Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

Ιφιγένεια και Ορέστης

[[ δαμ- ων ]]

B΄ μέρος
[[ Η ιέρεια από την Ελλάδα σπλαχνίστηκε τους δύο νέους, που οδήγησαν για θυσία. Ζήτησε να μάθει νέα από την πατρίδα, μετά από τόσα χρόνια που ήταν στη βάρβαρη χώρα. Θέλησε να μάθει για τον Αχιλλέα, που σαν μνηστήρα της τον χρησιμοποίησαν, ώστε μα δόλο να την φέρουν στην Αυλίδα. Λυπήθηκε σαν άκουσε πως ο γενναιόψυχος πολεμιστής δε ζει. Μετά έμαθε για του Οδυσσέα τις μάχες με τους αγέρηδες και την ανταριασμένη θάλασσα, που συνέχεια μακριά από την πατρίδα τον έσπρωχναν. Έμαθε και για του γονιού της το φονικό. Τέλος μέσα σε χαρά ανάκατη με λύπη έμαθε για τον Ορέστη, που πήρε εκδίκηση για του Αγαμέμνονα το φόνο, σκοτώνοντας τη μητέρα του, μη βρίσκοντας ησυχία. Χαρά γιατί ο αδελφός της ζούσε και λύπη για του σπιτικού της τη συμφορά και την άραχλη ζωή του αδελφού.
Τότε πέρασε από το νου της να θυσιάσει μόνο τον Πυλάδη και να στείλει τον άλλο, χωρίς να γνωρίζει πως είναι ο αδελφός της, πίσω στο Άργος με ένα γράμμα προς τον Ορέστη, λέγοντάς του πως ζει και ζητώντας του να προστρέξει να την πάρει πίσω στην πατρίδα. Θα ζητούσε από το βασιλιά να επιτρέψει να γυρίσει ο ένας στην Ελλάδα, φέρνοντας το γράμμα στους δικούς της.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Ο Ορέστης δέχτηκε την πρόταση, μα όχι να θυσιαστεί ο πιστός του σύντροφος Πυλάδης, αλλά εκείνος, κι ο Πυλάδης να ήταν εκείνος που του ταχυδρόμου θα έκανε το χρέος. Για χάρη του είχε πολλά τραβήξει, δεν άντεχε να βρει το θάνατο ο Πυλάδης, ενώ αυτός ήταν η αιτία για τα βάσανα. Εξάλλου ο θάνατος για τον ίδιον θα ήταν λύτρωση. Ο άξιος φίλος δεν δέχτηκε το δικό του σωσμό και το θάνατο του φίλου. Μα σαν άκουσε από το στόμα του Ορέστη, πως σαν σύζυγος της Ηλέκτρας, θα έκανε παιδιά, που θα συνέχιζαν τη γενιά των Ατρειδών, κάμφθηκε και δέχτηκε να γυρίσει στο Άργος.
Η Ιφιγένεια παρέδωσε το γράμμα στον Πυλάδη και για σιγουριά, μήπως από φουρτούνα καταστραφεί ή χαθεί το γράμμα, του έκανε γνωστό και το περιεχόμενό του. Έτσι θα μπορούσε με το στόμα να δώσει το μήνυμα στον αγαπημένο της αδελφό. Να βρεις, είπε, τον αδελφό μου τον Ορέστη, και να του πεις πως ζω, δεν πέθανα τότε στην Αυλίδα. Η Άρτεμη μ’ έσωσε και μ’ έφερε σ’ αυτή τη χώρα να την υπηρετώ. Μα δεν αντέχεται η πικρή ξενιτιά, και η νοσταλγία του γυρισμού ακατάπαυστα με κατέχει. Γι’ αυτό επιθυμώ μακριά από την άξενη αυτή χώρα να βρεθώ. Δεν αντέχω να ετοιμάζω ανθρώπους για θυσία. ]]
Ο Αθηναίος ποιητής μας μεταφέρει τη σκηνή της συνάντησης των δύο ξένων από την Ελλάδα και της Ιφιγένειας, που δεν γνωρίζει την ταυτότητά τους:
« ΙΦ.: ……….Αλίμονο· ποια να ΄ναι τάχα
η μάνα που σας γέννησε; Ο πατέρας;
Η αδερφή, αν έχετε;…που τέτοια
θα χάσει παλικάρια και θα μείνει
δίχως αδέρφια; Ποιος ξέρει αλήθεια
γι’ αυτό τι γράφει η μοίρα; Γιατί όλες
οι θεϊκές βουλές μες στο σκοτάδι
σέρνονται και κανένας δε γνωρίζει
το κακό θα τον βρει· τα φέρνει η τύχη
με τρόπο ανέγνωρο και δεν τα νιώθεις.
Δυστυχισμένοι ξένοι, από ποιο μέρος
ερχόσαστε; Γιατί τρανό ταξίδι
κάνατε, για να φτάσετε εδώ πέρα,
μα θα ‘σαστε πολύν καιρό, για πάντα,
μακριά από την πατρίδα σας, στον Άδη.
ΟΡ.: Κυρά μου, όποια κι αν είσαι, τι δακρύζεις
για τα δεινά που θα μας βρουν και φέρνεις
και σ’ εμάς θλίψη; Δεν τον λογιάζω
για μυαλωμένο αυτόν, που ενώ πηγαίνει
στο θάνατο, ζητάει με τη συμπόνια
το φόβο του θανάτου να νικήσει·
μήτε κι εκείνον που, όντας μπρος στον Άδη,
θρηνεί δίχως ελπίδα σωτηρίας.
Γιατί στο ‘να κακό προσθέτει κι άλλο·
κι άμυαλο τον λογιάζουν, και πεθαίνει
το ίδιο πάλι· πρέπει να τ’ αφήνεις
στην τύχη αυτά· για μας άσε το θρήνο·
μας έχουν πει για τις εδώ θυσίες
και τις γνωρίζουμε πολύ καλά. » ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Ταύροις” 472-491)
Αμέσως μετά δίνει τον διάλογο ανάμεσα στ’ αδέλφια και την αγωνία της Ιφιγένειας να μάθει νέα για την οικογένειά της:
« ΟΡ.: Σωστά ρωτάς για την Ελλάδα. Ποια είσαι;
ΙΦ.: Είμαι από κει, μα χάθηκα παιδούλα.
ΟΡ.: Τότε σωστά τα εκεί ζητάς να μάθεις.
ΙΦ.: Κι ο ευτυχισμένος στρατηγός, ως λένε;
ΟΡ.: Ποιος; Καλότυχο κανέναν δε γνωρίζω.
ΙΦ.: Του Ατρέα ο Αγαμέμνονας ο ρήγας.
ΟΡ.: Δεν ξέρω· άσε, κυρά, το λόγο ετούτο.
ΙΦ.: Όχι, μα πες μου να χαρεί η καρδιά μου, ξένε.
ΟΡ.: Ο δόλιος πάει και στο χαμό του επήρε κι άλλον.
ΙΦ.: Πέθανε; Αχ! της έρμης συμφορά μου.
ΟΡ.: Τι στέναξες γι’ αυτό; Ήταν συγγενής σου;
ΙΦ.: Για την παλιά του ευτυχία στενάζω.
ΟΡ.: Τον σκότωσε φριχτά η ομόκλινή του.
ΙΦ.: Φόνισσα και νεκρός είναι για θρήνους.
ΟΡ.: Σώπαινε τώρα κι άλλο μη ρωτήσεις.
ΙΦ.: Μονάχα αν ζει του δύστυχου η γυναίκα.
ΟΡ.: Όχι, τη σκότωσε ο γιος της ι ίδιος.
ΙΦ.: Ω! σπίτι ανταριασμένο! Τι ζητούσε;
ΟΡ.: Το χαμό του γονιού του να εκδικήσει.
ΙΦ.: Αλίμονο· το δίκαιο κακό έχει πράξει. » ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Ταύροις” 540-559)
Ο Ορέστης μπορεί να είναι μητροκτόνος, μα δεν είναι δειλός. Εξάλλου στο φονικό οδηγήθηκε από προτροπή του Απόλλωνα. Έτσι δεν δέχεται να σωθεί αυτός και να θυσιαστεί ο Πυλάδης. Η γενναιότητα είναι χαρακτηριστικό των Ελλήνων. Δε φοβούνται το θάνατο. Έχουν αίσθηση του χρέους. Γι’ αυτό δίνει την ακόλουθη απάντηση:
« ………..αβάσταχτο είναι βάρος
για μένα, αυτόν να σφάξουν. Στο καράβι
των συμφορών εγώ είμαι καπετάνιος
και ταξιδεύει αυτός μαζί μου, μόνο
σα βοηθός στα βάσανά μου. Δίκιο
λοιπόν δεν είναι με το θανατό του
εγώ να σωθώ, τη χάρη κάνοντάς σου.
Μα έτσι ας γίνει· δώσε του το γράμμα
και στ’ Άργος θα το πάει κι όλα θα ‘ναι
καλά για σένα· εμένα ας με σκοτώσει
όποιος θέλει. Είναι ντροπή μεγάλη
σε συμφορές τους φίλους σου να ρίχνεις,
για να σωθείς εσύ. Κι ατούτος είναι
φίλος κι αγαπάω τη ζωή του
όχι λιγότερο από τη δικιά μου. » ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Ταύροις” 598-608)
Ας δούμε τώρα και τη στιχομυθία των δύο αδελφών, πριν την αναγνώρισή τους καθώς και την απόφαση της Ιφιγένειας να στείλει το γράμμα:
« ΟΡ.: Ποιος έχει το φριχτό έργο να με σφάξει;
ΙΦ.: Εγώ· απ’ τη θεά έχω αυτό το χρέος.
ΟΡ.: Αζήλευτο έργο κι άχαρο, κυρά μου.
ΙΦ.: Η ανάγκη όμως με σπρώχνει να το πράξω.
ΟΡ.: Γυναίκα εσύ, με ξίφος σφάζεις άντρες;
ΙΦ.: Όχι, μονάχα τους ραντίζω μ’ αγιονέρι.
ΟΡ.: Ποιος ο σφαγέας; Αν πρέπει να ρωτάω.
ΙΦ.: Κάποιοι φροντίζουν στο ναό για τούτα.
ΟΡ.: Θα με δεχτεί ποιος τάφος, σαν πεθάνω;
ΙΦ.: Φωτιά ιερή και πλατύ χάσμα βράχου.
ΟΡ.: Α! να με νεκροστόλιζ’ η αδερφή μου!
ΙΦ.: Όποιος κι αν είσαι, δύστυχε, η ευχή σου
ανώφελή ‘ναι· γιατί εκείνη αλάργα
μένει απ’ τη βάρβαρη ετούτη χώρα.
Όμως εγώ, μια κι είσαι Αργίτης, όσα
μπορούν να γίνουν θα σου κάνω. Πλούσια
στολίσματα στον τάφο σου θα βάλω
και θα σβήσω τη στάχτη σου με λάδι
ξανθό και θα σταλάξω στην πυρά σου
βουνίσιο, ξανθωπό, δροσάτο μέλι.
Πάω, το γράμμα απ’ το ναό να φέρω·
σ’ εμέ τη συμφορά σου μη φορτώνεις.
Να τους φυλάτε, δούλοι, έτσι λυμένους…
Ίσως να στείλω ανέλπιστο μαντάτο
για κάποιον που αγαπάω τόσο στ’ Άργος.
Κι όταν το γράμμα μου του φανερώσει
πως ζουν αυτοί που λόγιαζε χαμένους,
μια σίγουρη χαρά θα του χαρίσει. » ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Ταύροις” 617-642 )
Ο πιστός φίλος δεν δέχεται να σώσει τη ζωή του και να χαθεί ο σύντροφός του. Οι πρόγονοί μας είναι ηρωικοί, πάνω απ’ όλα βάζουν την αρετή και μετά τη ζωή τους. Δεν είναι φιλοτομαριστές, όπως προσπαθούν να μας το επιβάλλουν σαν ιδεολογία οι σύγχρονοι μεταέλληνες, είναι ιδεαλιστές. Ζουν, αγωνίζονται και πεθαίνουν για την ιδέα της πατρίδας, της οικογένειας, του χρέους, της φιλίας. Λέει, λοιπόν, ο Πυλάδης στον Ορέστη:
« Ντροπή μου, εσύ να χάσεις τη ζωή σου
κι εγώ να ζω· ταξίδεψα με σένα·
πρέπει μαζί σου να χαθώ. Μες στ’ Άργος
και μες στην πολυφάραγγη Φωκίδα
άτιμο και δειλό θα με φωνάζουν
και θα νομίσουν οι πολλοί- γιατί ‘ναι
πολλοί οι κακοί- πως σ’ έχω εγώ προδώσει,
για να σωθώ μονάχος στην πατρίδα
ή πως σε σκότωσα όταν το παλάτι
κινδύνευε, πως έχω σχεδιάσει
το θάνατό σου, για να πάρω τάχα
τη βασιλεία σου, άντρας καθώς είμαι
της αδερφής σου, που κληρονομάει
το θρόνο. Όμως αυτά ντροπή και φόβο
μου φέρνουν κι είναι αδύνατο σε μένα,
σα φίλος που τον σκιάζει η καταφρόνια,
να μη σφαγώ, να μην καώ μαζί σου. » ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Ταύροις” 674-686)
Κι ως απάντηση ο Ορέστης προβάλλει τ’ ακόλουθο επιχείρημα. Τελειώνει, βέβαια, μ’ ένα παράπονο:
« Είσαι καλότυχος εσύ, το σπιτικό σου
αμόλυντο κι όχι καταραμένο,
ανόσιο το δικό μου κι άραχλο είναι.
Μα όταν σωθείς κι από την αδερφή μου
που σου ‘δωσα γυναίκα, θα ‘χεις τέκνα,
θα μείνει τα’ όνομά μου ούτε θα σβήσει
το σπίτι μου ποτέ χωρίς βλαστάρια.
Φύγε λοιπόν και ζήσε, το παλάτι
του γονιού μου κυβερνώντας. Κι όταν
στ’ αλογατάρικο θα φτάσεις τ’ Άργος
και στην Ελλάδα, στο δεξί σου χέρι
σ’ ορκίζω. Να μου στήσεις μνήμα, βάλε
πάνω του θυμητάρια κι η αδερφή μου
στον τάφο να προσφέρει τα μαλλιά της
και να θρηνήσει. Πες πως κάποια Αργεία
μου ‘δωσε θάνατο, εξαγνίζοντάς με
πλάι στο βωμό με καθαρμούς…..
…………………………………………..
Με γέλασεν ο Φοίβος, αν και μάντης·
με δόλο μακριά από την Ελλάδα
μ’ έδιωξε από ντροπή για τους παλιούς του
χρησμούς. Σ’ αυτόν ολόψυχα δοσμένος
πίστεψα εγώ στα λόγια του, τη μάνα
σφάζοντας, κι έτσι χάνομαι κι ο ίδιος. » (Ευριπίδης,“Ιφιγένεια η εν Ταύροις” 693-715)
Λίγο πριν φτάσουμε στην κορύφωση, η άγνωστη ιέρεια, που ήταν έτοιμη να κάνει της θυσίας την προεργασία, αποκαλύπτει την ταυτότητά της:
« ΙΦ.: Πες στον Ορέστη, του Αγαμέμνονα το τέκνο·
η Ιφιγένεια που σφάξαν στην Αυλίδα
που ζει κι ας τη νομίζουν εκεί πέρα
για σκοτωμένη, ετούτα παραγγέλνει.
ΟΡ.: Πού είναι αυτή; Νεκρή κι έχει ξανάρθει;
ΙΦ.: Αυτή που εσύ κοιτάς, μα μη με κόβεις.
« Έλα και πάρε με, αδερφέ μου, στ’ Άργος
απ’ τη βάρβαρη χώρα πριν πεθάνω
και γλίτωσέ με από το χρέος που ‘χω
για τη θεά να θυσιάζω ξένους….»
………………………………………
Η Άρτεμη, πες η θεά, πως μ’ έχει
σώσει κι αντί για μένα ένα ελάφι
έδωσε, που θυσίασε ο γονιός μου,
θαρρώντας πως μου μπήγει το μαχαίρι,
και μ’ έφερε σε τούτη εδώ τη χώρα.
Αυτά μέσα στο γράμμα είναι γραμμένα. » ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Ταύροις” 769- 787 )

Δεν υπάρχουν σχόλια: