Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Ιφιγένεια και Ορέστης

[[ δαμ- ων ]]

Γ΄ μέρος
Έτσι φτάσαμε στην αναγνώριση των δύο αδελφών. Ας δούμε τη συνέχεια του μύθου:
[[ Μόλις ο Πυλάδης πήρε το γράμμα της Ιφιγένειας στο χέρι του, τίποτα δεν τον εμπόδιζε να το παραδώσει αμέσως στον παραλήπτη του. Ήταν εκεί, μπροστά τους. Ο συγκινημένος Ορέστης μετά χαράς πήρε το αναπάντεχο γράμμα, κι άνοιξε την αγκαλιά του να σφίξει τη χαμένη αδελφή του. Αυτή νόμισε πως οι ξένοι θέλουν να την πλανέψουν και γι’ αυτό ζήτησε ξέχωρες λεπτομέρειες να μάθει μέσα απ’ το παλάτι. Αφού πια βεβαιώθηκε πως είχε εμπρός της τον αγαπημένο της αδελφό, το στερνοπαίδι των Ατρειδών, τον Ορέστη, με δάκρυα στα μάτια έπεσαν τα αδέλφια το ένα στην αγκαλιά του άλλου. Κι ως έκλαψαν από χαρά, ώρα πολλή αγκαλιασμένοι, θα ήταν άδικο να χαθούν.
Ο Ορέστης φανέρωσε στην Ιφιγένεια το σκοπό του ταξιδιού. Η χαρά της συνάντησης έσμιξε με την έγνοια του αδελφού. Τώρα έπρεπε να σκαρφιστεί τρόπο να βγάλει από τη χώρα τον αδελφό, και συνάμα της θεάς το ουρανόσταλτο ξόανο. Μα κι αυτηνής μεγάλος ήταν ο πόθος του νόστου. Δεν βάσταγε άλλο να ζει στη βαρβαρική γη.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Και το θηλυκό μυαλό πολλά γεννοβολάει…γι’ άλλους πρεπούμενα και γι’ άλλους άπρεπα. Έτσι σχέδιο να εξαπατήσει το ρήγα κατάστρωσε κι έβαλε σ’ εφαρμογή. Στο βασιλιά Θόα είπε το ξόανο κουνήθηκε από το βάθρο του κι η θεά έσφαλε τα μάτια να μη δει τους μιαρούς φονιάδες. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο ένας είχε ακουμπήσει της θεάς το άγαλμα μολύνοντάς το. Γι’ αυτό έπρεπε σε μακρινό ακρογιάλι να βρεθεί για τον εξαγνισμό και τα τελέσματα κατά πως η θεά τα όριζε. Οι ξένοι με αλμυρό νερό έπρεπε να ραντιστούν, και το κύμα να ξεπλύνει τα κρίματά τους. Η ίδια κουβαλώντας το ξύλινο άγαλμα στην απόμακρη θάλασσα με νερό θα έδιωχνε απ’ αυτό το μίασμα. Ο ρήγας ήταν ανάγκη στο ναό να καθίσει και με φωτιά να κάνει καθαρμό, ώστε όλα να ήσαν έτοιμα μετά για τη θυσία.
Ο ανυποψίαστος Θόας πρόσταξε τους δούλους να τηρήσουν τις εντολές της ιέρειας και να οδηγήσουν δέσμιους του ξένους στην παραλία. Σαν έφτασαν εκεί η Ιφιγένεια πρόσταξε τους δούλους μακριά να μείνουν και να μη βλέπουν τα μυστήρια. Αυτή ψάλλοντας πήγε σε άβλεπο μέρος, όπου κρυμμένο ήταν το καράβι κι αφού επιβιβάστηκαν άνοιξαν πανιά. Μα αγέρας σηκώθη ενάντιος χαλώντας της φυγής το σχέδιο. Σαν περνούσε η ώρα και δεν επέστεφε της θεάς η υπηρέτρια, οι δούλοι υποψιάστηκαν πως οι ξένοι το ‘σκασαν αφού σκότωσαν τη γυναίκα. Άφησαν το μέρος που κάθονταν, και τότε είδαν το δολερή ενέργεια. Έπιασαν αμάχη με τους άντρες από την Ελλάδα κι ένας απ’ αυτούς έτρεξε να φέρει στο ρήγα τα θλιβερά μαντάτα. Εκείνος αμέσως πρόσταξε να μαζευτεί στρατός για ν’ αποτρέψει το φευγιό των Ελλήνων. Όμως η Παλλάδα έκανε την εμφάνισή της, λέγοντας πως ήταν του Απόλλωνα εντολή να μεταφερθεί το άγαλμα της αδελφής του στην Αττική. Έτσι έπαψε η καταδίωξη των Αχαιών κι ο Ποσειδώνας αφού σταμάτησε την φουρτούνα, με ούριο άνεμο επέστρεψαν στην πατρίδα.
Στην Αττική ο γιος του Αγαμέμνονα έχτισε ναό, όπου τοποθέτησε το άγαλμα της θεάς. Τέλος τα αδέλφια ήρθαν στο Άργος, όπου βασίλεψε ο Ορέστης απαλλαγμένος από το κυνηγητό των Ερινύων. ]]
Ας δούμε πως ο Ευριπίδης παρουσιάζει την αναγνώριση των αδελφών:
« ΠΥ.: Ω! εσύ που μ’ έδεσες μ’ εύκολους όρκους
κι ορκίστηκες ωραία, δε θ’ αργήσω
τον όρκο μου να ξεπληρώσω. Ορέστη,
πάρε το γράμμα αυτό απ’ την αδερφή σου.
ΟΡ.: Το δέχομαι· κι αφήνοντας το γράμμα,
τη χαρά θα γευτώ κι όχι με λόγια.
Ω! ακριβή αδερφή μου, τα ‘χω χάσει,
όμως θα σ’ αγκαλιάσω με το χέρι
ετούτο- δεν μπορώ να το πιστέψω-
και χαίρομαι το θάμα που ‘χω ακούσει.
ΧΟ.: Την ιέρεια της θεάς μην τη μολύνεις,
ξένε, τ’ ανέγγιχτα πιάνοντας πέπλα.
ΟΡ.: Ω! απ’ τον ίδιο το γονιό, αδερφή μου,
τον Αγαμέμνονα, μη μ’ αποφεύγεις
που ‘βρες ανέλπιστα τον αδερφό σου.
ΙΦ.: Εγώ αδερφό μου εσένα; Δε θα πάψεις;
Γεμίζει αυτός το Ναύπλιο και τ’ Άργος.
ΟΡ.: Εκεί δεν είναι ο αδερφός σου, δόλια.
ΙΦ.: Η κόρη του Τυνδάρεω σ’ έχει κάνει;
ΟΡ.: Γιος είμαι από του Πέλοπα το εγγόνι.
ΙΦ.: Τι λες; Έχεις απόδειξη για τούτα;
ΟΡ.: Ναι· ρώτα για το πατρικό παλάτι.
ΙΦ.: Λοιπόν πρέπει να λες κι εγώ ν’ ακούω.
ΟΡ.: Όσα η Ηλέκτρα μου είπε πρώτα· ξέρεις
του Ατρέα και του Θυέστη την αμάχη;
ΙΦ.: Για κάποιο αρνί χρυσό· το έχω ακούσει.
ΟΡ.: Σ’ όμορφον υφαντό το ‘χεις υφάνει;
ΙΦ.: Καλέ μου, πώς αγγίζεις την καρδιά μου!
ΟΡ.: Και το αλλαξοδρόμισμα του ήλιου;
ΙΦ.: Το ιστόρισα κι αυτό μ’ ωραία υφάδια.
ΟΡ.: Και τα λουτρά που δέχτηκες του γάμου
από τη μάνα σου, όντας στην Αυλίδα;
ΙΦ.: Ναι· ο καλός μου γάμος τα θυμίζει.
ΟΡ.: Δεν έστειλες στη μάνα τα μαλλιά σου;
ΙΦ.: Στον τάφο μου να μπουν αντί για μένα;
ΟΡ.: Όσα είδα εγώ σημάδια, θα πω τώρα·
Στο πατρικό μας σπίτι υπάρχει κάποια
λόγχη παλιά του Πέλοπα, κρυμμένη
στο θάλαμό σου τον παρθενικό· με τούτην
τον Οικονόμαο σκοτώνοντας εκείνος
την Ιπποδάμεια κέρδισε της Πίσας.
ΙΦ.: Ω! αγαπημένε μου, τι άλλο
μονάχα αγαπημένος είσαι,
Ορέστη μου, ακριβέ μου, σε κρατάω
μακριά από την πατρίδα, απ’ το Άργος.
ΟΡ.: Κι εγώ αγκαλιάζω εσέ, την πεθαμένη
καθώς νομίζει ο κόσμος.
Τα μάτια μας βουρκώνουν, τρέχουν δάκρυα,
θρήνος μαζί με τη χαρά.
ΙΦ.: Μωράκι ακόμη σ’ είχα αφήσει
μωρούλι τόσο δα στο σπίτι,
στην αγκαλιά της παραμάνας.
Ψυχή μου, τι να πω; Πολύ πιο πάνω
κι από τα λόγια η ευτυχία σου πετάει.
Αυτά που γίναν, ξεπεράσαν
και θάματα και λόγια.
ΟΡ.: Ευτυχισμένοι θα ‘μαστε πια τώρα.
ΙΦ.: Ανείπωτη χαρά έχω νιώσει, φίλες·
φοβάμαι μην πετάξω στον αιθέρα
μεσ’ απ’ τα χέρια μου και φύγει…» ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Ταύροις” 788-844 )
Τώρα έπρεπε να βρουν τρόπο να σωθούν, μα και του θεού την εντολή να εκτελέσουν:
« ΠΥ.: Ορέστη, οι συγγενείς που συναντιούνται,
φυσικό είναι ν΄ αγκαλιάζονται· μα πρέπει,
τις συγκινήσεις παύοντας, να βρούμε
το περίλαμπρο φως της σωτηρίας,
φεύγοντας απ’ τη χώρα των βαρβάρων.
Την ευκαιρία σα βρουν οι μυαλωμένοι,
από την τύχη τους δεν ξεστρατίζουν,
αλλά χαρές κοιτώντας ν’ απολαύσουν.
ΟΡ.: Σωστά μιλάς· λογιάζω πως η τύχη
μαζί μ’ εμάς φροντίζει· αν είναι κάποιος
πρόθυμος κι ο θεός τον βοηθάει.
ΙΦ.: Δε μ’ εμποδίζει τίποτα· ούτε παύω
να ρωτάω για την τύχη της Ηλέκτρας·
γιατί ‘σαστε κι οι δυο ό,τι αγαπάω.
ΟΡ.: Ευτυχισμένη ζει με τούτον.
ΙΦ.: Ποιος είναι κι από πού, ποιος ο γονιός του;
ΟΡ.: Πατέρας του είναι ο Στρόφιος ο Φωκέας.
ΙΦ.: Απ’ του Ατρέα την κόρη, συγγενής μου;
ΟΡ.: Ξάδερφος, είναι ο μόνος φίλος που έχω.
ΙΦ.: Ήταν αγέννητος, όταν με σφάζαν.
ΟΡ.: Ναι· ο Στρόφιος παιδιά δεν είχε τότε.
ΙΦ.: Άντρα της αδερφής μου, καλώς σ’ ήβρα.
ΟΡ.: Σωτήρας μου, όχι μόνο συγγενής μου.
ΙΦ.: Πράξεις φριχτές πώς τόλμησες στη μάνα;
ΟΡ.: Γι’ αυτά ας σωπάσουμε· εκδικώντας τον πατέρα.
ΙΦ.: Για ποιάν αιτία τον σκότωσε εκείνη;
ΟΡ.: Άσε τη μάνα μας· κάλλιο να μην τ’ ακούσεις.
…………………………………………………………
ΙΦ.: Κι εδώ γιατί έφτασες σ’ αυτήν τη χώρα;
ΟΡ.: Με πρόσταξαν οι χρησμοί του Φοίβου κι ήρθα.
ΙΦ.: Να κάνεις τι; Κρυφό αν δεν είναι, πες το. » ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Ταύροις”, 902-938 )
Παρακάτω δίνεται ο διάλογος ανάμεσα στ’ αδέλφια, όπου ο Ορέστης φανερώνει το σκοπό του ταξιδιού του. Φαίνεται, επιπλέον, καθαρά η αδελφική αγάπη, που φτάνει μέχρι τη θυσία, προκειμένου να σωθεί ο αδελφός από την αδελφή, αλλά και η εμμονή του Ορέστη να μη σωθεί αυτός χωρίς ταυτόχρονα να σώσει και την αδελφή του, παίρνοντάς την στην πατρίδα:
« ΟΡ.: Θα πω· τα βάσανά μου αρχίσαν έτσι.
Με τα πάθη όταν τέλειωσα της μάνας,
- ας μη μιλάω γι’ αυτά- με κυνηγήσαν
οι Ερινύες κι έφυγα απ’ τη χώρα
κι έφτασα στην Αθήνα, που ο Λοξίας
μ’ έστειλε, οι φοβερές να με δικάσουν
θεές. Εκεί ένα δικαστήριο είναι
ιερό· το ίδρυσε ο Δίας
κάποτε για τον Άρη που ΄χε κάνει
κάποιον ανόσιο φόνο….
……………………………………..
Στον Άρειο Πάγο ως πήγα, άρχισε η δίκη·
κάθισα στο ‘να βάθρο εγώ και στ’ άλλο
η πιο σεβάσμια απ’ τις Ερινύες.
Μίλησαν για της μάνας μου το φόνο
κι απάντησα· του Φοίβου η μαρτυρία
με γλίτωσε, κι η Αθηνά μετρώντας
όσους βρίσκει τους ψήφους· φεύγω τότε
κερδίζοντας τη δίκη. Όσες δεχτήκαν
από τις Ερινύες την κρίση, μείναι
και πλάι στο δικαστήριο διαλέξαν
να ‘χουν το ιερό τους· όσες όμως
την απόφαση αρνηθήκαν, ολοένα
με κυνηγούσαν ακατάπαυτα, ώσπου
στου Απόλλωνα ξανά τον άγιο επήγα
τόπο και νηστικός μπρος στο ναό του
ξαπλώνοντας, ορκίστηκα πως έτσι
θα ξεψυχούσα εκεί, αν δε με σώσει
ο Φοίβος που μ’ αφάνισε. Κι ακούστη
να λέει απ’ το χρυσό τον τρίποδά του
να φτάσω εδώ και τ’ άγαλμα να πάρω
το ουρανόσταλτο και να το στήσω
στη χώρα της Αθήνας. Βοήθησέ με
λοιπόν για να σωθώ, καθώς εκείνος
ορίζει· αν της θεάς το ξόανο πάρω,
θα γιατρέψω την τρέλα μου κι εσένα
με το πολύκουπο θα πάω καράβι
στο Άργος πάλι. Μα έλα, αγαπημένη,
μυριάκριβη αδερφή, το πατρικό μας
σώσε παλάτι, σώσε με κι εμένα·
γιατί άμα το πεσμένο απ’ τα ουράνια
ξόανο της θεάς δεν πάρουμε, είμαι
κι εγώ χαμένος πια κι όλη η γενιά μας.
ΧΟ.: Βαρύς θεϊκός θυμός έπεσε πάνω
Στου Τάνταλου το γένος, το παιδεύει.
ΙΦ.: Το λαχταρούσα να βρεθώ στο Άργος
και ν’ αντικρίσω εσένα, πριν ακόμη
φτάσεις εδώ, αδερφέ μου. Αυτά που θέλεις,
θέλω κι εγώ, απ’ τα βάσανα κι εσένα
και το δυστυχισμένο σπιτικό μας
λυτρώνοντας, θα στήσω πάλι ολόρθο,
δίχως θυμό γι’ αυτόν που μ’ έχει σφάξει.
Το θέλω· γιατί έτσι απ’ τη σφαγή σου
θα ΄χα τα χέρια καθαρά κι ακόμη
θα λύτρωνα το σπίτι μας· ωστόσο
φοβάμαι απ’ τη θεά πώς θα ξεφύγω
και της χώρας το βασιλιά, όταν θα ΄βρει
να λείπει τ’ άγαλμα απ’ τη μαρμαρένια
βάση του. Δε θα χάσω τη ζωή μου;
Ποια πρόφαση θα πω; Αν ήταν όμως
μπορετό και τα δυο μαζί να γίνουν,
να πάρεις στο καλόπρυμνο καράβι
και τ’ άγαλμα κι εμένα, τότε ωραίος
θα ‘ταν ο κίνδυνος· αν πάλι εδώ ξεμείνω
χωρίς ξόανο, είμαι πια χαμένη,
μα εσύ γλιτώνεις πίσω στην πατρίδα,
έχοντας ξετελέψει το σκοπό σου.
Λοιπόν δε θα διστάσω να πεθάνω
για να σε σώσω, να χαθείς δεν πρέπει·
στα σπίτια αποζητούν πολύ τον άντρα
που ‘χει χαθεί, μα τη γυναίκα λίγο.
ΟΡ.: Εγώ της μάνας ο φονιάς, δικός σου
δε θα γενώ· το αίμα φτάνει εκείνης·
η γνώμη μας κοινή, θέλω μαζί σου
να ζήσω ή να πεθάνω. Θα σε πάω
σπίτι μας, αν κι εγώ από δω ξεφύγω,
ή μένοντας μ’ εσένα θα χαθώ… » ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Ταύροις” 939-1011)
Ο ευρηματικός ποιητής δίνει με τον ακόλουθο τρόπο το τέχνασμα, που σκαρφίστηκε η Ιφιγένεια:
« ΙΦ.: Θαρρώ πως βρήκα ένα καινούριο τρόπο.
ΟΡ.: Ποιον; Πες μου τι στοχάζεσαι να μάθω.
ΙΦ.: Έχω ένα τέχνασμα απ’ τις συμφορές σου.
ΟΡ.: Είναι οι γυναίκες φοβερές σε τούτα.
ΙΦ.: Ήρθες θα πω από τ’ Άργος μητροκτόνος.
ΟΡ.: Αν ωφελούν οι δυστυχίες μου, πες τις.
ΙΦ.: Θα πω δεν κάνει να σε θυσιάσω.
ΟΡ.: Για ποιαν αιτία; Μαντεύει ο νους μου κάτι.
ΙΦ.: Φοβάμαι τη θεά· είσαι μολυσμένος.
ΟΡ.: Το ξόανο της θεάς το παίρνουμε έτσι;
ΙΦ.: Στην θάλασσα θα πω θα σ’ εξαγνίσω.
ΟΡ.: Και τ’ άγαλμα θα μείνει, που γι’ αυτό έχουμε έρθει;
ΙΦ.: Θα πω ότι τ’ άγγιξες και πρέπει να το πλύνω.
ΟΡ.: Και πού λοιπόν; Στου λιμανιού την άκρη;
ΙΦ.: Εκεί που ‘χεις προσδέσει το καράβι.
ΟΡ.: Τ’ άγαλμα εσύ θα το βαστάς ή άλλος;
ΙΦ.: Μονάχα εγώ· δεν επιτρέπεται άλλος.
ΟΡ.: Και σ’ όλα αυτά ο Πυλάδης τι θα κάνει;
ΙΦ.: Θα πω κι αυτός πως είναι μολυσμένος.
ΟΡ.: Κρυφά απ’ το ρήγα τούτα ή θα τα ξέρει;
ΙΦ.: Θα τόνε πείσω, αλλιώς δεν του ξεφεύγω.
ΟΡ.: Κι έτοιμο το καράβι θα προσμένει.
ΙΦ.: Εσύ για τ’ άλλα πρέπει να φροντίσεις. » ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Ταύροις” 1029-
1051 )
Αμέσως μετά παραθέτει τη δέηση της Ιφιγένειας για να σωθούν και το ξόανο να μεταφερθεί στην Αθήνα:
« Ω! σεβαστή θεά, που μ’ έχεις σώσει
απ’ του φονιά πατέρα μου το χέρι
στης φοβερής Αυλίδας τ’ ακρογιάλια,
γλίτωσε τώρα εμέ κι αυτούς· ειδάλλως
θα φταις εσύ, που του Λοξία το στόμα
δε θα πιστεύουν οι άνθρωποι. Μα φύγε
πρόθυμα από τη χώρα των βαρβάρων
για την Αθήνα· εδώ να ζεις δεν πρέπει,
όταν μπορείς μακάρια να ΄χεις πόλη. » ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Ταύροις” 1082-1088 )
Στη συνέχεια δίνουμε το διάλογο μεταξύ του ρήγα Θόα και της ιέρειας Ιφιγένειας, με τον οποίο ο βασιλιάς πείστηκε να δώσει την άδεια για να πάει η ιέρεια στην ακροθαλασσιά έχοντας μαζί της τους ξένους και μεταφέροντας το άγαλμα:
« ΘΟ.: Άα· κόρη του Αγαμέμνονα, τι πήρες
τ’ άγαλμα της θεάς από το βάθρο;
ΙΦ.: Σταμάτα, βασιλιά μου, εκεί στις πύλες.
ΘΟ.: Μες στο ναό, Ιφιγένεια, τι συμβαίνει;
ΙΦ.: Έφτυσα· ο λόγος τούτος ιερό μου χρέος.
ΘΟ.: Τι νέο θες να πεις, μίλα καθάρια.
ΙΦ.: Ακάθαρτα σφαχτάρια έχετε πιάσει.
ΘΟ.: Το ΄μαθες από κάτι ή το νομίζεις;
ΙΦ.: Τ’ άγαλμα γύρισε μπρος πίσω.
ΘΟ.: Μονάχο του ή σεισμός το ‘χει κουνήσει;
ΙΦ.: Μόνο του· και τα μάτια του έχει κλείσει.
ΘΟ.: Και ποια η αιτία; Το μίασμα των ξένων;
ΙΦ.: Αυτό, όχι άλλο· πράξαν φριχτό έργο.
ΘΟ.: Σκότωσαν στο γιαλό κάποιον δικό μας;
ΙΦ.: Ήρθαν έχοντας σφάξει συγγενή τους.
ΘΟ.: Ποιον τάχα; Αυτό ζητάω να μάθω.
ΙΦ.: Τη μάνα τους με ξίφος εσκοτώσαν.
ΘΟ.: Ω! Φοίβε, μήτε βάρβαρος θα το τολμούσε.
ΙΦ.: Κι απ’ όλη την Ελλάδα τους εδιώξαν.
ΘΟ.: Γι’ αυτά λοιπόν το άγαλμα έξω βγάζεις;
ΙΦ.: Να το εξαγνίσω στον αγνό αιθέρα.
………………………………………………..
ΘΟ.: Τι κάνουμε λοιπόν τους ξένους; λέγε.
ΙΦ.: Πρέπει το έθιμο να σεβαστούμε.
ΘΟ.: Οι καθαρμοί κι ο φόνος τότε ας γίνουν.
ΙΦ.: Μα πρώτα θέλω να τους εξαγνίσω.
ΘΟ.: Με το νερό πηγής ή του πελάγου;
ΙΦ.: Η θάλασσα κάθε κακό ξεπλένει.
ΘΟ.: Κι έτσι για τη θεά πιο αγνοί θα γίνουν.
ΙΦ.: Θα ΄ναι καλύτερα έτσι και για μένα.
ΘΟ.: Στο ναό δίπλα δεν ξεσπάει το κύμα;
ΙΦ.: Χρειάζεται ερημιά· θα κάνω κι άλλα.
ΘΟ.: Κάνε ό,τι θες· τα μυστικά δε βλέπω.
ΙΦ.: Πρέπει και τ’ άγαλμα να το εξαγνίσω.
ΘΟ.: Αν το ‘χει μητροκτόνος μολεμένο.
ΙΦ.: Αλλιώς δε θα το έπαιρνα απ’ το βάθρο.
ΘΟ.: Σωστή η ευσέβεια κι η πρόβλεψή σου. » ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Ταύροις” 1156-1202 )
Ο δούλος του ρήγα έφερε το θλιβερό μαντάτο στη χώρα, όταν μπήκαν στο καράβι παίρνοντας του γυρισμού τη ρότα οι ξένοι. Είπε, λοιπόν:
« Οι νέοι το σκάσαν με τις πανουργίες
της κόρης του Αγαμέμνονα και τ’ άγιο
ξόανο της θεάς έβαλαν μέσα
σ’ ένα καράβι ελληνικό και φεύγουν. » ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Ταύροις” 1289- 1292 )
Στη συνέχεια κάνει πλήρη περιγραφή της απόδρασης:
« Στ’ ακροθαλάσσι ως φτάσαμε, όπου ήταν
του Ορέστη το πλεούμενο κρυμμένο,
σ’ εμάς, που συνοδεία είχες στείλει
στους ξένους να βαστάμε τα δεσμά τους,
η κόρη του Αγαμέμνονα μας γνέφει
να μείνουμε παράμερα, γιατί ‘χε
να κάνει με κρυφή φλόγα θυσία
κι εξαγνισμούς, αφού εκεί πέρα
γι’ αυτά είχε πάει· πίσω από τους ξένους,
κρατώντας τα δεσμά τους, προχωρούσε.
Ύποπτα δείχναν τούτα, βασιλιά μου,
μα οι σκλάβοι σου τα υπόμεναν. Κατόπι,
για να φανεί σ’ εμάς πως κάνει κάτι,
βγάζει φωνή τρεμουλιαστή κι αρχίζει
να ψέλνει ξόρκια βάρβαρα, το φόνο
για να εξαγνίσει τάχα. Αφού για ώρα
στεκόμαστε προσμένοντας, μας μπήκε
στο νου μια σκέψη, μη λυθούν οι ξένοι
και φύγουνε σκοτώνοντάς την. Όμως
καθόμαστε βουβοί, από φόβο μήπως
και δούμε όσα δεν πρέπει· μα στο τέλος
όλοι μας συμφωνήσαμε να πάμε
στο μέρος όπου βρίσκονταν, κι ας το ‘χε
απαγορέψει. Τότε ένα καράβι
θωρούμε ελληνικό με τα κουπιά του
σα δυο φτερούγες έτοιμα, απλωμένα
και στους σκαρμούς να τα βαστούν πενήντα
ναύτες, και στη στεριά, αντικρύ στην πρύμη,
οι ξένοι ορθοί να στέκονται, λυμένοι.
Την πλώρη με κοντάρια συγκρατούσαν,
την άγκυρα άλλο δέναν, άλλοι σκάλες
γοργά στην πρύμνη φέρναν και τις ρίχναν
στο κύμα ν’ ανεβούν οι ξένοι. Μόλις
είδαμε την απάτη, παρατώντας
το φόβο μας, αδράχνουμε την κόρη
και τις πρυμάτσες· από τους χαλκάδες
του ωριόπρομου πλεούμενου τραβάμε
τις λαγουδέρες. Κι οι φωνές αρχίσαν.
« Με ποιο δικαίωμα κλέβετε απ’ τη χώρα
το ξόανο της θεάς και την ιέρεια;
Ποιος είσαι συ που αυτήν κρυφά την παίρνεις; »
Κι εκείνος αποκρίθηκε. « Ο Ορέστης,
ο αδερφός της είμαι, να το ξέρεις,
ο γιος του Αγαμέμνονα, και παίρνω
την αδερφή μου που ‘χασα απ’ το σπίτι ».
Μα εμείς σφιχτά βαστούσαμε την ξένη
και την εσπρώχναμε να ‘ρθει μαζί μας
σ’ εσένα· τότε οι φοβερές αρχίσαν
στα πρόσωπα χτυπιές. Γιατί κι εκείνοι
κι εμείς δεν εβαστούσαμε μαχαίρια·
πέφταν γροθιές, κλωτσιές απ’ τους δυο νέους
στα πλευρά και στα σκώτια, ώσπου στο τέλος
παράλυτα απομείναν τα κορμιά μας.
Κι έχοντας μελανιές φριχτές, το σκάμε
προς τον γκρεμό με ματωμένες άλλοι
πληγές στα μάτια κι άλλοι στα κεφάλια·
κι αφού σταθήκαμε σε κάποιους λόφους,
αγωνιζόμαστε από κει , προφυλαγμένοι
καλύτερα, βαρώντας τους με πέτρες.
Όμως μας εμποδίζαν οι τοξότες
με τις σαΐτες τους ορθοί στην πρύμνη
και μας διώξαν πέρα. Τότε κύμα
τρανό προς τη στεριά το πλοίο ξεσέρνει
κι η κόρη όπως φοβόταν να πατήσει
μες στο νερό, στον ώμο το ζερβό του
τη σήκωσεν ο Ορέστης και πατώντας
στη θάλασσα, γοργά στη σκάλα ορμάει
και την ανέβασε στ’ ωραίο καράβι αντάμα
με το θεόσταλτο άγαλμα, την κόρη
του Δία. Και φωνή μεγάλη ακούστη
μέσ’ απ’ το σκάφος. « Ναύτες της Ελλάδας,
με τα κουπιά τραντάξτε το καράβι
και κάνετε τα κύματα ν’ αφρίσουν·
εκείνα που γυρεύαμε περνώντας
το άγριο πέλαο και τις Συμπληγάδες,
είναι δικά μας ». Με βαθιά αναγάλλια
στενάζοντας αυτοί, χτυπούν το κύμα.
Κι όσο το πλοίο βρισκόταν στο λιμάνι,
προχώραγε να βγει, μα ως περνούσε,
μεγάλη συναντώντας σοροκάδα,
δυσκολευόταν· τι άξαφνος αγέρας
σηκώθη δυνατός και τα πανιά του
κατάπρυμνα τα σπρώχνει· όμως εκείνοι
με πείσμα χτύπααν τα κουπιά στο κύμα·
μα η θάλασσα ξανάφερνε το πλοίο
προς τη στεριά· και τότε ολόρθη εστάθη
η κόρη του Αγαμέμνονα και κάνει
μια δέηση. « Κόρη της Λητώς, εμένα,
δική σου ιέρεια, σώσε με απ’ τη χώρα
τη βάρβαρη που πάω για την Ελλάδα,
και την κλεψιά μου αυτή συχώρεσέ μου.
Κι εσύ αγαπάς, θεά, τον αδερφό σου·
άφησε ν’ αγαπάω και τον δικό μου ».
Την ευχή της οι ναύτες με παιάνα
συνόδεψαν και μόλις τους προστάξαν,
ρίχτηκαν στα κουπιά με μπράτσα
κι ώμους γυμνούς. Ωστόσο το καράβι
κατά τα βράχια γλίστραγε ολοένα·
και τότες από μας άλλοι εμπήκαν
μες στο γιαλό κι άλλοι στο πλοίο ρίχναν
θηλιές. Εγώ σ’ εσένα, αφέντη, αμέσως
έτρεξα εδώ, για να σου πω τα νέα…» ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Ταύροις” 1327- 1410 )
Κι όταν ο ρήγας προστάζει το στρατό του να καταδιώξει τους βέβηλους από την Ελλάδα και την πλανεύτρα ιέρεια, επεμβαίνει η Αθηνά, λέγοντας:
« Ποιους ετοιμάζεσαι να κυνηγήσεις,
βασιλιά Θόα; Η Αθηνά είμαι κι άκου
τα λόγια μου. Σταμάτα το διωγμό σου
και το στρατό που σπρώχνεις στο κυνήγι.
Γιατί ο Ορέστης, ήτανε γραμμένο
να φτάσει εδώ από τους χρησμούς του Φοίβου
και το βαρύ θυμό των Ερινύων
ξεφεύγοντας, να πάει την αδερφή του
στο Άργος και στη χώρα μου να φέρει
το ιερό το άγαλμα και τότες
ανάπαυση θα βρει στις συμφορές του.
Για σε τα λόγια αυτά· για τον Ορέστη
που θες να τον σκοτώσεις πιάνοντάς τον
μες στη φουρτούνα, ο Ποσειδώνας κιόλας
για χάρη μου το πέλαο έχει κάνει
γαλήνιο, για να ταξιδέψει εκείνος.
Κι εσύ Ορέστη, που τις εντολές μου
έμαθες- γιατί ακούς, κι ας είσαι αλάργα,
τα λόγια της θεάς- φύγε, κρατώντας
τ’ άγαλμα και την αδερφή σου. Κι όταν
στη θεόχτιστη θα φτάσεις Αθήνα,
στης Αττικής τα σύνορα είναι κάποιος
τόπος ιερός γειτονικά στον κάβο
της Κάρυστος, που Αλές τον ονομάζει
τώρα ο λαός μου· εκεί ναό να χτίσεις
και τ’ άγαλμα να βάλεις· τ’ όνομά του
τη χώρα θα θυμίζει της Ταυρίδας
και τα πάθη που υπόφερες γυρνώντας
στην Ελλάδα απ’ το κεντρί σπρωγμένος
των Ερινύων. Κι οι άνθρωποι από τότε
την Ταυροπόλον Άρτεμη θα ψάλλουν…» ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Ταύροις”
1435-1457 )

Σχόλια:
 Για τα παιδιά του Αγαμέμνονα έχουμε στην Ελληνική μυθολογία άλλες δύο αναγνωρίσεις, τις οποίες σας παραθέτουμε στη συνέχεια. Η πρώτη είναι η αναγνώριση των φυγάδων του Θόα και του αδελφού τους Χρύση, που ο πατέρας τους είχε αποχτήσει από τη Χρυσηίδα:
[[ Αφού κατόρθωσαν να διαφύγουν από του Ταύρους ο Ορέστης με τον Πυλάδη, παίρνοντας μαζί τους την Ιφιγένεια και το άγαλμα της θεάς Άρτεμης, πέρασαν τον Ελλήσποντο κι όταν βγήκαν στο Αιγαίο, για να ξεκουραστούν από του ταξιδιού την κούραση, άραξαν στο νησί Σμίνθη.
Σ’ αυτό το νησί ζούσε ο Χρύσης, του Απόλλωνα ο ιερέας από την Χρύση, μια από τις πόλεις της Τρωάδας, που του είχε πάρει ο αρχιστράτηγος Αγαμέμνονας την κόρη Χρυσηίδα (*1). Όταν αναγκάστηκε ο βασιλιάς των Μυκηνών, από τις συμφορές που ο Απόλλωνας έστειλε στους Αχαιούς, να γυρίσει πίσω την Χρυσηίδα, αυτή είχε στα σπλάχνα της το παιδί του Αγαμέμνονα. Σαν ήρθε της γέννας ο καιρός, αυτή ισχυρίστηκε πως το παιδί, που περίμενε, ήταν του Απόλλωνα και πως ο Αγαμέμνονας της είχε αφήσει ανέγγιχτη. Έτσι ο γερο- Χρύσης μεγάλωσε το παιδί πιστεύοντας πως πατέρας του ήταν ο θεός. Ο εγγονός πήρε το όνομα του παππού του, ο οποίος όταν μεγάλωσε, του εμπιστεύτηκε την διακυβέρνηση του νησιού.
Ο Θόας καταδιώκοντας τον Ορέστη με το καράβι του, έφτασε στη Σμίνθη και ζήτησε να του παραδώσουν τους φυγάδες και την ιέρεια, μαζί με το κλεμμένο άγαλμα. Ο γερο- Χρύσης, που αν και πέρασαν τόσα χρόνια, δεν μπορούσε να ξεχάσει την προσβλητική συμπεριφορά του Αγαμέμνονα (*2), συμβούλεψε τον εγγονό, να κάνει την παράδοση. Σαν έμαθε η Χρυσηίδα την απόφαση του γιου της, δεν μπόρεσε να κρατήσει άλλο το μυστικό. Έτσι αναγκάστηκε να φανερώσει πως ήταν γιος του Αχαιού βασιλιά, κι επομένως αδελφός αυτών, που ετοιμαζόταν να παραδώσει. Μπορούσε να βαστάξει η καρδιά του, να παραδώσει τα αδέλφια του στους βαρβάρους, τον Ορέστη να θυσιαστεί και την Ιφιγένεια για να μείνει παντοτινά στα ξένα; Μετά απ’ αυτή την ομολογία, ο Χρύσης γνωρίζεται με τ’ αδέλφια του και βοήθησε τον Ορέστη να σκοτώσει τον Θόα κι έτσι να εξασφαλίσει το γυρισμό του στις Μυκήνες. ]]
Η άλλη αναγνώριση είναι των δύο θυγατέρων του Αγαμέμνονα, της Ηλέκτρας και της Ιφιγένειας, όταν επέστρεψε αυτή στην Ελλάδα:
[[ Αφού ο Ορέστης επέστρεψε από τη Σκυθία, πήγε με την Ιφιγένεια στη Βραυρώνα, όπου άφησαν το ξόανο της θεάς Άρτεμης. Μετά πήγαν μαζί στο ιερό των Δελφών, για να ευχαριστήσουν τον Απόλλωνα για τη σωτηρία τους.
Όμως, όταν ο Ορέστης με τον Πυλάδη βρίσκονταν στους Ταύρους, αιχμάλωτοι του Θόαντα, και η Ιφιγένεια έκανε τις προκαταρτικές εργασίες για τη θυσία, κάποιος δούλος του Ορέστη κατόρθωσε να ξεφύγει και με πολλές ταλαιπωρίες να φτάσει στις Μυκήνες. Εκεί παρουσιάστηκε στην Ηλέκτρα και της είπε να μην περιμένει πια τον αδελφό της Ορέστη, ούτε και τον άντρα της Πυλάδη, γιατί θυσιάστηκαν, κατά το έθιμο των βαρβάρων, στην Άρτεμη.
Η θλιβερή είδηση απλώθηκε σ’ όλη την πόλη. Τότε ο Αλήτης, ο γιος του Αίγισθου, βρήκε την ευκαιρία, μια και δεν είχε απομείνει κανείς από τη γενιά των Ατρειδών, να αναλάβει τη βασιλεία.
Χολωμένη από τον θεό, πήρε τον δούλο και προσέτρεξε στο μαντείο των Δελφών, να ρωτήσει πώς μπόρεσε ο θεός, που έσπρωξε τον αδελφό της στης μάνας το φονικό, να επιτρέψει μια τόσο ανίερη θυσία.
Η τύχη τα ‘φερε έτσι ώστε να φτάσουν την ίδια μέρα στο ιερό η Ηλέκτρα από τις Μυκήνες και ο Ορέστης μα την Ιφιγένεια από την Αττική. Σαν έρχονταν η Ηλέκτρα προς το ναό, η Ιφιγένεια βγήκε για λίγο, αφήνοντας τον αδελφό της να συνεχίσει την ευχαριστήρια τελετή. Εκεί καθώς στέκονταν στην είσοδο, την αναγνώρισε ο δούλος, και είπε της Ηλέκτρας πως αυτή ήταν η γυναίκα που θυσίασε τον Ορέστη. Μεμιάς ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι της δύσμοιρης γυναίκας, και πάνω στη μανία της άρπαξε έναν δαυλοαναμμένο από του βωμού τη φωτιά και αφρίζοντας χύθηκε καταπάνω στην Ιφιγένεια να της κάψει το πρόσωπο.
Για καλή της τύχη, όμως, αυτή τη στιγμή έβγαινε ο Ορέστης, κι ως είδε να ορμάει η μια αδελφή του καταπάνω στην άλλη, άρπαξε τον δαυλό από το χέρι της Ηλέκτρας. « Αυτή η γυναίκα που θέλεις να της κάψεις τα μάτια », της είπε, « είναι η αδελφή μας η Ιφιγένεια, που όλα αυτά τα χρόνια την είχαμε για πεθαμένη. » Έτσι οι δύο αδελφές ρίχτηκαν η μια στην αγκαλιά της άλλης βρέχοντας τους ώμους τους με τα δάκρυά τους.
Όταν γύρισαν στις Μυκήνες, σκότωσε τον σφετεριστή του θρόνου Αλήτη και βασίλεψε για πολλά χρόνια, μέχρι το θάνατό του. Ο Ορέστης παντρεύτηκε την Ερμιόνη, κόρη του Μενέλαου και της Ελένης, κι απόχτησαν γιο τον Τεισαμενό (*3), για να του θυμίζει τους φονιάδες του πατέρα του.]]




--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
(*1). Επειδή η πολιορκία της Τροίας κράτησε πολλά χρόνια, οι Αχαιοί ήσαν αναγκασμένοι, για να εξασφαλίσουν τη διατροφή του πολυάριθμου στρατού τους, να κάνουν επιδρομές σε άλλες πόλεις της Τρωάδας. Εκεί άρπαζαν κοπάδια ζώων και γεννήματα. Όταν αντιστέκονταν οι άντρες για να σώσουν τ’ αγαθά τους, οι Αχαιοί τους σκότωναν κι αιχμαλώτιζαν τις γυναίκες, παντρεμένες κι ανύπαντρες. Λεηλατούσαν τα σπίτια παίρνοντας πολύτιμα λάφυρα. Μια από τις πόλεις, που κατάλαβε ο Αχιλλέας ήταν η Θήβα, που βρισκόταν στον Αδραμυττινό κόλπο και την κατοικούσαν Κίλικες. Κείνες τις μέρες έτυχε να βρίσκεται στη Θήβα η Χρυσηίδα, φιλοξενούμενη της Ιφινόης, της αδελφής του βαιλιά της πόλης Ηετίωνα, για να προσφέρει θυσία στην Άρτεμη. Αιχμαλώτισε την κοπέλα ο Αχιλλέας και την παραχώρησε στον Αγαμέμνονα. Όταν ήρθε ικέτης ο πατέρας της Χρύσης στον αρχιστράτηγο με πλούσια δώρα, παρακαλώντας να του δοθεί πίσω η θυγατέρα του, αυτός αρνήθηκε να του τη δώσει πίσω, γιατί, κατά τα λεγόμενά του ξεπερνούσε στο νου, στην κορμοστασιά και στην αξιοσύνη στις γυναικείες δουλειές ακόμα και τη νόμιμη γυναίκα του, την Κλυταιμήστρα.
Σε κάποια άλλη επιδρομή στο βουνό της Ίδας, ο Αχιλλέας συνάντησε ένα από τους γιους του Πρίαμου, τον Μήστορα, που φύλαγε του πατέρα του τα μεγάλα κοπάδια, τον οποίο σκότωσε μαζί με τους βοσκούς του, κι άρπαξε τα α ζώα. Μετά βρήκε τον Αινεία να φυλάει μονάχος τα δικά του. Μόλις τον αντίκρισε από μακριά ο ήρωας από την Τροία, παράτησε τα ζωντανά του και το ‘βαλε στα πόδια καταφεύγοντας στη Λυρνησσό. Ο Αχιλλέας τον κυνήγησε ως την πόλη, την οποία κυρίεψε. Αφού σκότωσε τον βασιλιά της Μύνητα, σκλάβωσε την βασίλισσα Βρισηίδα, την οποία οι Αχαοί του την παραχώρησαν σαν δώρο. Έτσι ο Αγαμέμνονας απόχτησε την Χρυσηίδα κι ο Αχιλλέας τη Βρισηίδα, που έγιναν αιτία για να μαλώσουν οι δύο άντρες κι ο Όμηρος να ψάλλει:
« Μήνιν άειδε θεά Πηληϊάδεω Αχιλήος
ουλομένην, η μυρί’ Αχαιοίς άλγε’ έθηκε,
πολλάς δ’ ιφθίμους ψυχάς Άϊδι προϊαψεν
ηρώων, αυτούς δε ελώρια τεύχε κύνεσσιν
οιωνοίσί τε πάσι· Διός δ’ ετελείετο βουλή,
εξ ου δη τα πρώτα διαστήτην ερίσαντε
Ατρεϊδης τε άναξ ανδρών και δίος Αχιλλεύς. » (Ομήρου “Ιλιάδα”, ραψ. Α’ 1-7)

(*2). Όταν πιάστηκε αιχμάλωτη η Χρυσηίδα και δόθηκε σαν σκλάβα στον Αγαμέμνονα,

(*3). Τίνομαι, ετεισάμην= παίρνω εκδίκηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: