνο του πατέρα, δεν την ελέγχει για τη μοιχεία που είχε διαπράξει όσο έλειπε ο γονιός της και την ατίμωση του παλατιού. Μας θυμίζει την Ισμήνη, την αδελφή της Αντιγόνης, που ζούσε στο παλάτι της Θήβας. Το ίδιο αδύναμη και λαγόκαρδη.
Ανάμεσα στην Ηλέκτρα και την Αντιγόνη υπάρχουν κοινά στοιχεία. Να μην μας διαφεύγει το γεγονός ότι και την τραγωδία “Αντιγόνη” έγραψε ο Σοφοκλής, διαπλάθοντας και παρουσιάζοντας έναν παρόμοιο ηρωικό χαρακτήρα μ’ αυτόν της Ηλέκτρας. Και οι δύο ηρωίδες είχαν ν’ αντιμετωπίσουν ένα ηθικό χρέος απέναντι σ’ ένα μέλος της οικογένειάς τους. Παρουσιάζουν υπερηφάνεια ψυχής. Δεν συμβιβάζονται με το βασιλιά, που ασκεί τυραννική εξουσία και δεν διστάζουν να έρθουν σε αντίθεση μ’ αυτόν. Διέπονται από αρχές και είναι πιστές στο εθιμικό καθεστώς, στον άγραφο νόμο. Ωθούνται στην πράξη τους από την συνείδησή τους, έτοιμες ν’ αντιμετωπίσουν ακόμη και τον θάνατο εκτελώντας το χρέος τους. Το χρέος τους είναι απέναντι σε νεκρούς και για να το εκτελέσουν ζητούν την βοήθεια της αδελφής τους, που δείχνουν απροθυμία, γιατί είναι δειλές κι αναποφάσιστες, για τις βοηθήσουν. Έτσι παίρνουν την απόφαση να προχωρήσουν μόνες τους σ’ αυτό που το καθήκον επιτάσσει, ζητώντας μόνο να κρατήσουν κλειστό το στόμα μιας και η δειλία τις κάνει να μην πάρουν μέρος. Βέβαια τελικά η Αντιγόνη θα κάνει το χρέος της με επακόλουθο να την θάψει ζωντανή ο Κρέοντας σε νεκρικό σπήλαιο, ενώ φτάνει στις Μυκήνες ο Ορέστης, που ανέλαβε να υλοποιήσει αυτά που σκεφτόταν η Ηλέκτρα, με τη βοήθειά της.
Συμπερασματικά, οι δύο τραγωδίες του Σοφοκλή έχουν σαν θέμα τις αναλλοίωτες ηθικές αρχές, κι απεικονίζουν τη δυναμικότητα και το μεγαλείο του ανθρώπου κατά την εκτέλεση του καθήκοντος.
Στην παράθεση του μύθου, χρησιμοποιήσαμε την τριλογία του Αισχύλου “Ορέστεια”, που αποτελείται από τις τραγωδίες “Αγαμέμνων” – “Χοηφόροι”- “Ευμενίδες”. Και πάλι θα παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα από την εισαγωγή στην τραγωδία του Αισχύλου “Χοηφόροι” των εκδόσεων “Κάκτος”:
[[ Η βασική αρχή που διέπει όλη την τριλογία είναι η απόδοση της Δικαιοσύνης. Όποιος παραβαίνει τον νόμο, τιμωρείται. Η τιμωρία είναι αναπόφευκτη κι υπαγορεύεται από τους άγραφους και αιώνιους νόμους των θεών. Καμιά φορά την απόδοση της τιμωρίας αναλαμβάνει κάποιος ανόσιος άνθρωπος, που στη συνέχεια τιμωρείται κι αυτός. Προφητικά ο Κάλχας προειδοποιεί ότι η νίκη που επιτυγχάνεται με έγκλημα οδηγεί σε έγκλημα.
Στα έργα της τριλογίας επιβεβαιώνονται τα λόγια του Κάλχα. Ο Αίγισθος σκοτώνει τον Αγαμέμνονα για να εκδικηθεί τον φόνο των αδελφών του από τον πατέρα του Αγαμέμνονα. Ο φόνος του βασιλιά του Άργους από την Κλυταιμήστρα και τον Αίγισθο δεν μένει ατιμώρητος. Ο Ορέστης θα επιστρέψει ως εκδικητής να τιμωρήσει τον θάνατο του πατέρα του. Όλοι οι ήρωες ενεργούν υποκινούμενοι από τα μύχια πάθη τους. Ο Αγαμέμνονας βεβήλωσε ναούς θεών, παραβίασε θεϊκούς κι ανθρώπινους νόμους, θυσίασε την κόρη του Ιφιγένεια. Ο ίδιος δεν έχει συνείδηση του αμαρτήματός του. Αισθάνεται μάλλον ευνοούμενος των θεών και αξιόλογος άνθρωπος. Ο θάνατός του είναι αποτέλεσμα της εξ αίματος έχθρας. Ο Αίγισθος είχε κάθε δικαίωμα να εκδικηθεί τον φόνο των αδελφών του από τον Ατρέα, σκοτώνοντας το γιο του Ατρέα, Αγαμέμνονα. Η Κλυταιμήστρα είχε επίσης τους προσωπικούς της λόγους: το θάνατο της Ιφιγένειας, την απιστία του Αγαμέμνονα με την Κασσάνδρα και τον έρωτά της για τον Αίγισθο. Αυτοί όμως οι ανθρώπινοι λόγοι γίνονται όργανα για κάτι υπαράνθρωπο κι αιώνιο. Τα νήματα των ανθρώπινων σκέψεων και πράξεων κινούν οι θεοί. Στα έργα του Αισχύλου η έννοια του θεού υπερβαίνει τον ανθρώπινο νόμο κι οι άνθρωποι, όργανα στα χέρια των θεών, αναγκάζονται να επιβάλλουν τη δικαιοσύνη και να επαναφέρουν την ισορροπία του κόσμου. ]]

● Αναφέραμε στην ανάπτυξη αυτού του κεφάλαιου τον όρο “Νόμος της Ανταπόδοσης”. H Μεταφυσική Γνώση, όπως διδάσκεται από τον “εσωτερικό χριστιανισμό” σ’ αυτούς για τους οποίους ο Χριστός είπε: « ότι υμίν δέδοται γνώνται τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, εκείνοις δε ου δέδοται. όστις γαρ έχει, δοθήσεται και περισσευθ·ήσεται· όστις δε ουκ έχει, και ό έχει αρθήσεται απ’ αυτού. δια τούτο εν παραβολαίς αυτοίς λαλώ, ίνα βλέποντες μη βλέπωσι και ακούοντες μη ακούωσι μηδέ συνώσι » ( Ματθ., ιγ’ 11-13), εδράζεται στο νόμο της μετενσάρκωσης και στο νόμο της ανταπόδοσης. Σ’ αυτούς τους δύο νόμους βασιζόταν η μυστηριακή διδασκαλία των προγόνων μας, και τους είχαν ενστερνιστεί οι μεγάλοι μύστες- διδάσκαλοι Πυθαγόρας και Πλάτωνας. Ο Νόμος της Ανταπόδοσης ή Νόμος της Αιτίας και του Αποτελέσματος , είναι ο Νόμος της Ειμαρμένης των αρχαίων Ελλήνων ή όπως τον αποκαλούν οι ανατολικοί λαοί Νόμος του Κάρμα.
Ο Απ. Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή του λέει: « Έκαστος γαρ το ίδιον φορτίον βαστάζει…Μη πλανάσθε, Θεός ου μυκτηρίζεται, ό γαρ εάν σπείρη άνθρωπος, τούτο και θερίσει. Ότι ο σπείρων εις την σάρκαν εαυτού εκ της σαρκός θερίσει φθοράν, ο δε σπείρων εις το πνεύμα εκ του πνεύματος θερίσει ζωήν αιώνιον. Το δε καλόν ποιούντες μη εκκακώμεν, καιρώ γαρ ιδίω θερίσομεν μη εκλυόμενοι» ( Επιστολή Παύλου προς Γαλάτας στ’ 5-9).
Ο “Νόμος της ανταπόδοσης” είναι αποτέλεσμα του βασικότερου και συμπαντικού Νόμου της Δικαιοσύνης. Έτσι δεν υπάρχει στον κόσμο αδικία. Υπάρχει μόνο μια συνεχής δράση αιτίων και αποτελεσμάτων, που εμείς οι ίδιοι ενεργοποιούμε με την καλή ή την κακή μας θέληση.
Η βιβλική ρήση « ό,τι σπείρει ο άνθρωπος αυτό και θα θερίσει» μας τονίζει πως οπωσδήποτε θα συλλέξουμε τον καρπό του σπόρου, που σπείραμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Πολλές φορές ακούμε τους συνανθρώπους μας, μα και εμείς οι ίδιοι το έχουμε πει σε στιγμές αγανάκτησης ή απελπισίας, πως αυτό είναι αδικία από τον Θεό. Όμως αν ο Θεός ήταν άδικος, πολύ απλά, ή δεν θα υπήρχε ή δεν θα ήταν Θεός. Επομένως, την δική μας άγνοια δεν πρέπει να την ερμηνεύουμε σαν θεïκή αδικία. Και αυτή την άγνοια επιτείνουν οι εκπρόσωποι της εκκλησίας μας λέγοντας πως « ο Θεός όποιον αγαπάει, τον παιδεύει », ή σε περίπτωση θανάτου « τον αγαπούσε ο Θεός και τον πήρε κοντά του». Μα τι είναι ο Θεός; Σαδιστής που βασανίζει από αγάπη; Και τότε πού είναι η αγάπη του; Κι αν κάποιον τον πήρε από την ζωή γιατί τον αγαπούσε, τότε δεν είναι πολύ εγωιστής, ώστε να βυθίζει στο πένθος και στην απόγνωση τους οικείους του πεθαμένου για να ικανοποιήσει τον εγωισμό του;
Για τους αρχαίους προγόνους μας ο Νόμος της Ειμαρμένης (*28)προέβλεπε δοκιμασίες για τις ψυχές που δεν είχαν εναρμονιστεί προς τους Νόμους της θείας Φύσης, για τις παραβιάσεις των Νόμων της. Οι δοκιμασίες αυτές αποτελούσαν το αντιπεπονθός(*29), γιατί ήσαν ανάλογες των παραβιαζόμενων Νόμων, κι έτσι έπρεπε να γίνει κατανοητό από τις ψυχές αυτές ότι η παραβίαση αυτών των Νόμων θα επιφέρει οδύνη και πίκρες, ώστε έτσι να κατανοήσουν την ανάγκη της εναρμόνισης με αυτούς. Ο Νόμος της Ειμαρμένης είχε καθοριστεί κι επιβληθεί από τους θεούς λόγω της αγάπης τους προς τις μη εξελιγμένες ψυχές που ζούσαν σε τιτανικό περιβάλλον, ώστε με τις διάφορες δοκιμασίες και τον πόνο να εναρμονιστούν προς τους Νόμους της Φύσης και ιδιαίτερα με το τρίγωνο των Νόμων της εξέλιξης, της ελευθερίας και της αρμονίας ή δικαιοσύνης.
Ο Νόμος της Ειμαρμένης όχι μόνον δεν αντιστρατευόταν το Νόμο της Ελευθερίας της συνείδησης αλλά βασιζόταν σ’ αυτό το νόμο. Θα μπορούσαμε να πούμε πως για τους μύστες προγόνους μας η εναρμόνιση με τους Νόμους της θείας Φύσης ήταν η οδός, η αλήθεια και η ζωή για την αποθέωση. Δηλαδή η οδός προς την ελευθερία από το γήινο περιβάλλον και τους κύκλους της μετενσάρκωσης, η αλήθεια, εφόσον οι νόμοι της θείας φύσης είναι η μόνη αλήθεια στην Φύση και η ζωή εκείνη, που δεν διέρχεται από τη διαδικασία του θανάτου και της ανάγκης της διαδοχικής ενσάρκωσης.
Eπομένως, η ανταμοιβή ή η τιμωρία, κατά τους αρχαίους μύστες, που η ίδια η ψυχή μας επιβάλει στον “εαυτό της” αποσκοπεί στο να μας διαπαιδαγωγήσει και να μας επαναφέρει στο δρόμο της σωτηρίας. Ο νόμος της ανταπόδοσης είναι η μέθοδος της επιβράβευσης και της τιμωρίας, που εφαρμόζεται στο Σχολείο της Ζωής, το “αντιπεπονθός” των αρχαίων προγόνων μας, ο νόμος της αμοιβαιότητας, η ανάγκη για την αποκατάσταση της ισορροπίας. Στην Ελληνική Μυθολογία, το Κάρμα αποδίδεται με τους περίφημους σταύλους του Αυγείου, που ο Ηρακλής έπρεπε να καθαρίσει, δηλ. το κάρμα της αμάθειας και της πλάνης του παρελθόντος, ενώ στη γλώσσα της Καινής Διαθήκης απεικονίζεται με το συμβολικό πλύσιμο των ποδιών των αποστόλων από τον Χριστό.
Σε κάποια στιγμή παρουσιάζονται μπροστά τα έργα μας και με βάση το νόμο της ανταπόδοσης έχουμε την ευκαιρία να γευτούμε τους καρπούς των, δηλ. τις συνέπειές τους, ευχάριστες ή δυσάρεστες κι έτσι να κάνουμε τις κατάλληλες εκτιμήσεις αλλά και να βγάλουμε τα αναγκαία συμπεράσματα για το μέλλον, ώστε να μπορέσουμε να εναρμονιστούμε με το κοσμικό σχέδιο, με το θέλημα του Πατρός μας. Υποχρεωτικά θερίζουμε εκείνο που σπείραμε, κι αυτό συνιστά απόδοση δικαιοσύνης με έναν απόλυτο τρόπο.
Αν ήμασταν δίκαιοι θα ανταμειφθούμε, γι’ αυτό ο σοφός λαός λέει « κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό». Αν ήμασταν άδικοι, θα νιώσουμε στο πετσί μας τι θα δει αδικία, ώστε η ψυχή μας να πάρει το μάθημα πως δεν πρέπει να αδικεί τις αδελφές- ψυχές, γιατί δεν υπάρχει χωριστότητα αλλά ενότητα των πάντων. Ο πρεσβύτερος Αδελφός μας, που με τον βίο του στη γη, μας έδειξε τον δρόμο, γιατί όπως είπε « εγώ ειμί η οδός », ο Χριστός, ήταν κατηγορηματικός ως προς την ανταπόδοση : « Ουδέν συγκεκαλυμμένον εστίν ό ουκ αποκαλυφθήσεται, ανθ’ ων όσα εν τη σκοτία είπατε, εν τω φωτί ακουσθήσεται και ό προς το ους ελαλήσατε εν τοις ταμείοις κηρυχθήσεται επί των δωρημάτων» ( Λουκ. ΙΒ’ 2-3). Αναπόφευκτα ο καθένας μας θα πιεί το πικρό ποτήρι του παρελθόντος, όταν έρθει η ώρα, που η ψυχή του θα έχει την ωριμότητα να πάρει το μέγιστο μάθημά της.
Ο Θιβετανός Δάσκαλος Τζβαλ Κούλ, διαμέσου της Α. Μπέιλη, μας λέει: « Είναι το ποτήρι, που κάθε ανθρώπινο ον πρέπει να πιεί, γεμάτο από εκείνο , που αποτελεί το απόσταγμα της εμπειρίας στην ύλη. Είναι το “κύπελλο των σπονδών” και συμβολίζει την πόσι εκείνου που εμείς οι ίδιοι ετοιμάσαμε. Με άλλες λέξεις, η ίδια η αλήθεια μπορεί να εκφραστεί στο λόγια της Χριστιανικής Βίβλου “ό εάν σπείρει ο άνθρωπος, εκείνο και θερίσει” και πάντοτε υπάρχει το κύπελλο, που συμβολίζει το ποτήρι της εμπειρίας, το ποτήρι της υποχρεώσεως, από το οποίο κάθε άνθρωπος πρέπει να πιεί, και έπειτα υπάρχει το κύπελλο, που προσφέρεται στο μύστη, το κύπελλο στο οποίο αναφέρθηκε ο Χριστός στον κήπο της Γεθσημανή, όταν ζήτησε να απέλθει απ’ αυτόν το ποτήριον, το οποίο όμως και Αυτός αποτελείωσε πίνοντάς το».
Ο νόμος της ανταπόδοσης δεν είναι τιμωρία αλλά ο δρόμος της αυτογνωσίας, είναι ο νόμος που απελευθερώνει. Μας δείχνει ακριβώς τι κάναμε και δεν θα θέλαμε οι άλλοι να μας κάνουν, γιατί η ρήση του Διδάσκαλου είναι : « ό εσύ μισείς ετέρω μη ποιήσης ». Εάν μας πονά, το κάνει απλά για να μας δείξει ποιος ήταν ο εαυτός μας σε κάποια χρονική περίοδο του παρελθόντος.
Εκτός από την ατομική ευθύνη, το ατομικό κάρμα, υπάρχει κι ομαδικό κάρμα, ξεκινώντας από το οικογενειακό κάρμα, το φυλετικό και το εθνικό. Έτσι μπορούμε να δικαιολογήσουμε την ευτυχία αλλά και τα δεινά μιας ολόκληρης οικογένειας, μιας φυλής κι ενός έθνους. ( Λ.χ. γιατί στην Ελβετία να ζουν ήσυχα και να ευημερούν, ενώ στο Ιράκ να έχουμε καθημερινά εκατόμβες θυμάτων; Όχι, βέβαια, γιατί στην πρώτη ζουν πιστοί Χριστιανοί και στη δεύτερη χώρα Μουσουλμάνοι, που δεν κατέχουν την σωτηριολογική θρησκεία. )


---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
(*28) Η λέξη ειμαρμένη προέρχεται από το απρόσωπο ρήμα “είμαρται”, που σημαίνει “είναι πεπρωμένο”. Η ειμαρμένη είναι το πεπρωμένο, το από τη μοίρα διδόμενο, το αναπόφευκτο. Επίσης η ειμαρμένη ονομάζεται και ανάγκη ( από το ρήμα “ανάσσω”), που σημαίνει το αναπόφευκτο αποτέλεσμα.

(*29) Η λέξη αντιπεπονθός προέρχεται από τις λέξεις “αντί” και “πάσχω” και σημαίνει ότι υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεών μου.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Ο Ορέστης εκδικείται τη δολοφονία του πατέρα του Αγαμέμνονα με τη βοήθεια της αδελφής του Ηλέκτρας

[[ δαμ- ων ]]

δ) Ο Ορέστης μετά το φόνο της μάνας του
[[ Μπορεί ν’ απόφυγε τις Ερινύες του πατέρα του ο Ορέστης, αλλά βρήκε τις Ερινύες της μάνας του. Οι φοβερές γριές ξεπετάχτηκαν από τον Άδη και κυνηγούσαν με μανία τον νέο, χωρίς να τον αφήνουν σε αναπαμό. Κι αν λίγο ησύχαζε, όταν αυτές κοιμούνταν, μετά πιότερο τον βασάνιζαν. Έλιωνε ο καημένος κι ανήμπορος, κουκουλωμένος σε βαριά σκεπάσματα, έτρεμε στο κρεβάτι.
Όποιος είχε σκοτώσει άνθρωπο, θεληματικά ή κι ακόμα αθέλητα, στους αρχαϊκούς χρόνους, έπρεπε οπωσδήποτε να εξαγνιστεί. Γι’ αυτό φρόντιζε να βρει κάποιον γνωστό, έστω κι άγνωστο, που θα γνώριζε την προκαθορισμένη τελετουργία για να τον καθαρίσει από του φόνου το μίασμα.
Αν δεν γινόταν η κάθαρση κανείς δεν πλησίαζε τον φονιά κι ούτε του μιλούσε γιατί φοβόταν μήπως κι αυτός κολλήσει από το μίασμα.
Αφού οι Ερινύες δεν άφηναν σε ησυχία τον Ορέστη, αυτός κατάφυγε ικέτης στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Εξάλλου ο θεός πρόσταξε και τον ώθησε στο φόνο. Ο Φοίβος δέχτηκε με προθυμία να γίνει ο ίδιος ο εξαγνιστής. Αφού, κατά τη συνήθεια έσφαξε ένα γουρουνάκι, με το αίμα του ξέπλυνε τα μολυσμένα από το φόνο χέρια. Μα οι εκδικητικές θεές του Άδη, οι φοβερές στην όψη Ερινύες δεν ικανοποιήθηκαν, γιατί αυτός ο καθαρμός άρμοζε σε όσους έχουν σκοτώσει ξένο κι όχι σε μητροκτόνο. Κι αφού θαρρούσαν πως δεν ίσχυε ο εξαγνισμός, μ’ ορμή και λύσσα μπήκαν με τη βία στο ναό εξωθώντας σε παραλογισμό τον άμοιρο Ορέστη.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Ο Απόλλωνας τον λυπήθηκε και, για τον γλιτώσει απ’ τη μανία τους, τις έριξε σε ύπνο βαθύ. Ζήτησε τη βοήθεια του αδερφού του Ερμή, να γίνει ο φύλακας του Ορέστη, όσο θα οδοιπορούσε, και προέτρεψε τον βασανισμένο νέο, για να σωθεί, να πάει όσο γρηγορότερα μπορούσε στην Αθήνα και ικέτης ν’ αγκαλιάσει της θεάς Παλλάδας το ξόανο.
Ο ίσκιος της Κλυταιμήστρας δεν έβρισκε ησυχία κι άφησε το σκοτεινό βασίλειο του Άδη, έφτασε στου Απόλλωνα το ιερό, ξύπνησε τις Ερινύες κι άρχισε τα παράπονα που δεν νοιάζονταν για το αίμα της κι αφήσαν ατιμώρητο τον φονιά της. Σαν είδαν να έχει φύγει ο Ορέστης οι χθόνιες θεές κατηγόρησαν πως αυτός, ένας νέος ολύμπιος θεός έδειχνε περιφρόνια στις πανάρχαιες χθόνιες θεότητες. Αγανάκτησε ο Φοίβος και τις έδιωξε από το ναό του. Έτρεξαν αυτές και βρήκαν τον Ορέστη να κατευθύνεται στην Αττική, τον πήραν στο κυνήγι κι αυτός αλαφιασμένος, χωρίς να πάρει ανάσα, πρόστρεξε στης Αθηνάς το ναό και ρίχτηκε στο άγαλμά της τρέμοντας από το φόβο. Τ’ αγκάλιασε και ζήτησε την προστασία της.
Η κόρη του Δία προσφέρθηκε να τον προστατέψει, εξάλλου δεν μπορούσε να διώξει από το ιερό της τον ικέτη. Τότε οι Ερινύες μίλησαν τα από τους παλιούς αναγνωρισμένα δικαιώματά τους πάνω στους φονιάδες, κι ακόμα περισσότερο σ’ αυτόν τον μητροκτόνο, κι απείλησαν με καταστροφές και λοιμό την Αθήνα, αν η Αθηνά δεν αναγνωρίσει το δίκιο τους. Αφού αθάνατοι και θνητοί τη λόγιαζαν για σοφή, της ανάθεσαν ο Ορέστης και οι Ερινύες να λύσει τη διαφορά τους. Μα αυτή προτίμησε να μη βγάλει μόνη κρίση και συγκάλεσε τον Άρειο Πάγο (*26). Ήταν ένα ορκωτό δικαστήριο, που το αποτελούσαν οι εκλεκτότεροι Αθηναίοι, που συγκεντρώνονταν στο λόφο απέναντι από την Ακρόπολη. Πριν την σύγκλιση, η Αθηνά δήλωσε πως ο Ορέστης θα θεωρούνταν αθώος σε περίπτωση ισοψηφίας.
Στη δίκη παρουσιάστηκε μάρτυρας και συνάμα συνήγορος του Ορέστη ο Απόλλωνας. Είπε πως εκπροσωπούσε τον πατέρα του Δία, γιατί αυτός, σαν βασιλιάς των θεών, του έδινε τους χρησμούς για τους θνητούς. Μετά από την απολογία του Ορέστη, που υποστήριξε πως ό,τι έπραξε το έκανε σύμφωνα με το χρησμό που πήρε, ο Φοίβος προέβαλε το επιχείρημα πως το χρέος απέναντι στον πατέρα είναι μεγαλύτερο απ’ ό,τι στη μητέρα, γιατί ο άντρας γεννάει το παιδί. Η γυναίκα είναι σαν τη γη που δέχεται τον σπόρο. Επομένως ο νέος ήταν υποχρεωμένος να εκδικηθεί του γονιού του το φόνο. Οι Ερινύες αντέκρουσαν τον Απόλλωνα με αντεπιχείρημα, λέγοντας πως η γυναίκα δίνει το αίμα της στο παιδί που γεννάει. Έτσι ο Ορέστης δολοφόνησε πρόσωπο με το ίδιο αίμα, ενώ η Κλυταιμήστρα δεν είχε το ίδιο αίμα με τον Αγαμέμνονα που δολοφόνησε.
Στο τέλος της δίκης ψήφισαν οι αρειοπαγίτες, με τους μισούς να αθωώνουν τον Ορέστη και οι μισοί να τον καταδικάζουν. Τότε τάχτηκε και η Αθηνά, που είπε μιας και δεν γεννήθηκε από μάνα, τάσσεται με τους άντρες. Έτσι ο Ορέστης αθωώθηκε.
Η χαρά του νέου ήταν απερίγραπτη. Γεμάτος ευγνωμοσύνη δηλώνει πως θα είναι σύμμαχος με τους Αθηναίους και υπόσχεται αιώνια φιλία. Τώρα δικαιωμένος θα μπορούσε να γυρίσει στο Άργος για να βασιλέψει δίκαια και συνετά.
Όσο για τις Ερινύες, αυτές θύμωσαν πολύ γιατί οι Αθηναίοι δικαστές τις πρόσβαλαν. Απείλησαν να κάνουν μεγάλο κακό στην πόλη. Με μεγάλο κόπο η Αθηνά κατόρθωσε να τις εξευμενίσει, υποσχόμενη πως οι κάτοικοι θα τις τιμούν σαν καλόγνωμες Ευμενίδες. ]]
Τα βάσανα του Ορέστη, που ακολούθησαν τον διπλό φόνο του, μα κύρια για το φόνο της μάνας του, μας δίνει με δραματικό τρόπο ο Ευριπίδης στην τραγωδία του “Ορέστης”. Δεν χάρηκε την εκτέλεση του χρέους απέναντι στον πατέρα του ο γιος του Αγαμέμνονα. Η ευαίσθητη φύση του δίνει έδαφος στις τύψεις να τον ελέγξουν. Συντρίβεται ο συναισθηματικός του κόσμος.
Η μεταφυσική γνώση μας διδάσκει πως μετά το “φυσικό σώμα” υπάρχουν κι άλλα σώματα, λεπτότερα κι επομένως μη εμφανή. Μετά το φυσικό είναι το “αιθερικό”, δηλ. το ενεργειακό μας σώμα, αυτό που ζωογονεί κι ενεργοποιεί το φυσικό. Το επόμενο είναι το “αστρικό σώμα”, δηλ. το σώμα των συναισθημάτων. Και το αμέσως επόμενο είναι το “νοητικό”, δηλ. το σώμα των σκέψεων (*26). Η σύνθεση των τριών σωμάτων, που ο πολύς κόσμος δεν γνωρίζει, αποτελεί χονδρικά την λεγόμενη “αύρα”, την οποία όλοι, λίγο ή πολύ έχουν ακουστά ή γνωρίζουν. Η ισχύς αυξάνει από το φυσικό προς το νοητικό. Οι βαριές σκέψεις ενοχής του Ορέστη, τα έντονα συναισθήματα που ένιωσε όταν τον ικέτευε να την λυπηθεί γυμνώνοντας το στήθος, με το οποίο τον βύζαξε, τα συναισθήματα λύπης όταν αντίκρισε νεκρή τη μάνα του, δηλ. η έντονη διεργασία στο νοητικό και το αστρικό σώμα, ξέσπασαν στο φυσικό σώμα, το ασθενέστερο, κι έτσι ο νέος αρρώστησε βαριά. Γι’ αυτό ο Ευριπίδης μας τον παρουσιάζει στην αρχή της τραγωδίας του πολύ άρρωστο. Στην πρώτη σκηνή ο Ορέστης κοιμάται βαθιά, ενώ η Ηλέκτρα μονολογεί:
« Την αδικία γιατί να κατακρίνω
του Φοίβου; Τον Ορέστη έπεισε εκείνος
να σφάξει τη μητέρα του, μια πράξη
που δεν τιμάει κανείς. Όμως πιστεύοντας
στο θεό, την εσκότωσε· βοήθησα
κι εγώ στο φόνο μ’ όση μπόρεση έχει
μια γυναίκα· μαζί μας κι ο Πυλάδης
εστάθηκε σ’ αυτά βοηθός μας.
Αρρώστια τρομερή λιώνει από τότε
τον δύστυχο Ορέστη και στο στρώμα
κείτεται εδώ· της μάνας του το αίμα
τον σέρνει, σε μανίες βυθίζοντάς τον·
τρέμω να πω με τ’ άλλο τ’ όνομά τους
τις θεές Ευμενίδες που χιμούνε
πάνω του φοβερές. Περάσαν έξι
μέρες που το κορμί της σκοτωμένης
μάνας μας εξαγνίστηκε στη φλόγα
κι ετούτος μήτε δέχεται να φάει,
μήτε το σώμα του θέλει να λούσει·
δακρύζει, στα σκεπάσματα κρυμμένος,
σαν τον αφήνει η αρρώστια και ξαναέχει
τα λογικά του, κι άλλοτε πηδώντας
απ’ τα στρωσίδια, τρέχει σαν πουλάρι
που το ζυγό του εξέφυγε. » ( Ευριπίδης, “Ορέστης” 28-45 )
Για να καταλήξει η νέα:
« Φευ μόχθων· « Αχ! Συμφορές. Άδικος τότες,
άδικος άδικα τότ’ άρ’ έλακεν έλακεν, από- άδικα χρησμοδότησε ο Λοξίας
φονον ότ’ επί τρίποδι Θέμιδος άρ’ εδίκασε όταν από τον τρίποδα της Θέμιδας
φόνον ο Λοξίας εμάς ματέρος. » το φόνο πρόσταξε της μάνας. »
Μετά ο ποιητής παρουσιάζει τον Ορέστη να ξυπνάει και ν’ αρχίζει το μαρτύριό του. Οι Ερινύες βασανίζουν το ρηγόπουλο που φαντάζει παραλοϊσμένο, ενώ η αδερφή του προσπαθεί να τον συνεφέρει:
« ΗΛ.: Αχ! αδερφέ, το βλέμμα σου θολώνει·
είχες το νου σου κι ήρθε ευθύς η τρέλα.
ΟΡ.: Σε ικετεύω, μάνα, μη μου στέλνεις
τις αιματόβαδες δρακόντισσες
Να τες, να τες κοντά, και μου χιμούνε.
ΗΛ.: Ήσυχος μείνε, δύσμοιρε, στο στρώμα·
τίποτα δεν κοιτάς, κι ας το λογιάζεις.
ΟΡ.: Θα μ’ αφανίσουν, Φοίβε, οι σκυλοπρόσωπες
φριχτές θεές, ιέρειες του Άδη, οι τρομερές.
ΗΛ.: Μη με κρατάς· είσαι Ερινύα, που μ’ αρπάζεις,
για να με ρίξεις στα Τάρταρα.
ΗΛ.: Α! η δύστυχη, ποιος θα με βοηθήσει,
που ‘χουμε κάνει τους θεούς εχθρούς μας;
ΟΡ.: Δώσε μου το κεράτινο δοξάρι
που ο Λοξίας μου χάρισε και μου είπε
μ’ αυτό τις άγριες θεές να διώχνω,
όταν μου ρίχνονται λυσσοκοπώντας.
Κάποια θεά θα χτυπηθεί απ’ το χέρι
θνητού, άμα δε χαθείτε απ’ τη ματιά μου.
Ακούτε; Δε θωρείτε τις σαΐτες
τις φτερωτές που ρίχνονται απ’ το τόξο
το μακροτίναχτο; Άα, α· λοιπόν τι αργείτε;
Πετάξτε στον αιθέρα· τις μαντείες
του Φοίβου να κατηγοράτε. Άαχ!
Τι με ταράζει; Γιατί μέσ’ απ’ το στήθος
βγαίν’ η ανάσα μου λαχανιασμένη;
Πού κι από πού με σέρνουν απ’ το στρώμα;…
Πάλι απ’ το κύμα βλέπω τη γαλήνη.
Γιατί, αδερφή μου, κλαις γερτή στα πέπλα;
Ντρέπομαι να φορτώνω τόσους πόνους
και την αρρώστια μου σε μια παρθένα.
Για τα δεινά μου μη στεναχωριέσαι·
γιατί εσύ συμφώνησες μονάχα,
μα εγώ έσφαξα τη μάνα· το Λοξία
κατηγορώ που μ’ έσυρε σε πράξη
ανόσια, με τα λόγια ευφραίνοντάς με,
με τα έργα όμως όχι. Το γονιό μου
κατάματα αν τον έβλεπα, ρωτώντας
αν πρέπει να σκοτώσω τη μητέρα,
νομίζω πως πολλές φορές το χέρι
θα μου άπλωνε στα γένια με ικεσία
να μη βυθίσω το σπαθί στη μάνα·
γιατί έτσι μήτε αυτός θα ξαναρχόταν
στο φως, κι εγώ θα φορτωνόμουν τέτοιο
κακό. Τώρα, αδερφή μου, το κεφάλι
ξεσκέπασε και πάψε πια το θρήνο,
κι ας είμαστε σε τέτοια δυστυχία.
Κι όταν απελπισμένο θα με βλέπεις,
να με παρηγορείς και ν’ αλαφρώνεις
τον τρόμο και το σαλεμένο νου μου·
κι όταν εσύ στενάζεις, πλάι σου θα ‘μια
μ’ αγάπη να σε γαληνεύω· έτσι ταιριάζει
να παραστέκεις τον αγαπημένο. » ( Ευριπίδης, “Ορέστης” 253- 300 )
Ακόμη κι ο χορός, που αποτελείται από γυναίκες του Άργους, προσπαθεί να εξευμενίσει τις φοβερές γριές του Άδη. Παρακαλεί να πάψουν να καταδιώκουν τον βασανισμένο γιο του Αγαμέμνονα:
« Άα! Εσείς
φτερωτές, γοργοκίνητες,
θεές ξέφρενες,
που σας έλαχε πένθιμος θίασος
όλο γόους και δάκρυα,
ζοφερές Ευμενίδες·
που τον τρίσβαθο αιθέρα ταράζετε
τιμωρώντας τους φόνους, τα αίματα,
σας προσπέφτω με ικεσίες θερμές,
το γιο του Αγαμέμνονα αφήστε
να ξεχάσει τη λύσσα
της πικρής του μανίας.
Τα βάσανα, αλίμονο, δύστυχε,
να υπομείνεις εδιάλεξες, όταν
απ’ τον τρίποδα ο Φοίβος προφήτεψε
κι εσύ εδέχτης τα λόγια του
το κεφάλι σου ακουμπώντας στο χώμα
μπρος στ’ απόκρυφο κέντρο,
που του κόσμου το λεν ομφαλό. » ( Ευριπίδης, “Ορέστης” 316- 331 )
Ήταν η περίοδος που, μετά από πολλές περιπλανήσεις, γύρισε στην πατρίδα του ο Μενέλαος. Σαν πήγε να δει τα ανίψια του, αντίκρισε τον Ορέστη να είναι ζωντανός νεκρός. Πάνω στη συζήτησή τους, για τα αίτια της κατάντιας του, ο νέος του απαντάει πως αιτία είναι ο έλεγχος από τη συνείδηση:
« ΜΕ.: Θεοί, τι βλέπω; Κάποιον πεθαμένο;
ΟΡ.: Σωστά· δε ζω από τα δεινά, το φως κι ας βλέπω.
ΜΕ.: Πώς σ’ αγριέψαν, δόλιε, τα μαλλιά σου.
ΟΡ.: Με τυραννούν τα έργα μου, όχι η όψη.
ΜΕ.: Φριχτά κοιτάς με τα στεγνά σου μάτια.
ΟΡ.: Πάει το κορμί μου· τ’ όνομα έχω μόνο.
ΜΕ.: Πόσο αναπάντεχα έτσι έχεις αλλάξει.
ΟΡ.: Να με ο φονιάς της δύστυχής μου μάνας.
ΜΕ.: Τ’ άκουσα, σώπα· μη μιλάς γι’ αυτό καθόλου.
ΟΡ.: Σωπαίνω· μα ο θεός με τυραννάει.
ΜΕ.: Τι έχεις; Ποια αρρώστια σε αφανίζει;
ΟΡ.: Είναι η συνείδηση, να ξέρω τι έχω πράξει. » ( Ευριπίδης, “Ορέστης” 385-396 )
Ο Ορέστης του λέει πως γνωρίζει πως είναι ανόσιος, μα έπρεπε ν’ αποδώσει δικαιοσύνη: « ἐγᾦδ’, ἀνόσιός εἰμί μητέρα κτανών, ὅσιος δέ γ’ ἕτερον ὄνομα, τιμωρῶν πατρί » [ ξέρω, ανόσιος είμαι που έσφαξα τη μάνα, όμως και δίκαιος που εκδικήθηκε έτσι το φόνο του πατέρα ]
Ο γιος της σκοτωμένης, όταν τον κατηγόρησε ο παππούς του Τυνδάρεως για το φόνο της κόρης του, θέλησε να δικαιολογήσει την πράξη του. Είπε, λοιπόν, στον παππού του:
« Τι έπρεπε να κάμω; Να λογιάσεις
αυτά τα δυο. Μ’ έχει ο γονιός φυτέψει
κι η κόρη σου με γέννησε, το σπέρμα
καθώς η γη παίρνοντας από κάποιον·
χωρίς πατέρα τέκνο δε γεννιέται.
Εσκέφτηκα λοιπόν πως είχα χρέος
στον αρχηγό της ρίζας μου που μ’ έχει
κάνει, παρά σ’ αυτή που μ’ έχει θρέψει.
Η κόρη σου –ντροπή μου να τη λέω
μάνα- πλάγιασε στο κρεβάτι μ’ άλλον
κρυφά, δίχως μυαλό· όταν εκείνην
κακολογώ, τον εαυτό μου βρίζω·
μα θα μιλήσω. Μέσα στο παλάτι
κρυφός της άντρας ήταν ο Αίγισθος.
Τον σκότωσα, θυσίασα κατόπι
τη μάνα μου, μια πράξη ανόσια βέβαια,
μα το ‘κανα εκδικώντας τον πατέρα.
Και όσο για τις φοβέρες σου πως πρέπει
να με λιθοβολήσουν, την Ελλάδα
μάθε πως ωφελώ. Άμα οι γυναίκες
φτάσουν σε τόσο θράσος να σκοτώνουν
τους άντρες τους κι ύστερα στα παιδιά τους
να καταφεύγουν με γυμνά τα στήθη
για να τα συγκινήσουν, τότε θα ‘ναι
για κείνες ένα τίποτα να σφάζουν
τους άντρες μ’ όποια αιτία κι αν βρίσκουν.
Μα κάνοντας εγώ τη φριχτή πράξη,
καθώς την ονομάζεις, έχω βάλει
τέρμα στο νόμο αυτόν. Με δίκαιο μίσος
τη μάνα μου που ‘χει προδώσει
τον άντρα της φευγάτο απ’ το παλάτι,
τον πρώτο στρατηγό όλης της Ελλάδας,
κι ατίμασε την κλίνη της. Όταν είδε
το σφάλμα της, μονάχη τον εαυτό της
δεν τιμώρησε, αλλά για να προλάβει
την τιμωρία που θα ‘χε απ’ το γονιό μου,
δίχως καν να διστάσει, τον σκοτώνει.
Για τους θεούς- κι είναι κακό για φόνο
θεούς να μνημονεύω- αν επαινούσα
σωπαίνοντας την πράξη της μητέρας,
τι θα ‘κανε για μένα ο σκοτωμένος;
Η οργή του δε θα μ’ έριχνε στο μαύρο
χορό των Ερινύων; Ή βοηθάνε
τη μάνα μου οι θεές κι εκείνον όχι
που πιο πολύ αδικήθηκε; Εσύ, γέρο,
μ’ αφάνισες, που ‘χεις γεννήσει κόρη
τόσο κακιά· το θράσος της μου πήρε
τον πατέρα και μ’ έχει κάνει μητροκτόνο.
Βλέπεις πως τη γυναίκα του Οδυσσέα
δε σκότωσε ο Τηλέμαχος· τι εκείνη
δεν άλλαξε τον άντρα μ’ άλλον άντρα
κι έχει στο σπιτικό της τίμιο στρώμα.
Βλέπεις πως τον Απόλλωνα που απάνω
στέκει στον ομφαλό της γης κι αλήθειες
μοιράζει στους θνητούς και σ’ ό,τι λέει
τον υπακούμε. Κι εγώ την προσταγή του
υπάκουσα, σκοτώνοντας τη μάνα.
Αυτόν λοιπόν ανόσιο λογαριάστε
και σκοτώστε τον. Το σφάλμα εκείνου
κι όχι δικό μου. Τι έπρεπε να κάνω;
Ή δεν μπορεί ο θεός που του προσπέφτω,
το μίασμα να ξεπλύνει; Προστασία
πού να γυρέψεις, αν αυτός που σου ‘χει
δώσει την προσταγή, δε σε γλιτώσει
απ’ το χαμό; Λοιπόν μη λες πως τούτα
δεν ήτανε σωστά, μα πως μας φέραν
όσα έχουμε πράξει δυστυχία.
Αν ευτυχούν οι γάμοι, τότες είναι
κι η ζωή των θνητών μακαρισμένη·
μα όταν δεν παν καλά, μέσα στο σπίτι
κι όξω απ’ αυτό πλανιέται η δυστυχία. » ( Ευριπίδης, “Ορέστης” 551- 604 )
Στην κατάληξη αυτή του λόγου του Ορέστη, επενέβη ο χορός για να πει: « αιεί γυναίκες εμπδών ταις συμφοραίς έφυσαν ανδρών προς το δυστυχέστερον » [ στις συμφορές πάντα οι γυναίκες κάνουν τους άντρες πιο πολύ δυστυχισμένους ].
Ο Ευριπίδης μας αναφέρει πως οι Αργείτες καταδίκασαν σε θάνατο τον φονιά Ορέστη, αλλά και τη συνεργό του Ηλέκτρα. Η απόφασή τους ήταν οι καταδικασθέντες να σκοτωθούν από μόνοι τους. Τα παιδιά του Αγαμέμνονα έχουν μεγάλα παράπονα από το θείο τους Μενέλαο, που στο δικαστήριο δεν πήρε το μέρος τους. Αυτός και η γυναίκα του Ελένη ήσαν οι αίτιοι της συμφοράς τους, γιατί αν δεν έλειπε ο πατέρας στην Τροία δέκα χρόνια, δεν θα απατούσε τον Αγαμέμνονα η Κλυταιμήστρα κι ούτε θα γινόταν η θυσία της Ιφιγένειας, αιτία του μίσους της μάνας τους προς τον πατέρα. Γι’ αυτό αποφάσισαν πριν βάλουν τέλος στη ζωή τους να εκδικηθούν τον Μενέλαο, σκοτώνοντας την Ελένη. Ο Πυλάδης προθυμοποιείται να τους βοηθήσει. Ανάμεσα στους δύο φίλους γίνεται ένας διάλογος, από τον οποίο παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα:
« ΠΥ.: …Φίλος πώς θα φανώ σωστός, αν στα δεινά σου
τα φοβερά βοήθεια δε σου δώσω;
ΟΡ.: Καλά το λεν αυτό, φρόντισε να ‘χεις
όχι μονάχα συγγενείς, μα φίλους·
γιατί όποιος, ξένος όντας, στις δικές σου
λιώνει τις δυστυχίες, αυτός ο φίλος
πιο πολύ κι από μύριους συγγενείς αξίζει. » ( Ευριπίδης, “Ορέστης” 802- 806 )
Τα δύο αδέρφια, αφού έκαναν το καθήκον τους, τιμωρώντας τους φονιάδες του Αγαμέμνονα, είναι έτοιμα ν’ αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της πράξης τους. Είναι έτοιμοι να πεθάνουν. Γι’ αυτό λέει ο Ορέστης:
« ………..Όμως, μπρος, καθώς αξίζει
στον Αγαμέμνονα, μ’ αντρειωμένη
πράξη να σκοτωθούμε. Εγώ στην πόλη
την αψηλή γενιά μου θ’ αποδείξω,
το σκώτι μου τρυπώντας μ’ ένα ξίφος·
κι εσύ πρέπει τα ίδια να τολμήσεις.
Πυλάδη, στο χαμό μας εσύ γίνε
μόνος κριτής και μόλις σκοτωθούμε
φρόντισε τα κορμιά μας και στον τάφο
τον πατρικό να θάψεις και τους δυο μας. » ( Ευριπίδης, “Ορέστης” 1060- 1068 )
Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του παρουσιάζει την Ηλέκτρα, στο σχέδιο για τη δολοφονία της Ελένης, ώστε να εκδικηθούν τον Μενέλαο, να πιάσουν πρώτα όμηρο την Ερμιόνη, την κόρη των ρηγάδων της Σπάρτης. Μπαίνουν στο παλάτι για να πραγματοποιήσουν το σχέδιο. Κάποιος δούλος της Ελένης, Φρύγας στην καταγωγή, περιγράφει την προσπάθεια του Ορέστη να την σκοτώσει. Όμως δεν πρόλαβε, Γιατί μέσα σε μια νεφέλη η Ελένη χάθηκε. Κι όταν ο Ορέστης απειλεί να σκοτώσει την Ερμιόνη και να βάλει φωτιά στο παλάτι, επιφαίνεται στο θεολογείο ο Απόλλωνας που αναγγέλλει την ανάληψη της Ελένης και την μετατροπή της σε θεότητα. Μετά την αθώωση του Ορέστη από τον Άρειο Πάγο στην Αθήνα και τον γάμο του με την Ερμιόνη. Έτσι τελειώνει η τραγωδία “Ορέστης”.
Συνέχεια της μυθικής αυτής ιστορίας έχουμε με την τραγωδία “Ευμενίδες του Αισχύλου. Ο Ορέστης, καθώς καταδιώκεται από τις Ερινύες, βρίσκει καταφυγή στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Ο θεός για να τον απαλλάξει προσωρινά από τα δεινά του, κοιμίζει τις χθόνιες αυτές θεότητες και ζητάει από τον Ερμή να τον συντρέξει να ανακουφίσουν τον γιο του Αγαμέμνονα. Απευθύνεται ο νεαρός στον θεό και του λέει:
« Ω! βασιλιά μου Απόλλωνα, γνωρίζεις
να μη αδικείς· κι αφού το ξέρεις, έχε
την έγνοια μου· είναι η δύναμή σου
η πιο καλή προφύλαξη για μένα. » ( Αισχύλος, “Ευμενίδες” 85- 87 )
Ο θεός τον διαβεβαιώνει πως συνέχεια να του συμπαραστέκεται και του ζητάει να φύγει γρήγορα για την Αθήνα:
« Δε θα σε παρατήσω, φύλακάς σου
θα στέκομαι στο πλάι σου ως το τέλος,
κι ας είμαι αλάργα, κι ούτε στους εχθρούς σου
θα δείξω μαλακός. Βλέπεις, πιαστήκαν
οι ξέφρενες αυτές· έχουνε τώρα
παραδοθεί στον ύπνο οι σιχαμένες
πανάρχαιες γριές, κόρες της Νύχτας,
που κανείς άνθρωπος, θεός, μήτε θηρίο,
ποτέ δεν τις ζυγώνει· γεννηθήκαν
για το κακό και στο σκοτάδι
ζούνε του Τάρταρου, στης γης τα βάθη
με των θνητών και των θεών το μίσος.
Φεύγα και μη δειλιάσεις. Γιατί πάντα
ξοπίσω σου θα τρέχουν κι όταν σέρνεις
σε τόπους πολυπάτητους το βήμα
και στις απέραντες στεριές κι αλάργα,
πέρα απ’ τη θάλασσα και τα νησιά της.
Μην κουραστείς τους μόχθους να σηκώσεις·
όταν στην πόλη φτάσεις της Παλλάδας,
γονάτισε κι αγκάλιασε τ’ αρχαίο
ξόανο της θεάς. Εκεί για τούτα
κριτές θα σε δικάσουν και με λόγια
μιλώντας πειστικά θα βρω τον τρόπο
για πάντα να σε σώσω απ’ τα δεινά σου.
Γιατί εγώ σε πρόσταξα να σφάξεις
τη μάνα σου. Να το θυμάσαι, μήτε
να πλημμυρίζει την ψυχή σου ο φόβος.
Κι εσύ, αδερφέ μου Ερμή, που ‘χεις του ίδιου
μ’ εμέ πατέρα το αίμα, φύλαγέ τον
κι όπως ταιριάζει στ’ όνομά σου γίνε
του ικέτη μου οδηγός που συνοδεύεις·
τιμά των ικετών το δίκιο ο Δίας,
όταν καλή τους οδηγάει τύχη. » ( Αισχύλος, “Ευμενίδες” 64-93 )
Σαν έφτασε στην πόλη της Παλλάδας, αμέσως πήγε στο ναό της και ικέτης πρόσπεσε στο ξόανό της λέγοντας:
« Βασίλισσα Αθηνά, με του Λοξία
φτάνω τις προσταγές· με καλοσύνη
δέξου με τον κατάρατο, προσπέφτω
όχι με τα χέρια τώρα ματωμένα,
μα έχει ξεθωριάσει πια του φόνου
το μόλυσμα, καθώς πάνω στους άλλους
το ‘τριψα ανθρώπους και στα ξένα σπίτια
που βρέθηκαν στο διάβα μου, περνώντας
θάλασσα και στεριά, πιστός στου Φοίβου
τις προφητείες· ήρθα στο ναό σου,
και στ’ άγαλμά σου πλάι πεσμένος,
θα καρτερώ, θεά, να γίνει κρίση. » ( Αισχύλος, “Ευμενίδες” 235- 243 )
Μετά αναφέρει για τον εξαγνισμό του από τον ίδιο τον Απόλλωνα:
« Τα βάσανα με δίδαξαν και ξέρω
τρόπους πολλούς του καθαρμού, που πρέπει
να στέκω σιωπηλός ή να μιλάω·
μα τώρα να μιλήσω μου ‘χει δώσει
την άδεια δάσκαλος σοφός· το αίμα
μαραίνεται απ’ τα χέρια μου και σβήνει
κι είναι του μητροκτόνου ξεπλυμένο
το μίασμα πια. Γιατί νωπό σαν ήταν,
στου Φοίβου το βωμό με μια θυσία
χοίρου το ξόρκισα· θα ‘χα να λέω
σε μάκρος, αν εξιστορούσα πόσους
ζύγωσα ανθρώπους που όμως δεν επάθαν
τίποτα το κακό. Καθώς ο χρόνος
γερνάει, μαζί του σβήνει κι όλα τ’ άλλα.
Και τώρα ευλαβικά μ’ αγνά τα χείλη
κράζω τη δέσποινα της χώρας τούτης
των Αθηναίων να με συντρέξει· δίχως
να κάνει πόλεμο, πιστό της πάντα
σύμμαχο με το δίκιο της να πάρει
κι εμένα και τη γη μου κι όλο τ’ Άργος. » ( Αισχύλος, “Ευμενίδες” 276- 291 )
Στη συνέχεια καταφτάνουν οι Ερινύες, που διεκδικούν το δίκιο τους. Η Αθηνά ζητάει από τους αντίδικους να πουν την ιδιότητά τους ή την καταγωγή τους και την αιτία της διαφοράς τους:
« ΧΟ.: Τα πάντα ευθύς, κόρη του Δία, θα μάθεις.
Της Νύχτας οι φριχτές είμαστε κόρες,
κι Αρές στον Κάτω Κόσμο μας φωνάζουν.
ΑΘ.: Ξέρω το γένος σας και τ’ όνομά σας.
ΧΟ.: θα μάθεις τώρα και τ’ αξίωμά μας.
ΑΘ.: Αν καθαρά μου το εξηγήσει κάποια.
ΧΟ.: Από τα σπίτια τους φονιάδες κυνηγούμε.
ΑΘ.: Και το κυνήγι τούτο πού τελειώνει;
ΧΟ.: Εκεί που τη χαρά ποτέ δε νιώθουν.
ΑΘ.: Έτσι κι αυτόν χουγιάζεις κυνηγώντας;
ΧΟ.: Χρέος του λόγιασε τη μάνα του να σφάξει.
ΑΘ.: Τάχα φοβόταν το θυμό ενός άλλου;
ΧΟ.: Υπάρχει αιτία μητροκτόνο να τον κάνει;
ΑΘ.: Αντίδικοι είστε δύο, μ’ ακούω τον ένα.
ΧΟ.: Όρκο από μας δε δέχεται ούτε δίνει.
ΑΘ.: Να ‘σαι στα λόγια δίκαιη θες, όχι στην πράξη.
ΧΟ.: Πώς; Λέγε μου· σοφία δε σου λείπει.
ΑΘ.: Τ’ άδικο μ’ όρκους λέω να μη νικάει.
ΧΟ.: Ρώτησε εσύ και βγάλε δίκαια κρίση.
ΑΘ.: Πέφτει σε με λοιπόν ν’ αποφασίσω;
ΧΟ.: Πώς όχι; Όπως τ’ αξίζεις σε τιμούμε.
ΑΘ.: Ξένε, σ’ αυτά τι θες με τη σειρά σου
να πεις; Λέγε το γένος σου, τη χώρα
και τα δεινά που τράβηξες, κατόπι
την κατηγόρια τούτη ν’ αντικρούσεις,
στο δίκιο σου αν πιστεύεις, έτσι
που ‘χεις προσπέσει στην εστία
κρατώντας τ’ άγαλμά μου, ικέτης
σαν τον Ιξίονα σεβαστός· για τούτα
ξάστερη δώσε απόκριση σε μένα.
ΟΡ.: Βασίλισσα Αθηνά, πρώτα μιαν έγνοια
βαριά θέλω να διώξω απ’ τα στερνά σου
λόγια. Δεν είμαι ικέτης μολυσμένος
μήτε τα χέρια μου ήταν άναγνα, όταν
πρόσπεσα δίπλα στ’ άγαλμά σου. Κι έχω
γι’ αυτά μεγάλη απόδειξη: είναι νόμος
να μη μιλάει κανείς στον μιασμένο
κακούργο, ώσπου να σφάξει κάποιος άντρας
σφαχτάρι τρυφερούδι και ξεπλύνει
με το αίμα το φόνο. Έχει περάσει
καιρός που καθαρίστηκα σε σπίτια
με σφάγια και νερά τρεχούμενα. Έτσι
διώξε σου λέω αυτήν την έγνοια· τώρα
θα μάθεις τη γενιά μου· Αργίτης είμαι·
και τον πατέρα μου καλά γνωρίζεις,
τον Αγαμέμνονα, τον αρχηγό του στόλου·
μαζί του εσύ εξολόθρεψες την πόλη
της Τροίας. Μα όταν γύρισεν εκείνος
στο σπίτι του, κακό θάνατο βρήκε·
τον έσφαξε η μαυρόψυχή μου μάνα,
σε δίχτυα πλουμιστά τυλίγοντάς τον,
που μαρτυρήσαν του λουτρού το φόνο.
Κι εγώ που ήμουν εξόριστος ως τότε,
πίσω ξανά σαν πήγα στην πατρίδα,
σκότωσα τη μητέρα, δεν τ’ αρνιέμαι,
του αγαπημένου μου γονιού το φόνο
πληρώνοντας με φόνο. Είναι μαζί μου
συνένοχος σε τούτα κι ο Λοξίας,
που μου προφήτευε πως πλήθος πόνοι
και πάθη την καρδιά μου θα σπαράζαν,
αν όλα αυτά δεν κάνω στους ενόχους.
Αν έχω δίκιο ή άδικο εσύ κρίνε·
και θα δεχτώ την πάσα απόφασή σου.
ΑΘ.: Είναι βαρύτερο το πράγμα απ’ όσο
θα λογάριαζε κανείς πως θα μπορούσαν
να το δικάσουν οι άνθρωποι· δε στέκει
μήτε σε με να κρίνω δίκες φόνου
που για εκδίκηση έγινε· εσύ πάλι
κατά το νόμο εξαγνισμένος ήρθες,
ικέτης καθαρός, δίχως να φέρεις
μόλυσμα στο ναό μου και νομίζω
στην πόλη πως δε δίνεις κατηγόρια.
Όμως και τούτες εύκολα δε φεύγουν·
Κι αν κερδίσουνε τη δίκη,
κατόπι απ’ την καρδιά τους θα σταλάξει
φαρμάκι, που θα γίνει για τη χώρα
αβάσταχτη και μαύρη αρρώστια. Τούτα
έτσι έχουν· να τις διώξω ή να καθίσουν;
Δύσκολα και τα δυο κι άκρη δε βρίσκω.
Αφού ως εδώ το ζήτημα έχει φτάσει,
τους φόνους για να κρίνουν, ορκισμένους
θα βάλω δικαστές που θα ‘χουν σέβας
στον όρκο τους και το θεσμό ετούτο
παντοτινό θα ορίσω. Μαρτυρίες
φέρτε μου κι αποδείξεις που τη δίκη
βοηθούν σωστά. Εγώ τους πιο καλούς μου
διαλέγοντας πολίτες θα ξανάρθω,
που δίχως να πατούν μ’ άδικη γνώμη
τους όρκους των, να βγάλουν δίκαιη κρίση. » ( Αισχύλος, “Ευμενίδες” 415- 489 )
Για να βγάλει δίκαιη κρίση η θεά συγκάλεσε τον Άρειο Πάγο (*27). Εκεί υπερασπιστής του Ορέστη παρουσιάστηκε ο Απόλλωνας. Στο δικαστήριο έγινε έντονη αντιπαράθεση επιχειρημάτων μεταξύ του θεού και του χορού, που αποτελούσαν οι Ερινύες:
« ΑΠ.: Θα πω σε σας, στο μέγα δικαστήριο
της Αθηνάς, πως δίκαια έχει πράξει,
κι αφού είμαι μάντης, ψέματα δε λέω.
Ποτέ δεν είπα ως τώρα από τους θρόνους
τους μαντικούς χρησμό γι’ άντρα ή γυναίκα
ή και για πολιτεία, χωρίς ο Δίας
πατέρας μου να το προστάξει. Θέλω
να νιώσετε καλά τι δύναμη έχει
το δίκιο αυτό και του γονιού μου λέω
ν’ ακολουθήσετε τη γνώμη. Από το Δία
πιο δυνατός κανείς όρκος δεν είναι.
ΧΟ.: Ο Δίας, καθώς λες, τέτοια μαντεία
σε πρόσταξε να δώσεις στον Ορέστη,
το φόνο να εκδικήσει του γονιού του,
χωρίς να σεβαστεί διόλου τη μάνα;
ΑΠ.: Γιατί το ίδιο είναι άντρας γενναίος
και τιμημένος με θεόσταλτη εξουσία
να σκοτωθεί από μια γυναίκα κι όχι
με βέλη μακροτίναχτα πολέμου
που μια Αμαζόνα θα ‘ριχνε, μα όπως,
εσύ, Αθηνά, θ’ ακούσεις κι όσοι τώρα
κάθεστε εδώ κι η ψήφος σας θα κρίνει
τη δίκη. Από τον πόλεμο σαν ήρθε
κι αφού στα πιο πολλά καλά είχε πάει,
πρόσχαρα τον εδέχτη εκείνη, μα όταν
έβγαινε απ’ το λουτρό, τυλίγοντάς τον
σε πέπλο κεντητό με δίχως άκρες,
τον σφάζει. Τέτοιος θάνατος σας λέω
τον πολυδοξασμένο βρήκεν άντρα,
τον αρχηγό του στόλου. Έτσι για τούτα
μίλησα, καθώς είναι, για να νιώσουν
δίκαιο θυμόν εκείνοι που ταχτήκαν
ν’ αποφασίσουνε γι’ αυτή τη δίκη. » ( Αισχύλος, “Ευμενίδες” 614- 639 )
H αντιπαράθεση έφτασε στο κατακόρυφο, οπότε αναγκάστηκε να πάει μέρος και η κόρη του Δία:
« ΧΟ.: Πρόσεξε πώς πασκίζεις να τον βγάλεις
αθώο· αφού το χώμα έχει ποτίσει
με το αίμα της μητέρας του, το δικό του
αίμα, θα πάει μετά να κάτσει στ’ Άργος
στα σπίτια του γονιού του; Τι θυσίες,
σε ποιους κοινούς βωμούς θα κάνει;
Στους αγιασμούς των ποιοι θα τον δεχτούνε;
ΑΠ.: Θ’ αποκριθώ σ’ αυτό, στοχάσου τώρα
πόσο σωστά μιλώ· δεν είναι η μάνα,
καθώς τη λένε, κείνη που γεννάει
το τέκνο· θρέφει μόνο τον καινούριο
σπόρο· γεννάει αυτός που σπέρνει
κι αυτή σαν ξένη ξένο σώζει φύτρο,
αν ο θεός δε θα το βλάψει. Φέρνω
κι απόδειξη για τούτο· έχει γεννήσει
πατέρας δίχως μάνα· μάρτυράς μου
να, εδώ του Ολύμπιου Δία η κόρη,
που δεν την έθρεψε κοιλιάς σκοτάδι,
κι όμως καμμιά θεά δε θα γεννούσε
τέτοιο βλαστάρι. Εγώ, Αθηνά, και στ’ άλλα
μεγάλο, όπως λογιάζω, το λαό σου
θα κάνω και τη χώρα σου, κι ετούτον
έστειλα στο ναό σου ικέτη, να ‘ναι
παντοτινά πιστός σε σένα
και να τον έχεις σύμμαχο, κι αυτόνε
και τη γενιά του, και για πάντα ετούτα
με πίστη να κρατούν οι απόγονοί του.
……………………………………………………
ΑΘ.: Πολίτες της Αθήνας, που για πρώτη
φορά κρίνετε φόνο, ακούστε ποιόνε
θεσμό ορίζω· στου Αιγέα τη χώρα
παντοτινά το δικαστήριο τούτο
θα μείνει. Εδώ στο βράχο αυτόν του Άρη
οι Αμαζόνες στήσαν τις σκηνές τους,
όταν από έχθρα στο Θησέα ενάντια
για πόλεμο ήρθαν κι αντίκρυ στην πόλη
καινούριο κι αψηλό πυργώσαν κάστρο
και θυσιάζανε στον Άρη, που έτσι
πήρε από τότε τ’ όνομά του ο βράχος
Άρειος πάγος· καθισμένοι πάνω
σ’ αυτόν ο Σεβασμός κι ο συγγενής του
Φόβος, θα συγκρατούνε τους πολίτες
από την αδικία μέρα και νύχτα,
φτάνει να μην τους παραλλάξουν οι ίδιοι
με νέους νόμους· δε θα βρεις ποτέ σου
να πιείς, αν ξάστερο νερό με λάσπες
βρωμίσεις. Συμβουλεύω το λαό μου
μήτε δεσποτισμό μηδέ αναρχία
να σέβεται κι ολότελα ας μη διώξει
το φόβο από την πόλη του. Ποιος είναι
δίκιος, αν τίποτα δεν τον φοβίζει;
Τέτοιο θεσμό τιμώντας με το σέβας
που πρέπει, δυνατό θα ‘χετε κάστρο
τη χώρα σας να σώζει και την πόλη,
που σαν κι αυτό παρόμοιο δεν υπάρχει
σε κανένα λαό, μήτε στους Σκύθες
μηδέ στου Πέλοπα τα μέρη. Τούτο
στήνω το βουλευτήριο από κέρδη
ανέγγιχτο, σεβάσμιο και στη γνώμη
πάντα αυστηρό, φρουρό της χώρας
ξάγρυπνο και στον ύπνο της ακόμη.
Αυτές οι συμβουλές πήγαν σε μάκρος
που ‘δωσα στο λαό μου για το μέλλον·
μα τώρα σηκωθείτε και την ψήφο
να ρίξετε· τον όρκο σας τιμώντας,
αποφασίστε δίκαια. Τέλειωσα το λόγο. » ( Αισχύλος, “Ευμενίδες” 652-673 και 681-710 )
Στο τέλος η παρέμβαση της θεάς ήταν καθοριστική. Πήρε το μέρος του Ορέστη, κι ο γιος του Αγαμέμνονα αθωώθηκε:
« Είναι δουλειά μου εγώ τον τελευταίο
λόγο να πω στη δίκη· θα ψηφίσω
για το καλό του Ορέστη. Τι δε μ’ έχει
γεννήσει μάνα και επαινώ τον άντρα
με την ψυχή μου σ’ όλα, εξόν το γάμο
και του γονιού το δίκιο υποστηρίζω.
Έτσι δε λογαριάζω μιας γυναίκας
το θάνατο που σκότωσε τον άντρα,
τον κυβερνήτη του σπιτιού. Ο Ορέστης
νικάει αν βγουν ίσες οι ψήφοι. Βγάλτε
γοργά τις ψήφους απ’ τις κάλπες όσοι
γι’ αυτό το χρέος είσαστε ταγμένοι.
………………………………………….
Ο άντρας είναι αθώος για το φόνο,
γιατί στο μέτρημα ίσοι οι ψήφοι βγήκαν. » ( Αισχύλος, “Ευμενίδες” 734-743 και 752-753 )
Ο Ορέστης ευχαρίστησε τη θεά, δείχνοντας όλη την ευγνωμοσύνη του, και υποσχέθηκε αιώνια φιλία με την πόλη της, την Αθήνα:
« Ω! Παλλάδα, που το σπίτι μου έχεις σώσει,
και μ’ έφερες ξανά στην πατρική μου
να κατοικήσω γη που πια δεν είχα·
τώρα θα λένε στην Ελλάδα, « ο άντρας
έγινε πάλι Αργίτης κι είναι αφέντης
στα πατρογονικά του πλούτη, με τη χάρη
της Αθηνάς και του Λοξία κι ακόμη
χάρη στον τρίτο αυτόν Σωτήρα Δία,
που όλα τα κυβερνάει »· του γονιού μου
σπλαχνίστηκε το φόνο και με σώζει,
σαν είδε τούτες να ζητούν της μάνας
το δίκιο. Φεύγω τώρα στην πατρίδα,
αφού δώσω στη γη και στο λαό σου
παντοτινό έναν όρκο: Εδώ κανένας
από τη χώρα μου αρχηγός κινώντας, ποτέ του να μη φέρει αρματωμένο
στρατό. Γιατί απ’ τον τάφο μου εγώ τότες
εκείνους που τους όρκους μου πατήσουν
τους τωρινούς, σ’ αφεύγατες θα ρίξω
μεγάλες συμφορές, θα κάνω μαύρο
το δρόμο τους κι απαίσια τα σημάδια
που για το μόχθο τους να μετανιώνουν·
αν όμως τους κρατούνε και την πόλη
τιμούν με συμμαχία της Παλλάδας
πάντα, κι εγώ θα τους συντρέχω τότε.
Χαίρε θεά κι εσύ λαέ της χώρας·
άμποτε τους εχθρούς σου να συντρίβεις
με νικηφόρο και σωτήριο κοντάρι. » ( Αισχύλος, “Ευμενίδες” 754-777 )
Τελείωσαν πια τα βάσανα του Ορέστη. Δικαιώθηκε για τις πράξεις του, δεν θεωρείται ένοχος. Οι ίδιοι θεοί ανέλαβαν την ευθύνη των πράξεών του, όπως λέει σαφώς η Αθηνά: « αλλ’ εκ Διός γαρ λαμπρά μαρτύρια παρήν, αυτός θ’ ο χρήσας αυτός ήν ο μαρτυρών, ως ταύτ’ Ορέστην δρώντα μη βλάβας έχειν » [ από το Δία περίτρανες υπάρχουν αποδείξεις κι ο ίδιος φανερώνει πως μαντείες έδωσε στον Ορέστη ότι κανένα δε θα ‘βρισκε κακό άμα πράξει τούτα.]. Επομένως ο Ορέστης αποκαθίσταται πλήρως στη συνείδησή μας χωρίς το στίγμα του μητροκτόνου. Οι θεοί τον ώθησαν στην αποτρόπαια ενέργεια για να τιμωρήσουν τους δολερούς φονιάδες του Αγαμέμνονα. Είναι ένα όργανο απόδοσης δικαιοσύνης, που άθελά του οδηγήθηκε στο φονικό. Δεν είναι ο στυγνός δολοφόνος, ο αιμοδιψής φονιάς,

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

Η Θεία Λειτουργία στην Αγιά Σοφιά το 1919

Κάποτε μου μίλησε ο παππούς μου για ένα Κρητικό παπά, αληθινό παλικάρι, που το Γενάρη του 1919 λειτούργησε κάτω από τους χιλιόχρονους θόλους της Αγια-Σοφιάς!!
Τον γνώριζε καλά, γιατί ήταν στρατιωτικός ιερέας στη Μεραρχία που ανήκε και ο ίδιος, στη Μεραρχία εκείνη που αργότερα συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία κι έφτασε ως τις πύλες της Αγκυρας, ήπιε νερό από το Σαγγάριο!... Όμως αλίμονο! αυτό το δροσερό νερό μετατράπηκε λίγο αργότερα σε καυτό πύρινο ποτάμι πόνου και οδύνης, που έκαψε τις καρδιές όλων των Ελλήνων.
Στα λόγια του παππού μου δεν έδωσα τότε μεγάλη σημασία. Μου φάνηκε αυτό που μου 'λεγε απίθανο, το θεώρησα σαν ένα παραλήρημα, απομεινάρι εκείνου του αβάσταχτου, του αφάνταστου πόνου που ένιωθε ο παππούς μου, όταν αναθυμόταν τα περασμένα, όταν άκουγε τις λέξεις Ιωνία, Σμύρνη, Πέργαμος, Αϊβαλί, Τραπεζούντα, Κερασούντα, Σαγγάριος, Εσκί Σεχήρ, Αφιόν Καραχισάρ, Πόλη, Αγια Σοφιά!! Οι λέξεις αυτές είχαν πάρει στο νου και στην καρδιά του παππού μου τη θέση ό,τι πιο ιερού και πιο νοσταλγικού είχε σ' αυτή τη ζωή, ακόμη πιο ιερού και από τα ίδια τα παιδιά του, τα εγγόνια του, την ίδια του τη ζωή!
Δεκάδες φορές τον αντίκρισα με τα παιδικά μου μάτια να κλαίει - πολλές φορές ξεσπούσε σε γοερούς λυτρωτικούς λυγμούς - προσφέροντας αυτά τα άγια ονόματα, που ταυτίζονται με τη διαχρονική ιστορική πορεία και παρουσία του Γένους μας πάνω στη γη. Τότε δεν καταλάβαινα τίποτε ή σχεδόν τίποτε. Μονάχα μια ακαθόριστη απορία κυριαρχούσε στην ψυχή μου απ' αυτή την ξεχωριστή στάση του παππού μου. Λίγο αργότερα κατάλαβα την καθοριστική επίδραση αυτών των δακρύων, αυτών των λυγμών στην δική μου ψυχή. Την καταλαβαίνω τώρα, θα την αισθάνομαι πάντα να κυριαρχεί σ' όλο το είναι μου.
Ο παππούς μου βέβαια είχε δίκιο, όταν έλεγε πως τον Ιανουάριο του 1919 λειτουργήθηκε η Αγια-Σοφιά! Πρωταγωνιστής αυτού του συγκλονιστικού γεγονότος της εθνικής μας ζωής, το οποίο δυστυχώς αγνοούν πολλοί Έλληνες, ήταν ένα αληθινό παλικάρι, ένα βλαστάρι της λεβεντογέννας Κρήτης της οποίας τα ανδρεία παιδιά έδωσαν πάντα το μεγάλο παρόν σ' όλους τους αγώνες του Γένους, από τα πανάρχαια χρόνια (Ιδομενέας, Νέαρχος κ.α.) ως τις μέρες μας (Μακεδονικός Αγώνας, Δρίσκο της Ηπείρου κ.α.) Αναφερόμαστε στον παπα-Λευτέρη Νουφράκη από τις Αλώνες Ρεθύμνου, ο οποίος υπηρετούσε ως στρατιωτικός ιερέας στη Β' Ελληνική Μεραρχία, μια από τις δύο Μεραρχίες που συμμετείχαν στις αρχές του 1919 στο "συμμαχικό" εκστρατευτικό σώμα στην Ουκρανία. Η Μεραρχία αυτή στο δρόμο προς την Ουκρανία στάθμευσε για λίγο στην Κωνσταντινούπολη, την Πόλη των ονείρων του ελληνικού λαού, η οποία βρισκόταν τότε υπό "συμμαχική επικυριαρχία", ύστερα από το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Μια ομάδα Ελλήνων αξιωματικών με επικεφαλής το γενναίο κρητικό και μαζί του τον ταξίαρχο Φραντζή, τον Ταγματάρχη Λιαρομάτη, το Λοχαγό Σταματίου και τον Υπολοχαγό Νικολάου αγνάντευαν από το πλοίο την πόλη και την Αγια-Σοφιά, κρύβοντας βαθιά μέσα στην καρδιά τους το μεγάλο μυστικό τους, τη μεγάλη απόφαση που είχαν πάρει το περασμένο βράδυ, ύστερα από πρόταση και έντονη επιμονή του λιονταρόψυχου Κρητικού παπα-Λευτέρη Νουφράκη. Να βγουν δηλαδή στην πόλη και να λειτουργήσουν στην Αγια-Σοφιά.
Όλοι τους ήταν διστακτικοί, όταν άκουσαν τον παπα - Λευτέρη να τους προτείνει το μεγάλο εγχείρημα. Ήξεραν ότι τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.Η Αγια-Σοφιά, ήταν ακόμη τζαμί, σίγουρα κάποιοι φύλακες θα ήταν εκεί, κάποιοι άλλοι θα πήγαιναν για προσευχή, δεν ήταν δύσκολο από τη μια στιγμή στην άλλη να γεμίσει η εκκλησία. Ύστερα ήταν και οι ανώτεροί τους που δεν θα έβλεπαν με καλό μάτι αυτή την ενέργεια, η οποία σίγουρα θα προκαλούσε θύελλα αντιδράσεων από τους "συμμάχους" για την "Προκλητικότητα" της. Ίσως μάλιστα να δημιουργείτο και διπλωματικό επεισόδιο που θα έφερνε σε δύσκολη θέση την Ελληνική κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Όμως ο παπα-Λευτέρης έχει πάρει την απόφασή του, ήταν αποφασιστικός και κατηγορηματικός.
- Αν δεν έρθετε εσείς, θα πάω μοναχός μου! Μόνο ένα ψάλτη θέλω. Εσύ, Κωνσταντίνε (Λιαρομάτη), θα μου κάνεις τον ψάλτη;
- Εντάξει, παππούλη, του απάντησε ο Ταγματάρχης, που πήρε και αυτός την ίδια απόφαση, κι όλα πια είχαν μπει στο δρόμο τους.
Τελικά, μαζί τους πήγαν και οι άλλοι.

Το πλοίο που μετέφερε τη Μεραρχία είχε αγκυροβολήσει στ' ανοιχτά, γι αυτό επιβιβάστηκαν σε μια βάρκα στην οποία κωπηλατούσε ένας Ρωμιός της Πόλης και σε λίγο αποβιβάστηκαν στην προκυμαία. Ο Κοσμάς, ο ντόπιος βαρκάρης, έδεσε τη βάρκα και τους οδήγησε από το συντομότερο δρόμο στην Αγια-Σοφιά. Η πόρτα ήταν ανοιχτή λες και τους περίμενε. Ο Τούρκος φύλακας κάτι πήγε να πει στη γλώσσα του, όμως τον καθήλωσε στη θέση του και τον άφησε άφωνο ένα άγριο κι αποφασιστικό βλέμμα του Ταξίαρχου Φραντζή. Όλοι μπήκαν μέσα σε ευλάβεια και προχώρησαν κάνοντας το σταυρό τους. Ο παπα-Λευτέρης ψιθύρισε με μεγάλη συγκίνηση: "Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου, προσκυνήσω προς Ναόν Αγίον σου εν φόβω...".
Προχωρεί γρήγορα, δεν χρονοτριβεί. Εντοπίζει το χώρο στον οποίο βρισκόταν το Ιερό και η Αγία Τράπεζα. Βρίσκει ένα τραπεζάκι, το τοποθετεί σ' αυτή τη θέση, ανοίγει την τσάντα του, βγάζει όλα τα απαραίτητα για τη Θεία λειτουργία, βάζει το πετραχήλι του και αρχίζει
- Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
- Αμήν, αποκρίνεται ο Ταγματάρχης Λιαρομάτης και η Θεία Λειτουργία στην Αγια-Σοφιά έχει αρχίσει. Μακάρι να μας αξιώσει ο Θεός να την ολοκληρώσουμε, σκέφτονται όλοι, και σταυροκοπιούνται με κατάνυξη. Οι αξιωματικοί μοιάζουν να τα 'χουν χαμένα, όλα έγιναν τόσο ξαφνικά και φαίνονται απίστευτα.
Η Θεία Λειτουργία προχωρεί κανονικά. Η Αγια-Σοφιά ύστερα από 466 ολόκληρα χρόνια ξαναλειτουργείται!! Ο παπα-Λευτέρης συνεχίζει. Όλα γίνονται ιεροπρεπώς, σύμφωνα με το τυπικό της Εκκλησίας. Ακούγονται τα "ειρηνικά", το "Κύριε ελέησον", "ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού...", που γράφτηκε από τον ίδιο τον Ιουστινιανό με την προσταγή και την φροντίδα του οποίου χτίστηκε και η Αγια - Σοφιά. Ακολουθεί η Μικρή Είσοδος, το "Τη Υπερμάχω Στρατηγώ...", ο Απόστολος από τον Ταξίαρχο Φραντζή και το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα από τον παπα-Λευτέρη. Χρέη νεωκόρου εκτελεί ο Υπολοχαγός Νικολάου.Στο μεταξύ η Αγια-Σοφιά αρχίζει να γεμίζει με Τούρκους. Ο παπα-Νουφράκης δεν πτοείται και συνεχίζει. Οι άλλοι κοιτάζουν σαστισμένοι πότε τον ατρόμητο παπά και πότε τους Τούρκους που μέχρι εκείνη τη στιγμή παρακολουθούν σιωπηλοί μη μπορώντας ίσως να πιστέψουν στα μάτια τους, γιατί αυτό που γινόταν εκείνη την ώρα μέσα στην Αγια-Σοφιά, ήταν πραγματικά κάτι το απίστευτο.

Μετά το Ευαγγέλιο ακολουθεί το Χερουβικό από τον Ταγματάρχη Λιαρομάτη, ενώ ο παπα-Λευτέρης τοποθετεί το αντιμήνσιο πάνω στο τραπεζάκι, για να κάνει την Προσκομιδή. Οι Τούρκοι συνεχώς πληθαίνουν. Οι ώρες είναι δύσκολες, αλλά και ανεπανάληπτες, επικές. Ο παπα-Νουφράκης συνεχίζει. Βγάζει από την τσάντα ένα μικρό Αγιο Ποτήριο, ένα δισκάριο, ένα μαχαιράκι, ένα μικρό πρόσφορο κι ένα μικρό μπουκαλάκι με νάμα. Με ιερή συγκίνηση και κατάνυξη κάνει την προσκομιδή, ενώ ο Λιαρομάτης συνεχίζει να ψάλει το Χερουβικό. Όταν ολοκλήρωσε την Προσκομιδή, στρέφεται στον Υπολοχαγό Νικολάου, του λέει ν' ανάψει το κερί για να ακολουθήσει η Μεγάλη Είσοδος. Ο νεαρός Υπολοχαγός προχωρεί μπροστά με το αναμμένο κερί και ακολουθεί ο παπάς βροντοφωνάζοντας: "Πάααντων ημών μνησθείη Κύριος ο Θεός..."
Στη συνέχεια ακολουθούν οι "Αιτήσεις" και το "Πιστεύω", το οποίο είπε ο Φρατζής .Στο μεταξύ η Αγια-Σοφιά, έχει γεμίσει με Τούρκους κι ανάμεσά τους υπάρχουν και πολλοί Έλληνες της Πόλης, που βρέθηκαν εκεί αυτή την ώρα και παρακολουθούν με συγκίνηση τη λειτουργία, χωρίς να τολμούν να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματά τους "δια τον φόβον των Ιουδαίων" δηλαδή των Τούρκων. Μόνο κάποιες στιγμές δεν μπορούν να συγκρατήσουν τα δάκρυα που τρέχουν από τους οφθαλμούς τους και για να μην προδοθούν φροντίζουν και τα σκουπίζουν πριν γίνουν "πύρινο" ποτάμι και τότε ποιός θα μπορούσε να τα συγκρατήσει.

Η Λειτουργία στο μεταξύ φτάνει στο ιερότερο σημείο της, την Αναφορά. Ο παπα-Λευτέρης με πάλλουσα από τη συγκίνηση φωνή λέει: "Τα σα εκ των Σω, Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα". Όλοι οι αξιωματικοί γονατίζουν και η φωνή του Ταγματάρχη Λιαρομάτη ακούγεται να ψέλνει το "Σε υμνούμεν, Σε ευλογούμεν, Σοι ευχαριστούμεν Κύριε και δεόμεθά Σου ο Θεός ημών"., Σε λίγη ώρα η αναίμακτη θυσία του κυρίου μας έχει τελειώσει στην Αγια-Σοφιά, ύστερα από 466 ολόκληρα χρόνια!! Ακολουθεί το "Αξιον Εστί", το "Πάτερ ημών"... το "Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε" και όλοι οι αξιωματικοί πλησιάζουν και κοινωνούν τα Αχραντα Μυστήρια. Ο παπα-Λευτέρης λέει γρήγορα τις ευχές και ενώ ο Λιαρομάτης ψέλνει το "Ειη το όνομα Κυρίου ευλογημένον..." καταλύει το υπόλοιπον της Θείας Κοινωνίας και απευθυνόμενος στον Υπολοχαγό Νικολάου του λέει: "Μάζεψέ τα γρήγορα όλα και βάλτα μέσα στην τσάντα". Υστερα κάνει την Απόλυση!
Η Θεία Λειτουργία στην Αγια-Σοφιά, έχει ολοκληρωθεί. Ένα όνειρο δεκάδων γενεών Ελλήνων έχει γίνει πραγματικότητα. Ο παπα-Νουφράκης και οι τέσσερις αξιωματικοί είναι έτοιμοι να αποχωρήσουν και να επιστρέψουν στο πλοίο. Η Εκκλησία όμως είναι γεμάτη Τούρκους, οι οποίοι έχουν αρχίσει να γίνονται άγριοι, επιθετικοί συνειδητοποιώντας τι ακριβώς είχε συμβεί. Η ζωή τους κινδυνεύει άμεσα. Όμως δε διστάζουν, πλησιάζει ο ένας τον άλλο, γίνονται "ένα σώμα", μια γροθιά και προχωρούν προς την έξοδο.
Οι Τούρκοι είναι έτοιμοι να τους επιτεθούν, όταν ένας Τούρκος αξιωματούχος παρουσιάζεται με την ακολουθία του και τους λέει: "Ντουρούν χέμεν.. (Αφήστε τους να περάσουν). Το είπε με μίσος. Θα ήθελε να βάψει τα χέρια του στο αίμα τους, όμως εκείνη τη στιγμή έτσι έπρεπε να γίνει, αυτό επέβαλαν τα συμφέροντα της πατρίδας του, δεν ήταν χρήσιμο γι αυτούς να σκοτώσουν τώρα πέντε Ρωμιούς αξιωματικούς μέσα στην Αγια-Σοφιά.Δεν ξεχνά ότι στ' ανοιχτά της Πόλης βρίσκονται δύο ετοιμοπόλεμες Ελληνικές Μεραρχίες κι ακόμη ότι η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται ουσιαστικά υπό την επικυριαρχία των νικητών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου στους οποίους βέβαια δεν συμπεριλαμβάνονται οι Τούρκοι.
Στο άκουσμα αυτών των λόγων οι Τούρκοι υποχωρούν. Ο παπα-Νουφράκης και οι άλλοι αξιωματικοί βγαίνουν από την Αγια-Σοφιά και κατευθυνόμενοι προς την προκυμαία, όπου τους περιμένει η βάρκα.
Ένας μεγαλόσωμος Τούρκος τους ακολουθεί, σηκώνει ένα ξύλο και ορμά για να χτυπήσει τον παπα-Νουφράκη. Διαισθάνεται, ξέρει ότι αυτός ο παπάς είναι ο εμπνευστής, ο δημιουργός αυτού του γεγονότος.
Ο ηρωικός παπάς σκύβει για να προφυλαχθεί, αλλά ο Τούρκος καταφέρνει και τον χτυπά στον ώμο. Λυγίζει το σώμα του από τον αβάσταχτο πόνο, όμως μαζεύει τις δυνάμεις του, ανασηκώνεται και συνεχίζει να προχωρεί. Στο μεταξύ ο Ταγματάρχης Λιαρομάτης και ο Λοχαγός Σταματίου αφοπλίζουν τον Τούρκο, που είναι έτοιμος για να δώσει το πιο δυνατό κι ίσως το τελειωτικό χτύπημα στον παπά.

Ήδη, πλησιάζουν στη βάρκα. Μπαίνουν όλοι μέσα. Ο Κοσμάς μαζεύει τα σχοινιά και αρχίζει γρήγορα να κωπηλατεί. Σε λίγο βρίσκονται πάνω στο ελληνικό πολεμικό πλοίο ασφαλείς και θριαμβευτές. Βέβαια ακολούθησε διπλωματικό επεισόδιο και οι "σύμμαχοι" διαμαρτυρήθηκαν έντονα στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος αναγκάστηκε να επιπλήξει τον παπα-Λευτέρη Νουφράκη. Όμως κρυφά επικοινώνησε μαζί του και "τον επαίνεσε και συνεχάρη τον πατριώτη ιερέα, που έστω και για λίγη ώρα ζωντάνεψε μέσα στην Αγια-Σοφιά τα πιο ιερά όνειρα του Έθνους μας".

Αυτό ήταν σε γενικές γραμμές το ιστορικό της Θείας Λειτουργίας που έγινε ύστερα από 446 χρόνια στην Αγια-Σοφιά από τον ηρωικό παπα - Λευτέρη Νουφράκη. Σίγουρα οι περισσότεροι Νεοέλληνες το αγνοούμε. Το όνομα του λιονταρόψυχου Κρητικού δε λέει τίποτε στο νου και στην καρδιά μας. Κι όμως αυτός ο απλός παπάς από τις Αλώνες Ρεθύμνου σήκωσε πάνω στους ώμους του και ζωντάνεψε, έστω και για λίγο, ένα από τα πιο επικά, πιο ιερά, πιο άγια όνειρα του Γένους.
Όσο κι αν έψαξα δε βρήκα πουθενά τίποτε που να θυμίζει στους Νεοέλληνες τον ηρωικό παπά και την παράτολμη ηρωική πράξη του. Δεν υπάρχει καμία προτομή του στο χωριό του, στην πόλη του Ρεθύμνου, στον περίβολο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης ή σε κάποια πλατεία της πρωτεύουσας της Ελλάδας. Κανένας δρόμος, έστω και ο πιο ασήμαντος, δε φέρει το επικό όνομά του. Καμία αναφορά δε γίνεται στη ζωή και στη δράση του στα πλαίσια της τοπικής ή της εθνικής μας ιστορίας. Τίποτε απ' όλα δεν έχει γίνει! Όχι γι αυτόν.
Αυτός το χρέος του το έκαμε χωρίς να αποβλέπει σε κανενός είδους ανταπόδοση. Αλλά για μας, για μας που έχουμε ανάγκη από τέτοια ηρωικά πρότυπα, από ισχυρά στηρίγματα, για να, μπορέσουμε να κρατήσουμε και να διασώσουμε ό,τι είναι δυνατόν από την ταυτότητά μας, από τα ιδανικά του γένους μας, από την ίδια την ψυχή μας."