Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

Μ ή δ ε ι α

[[ δαμ- ων ]]

3. ΑΙΣΟΝΑΣ ΚΑΙ ΠΕΛΙΑΣ
ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΙΑΣΟΝΑ
Αρκετά χρόνια πριν γεννηθούν ο Ιάσονας και η Μήδεια, στην Αιολίδα- όπως ονομαζόταν τότε η Θεσσαλία- ζούσε ο Σαλμωνέας. Τούτος ήταν γιος του Αιόλου, του ρήγα της Αιολίδας, και της Εναρέτης. Και για τον Σαλμωνέα ήταν μικρός ο τόπος της Αιολίδας. Το βασιλόπουλο δεν πήγε τόσο μακριά, όσο ο Αιήτης. Αυτό ήρθε στην Ήλιδα με πολλούς Αιολείς, που το ακολούθησαν. Στο νέο τόπο, αφού έδιωξε τον Αιτωλό, ίδρυσε μια νέα πόλη κοντά στον Αλφειό ποταμό, του της έδωσε το όνομά του και την ονόμασε Σαλμώνη, κι έγινε ο βασιλιάς της. Εκεί παντρεύτηκε την Αλκιδίκη, τη θυγατέρα του ρήγα Αλεού της Αρκαδίας, από την οποία απόχτησε μια πανέμορφη κόρη, την Τυρώ.
Σύντομα πέθανε η Αλκιδίκη και πήρε δεύτερη σύζυγο τη Σιδηρώ. Τα μυαλά του Σαλμωνέα πήραν αέρα. Μέθυσε από το αξίωμα του βασιλιά και στη φαντασία του θέλησε να γίνει ίδιος με το ρήγα των θεών, τον βροντορίχτη Δία. Για να κάνει τους υπηκόους του να το πιστέψουν κι έτσι να τον λατρεύουν σαν το πρώτο των θεών και να του προσφέρουν θυσίες, πρόσταξε να του έφτιαξαν ένα λαμπρό άρμα με χάλκινους ή σιδερένιους τροχούς.

Η συνέχεια >>> VagiaBlog…

Στο άρμα κρέμασε χάλκινα λεβέτια, που με την κίνηση του άρματος χτυπούσαν μεταξύ τους και καμπάνιζαν δίνοντας την εντύπωση πως ο αρματηλάτης εκσφενδόνιζε κεραυνούς, ενώ ταυτόχρονα πέταγε αναμμένους δαυλούς, μαζί με το ηνίοχό του, κάνοντας πως ρίχνει αστραπές. Ο λαός τρομοκρατήθηκε από το θέαμα και πίστεψε πως ήταν θεός. Έτσι άρχισε να το λατρεύει σα να ‘ταν ο Δίας.
Σε μια παραλλαγή του μύθου έβαλε ο βλάσφημος βασιλιάς να στρώσουν τους δρόμους με χάλκινα φύλλα, πάνω στους οποίους οδηγούσε το χάλκινο ή σιδερένιο άρμα του, πίσω από το οποίο είχε κρεμάσει χοντρές και μακριές αλυσίδες, που έκαναν μεγάλο κρότο, πιστεύοντας πως μιμείται τους κεραυνούς του Ολύμπιου Δία.
Η πεντάμορφη Τυρώ, η κόρη του ανόσιου Σαλμωνέα, αν και ήταν ανήλικη, δεν δίστασε να αντιδράσει στις αξιώσεις του πατέρα της. Προσπαθούσε να τον προσγειώσει λέγοντας πως κανείς θνητός δεν μπορεί να σταθεί δίπλα στους αθάνατους θεούς. Πολύ δε περισσότερο δεν δικαιούται να έχει την αξίωση να λατρεύεται! Γι’ αυτή τη στάση της κέρδισε την αγάπη των θεών.
Ο νεφοσκεπάστης Δίας δεν ανέχτηκε για πολύ το υβριστικό κι ανόσιο φέρσιμο του φαντασμένου βασιλιά. Αγανάκτησε, λοιπόν, για την αλαζονεία του και ρίχνοντας από τον υψηλό Όλυμπο τα αστροπελέκια του καρβούνιασε τον απερίσκεπτο ρήγα, αλλά ταυτόχρονα εξόντωσε και τον άπιστο λαό του.Η τιμωρία του, λένε, πως συνεχίστηκε και στον Άδη. Εκεί, στον Κάτω Κόσμο, είναι αναγκασμένος ολοένα να τρέχει χωρίς σταματημό με το άρμα του.
Από τη μεγάλη καταστροφή του βασιλείου του Σαλμωνέα μόνον η πιστή στους θεούς Τυρώ γλύτωσε. Αφού είδε το χαλασμό της πατρίδας της και τον αφανισμό όλων των δικών της, ο ίδιος ο Δίας την οδήγησε στην πατρίδα του πατέρα της. Βρέθηκε στην Ιωλκό, όπου βασίλευε ο Κρηθέας, γιός κι αυτός του Αίολου κι αδελφός του πατέρα της.
Μεγάλωσε η Τυρώ στο παλάτι του θείου της κι έγινε μια πολύ όμορφη γυναίκα. Μα πήγε κι αγάπησε τον ποταμίσιο θεό Ενιπέα. Εκείνος, όμως, δεν της έδινε σημασία. Η βασιλοπούλα πεισμωμένη κάθε μέρα πήγαινε στις όχθες του, όπου έκλαιγε και του παραπονιόταν για την αδιαφορία του. Την πρόσεξε ο Κοσμοσείστης Ποσειδώνας κι όπως ήταν απερίγραπτης ομορφιάς την ερωτεύτηκε. Σκαρφίστηκε, λοιπόν, να πάρει τη μορφή του Ενιπέα και να την κάνει δική του. Έτσι κι έγινε. Στις όχθες του ποταμού, πήρε την όψη του ποταμίσιου θεού και τρύγησε τα κάλλη της. Μετά πήρε τη μεγαλόπρεπη μορφή του και της προφήτεψε πως θα γεννήσει δυο γιους. Της έδωσε, όμως, την εντολή να κρατήσει μυστική την ερωτική τους σχέση.
Σαν συμπληρώθηκαν οι μήνες κι ένιωσε πως έφτασε της γέννας η ώρα, η Τυρώ προσποιήθηκε πως θα πήγαινε στο ποτάμι να πλύνει τα ρούχα της. Εκεί, στην ερημιά, μακριά από το παλάτι, γέννησε τους δύο γιους της. Μετά τα έβαλε στη σκάφη της μπουγάδας και τα παράτησε στην τύχη τους, επιστρέφοντας στο παλάτι. Πώς ήταν, όμως, μπορετό να χαθούν τα παιδιά ενός θεού; Κάποιος αλογοβοσκός που έφερε τα περήφανα άτια του στο ποτάμι για να τα ποτίσει, άκουσε το κλάμα των μωρών, όταν ένα από τα άλογα πάτησε το ένα μικρό. Πήρε, λοιπόν, μαζί του τα νεογέννητα και τα κουβάλησε στο φτωχικό του. Εκεί η γυναίκα του ανέλαβε να τα μεγαλώσει, σαν να ήσαν δικά τους. Εκείνο που το είχε πατήσει το άλογο και είχε το μελάνιασμα της πατησιάς, το ονόμασαν Πελία (πελιός= πελιδνος, μαυροκίτρινος). Το άλλο το ονόμασαν Νηλέα, γιατί, τάχα, μια σκύλα που το λυπήθηκε (κατελέησεν αυτόν) το είχε βυζάξει.
Μετά από χρόνια η Τυρώ άκουσε από τον αλογοβοσκό πως είχε βρει μέσα σε μια μπουγαδοσκάφη δυο μωρά, στις όχθες του ποταμού, και τα αναγνώρισε, οπότε τα πήρε στο παλάτι. Στο μεταξύ, είχε γίνει γυναίκα του θείου της Κρηθέα, στον οποίο είχε γεννήσει τρεις γιούς, τον Αίσονα, τον Αμυθάονα και τον Φέρη.
Σχετικά με τη γέννηση του Πελία και του Νηλέα υπάρχει και μια άλλη παραλλαγή του μύθου. Το σμίξιμο της Τυρώς με τον Κοσμοσείστη Ποσειδώνα έγινε στο παλάτι του πατέρα της, στη Σαλμώνη. Η Τυρώ τα γέννησε κρυφά έξω από το παλάτι, όπου τα βρήκε ένας βοσκός, και τα ανέθρεψε. Σαν πέθανε η μητέρα της Αλκιδίκη, ο Σαλμωνέας παντρεύτηκε τη Σιδηρώ, όνομα και πράγμα. Η μητριά ήταν σκληρή σαν σίδερο και έβρισκε χαρά να κακομεταχειρίζεται την προγονή της. Αν και ήταν βασιλοπούλα την μεταχειριζόταν σαν δούλα, βάζοντάς την να κάνει τις χειρότερες δουλειές. Από πάνω την έδερνε και την βασάνιζε.
Ο πατέρας της σαν κατάλαβε πως ήταν έγκυος, κορίτσι ακόμα, δεν ήθελε να τη δει στα μάτια του. Η κόρη όταν ήρθε η ώρα της γέννας έφυγε από το παλάτι και τα μωρά της τα έβαλε σε μια σκάφη, όπου τα βρήκε ο βοσκός. Η Τυρώ αναγνώρισε τα παιδιά της σε μια βρύση, όπου την είχε στείλει η Σιδηρώ να της φέρει νερό. Η ντυμένη με κουρέλια μάνα και κοντοκουρεμένη είδε κρεμασμένη τη σκάφη στο καλύβι του βοσκού. Τη γνώρισε από ένα χαρακτηριστικό σημάδι, που ‘χε, και έτσι βρήκε τα παιδιά της.
Αργότερα η σκληρή Σιδηρώ πλήρωσε με το θάνατό της το σκληρό φέρσιμο προς την Τυρώ. Βρήκε το θάνατο από το χέρι του Πελία. Μετά η Τυρώ παντρεύτηκε τον Κρηθέα, στον οποίο χάρισε τρεις γιους.
Ο Όμηρος στην “Οδύσσεια”, όπου αναφέρει την κάθοδο του Οδυσσέα στον Κάτω Κόσμο, μας λέει πως ο βασιλιάς της Ιθάκης συνάντησε την Τυρώ στον Άδη:
« Εκεί είδα εγώ την αρχοντόσογη Τυρώ να φτάνει πρώτη,
κι έλεγε κόρη του αψεγάδιαστου του Σαλμωνέα πως ήταν
την είχεν ο Κρηθέας γυναίκα του, του Αίολου ο γιος, μα πρώτα
αυτή έναν ποταμό ερωτεύτηκε, το θείο τον Ενιπέα,
τον ποταμό που τα ομορφότερα νερά στη γης σκορπίζει,
γι' αυτό συχνά κι εκείνη πήγαινε στα πάγκαλα νερά του.
Τούτου την όψη ο σαλευτής της γης, ο Κοσμοσείστης, πήρε
και πλάγιασε, στου βαθιοστρόβιλου του ποταμού το στόμα,
μαζί της· κύμα τους περίζωσε καμπουρωτό, γεράνιο,
σαν ορός, το θεό σκεπάζοντας και τη θνητή γυναίκα.
Τη ζώνη εκεί ο θεός της έλυσε της παρθενίας και μ' ύπνο
την περεχύνει, κι ως εχάρηκε μαζί της την αγάπη,
σφίγγει το χέρι της, της μίλησε κι αυτά της λέει τα λόγια:
«Χαίρου, γυναίκα, την αγάπη μου! Στο γύρισμα του χρόνου
γιους διαλεχτούς θα κάμεις· ο έρωτας ποτέ των αθανάτων
δεν πάει χαμένος· μόνο γνοιάζου τους και μικρανάθρεψέ τους.
Τώρα στο σπίτι τράβα αμίλητη και κρύβε τ' όνομά μου·
ο Ποσειδώνας όμως κάτεχε πως είμαι, ο κοσμοσείστης!"
Είπε, και βούτηξε στη θάλασσα την πολυκυματούσα·
κι αυτή γκαστρώθη και του γέννησε δυο γιους, τρανούς ρηγάδες,
που στου μεγάλου Δία τη δούλεψη στάθηκαν, τον Πελία
και το Νηλέα. Μες στην πλατύχωρην Ίωλκό ο Πελίας εζούσε,
πλούσιος σε πρόβατα, κι ο δεύτερος στην αμμουδάτη Πύλο.
Τους άλλους στον Κρηθέα τους γέννησεν η αρχόντισσα γυναίκα,
τον Αμυθάονα τον πολέμαρχο, τον Αίσονα, το Φέρη.» ( Όμηρος, Οδύσσεια, λ΄, 235- 259)
Θέλημα του Δία ήταν τα δυο αδέλφια Πελίας και Νηλέας να βασιλέψουν σε μέρη που να απείχαν μεγάλη απόσταση. Ο πρώτος να γίνει ρήγας της Ιωλκού, στους πρόποδες του μαγευτικού Πήλιου, και ο Νηλέας να εγκατασταθεί στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο. Υπήρχαν, όμως, και οι φαρμακόγλωσσες που έλεγαν πως τα αδέλφια μάλωσαν για το ποιος θα βασιλέψει στην Ιωλκό. Ο Πελίας κέρδισε τη βασιλεία της Ιωλκού, που την είχε χτίσει ο Κρηθέας. Έμεινε, λοιπόν, στην πατρίδα τους, όπου πήρε την Αναξιβία για σύζυγο, την κόρη του Βίαντα. Αυτή του γέννησε έναν γιο, τον Άκαστο και πέντε κόρες, τις Πελιάδες, όπως τις είπαν. Τα ονόματά τους ήσαν: Πεισιδίκη, Πελόπεια, Ιπποθόη, Μέδουσα και Άλκηστη. Ο Νηλέας, που έχασε στη διαμάχη με τον αδελφό του, αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του και να μετοικήσει στη μακρινή Μεσσηνία, κοντά στον ετεροθαλή αδελφό του Αμυθάοντα. Τα δυο αδέλφια εκεί έχτισαν την Πύλο.
Από τους γιους της Τυρώς με τον Κρηθέα ο Αίσονας ίδρυσε τη θεσσαλική πόλη Αίσωνα- πιθανόν το σημερινό Σέσκλο. Παντρεύτηκε την Πολυμήλα ή Πολυμήδη- σύμφωνα με άλλους την Αλκιμέδη- που ήταν κόρη του Αυτόλυκου κι απόχτησε γιο τον Ιάσονα. Ο Φέρης ίδρυσε την πόλη των Φερών- κοντά στο σημερινό Βελεστίνο- κι από την Περικλυμένη απόχτησε τον Άδμητο και τον Λυκούργο, το βασιλιά της Νεμέας. Τέλος ο Αμυθάοντας κατέφυγε στη Μεσσηνία, όπου με τον Νηλέα έσχισαν την Πύλο. Αυτός παντρεύτηκε την Ειδομένη κι απόχτησε τον Μελάμποδα και τον Βίαντα.
Στο θρόνο της Ιωλκού δεν ανέβηκε ο νόμιμος κληρονόμος του Κρηθέα, ο Αίσονας, αλλά ο Πελίας, που παραμέρισε τον ετεροθαλή αδελφό του και πήρε την εξουσία με τη βία. Φοβούμενος για την ασφάλεια της ζωή του, αλλά και των δικών του ο Αίσονας έφυγε από την Ιωλκό. Έστειλε τον γιο του, τον Ιάσονα,βρέφος ακόμα, στον σοφό δάσκαλο Κένταυρο Χείρονα (*2), που κατοικούσε σε μια σπηλιά στο Πήλιο. Για να μην αναζητήσει τον κανονικό διάδοχο του θρόνου και τον σκοτώσει ο σκληρός Πελίας, ο Αίσονας καμώθηκε πως έχασε τον μονάκριβο γιο του. Η οικογένεια και οι φίλοι του Αίσονα μοιρολογούσαν τάχα το νεκρό βρέφος. Το φυγάδευσε με κάθε μυστικότητα στη σπηλιά του Χείρονα Την ανατροφή του ανέλαβαν η Φιλύρα, η μάνα του Κένταυρου, και η γυναίκα τουΧαρικλώ. Όταν μεγάλωσε, ο νέοςκαλλιέργησε αρμονικά νου και σώμα. Κοντά στον Χείρονα έμαθε όλες τις σπουδαίες τέχνες, αλλά και την τέχνη του πολέμου. Έγινε ένας άριστος και γενναίος μαχητής, πανέξυπνος και εφευρετικός. Πάντοτε με μεγάλη μυστικότητα ο Αίσονας ανέβαινε στο Πήλιο για να δώσει οδηγίες στον Χείρονα.
Κάποιοι λένε πως το πραγματικό όνομα του Ιάσονα ήταν Διομήδης. Ο Διομήδης κοντά στον Κένταυρο Χείρονα έμαθε πολύ καλά την βοτανολογία και τις θεραπευτικές ικανότητες των βοτάνων. Έτσι έγινε ικανός να θεραπεύει κάθε ασθένεια. Γι’ αυτό ο δάσκαλός του τον ονόμασε Ιάσονα (ίασις= θεραπεία) και μ’ αυτό το όνομα έγινε γνωστός και γράφτηκε στην ιστορία.
Σαν έγινε είκοσι ετών ο Ιάσονας θέλησε να διεκδικήσει το θρόνο της Ιωλκού και τον πατρικό κλήρο, που είχε σφετεριστεί ο θείος του Πελίας. Κίνησε, λοιπόν, από το πυκνόφυτο Πήλιο για την Ιωλκό. Στο δρόμο του συνάντησε τον ποταμό Άναυρο. Εκεί, για να δοκιμάσει την καρδιά του παλικαριού, η θεά Ήρα μεταμορφώθηκε σε μια ανήμπορη γριούλα. Ζήτησε από τον νέο να την περάσει απέναντι. Πρόθυμος ο Ιάσονας την έβαλε στον ώμο του και την έβγαλε στην αντίπερα όχθη. Μα το ποτάμι είχε φουσκώσει και στα ορμητικά νερά έχασε το ένα σαντάλι του. Έτσι συνέχισε το ταξίδι του με το ένα μόνο σαντάλι, δηλαδή μονοσάνδαλος.
Στην πόλη του πατέρα του οι κάτοικοι ήσαν συναγμένοι για να κάνουν μια λαμπρή θυσία στον θεό των υδάτων, τον Κοσμοσείστη Ποσειδώνα. Σαν εμφανίστηκε ο άγνωστος νέος, όλοι θαμπώθηκαν από την κορμοστασιά του και την ομορφιά του προσώπου του. Σαν θεός φάνταζε με την επιβλητική εμφάνισή του, έχοντας φορεσιά μαγνησιακή, ενώ μια προβιά από λεοπάρδαλη ήταν ριγμένη στους ώμους του. Στο κάθε χέρι του κρατούσε κι από ένα βαρύ δόρυ, ενώ σανδάλι φορούσε μοναχά στο δεξί του ποδάρι. Πήραν να αναρωτιούνται αν μπροστά τους είχαν τον λαμπροπρόσωπο Απόλλωνα ή τον αγέρωχο Άρη, έναν από τους γιους του βασιλιά των θεών κι ανθρώπων, του Δία.
Έφτασε στον τόπο της θυσίας πάνω στο άρμα του και ο Πελίας. Μόλις είδε τον μονοσάνδαλο Ιάσονα ταράχθηκε.Γιατί από χρόνια υπήρχε χρησμός στον Πελία πως τίποτα δεν ήταν ικανό να τον φοβίσει. Ο μόνος κίνδυνος γι’ αυτόν θα ήταν ένας μονοσάνδαλος απόγονος του Αιόλου. Κατάλαβε, λοιπόν, πως είχε μπροστά του τον άνθρωπο που θα έφερνε το θάνατό του. Κατάφερε να κρύψει τη σαστιμάρα και τον φόβο του και δήθεν αδιάφορα ρώτησε τον ξένο να μάθει την καταγωγή του. Ο νέος θαρρετά του είπε, χωρίς να γνωρίζει πως αυτός είναι ο αντίπαλος θείος του, πως γύρισε στην πατρίδα του για να διεκδικήσει το θρόνο, που κανονικά ανήκε στον πατέρα του και τον ίδιο. Ο βασιλιάς της Ιωλκού με μεγάλη προσπάθεια κράτησε στην οργή του και συνέχισε το δρόμο του.
Υπάρχει μια παραλλαγή του μύθου που λέει πως ο Αίσονας δεν είχε φύγει από την Ιωλκό, αλλά ζούσε αποτραβηγμένος σε κάποιο φτωχικό σπίτι στην άκρη της πόλης, πάντοτε με τον φόβο μήπως του κάνει κακό ο αδελφός του. Ο Ιάσονας, που είχε φύγει από βρεφική ηλικία, ζήτησε να του δείξουν οι συμπατριώτες του το πατρικό του. Ο Αίσονας με μεγάλη χαρά και με δάκρυα στα γέρικα μάτια του υποδέχτηκε τον γιο του. Σαν έμαθαν πως ζει ο Ιάσοναςκαι επέστρεψε στην Ιωλκό, τα δυο αδέλφια του Αίσονα, ο Φέρης και ο Αμυθάονας, ήρθαν να τον συναντήσουν. Μαζί τους ήρθαν και τα παιδιά τους, ο Άδμητος και ο Μελάμποδας, για να γνωρίσουν τον ξάδελφό τους. Σαν μαζεύτηκε το συγγενολόι για πέντε μέρες γιόρτασαν τον ερχομό του Ιάσονα.
Κι αφού απόσωσαν τα γλέντια, την έκτη μέρα ο Ιάσονας με όλους τους συγγενείς παρουσιάστηκε στον Πελία ζητώντας του να του παραδώσει το θρόνο, που δικαιωματικά του ανήκε. Του έκανε, μάλιστα, την παραχώρηση όλων των χωραφιών και των κοπαδιών, που παλιά ανήκαν στον Αίσονα, για να ζήσει πλούσια η οικογένεια του Πελία. Τότε με πονηριά ο Πελίας ρώτησε τον ανιψιό του, αν ήταν αυτός στη θέση του κι επρόκειτο να του πάρουν την εξουσία και ίσως να τον σκοτώσουν, τι θα έκανε; Ο ατρόμητος νέος του απάντησε- ίσως και να του έβαλε η Ήρα τα λόγια αυτά στο στόμα του- πως για να τον δοκιμάσει αν ήταν άξιος να γίνει βασιλιάς, θα το έστελνε στη μακρινή γη των Κόλχων να του φέρει το χρυσόμαλλο δέρας (*3). Πάνω σ’ αυτό το λόγο πάτησε ο παμπόνηρος Πελίας και ζήτησε από τον Ιάσονα να κάνει αυτό τον άθλο για να του παραδώσει το θρόνο της Ιωλκού. Η Ήρα ενέπνευσε την απάντηση στον Ιάσονα γιατί ήταν χολωμένη με τον Πελία, που δεν την τιμούσε. Ήθελε η θεά να πάει ο ήρωας στην Κολχίδα, να τον ερωτευθεί η Μήδεια, που θα την έφερνε μαζί του στην Ιωλκό κι αυτή να τον τιμωρήσει (όπως θα δούμε στη συνέχεια)
Στα “Αργοναυτικά” αναφέρεται αυτή η συνάντηση με τους παρακάτω στίχους:
[[ Γιατί ο Πελίας φοβόταν τους χρησμούς,
μήπως στο μέλλον του αφαιρέσουν τη βασιλική εξουσία
από το χέρι του Ιάσονα, του γιου του Αίσονα
Και στην ψυχή του μηχανευόταν γι’ αυτόν
το μονοπάτι του δόλου· όρισε λοιπόν
να φέρει από τους Κόλχους το χρυσό δέρας
στην αλογοθρέφτα Θεσσαλία. Μόλις άκουσε αυτός
τον παράλογο λόγο, άπλωσε τα χέρια του
και επικαλέστηκε τη σεβάσμια Ήρα· τούτη
απ’ τους μακάριους θεούς περισσότερο λάτρευε. Κι εκείνη
με φροντίδα παρακολουθούσε τις προσευχές του·
ξεχωριστά απ’ τους ανθρώπους τιμούσε κι αγαπούσε
τον πολυδύναμο ήρωα, τον ξακουστό του Αίσονα γιο,
κι αφού κάλεσε την Τριτογένεια, της έδωσε εντολή.
Γι’ αυτόν πρώτα έφτιαξε δρύινο πλοίο,
που πρώτο τα θαλασσινά βάθη με ελατένια κουπιά
διέσχισε και διένυε το μονοπάτι της θάλασσας. ]] (Ορφικά, “Αργοναυτικά”, 56-1032)
Άλλοι λένε πως προθυμοποιήθηκε να του παραδώσει τη βασιλεία, αρκεί να τον βοηθούσε να πραγματοποιήσει μια υποχρέωση, που δεν μπορούσε γιατί ήταν πια γέρος. Είχε παρουσιαστεί στο όνειρό του ο Φρίξος και του είχε ζητήσει να φέρει πίσω στην πατρίδα την ψυχή του, που ήταν στην πολύ μακρινή Αία και το χρυσόμαλλο δέρας, που το είχε ο Αιήτης. Κατά βάθος πίστευε πως ο Ιάσονας θα χανόταν στην εκστρατεία κι έτσι δεν θα κινδύνευε ο θρόνο του. Ο Ιάσονας με όλη την ορμή της νιότης του δέχτηκε να κάνει το εγχείρημα κι έτσι οργανώθηκε η περίφημη Αργοναυτική Εκστρατεία.
Ο λυρικός μας ποιητής Πίνδαρος περιγράφει τα πιο πάνω γεγονότα στον πυθιόνικο ύμνο 4, από τον οποίο παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα:
[[ Ήταν γραφτό ο Πελίας απ᾽ των περίλαμπρων των Αιολιδών τα χέρια
να πεθάνει ή από τις αλύγιστες βουλές τους.
Ήρθε παγερό το μάντεμα στην έξυπνη καρδιά του·
του το ᾽παν πλάι στον ομφαλό, που κέντρο είναι
της πλουσιόδεντρης μητέρας:
με κάθε τρόπο από τον μονοσάνταλο πολύ να φυλαχτεί,
όταν από το απόκρημνο κατάλυμά του
θενά ᾽ρθει στην περίβλεπτη γη της ξακουστής Ιωλκού,

ή ξένος λάχει να ᾽ναι αυτός ή συμπολίτης. [αντ. δ]
Και σαν έφτασε η ώρα, εκείνος ήρθε,
ένας έκπαγλος άντρας με δίδυμα κοντάρια,
και δυο φορούσε ρούχα, το ντόπιο των Μαγνήτων,
που εφάρμοζε στο εξαίσιο κορμί του,
και πάνωθέ του μια δορά από λιοπάρδαλη,
που από τις ριγηλές τον φύλαγε βροχές·
κι άκοφτα τα πανέμορφα σγουρά μαλλιά του
πέφτανε κυματίζοντας σ᾽ ολόκληρη την πλάτη.
Ευθυτενής γοργά προχώρησε και, δοκιμάζοντας
την άτρομη θέλησή του, στην αγορά
που ήταν γεμάτη κόσμο στάθηκε.

Κανείς δεν τον εγνώριζε, μα τον θαυμάζαν όλοι, [επωδ. δ]
και κάποιος μάλιστα είπε τούτον τον λόγο:
«Αυτός εδώ δεν πρέπει να ᾽ναι ο Απόλλωνας,
μα ούτε και της Αφροδίτης ο άντρας με το χάλκινο άρμα.
Όσο για τα παιδιά της Ιφιμέδειας,
τον Ώτο και σένα, άρχοντα τολμηρέ Εφιάλτη,
λένε πως πέθαναν στη λαμπερή τη Νάξο.
Αλλ᾽ όμως και τον Τιτυό με μια γοργή σαγίτα,
που την επήρε απ᾽ την ανίκητη φαρέτρα της,
τον πέτυχε η Αρτέμιδα, για να μην κυνηγά κανείς
έρωτες που δεν είναι στη δύναμή του.»
Κι εκεί που μίλαγαν και τέτοια λόγια αλλάζαν, [στρ. ε]
νά κι ο Πελίας που κατέφτασε γοργά
πάνω στο καλοδουλεμένο αμάξι του, που το ᾽σερναν μουλάρια.
Πάγωσε, ξεκάθαρα σαν είδε πως μόνο
στο πόδι το δεξί ο ξένος φόραγε σαντάλι.
Και, στην καρδιά του κρύβοντας την ταραχή, του λέει:
«Από ποιά χώρα, ξένε μου, παινεύεσαι πως είσαι;
Και ποιά από τις γυναίκες που γεννήθηκαν στη γη
σ᾽ έβγαλε από τη σεβαστή κοιλιά της;
Πες τη γενιά σου και μ᾽ αισχρές ψευτιές μην τη μιάνεις».

Κι αυτός, με θάρρος και με λόγια ευγενικά, απεκρίθη: [αντ. ε]
«Θα δείξω πως δάσκαλός μου ήταν ο Χίρωνας.
Τώρα από τη σπηλιά του έρχομαι,
από τη Χαρικλώ και τη Φιλύρα·
εκεί μ᾽ ανάθρεψαν οι αγνές οι κόρες του Κενταύρου.
Τα είκοσί μου χρόνια έκλεισα κοντά τους και ποτέ μου
κάτι άδικο δεν έπραξα, λόγο κακόν δεν είπα.
Τώρα να πάρω του πατρός μου το αρχαίο αξίωμα γύρισα στην πατρίδα,
που πια δεν κυβερνιέται καταπώς πρέπει,
εκείνο το αξίωμα που ο Δίας κάποτε έδωσε
στον αρχηγό του λαού, τον Αίολο, και τους γιους του.

Γιατί μαθαίνω πως αυτός ο άνομος Πελίας, [επωδ. ε]
την κρυερή υπακούοντας καρδιά του,
στέρησε απ᾽ τους γονιούς μου με τη βία
την εξουσία που απ᾽ την αρχή και με το δίκιο τους κατείχαν·
αυτοί, σαν πρωταντίκρισα το φως του κόσμου,
τρέμοντας του υπερφίαλου ηγεμόνα την αγριάδα,
κάναν τάχα πως πέθανα κι απλώσαν μαύρο πένθος
μες στο παλάτι, ανάμιχτο με γυναικείο θρήνο,
και τυλιγμένο σε γεννοφάσκια πορφυρά
κρυφά με στείλανε —η νύχτα μόνο το ᾽ξερε— ταξίδι
και μ᾽ έδωσαν στον Χίρωνα, τον γιο του Κρόνου,
να με αναθρέψει.
Με λίγα λόγια αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου· [στρ. Ϛ]
τη μάθατε· μα δείξτε μου
ξεκάθαρα, καλοί πολίτες, πού των πατέρων μου με τ᾽ άτια τα λευκά,
βρίσκονται τα παλάτια, γιατί του Αίσονα είμαι ο γιος,
ντόπιος, και σε ξένη χώρα άλλων δεν πατάω.
Ο θεϊκός ο Κένταυρος, σαν μου μιλούσε, Ιάσονα με φώναζε.»
Έτσι είπε και, καθώς προχώρησε, τα μάτια του πατέρα
τον γνωρίσαν, και δάκρυα πλημμύρισαν τα γέρικα βλέφαρά του,
γιατί εκαταχάρηκε η καρδιά του
τον γόνο τον εξαίρετο αντικρίζοντας και τον πανώριο άντρα.

Κι ήρθαν και οι δυο του αδερφοί, [αντ. Ϛ]
καθώς το νέο ακούσαν·
ο Φέρης που δεν έμενε μακριά,
την Υπέρεια αφήνοντας κρήνη,
και ο Αμυθάων απ᾽ τη Μεσσήνη.
Και δεν αργήσανε να ᾽ρθουν
ο Άδμητος κι ο Μέλαμπος
γεμάτοι αγάπη για το ξαδέρφι τους.
Και στο συμπόσιο ο Ιάσων με λόγια γλυκομίλητα
τους καλωσόρισε, προσφέροντας σωστή φιλοξενία·
και κάθε λογής απόλαυση εξάντλησε,
καθώς για πέντε ολόκληρα μερόνυχτα
έδρεψε της ευζωίας τον ιερό ανθό.

Την έκτη μέρα όμως άρχισε ν᾽ ανακοινώνει [επωδ. Ϛ]
στους συγγενείς του σχέδια σημαντικά·
κι εκείνοι συμφωνήσαν.
Σηκώθηκαν ευθύς μαζί του απ᾽ τα θρονιά
και για το μέγαρο κινήσαν του Πελία.
Μπήκανε μέσα ορμητικά και πήρανε τη θέση τους,
κι εκείνος, ως τους άκουσε,
ξεκίνησε να τους προϋπαντήσει,
ο γόνος της ωριόμαλλης Τυρώς.
Και τότε με πραότητα ο Ιάσων,
με απαλή φωνή σταλάζοντας τις λέξεις,
των σοφών λόγων έθεσε τη βάση:
«Παιδί του Ποσειδώνα του Πετραίου,
ο νους του ανθρώπου δεν αργεί [στρ. ζ]
το δίκαιο να θυσιάσει στο δόλιο κέρδος,
αν κι έρχονται πικρά τα μεθεόρτια.
Όμως εγώ και συ πρέπει στα πάθη μας δίκαιο να βάλουμε χαλινάρι
και τη μελλοντική μας να υφάνουμε ευτυχία.
Το ξέρεις δα τί θα σου πω· η ίδια δαμάλα
και του Κρηθέα ήταν μητέρα και του τολμηρού του Σαλμωνέα·
κι εμείς, τρίτη γενιά από κείνους φυτεμένοι,
βλέπουμε τη χρυσή δύναμη του ήλιου.
Οι Μοίρες μένουνε μακριά,
όταν ανάμεσα στους ομογόνους έχθρα πέσει
που τον σεβασμό αφανίζει.

Εμείς να μοιραστούμε δεν ταιριάζει [αντ. ζ]
με ξίφη χαλκοτόρνευτα κι ακόντια
το αξίωμα το μεγάλο των προγόνων.
Εγώ τα πρόβατα και των βοδιών τα ξανθοκόκκινα κοπάδια,
καθώς και τα χωράφια όλα που απ᾽ τους γονιούς μου τ᾽ άρπαξες
και τα καρπώνεσαι, τον πλούτο σου αυξάνοντας,
σε σένανε τ᾽ αφήνω· δεν με πονεί
αν αυτά το σπιτικό σου με πλούτο υπερβολικό φορτώνουν.
Αλλά το σκήπτρο του μονάρχη και τον θρόνο,
όπου άλλοτε ο γιος καθόταν του Κρηθέα
και δίκαζε τον καβαλάρη λαό του,
αυτά, χωρίς καμιά και για τους δυο μας θλίψη,

παράδωσ᾽ τα, μην λάχει [επωδ. ζ]
και μας φέρουνε χειρότερα δεινά».
Έτσι είπε, κι ο Πελίας απάντησε κι αυτός γλυκά:
«Η γνώμη σου θα γίνει· μόνο τώρα πια των γερατειών
με ζώνει η ηλικία,
ενώ εσένα της νιότης σου το άνθος μόλις φουντώνει·
των πεθαμένων την οργή μπορείς να ημερώσεις.
Γιατί προστάζει ο Φρίξος την ψυχή του
να πάρουμε απ᾽ τα δώματα του Αιήτη
και το βαθύμαλλο το δέρμα
να φέρουμε εδώ πέρα του κριαριού,
που κάποτε τον έσωσε απ᾽ το κύμα
κι απ᾽ της μητριάς του τ᾽ άθεα όπλα. [στρ. η]
Όνειρο θαυμαστό ήρθε και τούτα μού είπε.
Πήγα στην Κασταλία χρησμό να λάβω
αν έπρεπε να επιχειρήσω κάτι·
και με παρότρυνε γοργά καράβι να ετοιμάσω.
Αυτόν τον άθλο τέλεψε συ με τη θέλησή σου,
κι ορκίζομαι να σου αφήσω
το σκήπτρο του μονάρχη και τη βασιλεία.
Του όρκου μας του απάτητου μάρτυς ας είναι
ο Δίας, ο πρόγονός μας ο κοινός.»
Τούτα συμφώνησαν και χωριστήκαν.
Και τότε ευθύς ο Ιάσονας

κήρυκες στέλνει ολούθε [αντ. η]
το ταξίδι που άρχιζε να διαλαλήσουν.]] (Πίνδαρος, “Πυθιόνικος”IV, 72- 170)
-----------------------------------------------------------
(*2) Κένταυρος Χείρωνας: γιος του Κρόνου, που είχε μεταμορφωθεί σε ίππο, και της Ωκεανίδας Φιλύρας και ήταν αθάνατος Ζούσε σε μια σπηλιά στο Πήλιο, το “χειρώνιον άντρον”, και είχε γυναίκα την Χαρικλώ, από την οποία απόκτησε 4 παιδιά. Διέφερα από του άλλους Κενταύρους τόσο στα εξωτερικά χαρακτηριστικά, γιατί τα πόδια του ήσαν ανθρώπινα κι όχι αλογίσια, όσο και στον χαρακτήρα. Οι άλλοι Κένταυροι ήσαν πρωτόγονοι, ορμητικοί και βίαιοι, ενώ αυτός ήταν ευσεβέστατος, σώφρονας και καλλιεργημένος, πασίγνωστος για τη σοφία και τις μαντικές του ικανότητες. Δεν υπήρχε τέχνη που να μην τη γνώριζε, ενώ ήταν άριστος γνώστης της ιατρικής. Σπουδαίος κυνηγός, επιδέξιος στη χρήση των όπλων κι έμπειρος στην τέχνη του πολέμου. Θεωρείται ο εφευρέτης της λύρας κι ήταν εξαίρετος μουσικός. Ξακουστός για τις παιδαγωγικές του ικανότητες, για τις οποίες η παράδοση του αποδίδει σαν μαθητές πολλούς ήρωες αλλά και θεούς. Ο Απόλλωνας του ζήτησε να του μάθει μουσική και το παίξιμο της λύρας, ενώ του εμπιστεύτηκε την ανατροφή του Ασκληπιού, που του δίδαξε την ιατρική μαθαίνοντάς του ακόμη πώς να επιβραδύνει το θάνατο των ανθρώπων ή και πώς να τους ανασταίνει. Σχεδόν όλοι οι μεγάλοι ήρωες μαθήτευσαν κοντά του. Ο Θησέας, ο Πηλέας και ο Ιάσονας, ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος, ο Οδυσσέας καθώς και άλλοι ήρωες του Τρωικού πολέμου, ο Αμφιάραος, ο Κάστορας, ο Πολυδεύκης, ο Μελέαγρος κι άλλοι ήρωες που έλαβαν μέρος στο κυνήγι του Καλυδωνίου κάπρου. Ο μάντης Τειρεσίας στον Χείρωνα οφείλει την μαντική του τέχνη.
Ο Χείρωνας βρήκε το θάνατο, αν και αθάνατος στον Μαλέα, όπου είχε καταφύγει μαζί με τους άλλους Κενταύρους, διωγμένος από το Πήλιο από τους Λαπίθες. Πως όμως πέθανε; Ένα από τα βέλη του Ηρακλή τον πλήγωσε στο πόδι ( « εμπήγνυται τω γόνατι του Χείρωνος » μας αναφέρει ο Απολλόδωρος ) και υπέφερε από αφόρητους πόνους. Ο θάνατος δε μπορούσε να τον ανακουφίσει, γιατί ήταν αθάνατος. Μπροστά σ’ αυτή την αφόρητη κατάσταση δέχτηκε να ανταλλάξει την αθάνατη φύση του με τη θνητή του Προμηθέα κι έτσι με το θάνατό του έγινε συγκάτοικος των θεών.
Μια μεταγενέστερη παράδοση μας λέει ότι δεν κατέβηκε στον Άδη, αλλά καταστερίστηκε ανεβαίνοντας στον ουρανό σαν αστερισμός ( Τοξότης ή Κένταυρος ).

Δεν υπάρχουν σχόλια: