Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

Ο Προμηθέας

[[ δαμ- ων ]]

Α΄ μέρος
Στο σχολείο μαθαίνουμε ότι τα βάσανά μας οφείλονται στην ανυπακοή του Αδάμ και της Εύας. Στους πρωτόπλαστους οφείλεται η αμαρτία και εξαιτίας της ανυπακοής τους χάσαμε τον Παράδεισο και περνάμε όλα αυτά τα βάσανα, που μας επιβάλουν οι σκληρές συνθήκες της εκμετάλλευσης των εκλεκτών παιδιών του Θεού προς τα κατώτερα παιδιά Του, οι απάνθρωποι πολιτικοί και το Δ.Ν.Τ. Επιπλέον έχουμε φορτωθεί κι ένα προπατορικό αμάρτημα, το οποίο μπορούμε μόνο με την θέληση του εκάστοτε ιερέα να αποβάλουμε από πάνω μας. Γιατί αυτός θα δώσει το ο.κ. για την βάφτιση, ώστε να αποτάξουμε τον Σατανά. Τώρα, γιατί άλλοι να παρακούουν και όλη η ανθρωπότητα ανά τους αιώνες να φορτώνεται ένα αμάρτημα, που δεν έκανε, μόνο το συμφέρον της εκκλησίας μπορεί να δικαιολογήσει. Ας είναι, όμως…
Εμείς ακολουθούμε την εβραϊκή μυθολογία, που μας επέβαλαν σαν ιερό βιβλίο και μόνο στους κόλπους της εκκλησίας μπορούμε να έχουμε ελπίδα σωτηρίας.
Στην ελληνική μυθολογία το θέμα της ανυπακοής παρουσιάζεται διαφορετικά. Δεν συντελείται από άνθρωπο, αλλά από Τιτάνα ή Τιτανίδη ( γιο Τιτάνα). Ας δούμε τον σχετικό μύθο:
[[ Ο Προμηθέας ήταν γιος της Τιτανίδας Θέμιδας ή της μάνας της, της Γης, ενώ δεν αναφέρεται το όνομα του πατέρα του. Ο Αισχύλος, όμως, στις τραγωδίες του μας αναφέρει σαν πατέρα του Προμηθέα τον Ιαπετό. Είχε αδελφό τον Άτλαντα και ήταν για άλλους γιος Τιτάνα και για άλλους Τιτάνας ο ίδιος. Στην Τιτανομαχία, μαζί με τη μάνα του τη Γη συντάχθηκαν με τον Δία, και με τις συμβουλές του οι θεοί νίκησαν γεμίζοντας τα Τάρταρα με των Τιτάνων τα κορμιά . Μετά τη νίκη, με τη συνεργασία του Προμηθέα, ο Δίας αναγνωρίστηκε από τους άλλους θεούς σαν βασιλιάς τόσο του ουρανού όσο και της γης. Έτσι πήρε το σκήπτρο κι έγινε ρήγας των αθάνατων θεών και των θνητών ανθρώπων.
Με τη βοήθειά του ο βασιλιάς των θεών μπόρεσε να φέρει στον κόσμο την κόρη του την Αθηνά. Ο Προμηθέας ήταν αυτός (κι όχι ο Ήφαιστος ) που με ένα τσεκούρι χτύπησε την κεφαλή του Δία, απ’ όπου πετάχτηκε πάνοπλη παρθένα η Παλλάδα.
Σαν νίκησε ο νεφεληγερέτης Δίας τους εχθρούς του κι ανέβηκε στου Όλυμπου το θρόνο, έκανε σύναξη των θεών και τους μοίρασε τιμές κι εξουσίες. Η μοιρασιά δεν ήταν στα ίσια αλλά στον καθένα έδωσε αρχή ανάλογα με τη δύναμή του και με τη σοφία του. Μα για τους βροτούς ανθρώπους δεν σκέφτηκε τίποτα. Αρκέστηκε να πει πως άμα το γένος τους ξεκληριστεί, αυτός θα πλάσει νέο. Τότε ο Προμηθέας ήταν ο μόνος που αντιτάχτηκε φανερά σ’ αυτή τη βούληση του ρήγα των θεών. Κι όχι μόνο στάθηκε αντίμαχος, αλλά και, ενεργώντας με περισσή τόλμη και σοφές προβλέψεις, πέτυχε να γίνει της ανθρωπότητας ο λυτρωτής και να τη γλιτώσει από τον αφανισμό.
Τι έκανε ο Τιτάνας για των βροτών το γένος; Έβαλε στο νου των ανθρώπων πολλές ελπίδες και μ’ αυτές τους έκαμε να μη βλέπουν πια τον αφανισμό τους σε κάθε βήμα. Μετά τους έφερε το πρώτιστο δώρο τη φωτιά, που αποδείχτηκε « κοινό ωφέλημα για τους θνητούς», « μεγάλη ευκολία και δάσκαλος κάθε τέχνης». Αλλά ο Προμηθέας δεν αρκέστηκε ως εδώ στις ευεργεσίες του στους από τον βροντορίχτηπαραμελημένους ανθρώπους, αλλά ο ίδιος έκατσε και σαν επιδέξιος δάσκαλος τους έμαθε των χεριών τις τέχνες και της φύσης τις επιστήμες. Ως τότε, έλεγαν, οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς το αγαθό της φρόνησης. Θαρρώ πως έβλεπαν και δεν έβλεπαν, άκουαν και δεν άκουαν κι ήσαν ωσάν μορφές βγαλμένες μέσα από όνειρα. Άφηναν τη ζωή τους να σέρνεται στην τύχη. Δεν είχαν κατοικίες ηλιόλουστες γιατί δεν κατείχαν της πέτρας το συνταίριασμα κι ούτε δούλευαν το ξύλο. Κατοικούσαν μέσα στις τρύπες της γης τις ανήλιαγες, σαν τα μυρμήγκια ή της φύσης τα θηρία. Σημάδια του παγωμένου χειμώνα, της λουλουδιασμένης άνοιξης, του πυρωμένου του καλοκαιριού και του καρπερού φθινόπωρου δεν είχαν. Του ουρανού δεν ξεδιάλυναν τα μηνύματα από των άστρων τις θέσεις και δεν μπορούσαν να λογαριάσουν την εποχή του καρπίσματος και της σοδειάς. Έτσι κάθε τους πράξη ήταν δίχως γνώση.
Σαν είδε των ανθρώπων τη θλιβερή κατάντια, και των θεών την απροθυμία για να τους βγάλουν από τη μίζερη ζωή, ο Προμηθέας τους σπλαχνίστηκε και τους πήρε στην προστασία του. Ανέλαβε ο ίδιος να τους διδάξει να ξεχωρίζουν των άστρων τις ανατολές και τις δύσεις. Τους έμαθε τους αριθμούς για να μετράνε τη γη και τον καρπό της. Τα γράμματα για να γράφουν του μυαλού τις σκέψεις και της διάνοιας το απάνθισμα. Πρώτος αυτός ζευγάρωσε τα καματερά στο αλέτρι, για ν’ αφρατεύει της γης το καρπερό χώμα και να δέχεται τους σπόρους γεννώντας εκατονταπλάσιους. Έζεψε τ’ άλογα στο άρμα για να τρέχει ο άνθρωπος με ταχύτητα από τον ένα τόπο στον άλλο πάνω στη στεριά. Μετά επινόησε τα πλεούμενα για να σχίζει τα αφροστεφανωμένα της θάλασσας νερά κι επιδέξιος έμπορος να κάνει με άλλους λαούς αγαθών ανταλλαγές. Από της φύσης τους θησαυρούς βρήκε τα φάρμακα για των θνητών τις αρρώστιες ώστε να τους παρατείνει την όμορφη ζωή. Από το πέταγμα των πουλιών και το κράξιμο, αλλά κι από των σφάγιων στις θυσίες τα σπλάγνα του έμαθε να κάνουν τις προβλέψεις για το μέλλον. Από τα κρυμμένα στα βάθη της γης «ωφελήματα», το χαλκό, το σίδηρο, τον άργυρο και τον χρυσό τους έμαθε να κάνουν εργαλεία κι όπλα αλλά και της ομορφιάς στολίδια. Και όπως έλεγαν με ένα λόγο, « όλες οι τέχνες ήταν από τον Προμηθέα».]]
Ο Αισχύλος είχε γράψει τρεις τραγωδίες με θέμα τον Προμηθέα με τίτλους: “Προμηθέας Πυρφόρος”, “Προμηθέας Δεσμώτης” και “Προμηθέας Λυόμενος”. Απ’ αυτές διασώζεται μόνον η δεύτερη.
Ο αθηναίος τραγωδός έγραψε τετραλογία, συμπεριλαμβάνοντας στις παραπάνω τραγωδίες κι ένα σατυρικό δράμα , το “ΠρομυθεύςΠυρκαεύς”, από το οποίο διασώζονται ελάχιστα αποσπάσματα, όπως το ακόλουθο από τον χορό ( τον οποίο θα πρέπει να αποτελούσαν Σάτυροι, στους οποίους ο τιτάνας έδωσε τη φωτιά):
« - Καλόβολη ομορφιά κι εγώ χορεύω.
Στρώσε το λαμπερό χιτώνα δίπλα
στο φέγγος της φωτιάς τ’ ακούραστο.
Και κάποια απ’ τις νεράϊδες, όταν
μ’ ακούσει αυτά να λέω, θα τρέξει
κοντά μου εδώ, στο φως της φλόγας.
- Είπα να στήσουν τους χορούς, σέβας δείχνοντας
στου Προμηθέα το δώρο.
Κι ωραίο τραγούδι λογαριάζω
θα ψάλλουνε γι’ αυτόν, ετούτο:
πως έχει ο Προμηθέας στους θνητούς
χαρίσει τη ζωή και πλήθος δώρα.
………………………………………
Και λέω ακόμη πως οι Πάνες
πλάι στη φωτιά θα ‘ρθούν,
τους χαροκόπους να συντρέξουν στις σπηλιές,
όταν ο Δίας θα ρίχνει από τα νέφη
βροχές και χιόνια…
και το κεφάλι θα μουσκεύει απ’ τα νερά•
…και στους χορούς τη θεϊκή του λάμψη
στέλνει και το λαμπρό του φέγγος,
που μακριάθε το γνωρίζεις,
έτσι όπως λάμπει αντίκρυ στο φεγγάρι. » ( Αισχύλος, “Προμηθεύς Πυρκαεύς”, απόσπ. 24 )
Ο Τιτάνας, όταν για χάρη των ανθρώπων κλέβει τη φωτιά, αλυσοδένεται στον Καύκασο και βασανίζεται γι’ αυτή την αποκοτιά. Με παράπονο μιλάει για την αχαριστία του Δία, ο οποίος, αν και τον βοήθησε στην Τιτανομαχία, του φέρθηκε σαν τύραννος:
« Κι απ’ τις δικές μου γνώμες τον αρχαίο
Κρόνο και τους συμμάχους του σκεπάζει
του Τάρταρου ο βαθίσκιωτος κρυψώνας.
Τέτοιες ωφέλειες από μένα έχει λάβει
ο αφέντης των θεών, μ’ αυτές τις μαύρες
με πλήρωσε τις συμφορές. Τι ετούτη
η αρρώστια φαίνεται πως δέρνει πάντα
τον κάθε τύραννο, να μην πιστεύει
τους φίλους. Και σ’ αυτό που με ρωτάτε,
για ποιαν αιτία σκληρά με βασανίζει,
καθάρια θ’ απαντήσω. Στου γονιού του
σαν κάθισε το θρόνο, αμέσως τότε
προνόμια στους θεούς διαμοιράζει
ξέχωρα στον καθένα κι εξουσίες
με κλήρο τους δωρίζει, δίχως διόλου
να γνοιαστεί για τους δύστυχους ανθρώπους,
μα είχε στο νου του ακέριο ν’ αφανίσει
το γένος τους και νέο να ξαναφτιάξει.
Και στην απόφασή του αυτή δεν αντιστάθη
κανείς έξω από με. Δικιά μου η τόλμη•
κι έσωσα τους θνητούς να μην κυλήσουν
συντρίμια στον Άδη• γι’ αυτό τέτοια
δεινά με βασανίζουν, μέγας πόνος
να τα υπομένεις, φρίκη να τα βλέπεις•
κι ενώ έδειξα συμπόνια στους ανθρώπους,
σπλαχνιά δε βρήκα, μα σκληρά εδώ πέρα
παιδεύομαι, τρανή ντροπή του Δία. » (Αισχύλου, “Προμηθεύς Δεσμώτης” 231-253)
Στην στιχομυθία χορού- Προμηθέα παίρνουμε τις πρώτες πληροφορίες για την αιτία της τιμωρίας:
«ΧΟ.: Μήπως προχώρησες πιο πέρα κι από τούτα;
ΠΡ.: Έσβησα απ’ τους θνητούς το φόβο του Θανάτου.
ΧΟ.: Ποιο γιατρικό για την αρρώστια τούτη βρήκες;
ΠΡ.: Τους γέμισα τυφλές ελπίδες.
ΧΟ.: Μεγάλο αυτό που δώρισες του ανθρώπου.
ΠΡ.: Κι ακόμα τη φωτιά τους έχω δώσει.
ΧΟ.: Κι έχουνε τώρα τη λαμπρή φλόγα οι θνητοί;
ΠΡ.: Που τέχνες πλήθος απ’ αυτήν θα μάθουν.» ( Aισχύλου, “ Προμηθεύς Δεσμώτης”, 259- 266 )
Ο δεσμώτης ευεργέτης της ανθρωπότητας στη συνέχεια αναφέρει τα καλά που έκανε:
«Μα δε μιλώ γι’ αυτά. Τι να τα λέω;
Τα ξέρετε καλά, τις δυστυχίες
ακούστε των θνητών, που ενώ δεν είχαν
πρωτύτερα μυαλό, με νου και σκέψη
τους φώτισα. Κι όσα θα πω, δεν είναι
παράπονο γι’ αυτούς, μονάχα δείχνω
το τι καλό τους έχω κάνει; Πρώτα
εκείνοι εβλέπαν, μα έβλεπαν του κάκου
κι άκουγαν, μα δεν άκουγαν καθόλου,
αλλά ως θολές μορφές ονείρων σ’ όλο
το μάκρος της αργόσυρτης ζωής των
αστόχαστα ανακάτευαν τα πάντα∙
κι ουδέ πλιθόχτιστα ξέραν να χτίζουν
ηλιόφωτα καλύβια, ουδέ τέχνη
τα ξύλα να δουλεύουν, μα υπόγεια ζούσαν
σ’ ανήλιαγες σπηλιές στης γης τα βάθη,
καθώς τ’ αλαφροκίνητα μερμήγκια.
Μήτε να ξεχωρίζουν κατέχαν
με σίγουρο σημάδι το χειμώνα,
μηδέ την άνοιξη την ανθισμένη,
μηδέ το καρποφόρο καλοκαίρι,
αλλά έτσι δίχως κρίση και στην τύχη
ήταν κάθε πράξη τους, ωσότου
τις δύσκολες κι ανέγνωρες των άστρων
ανατολές τους έδειξα και δύσεις.
Μα και τον αριθμό, πρώτη σοφία,
τους βρήκα εγώ, και των γραμμάτων
τα συνταιριάσματα, δουλεύτρα τέχνη,
μητέρα των Μουσών, μνήμη των πάντων.
Κι έβαλα πρώτος στο ζυγό τα ζώα
σε ζεύγλες και σαμάρια να δουλεύουν
για να σηκώνουν των θνητών τους μόχθους
τους πιο τρανούς, και δαμασμένα στο άρμα
τ’ αλόγατα έζεψα, λαμπρό καμάρι
της πλούσιας αρχοντιάς. Κι έξω από μένα
κανένας άλλος τα λινόφτερα δεν ήβρε
τα θαλασσόδρομα των ναυτικών αμάξια.
Κι ενώ για τους ανθρώπους τέτοιες τέχνες
σκέφτηκα ο δόλιος, τρόπο εγώ δεν έχω
τη συμφορά μου ετούτη να ξεφύγω.
……………………………………….
Ακούγοντας και τ’ άλλα θα σαστίσεις
ακόμα περισσότερο, ποιους τρόπους
σοφίστηκα, ποιες τέχνες. Πρώτα απ’ όλα,
αν κάποιος αρρωστούσε, δεν υπήρχε
ξαρρωστκό κανένα, ούτε να φάει,
ουδέ να πιεί και ν’ αλειφτεί, μα έτσι
δίχως αντίδοτο αργοσβήναν, ώσπου
τους έδειξα πραϋντικά βοτάνια
να σμίγουν, και μ’ αυτά όλες τις αρρώστιες
να πολεμούνε. Και τους πλήθιους τρόπους
της μαντικής εδίδαξα, και πρώτος
εξήγησα ποια ονείρατα αληθεύουν
κι αλλόκοτους αχούς των δρόμων
και συντυχιές τους έμαθα να κρίνουν.
Και των αρπαχτικών πουλιών καθάρια
τους όρισα το πέταγμα; σημάδι
εξαίσιο το δεξί να λογαριάζουν
και το ζερβί κακότυχο. Ποιες έχθρες
έχει καθένα, ποιες συνήθειες και φιλίες,
πώς σμίγει με κοπάδι, και των σπλάχνων
τη λαμπρή μορφή, τι χρώμα να ‘χουν
στους θεούς για ν’ αρέσουνε, κι ακόμη
τις πλήθιες όψεις του λοβού και της χολής∙
και τα μεριά με πάχος σκεπασμένα
και το μακρύ το κόκαλο της πλάτης
πυρώνοντας στη θράκα, εγώ το δρόμο
δύσκολης στους θνητούς χάραξα τέχνης∙
και τα λαμπρά φανέρωσα της φλόγας
σημάδια, που αφανέρωτα ήταν πρώτα.
Αυτά λοιπόν∙ και κάτω από το χώμα
κρυμμένους θησαυρούς για τους ανθρώπους,
σίδερο και χαλκό, χρυσάφι , ασήμι,
ποιος θα ‘λεγε πως τα ΄βρε πρώτος;
Κανείς, καλά το ξέρω, εχτός αν θέλει
να φλυαρεί το κάκου. Μ’ ένα λόγο
στο λέω για να το μάθεις, στους θνητούς
όλες οι τέχνες απ’ τον Προμηθέα. » ( Αισχύλου, “Προμηθεύς Δεσμώτης” 453-518 )
Η πλούσια παράδοση γι’ αυτόν τον Τιτάνα προχωρεί ακόμα πιο πέρα. Ο Προμηθέας δεν ήταν μόνο ο μεγάλος ευεργέτης, συμπαραστάτης και φίλος του ανθρώπινου γένους, αλλά και ο δημιουργός του. Αυτό οφείλεται όχι μόνο στο γεγονός πως ήταν πατέρας του Δευκαλίωνα, του πρώτου θνητού βασιλιά πάνω στη γη, που έγινε γενάρχης των Ελλήνων και όλων των ανθρώπων, αλλά επειδή, κατά την παράδοση, τους είχε πλάσει με τα ίδια του τα χέρια. Έλεγαν πως ο Προμηθέας, με τη συνεργασία της Αθηνάς, είχε πλάσει τους ανθρώπους από πηλό και φωτιά και τους είχε δώσει μορφή παραπλήσια με τη μορφή που είχαν οι θεοί.
[[ Τον πολύ παλιό καιρό που στον κόσμο υπήρχαν μόνο τα αθάνατα όντα, όχι όμως και τα θνητά, οι θεοί έπλασαν τις μορφές όλων των ζώων και του ανθρώπου στη γη από χώμα και φωτιά. Ύστερα πρόσταξαν τον Προμηθέα και τον αδελφό του Επιμηθέα να αναλάβουν να τα εφοδιάσουν με δυνάμεις κατάλληλες για το καθένα, ώστε να μπορέσουν να επιζήσουν. Τότε ο Προμηθέας είπε στον αδελφό του να κάνει την διανομή, και ύστερα αυτός θα ερχόταν να επιθεωρήσει για να δει αν όλα έγιναν καταπώς έπρεπε. Μα ο Επιμηθέας ξεχάστηκε με τη δουλειά του, του ήταν γοητευτικό να μοιράζει σε άλλα ζώα γρηγοράδα και σ’ άλλα δύναμη, σ’ άλλα πονηριά και σ’ άλλα αγριάδα κι όλες τις ιδιότητες που προικίστηκε το κάθε ζώο. Όμως ξόδεψε σπάταλα όλες τις φυσικές δυνάμεις για τα άλλα ζώα και στο τέλος δεν είχε να δώσει τίποτα στον άνθρωπο. Σαν είδε ο Προμηθέας τον άνθρωπο γυμνό από φυσικές δυνάμεις κι ανυπεράσπιστο, στο μυαλό του κλωθογύρισε πολλές σκέψεις, τι θα μπορούσε να κάνει. Σαν αστροπελέκι πέρασε μια σκέψη. Τότε έτρεξε στο εργαστήρι του Ήφαιστου και της Αθηνάς κι έκλεψε τη φωτιά κι αντάμα όλες τις σχετικές τέχνες, ώστε κατέχοντας αυτά τα όπλα και του μυαλού το γοργογύρισμα να μπορέσει ο άνθρωπος να επιβιώσει. Αυτή η κλεψιά χόλωσε τους αθάνατους κι έκαμαν δίκη καταδικάζοντας τον Προμηθέα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: