Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

Παιδικές αναμνήσεις: Ο Νικολής

[[ Τάκης Μάρκου ]]

«Νικολή, Νικολή,
τ’ άλογό σου δεν μπορεί,
δώσ’ του στάρι και κριθάρι
για να γίνει παλικάρι…»
τραγουδούσαμε περιπαιχτικά με τις ψιλές φωνούλες μας, εξάχρονα τότε παιδιά ο ξάδερφος o Σταθάκος κι εγώ, σαν περνούσαμε με τη γαϊδούρα από το σπίτι του Νικολή. Ο Νικολής ήταν ένα συνομήλικο ψηλόλιγνο παιδί, ένας ψηλολέλεκας, που έμενε λίγο πιο ψηλά από το δικό μας σπίτι, στη δημοσιά που οδηγούσε στο κέντρο του χωριού μας. Κεφαλοχώρι ήταν ο τόπος μας, στην πλαγιά ενός λόφου, κατάφυτου μ’ ελιές. Στα ριζά του λόφου άρχιζε η απλωσιά του κάμπου. Την άνοιξη ήταν καταπράσινος, ενώ το καλοκαίρι χρύσιζε από τα στάρια και τα κριθάρια πριν τον θερισμό και μετά τον θερισμό από τις καλαμιές των σιτηρών. Λιγοστά τα πηγάδια, λιγοστά και τα περιβόλια. Βλέπεις τα πηγάδια γίνονταν σκαφτά και ήταν δύσκολο να φτιαχτούν. Έτσι το χρυσαφί εδώ κι εκεί διεμβολιζόταν από το πράσινο των περιβολιών με τις πατάτες, τα κρεμμύδια, τα πεπόνια και τα καρπούζια.
Η γαϊδούρα ήταν ένα γέρικο ζωντανό, που μας υπέμενε υπομονετικά- έδειχνε τη λεγόμενη γαϊδουρίσια υπομονή της- και πρόθυμα μας πήγαινε όπου την οδηγούσαμε. Ιδιοκτησία της οικογένειας του ξάδερφου, γιατί το σπιτικό μου δεν είχε άλλο τετράποδο από ένα παιγνιδιάρικο σκυλί, την Ίρμα. Τι συνήθεια κι αυτή να δίνουμε ξενικά ονόματα στα σκυλιά μας: Τζακ, Ίρμα, Αζόρ! Γέρικη η γαϊδούρα και μέχρι να αλλάξει ποδάρι έπιανε αράχνη τ’ άλλο. Έτσι κάναμε κι εμείς υπομονή- είχαμε πάρει από τη δική της, φαίνεται- αφού ήμασταν σίγουροι πως στο τέλος θα φτάναμε στον προορισμό μας.

Η συνέχεια>>> Vagia Blog…

Ο ξάδερφος καθόταν στο σαμάρι- αναμφισβήτητος ιδιοκτήτης που ήξερε τα χούγια του ζωντανού- κι εγώ στα καπούλια. Και στο πλάι κρέμονταν τα ταγάρια για να βάζουμε όσα είχαμε παραγγελιά να μεταφέρουμε, ψώνια από το μπακάλικο ή μεγάλα καρβέλια ψωμιού από τον ξύλινο φούρνο της Γιωργούς.
Διασκεδάζαμε να πειράζουμε τον Νικολή όταν τον συναντούσαμε να παίζει έξω από το σπίτι του. Κι εκείνος θύμωνε, κι έλεγε πεισματικά: «Α, ρε μύλο, θα μου το πληρώσετε!». Μπορεί να μην ήξερε τότε τα ονόματά μας γιατί δεν μέναμε στον ίδιο μαχαλά, μα ήξερε πως είχαμε πετρόμυλο, όπου όλο το χωριό έφερνε τα γεννήματα για άλεσμα. Οι γονείς μας δούλευαν ολημερίς στον πετρόμυλο, από τα χαράματα μέχρι που έπεφτε το σκοτάδι. Μια γέρικη μηχανή, που δούλευε με πετρέλαιο, γύριζε το μεγάλο και φαρδύ λουρί, που έδινε κίνηση στις δυο πέτρινους μεγάλους δίσκους, που έκαναν τους σπόρους του σταριού αλεύρι και πίτουρα. Έξι μέρες γύριζαν οι μυλόπετρες και την Κυριακή ξεκουράζονταν. Θυμάμαι το συχωρεμένο τον πατέρα μου να φορά τα ειδικά προστατευτικά γυαλιά και με το ματσακόνι να τις σκαλίζει για να τις κάνει και πάλι τραχιές, έτοιμες για το άλεσμα. Ήταν μια τελετουργία κάθε Κυριακή, που δεν δούλευε ο μύλος. Κι όταν πλησιάζαμε να δούμε την τέχνη που έβαζε πάνω στην πέτρα, πεταγόντουσαν κομμάτια της σκληρής πέτρας και μας έκαναν πότε- πότε να πονάμε σαν έπεφταν στο κορμί μας.
Μια μέρα που περνούσαμε μπροστά από το σπίτι του Νικολή, τον είδαμε να μας περιμένει αγέρωχος και στο χέρι να κρατάει μια κοτρώνα. «Νικολή, Νικολή…» κι εκεί μας κόπηκε η λαλιά, γιατί ξεφύτρωσαν από διάφορες γωνιές ένα στούρμο παιδιά, άλλα μεγαλύτερα κι άλλα μικρότερα από εμάς. Άλλα κρατούσαν πέτρες στο χέρι κι άλλα τις είχαν στις σφεντόνες. Μαζί τους ήταν κι ένας κρεμανταλάς, αρκετά μεγαλύτερος από εμάς. Έπιασε ο Νικολής το καπίστρι της γαϊδούρας και είπε πως για να μας αφήσει να περάσουμε έπρεπε να πληρώσουμε. Θέλαμε, δε θέλαμε, του δώσαμε από ένα πενηνταράκι. Σάματις είχαμε και περισσότερα; Αυτό ήταν το χαρτζιλίκι της βδομάδας, που δεν το είχαμε φάει σε καραμέλες. Στις τσέπες άλλα χρήματα δεν είχαμε γιατί στο μπακάλικο βερεσέ ψωνίζαμε και ο μπακάλης τα έγραφε στο τεφτέρι.
Από τότε δεν ξαναπειράξαμε το Νικολή. Το θέλαμε το πενηνταράκι μας ή τη δραχμή μας. Δεν θέλαμε να καθιερώσουμε διόδια. Πέρασαν λίγοι μήνες από ‘κείνη τη μέρα και το Σεπτέμβρη πήγαμε πρωτάκια στο σχολειό. Το παλιό πέτρινο σχολείο, αυτό το δίπατο καμάρι του χωριού. Στραβάδια και λίγο χαμένα μπήκαμε την πρώτη μέρα στην τάξη. Δασκάλα μας η κυρά- Βασιλική η Σοφιανού. Αυστηρή δασκάλα, παλιάς κοπής. Σ’ αυτήν έμαθε γράμματα και η μάνα μου, αλλά και πολλοί γονείς άλλων συμμαθητών. Φώναζε τα ονόματά μας και μας έβαζε να καθίσουμε στο θρανίο, που μας υπόδειχνε. «Έλα, Χριστέ και Παναγιά!». Στο θρανίο καθίσαμε ο Κωστάκης, εγώ και ο Νικολής. Στο μπροστινό μας θρανίο ο ξάδερφος και άλλα δύο παιδιά. Σαν καθίσαμε, είπα μέσα από τα δόντια μου ψιθυριστά στο Νικολή:
«Αν δε μου δώσεις πίσω το πενηνταράκι, θα το πώς στην κυρία».
Κοκκίνισε ο Νικολής και είπε ξέπνοα:
«Μη με μαρτυρήσεις, ρε μαρτυριάρη, και θα σου δώσω μια δραχμή!»
Άλατις, και δωροδοκία ο Νικολής! Κι αφού τον βρήκα μπόσικο, του την έριξα:
«Θα δώσεις, όμως, και στο ξάδερφό μου».
Ο Νικολής ήταν ένοχος για δύο αδικήματα. Είπαμε ότι η κυρία Βασιλική είχε τη φήμη πολύ αυστηρής δασκάλας. Χρησιμοποιούσε όλα τα μέσα για να μάθουν οι μαθητές της γράμματα. Αρβανιτοχώρι το χωριό μας. Οι παππούδες μας σπάνια μιλούσαν τη γλώσσα μας, τα ελληνικά. Περισσότερο μιλούσαν αρβανίτικα και οι πιο πολλοί ήσαν εντελώς αγράμματοι. Οι γονείς μας ήξεραν λίγα γράμματα. Οι περισσότεροι λόγω κατοχής άφησαν τα γράμματα στη μέση. Κι εκεινών, οι γονείς τους ήθελαν εργατικά χέρια κι έτσι σπάνια έπαιρναν απολυτήριο δημοτικού. Κι αφού έχασε μια γενιά η δασκάλα, είχε βάλει στόχο να μην χαθεί και άλλη. Να μάθει ανάγνωση, γραφή και αριθμητική η νεότερη γενιά, η δική μας η γενιά! Και χρησιμοποιούσε κάθε «παιδευτικό τέχνασμα»: πότε με τη βέργα, πότε έκανε πως έβαζε φωτιά, πότε μουτζούρωνε τους μαθητές. Ο Νικολής δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
«Καλά, θα δώσω μια δραχμή και τον ξάδερφό σου», μου είπε.
Έτσι πήραμε πίσω, και με τόκο μάλιστα, τα χρήματα που μας είχε σουφρώσει ο Νικολής…
Με τον Νικολή γίναμε οι καλύτεροι φίλοι. Αχώριστοι από τότε. Μαζί ματώναμε τα γόνατα παίζοντας τόπι στ’ αλώνια. Τις περισσότερες φορές δεν είχαμε λαστιχένιο τόπι και κάναμε με παλιοκουρέλια, που τα δέναμε με σπάγκο σε σχήμα μπάλας. Κι αν δεν βρίσκαμε κλωστή, παίρναμε σύρμα από τους φράχτες. Άντε τότε να δώσεις κεφαλιά! Σου ‘μενε η στάμπα από το σύρμα στο κούτελο καμιά βδομάδα.
Μαζί σπάζαμε τα μολύβια αρχικά και αργότερα τις πένες με το μελάνι στον κοντυλοφόρο και τα στυλό στα τετράδια. Και η κυρά- Βασιλική μας έβαλε σε μια καλή σειρά. Ογδόντα δυο παιδιά τότε στην πρώτη τάξη. Κι όλα σε μια αίθουσα! Αλλά δεν μας τελείωσε τη τάξη γιατί συνταξιοδοτήθηκε. Στα μισά της πρώτης τάξης μας πήρε ο κυρ- Γιώργης ο Αγγελής. Ισάξιος δάσκαλος της κυρά- Βασιλικής. Αυτός μας έδωσε το πρώτο «ενδεικτικό». Θυμάμαι μας καλούσε στην έδρα έναν- έναν, ξεκινώντας από το πρώτο θρανίο. «Γιώργος, πήρες οχτώ», «Γιάννη, πήρες πέντε», «Μαρία, πήρες εννέα», «Πόπη, πήρες έξι»…
Σαν έφτασε στο δικό μας θρανίο, πρώτον φώναξε τον Νικολή. «Νίκος, μπράβο, πήρες δέκα». Μετά ήρθε η σειρά μου. «Τάκης, δεν υστέρησες, αλλά πήρες οχτώ» είπε και γέλασε. Μου κόπηκαν τα γόνατα. Μα γιατί; Αφού ήμουν το ίδιο καλός με το Νικολή. Γελώντας ο κύριος- Γιώργος μου έδωσε το ενδεικτικό. Το πήρα με τρεμάμενο χέρι και τότε είδα ένα «Άριστα, δέκα». Πέρασε το χέρι του στους ώμους μου και είπε:
«Δεν πιστεύω να νόμισες πως πήρες οχτώ».
Ε, βρε δάσκαλε, παίζουν με την αγωνία που έχουν τα πρωτάκια;
Περασμένες αναμνήσεις…, αποτυπωμένες ανεξίτηλα στη μνήμη. Πολύτιμη γνώση ζωής…
Συναγωνισμός με το Νικολή- ευγενή άμιλλα μας το έμαθαν οι δάσκαλοι- κι έτσι πορευτήκαμε στα επόμενα χρόνια, πρώτα στο Δημοτικό, μετά στο Γυμνάσιο και αργότερα στο Λύκειο. Το ίδιο καλοί στα θεωρητικά μαθήματα, το ίδιο καλοί και στα θετικά. Μαζί στις ίδιες σχολικές παραστάσεις, μαζί και στις κοπάνες, γιατί ήμασταν και διαολάκια. Πήραμε και κάποιες αποβολές, έτσι για παράσημο. Κι ενώ κάναμε δοκιμαστική παρέλαση και ήμασταν παραστάτες της σημαίας τη μια μέρα, την επόμενη βρεθήκαμε στις πίσω γραμμές, φορτωμένοι με μια τετραήμερη αποβολή και τους επαίνους επίδοσης σχισμένους και πεταμένους στο διπλανό ρέμα.
Ε και; η ζωή τραβάει το δρόμο της…
Τον Ιούνιο, που έρχονταν οι γραφτές εξετάσεις- διαγωνισμούς τους λέγαμε- κάναμε τους φροντιστές στους άλλους. Μαζευόμασταν οι συμμαθητές σ’ ένα σπίτι και εναλλάξ, πότε ο Νικολής, πότε εγώ, τους δείχναμε SOS θέματα στην Άλγεβρα, τη Γεωμετρία, τη Τριγωνομετρία, τη Φυσική και τη Χημεία γιατί εμείς οι δυο είχαμε φάει με το κουταλάκι τον Τόγκα στα τρία μαθήματα των Μαθηματικών, τον Περιστεράκη στη Φυσική και τον Μανωλκίδη στη Χημεία. Αυτές τις πέντε- έξι ασκήσεις διαβάστε, τους λέγαμε, κι έπεφταν τις περισσότερες φορές και τα τρία θέματα προβλημάτων. Λίγο πειραχτήρια, απλώναμε κάπως το χεράκι μας στο γόνατο ή στο μπούτι της συμμαθήτριας που καθόταν δίπλα μας, καθώς λύναμε την άσκηση- η εφηβεία γαρ και το αίμα έβραζε.
Πέρασαν τα μαθητικά χρόνια και βρεθήκαμε στα έδρανα των αμφιθεάτρων στις θετικές επιστήμες, σε διαφορετικές ειδικότητες. Αργότερα βρεθήκαμε μέσα σε αίθουσες διδασκαλίας στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση- μια χρονιά έτυχε να συνυπηρετήσουμε στο ίδιο Λύκειο.
Και τώρα, απόμαχοι της εκπαίδευσης, θυμόμαστε τα παλιά…

Δεν υπάρχουν σχόλια: