[[ δαμ-ων ]] ( 3ο Μέρος )
[[ Kι αφού οι Αχαιοί έχαναν τις μάχες, ο Πάτροκλος, ο αδελφικός φίλος του Αχιλλέα, του ζήτησε να του δώσει ο αρχηγός των Μυρμιδόνων, τα όπλα, που η θεά Θέτιδα, η μάνα του, του είχε χαρισμένα. Έτσι παριστάνοντας τον πιο ξακουστό πολεμιστή των Ελλήνων, τον Αχιλλέα, οδηγώντας τους Μυρμιδόνες στη μάχη, πίστευε ο Πάτροκλος πως θα έκλεινε και πάλι τους Τρώες στο κάστρο του, απαλλάσσοντας τους Αχαιούς από των εχθρών τα φονικά γιουρούσια. Δέχτηκε ο Αχιλλέας, μπροστά στου αγαπημένου φίλου τα παρακάλια, και του ‘δωσε τα λαμπρά όπλα, τα καμωμένα με τη μαστοριά του κουτσοπόδαρου Ήφαιστου, και τους τεχνίτες στη χρήση των όπλων Μυρμιδόνες για συντρόφους στης μάχης την αντάρα. Μα συμβουλή του έδωσε, σαν αποδιώξει τους εχθρούς, να μην αρχίσει την καταδίωξη στα τείχη, αλλά να γυρίσει πίσω. Πράγματι, σαν είδαν το άρμα του Αχιλλέα και τα όπλα του οι Τρώες, νόμισαν πως ήταν ο ίδιος ο ήρωας, και το ‘βαλαν στα πόδια, αφήνοντας πολλούς νεκρούς. Θράσεψε ο Πάτροκλος και μεθυσμένος από τη νίκη και τη δόξα, άρχισε την καταδίωξη, αψηφώντας τη συμβουλή του φίλου. Πίστεψε πως μόνος του μπορούσε να κουρσέψει της Τροίας τα τείχη. Ο Απόλλωνας όμως τρεις φορές τον απώθησε. Στο τέλος βοήθησε τον Έκτορα να σκοτώσει τον Πάτροκλο. Και τότε γύρω από το πτώμα του αδικοχαμένου ήρωα γίνηκε μάχη, για να μη το σκυλέψουν οι εχθροί. Ο Αίαντας και πάλι έδωσε το γενναίο του παρών σε μάχες αντρειωμένες.]]
Ο Όμηρος αρχικά περιγράφει πως ο Μενέλαος μπήκε πρόμαχος μόλις είδε να πέφτει χτυπημένος ο Πάτροκλος και μετά ζήτησε τη βοήθεια του Αίαντα. Στο τέλος, μετά από αιματηρές αναμετρήσεις κατόρθωσαν και πήραν το σώμα και το ‘φεραν στα καράβια, για να το παραδώσουν στον Αχιλλέα:
« Ένιωσε ο Μενέλαος, αντρείος γιος του Ατρέα
πως έπεσε ο Πάτροκλος στη μάχη χτυπημένος.
Μπήκε μεσ’ απ’ τους πρόμαχους μ’ αστραποβόλο κράνος
και στάθηκε στο πλάι του όπως σε μόσχο μάνα
πρωτόγεννη μουγκρίζοντας, πριν άμαθη από γέννα•
έτσι ο ξανθός Μενέλαος στάθηκε γύρω τότε.
Κρατούσε το κοντάρι του και μπρος του την ασπίδα
όποιον μπροστά του θα ‘βγαινε θέλοντας να σκοτώσει.
…………………………………………………………
έτσι άφησε τον Πάτροκλο πίσω ο ξανθός Ατρείδης
κοίταξε μόνο πίσω του φτάνοντας στους συντρόφους
ψάχνοντας για τον Αίαντα, το γιο του Τελαμώνα.
Τον είδε ευθύς να στέκεται στ’ αριστερά της μάχης,
να εμψυχώνει φίλους του, στη μάχη να τους σπρώχνει•
γιατί μεγάλη ταραχή τους είχε βάλει ο Φοίβος.
Πήρε να τρέχει, έφτασε γοργά κοντά του κι είπε:
« Εμπρός, καλέ μου Αίαντα, ας τρέξουμε το πτώμα
του Πάτροκλου που χάθηκε, έστω γυμνό, να πάμε
στον Πηλείδη• ο Έκτορας τα όπλα του τα πήρε. »
Έτσι είπε• και του Αίαντα ταράχτηκε η ψυχή του•
με το Μενέλαο μαζί μες τους πρόμαχους μπήκε.
Ο Έκτορας τον Πάτροκλο έσερνε, αφού πήρε
τα όπλα του, την κεφαλή να κόψει απ’ τον ώμο,
να ρίξει το κουφάρι του στου τόπου του τους σκύλους.
Πλησίασε ο Αίαντας μ’ ασπίδα σαν τον πύργο•
κι ο Έκτορας τραβήχτηκε στο πλήθος των συντρόφων
κι ανέβηκε στ’ αμάξι του• τα όμορφα τα όπλα
έδωσε στην πόλη να παν οι Τρώες, να ‘χει δόξα.
Τον Πάτροκλο ο Αίαντας σκέπασε με ασπίδα
και μπρος σ’ εκείνον στάθηκε όπως μια λιονταρίνα
που τα μικρά της οδηγεί σε δάσος και τη βρίσκουν
κυνηγοί κι απ’ τη δύναμη αυτή συνεπαρμένη
σκεπάζοντας τα μάτια της τα φρύδια κατεβάζει•
όμοια μπροστά στον Πάτροκλο ο Αίαντας στεκόταν
κι ο αντρείος Μενέλαος στεκόταν απ’ την άλλη
στα στήθη μεγαλώνοντας το δυνατό του πόνο.
……………………………………………………..
Τους στραφτομάτες Αχαιούς πρώτοι έσπρωξαν οι Τρώες•
άφησαν το νεκρό αυτοί και το ‘βαλαν στα πόδια,
μα οι Τρώες δε σκότωσαν κανένα, κι ας λυσσούσαν,
αλλά τραβούσαν το νεκρό• και οι Αργείοι όμως
για λίγο έμειναν μακριά• γοργά γύρισε εκείνους
ο Αίαντας, που στη μορφή και στην αντρεία ήταν
απ’ όλους ο καλύτερος μετά τον Αχιλλέα.
Μπήκε μέσα στους πρόμαχους, στη δύναμη σαν κάπρος,
που άκοπα μες στα βουνά νιους κυνηγούς και σκύλους
σκορπίζει, καθώς γυρίζει, ξάφνου μες στα φαράγγια•
έτσι ο λαμπρός ο Αίαντας, ο γιος του Τελαμώνα,
χιμώντας σκόρπισε άκοπα τις φάλαγγες των Τρώων
που κύκλωναν τον Πάτροκλο και σκέφτονταν εκείνον
να σύρουν προς την πόλη τους και δόξα να κερδίσουν.
……………………………………………………………..
Ο Τελαμώνιος Αίαντας ο τρανός είπε τότε:
« Δοξασμένε Μενέλαε, σωστά τα είπες όλα•
συ και ο Μηριόνης χωθείτε κάτω από το πτώμα
και κουβαλήστε το ψηλά γοργά έξω απ’ τη μάχη•
κι εμείς θα πολεμούμε οι δυο τον Έκτορα, τους Τρώες
με μια καρδιά, μ’ ένα όνομα, που πάντοτε από δίπλα
μένοντας υπομέναμε τα βάρη του πολέμου.»
Έτσι είπε• αυτοί σήκωσαν το πτώμα απ’ το χώμα
πολύ ψηλά• ξοπίσω τους αλάλαζε των Τρώων
ο στρατός, μόλις ένιωσε πως το νεκρό σηκώνουν.
………………………………………………………..
όταν όμως οι Αίαντες γυρνούσαν προς εκείνους
και στέκονταν, το χρώμα τους άλλαζε, δεν τολμούσε
κανείς να πεταχτεί, μάχη για το νεκρό ν’ ανοίξει. » ( Ομήρου “Ιλιάδα”, ραψ. Ρ’ 1-8,
113-139, 274-287, 715-724, 732-734 ) Μα ο γενναίος Τελαμώνιος είχε τέλος πολύ τραγικό. Στο τέλος αυτό οδηγήθηκε από την υπερηφάνεια και το φιλότιμό του. Ας δούμε τη συνέχεια του μύθου:
[[ Αφού ο Αχιλλέας έκλαψε τον φίλο του, ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση για το χαμό του Πάτροκλου. Ζήτησε από τη μάνα του να του φέρει νέα όπλα. Αυτή παρακάλεσε τον Ήφαιστο να φτιάξει καινούρια όπλα, αν και γνώριζε πως αυτά θα έφερναν του γιου της τον αφανισμό. Με μάνητα βγήκε ο γιος της Θέτιδας στη μάχη και οι Τρώες μπροστά στη θύελλα κιότεψαν και οπισθοχώρησαν στο κάστρο τους. Ο Έκτορας έμεινε να αναμετρηθεί με τον Αχιλλέα. Στη μονομαχία ο Έκτορας έπεσε τρυπημένος από το κοντάρι του Πειλίδη. Μετά ο φρενιασμένος Αχιλλέας τον έδεσε από το πόδι με το ζωνάρι, που του είχε χαρίσει ο Αίαντας, και τον έσυρε πίσω από το άρμα του γύρω- γύρω στα τείχη, μέσα σε θρήνους των Τρώων.
Μα σύντομα ήρθε και το τέλος του Πειλίδη. Ο Απόλλωνας, που γνώριζε το τρωτό σημείο του Αχιλλέα, βοήθησε τον Πάρη να τον σαϊτεύσει στη φτέρνα, προκαλώντας το θάνατο στον πιο αντρειωμένο Έλληνα. Γύρω από το σώμα του Αχιλλέα έγινε φοβερή μάχη. Πρόμαχος των Ελλήνων ήταν ο Αίας και των Τρώων ο Αινείας. Κατόρθωσε ο Λύκιος Γλαύκος να δέσει με λουριά το πτώμα από τα πόδια για να τον σύρει στην Τροία. Μα πρόφτασε ο Αίας και τον έριξε νεκρό ρίχνοντας το κοντάρι του. Τότε επεμβαίνει ο Δίας και προκαλεί άγρια ανεμοζάλη στον τρωικό κάμπο, οπότε μέσα στη σκόνη ο Αίας φορτώνεται το σώμα του νεκρού Αχιλλέα και μέσα από τον ορυμαγδό της μάχης, αψηφώντας τα τρωικά κοντάρια, το έφερε στο αχαϊκό στρατόπεδο. Δίπλα του ο Οδυσσέας με τα όπλα του κάλυπτε την υποχώρηση.
Αφού κράτησαν στο στρατόπεδο των Αχαιών δεκαεπτά μέρες πένθος κι έκαναν όσα οι ιερές συνήθειες όριζαν, την δεκάτη όγδοη έκαψαν το σώμα του. Μετά μάζεψαν τα κόκαλα, τα έπλυναν με κρασί και τα άλειψαν με μύρο, τα έβαλαν μαζί με το Πάτροκλου σε χρυσό αμφορέα, που έφερε η μάνα του η Θέτιδα, φιλοτεχνημένο από τον Ήφαιστο. Κι αφού έγιναν οι επιτύμβιοι αγώνες, όπου ο Αίαντας νίκησε στο δίσκο, η Θέτιδα ορίζει νέο αγώνα. Την χρυσή πανοπλία του γιου της να πάρει ο άριστος από τους Αχαιούς, αυτός που στα χρόνια του πολέμου πρόσφερε τις μεγαλύτερες υπηρεσίες.
Δύο ήρωες ξεχώρισαν απ’ όλους, θεωρώντας τον εαυτό τους τον αξιότερο, ο λιονταρόκαρδος Αίας και ο πανούργος Οδυσσέας. Ο πρώτος θεωρούσε πως με την ορμή και την ανδρεία του πολλές φορές έσωσε του Αχαιούς. Ήταν ο δυνατότερος κι ο πιο ψυχωμένος απ’ όλους τους Έλληνες, κι ερχόταν πρώτος, τώρα που ο Αχιλλέας είχε πάει στον Κάτω Κόσμο. Ο Οδυσσέας υποστήριζε πως όχι μόνο με την παλικαριά του μα προ πάντων με την πονηριά του πολλές φορές χάρισε τη νίκη στους Αχαιούς. Διαμάχη άγρια ξέσπασε ανάμεσα στους δυο παλικαράδες και δεν μπορούσαν οι κριτές να βγάλουν κρίση. Οι δυο διεκδικητές αγρίεψαν και κόντεψαν να τραβήξουν τα σπαθιά τους για να λύσουν τη διαφορά, μα ο μυαλωμένος γερο- Νέστορας πρότεινε να μην κρίνουν οι Έλληνες τον καλύτερο, γιατί θα τους παρέσερνε η συμπάθεια κι η αντιπάθεια προς τον έναν ή τον άλλο, αλλά την κρίση να βγάλουν οι εχθροί, που θα είχαν ουδέτερα αισθήματα προς τους αντίμαχους. Είπε, να στείλουν και να κρυφακούσουν τι γνώμη είχαν οι Τρώες για τους δύο ήρωες.
Έτσι κατάσκοποι πήγαν κάτω από τα τείχη του Ιλίου ν’ ακούσουν ποιόν θαρρούσαν σαν τον αντρειώτερο Αχαιό οι Τρώες. Στην κρίση έβαλε το χέρι της η Παλλάδα, που πολύ συμπάθαγε τον πολύτροπο βασιλιά της Ιθάκης. Κι είχε δυο λόγους να είναι ενάντια στο γιγαντόσωμο, ατρόμητο σαν λιοντάρι Αίαντα. Όταν ξεκίναγαν για της Τροίας το ταξίδι, ο γερο-Τελαμώνας έδωκε συμβουλή στο γιο του όχι μόνο να πολεμάει παλικαρίσια αλλά να φροντίζει να έχει και των θεών την εύνοια. Μα εκείνος με την αμυαλιά του νέου που δεν νογάει από του πολέμου τους κινδύνους, με έπαρση του απάντησε πως με τη βοήθεια των θεών κι οι τιποτένιοι μπορούν να κάνουν μεγαλειώδη ανδραγαθήματα. Μα αυτός μπορούσε και χωρίς τη βοήθεια των θεών μεγάλη δόξα ν’ αποχτήσει. Κι όταν έφτασαν στης Τροίας τα παράλια, σε μια μάχη που γινόταν στήθος με στήθος, η πολεμίστρα θεά του έδωσε κουράγιο και τον έσπρωχνε να ξεχυθεί στους εχθρούς. Τότε αυτός αποπήρε την Αθηνά, λέγοντάς της πως όπου αυτός στεκόταν, δεν μπορούσαν να σπάσουν οι πολεμικές γραμμές, και σ’ άλλους να πάει να σταθεί, που ίσως να κιοτέψουν. Αυτή την ύβρη ξεπλήρωσε η θεά, γιατί η αλαζονεία των θνητών δεν αρέσει στους αθάνατους!
Οι κατάσκοποι, λοιπόν, άκουσαν δύο Τρωαδίτισσες να συζητούν , καθώς έστεκαν ψηλά στα τείχη. Σχολίαζαν την αντρειοσύνη του Αίαντα και του Οδυσσέα να υπερασπιστούν το σώμα του νεκρού Αχιλλέα και να το μεταφέρουν στων Αχαιών το στρατόπεδο. Η πρώτη παίνευε τον Τελαμώνιο Αίαντα, που με τη μεγάλη του δύναμη φορτώθηκε το πελώριο κορμί του σκοτωμένου και μέσα από τόσα σπαθιά και κοντάρια των Τρώων το μετέφερε στο στρατόπεδο. Τότε η Παλλάδα έβαλε στις φρένες της άλλης ν’ αποκριθεί πως πιότερο γενναίος ήταν ο Οδυσσέας, που κονταροχτυπήθηκε με τόσους Τρώες για να καλύψει του Αίαντα την οπισθοχώρηση. Αυτό που έκανε ο Αίαντας, να σηκώσει το νεκρό, θα μπορούσε να το κάνει και μια γυναίκα, όμως η γυναίκα δε θα μπορούσε να πολεμήσει. Έτσι ο πιο αντρειωμένος ήταν ο βασιλιάς της Ιθάκης. Στο τέλος συμφώνησε μαζί της και η πρώτη, που υποστήριζε το βασιλόπουλο της Σαλαμίνας.
Έτσι η κρίση έγινε: η πανοπλία δόθηκε στον Οδυσσέα, αυτόν που η κόρη του Δία συμπαθούσε και πάντοτε προστάτευε.
Κάποιοι, λένε πως η κρίση βγήκε με δόλο, γιατί ο Αγαμέμνονας κι ο Μενέλαος αντικαταστήσανε τους κλήρους του Αίαντα μ’ αυτούς του Οδυσσέα. Όπως και να ‘χει το θέμα, γεγονός είναι πως ο Αίαντας αδικήθηκε.
Χολώθηκε ο τρανοδύναμος, ένιωσε η αδικία να τον συντρίβει. Αυτός μονάχα για τη δόξα ζούσε, και θα ήταν περισσή η δόξα αν στο παλάτι του γονιού του γύριζε με τα όπλα του ξακουστού γιου της Θέμιδας, του καλύτερου πολεμιστή της γης. Απομονώθηκε, λοιπόν, στη σκηνή του, χωρίς να μιλάει σε κανένα και στο μυαλό του έκλωθε να εκδικηθεί τους Ατρείδες και τον πανούργο Οδυσσέα. Είχε ταπεινωθεί η φιλοτιμία του, που όρια δεν είχε, όπως και η δύναμή του. Ήθελε όλοι να αναγνωρίσουν την αρετή της γενναιότητάς του, γιατί μόνον η αναγνώριση είχε αξία. Δεν ημπορούσε να λένε πως ήταν πιο αντρειωμένος ο Οδυσσέας. Βαθιά μελαγχολία του πλάκωνε τα στήθη και φούντωνε μέσα του ο παραλογισμός. Έτσι ένα βράδυ πήρε την απόφαση να εκδικηθεί αυτούς που έβλαψαν τη φήμη του και την παλικαριά του και να τους σκοτώσει. Να πάρει με το κοφτερό σπαθί του τη ζωή των Ατρειδών και του Οδυσσέα.
Με γυμνωμένο το σπαθί, σαν έπεσε της νύχτας το σκοτάδι, βγήκε από τη σκηνή να ξεπλύνει τη ντροπή με το αίμα των εχθρών του, αυτών που τον αδίκησαν. Μα η Αθηνά ήταν με το μέρος των Αχαιών στην εκστρατεία κατά της Τροίας. Δεν μπορούσε ν’ αφήσει ν’ αφανιστούν οι αρχηγοί του στρατού. Γι’ αυτό του θόλωσε τις φρένες και τον οδήγησε στα κοπάδια με τ’ αρνιά και τα βόδια, που είχαν για τροφή. Πάνω στην παράκρουση νόμισε τα ζώα πως ήταν οι μισητοί εχθροί του και με βακχική μανία άρχισε την άγρια σφαγή. Τα κορμιά των ζώων έπεφταν σαν στάχια από δρεπάνι θρασεμένου νιού σε καρπερό σιτοβολώνα. Αφού απόκαμε, ένα ψηλόσωμο κριάρι, που θάρρησε πως ήταν ο Οδυσσέας, το ‘δεσε και το έσυρε στη σκηνή του, όπου το μαστίγωσε και το βασάνισε για να ξεθυμάνει.
Την αυγή, σαν σκόρπισε το σκοτάδι, σκόρπισε και του μυαλού του η θολούρα. Τότε ένιωσε να χάνεται ο κόσμος από μπροστά του βλέποντας τα σφαγμένα ζώα. Ήρθε στα σύγκαλά του και κατάλαβε πού τον οδήγησε της εκδίκησης η μανία. Όλοι οι αγώνες του και η δόξα ένιωσε σαν ομίχλη να σκορπίζονται. Χάθηκε πια η υπόληψή του. Περίγελως θα ήταν τώρα των Αχαιών, που θα ‘λεγαν πως ο παλικαράς ξόδεψε την αντρειοσύνη του στα βόδια και τα πρόβατα. Δεν την βάσταγε αυτή την καταφρόνια. Κάλλιο να πεθάνει, παρά ν’ ακούει τα περιπαιχτικά λόγια των συντρόφων. Ποιος θα αναθυμόταν της μάχης τα κατορθώματα, τους εχθρούς που έπεσαν από το κοντάρι και το σπαθί του; Όλοι θα γελούσαν με των βοδιών τη σφαγή. Όχι, τέτοια ντροπή, τέτοιον εξευτελισμό δεν τα βαστούσε. Αυτός, που ποτέ δεν ένιωσε του θανάτου το φόβο, στο θάνατο έπρεπε να βρει τη λύτρωση! Η τιμή επέβαλε ο ίδιος να βάλλει τέλος στη ζωή του.
Έτσι ο ήρωας, μέσα στην απόγνωση, νιώθοντας αδικία και ντροπή, πήρε από υπερηφάνεια την απόφαση να σκοτωθεί. Αποτραβήχτηκε σε μια έρημη ακρογιαλιά, στερέωσε στην άμμο το σπαθί, που του ‘χε χαρίσει ο Έκτορας, κι έπεσε με τα πλευρά πάνω του, δίνοντας τέλος στην έντιμη ζωή του.
Όταν μαθεύτηκε ο θάνατος του Αίαντα ο Μενέλαος κι ο Αγαμέμνονας δεν ήθελαν να ταφεί το σώμα του. Με επέμβαση, όμως, του Οδυσσέα θάφτηκε από τον Τεύκρο, τον αδελφό του, τον άλλο γιό του Τελαμώνα, που ήταν νόθος. Αυτό ήταν το έντιμο τέλος του μεγάλου ήρωα. Ένα τέλος που του επέβαλε το φιλότιμο.]]
Γι’ αυτό το τέλος ο Πίνδαρος έγραψε:
« Κι οι πιο δυνατοί, είναι φορές,
απ’ των αδυνάτων την τέχνη νικιούνται•
και σ’ όλους γνωστή του Αίαντα η δύναμη,
που ξίφος την πήρε ματωμένο, τη νύχτα,
των Ελλήνων που πήγαν στην Τροία ψεγάδι.
Αλλά ο Όμηρος τον τίμησε
την αρετή του όλη υμνώντας προς όλους,
σε τραγούδια γενιές που μαγεύουν.
Αθάνατο μένει και διατρέχει παντού
κάτι που όμορφα λέγεται• και στη γη
τη μυριόκαρπη και στη θάλασσα τρέχει
άσβεστη η λάμψη των όμορφων έργων. » ( Πίνδαρος, “Ισθμιόνικος IV”, 36-47 )
Βλέπουμε την καταξίωση του ήρωα στη συνείδηση των Ελλήνων και το δολερό φέρσιμο των αρχηγών των Αχαιών να χαρακτηρίζεται σαν ψεγάδι της εκστρατείας της Τροίας.
(…Συνεχίζεται…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου