Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Θησέας

[[ δαμ- ων ]]

2ο Μέρος:
Ξεκούραστος, ανάλαφρος, εξαγνισμένος και καθαρός ο Θησέας πήρε το δρόμο για του πατέρα του το παλάτι. Καθώς βάδιζε κι ανέμιζε ο ομορφοϋφασμένος από την Αίθρα χιτώνας, και στους ώμους έπεφταν τα φρεσκοχτενισμένα κυματιστά ξανθά μαλλιά του, πέρασε από το ναό του Δελδίνιου Απόλλωνα, που τότε χτιζόταν. Οι χτίστες, που τοποθετούσαν τη στέγη, από μακριά τον πέρασαν για κοπέλα κι άρχισαν να τον πειράζουν:
«- Κοιτάχτε τούτη την ομορφονιά που και καμαρωτή κι ολομόναχη σουλατσάρει στην πόλη. Πώς γίνεται κορίτσι, εσύ, της παντρειάς, να γυρνάς μονάχη, έχοντας λυμένα τα μαλλιά; Και δε λυπάσαι τον ωραίο χιτώνα να τον σέρνεις να σαρώνεις το δρόμο;»
Θύμωσε με το πείραγμα ο Θησέας, μα δε θέλησε να μολύνει με αίμα τα χέρια του. Γι’ αυτό έλυσε τα βόδια από των μαστόρων τη βοϊδάμαξα, την άρπαξε με τα χέρια του και την πέταξε ψηλά. Αυτή ξεπέρασε ακόμη και τη στέγη και γυρνώντας στη γης έγινε θρύψαλα. Τρόμαξαν οι μαστόροι και κατάπιαν τη γλώσσα τους. Αμίλητος ο Θησέας τους προσπέρασε και συνέχισε για το παλάτι. ]]
Τον ερχομό του Θησέα στην Αθήνα και τα ανδραγαθήματά του, εξυμνεί ο λυρικός ποιητής Βακχυλίδης στο ακόλουθο ποίημά του:
« Βασιλιά της ιερής της Αθήνας,
των τρυφεροζώητων Ιώνων αφέντη,
προλίγο ποιο σάλπισμα πολέμου
η χαλκόστομη σάλπιγγα σήμανε;
Της χώρας μας μήπως
τα σύνορα πάτησε
κανένας εχτρός πολέμαρχος;

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Ή μήπως κακούργοι απελάτες
χωρίς οι βοσκοί να το θέλουνε
σαλαγάνε κοπάδια προβάτων;
Ή τι την καρδιά σου πληγώνει;
λέγε· επειδή και θαρρώ πως κανένας θνητός
δυνατά παλληκάρια
δεν έχει βοηθούς του, όπως εσύ,
του Πανδίονα γιε και της Κρέουσας.

Μαντάτορας ήρθε προλίγο, πεζός αφού πέρασε
το δρόμο το μακριόν απ’τον Ισθμόν ως εδώ·
και διηγάται κατορθώματ’ απίστευτα
αντρός δυνατού· τον ανίκητο
σκότωσε Σίνη, που από κάθε θνητό
δυνατότερος ήταν, τη φύτρα
του κοσμοσείστη Λυταίου, του γιου του Κρόνου·
το καπρί, το φονιά των ανθρώπων
στα βαθιά της Κρομμυόνας λαγκάδα
και στον άγριο το Σκίρωνα ξέκαμε·
του Κερκυόνα την παλαίστρα την έκλεισε,
κι ο Προκρούστης τη σκληρή τη βαριά
του Πολυπήμονα πέταξε,
επειδή παλληκάρι πιο άξιο του βγήκε·
ετούτα φοβάμαι ποιο τέλος θε νάχουν.

Και ποιος λέει πως είναι και πούθε κρατάει
ο άντρας αυτός και τι ρούχα φορεί;
Στράτεμα σέρνει μαζί του πολύ
αρματωμένο για πόλεμο
ή μονάχος με δούλους του
πηγαίνει, καθώς στρατολάτης
τρυγυρνώντας στα ξένα;
Κ’είναι τόσο γερός και γενναίος
και τόλμη γεμάτος , που τέτοιους
άντρες δυνατούς καταπόνεσε;
Δίχως άλλο θεός τόνε σπρώχνει
τιμωρίες να δόσει στους άδικους,
επειδή δεν είν’εύκολο πάντα
να κάνει κανείς το κακό και να μη το πληρώσει.
Όλα το τέλος τους έχουν μες στου χρόνου το διάβα.

Λέει, πως τον συνοδεύουνε δυο άντρες μονάχα,
κι απ’τους λαμπρούς του τους ώμους
σπαθί με λαβή από φίλντισι κρέμεται·
και στα χέρια κρατάει δυο κοντάρια μικρά
γυαλιστερά, και φορεί στο ξανθό του κεφάλι
καλοφτιαγμένη Λακωνική περικεφαλαία.
Και πουκάμισο μόρικο
τριγύρω απ’τα στήθη, και μάλλινο
θεσσαλικό πανωφόρι·
κι ότι τα μάται του αστράφτουν σαν κόκκινη
Λημνιώτικη φλόγα· κι ότ’ είναι
παλλικάρι αγένιο, και του Άρη
τα παιγνίδια του αρέσουν
κι ο πόλεμος κι η χαλκόβροντη μάχη·
κι ότι γυρεύει να βρει τη λαμπρή την Αθήνα. » ( Βακχυλίδης, “Διθύραμβοι”, XVII,
“Θησέας”, 1- 60 )
Ας συνεχίσουμε το μύθο μας, για να δούμε τα όσα διαδραματίστηκαν με τον ερχομό του Θησέα στο παλάτι της Αθήνας:
[[ Ο Αιγέας δεν έδωσε μόνον καταφύγιο στη Μήδεια, αλλά την είχε κάνει και γυναίκα του. Έτσι στο παλάτι η Μήδεια είχε τον πρώτο λόγο και επηρέαζε τον βασιλιά Αιγέα. Σαν έφτασε ο Θησέας στο παλάτι δεν φανέρωσε ποιος ήταν. Η φήμη του, όμως, για τη γενναιότητα είχε ήδη φτάσει στον βασιλιά. Διόλου δεν πέρασε από το νου του πως αυτός ο νεαρός ήρωας ήταν γιος του. Μα η μάγισσα Μήδεια το κατάλαβε. Και είδε τον Θησέα σαν εμπόδιο στα σχέδιά της να βασιλέψει ο γιος της Μήδος, που είχε αποκτήσει από τον Αιγέα. Γι’ αυτό έπεισε τον Αιγέα να παραθέσει γεύμα στον φιλοξενούμενο κι εκεί να τον δηλητηριάσει, γιατί ίσως κινδύνευε από έναν τόσο γενναίο νέο . Καθώς σέρβιραν οι υπηρέτες το κρέας, ο Θησέας έβγαλε το πατρικό σπαθί για να κόψει τάχα το μερτικό του. Ο βασιλιά αμέσως αναγνώρισε το σπαθί, που πριν από χρόνια είχε κρύψει κάτω από το βράχο στην Τροιζήνα. Αμέσως έχυσε το δηλητηριασμένο κρασί κι άρχισε τις ερωτήσεις για να βρει πώς το παλικάρι έχει στην κατοχή του το βασιλικό σπαθί. Όταν βεβαιώθηκε πως ήταν ο γιος του από την Αίθρα, τον αγκάλιασε με συγκίνηση και μεγάλη χαρά, που είχε έναν τόσο ωραίο και συνάμα γενναίο διάδοχο.
Διοργάνωσε μια γιορτή, όπου παρουσίασε στους Αθηναίους τον γιό του. Έχοντας ακούσει τα κατορθώματά του οι Αθηναίοι τον δέχτηκαν με μεγάλη χαρά. Η Μήδεια, βλέποντας πως ο γιος της δεν είχε καμιά τύχη να βασιλέψει στην Αθήνα, αναγκάστηκε να φύσει στην Ασία μαζί με το γιο της.
Και οι Παλλαντίδες είχαν βλέψεις στο θρόνο της Αθήνας. Ο ερχομός του Θησέα ήταν ένα εμπόδιο. Γι’ αυτό αποφάσισαν να καταλάβουν την εξουσία με τη βία. Ο Θησέας πληροφορήθηκε τις προετοιμασίες τους και τους αιφνιδίασε. Σκότωσε αρκετά από τα ξαδέρφια του στη μάχη που έγινε. Γι’ αυτό το φονικό των συγγενών δικάστηκε, αλλά αθωώθηκε γιατί το δίκιο ήταν με το μέρος του. Λένε πως αυτή ήταν η πρώτη αθωωτική δίκη για συγγενικό φόνο.
Στο μεταξύ ένας άγριος ταύρος στο Μαραθώνα προκαλούσε φοβερές καταστροφές. Ο Θησέας θεώρησε χρέος του να απαλλάξει από τη μάστιγα τους κατοίκους της περιοχής. Κίνησε, κρυφά από τον Αιγέα, για τον Μαραθώνα, μα τον έπιασε μια ξαφνική μπόρα και κατέφυγε στο καλύβι μια γριούλας, της Εκάλης, για να προφυλαχτεί. Η καλόκαρδη Εκάλη τον δέχτηκε στο φτωχικό της και τον περιποιήθηκεμε πολλή στοργή. Το πρωΐ που τον ξεπροβόδησε τον ευλόγησε κάνοντας ευχές στους θεούς να πετύχει το σκοπό του και να βγει νικητής. Με κόπο αιχμαλώτισε τον άγριο ταύρο ο Θησέας και τον οδήγησε στην Αθήνα. Περνώντας από το καλύβι στης Εκάλης για να την ευχαριστήσει, δεν την βρήκε ζωντανή. Επιστρέφοντας στην Αθήνα ο ήρωας οδήγησε τον δαμασμένο ταύρο μέσα από τους δρόμους της πόλης, για να δουν οι κάτοικοι το επίτευγμά του, και τέλος τον θυσίασε στον Δελφίνιο Απόλλωνα. Μη ξεχνώντας την συμπαθητική γριούλα, που τον φιλοξένησε, έδωσε το όνομά της σε μια κώμη της Αττικής, ίδρυσε ιερό του Εκάλειου Δία και θέσπισε γιορτή στη μνήμη της Εκάλης. Επομένως ο ήρωας αναγνώριζε και τιμούσε όσους τον φιλοξενούσαν και τον βοηθούσαν.
Ο μεγαλύτερος άθλος του Θησέα ήταν που σκότωσε τον Μινώταυρο στην Κρήτη, απαλλάσσοντας στους Αθηναίους από τον φόρο αίματος στον θαλασσοκράτορα Μίνωα, να δίνουν επτά νέους και επτά νέες σαν τροφή του Μινώταυρου κάθε εννιά χρόνια. Η επιστροφή από την Κρήτη του θριαμβευτή Θησέα στοίχησε τον χαμό του Αιγέα. Είχαν συμφωνήσει, αν ο Θησέας σκότωνε το τέρας της Κρήτης, στο γυρισμό να υψώσουν λευκά πανιά. Πάνω στην ανείπωτη χαρά, όμως, ξέχασαν να αλλάξουν τα πανιά στο καράβι οι Αθηναίοι, κι άφησαν τα μαύρα πανιά, με τα οποία σαλπάρισαν για του Μίνωα το νησί. Κάθε μέρα ανέβαινε στο βράχο της Ακρόπολης, όλο αγωνία ο Αιγέας κι αγνάντευε να δει το πλοίο να επιστρέφει. Σαν είδε τα μαύρα πανιά, μεγάλη θλίψη κυριάρχησε στην καρδιά του. Βέβαιος πως το τέρας κατασπάραξε το γιό του, ο Αιγέας δεν άντεξε τον πόνο, κι έπεσε από το βράχο και σκοτώθηκε.
Έτσι, αμέσως μετά την επιστροφή, ο Θησέας διαδέχτηκε τον πατέρα του στο θρόνο της αττικής. Πρώτη του ενέργεια ήταν να συνενώσει όλες τις μικρές πολιτείες της Αττικής στο άστυ της Αθηνάς. Μέχρι τότε κάθε πολιτεία είχε δικούς της άρχοντες και δικό της πρυτανείο (διοικητικό κέντρο). Ο νέος βασιλιάς κατάργησε τα βουλευτήρια των κοινοτήτων και θέσπισε κοινό βουλευτήριο όλων στην Αθήνα και ένα πρυτανείο. Για να θυμούνται τη συνένωση, κάθε χρόνο γιόρταζαν τα “Συνοίκια”. Οι κάτοικοι συμφώνησαν να πληρώνουν φόρο στο κεντρικό άστυ.
Ο Θησέας επέκτεινε τη γιορτή “Αθήναια”, που γιόρταζαν προς τιμή της θεάς τους, να γιορτάζεται από όλους τους κατοίκους, συμβολίζοντας την πολιτική ενότητα. Γι’ αυτό την ονόμασαν “Παναθήναια”. Επιπλέον θέσπισε να τιμούν την Πάνδημη Αφροδίτη.
Ο νεαρός βασιλιάς στάθηκε υπόδειγμα κυβερνήτη, διοικώντας με δικαιοσύνη κι όχι απολυταρχικά. Επέδειξε ιδιαίτερη φροντίδα για το λαό του. Στάθηκε αρωγός και φιλάνθρωπος σε κάθε ξένο που κατέφθανε στην Αθήνα επιθυμώντας να βρει καταφύγιο και δικαιοσύνη. Καθιέρωσε την ισοπολιτεία, ακόμη και στους ξένους. Φρόντισε, όμως, να μην διαταραχθεί η δημοκρατική τάξη. Οι πολίτες χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες: στους ευγενείς, τους γαιοκτήμονες και τους επαγγελματίες (ευπατρίδαι- γαιόμοροι- δημιουργοί).

Δεν υπάρχουν σχόλια: