Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

Ιφιγένεια και Ορέστης

[[ δαμ- ων ]]

Α΄ μέρος
Στην ελληνική μυθολογία έχουμε τον αποχωρισμό της Ιφιγένειας από την οικογένειά της, όταν οδηγήθηκε στην Αυλίδα για τη θυσία και η θεά Άρτεμη τη διέσωσε μεταφέροντάς την στην Ταυρίδα, όπου έγινε ιέρεια στο ναό της. Εκεί μετά από πολλά χρόνια έφτασε ο αδελφός της Ορέστης. Είναι συγκινητική κι εδώ η σκηνή της αναγνώρισης των αδελφών. Ας δούμε το μύθο:
[[ Ο Ορέστης, ο γιος του αρχιστράτηγου Αγαμέμνονα, που φονεύτηκε από τη γυναίκα του Κλυταιμήστρα σαν γύρισε από την μακρόχρονη πολιορκία της Τροίας, αφού την κούρσεψαν, με την προτροπή του θεού Απόλλωνα, πήρε εκδίκηση για το φονικό. Τιμώρησε με θάνατο τη μάνα του και τον εραστή της Αίγισθο, για να μην τον κυνηγούν οι Ερινύες του πατέρα του. Μα από τη στιγμή που το σπαθί του τρύπησε της μάνας το στήθος, οι φοβερές Ερινύες της Κλυταιμήστρας ξεπετάχτηκαν από του Άδη τα σκοτάδια κι άρχισαν να καταδιώκουν τον Ορέστη. Αναπαμό δεν εύρισκε ο καημένος κι έλιωνε μέρα με τη μέρα. Ζήτησε του Φοίβου τη συμβουλή κι αυτός τον έστειλε να δικαστεί στην Αθήνα. Με της Παλλάδας τη βοήθεια, αφού ισοψήφησαν στον Άρειο Πάγο, αθωώθηκε. Δεν αναγνώρισαν όλες οι Ερινύες την απόφαση, κι αυτές, που ‘μειναν ανεξιλέωτες συνέχισαν το μαρτυρικό κυνηγητό του νέου. Σαν άδικη κατάρα τριγύριζε σε βαθίσκιωτα βουνά και καρπερούς κάμπους, σε διψασμένους λόγγους και χορτασμένες από νερό κοιλάδες, μα αναπαμό δεν είχε. Τα κουρασμένα πόδια του τον έφεραν εκεί που ο δράκος Πύθωνας σάπισε νικημένος από το θεό, κοντά στης Κασταλίας τη πηγή. Αποκαμωμένος έπεσε στα σκαλοπάτια του ναού στους Δελφούς, αποφασισμένος να πεθάνει της πείνας αν ο λαμπρός Απόλλωνας, που τον έσπρωξε στο φονικό, δεν τον συντρέξει.


Από του άδυτου τα βάθη, απόκοτη ακούστηκε η φωνή του Φοίβου: « Για να γλιτώσεις των φοβερών Ερινύων το κυνήγι, πρέπει να ταξιδέψεις στη μακρινή Σκυθία, στων Ταύρων τη χώρα. Εκεί οι κάτοικοι έχουν ιερό της αδελφής μου, της παρθένας Άρτεμης, όπου φυλάσσουν ουρανόσταλτο ξύλινο άγαλμα, από τα πανάρχαια χρόνια. Αυτό το ξόανο με κάθε τρόπο πρέπει να το κλέψεις κι αφού το φέρεις στην Ελλάδα, να ιδρύσεις ναό στην Αττική, όπου θα το βάλλεις να τιμούν την αγαπημένη Άρτεμη. Άλλη γιατρειά για σένα δεν υπάρχει! » ]]
Ο Ευριπίδης έχει γράψει, σχετικά μ’ αυτό το θέμα, την τραγωδία “Ιφιγένεια η εν Ταύροις”. Όταν ο Ορέστης έφτασε στη μακρινή χώρα, έχοντας παραστάτη τον αχώριστο φίλο του Πυλάδη, με προφυλάξεις μπήκαν στο ναό. Εκεί ο γιος του Αγαμέμνονα λέει τ’ ακόλουθα λόγια:
« Ω! Φοίβε, σε ποια μ’ έριξες παγίδα
πάλι με το χρησμό σου; Του γονιού μου
το φόνο ως εκδικήθηκα, τη μάνα
σκοτώνοντας, με στρώσαν οι Ερινύες
σ’ αδιάκοπο κυνήγι κι απ’ τη χώρα
διωγμένος έχω τρέξει πλήθος δρόμους.
Κι ως ήρθα και σε ρώτησα πώς θα ‘βρω
τρόπο για να γιατρέψω τη μανία,
που με κεντάει και τρέχω, και τα πάθη
που υπόφερα γυρνώντας την Ελλάδα,
μου είπες, εδώ στα σύνορα της χώρας
να ‘ρθω των Ταύρων, όπου η αδερφή σου
έχει βωμούς η Άρτεμη, ν’ αρπάξω
το ξόανο της θεάς που οι ντόπιοι λένε
πως στο ναό έχει πέσει απ’ τα ουράνια·
με κάποια τύχη αφού το πάρω ή δόλο
και ξεπερνώντας τον κίνδυνο, στη χώρα
των Αθηναίων να το δώσω· πάρα πέρα
δε μου είπες τίποτα· κι όταν τα πράξω
ετούτα, θα ΄βρω ανάπαυση στους μόχθους. » ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Ταύροις”
77-92 )
[[ Στο ναό της Άρτεμης ιέρεια ήταν η αδελφή του Ορέστη, η Ιφιγένεια, που η θεά έσωσε από της Αυλίδας τη θυσία, αφήνοντας μονόχρονο ελάφι στη θέση της, και μέσα από νεφέλη την έφερε στη μακρινή Σκυθία. Κανείς από τους Αχαιούς δε γνώριζε πως η κόρη ζούσε, όλοι θαρρούσαν πως ήτανε νεκρή. Αυτή ήταν κι η αφορμή η Κλυταιμήστρα να μισήσει τον Αγαμέμνονα. Η Άρτεμη έκανε τη τρυφερή κόρη ιέρεια στο ναό της.
Στον ξένο τόπο βάρβαρη συνήθεια επικρατούσε. Το έθιμο όριζε, κάθε ξένος που θα ξέπεφτε σ’ αυτά τα μέρη, να θυσιαστεί στης θεάς το βωμό. Η κόρη από τις Μυκήνες είχε σαν χρέος να αφιερώσει τον ξένο στο θάνατο με το να του ράνει μ’ αγίασμα τα μαλλιά. Αφού έκανε της θυσίας τους εξαγνισμούς, υπηρέτες του ναού οδηγούσαν το θύμα μέσα στο ναό και με κοφτερό ξίφος τον έσφαζαν. Το σώμα του ριχνόταν πάνω σε φωτιά που από κάποιο χάσμα στο άδυτο ανέβαινε από τον Κάτω Κόσμο. ]]
Στο ναό παρουσιάζει ο τραγικός μας ποιητής την Ιφιγένεια, που κλαίει τη μοίρα της:
« Κακότυχή ΄ταν η ζωή μου
απ’ την αρχή, από τη νύχτα εκείνη
που ξάπλωσε η μητέρα μου
στου γάμου το κρεβάτι·
απ’ την αρχή της γέννας οι θεές,
οι Μοίρες, έπλεξαν για μένα
νιότη σκληρή, αρραβωνιαστικιά
να γίνω των Ελλήνων·
πρωτότοκο λουλούδι
με γέννησε μες στους θαλάμους
της Λήδας η δυστυχισμένη κόρη,
μ’ ανάθρεψε, σφαχτάρι
ταγμένο απ’ του γονιού μου
την άστοχη βουλή, να γίνω
θυσία λυπητερή·
και μ’ έφεραν πάνω σ’ αμάξι
στ’ αμμουδερά ακρογιάλια της Αυλίδας
νύφη, κακόνυφη, αχ!
στο γιο της κόρης του Νηρέα.
Τώρα στου πόντου του αφιλόξενου
τ’ άδεντρα σπίτια κατοικώ
μια ξένη, δίχως άντρα, δίχως
παιδιά, πατρίδα, φίλους·
δεν τραγουδώ την Ήρα την Αργίτισσα,
και στους γλυκόηχους αργαλειούς
με τη σαΐτα δεν υφαίνω
της Αθηνάς και των Τιτάνων την εικόνα·
τώρα ματώνω τους βωμούς
με την αιματοράντιστη θυσία
των ξένων, που πικρά μοιρολογούνε
κι αναστενάζουνε πικρά. » ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Ταύροις” 203-228 )
[[ Αφού αρμάτωσε ένα καράβι ο Ορέστης, διαλέγοντας γεροδεμένους λαμνοκόπους, συντροφιά με τον Πυλάδη, περνώντας τ’ απόκρημνα βράχια των Συμπληγάδων, έφτασε στην Ταυρίδα. Εκεί έκρυψαν το καράβι, να μη το δουν οι ντόπιοι, και βγήκαν να εξερευνήσουν τον ξένο τόπο. Κι ως είχαν κρυφτεί σε μια σπηλιά κάνοντας σχέδια για την εξερεύνησή τους, εκεί σε μια κοιλότητα του βράχου τους βρήκαν κάτι γελαδάρηδες, που είχαν φέρει να πλύνουν τα δίχαλα ζα τους. Συμβούλιο έκαναν οι γελαδοβοσκοί να πιάσουν τους νέους και σφαχτάρια να τους φέρουν, κατά του τόπου το συνήθειο, στης κόρης του αστραποβρόντη Δία και της πανέμορφης Λητώς το βωμό. Ξάφνου κρίση κατέλαβε τον Ορέστη και στην μανία του πάνω πήρε τα βόδια για τις φοβερές Ερινύες, που δεν τον άφηναν σε αναπαμό. Νόμισε τα αθώα μουγκανητά των ζώων και των σκυλιών τ’ αλυχτίσματα σαν ουρλιάσματα των Ερινύων. Τράβηξε, πάνω στον παροξυσμό του, το σπαθί κι όρμησε στα έρμα ζώα, σκορπώντας δεξά- ζερβά άπνοα κουφάρια. Κόκκινο βάφτηκε το αρμυρό νερό εξαιτίας της τρέλας του βασιλογιού από τις καστροστεφανωμένες Μυκήνες.
Αφού συνήλθαν από το πρώτο σάστισμα οι γελαδάρηδες, όρμησαν να προστατέψουν το βιός τους. Μετά από μεγάλη μάχη, έπιασαν τους δυο ξένους από την Ελλάδα και τους έφεραν στο βασιλιά τους το Θόα. ]]
Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του βάζει έναν βουκόλο να περιγράψει του Ορέστη τη μανία:
« Τότες αφήνοντας ο ένας ξένος
τη σπηλιά, στάθηκε ορθός, τινάζει
απάνω το κεφάλι, τρέμουν
τα χέρια του, βογγάει, μανία τον πιάνει
κι ως κυνηγός φωνάζει: « Αυτήν, Πυλάδη,
την είδες; Τούτην δεν την βλέπεις, του Άδη
τη δράκαινα, που πάει να με σκοτώσει
με οχιές φριχτές για μένα αρματωμένη;
Κι η άλλη που τα ρούχα της ξεχύνουν
φωτιά και φόνο, φτερουγάει βαστώντας
τη μάνα μου στην αγκαλιά της, βράχο
θεόρατο, σε με να σφεντονίσει.
Αχ! θα με θανατώσει· που να φύγω; »
Τέτοιες μορφές δε φαίνονταν, μα ο ξένος
θαρρούσε τα γαβγίσματα των σκύλων
και των βοδιών τα μουγκρητά, πως ήταν
φωνές που βγάζουν, όπως λεν, οι Ερινύες.
Κι εμείς, σαν από φόβο ζαρωμένοι,
καθόμαστε βουβοί· τραβάει εκείνος
το ξίφος του και ρίχνεται ως λιοντάρι
στα βόδια, με το σίδερο χτυπώντας
λαγόνια και πλευρά, θαρρώντας έτσι
πως πολεμάει τις Ερινύες, ώσπου
κοκκίνησε ο γιαλός από το αίμα. » ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Ταύροις” 281-300 )
[[ Ο βασιλιάς της περιοχής Θόας πρόσταξε να οδηγηθούν οι νέοι στο ναό, προσφορά στη θεά. Όρισε η Ιφιγένεια να κάνει τα πρεπούμενα για την ιερή θυσία.
Μα της ιέρειας η ψυχή ήταν ανταριασμένη. Αιτία ένα αλλόκοτο όνειρο, που της τάραξε τον ύπνο και τη γαλήνη της καρδιάς. Είδε, μέσα στου ύπνου την εικόνα, πως βρισκόταν στο πατρικό παλάτι του Άργους, ανάμεσα σε αγαπημένες φίλες. Ξάφνου βουερός σεισμός συντάραξε το λαμπρό οίκημα που μέσα σε πνιγερό σύννεφο σκόνης σωριάστηκε κατάχαμα. Μονάχα ένας στύλος απόμεινε ορθός. Από την κορυφή του μαρμαροπελεκητού στύλου βγήκαν ξανθά μαλλιά κι έβγαλε λαλιά ανθρώπου. Κι εκείνη η έρμη, μέσα στο όνειρο, είχε χρέος θλιβερό να τον ετοιμάσει για θανατερή θυσία. Αντί γι’ αγίασμα τον ράντισε με των δακρύων της το αγνό νερό.
Το όνειρο ήταν σημαδιακό, γι’ αυτό γύρεψε ορμήνια να δώσει και να το ξεδιαλύνει. Το δίχως άλλο ο όρθιος στύλος που απόμεινε από το παλάτι ήταν ο αδελφός της ο Ορέστης, που μωράκι τον άφησε, όταν για νύφη με πλάνη την οδήγησαν στης Αυλίδας τ’ ακρογιάλι. Κι εδώ ήταν που τα μάτια της θόλωσαν από δάκρυα. Όποιος άντρας δεχόταν ράντισμα απ’ αυτήν, ήταν γραφτό του να διαβεί του Άδη τις πύλες. Σημάδι, λοιπόν, πως ο μονάκριβός της Ορέστης δεν ήταν στη ζωή.
Μαύρη ήταν η καρδιά της όταν οδήγησαν τους δύο ξένους, που στο κυματοπελέκητο βράχο οι γελαδοβοσκοί είχαν πιάσει, να τους ετοιμάσει για τη θυσία. ]]
Αυτή τη φορτισμένη κατάσταση αποδίδει ο Ευριπίδης με τ’ ακόλουθα λόγια, που λέει η κόρη του Αγαμέμνονα:
« Έρμη καρδιά μου, πρώτα ήσουν στους ξένους
καλή κι όλο συμπόνια πάντα, κι όταν
Έλληνες μες στα χέρια του ξεπέφταν,
εσύ έκλαιγες, που ομόφυλοί σου ήταν.
Μ’ έχει αγριέψει τώρα τ’ όνειρό μου,
γιατί θαρρώ πως πέθαν’ ο Ορέστης
κι άπονη θα με βρείτε, όποιοι κι αν είστε
εσείς που ερχόσαστε. Το ΄νιωσα, φίλες,
πως είναι αλήθεια αυτό που λέγεται· όταν
οι συμφορές σε δυστυχία σε ρίξουν,
δε συμπονάς τους πιο δυστυχισμένους.
Όμως δεν ήρθε ακόμη από το Δία
μήτε αγέρας, μήτε ένα καράβι,
που μέσ’ από τις Συμπληγάδες πέτρες
εδώ να φέρει το Μενέλαο, την Ελένη
που με αφάνισε, για να τους ξεπληρώσω
με μιαν Αυλίδα άλλη αντί για κείνη
τότε που, αρπάζοντάς με σα δαμάλι,
με θανατώσαν οι Αργίτες κι ήταν
θυσιαστής ο ίδιος ο γονιός μου…» ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Ταύροις” 344-360 )
Μπορεί να είχε η Ιφιγένεια το χρέος από την θεά να εξαγνίζει τους ανθρώπους, που προορίζονταν να θυσιαστούν, αλλά κατά βάθος δε συμφωνούσε μ’ αυτή τη συνήθεια. Στην πατρίδα της δεν το συνήθιζαν να θυσιάζουν ανθρώπους, έστω κι αν για να ξεκινήσει η εκστρατεία για το Ίλιο, η θεά είχε απαιτήσει τη δική της τη θυσία. Ο Ευριπίδης διαμέσου της Ιφιγένειας κάνει το παρακάτω σχόλιο, για να δείξει πως είναι συνήθειες αντίθετες με τα ήθη των Ελλήνων οι ανθρωποθυσίες:
« Αν σ’ αρέσουν της χώρας ετούτης,
ω! θεά, οι τελετές, τότε δέξου
τις θυσίες που ανόσιες λογιάζουν
των Ελλήνων οι νόμοι κι αλάργα
μας κρατούν απ’ αυτές. » ( Ευριπίδης, “Ιφιγένεια η εν Ταύροις” 463-466 )

Δεν υπάρχουν σχόλια: